Σελίδες

Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2024

Claudia Piñeiro "Καθεδρικοί"

Δεν ξέρω αν η Claudia Piñeiro (Burzaco, 1960), η διάσημη και ιδιαίτερα επιτυχημένη Αργεντινή συγγραφέας θα μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, το μόνο που έχω καταλάβει διαβάζοντας και τα τρία βιβλία της που κυκλοφορούν στη γλώσσα μας, είναι ότι, είναι ευφυέστατη! Και ότι καθένα από τα τρία μυθιστορήματά της, το απόλαυσα αναγνωστικά (οι έννοιες βέβαια της λέξης «απόλαυση» είναι σχετικές, γιατί μόνο ευχάριστα δεν τα λες – εκτός ίσως από το «Δικιά σου για πάντα»), και τα βρήκα ιδιαίτερα αξιόλογα.
 
Την Piñeiro, την γνωρίσαμε με το (διάσημο) «Η Ελένα ξέρει», που εκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη (στην Ελλάδα μόνο μέσω του Netflix, μπορεί να το δει κάποιος), όμως οι «ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΙ» («Catedrales») - (εκδόσεις Carnivora, μετάφραση Ασπασία Καμπύλη), το μυθιστόρημα που εκδόθηκε πριν λίγους μήνες, είναι το καλύτερό της, ένα βιβλίο που διαθέτει κάποιες ομοιότητες με το «Η Ελένα ξέρει», αλλά η πολυφωνία του, ο αφηγηματικός του ρυθμός και η συγκλονιστική ιστορία του, το καθιστούν ένα αξέχαστο ανάγνωσμα, που συγκινεί ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
 

Στους «Καθεδρικούς» (τίτλος – καθόλου τυχαία - εμπνευσμένος από  διήγημα «Καθεδρικός ναός» του Raymond Carver), έχουμε ένα αποτρόπαιο γεγονός που συνέβη 30 χρόνια πριν τον ενεστώτα χρόνο του μυθιστορήματος. Η δεκαεπτάχρονη Άννα Σορδά είχε βρεθεί νεκρή σε ένα οικόπεδο μιας γειτονιάς του Μπουένος Άιρες. Το φρικιαστικό του εγκλήματος ήταν ότι το πτώμα της βρέθηκε καμένο και τεμαχισμένο. Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ και η υπόθεση μπήκε γρήγορα στο αρχείο. Τριάντα χρόνια αργότερα η πληγή παραμένει ανοιχτή και μια οικογένεια παραμένει διχασμένη. Μέσα από την αφήγηση επτά (ουσιαστικά έξι και μιας στο τέλος) διαφορετικών φωνών (σε ισάριθμα κεφάλαια), μαθαίνουμε (σταγόνα – σταγόνα) τις λεπτομέρειες μιας ιστορίας με πολλές προεκτάσεις.
 
Η αστική οικογένεια του Αλφρέδο και της συζύγου του, απαρτίζονταν από τρεις κόρες, την μεγαλύτερη Κάρμεν που ήταν 20άρα όταν έγινε το φονικό, και τις δύο μικρότερες, την δεκαεπτάχρονη (τότε) Άννα και την δεκαπεντάχρονη (τότε) Λία, από την οποία ξεκινάει το βιβλίο. Η Λία ζει πλέον στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της Ισπανίας και έχει ένα βιβλιοπωλείο. Έχει κόψει κάθε επαφή με την Κάρμεν και διατηρεί αλληλογραφία με τον πατέρα της Αλφρέδο, στον οποίον έχει απαγορέψει να της πει οτιδήποτε για την οικογένεια ή για τον εαυτό του. Μια μέρα θα δεχτεί την επίσκεψη της Κάρμεν, που εμφανίζεται με τον σύζυγό της Χουλιάν, ο οποίος τριάντα χρόνια πριν ήταν ακόμα δόκιμος ιερέας  - τώρα η Λία μαθαίνει ότι εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση που είχε ο πατέρας του. Δεν μαθαίνει όμως μόνο αυτό, ενημερώνεται ότι ο πατέρας τους έχει πεθάνει πριν κάποιους μήνες και ο γιος της Κάρμεν, ο Ματέο που είναι 23 ετών – και του οποίου αγνοούσε μέχρι τώρα την παρουσία – έχει εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του παππού του και την ανάγνωση μιας επιστολής που εκείνος του είχε αφήσει. Η Κάρμεν θεωρεί ότι ο Ματέο βρίσκεται στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, από μια έρευνα που έκανε, και θεωρεί πιθανό να περάσει από το βιβλιοπωλείο της θείας του. Η Λία δεν υποδέχεται με χαρά την αδελφή της, ήταν πάντα ανταγωνιστικές οι σχέσεις τους, η Κάρμεν ήθελε να εξουσιάζει τα πάντα και ο θρησκευτικός της φανατισμός δεν την άφηνε να βλέπει καθαρά, εξάλλου τα προ τριακονταετίας γεγονότα διατηρούνται ακόμα καθαρά στη μνήμη όλων.
 
Τι είχε συμβεί όμως τριάντα χρόνια πριν και τι γνωρίζει ο καθένας από τους (τότε) εμπλεκόμενους. Από την αφήγηση της Λίας, του νεαρού Ματέο, του Χουλιάν και της Κάρμεν μαθαίνουμε κάποια πράγματα ενώ το παζλ συμπληρώνεται πιο ουσιαστικά από τις αφηγήσεις της Μαρσέλα, της κολλητής της Άννας, που βρέθηκε μαζί της στην εκκλησία τις μοιραίες στιγμές, αλλά ένα ατύχημα τής έσβησε τη μνήμη, και του ντετέκτιβ Έλμερ που προσλαμβάνεται από τον Αλφρέδο – αρκετά χρόνια αργότερα - για να εξιχνιάσει την υπόθεση, που όμως οδηγείται σε αδιέξοδο.
 
Όπως αναφέρω παραπάνω, το παζλ συμπληρώνεται μέσα από τις διαφορετικές αφηγήσεις και το τι πραγματικά έγινε, θα το μάθουμε στις τελευταίες σαράντα σελίδες, αν και από τη μέση και μετά, ο προσεκτικός αναγνώστης θα αντιληφθεί την φρικιαστική αλήθεια και ποιος ή ποιοι διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο. Τα γεγονότα που μαθαίνουμε σχεδόν από την αρχή είναι ότι, η Άννα ερωτεύτηκε τον Χουλιάν, που είχε μια σχέση έντονου φλερτ με την Κάρμεν. Ο Χουλιάν, νέος που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμές του, παρά την θεολογική του κατεύθυνση, ήταν ερωτευμένος με την Κάρμεν, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της πανέμορφης Άννας. Η Μαρσέλα στο ένα τρίτο του βιβλίου, μας αφηγείται τι ουσιαστικά συνέβη εκείνο το μοιραίο απόγευμα που η Άννα έσβησε στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία, στην οποία είχε καταφύγει – μετά όμως η μνήμη της έσβησε και δεν κατάλαβε πώς το πτώμα της νεαρής βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. Που βρίσκεται η αλήθεια σε μια ιστορία με τόσες διακλαδώσεις, και πόσο τυφλοί μπορούμε να είμαστε μπροστά σε κραυγαλέα γεγονότα που βρίσκονται μπροστά μας και αρνούμαστε να τα δούμε;
 
«Υπάρχουν τόποι όπου είναι πιο δύσκολο να επιβιώσεις: η έρημος, ένα ερημονήσι, η κορυφή ενός βουνού, ο Άρης, μια εμπόλεμη ζώνη, η ζούγκλα. Η οικογένειά μου.»
 
Η Πινιέιρο σκιαγραφεί ένα οικογενειακό πορτρέτο, όπου η αυστηρή (και διαρκώς απούσα) μητέρα καθοδηγεί τις τρεις κόρες, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές οδηγίες. Η Κάρμεν – καθ’ εικόνα και ομοίωσή της – θα συνεχίσει το έργο της, προσφέροντας στον εθελοντισμό, περιφέροντας την περσόνα της οσίας, ενώ με τις αδερφές της, είναι ένας δαίμονας που καταπιέζει, τιμωρεί, βάζει τους κανόνες. Ο Αλφρέδο – ο πατέρας -, με τις πνευματικές του ανησυχίες, χάνει το παιχνίδι από νωρίς, θα κλειστεί στον εαυτό του και ο θάνατος της κόρης του, θα τον διαλύσει. Μια οικογενειακή κόλαση, από την οποία μόνο η Λία ουσιαστικά ξέφυγε, αλλάζοντας χώρα και ήπειρο, σοκάροντας τους πάντες, όταν δήλωσε ότι δεν πιστεύει πλέον στον Θεό, καταλήγοντας όμως στην πόλη – σύμβολο του καθολικισμού, το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.
 
Γυναικοκτονία, απόντες γονείς, θρησκευτικός φανατισμός, πνευματικός βιασμός, αλλά και εμφανής έλλειψη ενσυναίσθησης, αγάπης και εμπιστοσύνης, χαρακτηρίζουν την ιστορία που αφηγείται η Πινιέιρο, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα υπόλοιπα βιβλία της. Κι εδώ υπάρχει έντονη η παρουσία του θρησκευτικού παράγοντα, υπάρχουν οι παράνομες αμβλώσεις, υπάρχει η «τυφλότητα» των πιο κοντινών προσώπων. Το καμένο και τεμαχισμένο πτώμα της Άννας μεταφέρεται νοητά από τον ένα στον άλλον μέσω της συνείδησής του και των ενοχών του.


Η συγγραφέας εμπνέεται από (και συνομιλεί με) το διήγημα «Καθεδρικός ναός» του σπουδαίου Raymond Carver, χρησιμοποιώντας το μεταφορικά, για να τονίσει το νόημα του βιβλίου της, και μπορεί ο τυφλός άνδρας του διηγήματος, να μην υπάρχει κυριολεκτικά στο μυθιστόρημά της, αλλά υπάρχουν αυτοί που δεν είναι «τυφλοί», αλλά «αρνούνται» να δουν, όπως γίνεται συνήθως. Η Άννα ουσιαστικά θυσιάστηκε στο όνομα μιας πίστης που χρειαζόταν ένα θύμα για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της ως μοναδικής και μόνης «αλήθειας». Θα μπορούσε να αποτελεί τον χαρακτήρα ενός λανθάνοντος καθεδρικού ναού, του πιο κραυγαλέου συμβόλου μιας πίστης.
 
«Όπως ακριβώς μου είχε ζητήσει, στο επόμενο γράμμα μου δεν έκανα ζαβολιές, δεν του έστειλα φωτογραφία. Μου έδωσα, ωστόσο, το ελεύθερο να μην του στείλω ούτε τις δικές μου λέξεις, αλλά τις λέξεις ενός άλλου.  Έβγαλα φωτοτυπία το διήγημα «Καθεδρικός ναός» του Ρέιμοντ Κάρβερ και υπογράμμισα κάποιες παραγράφους. Στο τέλος, γραμμένο με το χέρι μου, πρόσθεσα: «Όπως γράφει ο Κάρβερ, δεν μπορείς να περιγράψεις έναν καθεδρικό με λέξεις, θα ’πρεπε να τον ζωγραφίσουμε μαζί, οδηγώντας ο ένας το χέρι του άλλου, αλλά τα δικά μας χέρια βρίσκονται πολύ μακριά». Το διήγημα τελειώνει με τον αφηγητή να πρέπει να περιγράψει τον καθεδρικό σ’ έναν τυφλό, δίχως όμως να μπορεί να βρει τον τρόπο να το κάνει. Δικαιολογείται τότε ως εξής: «Το βέβαιο είναι ότι οι καθεδρικοί δεν σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Είναι μόνο καθεδρικοί, τίποτε άλλο. Κάτι που βλέπει κανείς αργά το βράδυ στην τηλεόραση». Ο τυφλός, ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένος να τα παρατήσει τόσο εύκολα και του προτείνει άλλη μέθοδο. Να ζωγραφίσουν μαζί, το ένα χέρι πάνω στο άλλο να οδηγεί τη γραμμή. Τον πατέρα μου – καθηγητή Ιστορίας που διάβαζε παντός είδους δοκίμια, αλλά ουδέποτε υπήρξε μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας – το διήγημα του Κάρβερ τον ενθουσίασε. Μου έγραψε: «Το ένιωσα οικείο, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που, χωρίς να είναι τυφλοί, δεν θέλουν να δουν. Αν τους πάρεις απ’ το χέρι, μπορεί να το κατορθώσουν». Και μου είπε ότι κι ο ίδιος βάλθηκε να ζωγραφίζει καθεδρικούς αφότου διάβασε το γράμμα μου. Του θύμισε, έλεγε, πόσο καιρό είχε να ζωγραφίσει και ότι ξαναβρήκε τη χαρά που ένιωθε όταν το έκανε.»
 
Το μυθιστόρημα είναι ευφυέστατο και το στυλ της Πινιέιρο υπέροχο. Οι χαρακτήρες της ολοζώντανοι και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι ακριβείς και καίριοι, η κλιμάκωση της πλοκής εξαιρετική. Μπορεί το νουάρ στοιχείο να είναι σχετικά αδύναμο (και η ίντριγκα να απουσιάζει - γεγονός που μάλλον δεν θα προσελκύσει τους λάτρεις των αστυνομικών ιστοριών), αλλά το κοινωνικό στοιχείο του βιβλίου είναι ευδιάκριτο, όπως και ο σχολιασμός καταστάσεων και γεγονότων. Ο καθολικισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής ματιάς της συγγραφέως – αρκεί να δούμε πως ξεκινάνε δύο αφηγηματικές φωνές την περιγραφή τους, η Λία λέει: «Έπαψα να πιστεύω στον Θεό εδώ και τριάντα χρόνια», για να έρθει η Κάρμεν προς το τέλος του βιβλίου να ξεκινήσει με: «Πιστεύω στον Θεό. Η πίστη μου είναι απόλυτη, κατηγορηματική, παθιασμένη. Βίαιη αν χρειαστεί» και ένα ρίγος να διαπεράσει την ραχοκοκαλιά του αναγνώστη. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο, μόνο μερικές λέξεις για να περιγράψεις μια κατάσταση.
 
Η προμετωπίδα του βιβλίου γράφει: «σ’ εκείνους που κατασκευάζουν τον δικό τους καθεδρικό, χωρίς Θεό», μεταφέροντας ουσιαστικά το απόφθεγμα του Χ.Λ.Μπόρχες που βρίσκεται πριν την αφήγηση του Ματέο: «Για ποιο λόγο να ζούμε με έργα τέχνης αλλότρια και παλιά; Ας κατασκευάσει ο καθένας τον δικό του καθεδρικό.» 
Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα οι «Καθεδρικοί», ένα βιβλίο που μιλάει για το τραύμα, τις οικογένειες και τα μυστικά και ψέματα που υπάρχουν εντός τους, τον θρησκευτικό φανατισμό, τη μνήμη, την σιωπή της κοινωνίας, την «τυφλότητα» μας. Η Πινιέιρο οικοδομεί με υπομονή και επιμονή την ιστορία της, μέσα από την πολυφωνία των αφηγήσεων για ένα «έγκλημα», που μπορεί και να μην ήταν «φόνος» αλλά διαπράχθηκε με άλλους τρόπους. Θα μπορούσε να υπάρχει και η «φωνή» του θύματος, της Άννας, αλλά η επιλογή του να υπάρχει η αφήγηση της άτυχης Μαρσέλα, οδηγεί την ιστορία σε άλλα πλαίσια. Έτσι κι αλλιώς πάντως, το μυθιστόρημα είναι συγκλονιστικό και καθηλωτικό, που παρασύρει τον αναγνώστη του.
 
Στο βιβλίο απονεμήθηκαν τα βραβεία Dashiel Hammett στη Semana Negra της Χιχόν για το 2021 και το VLC Negra
της Βαλένθια για την ίδια χρονιά.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου