Σελίδες

Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2024

Blood Meridian "Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός", ένα αριστούργημα!

Πάνε κοντά 30 χρόνια από τότε που διάβασα για πρώτη φορά, το «Blood Meridian», του μεγάλου Cormac McCarthy (Providence Rhode island 1933 – Santa Fe, New Mexico 2023), βιβλίου που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στις Η.Π.Α. το 1985, και το οποίο, είχε εκδοθεί τότε (1992) από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, σε μετάφραση του Σπήλιου Μενούνου, με τον τίτλο «Ματοβαμμένος Μεσημβρινός». Ακόμα, τόσα χρόνια αργότερα, δεν μπορώ να ξεχάσω το σοκ, εκείνης της ανάγνωσης. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που ένα βιβλίο με χτυπούσε στο πρόσωπο (σαν το «τσεκούρι» που λέει ο Κάφκα), που ένιωθα τη φρίκη και την αναγνωστική απόλαυση να συμπλέουν σε ένα δαιμονικό χορό που δεν σ’ άφηνε να πάρεις ανάσα. Σε ένα από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό, προμηθεύτηκα και το πρωτότυπο – κάτι που σπάνια έχω κάνει στη ζωή μου -, διαβάζοντάς το συνειδητοποίησα (δυστυχώς), ότι είναι ένα άλλο βιβλίο, βέβαια η επίδραση πάνω μου, παρέμεινε η ίδια. Η (θεωρώ) αποτυχημένη μεταφραστική απόπειρα στο ίδιο βιβλίο, με τον τίτλο «Ματωμένος Μεσημβρινός», από τον Αύγουστο Κορτώ, από τις εκδόσεις Καστανιώτη δέκα χρόνια αργότερα, με απογοήτευσε τόσο πολύ, που το βιβλίο το άφησα μετά τις 50 πρώτες σελίδες – περισσότερο για να μη χαλάσω την αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης.

 
Η νέα έκδοση του μυθιστορήματος του Cormac McCarthy, με τίτλο «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ ή το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση», από τις εκδόσεις Gutenberg (στη σειρά Aldina), σε μετάφραση του (πάντα εξαιρετικού) Γιώργου Κυριαζή (σελ. 521), έρχεται να αποδώσει ιδανικά (επιτέλους) στη γλώσσα μας, αυτό το αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που να ομολογήσω, βρίσκεται μέσα στη δεκάδα των αγαπημένων μου βιβλίων. Ο Κυριαζής, έκανε μια μοναδική δουλειά, πρόσεξε τις λεπτομέρειες (μόνο τις σκηνές στην έρημο να διαβάσει κανείς το καταλαβαίνει αμέσως), έσκυψε κυριολεκτικά πάνω από το κείμενο, αφέθηκε δημιουργικά στον ρυθμό του, μεταφέροντας στον αναγνώστη, τη μαγεία ενός βίαιου, απόλυτα ρεαλιστικού, γεμάτου ζωντάνια και δυναμισμό, κυνικού αλλά πανέμορφου μυθιστορήματος.
 

Η ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
 
Κεντρικός χαρακτήρας στον «Αιματοβαμμένο Μεσημβρινό» είναι το Παιδί. Ξεκινώντας το μυθιστόρημα είναι ένας πρόωρα μεγαλωμένος έφηβος 14 ετών από ένα χωριό του Τενεσί. Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα και το Παιδί περιπλανιέται από ‘δω κι από ‘κει, επιδεικνύοντας τις βίαιες τάσεις του και την ικανότητά του στο ξύλο. Μετά από αρκετές περιπέτειες, συμμετοχή στον Αμερικανομεξικανικό πόλεμο, ενσωμάτωση σε διάφορες συμμορίες, είναι μάλλον μοιραίο να συναντηθεί με την επική μορφή του Δικαστή Χόλντεν (που αποτελεί και τον έτερο κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου) που λειτουργεί ως υπαρχηγός και Σύμβουλος του Γκλάντον και της ομάδας του, που αναλαμβάνουν επικίνδυνες αποστολές κατά μήκος των Συνόρων. Η κύρια αποστολή της ομάδας (που ουσιαστικά είναι συμμορία) είναι, να προστατεύσουν τους εποίκους από τις επιδρομές των ινδιάνων Απάτσι, δεν άργησε όμως η όλη επιχείρηση της ομάδας Γκλάντον, να μετατραπεί σε ένα ανελέητο κυνηγητό όχι μόνο των Απάτσι, αλλά και των Μεξικανών, και ανύποπτων κατοίκων οικισμών, όπως και οικογενειών Ινδιάνων σε καταυλισμούς. Η συλλογή των σκαλπ, αποτελούσε μόνιμη δραστηριότητα (εξάλλου προβλεπόταν αμοιβή για κάθε τριχωτό κεφαλής), όπως και οι αναίτιες σφαγές ακόμα και νεογέννητων βρεφών.
 
Ουσιαστικός ηγέτης της ομάδας Γκλάντον, είναι ο Δικαστής Χόλντεν, που περιγράφεται ως παράφρων μεν, αλλά άνθρωπος με τρομακτικές δυνατότητες και γνώσεις που κυριαρχεί με την προσωπικότητά του στην ομάδα, απαγγέλλοντας εδάφια από τη Βίβλο, μιλώντας διαρκώς με οράματα, περιαυτολογώντας ανερμάτιστα, ενώ θα σώσει την ομάδα, από βέβαιο θάνατο, φτιάχνοντας μπαρούτι στην έρημο. Ο Μακιαβελικός Δικαστής Χόλντεν είναι παντού και πουθενά, εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά το δοκούν, όλοι έχουν μια ιστορία να πουν από το παρελθόν, ότι τον είδαν εδώ κι εκεί, αλλά κανείς δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά του, κι εκείνος δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο Παιδί.
 
Όταν η συμμορία εξολοθρεύεται σχεδόν ολοκληρωτικά, στον ποταμό Κολοράντο στο Γιούμα της Αριζόνα, από την ομώνυμη φυλή των Ινδιάνων κυρίως λόγω της χαλαρότητας και της υπερφίαλης ματαιοδοξίας του Γκλάντον, το Παιδί και άλλοι δυο θα γλυτώσουν, φεύγοντας μακριά, αλλά η συνάντηση με τον Δικαστή δεν θα αργήσει, σε ένα παιχνίδι επιβίωσης αλλά η σύγκρουση και η βεντέτα μεταξύ των δύο, θα ολοκληρωθεί με τραγικό τρόπο πολλά χρόνια αργότερα.
 
«Έτσι τελειώνουν αυτά τα πράγματα. Μέσα σε σύγχυση, βρισιές και αίμα. Συνέχισαν να πίνουν, ο άνεμος φυσούσε στους δρόμους και τ’ αστέρια που πριν ήταν ψηλά τώρα είχαν χαμηλώσει στη δύση, κι αυτοί οι νεαροί τσακώθηκαν με άλλους και ειπώθηκαν λόγια που δεν μπορούσαν να παρθούν πίσω, και την αυγή το παιδί και ο υποδεκανέας γονάτισαν πάνω από το αγόρι από το Μιζούρι που λεγόταν Ερλ και είπαν τ’ όνομά του μα απάντηση δεν πήραν. Ήταν πλαγιασμένο στο χώμα της αυλής. Οι άντρες είχαν φύγει, οι πόρνες είχαν φύγει. Ένας γέρος σκούπιζε το χωμάτινο πάτωμα μέσα στο μπαρ. Το αγόρι ήταν πεσμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος, με το κεφάλι του ανοιγμένο, κανείς δεν ήξερε από ποιον. Ένας τρίτος ήρθε κοντά τους στην αυλή. Ήταν ο Μενονίτης. Ένας ζεστός άνεμος φυσούσε και στην ανατολή απλωνόταν ένα γκρίζο φως. Τα πουλιά που κούρνιαζαν στην κληματαριά είχαν αρχίσει να σαλεύουν και κελαηδούν. Ο δρόμος για το καπηλειό έχει πιότερες χαρές απ’ το ίδιο το καπηλειό, είπε ο Μενονίτης. Κρατούσε το καπέλο στα χέρια του, και τώρα το φόρεσε πάλι στο κεφάλι, γύρισε και βγήκε απ’ την πόρτα.»
 
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
 
Το 1844 οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τις εκλογές χρησιμοποιώντας την έκφραση «manifest destiny», που τις επόμενες χρονιές σηματοδότησε την αμερικανική πολιτική σκηνή. Σύμφωνα με αυτή τη φράση/ιδεολογία, οι ΗΠΑ είναι προορισμένες από τον Θεό, να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και να διαδώσουν τη Δημοκρατία και τον Καπιταλισμό σε όλη τη βορειοαμερικανική ήπειρο (ιδεολογία που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των χρόνων, και «δικαιολόγησε» μια σειρά επεμβάσεων των Η.Π.Α., εκτός συνόρων). Η οικονομική κρίση του 1839 συνετέλεσε έτσι ώστε, εκατομμύρια αμερικανοί και μετανάστες από την Ευρώπη, να κατευθυνθούν Δυτικά σε αναζήτηση γης και οικονομικών ευκαιριών.
Μεταξύ 1846 και 1848 διεξήχθη ο ΑμερικανοΜεξικανικός πόλεμος, που κατέληξε με τη νίκη των ΗΠΑ και την προσάρτηση των (ήδη ανεξάρτητου)Τέξας και των περιοχών Καλιφόρνια, Νεβάντα και Γιούτα και μεγάλου μέρους των Αριζόνα, Κολοράντο και Γουαϊόμινγκ και Νιού Μέξικο.
 
Όψεις του μυθιστορήματος και κριτική του αποτίμηση
 
Ο McCarthy εστιάζει στον Γκλάντον και την ομάδα του, ως την ωμή και πλήρη απεικόνιση του επεκτατικού πνεύματος και ιδεολογίας. Η πλοκή του βιβλίου βασίζεται σε ένα ιστορικό γεγονός. Την ανάθεση το 1849, σε μια ομάδα τυχοδιωκτών (από τις πολλές που τριγύριζαν στα υπό συνεχή διαμόρφωση σύνορα και στα νέα εδάφη), υπό την ηγεσία του Γκλάντον και υπαρχηγό του τον Δικαστή Χόλντεν, να εξολοθρεύσουν τους Απάτσι στο Μεξικό. Η ομάδα όμως του Γκλάντον στην πορεία άρχισε να σφάζει Μεξικανούς και έτσι κατέφυγε στην Αριζόνα, όπου το 1850 κατέληξε στο πέρασμα της Γιούμα στον ποταμό Κολοράντο. Η πηγή για τα γεγονότα αυτά ήταν ένα βιβλίο μαρτυρία που εξεδόθη λίγα χρόνια αργότερα, από το μέλος της ανωτέρω ομάδας, Σάμιουελ Τσάμπερλεν με τίτλο «My confession. Recollection of a Rogue». Στο βιβλίο αυτό, ο Δικαστής Χόλντεν, περιγράφεται εξωτερικά περίπου όπως στο βιβλίο του Μακάρθι.
 
«… Αν ο Θεός σκόπευε να σταματήσει τον εκφυλισμό της ανθρωπότητας, δεν θα το είχε κάνει ως τώρα; Οι λύκοι σφάζονται μεταξύ τους, φίλε μου. Ποιο άλλο πλάσμα θα μπορούσε να το κάνει αυτό; Και δεν είναι ακόμα πιο αρπακτική η ανθρώπινη ράτσα; Ο κόσμος μπουμπουκιάζει, ανθίζει και πεθαίνει, αλλά στα έργα του ανθρώπου δεν υπάρχει καμιά κάμψη, και το μεσημέριασμα της έκφρασής του σημαίνει τον ερχομό της νύχτας. Το πνεύμα του είναι ήδη εξαντλημένο στο αποκορύφωμα των επιτευγμάτων του. Ο μεσημβρινός του είναι ταυτόχρονα η σκοτεινιά του και το σούρουπο της μέρας του. Του αρέσουν τα παιχνίδια; Ας παίζει με μεγάλο τίμημα. Αυτά που βλέπεις εδώ, αυτά τα ερείπια, που τόσο τα θαυμάζουν οι φυλές των αγρίων, νομίζεις ότι δεν θα γίνουν ξανά; Βέβαια. Και ξανά. Με άλλους ανθρώπους, με άλλους γιούς.»
 
Δίνοντας στο μυθιστόρημα την ιστορική του διάσταση, ο Μακάρθι περιγράφει άλλοτε με απόλυτο ρεαλισμό, άλλοτε με γκροτέσκο ύφος, άλλοτε προσδίδοντας θεατρικότητα και απελπισία, τα εγκλήματα αυτής της συμμορίας για να καταλήξει στη βασική ιδέα του βιβλίου, που είναι ότι οι άνθρωποι θα είναι πάντα ικανοί για όλα. Το βιβλίο δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή, απλά περιγράφεται η πορεία της ομάδας του Γκλάντον από έρημο σε έρημο, από πόλη σε πόλη, σφάζοντας Ινδιάνους και Μεξικανούς.
 
Χρησιμοποιώντας ως κεντρικούς του ήρωες, δύο λογοτεχνικούς larger than life αρχετυπικούς χαρακτήρες (το «Παιδί» και τον Δικαστή Χόλντεν), ο συγγραφέας «χτίζει» την ιστορία του, σαγηνεύοντας και ταυτόχρονα απωθώντας τον αναγνώστη του, ο οποίος μετά το αρχικό σοκ, μπαίνει στον ρυθμό του μυθιστορήματος, το οποίο εξελίσσεται με έναν αργό και τελετουργικό ρυθμό, «παγιδεύοντας» τον άναυδο αναγνώστη, και οδηγώντας τον σε ένα αινιγματικό αλλά και ιδιαίτερα στοχαστικό φινάλε.
 
Το Παιδί Γεννήθηκε μέσα στη βία με τη μητέρα του να πεθαίνει στη γέννα. Η ζωή του ξεκινάει βίαια και θα τελειώσει βίαια ακολουθώντας την ειμαρμένη που τον έχει σημαδέψει. «Δεν ξέρει ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, και μέσα του φυτρώνει ήδη μια ροπή προς την αστόχαστη βία. Όλη η ιστορία παρούσα σ’ εκείνο το πρόσωπο, το παιδί είναι ο πατέρας του άντρα». Παρά την έκθεσή του στη φρίκη μέσα στην ομάδα, και την ενεργό συμμετοχή του, στα εγκλήματα και στις σφαγές που είναι συνεχείς, το Παιδί διατηρεί αθωότητα στα μάτια και κάποια ψήγματα ανθρωπιάς. Είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας που εξελίσσεται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος – γι’ αυτό ίσως μπορεί να δει κάποιος το βιβλίο αυτό και ως «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» -, γίνεται από σφαγέας που κινείται σαν αυτόματο, υπακούοντας τις διαταγές του Γκλάντον, σε έναν άντρα που στο τέλος του βιβλίου, όταν πια είναι ένας μεσήλικας καουμπόι, βαδίζει προς τον θάνατό του, βάζοντάς τα με τον Δικαστή, γνωρίζοντας από πριν την κατάληξη. Γι’ αυτές τις μικρές πράξεις καλοσύνης, το Παιδί κατηγορείται από τον Δικαστή που νιώθει απογοητευμένος και προδομένος από αυτό. Θεωρεί ότι παραβιάζει τις βασικές αρχές του αμοραλισμού που πρέπει να διέπουν τη συμμορία, άρα δεν μπορεί να γίνει «άξιος διάδοχός του».
 
«Όταν άφησαν το μπαρ δέκα λεπτά αργότερα, οι δρόμοι ήταν έρημοι. Είχαν πάρει τα σκαλπ απ’ όλους τους νεκρούς, που τώρα κολυμπούσαν σ’ ένα πάτωμα που κάποτε ήταν πατημένο αργιλόχωμα και τώρα ήταν πλέον μια λάσπη στο χρώμα του κρασιού. Υπήρχαν είκοσι οκτώ Μεξικανοί μέσα στην ταβέρνα κι άλλοι οκτώ στο δρόμο, ανάμεσά τους και οι πέντε που είχε σκοτώσει ο πρώην παπάς. Καβάλησαν τ’ άλογά τους. Ο Γκρίμλι καθόταν καμπουριασμένος με τον ώμο ν’ ακουμπά στο λασπότοιχο του κτηρίου. Δεν σήκωσε το βλέμμα. Κρατούσε το πιστόλι του πάνω στο γόνατο και κοίταζε προς το δρόμο, κι εκείνοι έστριψαν, πήρα τη βόρεια πλευρά της πλατείας κι εξαφανίστηκαν.
Πέρασε μισή ώρα μέχρι να εμφανιστούν άνθρωποι στο δρόμο. Μιλούσαν ψιθυριστά. Καθώς πλησίαζαν το μπαρ, ένας από τους άντρες από μέσα εμφανίστηκε στην πόρτα σαν ματωμένο φάντασμα. Το τριχωτό της κεφαλής του έλειπε, αίμα έτρεχε μέσα στα μάτια του και κρατούσε κλειστή μια τεράστια τρύπα στο στήθος του, όπου ένας ροζ αφρός φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Ένας από τους πολίτες έβαλε το χέρι στον ώμο του.
A donde vas? Ρώτησε
A casa
, είπε ο άντρας.»
 
Ο Δικαστής Χόλντεν (που δεν ξέρουμε αν όντως είναι Δικαστής ή αυτοανακηρύχθηκε ως τέτοιος), περιγράφεται ως γίγαντας με 2.10 ύψος, φαλακρός, και χωρίς τρίχα στο σώμα, υπερφυσικά δυνατός, δαιμονικός, με απίστευτες (για την εποχή) γνώσεις, μιλάει πολλές γλώσσες, είναι αλχημιστής, ανθρωπολόγος, φυσιοδίφης, ερασιτέχνης βιολόγος. Είναι όμως και απατεώνας, σαδιστής, φονιάς, απάνθρωπος, ικανός για το χειρότερο που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους, ενώ θεωρεί τον εαυτό του ως Θεό. Είναι ένας Ιάγος και ένας Μάκβεθ, ένας Άχααβ, αν και ο Μπλουμ στην ωραία ανάλυσή του για το βιβλίο, τον θεωρεί Μόμπι Ντικ -διότι σαν την άτριχη φάλαινα είναι απέθαντος. Είναι ένας «θεός του πολέμου», ένας «άγγελος του θανάτου». Ενσαρκώνει το «απόλυτο κακό» - δεν ξέρω αν στη λογοτεχνία υπάρχει «χειρότερος άνθρωπος», ενώ η πατρική στην αρχή σχέση του με το Παιδί, μετατρέπεται σε ανταγωνιστική στη συνέχεια, οδηγώντας τους δυο άντρες σε μια προσωπική μονομαχία με τραγικές συνέπειες.


Ο McCarthy χρησιμοποιεί μακροπερίοδο λόγο στο μυθιστόρημα του, και ενίοτε απουσιάζουν τα σημεία στίξης από την γεμάτη ένταση και δυναμισμό αφήγηση. Το βιβλίο ξεχειλίζει από βία και φρίκη, όμως έχει και πολλές σελίδες με λυρισμό και τρυφερότητα που ξαφνιάζει. Υπάρχουν δε μέσα στον ρεαλισμό του βιβλίου, παρεμβολές με γλώσσα αρχαϊκή – ο Δικαστής μιλάει συχνά ως Προφήτης, εξάλλου είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας υπερφυσικός, ένας μοχθηρός και φρικαλέος «Νιτσεϊκός υπεράνθρωπος» και όπου η γλώσσα του, θυμίζει εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης, δημιουργείται ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό.
 
Οι τελετουργίες διαδραματίζουν τον δικό τους σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, καθώς μαζί με την Βίβλο αλλά και μυθολογικά έπη, που συνυπάρχουν αρμονικά στο μυθιστόρημα, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές του, να χορεύουν διαρκώς, μετά από τις σφαγές (που είναι πολλές, οπότε έχουν συχνά την ευκαιρία αυτή), παρασυρμένοι σε στροβιλίσματα που παραπέμπουν στον θεό του πολέμου, τον Άρη που σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν δεινός χορευτής, ενώ υποβάλλονται μετά τις σφαγές και σε διαδικασία κάθαρσης, κάνοντας μπάνιο όλοι μαζί, σε μια διαδικασία αναζήτησης γαλήνης και συγχώρεσης.
 
«Ο δικαστής συνέχισε να γράφει και μετά έκλεισε το σημειωματάριό του, το άφησε στο πλάι, πίεσε τις παλάμες του τη μια μέσα στην άλλη, τις πέρασε προς τα κάτω πάνω από τη μύτη και το στόμα του και τις ακούμπησε στα γόνατά του.
Οτιδήποτε υπάρχει, είπε. Οτιδήποτε στην πλάση υπάρχει χωρίς τη γνώση μου, υπάρχει χωρίς τη συγκατάθεσή μου.
Κοίταξε γύρω του το σκοτεινό δάσος όπου ήταν καταυλισμένοι. Έγνεψε προς τα δείγματα που είχε συλλέξει. Αυτά τα ανώνυμα πλάσματα, είπε, μπορεί να σου φαίνεται πως έχουν πολύ μικρή σημασία, ή ίσως και καθόλου. Κι όμως, και το παραμικρό ζωύφιο μπορεί να μας καταβροχθίσει. Οποιοδήποτε τόσο δα πλασματάκι κάτω απ’ αυτή την πέτρα, που κανείς άνθρωπος δεν το γνωρίζει. Μόνο η φύση μπορεί να υποδουλώσει τον άνθρωπο, και μόνο όταν η ύπαρξη και της τελευταίας μικροσκοπικής οντότητας εξιχνιαστεί και παρουσιαστεί ολόγυμνη μπροστά του, τότε και μόνο τότε θα μπορεί να γίνει επικυρίαρχος της γης.
Τι σημαίνει επικυρίαρχος;
Φύλακας. Φύλακας ή αφέντης.
Τότε γιατί να μην τον πούμε φύλακα;
Γιατί είναι ένα ιδιαίτερο είδος φύλακα. Ο επικυρίαρχος κυβερνά ακόμη κι εκεί όπου υπάρχουν άλλοι άρχοντες. Η εξουσία του υπερισχύει των τοπικών αποφάσεων.
Ο Τόουντβαϊν έφτυσε.
Ο δικαστής έβαλε τις παλάμες του στο έδαφος. Κοίταξε τον συνομιλητή του. Εγώ έχω δικαιώματα σ’ αυτό εδώ το έδαφος. Όπως παντού εδώ υπάρχουν αυτόνομοι θύλακες ζωής. Αυτόνομοι. Για να γίνει λοιπόν δική μου, τίποτα δεν επιτρέπεται να συμβαίνει επάνω του παρά μόνο με τη δική μου έγκριση.
Ο Τόουντβαϊν καθόταν με τα πόδια σταυρωτά μπροστά στη φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να μάθει τα πάντα στη γη, είπε.
Ο δικαστής έγειρε στο πλάι το μεγάλο κεφάλι του. Όποιος πιστεύει ότι τα μυστικά του κόσμου θα μείνουν αιώνια κρυμμένα, ζει μέσα στο μυστήριο και το φόβο. Η δεισιδαιμονία θα τον κρατά πίσω. Η βροχή θα διαβρώσει τις πράξεις της ζωής του. Όποιος όμως αναθέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξεχωρίσει το νήμα της τάξης από το υφαντό, μόνο και μόνο από αυτή του την απόφαση θα έχει πάρει στα χέρια του τα ηνία του κόσμου, και μόνο με αυτά τα ηνία θα βρει τον τρόπο να θέσει ο ίδιος τους όρους της μοίρας του.»


Το Κακό κυριαρχεί απ’ άκρη σ’ άκρη στο μυθιστόρημα, όπως και η εγγενής βία που ενυπάρχει στον άνθρωπο – δεν βλέπουμε πουθενά συγχώρεση, μετάνοια, ηθικούς κανόνες, αγάπη, νοιάξιμο, ενσυναίσθηση. Σε μια «έρημη χώρα» («Wasteland» με την ποιητική έννοια του χώρου), που αναπαριστά τόσο γλαφυρά και εκπληκτικά ο συγγραφέας, βλέπουμε τον σχολιασμό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, της πολιτικής του 19ου αιώνα για το πως χτίστηκε ένα έθνος, ένα κράτος αλλά και μια διαφορετική – λοξή ματιά από τις ρομαντικές περιγραφές της κατάκτησης της Δύσης και του έπους των ατρόμητων και macho καουμπόι.
 
Εμφανώς επηρεασμένος από τον Μέλβιλ και τον Φώκνερ, τον Σαίξπηρ αλλά και όλη την αρχαία ελληνική λογοτεχνία (ποίηση, τραγωδία), ο McCarthy, με τον «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟ», δεν δημιουργεί απλά ένα έπος, αλλά με το βιβλίο του αυτό, περνάει στο πάνθεον των πολύ μεγάλων λογοτεχνών, που και τίποτε άλλο να μην έγραφε, θα αρκούσε για τον τίτλο αυτόν. Όμως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, συγκαταλέγεται πλέον στον Κανόνα της Αγγλοσαξονικής Λογοτεχνίας, ως ένα από τα «Μεγάλα Αμερικανικά μυθιστορήματα» (που όλοι οι συγγραφείς της χώρας που σέβονται τον εαυτό τους θέλουν να γράψουν, αλλά σχεδόν κανείς δεν το καταφέρνει), μαζί με καμιά δεκαριά άλλα. Μάλλον θα το δούμε σύντομα και σε κινηματογραφική μεταφορά από τον John Hillcoat που έκανε με σχετική επιτυχία τον «Δρόμο» του ίδιου συγγραφέα, αλλά είμαι τρομερά απαισιόδοξος αν μπορεί να κινηματογραφηθεί αυτό το λογοτεχνικό έργο. Αν και ο «Μεσημβρινός» είναι ένα μυθιστόρημα, που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο – ακόμα και τα μεγαλύτερα ισοδύναμά του - ως προς τον δυναμισμό και την επίδρασή του πάνω στον αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο πέρα από είδη (διότι τυπικά συγκαταλέγεται στα γουέστερν) και κατηγορίες, που όσες φορές και να το διαβάσεις, θα σου αποκαλύψει καινούρια στοιχεία, όσες φορές και να το σκεφτείς θα σταθείς κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό, όσο και να προσπαθήσεις να το ξεχάσεις και να διαβάσεις κάτι άλλο, αυτό το αριστούργημα θα τριβελίζει το μυαλό σου.
 
Βαθμολογία 92 / 100 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου