Όμορφο
και τρυφερό σαν απαλό χάδι, το μυθιστόρημα της Γιαπωνέζας συγγραφέα Hiromi Kawakami (Τόκιο, 1958), με τίτλο «Ο ΣΕΝΣΕΪ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΑΣ» («Sensei no kaban») – (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Μ.Αρώνη, K. Shibayama, σελ.
274),
αποτελεί μια ωδή στον παραδοσιακό τρόπο ζωής μιας χώρας που αλλάζει διαρκώς,
μια ανατομία της μοναχικότητας και της ανάγκης για συντροφιά, μια ήρεμη
απεικόνιση του χρόνου που περνάει.
Η
Τσούκικο είναι μια γυναίκα που ζει μόνη στο Τόκιο, και δουλεύει πολύ σε ένα
γραφείο. Τύπος ιδιόρρυθμος, δείχνει ανεξάρτητη και χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς.
Θα συναντήσει τυχαία έναν παλιό καθηγητή της από το σχολείο, σε ένα μπαρ που συχνάζει,
να τσιμπήσει κάτι και (κυρίως) να πιεί.
Ο καθηγητής της ονομάζεται Ματσουμοτό Χαρούτσουνα, αλλά όλοι τον
αποκαλούσαν «Σενσέι» («Δάσκαλος»),
είναι πλέον συνταξιούχος, ντύνεται συντηρητικά, κυκλοφορεί πάντα με έναν
χαρτοφύλακα και όπως φαίνεται του αρέσει το ποτό. Αυτοί οι δύο (φαινομενικά)
ανόμοιοι άνθρωποι, θα συναντιούνται από καιρού εις καιρόν στο ίδιο μπαρ, θα
πίνουν αρκετά μπουκάλια σάκε και θα συνεχίζουν το βράδυ τους στο λιτό σπίτι του
Σενσέι, πίνοντας μέχρι εξαντλήσεως (τουλάχιστον της Τσούκικο). Οι δυο μοναχικοί
άνθρωποι με τις διαφορετικές προσωπικές ιστορίες θα έρθουν συν τω χρόνω, όλο
και πιο κοντά, αναπτύσσοντας μια τρυφερή φιλία. Ο αυστηρός και μονοκόμματος
Σενσέι, κι η πολύ μικρότερή του Τσούκικο, μέσα από τις αφηγήσεις τους, τις παραξενιές
τους, την μοναχικότητα και την μελαγχολία που τους κυριεύει στην προσωπική ζωή,
θα ερωτευτούν αργά αλλά βαθιά, χωρίς καν να το καταλάβουν.
«Σε κάποια φάση,
ενώ καθόμουν δίπλα στον Σενσέι, άρχισα να νιώθω τη ζεστασιά που εξέπεμπε το
σώμα του. Μέσα από το κολλαρισμένο του πουκάμισο ένιωθα την αίσθηση τού Σενσέι –
μια αίσθηση στοργής. Αυτή η αίσθηση τού προσέδιδε μορφή. Είχε αξιοπρέπεια αλλά
και τρυφερότητα, όπως ακριβώς ο Σενσέι. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να την πιάσω
πλήρως, προσπαθώ να την συλλάβω, πάντα όμως μού ξεφεύγει. Μόλις όμως νιώσω ότι
φεύγει, γλιστράει ξανά κοντά μου.
Αναρωτιέμαι αν ο
Σενσέι κι εγώ θα πλαγιάζαμε ποτέ μαζί, αν αυτή η αίσθηση γίνει μια σταθερή
παρουσία. Και πάλι όμως δεν είναι αίσθηση αυτή η απροσδιόριστη ιδέα που
ξεγλιστράει όσο και αν προσπθείς να τη συγκρατήσεις;»
Αυτή
την χαμηλότονη ιστορία, ο αναγνώστης την απολαμβάνει αργά, σαν ιεροτελεστία. Στο
βιβλίο ξεφυλλίζουμε ατελείωτες συζητήσεις για φαγητά (υπάρχει πραγματική
παρέλαση πιάτων, που δοκιμάζουν κάθε φορά οι δύο ήρωες του βιβλίου), εκδρομές
στη φύση, «κυνήγι» μανιταριών, ανθισμένες κερασιές, λουτρά στην εξοχή,
νοτισμένα από τη βροχή τοπία σε μια ατμόσφαιρα πολλές φορές ονειρική και άλλες τελείως
πεζή, και πολύ χιούμορ που ελαφραίνει μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι
σοβαροφανής αλλά επιτυγχάνει την τέλεια ισορροπία.
Το
ευφυέστατο χιούμορ που κατακλύζει το μυθιστόρημα της Καουακάμι, αποτελεί το
αντίβαρο στην έλλειψη ιδιαίτερης πλοκής, όπως επίσης και στην απουσία κορύφωσης
της ιστορίας, που ενδεχομένως θα απογοητεύσει τους περισσότερους αναγνώστες,
αλλά είναι τόση η ομορφιά του κειμένου, που όταν το αντιλαμβάνεσαι,
διαπιστώνεις ταυτόχρονα ότι δεν σ’ ενοχλεί. Βιβλίο στυλάτο και γλυκόπικρο,
θίγει με διορατικότητα και ειλικρίνεια το χάσμα των γενεών και τις δυσκολίες
μιας σχέσης με τέτοια διαφορά ηλικίας, επαρκέστερα απ’ ότι κάνει η Έρπενμπεκ στον «ΚΑΙΡΌ» της.
«Ο κόσμος που
υπάρχει πίσω από μια ιστορία δεν είναι πλήρως γνωστός ούτε καν στον συγγραφέα».
Βαθμολογία 84 / 100
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.