Σελίδες

Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2016

Γραφικός χαρακτήρας

Η υπέροχη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Παναγιωτόπουλου (Αθήνα,1963) «ΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.181) είναι ένα βιβλίο (από τα καλύτερα της χρονιάς που φεύγει), το οποίο, διαβάζεις σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, καθώς ρέει αβίαστα και ευχάριστα, αλλά η δύναμή του είναι τεράστια καθώς οι εικόνες του σε ακολουθούν, μένουν μέσα σου, σου θυμίζουν (εάν είσαι πάνω από 45-50) κάτι πολύ δικό σου, κάτι οικείο που έχει χαθεί για πάντα.

«Σκέφτομαι συχνά χαμογελώντας πως ό,τι και να πω, ο απόηχος του παρελθόντος θα βρίσκει πάντα τρόπο να τρυπώνει ανάμεσα στα λόγια μου.»

Ο «Γραφικός χαρακτήρας» που σε κερδίζει εξαρχής, από το εξώφυλλο του, είναι ένα βιβλίο καταβύθιση στο προσωπικό παρελθόν του συγγραφέα, από την παιδική του ηλικία μέχρι τα νεανικά του χρόνια και τον θάνατο του πατέρα που συμβολίζει την μετάβαση σε μια άλλη εποχή.

Αυτή η συλλογή διηγημάτων-μπονζάι (ή “flash fiction stories”) είναι ουσιαστικά θραύσματα μνήμης, μια περιγραφή οικογενειακών φωτογραφιών και στιγμιοτύπων. Οι μαυρόασπρες εικόνες μιας Ελλάδας μικροαστικής, της δεκαετίας του 60, κυριαρχούν στα 67 “διηγήματα” - εικόνες που απαρτίζουν το βιβλίο. Εικόνες μια Ελλάδας όχι τόσο μακρινής αλλά πολύ διαφορετικής. Σε μια τότε μακρινή συνοικία (το Χαλάνδρι), σαν τις περισσότερες γειτονιές, με τα μικρά σπίτια, με τις αλάνες.

Ιστορίες απόλυτα προσωπικές, τα βιβλία του Ιουλίου Βερν αγορασμένα από τον βιβλιοπώλη-δοσά, οι σκανταλιές, ο μικρότερος αδερφός (που συνήθως περνάει τα πάνδεινα), οι οικογενειακές εξορμήσεις στη θάλασσα, το κουρείο του θείου Γιώργου, η θεία Γιαννούλα, τα τραγούδια της εποχής, η μασέλα του πατέρα, ο θείος Μίμης με το σαράβαλό του,το σπάσιμο της κιθάρας και η σύγκρουση με τον πατέρα και η συμφιλίωση μετά από πολλά χρόνια, η εξέγερση της εφηβείας, η εξαδέλφη Ζωζώ που το σκάει για τη Θεσσαλονίκη, ο στρατός, η φωτογραφική μηχανή, η λατρεία για τον κινηματογράφο, η «Αποκάλυψη τώρα», η «Τζαμάικα», η ποίηση, οι πρώτες απόπειρες στη γραφή, η στεφανιογραφία της μάνας μέσα στο dvd.

«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα.»

Οικογενειακές φωτογραφίες, ριγμένες διάσπαρτα στο βιβλίο, ασπρόμαυρο παρελθόν – το παιδικό αυτοκινητάκι, οικογενειακά τραπέζια, η μητέρα σε ένα κανώ, τα δύο αδέρφια, ο πατέρας, ο θείος Τάκης σε πόζα μπροστά από το φορτηγάκι, εκδρομές στη θάλασσα. Η μνήμη σε ένα ατελείωτο φλας-μπακ, σαν σκηνές από ταινία ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 60. 

Ο Παναγιωτόπουλος με τις μικρές σύντομες σκηνές-διηγήματα δεν φλυαρεί, ούτε απεραντολογεί, κάποιες από αυτές είναι μόλις δυο-τρεις παράγραφοι, λιγότερο από σελίδα, η δε μεγαλύτερη δεν εκτείνεται πέραν των τεσσάρων σελίδων. Με γλώσσα προσεκτική και φροντισμένη, λιτός και με συναισθηματικό ύφος που δεν εκπίπτει στον μελοδραματισμό φροντίζει στις περισσότερες ιστορίες να δίνει βάθος στο φόντο, στην ατμόσφαιρα, στον χώρο που τις περιβάλλει.

Η εικόνα της πατρικής φιγούρας κυριαρχεί στις ιστορίες, η σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του είναι σε πρώτο φόντο, η μάνα είναι μεν παρούσα αλλά μένει συνήθως στη σκιά, διαγράφεται αχνά. Είναι η απαραίτητη συμφιλίωση του συγγραφέα με το παρελθόν του, με τον πατέρα με τον οποίο συγκρούστηκε για να «ξαναβρεί» ο ένας τον άλλον αργότερα, όταν ο πατέρας αρρώστησε κι ο γιός ωρίμασε.

"…Το ασθενοφόρο έφτασε κάποτε – χωρίς σειρήνα. Το θεώρησα καλό σημάδι. Το ακολούθησα βιαστικά στην εσωτερική αυλή. Βοήθησα τη μάνα να κατέβει και σταθήκαμε στην άκρη για ν'αφήσουμε τους τραυματιοφορείς να κάνουν τη δουλειά τους. Καθώς έσπρωχναν το φορείο στον διάδρομο των εξωτερικών ιατρείων περπάτησα πλάι του και του έσφιξα το χέρι. Μου χαμογέλασε και είπε: "Την πατήσαμε". Το ίδιο είχε πει όταν έμαθε ότι δεν είχα γράψει καλά στα μαθηματικά, χρόνια πριν, όταν έδινα Πανελλήνιες. "Μη φοβάσαι, σε κρατάω..." του είπα - το ίδιο είχε πει όταν πρωτοβγάλαμε τις βοηθητικές ρόδες από το ποδήλατο.
Λίγες ώρες αργότερα, παρηγορώντας την πανικόβλητη μάνα στις άχαρες πλαστικές καρέκλες έξω απ'την είσοδο της Εντατικής, συνειδητοποίησα πως δεν ενηλικιώνεσαι οριστικά παρά τη στιγμή που, θες δεν θες, είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, αναλαμβάνεις τη φροντίδα των γονιών σου."

Δε νομίζω ότι θα υπάρξει αναγνώστης που δεν θα τον αγγίξει η τόσο ζωντανή και ρέουσα αφήγηση του Παναγιωτόπουλου, το λεπτό και διακριτικό ύφος που με σεβασμό περιγράφει τους πολλούς χαρακτήρες του βιβλίου, στον άψογο ρυθμό του που δίνει ομοιογένεια στο βιβλίο και δεν επιτρέπει χάσματα συγκινώντας όχι με φτηνά κόλπα αλλά με τη δύναμη της καθαρής λογοτεχνικής έκφρασης.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου