Σάββατο, Νοεμβρίου 06, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 06, 2021 | Permalink
Αναζήτηση εαυτού ("Μόνιμοι κάτοικοι" + "Τα δύο δώρα")
Τον Γιώργο Μητά και την Σοφία Μπραϊμάκου, τους χωρίζει ηλικιακά μια δεκαετία, αλλά τα λογοτεχνικά τους χαρακτηριστικά είναι αρκετά όμοια. Και οι δύο είναι ολιγογράφοι (τρία βιβλία από το 2011 που πρωτοεμφανίστηκε ο πρώτος, δύο βιβλία από το 2018 που πρωτοεμφανίστηκε η δεύτερη), ξεκίνησαν την πορεία τους, με συλλογές διηγημάτων που όμως είχαν ένα κέντρο στην αφήγησή τους (την πόλη του Χαλ ο Μητάς στις «Ιστορίες του Χαλ», το φαγητό η Μπραϊμάκου στο «Ματάμπρε»), δεν ήταν δηλαδή, απλώς συλλογές ιστοριών από διάφορες δημοσιεύσεις. Και οι δύο «βασανίζουν» την κάθε πρόταση, την γλώσσα για να επιτύχουν το αποτέλεσμα που θέλουν, και οι δύο προτάσσουν το ύφος έναντι της πλοκής – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν τους ενδιαφέρει η τελευταία.
 
Οι δύο (ιδιαίτερα διακριτικοί ως άνθρωποι) συγγραφείς, εξέδωσαν μέσα στη χρονιά που φεύγει νουβέλες που εντυπωσιάζουν για την ατμόσφαιρά τους (αυτό είναι και το μεγάλο προσόν των βιβλίων τους) και το ύφος τους. Με το «ΜΟΝΙΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ» - (εκδ. Νεφέλη, σελ.137), η Σοφία Μπραϊμάκου (1976, Αθήνα), περιγράφει μια ιστορία γεμάτη ρευστότητα και εσωτερικότητα, που εντυπωσιάζει με την δύναμή της, ενώ ο Γιώργος Μητάς (1966, Λιβαδειά) με το «ΤΑ ΔΥΟ ΔΩΡΑ» - (εκδ. Στερέωμα, σελ. 116), με υπαινικτικό και ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος, περιγράφει μια ιστορία για τις πληγές του έρωτα και την αναζήτηση ταυτότητας.


 
Το «ΜΟΝΙΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ» εκτυλίσσεται στην σημερινή Αθήνα. Ένα νέο ζευγάρι κληρονομεί μια παλιά μονοκατοικία στο Μετς και αποφασίζει να μετακομίσει εκεί. Το σπίτι όμως ήταν ακατοίκητο για χρόνια και χρειάζεται πολλές επισκευές, χωρίς να εγγυάται κανείς ότι ακόμα και μετά την ανακαίνιση θα είναι πλήρως κατοικήσιμο. Παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά της ηρωίδας της Ζωής, που από την αρχή κάτι δεν της κάθεται καλά σχετικά με το σπίτι, το οποίο, δείχνει να αντιστέκεται στις προσπάθειες των νέων ενοίκων του, δείχνει να έχει μια «προσωπικότητα» που δεν επιθυμεί την διατάραξη της «ησυχίας του» τόσα χρόνια.
 
«Καλά καλά δεν έχουμε συνηθίσει ακόμα τα βράδια στο νέο μας σπίτι, αν και εδώ ο όρος «νέο» χρησιμοποιείται μάλλον καταχρηστικά. Πόσο νέο θα μπορούσε, άραγε, να είναι ένα σπίτι που λιάστηκε κάτω απ’ τον ήλιο των παλιών ανθρώπων; Πόσο φρέσκος θεωρείται ένας τοίχος που για να βάψεις πάνω του πρέπει να ξύσεις μέχρι τον πρώτο ασβέστη; Πόσο καινούργιο είναι ένα παρκέ που πατήθηκε από τις σόλες αμέτρητων περαστικών;»


 
Μετά τις πρώτες σελίδες, διαπιστώνουμε ότι η ψυχοσύνθεση της ηρωίδας μεταβάλλεται. Δεν είναι ήρεμη, ανασυνθέτει μέσα από αναμνήσεις το παρελθόν, δεν κοιμάται, απομακρύνεται από τον σύντροφό της. Μια ατυχής εγκυμοσύνη του πρόσφατου παρελθόντος, και τα ψυχολογικά προβλήματα που της προκάλεσε, δείχνουν να επανέρχονται. Τα γεγονότα που αφηγείται, δεν γνωρίζουμε αν όντως συνέβησαν ή είναι όλα μπερδεμένα μέσα στο ταραγμένο μυαλό της. Η μοιραία μετακόμιση, την υποχρεώνει να κοιτάξει βαθιά μέσα της, με ότι αυτό συνεπάγεται.
 
Όλα κινούνται μέσα σε μια ρευστότητα, που η ζωντανή γραφή της Μπραϊμάκου, μεταφέρει στον αναγνώστη, θέτοντάς τον διαρκώς μπροστά στο ερώτημα αν η κατάσταση (που μοιάζει εφιαλτική), θα εξελιχθεί σε θρίλερ (κάτι σαν «Το μωρό της Ρόζμαρι»), ή βρισκόμαστε μέσα σε ένα όνειρο που αφηγείται η Ζωή (μήπως «a dream within a dream» του Πόε;). Δίνοντας έμφαση στην ατμόσφαιρα, η συγγραφέας βγάζει τον αναγνώστη από την «άνεση» και την «ασφάλειά του», προβληματίζοντάς τον για την ανεύρεση του κλειδιού αυτού της (φαινομενικά απλής) νουβέλας με την βαθιά εσωτερικότητα. Είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται να αποκρυπτογραφηθεί από τον αναγνώστη που «κινδυνεύει» μετά από κάθε σελίδα, να βρεθεί εκτός κλίματος (γι’ αυτό προτείνεται η non-stop ανάγνωσή του, άλλωστε είναι μικρό σε έκταση).


 
«Από τη μικρή χαραμάδα της ανοιχτής πόρτας της ντουλάπας κρυφοκοιτάζω τη μητέρα να μπαίνει στο δωμάτιο, ανήσυχη, κάθιδρη, σαν να κρύβεται κι εκείνη, σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι, κι αναρωτιέμαι μήπως φταίω εγώ, μήπως δεν έφαγα όλο το φαΐ μου, μήπως δεν έκανα σωστά τις αναπνοές μου για τον βήχα, μήπως δεν την άκουσα όταν μου έλεγε, «πλύσου, ντύσου, χτενίσου, πιες το γάλα σου να πας στο σχολείο», και ύστερα τον πατέρα να μπαίνει κι αυτός κλείνοντας αποφασιστικά την πόρτα του δωματίου και να την πλησιάζει αργά από πίσω, να τη γραπώνει και να της ασφαλίζει το στόμα, όπως γραπώνει ο κακός λύκος το μικρό, άτακτο γουρουνάκι που ήθελε, ναι, στ’ αλήθεια, ήθελε να συμμορφωθεί, μα όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να αλλάξει.»
 
Το «Μόνιμοι κάτοικοι», αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ικανότατη συγγραφέα και μια ωραία «είσοδο» στη μεγαλύτερη φόρμα που φαίνεται ότι την κατέχει με άνεση. Ωραίο ύφος, δυναμισμός στη γραφή, έμφαση στη γλώσσα, πυκνότητα και ρυθμός, σε ένα βιβλίο αναζήτησης εαυτού, που διαφέρει πολύ από το ιδιαίτερα αξιόλογο «Ματάμπρε» και υπόσχεται πολλά για τη συνέχεια.
 
Η αναζήτηση εαυτού, βρίσκεται και στην βάση του σαγηνευτικού μυθιστορήματος, «ΤΑ ΔΥΟ ΔΩΡΑ». Ο ήρωας, στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του Μητά, είναι ο Αντρέας, ένας νεαρός βιολόγος με ειδικότητα στην έρευνα της Αλιείας, που συμμετέχει σε ένα συνέδριο που γίνεται στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης. Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι οι αρχές του 21ου αιώνα, και ο Αντρέας είναι ένας επιτυχημένος στον τομέα του νέος επιστήμων, μονήρης και εσωστρεφής, με ιδιαίτερη αγάπη στη λογοτεχνία.
 
Η τυχαία συνάντησή του με την Μύρρα, μια συνάδελφό του από άλλο τμήμα του Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών στο οποίο εργάζεται, που συμμετείχε κι εκείνη στο συνέδριο, τον αποσυντονίζει τελείως – το μυαλό του πλέον δεν βρίσκεται στις εισηγήσεις και στα τεκταινόμενα του συνεδρίου, αλλά στην Μύρρα η οποία τον είχε συγκινήσει με την ομορφιά της από την πρώτη στιγμή που την είδε.
 
Ο συγγραφέας με άλλη μια βουτιά στον χρόνο, περιγράφει τον Αντρέα και τις καταστάσεις που οδήγησαν στην μοναχικότητα που τον χαρακτηρίζει, και στον ρομαντισμό που τον διακρίνει. Με ασθενικό σώμα από μικρός ο Αντρέας και μια σοβαρή ασθένεια που τον κράτησε στο σπίτι στην εφηβεία του, ο ήρωας του βιβλίου, μεγαλώνει μέσα στα βιβλία ως πρωταγωνιστής μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Μόνο όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο για σπουδές, άρχισε η «κοινωνικοποίησή» του, και οι γνωριμίες με το αντίθετο φύλο, οι συνήθως αδιέξοδοι έρωτες και οι παρέες.
 
Στο υγρό και ρευστό περιβάλλον της Μπανγκόκ (που αναδεικνύεται μέσα από την ωραία γλώσσα του Μητά ως άλλη πρωταγωνίστρια του βιβλίου), ο Αντρέας, αιώνιος εραστής της ομορφιάς και του ωραίου, ερωτεύεται την Μύρρα («ο εχθρός εντός των τειχών» όπως αναφέρεται στη νουβέλα), που κινείται ως αερικό μεταξύ των ανδρών που γνωρίζει στα μπαρ και στις αίθουσες του ξενοδοχείου, επιβάλλοντας την παρουσία τους στον Αντρέα που ακολουθεί, εκπλησσόμενος με τα συναισθήματά του και υποψιασμένος γι’ αυτό που θα ακολουθήσει.
 

«Η Μύρρα, ακαταπόνητη κι ενθουσιώδης, έμοιαζε ανεπηρέαστη από την αποπνικτική ατμόσφαιρα και τη φρικτή ζέστη: μιλούσε, φωτογράφιζε, γελούσε, πόζαρε στον φακό του Αντρέα ενώ μια έκφραση ευαρέσκειας έκανε ακόμα ομορφότερο το πρόσωπό της. Κάποια στιγμή, κι ενώ πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να γυρίσουν, χάθηκε πίσω από μια στήλη φτιαγμένη λες από ατόφιο χρυσάφι. Για λίγο επικράτησε απόλυτη ησυχία, καθώς οι άλλοι επισκέπτες είχαν ξεμακρύνει. Τότε ο ήλιος πρόβαλε για πρώτη φορά πίσω από τα σύννεφα ▪ ένα αεράκι πέρασε σαν κύμα κι άπλωσε παντού τη δροσιά και τη φρεσκάδα του. Στη στιγμή, τα καμπανάκια της τύχης που κρέμονταν από τα γείσα των μνημείων ζωντάνεψαν: οι χρυσές γλώσσες τους αστραποβόλησαν στο φως, το αργυρόηχο καμπάνισμά τους γέμισε τον χώρο μ’ έναν ευοίωνο ψίθυρο. Στο κέντρο της σκηνής, περιτριγυρισμένος από την ξαφνική καλοσύνη, ο Αντρέας έκλεισε τα μάτια. Δάκρυα μούσκεψαν τα βλέφαρά του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, όλα όσα επιθυμούσε έμοιαζαν εφικτά ▪ οι πιο μύχιοι πόθοι του θα μπορούσαν, εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου, να ζωντανέψουν.»
 
Η κοινοτοπία της ιστορίας που αφηγείται ο Μητάς, ισορροπεί με το σαγηνευτικό του ύφος, που «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη και τον καθιστά μέρος του βιβλίου. Με την ατμόσφαιρα της Ασιατικής πόλης, τους ναούς και τις μυρωδιές, την βροχή και την υγρασία να περιγράφονται ολοζώντανα νιώθεις να εισέρχεσαι εντός της και να βαδίζεις με τους ήρωες στους δρόμους της. Τα συναισθήματα του ήρωα ακολουθούν τις γρήγορες μεταβολές του καιρού, όπου την δυνατή βροχή, διαδέχεται μετά από λίγο η ζέστη και η υγρασία. Ο Αντρέας δέχεται τα δώρα του έρωτα και της έμπνευσης στη δημιουργία λογοτεχνικού έργου, μέσα από τον πόνο των συναισθημάτων και την ένταση που τα ζει.
 

Υπάρχουν αρκετές εκφραστικές υπερβολές, αλλά η αναζήτηση της ομορφιάς σε συνδυασμό με την σωματική αδυναμία, το ανέφικτο του έρωτα σε συνδυασμό με την κυνικότητα και τον ρεαλισμό της καθημερινότητας, περιγράφονται θαυμάσια στα «Δύο δώρα», ένα βιβλίο που σε μαγεύει με το στυλ, και την έμφαση στη λεπτομέρεια της κάθε έκφρασης, της κάθε λέξης, που δίνει ο επίμονος συγγραφέας – χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των βιβλίων του. Ωραία υπαινικτική και χαμηλότονη νουβέλα που συγκινεί χωρίς να το απαιτεί, δίνει τροφή για σκέψη χωρίς να κραυγάζει, θέτει ερωτήματα που ωθούν σε προβληματισμούς. Ο Γιώργος Μητάς, στυλίστας από άλλους καιρούς, συνεχίζει τον μοναχικό του αγώνα με συνέπεια και υπομονή.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 80 / 100

 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home