Σελίδες

Τετάρτη, Απριλίου 24, 2024

"Πούτζι" - κάτι παραπάνω από μια μυθιστορηματική βιογραφία

 

«Ξέρετε, αγαπητέ μου φίλε, ποτέ η Γερμανία δεν ήταν περισσότερο ο εαυτός της απ’ ό,τι με τον Χίτλερ και υπό την εξουσία του Χίτλερ.»
                                       Hans-Jurgen Syberberg
 
Ένας πανύψηλος άνθρωπος (σχεδόν δύο μέτρα), που είχε το παρατσούκλι «ανθρωπάκος». Ένας μποέμ τύπος που τον ενδιέφερε η τέχνη και η μουσική και έφτασε να γίνει για μια (μικρή έστω) περίοδο ο έμπιστος του Χίτλερ. Αυτός ήταν ο Ερνστ Χανφστέγκλ, ο πανύψηλος συνεργάτης του Χίτλερ, που αποκαλείτο απ’ όλους «Πούτζι» (ανθρωπάκος – παρατσούκλι που του είχε δώσει μια καμαριέρα της οικογένειάς του όταν ήταν δύο ετών), και την ιστορία του περιγράφει με εκπληκτικό τρόπο, ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος Thomas Snegaroff (ε.γ.1974), στη μυθιστορηματική βιογραφία «ΠΟΥΤΖΙ» («Putzi») – (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφρ. Κ. Γούλα, σελ.417).


Πρόσωπο αμφιλεγόμενο ο Πούτζι, που κανείς μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά στην ερώτηση. Τι ήταν ακριβώς; Ένας «Κλόουν» ή ένα «Τέρας» με αγαθή εμφάνιση; Ο συγγραφέας περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες και εξαιρετικό στυλ τον βίο και πολιτεία του ανδρός, αλλά κι ο ίδιος νιώθει ότι ο Πούτζι του ξεγλιστράει απ’ τα χέρια – δεν μπορεί (παρά την ογκώδη έρευνα και τις πολλές αναφορές) να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Τι ακριβώς ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ένα παιχνιδάκι στα χέρια ενός παράφρονα ή ένας άνθρωπος που αναζητούσε με μανία έναν «πατέρα» να ακουμπήσει επάνω του;
 
«Πίσω από τον πιανίστα, πίσω από τον γελωτοποιό που περιέγραφε ο περίγυρος του Χίτλερ, πίσω από τον ευκατάστατο άνδρα που έκανε ό,τι μπορούσε για να δαμάσει το κτήνος, όπως αυτοπροσδιορίζεται ο Πούτζι στα Απομνημονεύματά του, κρυβόταν ένας σκιώδης ιδεολόγος, ένας μεγάλος μαριονετίστας που κουνούσε επιδέξια τα νήματα. Η σκιά όμως ήταν τόσο πυκνή που τον βύθισε μια για πάντα στο απύθμενο σκοτάδι των καιρών. Ο Ντέιβιντ Μάργουελ το βίωσε πριν από μένα: ο Πούτζι κινείται ασταμάτητα και ξεγλιστράει μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μας.»
 

Ο Χανφστέγκλ γεννήθηκε το 1877 στο Μόναχο, σε μια οικογένεια εμπόρων τέχνης και το 1911 μετέβη στις Η.Π.Α., να σπουδάσει στο Χάρβαρντ Τέχνη, Φιλοσοφία και Ιστορία – περίοδο που την εκμεταλλεύτηκε δεόντως όταν υπηρέτησε τους Ναζί για να φιλτράρει την εικόνα τους στις Η.Π.Α. – και μετά, ανέλαβε το μικρό οικογενειακό κατάστημα στη Νέα Υόρκη με είδη τέχνης. Δεν πολέμησε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς παρέμεινε στη Ν.Υόρκη, όπου γνωρίστηκε με μποέμ συγγραφείς της εποχής και η έμφυτη ικανότητά του στις δημόσιες σχέσεις τον έβαλε σε κύκλους διανοουμένων. Η οικογένεια όμως δέχτηκε ισχυρά πλήγματα στον πόλεμο, δύο αδέρφια του σκοτώθηκαν και η προσπάθεια για επέκταση της επιχείρησης, στις Η.Π.Α. ναυάγησε. Το 1920 παντρεύτηκε μια Γερμανίδα που ζούσε κι εκείνη στη Ν. Υόρκη, την Χελένα Νιμάγιερ (ένας γάμος που έληξε σχετικά γρήγορα), ενώ προηγουμένως είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες κι έναν μεγάλο έρωτα με την συγγραφέα Τζούνα ΜπαρνςΝυχτοδάσος»). Όταν αναγκάστηκε να κλείσει το κατάστημα της Νέας Υόρκης, γύρισαν πίσω στο Μόναχο.
 
Ήταν μια πολύ ταραγμένη περίοδος στο Μόναχο, και ο Χίτλερ είχε φανεί στο προσκήνιο. Οι γνωριμίες του Πούτζι από το Χάρβαρντ, τον καθιστούν ένα άτομο εμπιστοσύνης για να τον φέρει σε επαφή με ανθρώπους από τις Η.Π.Α. (δημοσιογράφους, κυβερνητικούς υπαλλήλους, κατασκόπους – μπορεί όλα αυτά μαζί), που παρακολουθούν τα γεγονότα. Μέσω αυτών, πηγαίνει στις συγκεντρώσεις του Χίτλερ σε μπυραρίες και αλλού, κι ενθουσιάζεται με τις ρητορικές δεξιότητες του. Γνωρίζει τον Χίτλερ, ο οποίος γίνεται στενός φίλος της οικογένειας με την Χελένα να εντυπωσιάζεται τόσο πολύ που όταν κυνηγημένος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 23 καταφεύγει σπίτι τους, του παίρνει το περίστροφο που είχε στρέψει στον εαυτό του, από τα χέρια, παροτρύνοντάς τον να παραδοθεί, λέγοντάς του «θα βγείτε από την φυλακή, ήρωας».


Οι σχέσεις της οικογένειας Χανφστέγκλ, με τον Χίτλερ γίνονται όλο και πιο στενές μετά την φυλακή. Ο Πούτζι παίζει μουσική στις συγκεντρώσεις τους, μαγεύοντας τον Χίτλερ, του γνωρίζει την οικογένεια Βάγκνερ. Χρηματοδοτεί την εφημερίδα του κόμματος, τον γνωρίζει σε ισχυρούς οικονομικά παράγοντες της χώρας, οι οποίοι ενθουσιάζονται μαζί του και προσφέρουν τεράστια ποσά για την άνοδο του κόμματος. Είναι από τους πρώτους αναγνώστες του «Ο αγών μου» και προσπαθεί να τον πείσει, να προσεγγίσει τις Η.Π.Α. (και να γίνει ο «εκλεκτός» τους), καθώς διαβλέπει ότι θα μπορούσαν οι ναζιστικές ιδέες (αντισημιτισμός, εθνικισμός, φυλετική καθαρότητα) να βρουν πρόσφορο έδαφος εκεί – υπήρχε άλλωστε η περίπτωση του Χ.Φορντ που ιδεολογικά συγγένευε με τον Αυστριακό.
Όμως η ταχύτατα ανερχόμενη δημοφιλία και άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, θα φέρουν τον Πούτζι, όλο και πιο κάτω στις προτιμήσεις του Δικτάτορα. Όταν οι Ναζί αναλάβουν την εξουσία, στον Πούτζι ανατίθεται ο ρόλος του Υπεύθυνου για τον Διεθνή Τύπο και κυρίως για τις σχέσεις με τις Η.Π.Α., όπου υπήρχε ισχυρό φιλοναζιστικό κλίμα. Ο Πούτζι βρίσκεται στο στοιχείο του, πηγαίνει από δεξίωση σε δεξίωση, γνωρίζει επώνυμους στις χώρες που επισκέπτεται, συναντιέται με τον Τσώρτσιλ και άλλους, καλλιεργεί ένα πρόσωπο των Ναζί, που έρχεται σε αντιπαράθεση, με την εσωτερική βία που ήδη ασκείται στους πολίτες της χώρας. Η σχέση του όμως με τον Γκαίμπελς δεν είναι καλή και η επιρροή του τελευταίου στον Χίτλερ όλο και μεγαλώνει προς απογοήτευση του Πούτζι που βλέπει να μη τον λαμβάνουν στα σοβαρά. Ήδη παλαιοί γνωστοί και σύντροφοι του Χίτλερ έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται και όταν θα γίνει η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» το 1934, μπορεί και να τη γλυτώνει, επειδή βρισκόταν στις Η.Π.Α.
 
Ο Πούτζι, από εκείνο το σημείο και μετά, κι όταν παύεται από τις αρμοδιότητές του, καθώς η κόντρα με τον Γκαίμπελς έχει οξυνθεί, ζει με τον τρόμο της σύλληψής του. Ο Χίτλερ τον αποφεύγει, κανείς δεν τον παίρνει πλέον στα σοβαρά (τον πήραν άραγε ποτέ;). Θα εκμεταλλευτεί ένα ταξίδι στο Λονδίνο για να ζητήσει καταφύγιο εκεί. Θα παραμείνει έγκλειστος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μεταφερόμενος από φυλακή σε φυλακή, στην Αγγλία, στον Καναδά, στις Η.Π.Α., αλλά θα την γλυτώσει.
 

Ο
Snegaroff, περιγράφει ενδελεχώς έναν άνθρωπο που πίστεψε και λάτρεψε τον Χίτλερ σε σημείο εμμονής. Ο Χίτλερ ήταν τα πάντα γι’ αυτόν, «πατέρας», «αδερφός». Ήταν σαν έρωτας χωρίς σεξουαλικό πρόσημο. Ο Χίτλερ όμως δεν είχε συναισθήματα, απλά έπαιρνε ότι τον βόλευε και μετά τους πετούσε σαν σκουπίδια. Εξάλλου ο Πούτζι αντιπροσώπευε ότι ήθελε να ξεχάσει. Τα πρώτα χρόνια, που ήταν ένα τίποτα και εξαρτιόταν από την προστασία κάποιων ισχυρών, τα χρόνια που φοβόταν και το έδειχνε. Ο αφελής και «ελαφρύς» Πούτζι δεν του χρησίμευε σε κάτι από την στιγμή που ανήλθε στην εξουσία και έπρεπε να παραμερισθεί.
 
Ποιος όμως ήταν ο Πούτζι και πόσα γνώριζε από τα εγκλήματα του καθεστώτος, πριν τον Β παγκόσμιο πόλεμο; Γιατί συνέχιζε να λατρεύει και να υποστηρίζει τον Χίτλερ, ακόμα και στην περίοδο του εγκλεισμού του κατά την περίοδο του πολέμου; Μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές του; Μήπως το μόνο που ήθελε ήταν να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο και να πηγαίνει από πάρτι σε πάρτι αδιαφορώντας για το τι γίνεται γύρω του; Είχε καταλάβει ποτέ τι ακριβώς ήταν ο Χίτλερ ή δεν τον ενδιέφερε;
 
«Η καθημερινή ενοχή μας είναι μεγαλύτερη από την αλλοτινή ενοχή, καθότι είναι πλήρως συνειδητή και ανανεώνεται καθημερινά από την ψυχρή απληστία μας, είναι επίσης μεγαλύτερη λόγω του ότι είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε καλύτεροι από τους άλλους, έτσι που οι νεκροί που έχουμε στη συνείδησή μας ακόμη ψάχνουν τη Νυρεμβέργη τους. Ζούμε σήμερα ανάμεσα σε παιδιά και τα παιδιά φοβούνται όλα τον πατέρα τους, ιδίως όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη, και όταν συνειδητοποιούν την ομοιότητά τους, τη νύχτα, συχνά στη γωνία ενός δρόμου, στη βιτρίνα των μεγάλων καταστημάτων.» Hans-Jurgen Syberberg από ένα αφιέρωμα του Cahiers du cinema σε αυτόν.


Η έρευνα του συγγραφέα είναι εντυπωσιακή. Έχει περπατήσει στους δρόμου του Μονάχου, όπου βρισκόταν το εντυπωσιακό σπίτι των Χανφστέγκλ (πολύ κοντά σε αυτό της οικογένειας Τόμας Μαν), έχει συνομιλήσει με ανθρώπους που είτε γνώριζαν, είτε είχαν ασχοληθεί με την «περίπτωση Πούτζι», διερεύνησε τις σχέσεις και τις υπόγειες διαδρομές επιφανών Αμερικανών με το Ναζιστικό καθεστώς, ενώ παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον η συνομιλία του με τον σπουδαίο Γερμανό σκηνοθέτη Hans-Jurgen Syberberg, που η ταινία του «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία», αποτελεί την καλύτερη ανάλυση για τους Γερμανούς που μπορεί να δει κανείς. Όλα αυτά με την αρωγή του γιου του Πούτζι, που ήταν βαφτισιμιός του Χίτλερ και πολέμησε (καθώς είχε και την Αμερικανική υπηκοότητα υιοθετώντας το όνομα της Αμερικανίδας γιαγιάς του) στον Αμερικανικό στρατό.
 
Ο Snegaroff, ασχολείται με την «μικροϊστορία», με ένα δευτερεύον πρόσωπο της Ιστορίας, έναν άνθρωπο που αποτελεί μάλλον υποσημείωση στην ιστορία της ανόδου των Ναζί στην εξουσία, έναν άνθρωπο που οι περισσότεροι της εποχής, δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, θεωρώντας τον «γραφικό» (έπαιζε ρόλο το ύψος αλλά και το μάλλον κωμικό ύφος). Ο Πούτζι σε κανένα σημείο δεν γίνεται συμπαθής στον αναγνώστη, περισσότερο απορίες του προκαλεί παρά κάτι άλλο. Απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν, άλλωστε το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία και πέραν των γεγονότων, υπάρχει μυθοπλασία, αλλά μπορούμε μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές συναντήσεων και συζητήσεων, μικρών λεπτομερειών και άλλων, να αντιληφθούμε πως μπορεί κάποιος αφελής ίσως, και όχι ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος να παρασυρθεί από έναν παρανοϊκό ηγέτη (όπως άλλωστε και ένα ολόκληρο έθνος).
 
Βαθμολογία 86 / 100


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου