Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2019 | Permalink
"Η τέχνη της απώλειας"

"Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.

Χάνε κάτι κάθε μέρα. Αποδέξου το νευρίασμα
των χαμένων κλειδιών, της κακοξοδεμένης ώρας.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.

Ύστερα εξασκήσου να χάνεις περισσότερα, να χάνεις
γρηγορότερα: τόπους κι ονόματα, και το που σκόπευες
να ταξιδέψεις. Τίποτα απ' αυτά καταστροφή δεν φέρνει.

Έχασα της μητέρας μου το ρολόι. Και κοίτα! το τελευταίο,
ή το προτελευταίο, από τρία αγαπημένα σπίτια πάει.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.

Έχασα δυο πόλεις, αξιολάτρευτες. Και, ακόμη πιο τεράστιους,
κάποιους δικούς μου κόσμους, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, μα δεν ήταν δα καταστροφή."
                   Ελίζαμπεθ Μπίσοπ "Μια τέχνη" (μετάφρ. Π. Αλεξανδρίδης)

Κάπου στη μέση του μυθιστορήματός της, "Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ" ("L' art de perdre") - (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Έφη Κορομηλά, σελ. 652), η Γαλλοαλγερινή συγγραφέας Alice Zeniter (Κλαμάρ, 1986), παραθέτει τη ρήση του Γάλλου φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντέ: "Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην είναι ο τόπος σύγκρουσης πολιτισμών", μια φράση που ουσιαστικά σημαδεύει ολόκληρο, αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Η οικογενειακή σάγκα που αφηγείται η Ζενιτέρ με ωραίο στυλ, και έξοχη δομή, περιγράφει την ιστορία μιας οικογένειας (τριών γενεών της), που η στέρηση της πατρίδας σημάδεψε τη μοίρα των μελών της.


Έχουμε δει ταινίες, έχουμε διαβάσει βιβλία γύρω από τον πόλεμο της Αλγερίας (από το 1954 έως το 1962), τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της χώρας. Έχουμε διαβάσει για τους "pieds-noirs", τους "μαυροπόδαρους" δηλαδή, τους Γάλλους κατοίκους της Αλγερίας και την δυσκολία προσαρμογής τους, όταν επέστρεψαν στη χώρα καταγωγής τους, όχι όμως και για τους "harkis" ("αρκί"), τους Αλγερίνους (καταγόμενους από την φυλή των Καβύλιων οι περισσότεροι), που υποστήριξαν τις ενέργειες της Γαλλικής κυβέρνησης στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, και συνεργάστηκαν με τις στρατιωτικές δυνάμεις πολεμώντας εναντίον των επαναστατών. Οι Καβύλιοι, φυλή αυτόνομη και ανεξάρτητη με την δική της σημαία, γλώσσα, ήθη κι έθιμα, δεν ήταν ποτέ φιλικά διακείμενοι προς τους Άραβες και κυνηγήθηκαν άγρια μετά την επικράτηση της επανάστασης, οι περισσότεροι (πάνω από τους μισούς) κατέφυγαν στην Γαλλία.

"Πως γεννιέται μια πατρίδα; Ποιος τη φέρνει στον κόσμο;
Σε ορισμένες περιοχές της Καβυλίας, υπάρχει μια δοξασία που τη λένε "το κοιμισμένο παιδί". Εξηγεί γιατί μια γυναίκα μπορεί να γεννήσει, παρόλο που ο άντρας λείπει πολλά χρόνια: είναι που είχε συλλάβει το παιδί με τον άντρα της και μετά αυτό αποκοιμήθηκε μέσα στην κοιλιά για να βγει από εκεί πολύ αργότερα.
Η Αλγερία μοιάζει με το κοιμισμένο παιδί: η σύλληψή της έγινε παλιά, τόσο παλιά που κανείς δεν μπορεί να συμφωνήσει σε μια χρονολογία, και μετά έμεινε για χρόνια στην κατάσταση του ύπνου, μέχρι την άνοξη του 1962. Τη στιγμή που υπογράφονται οι συμφωνίες του Εβιάν, το FLN επιμένει στη ρητή διατύπωση ότι η Αλγερία επανακτά την ανεξαρτησία της."

Χωρισμένο σε τρία μέρη, το μυθιστόρημα της Ζενιτέρ, αφηγείται την ιστορία της οικογένειας, της βασικής ηρωίδας, της Ναϊμά, μιας νέας γυναίκας που εργάζεται σε μια γκαλερί του Παρισιού. Η Ναϊμά με αφορμή μια έκθεση ενός Αλγερινού καλλιτέχνη, που διοργανώνεται, συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την ιστορία της οικογένειάς της, μόνο θραύσματα αναμνήσεων, λέξεις και φράσεις που άκουγε στην παιδική της ηλικία, ψάχνει στο διαδίκτυο πληροφορίες για την χώρα καταγωγής της και γνωρίζει ότι πρέπει να ψάξει καλύτερα, και πιο εντατικά.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, παρακολουθούμε την ιστορία του Αλί, του παππού της Ναϊμά, ενός ευκατάστατου Καβύλιου εμπόρου και προύχοντα του ορεινού χωριού στο οποίο διαμένει με την οικογένειά του. Ο Αλί, πολέμησε στον Β παγκόσμιο πόλεμο με τη σημαία της Γαλλίας, είναι πρόεδρος των βετεράνων πολεμιστών, παρασημοφορήθηκε και τώρα που ξεκινάει ο απελευθερωτικός αγώνας, δεν μπορεί να συνταχθεί με τους συμπατριώτες του, αισθάνεται εγγύτερα στους Γάλλους, ενώ βλέπει και την ανταγωνιστική οικογένεια του χωριού του, να βοηθούν τους επαναστάτες. Παρότι συγκρατείται, στο τέλος επιλέγει να βοηθήσει, έστω διακριτικά, τις Γαλλικές αρχές και αυτό θα το πληρώσει, καθώς η επανάσταση επικρατεί και εκείνος με την οικογένειά του, πρέπει να εγκαταλείψουν την πατρική γη και να καταφύγουν στην Γαλλία.

Στη Γαλλία, ο Αλί και η σύζυγός του μαζί με τα παιδιά του, συνειδητοποιούν ότι είναι όχι μόνο ξένοι, αλλά και οι τοπικές κοινωνίες τους συμπεριφέρονται ως μιάσματα, περιφρονητικά και με απέχθεια. Διωγμένοι από τον τόπο τους, όπου θεωρούνται προδότες και συνεργάτες του εχθρού, βρίσκονται σε έναν αφιλόξενο τόπο, που στοιβάζονται σε προσφυγικά στρατόπεδα, τους παρέχονται οι μίνιμουμ συνθήκες διαβίωσης και εργάζονται ως εργάτες σε τοπικά εργοστάσια.


Στο δεύτερο μέρος (που είναι το καλύτερο του μυθιστορήματος), ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Χαμίντ, ο πατέρας της Ναϊμά, και είναι ο πρώτος γιος της οικογένειας του Αλί. Ο Χαμίντ, θα είναι στην ηλικία που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, όταν φυγαδεύονται για την Γαλλία. Θα μεγαλώσει μέσα σε συνθήκες προσφυγιάς και φτώχειας, απόρριψης από όλους σε μια ζωή μοναχική και αφόρητη. Στους καταυλισμούς αναγκάζονται να συμβιώσουν με κάθε καρυδιάς καρύδι, δεν είναι μόνο άνθρωποι που συντάχθηκαν με τους Γάλλους χωρίς ουσιαστική συμμετοχή, αλλά και δολοφόνοι, εκτελεστές, παραστρατιωτικοί από διάφορες οργανώσεις. Ο Χαμίντ, αποφασίζει να μη μιλήσει ποτέ γι’ αυτά που βιώνει, ακολουθεί τον δικό του, μοναχικό δρόμο, και καθώς μεγαλώνει σε μια Γαλλία που αλλάζει, με τα γεγονότα του Μάη του ’68, θα έρθει σε ιδεολογική σύγκρουση με την οικογένειά του, θα μορφωθεί όσο μπορεί και θα παντρευτεί μια Γαλλίδα, αυτονομούμενος από το παρελθόν. Ο Χαμίντ που θα δουλέψει ως υπάλληλος για όλη του τη ζωή, θα βυθιστεί στην σιωπή για το παρελθόν και οι κόρες του, ανάμεσά τους και η Ναϊμά, δεν θα μάθουν τίποτα για την ιστορία του τόπου καταγωγής τους, για τις περιπέτειες της οικογένειας.

Στο τρίτο μέρος, πρωταγωνιστεί η Ναϊμά, που πρέπει επιτέλους να μάθει, να βρει τον συνδετικό κρίκο της ζωής της, να καταλάβει γιατί το χρώμα του δέρματός της είναι πιο σκούρο από των συνεργατών της στη γκαλερί, γιατί στις αναμνήσεις της υπάρχουν μουσικές και ήχοι από μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει και ότι η Αλγερία, είναι κάτι το ζωντανό, και όχι ένα σημείο στον χάρτη και, κάποια τραγούδια που θυμάται να ακούει από το στόμα της γιαγιάς της, καθώς της έφτιαχνε τα μαλλιά. Πρέπει να πάει εκεί, να βρει όποιους συγγενείς μπορεί, να ακούσει τις ιστορίες τους, να βρει τον εαυτό της.


"...δεν υπάρχουν βινιέτες, δεν υπάρχουν εικόνες με έντονα χρώματα, όπου τα χρόνια να έχουν ξεβάψει μέχρι και τα παστέλ που ομορφαίνουν την κάθε σκηνή. Τις έχουν αντικαταστήσει στρεβλά κομμάτια που αναδύονται από τις αναμνήσεις του Χαμίντ κι έχουν ξαναδουλευτεί από χρόνια σιωπής και αναμαλλιασμένα όνειρα, θραύσματα πληροφοριών που του ξεφεύγουν του Αλί μές στη ροή μιας φράσης πριν απαντήσει το αντίθετο όταν τον ρωτάνε, υπολείμματα αφηγήσεων παρμένα θαρρείς από πολεμικές ταινίες χωρίς κανείς να ήταν εκεί για να τις ζήσει. Κι ανάμεσα σ' αυτές τις σκόνες σαν ζυμάρι, σαν γύψος που γλιστράει μέσα στις χαραμάδες, σαν τα ασημένια νομίσματα που λιώνουν στο βουνό για να δέσουν κοράλια, μεγάλα όσο μια παλάμη μερικές φορές, υπάρχουν οι έρευνες της Ναϊμά περισσότερο από εξήντα χρόνια μετά το φευγιό από την Αλγερία, που προσπαθούν να δώσουν μια μορφή, μια σειρά σ' αυτό που δεν έχει καμία, που δεν είχε ίσως ποτέ."

Στο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα της Ζενιτέρ, υπάρχουν σελίδες μεγάλης ομορφιάς και διαστήματα σπουδαίας λογοτεχνίας, δυστυχώς όμως το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου, που αφορά το ταξίδι της Ναϊμά στην πατρική γη, το ταξίδι ανακάλυψης, δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με το υπόλοιπο του βιβλίου, χαλώντας την τελική εικόνα. Το μυθιστόρημα παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον στις ιστορίες του Αλί και του Χαμίντ, κυρίως το δεύτερο μέρος έχει συγκλονιστικές εικόνες, με την άφιξη της οικογένειας στη Γαλλία και την ζωή στα στρατόπεδα προσφύγων, την “υποδοχή” των Γάλλων, την διαπίστωση ότι ήρθαν σε μια εχθρική ουσιαστικά χώρα, την διάψευση των προσδοκιών του Αλί (υπάρχει μια εκπληκτική σκηνή σε ένα μπαρ, που ο ιδιοκτήτης και οι θαμώνες αμφισβητούν τα παράσημα του Αλί, κατηγορώντας τον ως κλέφτη), και το σκοτάδι που θα κυριεύσει τις ψυχές τους, είναι σελίδες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη.

Δυνατές εικόνες, ωραία δομημένο μυθιστόρημα, με δυνατές περιγραφές και καλό ρυθμό, η «Τέχνη της απώλειας», είναι ένα βιβλίο που δεν μιλάει μόνο για την σύγκρουση των πολιτισμών, αλλά και (ή ίσως κυρίως) για τον νόστο, την απώλεια, για την ήττα και τις συνέπειές της, για τις αποφάσεις που παίρνουμε και σημαδεύουν την ζωή μας, για την άρνηση και την αποδοχή, για την προσφυγιά και τον ρατσισμό, αλλά και για την αναζήτηση ταυτότητας και την αίσθηση του ανήκειν, για την οικογενειακή κληρονομιά, για ζωές που καταστρέφονται, για ζωές που ξαναχτίζονται.

Πληθωρικό και με δυνατή αφήγηση, το μυθιστόρημα, θα ήταν περισσότερο σφιχτοδεμένο αν δεν πλάτειαζε σε αρκετά σημεία του, και αν η ιστορία της Ναϊμά, παρουσίαζε το ίδιο ενδιαφέρον όσο των προγόνων της. Είναι βέβαια, ένα ωραίο και καλογραμμένο βιβλίο, που μας παρουσιάζει μια πτυχή της ιστορίας που οι περισσότεροι αγνοούμε και (ίσως το κυριότερο), διαβάζεται πολύ ευχάριστα – κυριολεκτικά “ρουφιέται”, οπότε συγχωρείς τις “ατέλειες” που προανέφερα.

Βαθμολογία 80 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home