Τετάρτη, Ιουνίου 02, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 02, 2021 | Permalink
Η ιδιαίτερη (και υπέροχη) περίπτωση της Fleur Jaeggy ("Είμαι ο αδελφός τής ΧΧ" και "Προλετέρκα")
Η Ελβετή συγγραφέας Fleur Jaeggy (Ζυρίχη, 1940), είναι μια μοναδική περίπτωση δημιουργού, τελείως sui generis, που ομολογώ ότι αγνοούσα (και δεν αισθάνομαι καθόλου καλά γι’ αυτό). Τρία (!) βιβλία της είχαν κυκλοφορήσει παλαιότερα, από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, δεν είχα πάρει χαμπάρι… Αυτήν την Ελβετίδα (που γράφει στα Ιταλικά τα βιβλία της, ζώντας στο Μιλάνο από την δεκαετία του ’60), την «ανακάλυψα» πολύ πρόσφατα, όταν διάβασα την συλλογή διηγημάτων της «ΕΙΜΑΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΧΧ («Sono il Fratello di XX») που εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Στ. Παπασταύρου και αποτέλεσε (για μένα), μια τεράστια έκπληξη. Σχεδόν αμέσως διάβασα το δεύτερο βιβλίο της που εκδόθηκε πάλι από τις εκδόσεις Άγρα, λίγο πριν φύγει το 2020, την νουβέλα «ΠΡΟΛΕΤΕΡΚΑ» («Proleterka»), πάλι σε μετάφραση του Στ. Παπασταύρου (βιβλίο που είχε εκδοθεί παλαιότερα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή) και συνειδητοποίησα ότι έχω μπροστά μου, μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς των τελευταίων 50 χρόνων.


 
Τι χαρακτηρίζει το ύφος της Φλερ Γιέγκυ; Μια λέξη μόνο: Κρυστάλλινο! Ψυχρό και αδιάσπαστο, οξύ και στυλάτο. Τόσο cool και αποστασιοποιημένο, που αποκλείεται να μη σε εντυπωσιάσει. Σε μια συνέντευξή της, η Γιέγκυ απαντάει στην ερώτηση, για την αφηγηματική τεχνική της, με περιγραφή της γραφομηχανής της (Hermes παρεπιπτόντως), ενώ υπενθυμίζει στην δημοσιογράφο να μη ξεχάσει να αναφέρει την βαθιά φιλία της με έναν κύκνο (τον Έρικ) που βρίσκεται σε μια λίμνη κοντά στο σπίτι της.
 
Τα μοτίβα στο συγγραφικό ύφος της Jaeggy, συναντώνται σε όλο το φάσμα του έργου της. Κοφτές σύντομες προτάσεις, ηρεμία και μια ψυχρότητα όπου ο αναγνώστης νιώθει μια απειλή να έρχεται, οικογενειακές σχέσεις στο προσκήνιο, ο θάνατος πάντα και παντού παρών, η ιστορία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κάνει έντονη την παρουσία της, η καταπίεση της εκκλησίας, μια διάχυτη μελαγχολία, οι κοινωνικές τάξεις και τι ρόλο διαδραματίζουν στη ζωή ενός ανθρώπου, το φαίνεσθαι και το είναι, ενώ δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ψυχρή περιγραφή του εξωτερικού τοπίου. Υπάρχει μια συγγένεια με το συγγραφικό ύφος του Thomas Bernhard χωρίς όμως να συγκρίνονται οι δύο περιπτώσεις μεταξύ τους.
 
Και τα δύο βιβλία για τα οποία θα μιλήσουμε σήμερα, είναι έργα ωριμότητας της Fleur Jaeggy, «Η προλετέρκα» εκδόθηκε το 2001, το «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ» εκδόθηκε το 2014. Ας τα δούμε ένα – ένα.
 
«Ο αδελφός της ΧΧ» μέσα σε 142 σελίδες, περιέχει 21 ιστορίες. Οι περισσότερες δεν εκτείνονται πέραν των 4-5 σελίδων, ενώ η ομώνυμη (συγκλονιστική) ιστορία που είναι και η μεγαλύτερη, είναι γύρω στις 15 σελίδες. Οι 21 αυτές ιστορίες, δεν έχουν κοινή θεματική. Είναι διηγήματα με αυτοβιογραφική χροιά, βιογραφικές συνθέσεις για πρόσωπα γνωστά στον χώρο της λογοτεχνίας, και σε όλες τις αφηγήσεις, το γνωστό τσεκούρι της λογοτεχνικής δύναμης διαταράσσει τα ήρεμα νερά της λίμνης…


 
Στην ομώνυμη ιστορία («Είμαι ο αδελφός της ΧΧ») που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, ο μικρότερος αδελφός νιώθει την έντονη επιρροή της αδελφής του πάνω στη ζωή του και αυτοκτονεί, ενώ στο «Negde» ο ποιητής Ιωσήφ Μπρόντσκυ, που ζει στη Νέα Υόρκη, θεωρεί τον κάθε τόπο ως «πουθενά» (negde στα ρωσικά) καθώς βλέπει τους Δίδυμους Πύργους να καταρρέουν. Στον γοτθικής υφής, «Τελευταίο απόγονο», ένας γέρος εργένης έχει μείνει μόνος σε έναν πύργο με τα πορτρέτα των μελών της οικογένειάς του να τον κοιτάνε βλοσυρά, ενώ στην εκπληκτική «Άγκνες», μια γυναίκα πεθαμένη πλέον, έχει στοιχειώσει τις ζωές των δύο ανθρώπων (μιας γυναίκας κι ενός άντρα) που την ερωτεύτηκαν βαθιά και τώρα συναντιούνται.
 
«Φαντάζομαι έναν άντρα τρελό από πόνο μέσα στον όμορφο κήπο. Είναι εκτός εαυτού. Τον καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πότε ένας άντρας είναι αναστατωμένος. Μού το λέει. Το επαναλαμβάνει. Είναι αναστατωμένος. Ενοχλούμαι ελαφρώς. Δεν τον αφήνω να το δει. Είμαι η μόνη που τον καταλαβαίνει. Άλλωστε κι εγώ δεν την αγάπησα; Πριν από εκείνον. Είμαστε δύο που την αγαπήσαμε. Την αγαπήσαμε αληθινά. Λέει. Αυτό το «αληθινά» που λέει είναι πλεονασμός. Όμως στον κόσμο πάντα αρέσει να μιλάει με υπερβολές. Προσθέτει. Αντί να αφαιρεί. Είμαι ήρεμη. Φυσικός θάνατος, λέει. Γιατί; Ρωτάω εγώ, χωρίς πολλή περιέργεια. Τελευταία ήταν ανήσυχη. Δεν τον ακούω πια. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο. Ενώ ο άντρας μιλάει, εγώ ξεφεύγω. Δε νιώθω καμιά συγκίνηση. Δε νιώθω πόνο. Ο πόνος υπήρξε κάποτε. Δεν επιστρέφει πια. Δε με επισκέπτεται πια. Στο σπίτι, μέσα στο δωμάτιο, ο πόνος επιστρέφει. Σα θεία χάρη.»Άγκνες»)


 
Σε δύο ιστορίες πρωταγωνιστεί η ποιήτρια Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, στο «Αποστειρωμένο δωμάτιο» συζητάει για τα γηρατειά (πέθανε νεότατη) και στο «Σπίτι με το αλμυρό νερό», στο σπίτι που νοικιάζει σε ένα χωριό στην Ιταλία, διοργανώνονται λογοτεχνικές βραδιές με εκλεκτούς καλεσμένους και ατελείωτες συζητήσεις. Στην «Κληρονόμο» (ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής) μια δεσποινίς «ευγενική, μαραμένη και πολύ μόνη», καθιστά το δεκάχρονο κοριτσάκι που περιμάζεψε από τον δρόμο, μοναδική κληρονόμο της περιουσίας της, χωρίς να ξέρει τι την περιμένει, ενώ, στο «Κλουβί» ο θάνατος της μητέρας ενός άνδρα, έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την αφελή Γερμανίδα σύζυγό του. Ο Όλιβερ Σακς μονίμως ζεσταίνεται και αφήνει πάντα ανοιχτά τα παράθυρά του στο «Μια συνάντηση στο Μπρονξ», ενώ η Άντζελα ντε Φιολίνο, βγαίνει από τον πίνακα που την απεικονίζει και βολτάρει αμέριμνη στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Νάπολης («Η επισκέπτρια») και μια αφηρημένη γάτα στο διήγημα «Η γάτα», δεν αποτελειώνει τα θύματά της, καθώς αποσπάται η προσοχή της λίγο προτού τα σκοτώσει, ενώ στην «Τέλεια επιλογή», μια μητέρα αισθάνεται ένα είδος γαλήνης όταν αυτοκτονεί ο γιος της.
 
«…Οι φλόγες την ερέθιζαν. Τρέχει από το ένα δωμάτιο στο άλλο, μεθυσμένη από τον κίνδυνο. Ποια είναι εκείνη που θα εμποδίσει τον μοιραίο καταστροφέα; Μονάχα ο Θεός μπορεί. Ο Θεός επέβαλε την ολοκληρωτική καταστροφή του σπιτιού. Εκείνη το ξέρει. Υπάρχει κάτι πιο μεγάλο πάνω από μάς, στα απόκρυφα μέρη που προστάζουν τις φλόγες να κάνουν δική τους κάθε λαχτάρα ζωής. Εκείνη είναι άπορη, κόρη αγνώστων, χωρίς ελπίδα. Δεν μπορεί να επικαλεστεί τίποτα. Δεν έχει τίποτα. Πως μπορεί να επικαλεστεί την θεία χάρη; Όποιος δεν έχει τίποτα, τίποτα απολύτως, δε ζητάει. Δεν έχει καν παρελθόν. Ούτε γέννηση. Ξεφύτρωσε απ’ τα σκουπίδια και στα σκουπίδια θα επιστρέψει. Ξεφύτρωσε από τους βάλτους των πεθαμένων. Και θα επιστρέψει στους βάλτους. Γι’ αυτό η δεσποινίς την περιμάζεψε. Γιατί λοιπόν να σβήσει τις φλόγες που ακολουθούν κάποιο υπέρτατο σχέδιο; Κι έπειτα διασκέδαζε. Για πρώτη φορά στην άθλια ζωή της. Για μάς, τα πλάσματα των δρόμων, το ένστικτο είναι το κατάλυμά μας. Και μια απόλυτη αδιαφορία προς το καλό. Και συχνά, όποτε του κάνει κέφι, το κακό είναι η καλύτερη μορφή που το ύψιστο καλό μπορεί να πάρει.» («Η Κληρονόμος»)
 
Μια συλλογή ετερόκλητων αλλά ιδιόμορφων, στυλάτων και εκλεπτυσμένων κειμένων, όπου η θεματική τους μας ξαφνιάζει είναι το «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ». Θραύσματα μεγαλύτερων ιστοριών, που ξέφυγαν, εικόνες που διαγράφονται έντονα στη μνήμη, το κακό να μπερδεύεται με το καλό και η υποδόρια βία να είναι διαρκώς παρούσα και να παραμονεύει στο γύρισμα της σελίδας να γραπώσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη από τον λαιμό χωρίς σχεδόν να το αντιληφθεί. Η Jaeggy, κάνει κάτι που πολλοί συγγραφείς θα σκότωναν να το πετύχουν, με μια σύντομη ιστορία βγάζει περισσότερη ουσία, απ’ ότι οι περισσότεροι μπορούν να καταφέρουν με πολυσέλιδα μυθιστορήματα.
 
Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει και στην εξαιρετική νουβέλα της, με τίτλο «Προλετέρκα» βιβλίο προγενέστερο τού «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ», το οποίο απέσπασε αρκετά βραβεία όταν εκδόθηκε. Στο σύντομο αυτό μυθιστόρημα – μόλις 114 σελίδες -, η Ελβετίδα συγγραφέας, περιγράφει μια ιστορία ενηλικίωσης με ψυχρό, αποστασιοποιημένο τρόπο, που όμως η διάχυτη μελαγχολία που διαπερνάει τις σελίδες της, σε καταλαμβάνει και εισέρχεται εντός σου αργά αλλά σταθερά.


 
Η ανώνυμη αφηγήτρια της ιστορίας, είναι ένα κορίτσι που δεν έχει κλείσει ακόμα τα δεκάξι της χρόνια. Ο πατέρας της, με τον οποίο έχει απομακρυνθεί εδώ και αρκετά χρόνια, της προσφέρει μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα με το Γιουγκοσλαβικό μικρό και καθόλου πολυτελές πλοίο «Προλετέρκα», διάρκειας 14 ημερών, που θα αποδειχθεί ως η τελευταία ευκαιρία που τους δίνεται, να γνωρίσουν επιτέλους ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας που ονομάζεται Γιοχάννες, ήταν μακριά από τη ζωή της κόρης του, που μετά τον χωρισμό του με την μητέρα της, ζούσε με την γιαγιά της Όρσολα (από την μεριά της μητέρας). Ο πατέρας όλα αυτά τα χρόνια, έπρεπε να ζητήσει την άδεια να επισκεφτεί την κόρη του, χωρίς πάντα με επιτυχία, με αποτέλεσμα, να αποξενωθούν εντελώς μεταξύ τους.
 
Ούτε όμως με την Όρσολα (την γιαγιά της), η ηρωίδα του βιβλίου, είναι συναισθηματικά συνδεδεμένη, καθώς οι σχέσεις τους καθορίζονται από αυστηρούς κανόνες στο περιβάλλον της μικρής Ελβετικής πόλης που ζουν, όπου οι γυναίκες φροντίζουν τα έπιπλα του σπιτιού, τους κήπους τους και είναι ανίκανες για οποιοδήποτε συναίσθημα. Τα παντζούρια παραμένουν κλειστά κατά τη διάρκεια της ημέρας, η καχυποψία προς τους γείτονες είναι παρούσα μονίμως, όπως και η αυστηρότητα απέναντι στον άμοιρο Γιοχάννες που επιμένει να τηλεφωνεί την ίδια ώρα καθημερινά ώσπου του απαγορεύεται κι αυτό. Όταν αφηγείται την ιστορία, η ηρωίδα δεν είναι πια έφηβη, είναι μια μεσόκοπη γυναίκα και η διαρκώς απούσα μητέρα είναι κι αυτή νεκρή. Το μόνο που έχει μείνει να τη θυμίζει, είναι τα κοσμήματά της κι ένα πιάνο.
 
«Ήταν γυναίκες που κυβερνούσαν σπίτια και ανθρώπους. Μακρόβιες. Αφού μεγάλωναν τα παιδιά τους, την πρώτη θέση έπαιρναν τα λουλούδια και τα χαρτιά. Τα λουλούδια καταντούσαν έμμονη ιδέα. Όπως οι αρρώστιες και τα παράσιτα ▪ που φθείρουν φύλλα και πέταλα. Όμως τα διά τους λουλούδια και φύλλα ήταν σχεδόν πάντα υγιή, σε αντίθεση με τους κήπους των άλλων, όπου ήταν άρρωστα.
Κάπου αλλού μπορεί να γινόταν πόλεμος, και όντως γινόταν. Εκείνες ανησυχούσαν πάνω απ’ όλα για τα λουλούδια. Είμαι καχύποπτη προς οποιονδήποτε καλλιεργεί λουλούδια, όπως έκαναν οι γυναίκες στην οικογένεια της συζύγου του Γιοχάννες. Ήταν περισσότερο αφοσιωμένη στα χαρτιά. Κι ακόμα περισσότερο, μιας και επρόκειτο για αληθινό και πολύ μεγάλο πάθος, στο πιάνο. Επειδή, υποθέτω, αποσπούσε την προσοχή της από τον κόσμο. Έπαιζε εφτά ώρες τη μέρα. Και μετά σιωπή. Οι γυναίκες αυτής της οικογένειας είχαν ένα αυτιστικό πάθος για τις καμέλιες, τα τριαντάφυλλα και τίποτε άλλο. Ελάχιστο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα πλάσματα.»
 
Στην κρουαζιέρα τής δίνεται η ευκαιρία να παρατηρεί τον γηρασμένο και παραιτημένο πατέρα της (ο οποίος είχε χρεοκοπήσει, χάνοντας την τεράστια κάποτε πατρική περιουσία). Οι σχέσεις τους παραμένουν τυπικές. Θέλει να τον αφυπνίσει, να τον ταρακουνήσει αλλά δεν ξέρει πως. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια χωρίς αγάπη ή τρυφερότητα, θα εξερευνήσει τα όρια του εαυτού της, συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με μέλη του πληρώματος, οι οποίοι την κακομεταχειρίζονται και την εκμεταλλεύονται – αλλά είναι αυτό που επιζητά, καθώς ακόμα και η βίαιη συμπεριφορά απέναντί της, δείχνει ένα είδος προσοχής στο πρόσωπό της, που ποτέ δεν είχε.
 
Όταν το πλοίο φθάνει στην Ελλάδα, στην επίσκεψη στην Κνωσσό και στα γαϊδουράκια της Σαντορίνης, η αφηγήτρια θα δει τον πατέρα της να δυσκολεύεται, θα αντιληφθεί ότι ασθενεί βαριά, ότι ίσως είναι η τελευταία της ευκαιρία να τον καταλάβει, να συζητήσει μαζί του, αλλά εκείνος παραμένει απόμακρος, τα μάτια του είναι ψυχρά, δεν θα καταφέρουν να επικοινωνήσουν, σε μια σχέση που ίσως να τους εξυπηρετεί, καθώς δεν ήταν ικανοί για κάτι παραπάνω.
 
«Ο Γιοχάνες δεν έχει ανάγκη από φωτογραφική μηχανή, σκέφτομαι. Ούτε από αναμνήσεις. Του αρκεί να σημειώνει τις στάσεις του ταξιδιού. Το όνομα του καραβιού. «18. April: Reise nach Griechenland. Ruckkehr: 2. Mai». 18 Απριλίου: ταξίδι στην Ελλάδα. Επιστροφή: 2 Μαΐου. Η ζωή, στις σημειώσεις του, είναι σιωπηλή και απούσα. Ονόματα και ημερομηνίες. Τίποτε άλλο. Γραμμένη από έναν άνθρωπο ακόμα πιο απόντα, ακριβολόγο μέσα στην απουσία του. Για τον Γιοχάννες, σ’ αυτό το ταξίδι, το τελευταίο που θα έκανε μαζί με την κόρη του, δεν υπάρχει ούτε ένα μονολεκτικό σχόλιο. Μολονότι ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που περάσαμε ποτέ μαζί. Ούτε και μιλήσαμε ποτέ γι’ αυτό το ταξίδι, στη συνέχεια. Πάνω σε τούτο το πλοίο που θα’ λεγε κανείς πως δεν είχε πηδάλιο ▪ πως ήταν έρμαιο μιας θολής ονειροφαντασίας.»


 
Το Προλετέρκα, δεν είναι απλά ένα πλοίο που πραγματοποιεί μια κρουαζιέρα με τους λίγο ή πολύ αδιάφορους επιβάτες του. Είναι ένα ταξίδι προς εαυτόν, μια καταβύθιση στον ενδότερο κόσμο της ανώνυμης αφηγήτριας. Νουβέλα για την μνήμη, βιβλίο ενηλικίωσης και αναζήτησης εαυτού, μύησης στη ζωή, όπου η πλοκή είναι σχεδόν ανύπαρκτη αλλά το ενδιαφέρον δεν χάνεται ούτε στιγμή. Είναι το μοναδικό στυλ της Γιέγκυ, που καταφέρνει να περιγράψει χωρίς πολλά λόγια, την υποβόσκουσα τρυφερότητα που δεν μπορεί να εκδηλωθεί μεταξύ πατέρα-κόρης, τα λόγια που δεν εκστομίζονται, την αδυναμία προσέγγισης.
 
Το «Προλετέρκα» ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων, που μια ανάγνωση δεν είναι αρκετή – το σκέφτεσαι για καιρό, εισέρχεται μέσα σου, ύπουλα και ανεπαίσθητα. Ιδιαίτερα μελαγχολικό αλλά με μια ακαθόριστη γοητεία, που οφείλεται στην μοναδική αφηγηματική δύναμη της συγγραφέως, που ξεδιπλώνεται με ηρεμία και προσωπικότητα και αποτελεί ίσως την καλύτερη εισαγωγή στο έργο της Fleur Jaeggy.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 85 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home