Δύο χρόνια
μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Ελληνική πεζογραφία, ο Βαγγέλης Προβιάς
(Βόλος, 1973) επανέρχεται με μια πολύ καλή (αν αφαιρέσουμε κάποιες "αστοχίες"),
συλλογή διηγημάτων, που έχει ως τίτλο το όνομα μιας γνωστής πλατείας του
κέντρου της Αθήνας. Η “ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ” (Εκδ. Ολκός, σελ. 192) αποτελεί το
σημείο αναφοράς του βιβλίου, καθώς οι περισσότερες από τις ιστορίες
εκτυλίσσονται εκεί (ενώ το πρώτο και μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής, το οποίο
δίνει όχι μόνο το τέμπο στο βιβλίο αλλά αποτελεί και ένα πολύ ενδιαφέρον
υφολογικά πείραμα γραφής), έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο.
Η πλατεία
Μεσολογγίου είναι μια συμπαθητική μεσαίου μεγέθους πλατεία του Παγκρατίου, η
οποία περιστοιχίζεται από ογκώδεις πολυκατοικίες χωρίς να ξεχωρίζει καμία. Είναι
ουσιαστικά μια από τις δεκάδες πλατείες του κέντρου της Αθήνας που δεν
ξεχωρίζει από κάτι σημαντικό. Οι καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων που
διαμένουν γύρω της, εμπνέουν τις ιστορίες του Προβιά, ιστορίες ανθρώπων βασανισμένων, ανθρώπων που
χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση, μεταναστών και προσφύγων, βιοπαλαιστών,
κυρίως μικροαστών.
15
διηγήματα απαρτίζουν την συλλογή. Τα περισσότερα είναι ολιγοσέλιδα, ενώ το
πρώτο διήγημα, το ομώνυμο του βιβλίου, η “Πλατεία Μεσολογγίου” είναι το πιο
πολυσέλιδο, σχεδόν 30 σελίδες και εντός του περιέχει καμιά δεκαριά
μικροϊστορίες ανθρώπων κατοίκων της περιοχής. Ο άνεργος γιός που περιποιείται
τον άρρωστο πατέρα του, ο γείτονας που κλέβει τα λίγα χρήματα που στέλνει μέσα
σε φάκελο στους συγγενείς της στην Αμερική η γηραιά γειτόνισσά του, ο σαλεμένος
που πίνει μπίρες από το πρωί, ο πατέρας που ο γιός του τον υποχρεώνει να
αδειάσει το διαμέρισμα που του έχει παραχωρήσει, ο άνθρωπος “που ερωτεύεται
ήρωες και ηρωίδες μυθιστορημάτων”, η γιαγιά με την εγγονή “θύμα του
Τσερνομπίλ”. Ο Προβιάς παρακολουθεί τις ζωές των ανθρώπων μέσα από ένα
κινηματογραφικό φακό, τους περιγράφει, τους σκιαγραφεί με λεπτότητα και
συμπόνοια, με γλύκα και τρυφερότητα.
“Τα
Χριστούγεννα βάζει βιβλία δίπλα του στο τραπέζι ενώ τρώει γιορτινά γεύματα και
κοιμάται με τόμους, στα εξώφυλλα των οποίων υπάρχουν κοντινές φωτογραφίες
προσώπων, αφημένους δίπλα του στο διπλό κρεβάτι – όχι μόνο τα Χριστούγεννα.
Πάντα. Αφήνεται στη μοναξιά, της παραδίδεται πλήρως, ελπίζοντας πως θα γίνει
μια προσευχή που ενώσει με τον κόσμο. Ακούει εκατοντάδες φορές τα ίδια
τραγούδια, διαβάζει εκατοντάδες φορές τις ίδιες σελίδες. Έχει σε όλα τα σακάκια
πακέτα χαρτομάντιλα γιατί συχνά δακρύζει με πρόσωπα περαστικών. Μίλα μου, πες
μου κάτι. Κυκλοφορεί στα πιο κεντρικά μέρη, τις μέρες και τις ώρες με την περισσότερη
πολυκοσμία. Μίλα μου. Παραδόθηκε στην ικανότητα να ζει ολομόναχος γιατί τον
τρώει αλλά και τον θρέφει. Μίλα μου.”
Στα
υπόλοιπα διηγήματα, οι ιστορίες των ανθρώπων δεν είναι πολύ διαφορετικές. Και
πάλι έχουμε τους τσακισμένους από τη ζωή ήρωες, άλλους απολυμένους από τις
δουλειές τους, άλλους μακροχρόνια άνεργους, δυστυχισμένους και ηττημένους.
Κάποιες από τις ιστορίες είναι εξαιρετικές, άλλα δεν βρίσκονται στο ίδιο
επίπεδο, γεγονός που αποτελεί και το ουσιαστικότερο πρόβλημα του βιβλίου, ενώ σε
ορισμένες παρατηρούμε και κάποιες προσπάθειες του συγγραφέα να γράψει σε ένα
διαφορετικό ύφος, όπως στο υπέροχο διήγημα, με την θριλερίστικη υφή, “Μέθοδος
των τριών” που αποτελεί και ένα φόρο τιμής στην μεγάλη διηγηματογράφο Φλάννερυ Ο'Κόνορ καθώς στις αρχικές του σκηνές, η δεκατετράχρονη κόρη της οικογένειας
διαβάζει το “A
good man is hard to find” ("Σπάνιο να σου τύχει καλός
άνθρωπος")∙ βιβλίο που αποτελεί και την έμπνευση για την ιστορία που
ακολουθεί. Μια οικογένεια που πηγαίνει στο απομονωμένο εξοχικό της στην Εύβοια,
ταλαιπωρείται από διάφορα συμβάντα μέχρι να φτάσει εκεί και όταν επιτέλους
φθάνουν βρίσκουν το σπίτι παραβιασμένο και μια μικρή ομάδα καταζητούμενων
δραπετών να είναι μέσα.
Υπάρχουν
και κάποια άλλα πραγματικά εξαιρετικά διηγήματα, όπως το “Σάπιοι άνθρωποι”,
όπου ο Προβιάς με πολύ χιούμορ αλλά και ειρωνεία, περιγράφει σκηνές της
ανθρώπινης μισαλλοδοξίας μέσα από μια ωραία ιστορία, όπου οι καταπιεσμένοι και
μοχθηροί “άνθρωποι της διπλανής πόρτας” την έχουν στημένη σε μια οικογένεια που
ζηλεύουν για την κοινωνική και οικονομική της άνοδο περιμένοντας να πιαστούν
από το κάθε τι για να κουτσομπολέψουν και να χαρούν, ενώ, στο θαυμάσιο “Η
κίνηση του ήλιου” η αποκάλυψη του παρελθόντος του χουντικού βασανιστή από τον
γιό του θα οδηγήσει στην απομόνωσή του και στην “καταδίκη” του από την υπόλοιπη
οικογένειά του.
Ο
συγγραφέας, δεν προσπαθεί να αντιγράψει κάποιους μεγάλους μεταμοντερνιστές
συγγραφείς, ούτε να εντυπωσιάσει με ακατονόητες επιτηδευμένες προτάσεις αλλά με
γλώσσα απλή και εμφανώς πολύ δουλεμένη, οδηγεί το συναίσθημα στα άκρα όπως και
στην πρώτη του (πολύ επιτυχημένη) συλλογή διηγημάτων “Τα μαύρα παπούτσια τηςπαρέλασης”, ενώ τον απασχολούν τα ίδια πανανθρώπινα και ανεξάντλητα θέματα: η
απομόνωση, η μοναξιά, οι σχέσεις, η επικοινωνία, ο θάνατος, η συμπόνοια, η
κακία και η καλοσύνη στο ίδιο πλάνο. Προτιμάει με το ύφος του να “στέκεται
δίπλα” στον αναγνώστη σαν να κουβεντιάζουν∙ δεν είναι αποστασιοποιημένος, δεν
παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από μακριά, συμπάσχει και συμπονάει τους
χαρακτήρες που περιγράφει, ακόμα και τους (αντικειμενικά) πιο αντιπαθείς στην
κοινωνική συνείδηση, όπως τον μπράβο εισπράκτορα οφειλών, τον χουντικό
βασανιστή που αργοπεθαίνει, το κλεφτρόνι που δεν θα διστάσει να κλέψει την
κοπέλα που τον κερνάει καφέ.
Οι ήρωές του είναι άνθρωποι εγκλωβισμένοι και ηττημένοι από τις συνθήκες της ζωής. Δεν έχουν παρόν, ζουν με τις αναμνήσεις του παρελθόντος, ενώ το μέλλον τους είναι ζοφερό. Τα διηγήματα αφορούν ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες καταστάσεις και ο συγγραφέας φθάνει το συναίσθημα πολλές φορές στα άκρα, ο κόμπος στο λαιμό είναι συχνά αναπόφευκτος στην ανάγνωση των ιστοριών, ενώ ο μελοδραματισμός παραμονεύει επικίνδυνα συχνά πυκνά, σε λιγότερες δόσεις βέβαια από την προηγούμενη συλλογή του, αλλά και πάλι εμφανής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου