Ο
“ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ”, του Χρήστου Χρηστίδη (Αθήνα; 1953), (εκδ. Εντευκτηρίου,
σελ.87) συνιστά άλλη μια απόδειξη της μαγείας της λογοτεχνίας, που έχει την
ικανότητα συνεχώς να σε εκπλήσσει ευχάριστα, με έργα/δημιουργίες που
εμφανίζονται ξαφνικά και αναπάντεχα. Είναι η πρώτη εμφάνιση του συγγραφέα, ενός
ανθρώπου που ασχολήθηκε (απ' ότι διαβάζω στο μικρό βιογραφικό του), με τα
Οικονομικά και το Σινεμά και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια πεζογραφίας και
ποίησης, ο οποίος όμως με το ντεμπούτο του, παραδίδει μαθήματα υπαινικτικότητας
και ύφους, ωριμότητας και λυρισμού.
“Από την
κοιλιά της βγαίνεις κακήν κακώς. Σε κλείνουν μια βδομάδα σε θερμοκοιτίδα. Γύρω
σου ανάκατες μυρωδιές από γάλα και κακά. Τα πρωινά, σας φροντίζει μια
αποστεωμένη γεροντοκόρη νοσοκόμα. Απολαμβάνει ιδιαίτερα, μετά την αλλαγή της
πάνας και το πουδράρισμα, να γαργαλάει τις πατούσες των νεογέννητων κι αυτά να
της χαμογελούν τρισευτυχισμένα.
Στέκεται
πάνω σου, σκύβει και ξύνει με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της τις ροζ πατούσες σου.
Το πρόσωπό σου κοκκινίζει. Μπλαβιάζεις. Μπήγεις κάτι τσιρίδες που φτάνουν μέχρι
την είσοδο, βγαίνουν έξω στην πόλη και ξεσηκώνουν κρεσέντο κλαυθμού σε όλον τον
νεογέννητο πληθυσμό.
Το μεσημέρι
μπροστά στην θερμοκοιτίδα σου ξεχωρίζει ένα χαρτόνι με την επιγραφή, ΠΡΟΣΟΧΗ.
Αναποδογεννημένος. ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ.”
Τι είναι
όμως ο “Αναποδογεννημένος”; Είναι ένα “αφήγημα” 78 εικόνων, μικροδιηγημάτων
(μικροϊστοριών), θραυσμάτων μνήμης. Τα κείμενα δείχνουν αυτοβιογραφικά – και
ίσως είναι. Τα περισσότερα είναι πολύ μικρά, κάποια καταλαμβάνουν το 1/3 της
σελίδας, μερικά είναι μεγαλύτερα. Η αφήγηση είναι αποσπασματική αλλά
εξελικτική, η βρεφική και η παιδική ηλικία, η εφηβεία, τα πρώτα ερωτικά
σκιρτήματα, η ενηλικίωση, το επαγγελματικό περιβάλλον, τα γηρατειά, ο θάνατος
και όλα αυτά υπό τη σκιά του πατέρα (κυρίως) και της μητέρας.
Όλα όμως
είναι δεμένα χαλαρά και με ένα τρόπο που θυμίζει φωτογραφίες σε σέπια, καθώς η
μνήμη παίζει τα παιχνίδιά της αναμειγνύοντας το παρελθόν με το παρόν, τον
ενεστώτα χρόνο να γίνεται νοσταλγικός, το χιούμορ να εναλλάσσεται με την
ελεγεία. Οι γάμπες, τα γυναικεία πόδια, τα πέλματα, τα παπούτσια, τα γυναικεία
εσώρουχα, εμμονές και καταπιεσμένα πάθη, ερωτισμός και παιδική αφέλεια σε μια
αφήγηση που σαγηνεύει.
“ “Σήκω,
Νικηφόρε, να πάμε σπίτι στη Σινασό, στην Καππαδοκία.”
“Τι λες
πατέρα; Εκεί δεν πάει ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο.”
“Πάει η
μνήμη” σου λέει με σφραγισμένα χείλη.
Έξι χρόνια
μακαρίτης – στον ύπνο σου όμως σουλατσάρει καμαρωτός καμαρωτός.”
Η φθορά του
σώματος έρχεται σε αντίθεση με την ζωντάνια της παιδικής ηλικίας, ανήμπορος
πλέον με την μνήμη να τον κυριεύει, ο αφηγητής αναμειγνύει εικόνες από το
παρελθόν στην παρακμή του παρόντος, καθώς βρίσκεται στο γηροκομείο περιμένοντας
τον θάνατό του. Συνεχώς επανέρχονται στη μνήμη του η οικογένειά του, ο παππούς,
ο πατέρας, η μητέρα στις τελευταίες τους στιγμές, η αυστηρότητα του πατέρα, η
τρυφερότητα της μάνας.
“Γριά με
ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και βγαίνει κορίτσι με
μαύρο φόρεμα και περμανάντ.
Συχνάζει σε
ζαχαροπλαστεία και καφέ. Κάθεται με τις ξαδέλφες και τις φίλες γύρω από
πορτοκαλάδες και κρουασάν, μονολογούν όλες μαζί, ονειρεύονται την αυριανή ημέρα
ίδια και απαράλλαχτη με τη σημερινή.
Το μεσημέρι
μια φίλη της σου τηλεφωνεί αναστατωμένη.
Τις
βρίσκεις στο εστιατόριο. Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. “Ποιός
είσαι εσύ;” σου λέει.
“Έλα, μαμά,
μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σε μάθαινε ποδήλατο χωρίς χέρια” της λες κι
ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι με τον ζωμό.
“Καίει
μπαμπά” σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.”
Ο λόγος του
συγγραφέα είναι κοφτός, βραχυπερίοδος. Η υπέροχη ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι
ελεγειακή και άκρως συναισθηματική, ενώ η απώλεια, η θλίψη του πένθους δοσμένα
με σωστές δόσεις χιούμορ και αυτοσαρκασμού αφοπλίζουν κάθε αντίσταση από τον
αναγνώστη που συνεπαρμένος, επαναλαμβάνει την ανάγνωση κάθε σελίδας προσπαθώντας
να κρατήσει την απόλαυση που του προσφέρεται σε μικρές δόσεις.
Δεν λείπουν
βέβαια τα ελαττώματα, και κάποιες επαναλήψεις αλλά θα αδικούσε την ωραία
προσπάθεια του συγγραφέα, να σταθούμε σ' αυτά. Είναι ένα έξοχο μικρό βιβλίο, ο
“Αναποδογεννημένος” (σε μια ωραιότατη έκδοση από το περιοδικό
"Εντευκτήριο" και με ένα υπέροχο εξώφυλλο, ένα πίνακα του Γ.Ρόρρη), από
έναν άνθρωπο που δεν είχε (απ' όσο αντιλαμβάνομαι) δημοσιεύσει κάτι άλλο μέχρι
τώρα. Ελπίζω η προσπάθειά του να μη σταματήσει εδώ και να απολαύσουμε και άλλα
έργα του στο μέλλον, για την ώρα εύχομαι όλο και περισσότεροι αναγνώστες να
ανακαλύψουν αυτό το “διαμαντάκι” γιατί πραγματικά το αξίζει.
“Στοίβα τα
φάρμακα στο κομοδίνο, στοίβα κι οι πόνοι σου. Οι σπόνδυλοι τίγκα στα άλατα. Δεν
μπορείς να σταθείς στο κρεβάτι. Δεν μπορείς καν να αναπνεύσεις. Ακόμα και για
την τουαλέτα, χρειάζεσαι το πι. Πασχίζοντας να το πιάσεις, γλιστράς, σωριάζεσαι
στο πάτωμα, βάζεις το σωληνάκι του οξυγόνου στο στόμα, σέρνεσαι στα τέσσερα
μέχρι το μπάνιο.
Σε παίρνουν
τα κλάματα. Ακούγονται γέλια.
Ανοίγει η
πόρτα, εμφανίζεται λαμπερή η μητέρα και πίσω της χαρούμενος ο πατέρας. Σ'
αρπάζει και σε σηκώνει ψηλά σαν φτερό. “Μπουσούλησε ο γιος μας!” φωνάζει
εκστασιασμένος. Η μητέρα σού ξεκολλάει την πιπίλα απ' το στόμα σου, σου σκάει
ρουφηχτό φιλί στον λαιμό.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου