Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2021 | Permalink
"Ένας άνθρωπος είναι όμοιος με τη ζωγραφιά του" ("Αφέντες και Δούλοι")
Βιβλίο μαθητείας, ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά και συναρπαστική περιπέτεια, για ανθρώπους που παρασύρονται από την ιστορική πορεία, είναι το ωραίο και πληθωρικό «ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ» («Maitres et esclaves»), του Γάλλου συγγραφέα Paul Greveillac (1981), που έφτασε μια ανάσα από το βραβείο Γκονκούρ του 2018 (το έχασε από το έξοχο «Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους» του Nicholas Mathieu) αλλά απέσπασε το βραβείο «Jean Giono» της ίδιας χρονιάς. Το ογκώδες «Αφέντες και δούλοι» εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά (σελ.539).


 
Ένας άνθρωπος του Σετσουάν (παραφράζοντας τον Μπρεχτ) είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Greveillac, για την ακρίβεια, τρεις γενιές μιας οικογένειας, της απομακρυσμένης κινεζικής επαρχίας του Σετσουάν, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων. Ο Κιγουάι μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια, σε ένα ταπεινό χωριό. Βρισκόμαστε μόλις στον δεύτερο χρόνο της Μαοϊκής διακυβέρνησης, το 1950 και τα πράγματα έχουν αρχίσει να δυσκολεύουν για τους αγρότες της περιοχής. Ο πατέρας του Κιγουάι, ο Γιονγκμίν ζωγραφίζει ασταμάτητα σκηνές της φύσης (ζώα, πουλιά), και θα παίρνει μαζί του τον μικρό του γιο, ο οποίος θα επηρεαστεί από την εικόνα του πατέρα του, να σχεδιάζει στο μπλοκ του. Η μητέρα του, η Σι Γιαν, έχει άλλα όνειρα για τον γιο της, και αντιδράει στην προσπάθεια του Γιονγκμίν να διδάξει τον γιο του να ζωγραφίζει, αλλά εκείνος θα μεταδώσει στον γιο του, την αγάπη του για την τέχνη.
 
Ο Γιονγκμίν θα πεθάνει από τις κακουχίες, το αγροτικό πλάνο του Μάο (από το 1956), εξολόθρευσε εκατομμύρια αγρότες από την πείνα κι ενώ η στρατιωτική και πολιτική βία κυριαρχεί, η Σι Γιαν προσπαθεί να μεγαλώσει, ακόμα κι εκδιδόμενη, όχι μόνο τον Κιγουάι αλλά κι μια μικρούλα ορφανή, την Λι Φανγκ, για να την σώσει από τον λιμό. Η «πολιτιστική επανάσταση» του Μάο βρίσκεται στο φόρτε της, και χιλιάδες ερυθροφρουροί, προσπαθούν να εξαφανίσουν τα «απομεινάρια του φεουδαλισμού», «εκπολιτίζοντας» τους αγρότες, καταδικάζοντάς τους ουσιαστικά σε θάνατο αργό και βασανιστικό. Ο Κιγουάι όμως έχει ένα ευδιάκριτο ταλέντο που θα τον γλυτώσει απ’ όλα αυτά, παρά το βάρος της πατρικής κηλίδας, καθώς ο Γιονγκμίν θεωρείτο «πλούσιος», είχε ένα μικρό κομμάτι γης. Ένας ερυθροφρουρός θα δει σε αυτόν μεγάλες προοπτικές και θα τον στείλει στο Πεκίνο. Είναι μόλις 18 χρονών κι έχει παντρευτεί την Λι Φανγκ που περιμένει το παιδί τους – εκείνη θα μείνει στο χωριό κι έτσι θα χωριστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
 
Ο Κιγουάι, πηγαίνει στο Πεκίνο ήδη χαρακτηρισμένος, και υποχρεώνεται να υπερβάλλει εαυτόν στην υπεράσπιση της κομματικής γραμμής. Η ζωγραφική του πρέπει να προσαρμοστεί στους κανόνες του καθεστώτος. Πρέπει να ζωγραφίζει σύμφωνα με την επίσημη προπαγανδιστική γραμμή. Είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει με την εικόνα του βασανισμένου πατέρα του και της ταλαιπωρημένης μητέρας του, η επιβίωση είναι εκείνο που τον ενδιαφέρει, οπότε κάνει τα πάντα για να μη δώσει αφορμές, να είναι αρεστός στο καθεστώς και έτσι μετατρέπεται σε έναν οσφυοκάμπτη προπαγανδιστή, που δεν διστάζει να αλλάζει γνώμη μετά από κάθε κυβερνητική αλλαγή, μετά από κάθε φύσημα του κομματικού ανέμου.


 
«Μέσα σε ενάμιση χρόνο, ο Κιγουάι είχε αλλάξει πολύ. Είχε γίνει επίδοξος αξιωματούχος με μεγάλες προσδοκίες. Υποκριτής. Εγωιστής. Ψυχρός συμφεροντολόγος. Δεν είχε παρά έναν σκοπό: να αξιοποιήσει το «πολιτικό του κεφάλαιο». Ήθελε ν’ αποκτήσει το μέσο πρόσβασης στην κουτάλα: το κομματικό βιβλιάριο. Κι έτσι ακόνιζε την «επαναστατική συνείδησή» του. Ωστόσο, δεν ήταν παρά ένα παιδί. Ένας νεαρούλης είκοσι δύο χρονών που έπλεε μέσα στο γκριζοπράσινο κοστούμι του. Αλλά ήταν έξυπνος. Και, καθώς διέθετε τα εφόδια, έγινε φιλόδοξος.»
 
Όταν η Λι Φανγκ θα έρθει στο Πεκίνο με τον μικρό τους γιο, τον Σιατζί, θα δει έναν άνθρωπο διαφορετικό από τον έφηβο που αγάπησε, έναν άνθρωπο αγχωμένο και προσεκτικό στο κάθε τι, που γίνεται βίαιος κάποιες στιγμές, που αδιαφορεί για εκείνη και τον μικρό τους γιο, ο οποίος, βλέποντας τον πατέρα του να ζωγραφίζει, θα πιάσει κι εκείνος το πινέλο από μωρό με το ταλέντο του να ξεχωρίζει. Οι αλλαγές όμως στο Κινεζικό καθεστώς είναι μεγάλες, και ο θάνατος του Μάο θα τις επιταχύνει. Ο Κιγουάι θα προσαρμοστεί ανάλογα, αλλά από τη μια η αυτοκτονία της Λι Φανγκ, από την άλλη, η δυσκολία στην διαπαιδαγώγηση του ατίθασου Σιατζί, θα τον φέρουν μπροστά σε πολλά αδιέξοδα.
 
Πολυσέλιδες περιγραφές της ζωής στην κινεζική εξοχή, σκηνές γεμάτες λυρισμό αλλά και πόνο στην βασανισμένη επαρχία, κυριαρχούν στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου η αφήγηση είναι περισσότερο ποιητική και τα γεγονότα κυλάνε πιο αργά. Ο ρυθμός μεταβάλλεται από την ημέρα που ο Κιγουάι θα φτάσει στο Πεκίνο και θα ξεκινήσει την πορεία του προς την κομματική καταξίωση και την προσωπική του αλλοτρίωση. Ο Greveillac, αποδεικνύεται γνήσιος απόγονος της κλασσικής γαλλικής λογοτεχνικής παράδοσης, όπου οι περιγραφές του και η έμφαση στη λεπτομέρεια, το ωραίο αφηγηματικό του ύφος, αντιγράφουν με επιδεξιότητα αυτό των μεγάλων μαστόρων του 19ου αιώνα.
 
«Γύρω από τον Κιγουάι, τα πάντα ήταν ακίνητα. Ο αέρας σταμάτησε να φυσάει. Η επιφάνεια του νερού έμοιαζε με ξεθωριασμένη καθρέφτη, που αντανακλούσε τη λάσπη του βυθού μάλλον, παρά το γαλάζιο του ουράνιου θόλου, που άλλωστε ήταν τώρα γκρίζος. Ο Κιγουάι αναρωτιόταν αν έπρεπε να παλέψει, αν θα χρησίμευε σε τίποτα να παλέψει ενάντια στην απάθεια του σύμπαντος που τον κατέτρωγε, αργά αλλά σταθερά, από την προπροηγούμενη μέρα, που η Εθνική Έκθεση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού έκλεισε τις πόρτες της. Αφύσικη λευκή κηλίδα, κουφάρι πουλιού που επιπλέει για λίγο ακόμη προτού βυθιστεί, ένα χάρτινο καραβάκι πέρασε αργά δίπλα από τον φελλό της πετονιάς του. Από μερικούς χαρακτήρες που κατάφερε να διακρίνει, ο Κιγουάι αναγνώρισε ένα παλιό φυλλάδιο της έκθεσης, επιδέξια διπλωμένο. Διαφήμιζε την έκθεση τετρακόσιων και παραπάνω πινάκων. Ο Κιγουάι παρακολούθησε το καραβάκι να βουλιάζει. Εκείνος ήταν πάντα εκεί.»


 
Το βιβλίο περιγράφει με δυναμισμό και στυλ, το ταραγμένο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στην Κίνα. Το Μαοϊκό καθεστώς, η πολιτιστική επανάσταση, η εξαθλίωση των αγροτών, ο τρόμος και ο φόβος που κυριαρχούσαν σε όλες τις κλίμακες του δημόσιου βίου, μεταφέρονται από τον συγγραφέα μέσα από την πορεία του αντιφατικού και μονίμως αγχωμένου ήρωά του. Ο Κιγουάι είναι ένας άνθρωπος που μεγαλώνει προσπαθώντας να επιβιώσει, αυθεντικό ζωγραφικό ταλέντο, που υποτάσσει τα θέλω του, στην αγωνία του να επιπλεύσει και να μπορέσει να ανέλθει χτίζοντας ένα τείχος προστασίας γύρω του. Λίγα πράγματα θα τον κάνουν να σπάσει τη μάσκα, ο έρωτάς του για μια μπαλαρίνα, η αυτοκτονία της συζύγου του, ο ατίθασος χαρακτήρας του γιου του. Ο Κιγουάι, παρασύρεται από το ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι, είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας, ζωντανός και ανθρώπινος, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του βιβλίου.
 
Το «ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ», είναι μια saga, που εμπεριέχει πολλά στοιχεία εντός της. Ιστορία ενηλικίωσης, ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει περιπέτεια και στοχασμό, τέχνη και δολοπλοκίες, ρεαλισμό και λυρισμό, χωρίς διδακτισμό στις περιγραφές ενός κόσμου, μιας κοινωνίας ουσιαστικά άγνωστης στον αναγνώστη της Δύσης. Το βιβλίο όμως, είναι και μια ιστορία για πατέρες και γιους, όπου οι σχέσεις και το χάσμα των γενεών, ανατέμνονται και περιγράφονται με ευαισθησία και τρυφερότητα, με σαφήνεια και έμφαση στις μικρές λεπτομέρειες.
 
Βαθμολογία 80 / 100

 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home