Σελίδες

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2022

Evelyn Waugh "Μια χούφτα σκόνη"

Ένας από τους σπουδαιότερους Βρετανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ήταν ο Evelyn Waugh (γεννηθείς ως Arthur Evelyn St. John Waugh το 1903 στο Λονδίνο – 1966, Somerset), που είναι μάλλον άγνωστος στη χώρα μας, παρά τη μεγάλη επιτυχία του αριστουργήματος του «Επιστροφή στο Μπράιτσχεντ» την δεκαετία του ’80 ως τηλεοπτική σειρά (που προβλήθηκε τότε από την ελληνική τηλεόραση) και αργότερα ως βιβλίου (από τις εκδόσεις Νεφέλη). Η έκδοση ενός από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Waugh, του εξαιρετικού «ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΣΚΟΝΗ» («A handful of dust»), από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina), σε έξοχη μετάφραση της (πάντα καλής) Παλμ. Ισμυρίδου (σελ.374), έρχεται να συστήσει ξανά στο ελληνικό κοινό, έναν στυλίστα συγγραφέα που στα βιβλία του μπορείς να βρεις την αληθινή Λογοτεχνία.


Ο Γουό, ακολούθησε την παράδοση των μεγάλων Βρετανών συγγραφέων που χρησιμοποιούν την κυνική σάτιρα για να περιγράψουν κοινωνικές καταστάσεις, όπως οι Τσώσερ, Τζόνσον, Φίλντιγκ, Ντίκενς. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι οι περισσότεροι από τους ανωτέρω ήταν Καθολικοί, όπως και ο Γουό (και ο έτερος σπουδαίος Graham Greene). Στο «Μια χούφτα σκόνη», ο Γουό ξεφεύγει όμως από το τελείως σατυρικό ύφος των προηγούμενων μυθιστορημάτων του, διατηρώντας αρκετά στοιχεία αλλά προσθέτοντας το υπαρξιακό δράμα που διακρίνεται έντονα στην ιστορία που περιγράφει. Με σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το μυθιστόρημα ως «dramedie» (μια μίξη σάτιρας και δράματος).
 
Το μυθιστόρημα του Waugh, διαδραματίζεται την δεκαετία του ’30 και οι κεντρικοί του χαρακτήρες είναι το ζευγάρι του Τόνι Λαστ και της Μπρέντα που ζουν σε έναν Βικτωριανό (γκόθικ) πύργο στην επαρχία. Ο παλαιός πύργος χωρίς πολλές ανέσεις που δείχνει πλέον τα χρόνια του, και η συντήρησή του, φαίνεται να είναι το μοναδικό ενδιαφέρον του Τόνι, που για να μπορέσει να τον ανακαινίσει κάνει αιματηρές οικονομίες στην κοινωνική τους ζωή. Το ζευγάρι έχει ένα πανέξυπνο εξάχρονο γιο, τον Τζον Άντριου, ενώ φιλοξενούν σε τακτά χρονικά διαστήματα διάφορους κοσμικούς «φίλους» από το Λονδίνο για το weekend.
 
« «Αλλά δεν συμπαθείτε το σπίτι;»
« «Εγώ; Το απεχθάνομαι… δηλαδή, δεν το εννοώ στ’ αλήθεια, μα ώρες ώρες εύχομαι να μην ήταν, στο σύνολό του, ακόμα και η παραμικρή γωνιά του, τόσο αποκρουστικό. Φυσικά, θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να το πω στον Τόνι. Εννοείται ότι δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε αλλού. Έχει λόξα με το σπίτι… Παράξενο, αλήθεια. Στην οικογένειά μου, κανένας δεν νοιάστηκε όταν ο αδελφός μου ο Ρέτζι πούλησε το πατρικό μας – και να σκεφθείτε ότι ήταν έργο του Βάνμπρο. Φαντάζομαι ότι είμαστε τυχεροί που διαθέτουμε τα μέσα να το συντηρούμε. Δεν διανοείστε πόσο κοστίζει η ζωή εδώ. Αν δεν ήταν το σπίτι, θα ήμασταν πάμπλουτοι. Αλλά, βλέπετε, διατηρούμε δεκαπέντε εσωτερικούς υπηρέτες, χωρίς να υπολογίσω τους κηπουρούς, τους ξυλουργούς, έναν νυχτοφύλακα, τους εργάτες του αγροκτήματος και τα παράξενα ανθρωπάκια ου διαρκώς εμφανίζονται στα καλά καθούμενα για να κουρδίσουν τα ρολόγια, να μαγειρέψουν τα λογιστικά βιβλία και να καθαρίσουν την τάφρο – και να σκεφτεί κανείς, πως ο Τόνι κι εγώ προσπαθούμε να υπολογίσουμε αν μας συμφέρει να ταξιδέψουμε στο Λονδίνο με το αυτοκίνητο ή αν είναι φθηνότερο να αγοράσουμε εισιτήριο με έπιστροφή ώστε να επωφεληθούμε από την έκπτωση… Δεν θα με πείραζε τόσο αν ήταν ένα αληθινά όμορφο σπίτι – όπως το πατρικό μου, λόγου χάρη – αλλά, φυσικά, ο Τόνι έχει μεγαλώσει εδώ και τα βλέπει όλα με τελείως άλλο μάτι…» »
 
Ένας από αυτούς που φιλοξενούν για δυο μέρες, είναι ο νεαρός προικοθήρας και σχετικά αδιάφορος Τζον Μπίβερ, του οποίου η παμπόνηρη μητέρα, νοίκιαζε μικρά διαμερίσματα στο κέντρο του Λονδίνου. Η Μπρέντα έλκεται από το ενδιαφέρον του Μπίβερ για εκείνη, και βρίσκει δικαιολογίες να πηγαινοέρχεται στο Λονδίνο, με την ερωτική σχέση να έρχεται με μεγάλη ευκολία – λίγο σαν κοσμικό παιχνίδι. Δεν περνάει από το μυαλό του Τόνι ότι η σύζυγός του τον απατάει, ενώ όλο το κοσμικό Λονδίνο βοά από τις φήμες.
 
Ένα όμως τραγικό γεγονός, ο θάνατος από ατύχημα του μικρού Τζον Άντριου, θα επιφέρει κοσμογονικές αλλαγές. Η Μπρέντα ζητάει διαζύγιο, το οποίο βάσει της τότε νομοθεσίας, πρέπει να βγει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, εξευτελιστικές και για τους δύο. Παρά την αρχική τους συμφωνία για ένα συγκεκριμένο ετήσιο ποσό διατροφής, η Μπρέντα καθοδηγούμενη από την οικογένειά της και τους δικηγόρους της, απαιτεί όλο και περισσότερα, φθάνοντας τον (μέχρι τότε υπομονετικό) Τόνι στα όριά του. Ο Τόνι αρνείται τον νέο συμβιβασμό και αποφασίζει να φύγει μακριά, ακολουθώντας έναν τυχοδιώκτη στην αναζήτηση μιας χαμένης Πολιτείας στον Αμαζόνιο, ανατρέποντας τα πάντα στη ζωή του.
 
«Ο Τόνι δεν κοιμόταν πολύ τελευταία. Όταν βρισκόταν μόνος, άθελά του εξέταζε νοερά όλα όσα είχαν συμβεί μετά την επίσκεψη του Μπίβερ στο Χέτον ∙ αναζητούσε σημάδια που ενδέχεται να τού είχαν διαφύγει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ∙ αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να είχε πει ή να είχε κάνει κάτι που ίσως θα είχε επηρεάσει την εξέλιξη των γεγονότων ∙ ανακαλούσε στη μνήμη τον καιρό της πρώτης του γνωριμίας με την Μπρέντα, προκειμένου να βρει ενδείξεις που θα έπρεπε να τον είχαν προϊδεάσει για τη μεταστροφή της ∙ εξέταζε ένα-ένα τα στάδια των τελευταίων οκτώ χρόνων της ζωής του. Όλα αυτά τον κρατούσαν άγρυπνο.»
 
Μυθιστόρημα με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία το «Μια χούφτα σκόνη» – ο Γουό είχε χωρίσει πριν από λίγα χρόνια από την πρώτη του σύζυγο Ήβλιν (το ζευγάρι είχε το ίδιο όνομα, στους δε κύκλους τους, αποκαλούντο «He Evelyn, She Evelyn»!), περνώντας μια μεγάλη προσωπική κρίση, η οποία τον οδήγησε στον Καθολικισμό. Παρά τον αρχικά ανάλαφρο τόνο του βιβλίου, όπου οι πρώτες 80 περίπου σελίδες οδηγούν τον αναγνώστη στην αίσθηση ότι διαβάζει ένα «cocktail novel», η συνέχεια είναι διαφορετική. Αρχικά, ο συγγραφέας με πλήρη έλεγχο του ρυθμού, επιλέγει να μαθαίνουμε για τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, μέσα από τα λόγια (τις κουβέντες σαν «small-talk») των τριγύρω τους, συχνά υπό μορφή κουτσομπολιού. Οι χαρακτήρες χτίζονται και ολοκληρώνονται μέσα από σατυρικές σκηνές, ενώ η έμφαση δίνεται στη σχέση του ζεύγους Τόνι-Μπρέντα, οι οποίοι δεν έχουν κάποιον ισχυρό δέσιμο, το μόνο που τους ενώνει είναι ο γιος τους και η διατήρηση του αριστοκρατικού status του Τόνι ως μεγαλοκτηματία της περιοχής.
 

Το «Μια χούφτα σκόνη», όπως ακριβώς και η «Έρημη χώρα» του Έλιοτ, που στίχος του δίνει τον τίτλο του βιβλίου: «…μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο» (από την απόδοση του Γ.Σεφέρη), απεικονίζει την «ερημιά» της κοινωνίας του μεσοπολέμου. Στο βιβλίο, περιγράφεται το τέλος μιας εποχής μετά τον Α παγκόσμιο πόλεμο, όπου παρακμάζει η μεγαλοαστική τάξη, οι μεγάλες ιδιοκτησίες είναι σχεδόν αδύνατο να συντηρηθούν και ένας νέος κόσμος οικοδομείται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται και τα δεδομένα μετατρέπονται. Οι άνθρωποι δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην επιφάνεια παρά στην ουσία, διατηρώντας μια επίφαση καλών τρόπων, όπου όμως υπόγεια, μαίνεται ένας πόλεμος. Οι χαρακτήρες των Μπρέντα, Μπίβερ είναι αρχετυπικοί του κλίματος αυτού με τον Τόνι να βρίσκεται όλο και πιο βαθειά αγκιστρωμένος στην παλιά κοινωνία. Ο Τόνι είναι ο εκπρόσωπος της παλιάς Βικτωριανής Αγγλίας του 19ου αιώνα, η οποία εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Ο Τόνι θέλει να διατηρήσει τον παλαιό πύργο που είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ακατοίκητος, έχει μια στρατιά υπηρέτες, ιπποκόμους κλπ, κάνοντας θυσίες στην προσωπική του ζωή, στην καθημερινότητά του. Η Μπρέντα, μια γυναίκα χωρίς συναισθήματα, ένας άνθρωπος που το μόνο που τον νοιάζει είναι να περνάει καλά, ασφυκτιά μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ψάχνει για περιπέτειες, διψάει για κοσμικότητες και διασκεδάσεις, είναι αδύνατο να μείνουν μαζί, και αρκεί ένα γεγονός για να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
 
Ο Γουό, χρησιμοποιεί την κυνική σάτιρα για να κριτικάρει τον Βρετανικό τρόπο ζωής, ενώ περιγράφει με ζωντάνια και σαφήνεια, την «πτώση» αλλά και το «ξύπνημα» ενός ανθρώπου στην αρχή αφελούς που βλέπει τον κόσμο του να διαλύεται και τις (μέχρι τότε) σταθερές του να καταρρέουν. Ο Τόνι θα προσγειωθεί ανώμαλα και μόνο τότε θα αφυπνισθεί, δίνοντας ένα νέο ενδιαφέρον στη ζωή του με την περιπέτεια της Λατινικής Αμερικής – άλλο ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο του βιβλίου, καθώς ο Γουό μετά το διαζύγιό του, είχε περάσει αρκετό χρόνο σε αυτή την ήπειρο.
 
«Ξαφνικά, είχαν ξεκαθαριστεί μέσα του πολλά από αυτά που τον προβλημάτιζαν. Είχε έρθει το τέλος ενός ολόκληρου γοτθικού σύμπαντος… Τέρμα οι γυαλιστερές πανοπλίες στα ξέφωτα του δάσους, τέρμα τα κεντητά πασούμια πάνω στα πράσινα λιβάδια ∙ οι κρεμ και οι πιτσιλωτοί μονόκεροι είχαν δραπετεύσει…»
 
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου (περίπου το τελευταίο τρίτο του), περιγράφει τις περιπέτειες του Τόνι, που φεύγει για να βρει μια χαμένη πολιτεία. Και είναι εκεί, όπου το μυθιστόρημα «απογειώνεται» και αλλάζει ύφος, με επιρροές από την «Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ. Η αλλαγή (εν μέρει ακατανόητη) του Τόνι, εξηγείται μόνο με την μεταστροφή του συγγραφέα στον Καθολικισμό. Η έννοια της «Λύτρωσης» που χρησιμεύει για να τονίσει τον επαναπροσδιορισμό του ατόμου και την αλλαγή στον τρόπο ζωής του, που περνάει μέσα από την «αυτοτιμωρία» αιτιολογεί την πλήρη μεταστροφή του ήρωα, που από υποχωρητικός και προβλέψιμος, αδιάφορος και τυπολάτρης μετατρέπεται σε άνθρωπο της περιπέτειας (στοιχείο έμφυτο στους Άγγλους – μη το ξεχνάμε), όπου η αναζήτηση εαυτού συνδυάζεται με την πλήρη ανατροπή της ζωής του.
 
Η αναζήτηση της «χαμένης πόλης των Ίνκας» στα βάθη του Αμαζονίου, είναι το Ελντοράντο αλλά και το Holy Grail (το «ιερό δισκοπότηρο»), εκφράζοντας το πνεύμα του Καθολικισμού, ότι δηλαδή, ο άνθρωπος είναι, «εξόριστος», ένας «αιώνιος Προσκυνητής» που αναζητά την «Πόλη του Θεού» ως «σωτηρία» και «λύτρωση». Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο βιβλίο. Από την επιλογή των ονομάτων των ηρώων του έως τους εκπληκτικούς διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών του. Το συγκλονιστικό φινάλε του βιβλίου – που αφήνει τον αναγνώστη με ανοιχτό στόμα – έρχεται να επιβεβαιώσει με τον πιο εμφαντικό τρόπο, την αξία αυτού του μυθιστορήματος.
 
Το «Μια χούφτα σκόνη» (που μεταφέρθηκε αξιοπρεπώς στη μεγάλη οθόνη), είναι ένα θαυμάσιο και ιδιαίτερα οξυδερκές μυθιστόρημα που αναδεικνύει το στιλάτο ύφος του Evelyn Waugh. Όπως είναι γνωστό, η ιδέα ξεκίνησε από ένα διήγημα του συγγραφέα που δημοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό, με τον τίτλο «The Man who liked Dickens» που έγραψε στο ταξίδι του στην Βραζιλία. Ο Γουό, σκέφτηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα που εξηγούσε πως έφτασε ο ήρωας του διηγήματος στην Βραζιλία, πλέκοντας μια ιστορία από την αρχή. Έτσι εξηγείται και το εναλλακτικό τέλος που υπάρχει στο επίμετρο του βιβλίου, καθώς το διήγημα δεν μπορούσε να δημοσιευτεί στο περιοδικό Harpers Bazaar, που πρωτοδημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα.
 
Βαθμολογία 86 / 100


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου