Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020 | Permalink
Δύο ελληνικές δυστοπίες ("Αίμα μηχανή" και "Κοιλάδες του Φόβου")
«Μέλλοντα ταυτα
Not on sad Stygian shore, nor in clear sheen
Of far Elysian plain, shall we meet those
Among the dead whose pupils we have been,
Nor those great shades whom we have held as foes;
No meadow of asphodel our feet shall tread,
Nor shall we look each other in the face
To love or hate each other being dead,
Hoping some praise, or fearing some disgrace.
We shall not argue saying “’Twas thus” or “Thus,”
Our argument’s whole drift we shall forget;
Who’s right, who’s wrong, ’twill be all one to us;
We shall not even know that we have met.
   Yet meet we shall, and part, and meet again,
   Where dead men meet, on lips of living men.
Δεν θα τους βρούμε στης Στυγός την πένθιμη ακτή
Ούτε και στα περίλαμπρα Ηλύσια Πεδία
Εκείνους που μας δίδαξαν και είναι πια νεκροί –
Ούτε θα δούμε τις σκιές που μοιάζαν με θηρία,
Δεν θα πατούμε ασφόδελους επάνω στον λειμώνα
Ούτε βλεμμάτων διάλογος προβλέπεται να γίνει
Με μίσος ή και με χαρά που είμαστε στο χώμα
Ψάχνοντας για τον έπαινο, τρέμοντας την αισχύνη.
Όποιο κι αν είν’ το θέμα μας, όπου και αν μας πάει,
Στη λήθη θα τη ρίχνουμε την κάθε σύγκρουσή μας
Ποιος έχει δίκιο ή άδικο, για μας δεν θα μετράει –
Ούτε καν γνώση θα’ χουμε για τη συνάντησή μας.
Κι όμως θα σμίγουμε ξανά, εχθροί, και πάλι φίλοι,
Εκεί που σμίγουν οι νεκροί, στων ζωντανών τα χείλη.»


Samuel Butler «Μέλλοντα ταύτα» (μετάφρ. Γ. Λαμπράκος)

Στις συνήθεις ερωτήσεις ανθρώπων που δεν με γνωρίζουν καιρό, για το αν υπάρχουν λογοτεχνικά είδη που δεν αγγίζω, η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο στόμα, είναι «η επιστημονική φαντασία». Έχω διαβάσει αρκετές δυστοπίες όπως και κάποια διηγήματα (περισσότερο) και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας (Ε.Φ.), που μερικά από αυτά ήταν εξαιρετικά, αλλά ως είδος, ομολογώ είναι πολύ χαμηλά στις προτεραιότητές μου.

Γι’ αυτό λοιπόν, αποτέλεσαν ευχάριστη έκπληξη δύο μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2019, που σε πρώτη ανάγνωση ανήκουν το ένα στο είδος της Ε.Φ., το έτερο στο είδος της δυστοπίας, δεν αποτελούν όμως καθαρά δείγματα αυτών για διαφορετικό λόγο το καθένα. Το ένα είναι το πρώτο μυθιστόρημα του έξοχου μεταφραστή και πολύ καλού δοκιμιογράφου, διηγηματογράφου και ποιητή Γιώργου Λαμπράκου (Αθήνα, 1977) με τίτλο «ΑΙΜΑ ΜΗΧΑΝΗ» - (εκδ. Γαβριηλίδης, σελ.428), ένα πληθωρικό και χορταστικό βιβλίο, όπου μέσα του αναμειγνύονται πολλά είδη – αρχαίο δράμα, φιλοσοφία, περιπέτεια, μελόδραμα. Το δεύτερο είναι το νέο μυθιστόρημα της στιβαρής διανοούμενης Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, με τίτλο «ΚΟΙΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ» - (εκδ. Εκκρεμές, σελ.372), ένα βιβλίο με το οποίο η έμπειρη συγγραφέας και δοκιμιογράφος, χρησιμοποιεί την Δυστοπία σε πρώτο επίπεδο, για να θίξει θέματα για την ύπαρξη, την φιλοσοφία, την ηθική, τις επιστήμες, τις τέχνες.


Ας τα δούμε περισσότερο αναλυτικά.

Ο Βρετανός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος ΣάμιουελΜπάτλερ (1835-1902), συναντάει τον Σοφοκλή, στο «Αίμα μηχανή», το μυθιστόρημα του Γιώργου Λαμπράκου. Βρισκόμαστε στο μέλλον, και μετά το Δ Παγκόσμιο πόλεμο, η γη είναι μια «no mans land», όπου στην επιφάνειά της, ζουν σε πλήρη ένδεια οι εναπομείναντες άνθρωποι που ονομάζονται «Αμήχανοι». Την εξουσία την έχουν οι «Μηχανάνθρωποι» μια εξέλιξη του ανθρώπου και των μηχανών, οι οποίοι ζουν σε πόλεις φτιαγμένες κάτω από την γη, σε αυταρχικά καθεστώτα, όπου οι επιστήμονες («οι Μηχανικοί») διοικούν και όπου η προσπάθεια του καθεστώτος είναι να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, τον «Βιο-Άγγελο» ώστε να αγγίξει επιτέλους την τελειότητα.

«Η μοναξιά είναι αρρώστια. Και η αρρώστια δεν ψεύδεται.»


Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Ρεστ, ένας συναισθηματικός και μοναχικός μηχανάνθρωπος, με πρόβλημα στην επικοινωνία και στις ερωτικές σχέσεις, που είναι αρθρογράφος σε ένα περιοδικό, και ασχολείται εμμονικά με το έργο του Σάμιουελ Μπάτλερ, ο οποίος εκτός από τα (λίγα αλλά πολύ σημαντικά) λογοτεχνικά του έργα, ασχολήθηκε με το θέμα της τεχνολογικής εξέλιξης σε κείμενά του, προφητεύοντας ότι ο άνθρωπος, έχοντας γίνει πλέον περιττός στο μέλλον, θα αντικατασταθεί από τις μηχανές. Ο Ρεστ, όμως δεν είναι ένας τυχαίος μηχανάνθρωπος που ζει και εργάζεται σε αυτή την ιδιότυπη κοινωνία, είναι γιος του ζεύγους που διοικεί το καθεστώς, παρότι ελάχιστες σχέσεις έχει μαζί τους. Μια μέρα λαμβάνει ένα μήνυμα από κάποια γυναίκα με το κωδικό όνομα Λ60, η οποία ζητάει να την σώσει. Τα mails της γυναίκας τον οδηγούν στο Ινστιτούτο Γενετικής, το οποίο διοικείται από τον «Βιομήχανο Ιωσήφ». Εκεί ο Ρεστ, ζητάει την βοήθεια ενός ανθρώπου με υψηλή θέση στο Ινστιτούτο, του καθηγητή Μέμορ τον οποίον εμπιστεύεται, και σύντομα ανακαλύπτει ότι η μυστηριώδης γυναίκα, λέγεται Λεκ και αποτελεί αντικείμενο πειράματος στο είδος των «Βιο-Αγγέλων». Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούν εκεί, καθώς αποκαλύπτεται ότι η Λεκ είναι αδελφή του Ρεστ, η οποία απήχθη μόλις γεννήθηκε από τον Βιομήχανο Ιωσήφ για να αποτελέσει μέρος των πειραμάτων για την δημιουργία των «Βιο-Αγγέλων». Η Λεκ είναι μια ασυναγώνιστη καλλονή, που μαγνητίζει όσους την βλέπουν, όταν θα συναντηθούν με τον Ρεστ, και θα αποκαλυφθούν τα μυστικά και τα ψέματα απ’ όλους, τα οποία καθόρισαν το παρελθόν και προγραμματίζουν το μέλλον τους, ως ήρωες αρχαίου δράματος, και γόνοι, του προεδρικού ζεύγους, θα σχεδιάσουν την εκδίκησή τους.

Το μυθιστόρημα όπως αναφέρει ο Λαμπράκος, αποτελεί φόρο τιμής στον Samuel Butler, του οποίου αποσπάσματα από έργα του, φράσεις, το εκπληκτικό ποίημα «Μέλλοντα ταύτα», παρατίθενται μέσα στο βιβλίο, ορισμένες δε φορές «συνομιλώντας» με αυτό διακειμενικά. Το βιβλίο όμως του Λαμπράκου δεν αποτελεί αντίγραφο κάποιου έργου του σπουδαίου Βρετανού, είναι ένα ωραίο λογοτεχνικό έργο, αρκετά πρωτότυπο που μπορεί σε πρώτο επίπεδο να φαίνεται ως ένα μυθιστόρημα Ε.Φ. αλλά εκείνο που κυριαρχεί θεματικά είναι το κοινωνικό και το πολιτικό κομμάτι.

«Ας είμαστε ευγνώμονες στον καθρέφτη που μας αποκαλύπτει μόνο την εμφάνισή μας.»


Ξεπερνώντας την αμηχανία και την φλυαρία, των πρώτων 100 σελίδων, η ιστορία εκτυλίσσεται ωραία, με αφηγηματικό ρυθμό που αποκτάει πολύ ενδιαφέρον από τη μέση του βιβλίου έως το αμφίσημο τέλος του. Η σάτιρα, κυριαρχεί ακόμα και στις πιο αγωνιώδεις στιγμές του «Αίμα μηχανή», όπου ο συγγραφέας παρεμβαίνει με ερωτήσεις προς τον αναγνώστη, ενώ θέτει στη διάθεσή του αρκετές (ίσως υπερβολικά πολλές) επιλογές για το φινάλε της ιστορίας.

Ο έρωτας και το πάθος, οι φιλοδοξίες και η βία, η εξουσία – πολιτική και γονεϊκή, τα όρια της ηθικής στις επιστήμες, οι κοινωνικές ανισότητες πράγματα και ερωτήματα φιλοσοφικά που διατρέχουν την ανθρωπότητα μέσα στους αιώνες, είναι τα θέματα που καλούνται να διαχειριστούν οι ήρωες του βιβλίου του Λαμπράκου, είτε μηχανάνθρωποι είναι, είτε βιοάγγελοι, είτε κλώνοι (στο θέμα των κλώνων ο προβληματισμός που αναπτύσσεται είναι πολύ καίριος). Ο συγγραφέας θίγει ίσως υπερβολικά πολλά θέματα – κάτι που διακρίνουμε συνήθως στις πρώτες μυθιστορηματικές απόπειρες -, αλλά (ευτυχώς) διαχειρίζεται με μεγάλη ικανότητα, την ιστορία που αφηγείται, ικανοποιώντας τον αναγνώστη στο τέλος, σε ένα πολύ αξιόλογο και ενδιαφέρον μυθιστόρημα που αξίζει να προσεχτεί ιδιαιτέρως.

Σε διαφορετικό κλίμα κινείται, η πολύ έμπειρη συγγραφέας Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, στην φιλοσοφική δυστοπία της, με τίτλο «Κοιλάδες του Φόβου», ένα πυκνογραμμένο και στοχαστικό μυθιστόρημα, που απαιτεί την εγρήγορση και όχι τον εφησυχασμό του αναγνώστη.

«…το παρελθόν δεν ήταν για να το αναπολείς. Καλύτερα ήταν να το ανακαλείς μήπως και καταλάβεις ποιο ήταν το κρίσιμο λάθος κι αν έπραττες διαφορετικά, τίποτα απ’ όσα έγιναν δεν θα’ χε γίνει. Γιατί, δεν μπορεί, κάποια στιγμή, στο μέλλον που καιροφυλακτεί, θα ξαναγίνουν τα ίδια και χειρότερα, αν δεν προλάβεις να χωνέψεις τις επιλογές και τις αποφάσεις που σε ξαναπήγαιναν ίσια εκεί.»

Βρισκόμαστε στο πολύ κοντινό μέλλον, μια Κυριακή του Σεπτεμβρίου, 2029 και μια σειρά από εκρήξεις βομβών σε μεγάλες πόλεις του κόσμου συγκλονίζουν την ανθρωπότητα. Η Αθήνα είναι μια από αυτές και η πλατεία Συντάγματος με τις γύρω περιοχές τινάζεται στον αέρα, δημιουργώντας ένα τεράστιο κρατήρα, με ανυπολόγιστο αριθμό θυμάτων. Η Αθήνα χωρίζεται στα δύο, το σοκ είναι μεγάλο και έρχεται ως επακόλουθο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βασάνιζε τη χώρα για περίπου 20 χρόνια. Ο Δημοσθένης μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων, βρίσκει δουλειές σε χωράφια στην επαρχία για να μπορέσει να ζήσει, κουβαλάει πάντα μαζί του τον αγαπημένο του Ρώσο ποιητή Μάντελσταμ και επιβιώνει. Η αρχαιολόγος Ειρήνη κι αυτή σε πλήρη ένδεια, θα αναζητήσει την τύχη της στην επαρχία. Θα συναντηθεί με τον Δημοσθένη και μαζί θα προσπαθήσουν να οικοδομήσουν μια κοινή ζωή στις δύσκολες συνθήκες της αγροτικής ζωής.

Γύρω από αυτούς τους δύο βασικούς ήρωες της ιστορίας, κινούνται διάφοροι χαρακτήρες που διαδραματίζουν μικρό ή μεγάλο ρόλο στη πλοκή. Είναι τα χειρόγραφα ενός ημερολογίου (και πιο συγκεκριμένα το 6ο τετράδιο των ημερολογίων, που τα πρώτα 5, αποτελούσαν την νουβέλα της Δεληγιώργη «Ανέστιος»), είναι το δίδυμο του Δικαστή και του Ποιητή με τους ατελείωτους φιλοσοφικούς τους διαλόγους, είναι η ιστορία του εγγονού του Στίβεν Χώκινγκ που θα γνωρίσει έναν νεαρό πρόσφυγα, για να αναφέρω μόνο αυτούς που συνδέονται πιο άμεσα με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι.

Η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά αλλά με πολλές διακλαδώσεις και σε ένα βάθος χρόνου, καθώς ο μύθος ξεκινάει το 2029 για να ολοκληρωθεί καμιά σαρανταριά χρόνια αργότερα. Μια ζοφερή εικόνα του μέλλοντος εκτυλίσσεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου, μια συνεχής κρίση της ανθρωπότητας όπου τα προβλήματα διαιωνίζονται, η κατάσταση με το μεταναστευτικό/προσφυγικό έχει γίνει αφόρητη, οι εξουσίες γίνονται όλο και πιο αυταρχικές με απαγορεύσεις γεννήσεων και άλλα μέτρα που βλέπουμε σε πολλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τα καθεστώτα είναι στρατοκρατούμενα, ενώ απαγορεύεται και ο διάλογος μεταξύ των ανθρώπων.

«Τώρα τι κάνουν; Αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα κι ας γελούσαν πολλοί, ανακαλώντας τον συνειρμό «καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, τώρα τι κάνουμε;». Αρκεί να σήκωνες το κεφάλι να δεις τις γιγαντοαφίσες που πλεύριζαν τους δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας, εκκλήσεις αναρτημένες παντού, κι ενώ όλο και κάτι κλωθογύριζε στο μυαλό των περαστικών, αυτό το ερώτημα παραδόξως έμενε αναπάντητο. Ερώτημα κρίσιμο, αν και δεν ήταν βέβαιο πως ήταν όντως κρίσιμο. Αλλά και τι ήταν βέβαιο; Προσωπικά δεν ήταν βέβαιος ούτε καν αν υπήρξε στ’ αλήθεια ποιητής.»


Τι θα σώσει τον κόσμο, η λογική ή η ποίηση; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στο στοχαστικό μυθιστόρημα της Δεληγιώργη. Μακρές και ατελείωτες συζητήσεις, σε ένα βιβλίο διαλόγου και συνεχούς προβληματισμού για τον άνθρωπο και το μέλλον του, για τη ζωή, για τις σχέσεις οικογενειακές και ερωτικές, για τον πολιτισμό, για την ηθική. Οι ιδέες πέφτουν σαν το χαλάζι, σε κάθε διάλογο, σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου. Η λογοτεχνία λέει σε ένα παλαιότερο κείμενό της η συγγραφέας «καλύπτει έσχατες ανάγκες της ύπαρξης και είναι σαν το οξυγόνο στις κορφές των βουνών – ζαλίζει και αφυπνίζει τον ζαλισμένο», και οι ήρωες της καταφεύγουν στην ποίηση, μέσα από τον Μάντελσταμ και την Αχμάτοβα για να βρουν τις απαντήσεις.

Η Δεληγιώργη όμως μιλάει και για την κρίση με διαφορετικό τρόπο. Την κοινωνική και οικονομική κρίση που έχει διαλύσει τα θεμέλια της χώρας και τις καρδιές των ανθρώπων. Το λογοτεχνικό είδος της δυστοπίας ως κομματιού της Ε.Φ. που χρησιμοποιεί, είναι το πρόσχημα, το όχημα για να μπορέσει να αποδώσει την προβληματική της. Το καταφέρνει ή όχι, είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό, σε ένα βιβλίο που υπερβαίνει τα όρια του «μ’ αρέσει» ή «δεν μ’ αρέσει» των κοινωνικών δικτύων, καθώς η πυκνή και γεμάτη νοήματα λογοτεχνία που υπηρετεί κινείται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δοκιμίου, μια ευαίσθητη ισορροπία που (όπως και στις «Κοιλάδες του φόβου») πολλές φορές λειτουργεί καλά, άλλες όμως μπορεί να παρασύρει τον συγγραφέα σε πλατειασμούς που αποβαίνουν εις βάρος του αφηγηματικού ρυθμού.

Ένα από τα σημαντικά ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία της χρονιάς που πέρασε, είναι οι «Κοιλάδες του Φόβου». Μυθιστόρημα ιδεών – ένα είδος πολύ δύσκολο που δύσκολα το συναντάς πλέον – υπαρξιακό, που θέτει συνεχώς προβληματισμούς για την ζωή και τα όριά της, για την δύναμη ή την αδυναμία της λογικής, για την απώλεια και την συμπόνοια, για τον διάλογο με την τέχνη, για τον άνθρωπο και το μέλλον του.

Βαθμολογία (και για τα δύο μυθιστορήματα) 78 / 100








 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home