Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2021 | Permalink
"Το Πέρασμα του Μακελάρη"
Τρία μυθιστορήματα (αν και υπάρχει και ένα αποκηρυγμένο), είχε γράψει ο Αμερικανός συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων και καθηγητής πανεπιστημίου, John Edward Williams (1922, Τέξας – 1994, Αρκάνσας). Και τα τρία είναι εξαιρετικά! Είναι τόσο καλά, που οι θαυμαστές του έργου του, δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν κάποιο – ίσως στην επιλογή να βοηθήσει η διαφορετική θεματολογία τους, παρότι όλα συγκλίνουν στον ίδιο παρονομαστή, την αναζήτηση εαυτού, είτε ο ήρωας βρίσκεται στην Ρωμαϊκή εποχή («Αύγουστος»), είτε στο περίκλειστο πανεπιστημιακό περιβάλλον («Στόουνερ»), ή, στις εσχατιές της Άγριας Δύσης.
 
Η πρόσφατη υπέροχη έκδοση στην Ελλάδα, του πρώτου μυθιστορήματος που εξέδωσε ο Williams, του θαυμάσιου «ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΛΑΡΗ» («Butchers Crossing»), από τις εκδόσεις Gutenberg (στη σειρά Aldina), σε έξοχη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου και πολύ καλό επίμετρο της Michelle Latiolais (σελ. 460), έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα του συγγραφέα και να μας υπενθυμίσει την σπουδαιότητά του.


 
Μπορεί «Το πέρασμα του μακελάρη» τυπικά, να υπηρετεί ένα συγκεκριμένο είδος, αυτό του γουέστερν, χρησιμοποιώντας στο εξωτερικό πλαίσιο τους αρχετυπικούς και στερεοτυπικούς κανόνες του είδους, αλλά ακόμα και ο πιο ανυποψίαστος αναγνώστης, αντιλαμβάνεται από την αρχή, ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό, μια θεώρηση των πραγμάτων που σε υποχρεώνει να σκέφτεσαι αντί να διαβάζεις παθητικά, να κοιτάζεις το ευρύτερο πλαίσιο αντί να επικεντρώνεις την προσοχή σου στα δρώμενα της σελίδας.
 
Ο Williams τοποθετεί την δράση της ιστορίας του, στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Ο βίαιος και μακροχρόνιος Εμφύλιος πόλεμος έχει τελειώσει πριν λίγα χρόνια, και οι ΗΠΑ ζουν την οικονομική ανάπτυξη που μοιραία έχει ακολουθήσει τα ματωμένα χρόνια. Η κατασκευή του σιδηρόδρομου προς τα δυτικά, αναπτύσσει τις απάτητες μέχρι τότε περιοχές, ενώ τα οικονομικά δεδομένα αλλάζουν γρήγορα, ακολουθώντας τους κανόνες μιας ξέφρενης ανάπτυξης και της αναζήτησης «ζωτικού χώρου».
 
Στο «Πέρασμα του Μακελάρη»Butchers crossing»), έναν οικισμό περισσότερο παρά χωριό, στα όρια του Κάνσας – άρα και του «πολιτισμού», φθάνει ο νεαρός φοιτητής του Χάρβαρντ Γουίλιαμ Άντριους. Μόλις έχει τελειώσει το τρίτο έτος στη σχολή του και αναζητά ένα νόημα στη ζωή του, προερχόμενος από αστικό περιβάλλον όπου ο πατέρας του είναι ιεροκήρυκας μιάς από τις πολλές εκκλησίες, θέλει να έρθει (η και να γνωρίσει) πιο κοντά στη φύση, επηρεασμένος από τις θεωρίες των Έμερσον και Θορώ (Walden). Θεωρεί ότι η εκπαίδευση μέσα από το ασφυκτικό περιβάλλον του Χάρβαρντ, τον έχει αποκόψει από τις ρίζες του, κι ότι η αληθινή επαφή με τη φύση, βρίσκεται στη μεθόριο, όπου όλα είναι «αληθινά» και «αυθεντικά».
 
«Αυτό που επιζητούσε ήταν να βρει από πού πήγαζε ο κόσμος του και πως θα τον προστάτευε, αυτός ο κόσμος που θαρρείς και δείλιαζε κι έφευγε από την πηγή του αντί να τη διερευνήσει πέρα για πέρα, όπως έκανε το χορτάρι στο λιβάδι ολόγυρά του, που άπλωνε τις ινώδεις ρίζες του στην πλούσια, σκοτεινή υγρότητα, στην Άγρια Φύση, κι έτσι χρόνο με το χρόνο ανανεωνόταν. Ξαφνικά, εκεί καταμεσής στο αχανές, επίπεδο λιβάδι, έρημο από ανθρώπους και γεμάτο μυστήριο, έφερε στο νού του την εικόνα ενός βοστονέζικου δρόμου, πήχτρα στις άμαξες, με τους πεζούς να κινούνται νωθρά κάτω από τις αψίδες που σκάρωναν οι φτελιές, φυτεμένες ανά τακτά διαστήματα και καταδικασμένες, κατά τα φαινόμενα, να αναπτύσσονται ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων και των δρόμων▪ έφερε στο νου του την εικόνα των πανύψηλων κτιρίων, πως στρυμώχνονταν το ένα δίπλα στο άλλο, η περίτεχνα κομμένη πέτρα τους μες στην καπνιά και τη βρομιά της πόλης▪ έφερε στο νου του την εικόνα του ποταμού Τσαρλς, πως ελισσόταν ανάμεσα σε χαρτογραφημένα χωράφια και χωριά και πόλεις κουβαλώντας τα απορρίματα των ανθρώπων και της πόλης ίσαμε τον μεγάλο κόλπο.»
 
Ο Άντριους πηγαίνει «συστημένος» να βρει έναν επιχειρηματία της περιοχής, τον Μακντόναλντ, ο οποίος εμπορεύεται τα δέρματα από τα βουβάλια που αγοράζει από τους κυνηγούς και τα πουλάει Ανατολικά. Ο Μακντόναλντ τού προσφέρει μια θέση στο γραφείο, αλλά ο Άντριους θέλει να συμμετέχει σε ένα κυνήγι, χρηματοδοτώντας το αν γίνεται, και να δει τη δράση από κοντά. Ο έκπληκτος επιχειρηματίας, αφού ματαίως προσπαθεί να τον αποτρέψει από την ιδέα, τού προτείνει να συζητήσει με τον έμπειρο και με καλή φήμη κυνηγό, τον Μίλερ που εδώ και πολλά χρόνια ψάχνει χρηματοδότηση να υλοποιήσει ένα όραμα που έχει και που ουδείς πλέον πιστεύει.
 
Ο Άντριους θα συναντήσει τον Μίλερ και θα πειστεί (δεν ήθελε και πολύ) από το όραμα του δεύτερου, που ισχυρίζεται ότι πριν από κάποια χρόνια είχε ανακαλύψει μια κρυφή πεδιάδα όπου πηγαίνουν μεγάλα κοπάδια βουβαλιών. Εδώ και χρόνια προσπαθεί να οργανώσει μια κυνηγετική επιχείρηση αλλά δεν έβρισκε χρηματοδότη. Τώρα ο Άντριους παρουσιάζεται μπροστά του ως η ιδανική περίπτωση, ενός ανθρώπου, που του παρέχει τα πάντα, καθώς οι διαβεβαιώσεις του Μίλερ για τεράστια κέρδη, όπως και το «ρομαντικό στοιχείο» της περιπέτειας, τον προϊδεάζουν για την εμπειρία που έψαχνε. Ο Μίλερ έχει πάντα στην υπηρεσία του, τον βοηθό του, τον μεσήλικα Τσάρλι Χοτζ, έναν μονόχειρα, αλκοολικό και μισότρελο τύπο που αμολάει φράσεις της Αγίας Γραφής και θα αναλάβει την οδήγηση του κάρου με τα βόδια, το μαγείρεμα και την φροντίδα των αλόγων, ενώ προσλαμβάνει και τον σκληρό και λιτό στα λόγια Φρεντ Σνάιντερ ως γδάρτη, που δεν δέχεται να πληρωθεί από τα κέρδη, αλλά απαιτεί μηνιαίο μισθό. Ο Άντριους είναι τόσο συνεπαρμένος από το σχέδιο που δεν αρνείται οτιδήποτε του ζητάνε οι τρεις άντρες από προμήθειες, ενώ λίγο πριν ξεκινήσει η περιπέτειά τους, γνωρίζει μια νεαρή πόρνη, την γερμανικής καταγωγής Φρανσίν, η οποία προσπαθεί να τον μυήσει στο σεξ χωρίς όμως επιτυχία.


 
Η ομάδα που σχηματίστηκε, ξεκινάει το ταξίδι της για τα Βραχώδη Όρη του Κολοράντο στα τέλη Αυγούστου. Στον δρόμο τους δεν συναντάνε βουβάλια – όπως λένε του Άντριους, έχουν εξαφανιστεί μετά τις πολυετείς σφαγές. Μετά από δύο εβδομάδες, ο Άντριους έχει συνηθίσει τις δυσκολίες του ταξιδιού, αλλά ο Μίλερ χάνει τον δρόμο καθώς έχουν περάσει τα χρόνια, και τα αποθέματα νερού λιγοστεύουν επικίνδυνα. Τα ζώα τους είναι εξαντλημένα και όλοι μαζί υποφέρουν από δίψα. Τελικά βρίσκουν νερό και λίγο αργότερα όταν τα πράγματα δεν πάνε άλλο, ο Μίλερ βρίσκει τον δρόμο για την κοιλάδα, όπου όταν φτάνουν μετά από μερικές ημέρες, διαπιστώνουν ότι είναι γεμάτη από βουβάλια.
Ο Άντριους θα βοηθάει τον Σνάιντερ στο γδάρσιμο των βουβαλιών, καθώς ο Μίλερ παίρνει θέση στη μέση της κοιλάδας αρχίζοντας να πυροβολεί τα βουβάλια, που αντιμετωπίζουν με παθητικότητα τον εκτελεστή τους, πέφτοντας το ένα μετά το άλλο νεκρά. Ο Άντριους διαπιστώνει ότι ο Μίλερ δεν θα εγκαταλείψει το έργο του, αν δεν σκοτώσει και το τελευταίο βουβάλι. Η απληστία του, γίνεται αιτία να καθυστερήσουν την φυγή τους από την κοιλάδα, με αποτέλεσμα να τους πιάσει ο χειμώνας και το χιόνι να αρχίσει να πέφτει πυκνό και ο δρόμος του γυρισμού να έχει κλείσει. Πρέπει να περιμένουν, να λιώσουν τα χιόνια. Τους περιμένουν μήνες δύσκολοι και ένα ταξίδι του γυρισμού που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
 
«Του πέρασε η σκέψη πως το είχε βάλει στα πόδια μπροστά στο ξεντεριασμένο βουβάλι όχι εξαιτίας κάποιας γυναικουλίστικης ανακατωσούρας από τα αίματα και την μπόχα και τα χυμένα έντερα▪ του πέρασε η σκέψη πώς εκείνο που τον είχε αρρωστήσει, και γι’ αυτό είχε φύγει τρέχοντας, ήταν το σοκ να βλέπει το βουβάλι, μόλις πριν από λίγα λεπτά περήφανο κι επιβλητικό, με όλη τη μεγαλοπρέπεια της ζωής πάνω του, τώρα άκαμπτο και ανήμπορο, ένα κομμάτι αδρανές κρέας, απογυμνωμένο από τον εαυτό του, ή από την ιδέα που είχε για τον εαυτό του, να αιωρείται γελοία, περιπαικτικά μπροστά του. Δεν ήταν πια ο εαυτός του▪ ή έστω δεν ήταν ο εαυτός που εκείνος το είχε φανταστεί πώς ήταν. Εκείνος ο εαυτός είχε δολοφονηθεί▪ κι αυτή η δολοφονία τον είχε κάνει να αισθανθεί πώς κάτι είχε καταστραφεί και μέσα στον ίδιο και τού ήταν αδύνατον να το αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό και είχε πάρει δρόμο.»
 
Βιβλίο αυτογνωσίας, ταξίδι στην Άγρια φύση, αγώνας για την επιβίωση, αλλά και χτίσιμο μιας χώρας. Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν αυτό το εκπληκτικό μυθιστόρημα. «Το πέρασμα του μακελάρη», είναι ένα μυθιστόρημα που σε συνταράζει και προσφέρει σελίδες υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, που ενδεχομένως θα σοκάρουν με τη βιαιότητά τους. Γραμμένο λίγο πριν τον «Ματωμένο Μεσημβρινό», του Κόρμακ Μακάρθι, ίσως του καλύτερου γουέστερν μυθιστορήματος που έχει γραφτεί ποτέ, είναι ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί τα στερεότυπα και τις συμβάσεις του λογοτεχνικού είδους για να τα ξεπεράσει και να τονίσει τις υπαρξιακές αγωνίες των ηρώων του, με χαρακτήρες στέρεους και ζωντανούς και με έμφαση στις λεπτομέρειες, στις κινήσεις, στα βλέμματα. Ο Williams, επισημαίνει εμφατικά ότι πίσω από τα κλισέ του γουέστερν, υπάρχει πολλή και συχνά αναιτιολόγητη βία, τρόμος και έντονος υποδόριος φόβος που θυμίζει την «Καρδιά του Σκότους» του Κόνραντ. Εκεί που ο Κόρμακ Μακάρθι γοητεύεται από την υπέρμετρη βία στον «Ματωμένο Μεσημβρινό», ο Williams απεικονίζει έναν ρεαλισμό γυμνό χωρίς περιττά στοιχεία.
 
Ο Γουίλιαμ Άντριους (καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος, καθώς Γουίλιαμς λέγεται ο συγγραφέας), είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο ήρωας του μυθιστορήματος. Παρατάει το Χάρβαρντ για να γνωρίσει την πραγματική Αμερική, αλλά κυρίως τον εαυτό του. Είναι ένας αφελής και ιδεαλιστής νέος, που επηρεασμένος από τα βιβλία που διάβασε, ψάχνει την αυθεντικότητα κι όταν τελικά νομίζει ότι την βρίσκει, αντιλαμβάνεται ότι είναι πολύ διαφορετική από αυτό που φανταζόταν. Είναι ένας ρομαντικός σύμφωνα με την τάση της εποχής που βλέπει την ανεξερεύνητη φύση ως μια νέα γυναίκα που κάνεις τα πάντα για να την κατακτήσεις. Θα αρνηθεί με ευκολία την πρόταση εργασίας από τον Μακντόναλντ, για να ακολουθήσει τον εμμονικό Μίλερ, σε ένα αβέβαιο ταξίδι προς έναν μυθικό τόπο που μόνο εκείνος γνωρίζει, ενώ θα ερωτευτεί σχεδόν αμέσως την πόρνη Φρανσίν. Ο Άντριους υπνωτίζεται και παρασύρεται από τη μανία, από τη μαζική δολοφονία, από την αδυναμία των θηραμάτων να κάνουν οτιδήποτε, να αντιδράσουν.
 
Ο έτερος κεντρικός χαρακτήρας (και ίσως ο πιο ενδιαφέρων του βιβλίου) είναι ο Μίλερ. Ένας σκληρός και ατίθασος άνθρωπος που κυνηγάει το όραμά του, να πλουτίσει σκοτώνοντας όσο γίνεται περισσότερα βουβάλια. Από το κυνήγι ουσιαστικά δεν αντλεί πλέον καμία ικανοποίηση, έχει γίνει μια μηχανή θανάτου. Η περιγραφή του συγγραφέα, στον τρόπο που ο Μίλερ εκτελεί τα βουβάλια, σε αυτές τις είκοσι σελίδες που διαρκεί η σφαγή, είναι μοναδική. Ο Μίλερ στήνεται και πυροβολεί, τίποτε άλλο, κι ενώ όλοι περιμένουν ένα νεύμα του, μια κίνησή του, ότι τελείωσε επιτέλους το πάρτι, αυτός συνεχίζει, θέλει να βλέπει τα δέρματα να στοιβάζονται. Ο τρόπος αντίδρασής του, στο τέλος του βιβλίου, όταν βλέπει την καταστροφή του ονείρου του, θα φέρει στο μυαλό ήρωες αρχαίας τραγωδίας, εκείνος θα είναι η νέμεσις που θα βάλει τέλος σε όλα.


«Εποπτεία του εαυτού του ήταν αδύνατον να έχει. Για μια ακόμη φορά, σαν να ήταν ξένος, σκεφτόταν τον εαυτό του όπως ήταν πριν από λίγους μήνες στο Πέρασμα του Μακελάρη, τότε που είχε το βλέμμα στραμμένο δυτικά του ποταμού, στα μέρη όπου βρισκόταν τώρα. Τι να σκεφτόταν τότε; Τι ήτανε τότε; Πως ένιωθε; Τώρα αναλογιζόταν τον εαυτό του σαν ένα αόριστο σχήμα, που δεν έκανε τίποτα, δεν είχε ταυτότητα.»

Η χώρα που περιγράφει ο Γουίλιαμς στο στοχαστικό και ελεγειακό βιβλίο του, αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, Ινδιάνοι δεν υπάρχουν, σκλάβοι δεν αναφέρονται – όλα αυτά είναι συγγραφικές επιλογές, και βέβαια το 1870 και Ινδιάνοι υπήρχαν, λιγότεροι βέβαια και περιορισμένοι, και η δουλεία δεν είχε εντελώς εξαλειφθεί. Το χρήμα δονεί τις καρδιές των ηρώων του που άλλοι σαλεμένοι όπως ο Χοτζ, άλλοι συγκεντρωμένοι στο σκοπό τους, όπως ο Σνάιντερ, άλλοι χαμένοι στις εμμονές τους όπως ο Μίλερ, αυτό προβάλλουν ως κύριο μέλημά τους και ουσιαστικό τους στόχο. Όλοι – όπως άλλωστε και ο Άντριους, ο ήρωας του βιβλίου – θα αλλάξουν κατά τη διάρκεια της ιστορίας, κανείς δεν επιστρέψει ίδιος μετά το ταξίδι, κανείς δεν θα βγεί αλώβητος από την κατάληξη της ιστορίας αυτής.
 
Η παρακμή της Αμερικάνικης Δύσης απεικονίζεται έξοχα στο μυθιστόρημα του Williams. Το βιβλίο αποτελεί και ένα σχόλιο για τον Καπιταλισμό και την Οικονομία. Οι μεγάλες εκτάσεις καταπατώνται καθώς η χώρα εξαπλώνεται, τα ζώα εξαφανίζονται – στις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχαν 50 εκατομμύρια βίσωνες στις ΗΠΑ, με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα (το 1905) καταμετρήθηκαν μόλις 500, η οικονομία αλλάζει, οι πόλεις εξαρτώνται από τα μέσα μεταφοράς – αν περάσει ο σιδηρόδρομος μεταβάλλεται το τοπίο, αν δεν περάσει, μπορεί ένας οικισμός ή μια μικρή πόλη να εξαφανιστεί από τον χάρτη.

Αυτό περιγράφεται με έξοχο τρόπο στο μυθιστόρημα στην περίπτωση της πολίχνης που είχε το περίεργο όνομα «Πέρασμα του Μακελάρη». Η οικονομία της πόλης εξαρτάται από το εμπόριο δερμάτων των βουβαλιών (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μίλερ σε κάποιο σημείο του βιβλίου, δεν υπάρχει σημείο του ζώου που δεν χρησιμεύει σε κάτι), που πωλούντο στα ανατολικά της χώρας σε Βοστώνη και Νέα Υόρκη και ήταν στη μόδα. Αν ο κόσμος σταματούσε να φοράει τα δέρματα αυτά η οικονομία θα κατέρρεε. Από τη μέρα που ο Άντριους πατάει το πόδι του εκεί, μέχρι το τέλος του βιβλίου, η τιμή του δέρματος υποχωρεί κατά 95% σε ένα παρακινδυνευμένο εμπόριο όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι θα έπρεπε να ήταν περισσότερο υποψιασμένοι μετά το κραχ στο εμπόριο δέρματος του κάστορα λίγα χρόνια πριν.
 
« « Αχ, εσείς οι νέοι» συνέχισε ο ΜακΝτόναλντ όλο περιφρόνηση. «Αιωνίως νομίζετε πώς υπάρχει κάτι ν’ανακαλύψετε».
«Μάλιστα», είπε ο Άντριους.
«Ε, λοιπόν, τίποτα δεν υπάρχει», είπε ο ΜακΝτόναλντ. «Γεννιέσαι και βυζαίνεις ψέματα, σε αποκόβουνε με ψέματα και στο σχολείο μαθαίνεις ακόμη πιο φανταχτερά ψέματα. Ζεις μια ζωή όλο με ψέματα και τελικά, όταν κοντεύεις να πεθάνεις, σου κατεβαίνει η σκέψη – πως δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα απολύτως εκτός από σένα κι απ’ αυτό που θα μπορούσες να είχες κάνει. Μόνο που δεν το έκανες, γιατί τα ψέματα σού λέγανε πώς υπήρχε και κάτι άλλο. Και τότε καταλαβαίνεις ότι θα μπορούσες να ΄χες τον κόσμο ολόκληρο – γιατί είσαι ο μόνος που ξέρει το μυστικό▪ μόνο που τότε είναι πολύ αργά. Είσαι πια πολύ γέρος.»

 
Σπουδαίο βιβλίο «Το πέρασμα του Μακελάρη», με επιρροές από το «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, από την τεχνική των καλύτερων βιβλίων του Joseph Conrad, ενώ όπως αναφέρει η Latiolais στο επίμετρο του βιβλίου, το ύφος του Henry James επηρέασε ιδιαίτερα τον Williams. Μέσα στο «Πέρασμα…» όμως υπάρχει και έντονο το άρωμα από τις εμβληματικές ταινίες του John Ford που απεικονίζουν με πολύ ρεαλισμό τα χρόνια στα οποία διαδραματίζεται η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας. Μπορεί «Το Πέρασμα του Μακελάρη», να μην είναι το καλύτερο μυθιστόρημα, απ’ όσα έγραψε ο Williams (μικρές βέβαια οι διαφορές), είναι όμως ένα εκπληκτικό βιβλίο πάνω σε ένα είδος που δεν έχει πολλά τέτοια.
 
Βαθμολογία 87 / 100




 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home