Κυριακή, Φεβρουαρίου 23, 2025
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 23, 2025 | Permalink
Father and Son ("Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον")

 

Ο Georges Simenon (Λιέγη, Βέλγιο 1903 – Λοζάνη, Ελβετία 1989), ήταν η επιτομή του δημιουργικού συγγραφέα. Έγραψε πάνω από 400 βιβλία, και η δημοτικότητά του συνεχίζεται, παρότι έχουν περάσει τόσα χρόνια από τον θάνατό του. Οι ιστορίες του επανεκδίδονται παντού, ταινίες βασισμένες στα βιβλία του, γυρίζονται συνεχώς, και οι «οπαδοί» του (οι άνθρωποι που έχουν εμμονή με το έργο του, αγοράζοντας κάθε βιβλίο του που βγαίνει στην αγορά) είναι αναρίθμητοι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι, ελάχιστοι συγγραφείς «απολαμβάνουν» αυτό το «προνόμιο».
 
Ομολογώ ότι, δεν είχα ποτέ τις καλύτερες των «σχέσεων» με τα βιβλία του Βέλγου συγγραφέα. Θεωρώ το σύνολο του έργου του άνισο και επαναλαμβανόμενο – ίσως η ανάγκη για επιβίωση να τον οδήγησε σε αυτή τη μαζική παραγωγή ιστοριών που πουλιόντουσαν σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων. Υπάρχουν όμως σε αυτόν τον τεράστιο όγκο σελίδων, κάποια βιβλία του, που τα θεωρώ εκπληκτικά. Ένα από αυτά, είναι και το «Ο ΩΡΟΛΟΓΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΕΒΕΡΤΟΝ» («LHORLOGER DEVERTON») – (Εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Α. Μακάρωφ, σελ. 225), ένα βιβλίο που ανήκει στην «Αμερικανική περίοδο» του συγγραφέα – τα χρόνια από το 1945 έως το 1955 που έζησε στη Βόρεια Αμερική και δημιούργησε κάποια από τα καλύτερα μυθιστορήματά του -, και διαφέρει πολύ από τις συνήθεις αγωνιώδεις ιστορίες που έγραψε.


Ο Ντέηβ Γκάλλοουεϋ, πουλάει ρολόγια στο κατάστημά του, σε ένα χωριό της πολιτείας της Νέας Υόρκης, το Έβερτον. Ζει μια μοναχική και ήρεμη ζωή, παρέα με τον δεκαεξάχρονο γιό του, τον Μπεν. Το σπίτι τους είναι ακριβώς επάνω από το κατάστημά του, κι εκείνος από τότε που η σύζυγός του, εξαφανίστηκε, αφήνοντάς του μια αποχαιρετιστήρια επιστολή και το μωρό τους που ήταν μόλις έξι μηνών, είναι πατέρας και μητέρα για τον λιγομίλητο και ελαφρώς απόμακρο Μπεν. Ο Γκάλλοουεϋ, ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα. Περνάει μερικές ώρες με έναν μοναχικό φίλο του, παίζοντας σκάκι, πηγαίνει κινηματογράφο, όλα αυτά σε απόσταση περιπάτου από το σπίτι του.
 
«Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες.
Άραγε, θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα.»
 
Αυτή η μονότονη ζωή, θα αλλάξει τελείως με δραματικό τρόπο. Γυρίζοντας ένα Σαββατόβραδο σπίτι του ο Γκάλλοουεϋ, θα διαπιστώσει ότι ο γιος του δεν έχει επιστρέψει από τη βόλτα του. Διαπιστώνει δε, ότι το αυτοκίνητό του – που δεν το μετακινεί σχεδόν ποτέ -, λείπει από το γκαράζ. Το επόμενο πρωί, ο άυπνος πατέρας, θα δεχτεί την επίσκεψη ενός ζευγαριού κοντοχωριανών του, που θα του πούνε, ότι η δεκαπενταετής κόρη τους, έχει εξαφανιστεί παρέα με τον Μπεν, με τον οποίον, βλεπόταν το τελευταίο διάστημα. Από το σπίτι τους, λείπουν και κάποια χρήματα, ενώ η μητέρα της μικρής, θεωρεί ότι μάλλον τα δύο παιδιά πάνε προς κάποια Πολιτεία, που επιτρέπεται ο γάμος σε τόσο μικρή ηλικία!
 
Σύντομα όμως, η πικρή αλήθεια θα αποκαλυφθεί. Οι αστυνομικοί που επισκέπτονται πρωί-πρωί τον Γκάλλοουεϋ, θα τον οδηγήσουν σε μια κοντινή πόλη, όπου θα δει το παρατημένο αυτοκίνητό του, αλλά και το πτώμα ενός άτυχου άνδρα, από τον οποίον λείπουν χρήματα και το αυτοκίνητο. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι το ζευγάρι πυροβόλησε και δολοφόνησε τον άνδρα και τον έκλεψε. Το κυνηγητό έχει ξεκινήσει και ο εμβρόντητος Γκάλλοουεϋ, ενημερώνεται μετά από λίγο, ότι ένας φίλος του γιου του, τού είχε πουλήσει το περίστροφο του πατέρα του για πέντε δολάρια. Γυρίζοντας σπίτι, οι δημοσιογράφοι τον περιμένουν και του προτείνουν να ηχογραφήσει ένα μήνυμα προς τον γιο του, για να μεταδοθεί ραδιοφωνικά. Το κάνει, προτρέποντάς τον να παραδοθεί. Οι αναφορές της αστυνομίας, λένε ότι το κλεμμένο αυτοκίνητο κατευθύνεται νοτιοδυτικά και ότι είναι θέμα ωρών να τους πιάσουν. Ο Γκάλλοουεϋ, προσπαθεί να σκεφτεί, τι έχει πάει λάθος, τι έχει χάσει, πως έχει οδηγηθεί εκεί η κατάσταση. Θυμάται το παρελθόν, την καθημερινότητα στο Έβερτον, τη ζωή με τον Μπεν και μπερδεύεται ακόμα περισσότερο, μπροστά σε αυτά που περιμένουν εκείνον και τον γιο του στο άμεσο μέλλον. Όταν το ζευγάρι συλληφθεί, ο Μπεν αρνείται να τον δει, να του μιλήσει, κάνοντας το μαρτύριό του αφόρητο.
 
«Πολύ φοβάμαι, κύριε Γκάλλοουεϋ, ότι όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, είμαστε οι τελευταίοι που ξέρουμε τα παιδιά μας.»
 
Η παραπάνω πρόταση, «στοιχειώνει» τη σκέψη του ήρωα του βιβλίου, σχεδόν από την αρχή! Ο Γκάλλοουεϋ γνώριζε ότι δεν ήταν ο «τέλειος πατέρας» (αν μπορεί να υπάρξει τέτοιος), αλλά για τα δικά του μέτρα, έκανε ότι ήταν δυνατόν. Ήταν πάντα υποστηρικτικός και διακριτικός, φρόντιζε τον γιο του, από τότε που έμειναν οι δυο τους και είχε προσαρμόσει τη ζωή του, σύμφωνα με τις ανάγκες του Μπεν. Τι έφταιξε λοιπόν; Πως σκότωσε τόσο εύκολα και χωρίς σκέψη ο γιος του, έναν αμέριμνο άνθρωπο απλά για να φύγει μακριά και να ικανοποιήσει το καπρίτσιο του – διότι κανείς δεν θα πήγαινε κόντρα στη σχέση του με την κόρη των γειτόνων, απλά ήθελαν να φύγουν μακριά, να παντρευτούν.
 
Οι ενοχές του Γκάλλοουεϋ, οι σκέψεις για το παρελθόν και πως συνδέεται με το παρόν – ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει τη μητέρα του, η σύζυγός του είχε εγκαταλείψει εκείνον, εκείνος προβεί σε μια αυθόρμητη ενέργεια, κάνοντας ένα γάμο με μια γυναίκα που δεν ήξερε καθόλου. Όλα αυτά συνδέονται; Τα ερωτήματα που βασανίζουν τον τραγικό πατέρα, επανέρχονται στο μυαλό του, καθώς η επιλογή του είναι μία: να στηρίξει τον γιο του μέχρι τέλους. Να βρίσκεται εκεί, δίπλα του, ότι κι αν γίνει.
 
Σπουδαίο μυθιστόρημα όπου, το στυλ του Σιμενόν είναι σαγηνευτικό. Ξεδιπλώνει με υπομονή την ιστορία, αυτό το υπαρξιακό νουάρ, με το βαθύ ψυχολογικό υπόβαθρο, που εστιάζει στην αδιέξοδη σχέση μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος του μυθιστορήματος, είναι ακριβής σαν την κατασκευή ενός ρολογιού. Συγκινητικό αλλά όχι συναρπαστικό το βιβλίο, μπορεί να απογοητεύσει τους αναγνώστες που ψάχνουν το θρίλερ και το «ποιος το έκανε» στοιχείο μιας αστυνομικής ιστορίας, αλλά θα εκπλήξει και θα θέλξει, εκείνους (όπως εγώ) που περιμένουν πολλά περισσότερα πράγματα από ένα μυθιστόρημα.
 
Υ.Γ. Το βιβλίο μεταφέρθηκε εξαιρετικά στην κινηματογραφική οθόνη, διασκευασμένο ως «LHorloger de Saint Paul» από τον έξοχο Bertrand Tavernier, με τον Philippe Noiret στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποσπώντας σημαντικά βραβεία.
 
Βαθμολογία 87 / 100


 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 19, 2025 | Permalink
Οι τελευταίες λέξεις ενός πραγματικά μεγάλου συγγραφέα ("ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ")
«Πρέπει άραγε να είναι αληθινό ένα γεγονός για να γίνει αποδεκτό ως αληθινό ή η πίστη στην αλήθεια ενός γεγονότος το καθιστά αληθινό, ακόμα κι αν αυτό που υποτίθεται ότι συνέβη δεν συνέβη;»

Πόσα βιβλία έγραψε ο Paul Auster (Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, 1947-2024); Πολλά… Μυθιστορήματα και νουβέλες πάνω από 20, δοκιμιακά καμιά δεκαριά, αυτοβιογραφικά κείμενα (memoirs), ποίηση (σημαντική και στη χώρα μας αγνοημένη), σενάρια για ταινίες και άλλα πολλά. Μια άποψη λέει, ότι ένας σημαντικός δημιουργός, γράφει ουσιαστικά ένα βιβλίο στη ζωή του, με πολλές επαναλήψεις, περιστροφές, κύκλους. Αν διαβάσουμε προσεκτικά την πλειονότητα των «Ωστερικών» κειμένων, αυτή η άποψη κάπου βρίσκει την έκφρασή της και στον Αμερικανό συγγραφέα ∙ όντως υπάρχει μια αίσθηση, ένα ύφος που είναι κοινό σε όλες του τις δουλειές – αυτό το περίφημο «Ωστερικό ύφος».


Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι το «ΜΠΑΟΥΜΓΚΑΡΤΝΕΡ» («BAUMGARTNER») – (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη, σελ.246), δεν συγκαταλέγεται στα έργα του Auster, που θα μείνουν στην ιστορία της λογοτεχνίας, ίσως ούτε μέσα στη πρώτη δεκάδα των μυθιστορημάτων του, αλλά δεν παύει να είναι μια υπέροχη νουβέλα, που θίγει πολλά θέματα, ωθεί σε σκέψεις και προβληματισμούς τον αναγνώστη του και βέβαια είναι γραμμένη με αυτό το απαράμιλλο ύφος του συγγραφέα.
 
Ο Σάι Μπαουμγκάρτνερ έχει γεράσει, αρχίζει να χάνει τη μνήμη του. Μπορεί στην αρχή του βιβλίου να γκρεμοτσακίζεται από τις σκάλες, αλλά δεν είναι τόσο ο σωματικός πόνος που τον απασχολεί, όσο αυτός της ανάμνησης των ημερών του με την Άννα, την επί δεκαετίες σύζυγό του, που έχει πεθάνει κάποια χρόνια τώρα, αλλά η εικόνα της είναι ακόμα ζωντανή και αισθάνεται η έλλειψή της όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο έντονη. Με μια καθαρά «Ωστερική» σκηνή - ένα κόκκινο τηλέφωνο αποσυνδεδεμένο για καιρό, που αρχίζει να χτυπάει και στην άλλη άκρη ακούει τη φωνή της Άννας, η μνήμη του Μπαουμγκάρτνερ ενεργοποιείται και εκείνος θυμάται επεισόδια της κοινής τους ζωής την δεκαετία του ’60, από τότε που ήταν και οι δύο άφραγκοι μέχρι την επαγγελματική τους καταξίωση. Αντικείμενα, ποιήματα που έγραψε η Άννα – μια ποιήτρια που έκανε βήματα πίσω στην καριέρα της για να βοηθήσει τον σύζυγό της, συνομιλίες, έρχονται στο μυαλό του Σάι, βοηθώντας τον αντέξει τη ζωή του.
 
Η σχέση του με την Τζούντιθ, μια καλή φίλη που μετά τον χωρισμό της, ήρθε κοντά ο ένας με τον άλλον, τον βοηθάει αλλά δεν αναπληρώνει την απουσία της Άννας και η συνεχής επαναφορά των αναμνήσεών του, τροφοδοτούν το μυθιστόρημα, με εξαίσιες εικόνες, μακροπερίοδες προτάσεις σαγηνευτικές και συγκινητικές. Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, ένα συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του Αμερικανού συγγραφέα, αποτελούν ίσως τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του βιβλίου, όπως αυτή που έχει τον τίτλο «Οι λύκοι του Στάνισλαβ», μια ιστορία άγρια και παράξενη που κυριολεκτικά απογειώνει το μυθιστόρημα και προσφέρει το υπέροχο απόφθεγμα που υπάρχει στην αρχή του κειμένου μου. Το ανοιχτό και ελεγειακό φινάλε του βιβλίου, αυτές οι ακροτελεύτιες λέξεις του τελευταίου μυθιστορήματος ενός τεράστιου συγγραφέα, έρχονται να ολοκληρώσουν την απόλαυση ενός βιβλίου, που μπορεί να είναι άνισο αλλά χαρίζει στιγμές μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης.
 
«Ο Μπαουμγκάρτνερ δεν λέει λέξη. Θέλει να μιλήσει, θέλει να της πει χιλιάδες πράγματα και να της κάνει χιλιάδες ερωτήσεις, μα, καταπώς φαίνεται, έχει χάσει τη δύναμη να ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει. Δεν πειράζει, λέει από μέσα του. Το τηλεφώνημα θα μπορούσε να λάβει τέλος απότομα ανά πάσα στιγμή, και γιατί να μπει στον κόπο να μιλήσει όταν το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει να ακούει τη φωνή της Άννα ώσπου να τελειώσει ο χρόνο κι εκείνη να εξαφανιστεί πάλι στο σκοτάδι;
Δεν είναι σίγουρη για τίποτα, λέει, υποψιάζεται όμως ότι εκείνο είναι που την κρατάει σ’ αυτή την ακατανόητη μεταθανάτια ζωή, σ’ αυτή την παράδοξη κατάσταση ενσυνείδητης ανυπαρξίας, η οποία πρέπει να λάβει τέλος, και θα λάβει τέλος κάποια στιγμή, έτσι αισθάνεται, μα, όσο εκείνο είναι ζωντανός και ικανός ακόμη να την συλλογίζεται, η συνείδησή της θα συνεχίσει να αφυπνίζεται ξανά και ξανά από τις σκέψεις του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ενίοτε εκείνη θα μπορεί να διαβάζει το μυαλό του και να ακούει αυτές τις σκέψεις και βλέπει όσα βλέπει εκείνος μέσα από τα μάτια του. Δεν έχει ιδέα πως συμβαίνει αυτό ούτε καταλαβαίνει γιατί είναι σε θέση να του μιλάει τώρα, όμως ξέρει σίγουρα ένα πράγμα, ότι οι ζωντανοί και οι νεκροί συνδέονται, και μια σύνδεση τόσο βαθιά όσο ήταν η δική τους όταν εκείνη ζούσε μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και στον θάνατο, διότι, όταν ο ένας πεθαίνει πριν από τον άλλο, ο ζωντανός μπορεί να διατηρήσει τον πεθαμένο σε ένα είδος προσωρινού λίμπο ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή, αλλά, όταν ο ζωντανός πεθάνει κι εκείνος, αυτό είναι το τέλος, και η συνείδηση του πεθαμένου εξαλείφεται για πάντα.»

 


Το «Μπαουμγκάρτνερ» θίγει θέματα όπως η απώλεια και η διαχείριση της, του πένθους και της καθημερινότητας μετά την απώλεια ενός μακροχρόνιου συντρόφου. Μιλάει για τη μνήμη και την λήθη, την συντροφικότητα, την μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο αλλά και για την ακαδημαϊκή καριέρα και την συγγραφική πορεία. Είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει τη μεταφυσική με την πραγματικότητα, όπως τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά έργα του Ώστερ και για τις αλήθειες και τα ψέματα, τις παραχωρήσεις και τις υπερβάσεις σε μια ερωτική σχέση. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τα γηρατειά με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά και για όλα όσα συνεπάγεται η παρακμή ενός ανθρώπου, ενός οργανισμού, ενός μυαλού και για την ανημπόρια που έρχεται με τα χρόνια.
 
«Μίλησε μνήμη» λοιπόν, όπως θα έγραφε κι ο Ναμπόκοφ. Η αφηγηματική δύναμη και μαεστρία, με τον υπνωτιστικό ρυθμό που ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφικού ύφους του Ώστερ, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη στις σελίδες του βιβλίου, που μετέφρασε έξοχα η Ιωάννα Ηλιάδη. Ωραίο και σαγηνευτικό φινάλε ενός πολύ σημαντικού συγγραφέα που δεν έγραψε ποτέ ένα κακό βιβλίο, χαρίζοντάς μας μερικές από τις ωραιότερες σελίδες στην παγκόσμια λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2025
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2025 | Permalink
"Southern trees bear a strange fruit" (Τα Δέντρα)

 

«ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ» («The Trees»), ένα από τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα του εξαίρετου Αφροαμερικανού συγγραφέα Percival Everett (Georgia, 1956) – (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφραση Π.Τομαράς, σελ. 409) , είναι μια «μαύρη» κωμωδία, ένα έξοχο «αστυνομικό» (κατ’ επίφαση) μυθιστόρημα, γεμάτο χιούμορ, περιπέτεια, ιλιγγιώδη δράση, πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, με μοναδικό ύφος που συνδυάζει το αμερικανικό σλαπστικ με ιδιαιτέρως σοβαρά γεγονότα.


 
Στη μικρή απομακρυσμένη πόλη Money του Μισισίπι, μια σειρά από φρικιαστικές δολοφονίες, συγκλονίζουν την τοπική κοινωνία. Σε όλες μαζί με το πτώμα του λευκού άνδρα που έχει σφαγιασθεί, βρίσκεται πάντα το νεκρό σώμα ενός μαύρου που εξαφανίζεται από το νεκροτομείο της πόλης, λίγο μετά την τοποθέτησή του εκεί. Οι δυο μαύροι αστυνομικοί του (M.B.I. – μια ειρωνική αναφορά στο FBI ως Mississippi bureau) που καταφθάνουν στην πόλη, δεν αργούν να ανακαλύψουν ότι τα πτώματα των λευκών (και οι οικογένειές τους), συνδέονται άμεσα με την (πραγματική) δολοφονία του νεαρού έφηβου μαύρου Emmett Till, που έγινε το 1955, μετά από την καταγγελία μιας λευκής γυναίκας ότι την προσέβαλλε.


 
Σύντομα όμως οι δολοφονίες εξαπλώνονται και σε άλλες πολιτείες, πάντα με την εμφάνιση ενός μαύρου πτώματος που «χάνεται» μετά από λίγες ώρες και οι δύο αστυνομικοί θα χρειαστούν (μετά από συμβουλή της Γκέρτρουντ, της μαύρης σερβιτόρας του τοπικού diner), την βοήθεια ενός πανεπιστημιακού καθηγητή που ειδικεύεται στη φυλετική βία και μιας γηραιότατης μαύρης που ζει απομονωμένη, που αυτοαποκαλείται «Μαμά Ζήτα», διατηρώντας αρχεία από κάθε φυλετικό φόνο που έχει διαπραχθεί στις Η.Π.Α. από τις αρχές του 20ου αιώνα. Το FBI (το «κανονικό»), θα εμπλακεί στην ιστορία με την άφιξη μιας ντετέκτιβ, που διαπιστώνει αμέσως ότι την έχουν στείλει σε ένα είδος twilight zone, με καράβλαχους σερίφηδες που έχουν σχέση με την τοπική ΚουΚλουξΚλαν, και διάφορα άλλα απίθανα περιστατικά που συμβαίνουν διαρκώς.
 
« «Σκατά», είπε ο Τζιμ.
«Ακριβώς αυτό», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Κάποιος παίρνει εκδίκηση».
«Γιατί τώρα, όμως;» ρώτησε η Γκέρτρουντ.
«Το λιντσάρισμα του κακομοίρη του μικρού έγινε πριν από εξήντα πέντε χρόνια. Ίσως τα πνεύματα να μην άντεχαν άλλο», είπε η Μαμά Ζήτα.
«Μόλις είπατε ότι δεν πιστεύετε στα φαντάσματα», είπε ο Εντ.
«Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι έχω πάντα δίκιο». Η γριά άφησε το φλιτζάνι της και χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά της στο τραπέζι. «Πρέπει να σας πω κάτι, όμως. Αν τα πνεύματα έχουν βαλθεί να πάρουν εκδίκηση, θα γίνουν πολλοί σκοτωμοί ακόμα εδώ γύρω. Τα πνεύματα θα το γλεντήσουν στα μέρη μας. Δεν υπάρχει λευκός σ’ αυτή την κομητεία που να μην έχει λιντσάρει κάποιον, κι αν όχι ο ίδιος, σίγουρα κάποιος στην οικογένειά του. Αν θες να πιστέψεις κάτι, πίστεψε αυτό.»
«Πως το ξέρετε εσείςα» ρώτησε ο Τζιμ. «Το μάθατε ακούγοντας τον ασύρματο της αστυνομίας;»
«Ελάτε μαζί μου» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα και σηκώθηκε όρθια, στηρίζοντας τα χέρια της στο τραπέζι μέχρι να ορθώσει το κορμί της.
Ακολούθησαν τη Μαμά Ζήτα σ’ έναν μικρό διάδρομο με οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους και μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν γεμάτο ολόγυρα με ψηλά ντουλάπια αρχειοθέτησης και με λίγα πιο χαμηλά κάτω από το μοναδικό παράθυρο.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε ο Εντ.
«Τα αρχεία», απάντησε η Μαμά Ζήτα. «Αυτά είναι τα αρχεία. Πες τους, παιδί μου», είπε στην Γκέρτρουντ.
«Αυτά είναι σχεδόν όλα όσα έχουν γραφτεί για κάθε λιντσάρισμα στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1913, τη χρονιά που γεννήθηκε η Μαμά Ζήτα, και μετά».
«Μισό λεπτό», είπε ο Τζιμ. «Αυτό σημαίνει ότι είσαστε…»
«Εκατόν πέντε χρονών», είπε εκείνη.
«Για κάθε λιντσάρισμα;» ρώτησε ο Εντ.
«Σχεδόν», είπε η Μαμά Ζήτα. «Πήγαινα στις βιβλιοθήκες σε όλη την πολιτεία και διάβαζα όλες τις εφημερίδες. Τώρα χρησιμοποιώ το διαδίκτυο. Θα πρέπει να ξέρετε ότι θεωρώ λιντσαρίσματα και τις δολοφονίες από αστυνομικούς. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω.»
«Μην ανησυχείτε, δεν προσβληθήκαμε», είπε ο Τζιμ.
«Και γιατί το κάνετε αυτό;» ρώτησε ο Εντ.
«Επειδή κάποιος πρέπει να το κάνει. Όταν πεθάνω και μαθευτεί η ύπαρξη αυτού του μέρους, ελπίζω ότι θα γίνει μνημείο για τους νεκρούς».»
 
Ο Έβερετ ευρισκόμενος σε απίστευτο δημιουργικό οίστρο, δεν αφήνει τον αναγνώστη του να πάρει ανάσα! Από τη δημιουργική χρήση ονομάτων που παραπέμπουν συνήθως σε κωμικές καταστάσεις (Τζούνιορ-τζούνιορ, Μακντόναλντ-Μακντόναλντ, Χο-Τσι-Μινχ και άλλα που μόνο με την ανάγνωση του βιβλίου γίνονται κατανοητά), έως τη whodunnit πλευρά της ιστορίας που από ένα σημείο και μετά δεν ενδιαφέρει κανέναν, αφού από τη μέση της ιστορίας αντιλαμβανόμαστε που οδηγείται η επιφανειακά παράλογη (αλλά πολύ βαθιά πολιτική) κατάσταση.
 
Η ειρωνεία και ο σαρκασμός διαπερνούν την ιστορία, όπου η σάτιρα διαδέχεται την άκρατη βία και οι κωμικές καταστάσεις συνυπάρχουν (ακόμα και στην ίδια παράγραφο) με την ιστορική και πολιτική πραγματικότητα. Το υπερφυσικό και το horror στοιχείο, που εισβάλλει από την πρώτη σελίδα στο μυθιστόρημα, «παίζει» με την αφροαμερικανική εμπειρία του Νότου.
 


Θυμίζοντας ταινίες των αδελφών Κοέν, οι χαρακτήρες του βιβλίου κινούνται μεταξύ εκκεντρικότητας, παραλόγου, ακραίου και έντονα μελαγχολικού, παρωδώντας τις αστυνομικές ιστορίες με διαλόγους που θα ταίριαζαν μέχρι και σε κόμικ, σατιρίζοντας πρόσωπα και στερεότυπα, ενώ οι συνεχείς αναφορές σε ρατσιστικές συμπεριφορές, μπορεί να προκαλούν ευθυμία αλλά θίγουν ιδιαίτερα σοβαρά θέματα. Το πολιτικό σχόλιο του Έβερετ είναι αιχμηρό και καίριο, ισορροπώντας αρμονικά με το βαρύ ιστορικό παρελθόν και την πολιτική φαρσοκωμωδία της τελευταίας δεκαετίας στις Η.Π.Α., με τον «πορτοκαλί πρόεδρο» (όπως αποκαλείται στο βιβλίο) να διατηρείται διαρκώς στο προσκήνιο των γεγονότων.
 
Ένας στίχος από το εμβληματικό τραγούδι «Strange fruit», που απηχούσε την κραυγή και την οδύνη των μαύρων του Αμερικανικού Νότου:
«Southern trees bear a strange fruit…», δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα, ενώ η αλληγορία με τα οικογενειακά δέντρα είναι προφανής, καθώς από τα δέντρα κρέμονταν τα κορμιά των λιντσαρισμένων μαύρων, αλλά και στα οικογενειακά «δέντρα» βρίσκουμε τους κληρονόμους των δολοφόνων, θίγοντας φιλοσοφικά και το θέμα της «οικογενειακής ευθύνης», όπου οι απόγονοι πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα τα εγκλήματα των προγόνων τους.
Η ιστορική μνήμη στο βιβλίο αντιπροσωπεύεται στο πρόσωπο της Μαμάς Ζήτα, η οποία ως επιβιώσασα των βίαιων εποχών, είναι ο συνδετικός κρίκος στο βιβλίο του παρελθόντος με το παρόν.
 
Ο Έβερετ έχει δώσει έμφαση στο pulp στοιχείο και στην καρτουνίστικη απεικόνιση των χαρακτήρων του, ενώ η ειρωνεία είναι διαρκώς παρούσα. Η σατυρική πλευρά του μυθιστορήματος, ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της, αλλά σε αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα που δεν περιέχει καθόλου διδακτισμό και δεν ενδιαφέρεται για το «politically correct», το κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα περνάει στον αναγνώστη, που συνειδητοποιεί ότι μπορεί και να γελάει και ταυτόχρονα να αναρωτιέται αν «είναι σωστό» που το κάνει αυτό. Ένα υπέροχο βιβλίο που αδικείται από την απουσία επιμέλειας στη μετάφραση, έχοντας τρανταχτά λάθη στα πραγματολογικά στοιχεία.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2024
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2024 | Permalink
Λίγα λόγια για ένα μεγάλο βιβλίο "Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ"
Στην εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος του Σαββατοκύριακου" (ΣΚ 7-8/12/24), δημοσιεύτηκε ένα μικρό κείμενό μου για ένα μεγάλο βιβλίο. Είναι το θαυμάσιο "Η τέχνη της φυγής" του Μεξικανού συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Sergio Pitol. Διαβάστε το παρακάτω:


«Το άτομο θα τολμήσω λοιπόν να πω, είναι τα βιβλία που έχει διαβάσει, οι πίνακες που έχει δει, η μουσική που έχει ακούσει και ξεχάσει, οι δρόμοι που έχει περπατήσει», γράφει ο
Sergio Pitol (1933-2018) – θυμίζοντας μου, όλο και περισσότερο τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες - στο εξαιρετικό του βιβλίο «Η τέχνη της φυγής» («El arte de la fuga») – (εκδ. Δώμα, μετάφρ. Α.Βασιλάκου), πρώτο μέρος της «Τριλογίας της μνήμης» που μαζί του πέρασα μερικές ημέρες αναγνωστικής απόλαυσης την τελευταία εβδομάδα.
 
Ο Μεξικανός συγγραφέας, γνωστός και στο ελληνικό κοινό από δύο μυθιστορήματά του, που είχαν εκδοθεί παλαιότερα στα ελληνικά, στην «Τέχνη της φυγής», ταξιδεύει στο παρελθόν και διηγείται περιστατικά της πολυταξιδεμένης του ζωής – ήταν διπλωμάτης καριέρας – σε διάφορα μέρη κυρίως της Ευρώπης. Χωρισμένο σε τρία μέρη το βιβλίο («Μνήμη», «Γραφή», «Αναγνώσεις»), ανατρέχει σε συγγραφείς που μετέφρασε και τον επηρέασαν – άλλωστε ως μεταφραστής ξεκίνησε την δημιουργική του πορεία -, με ζωντάνια, ορμή και νεανικό ενθουσιασμό.
 
Ο Πιτόλ, είναι ένας αναγνώστης που λατρεύει τη λογοτεχνία και ζει γι’ αυτήν, ένας φιλοπερίεργος άνθρωπος που έχει πάντα τις κεραίες του ανοιχτές, ένας ευαίσθητος πολίτης του κόσμου. Απόηχοι από Ζέμπαλντ και Μπόρχες, λατρεία για Χένρι Τζέημς και Κόνραντ κατακλύζουν αυτή τη μαγευτική αφήγηση, με έναν συγγραφέα που νιώθω καθώς ολοκληρώνω την ανάγνωση του βιβλίου του, φίλο και συγγενή μου.

Και για να συνεχίσω την παράδοση, βαθμολογία 86 /100
 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2024
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2024 | Permalink
Blood Meridian "Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός", ένα αριστούργημα!
Πάνε κοντά 30 χρόνια από τότε που διάβασα για πρώτη φορά, το «Blood Meridian», του μεγάλου Cormac McCarthy (Providence Rhode island 1933 – Santa Fe, New Mexico 2023), βιβλίου που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στις Η.Π.Α. το 1985, και το οποίο, είχε εκδοθεί τότε (1992) από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, σε μετάφραση του Σπήλιου Μενούνου, με τον τίτλο «Ματοβαμμένος Μεσημβρινός». Ακόμα, τόσα χρόνια αργότερα, δεν μπορώ να ξεχάσω το σοκ, εκείνης της ανάγνωσης. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που ένα βιβλίο με χτυπούσε στο πρόσωπο (σαν το «τσεκούρι» που λέει ο Κάφκα), που ένιωθα τη φρίκη και την αναγνωστική απόλαυση να συμπλέουν σε ένα δαιμονικό χορό που δεν σ’ άφηνε να πάρεις ανάσα. Σε ένα από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό, προμηθεύτηκα και το πρωτότυπο – κάτι που σπάνια έχω κάνει στη ζωή μου -, διαβάζοντάς το συνειδητοποίησα (δυστυχώς), ότι είναι ένα άλλο βιβλίο, βέβαια η επίδραση πάνω μου, παρέμεινε η ίδια. Η (θεωρώ) αποτυχημένη μεταφραστική απόπειρα στο ίδιο βιβλίο, με τον τίτλο «Ματωμένος Μεσημβρινός», από τον Αύγουστο Κορτώ, από τις εκδόσεις Καστανιώτη δέκα χρόνια αργότερα, με απογοήτευσε τόσο πολύ, που το βιβλίο το άφησα μετά τις 50 πρώτες σελίδες – περισσότερο για να μη χαλάσω την αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης.

 
Η νέα έκδοση του μυθιστορήματος του Cormac McCarthy, με τίτλο «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ ή το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση», από τις εκδόσεις Gutenberg (στη σειρά Aldina), σε μετάφραση του (πάντα εξαιρετικού) Γιώργου Κυριαζή (σελ. 521), έρχεται να αποδώσει ιδανικά (επιτέλους) στη γλώσσα μας, αυτό το αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που να ομολογήσω, βρίσκεται μέσα στη δεκάδα των αγαπημένων μου βιβλίων. Ο Κυριαζής, έκανε μια μοναδική δουλειά, πρόσεξε τις λεπτομέρειες (μόνο τις σκηνές στην έρημο να διαβάσει κανείς το καταλαβαίνει αμέσως), έσκυψε κυριολεκτικά πάνω από το κείμενο, αφέθηκε δημιουργικά στον ρυθμό του, μεταφέροντας στον αναγνώστη, τη μαγεία ενός βίαιου, απόλυτα ρεαλιστικού, γεμάτου ζωντάνια και δυναμισμό, κυνικού αλλά πανέμορφου μυθιστορήματος.
 

Η ΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
 
Κεντρικός χαρακτήρας στον «Αιματοβαμμένο Μεσημβρινό» είναι το Παιδί. Ξεκινώντας το μυθιστόρημα είναι ένας πρόωρα μεγαλωμένος έφηβος 14 ετών από ένα χωριό του Τενεσί. Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα και το Παιδί περιπλανιέται από ‘δω κι από ‘κει, επιδεικνύοντας τις βίαιες τάσεις του και την ικανότητά του στο ξύλο. Μετά από αρκετές περιπέτειες, συμμετοχή στον Αμερικανομεξικανικό πόλεμο, ενσωμάτωση σε διάφορες συμμορίες, είναι μάλλον μοιραίο να συναντηθεί με την επική μορφή του Δικαστή Χόλντεν (που αποτελεί και τον έτερο κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου) που λειτουργεί ως υπαρχηγός και Σύμβουλος του Γκλάντον και της ομάδας του, που αναλαμβάνουν επικίνδυνες αποστολές κατά μήκος των Συνόρων. Η κύρια αποστολή της ομάδας (που ουσιαστικά είναι συμμορία) είναι, να προστατεύσουν τους εποίκους από τις επιδρομές των ινδιάνων Απάτσι, δεν άργησε όμως η όλη επιχείρηση της ομάδας Γκλάντον, να μετατραπεί σε ένα ανελέητο κυνηγητό όχι μόνο των Απάτσι, αλλά και των Μεξικανών, και ανύποπτων κατοίκων οικισμών, όπως και οικογενειών Ινδιάνων σε καταυλισμούς. Η συλλογή των σκαλπ, αποτελούσε μόνιμη δραστηριότητα (εξάλλου προβλεπόταν αμοιβή για κάθε τριχωτό κεφαλής), όπως και οι αναίτιες σφαγές ακόμα και νεογέννητων βρεφών.
 
Ουσιαστικός ηγέτης της ομάδας Γκλάντον, είναι ο Δικαστής Χόλντεν, που περιγράφεται ως παράφρων μεν, αλλά άνθρωπος με τρομακτικές δυνατότητες και γνώσεις που κυριαρχεί με την προσωπικότητά του στην ομάδα, απαγγέλλοντας εδάφια από τη Βίβλο, μιλώντας διαρκώς με οράματα, περιαυτολογώντας ανερμάτιστα, ενώ θα σώσει την ομάδα, από βέβαιο θάνατο, φτιάχνοντας μπαρούτι στην έρημο. Ο Μακιαβελικός Δικαστής Χόλντεν είναι παντού και πουθενά, εμφανίζεται και εξαφανίζεται κατά το δοκούν, όλοι έχουν μια ιστορία να πουν από το παρελθόν, ότι τον είδαν εδώ κι εκεί, αλλά κανείς δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά του, κι εκείνος δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο Παιδί.
 
Όταν η συμμορία εξολοθρεύεται σχεδόν ολοκληρωτικά, στον ποταμό Κολοράντο στο Γιούμα της Αριζόνα, από την ομώνυμη φυλή των Ινδιάνων κυρίως λόγω της χαλαρότητας και της υπερφίαλης ματαιοδοξίας του Γκλάντον, το Παιδί και άλλοι δυο θα γλυτώσουν, φεύγοντας μακριά, αλλά η συνάντηση με τον Δικαστή δεν θα αργήσει, σε ένα παιχνίδι επιβίωσης αλλά η σύγκρουση και η βεντέτα μεταξύ των δύο, θα ολοκληρωθεί με τραγικό τρόπο πολλά χρόνια αργότερα.
 
«Έτσι τελειώνουν αυτά τα πράγματα. Μέσα σε σύγχυση, βρισιές και αίμα. Συνέχισαν να πίνουν, ο άνεμος φυσούσε στους δρόμους και τ’ αστέρια που πριν ήταν ψηλά τώρα είχαν χαμηλώσει στη δύση, κι αυτοί οι νεαροί τσακώθηκαν με άλλους και ειπώθηκαν λόγια που δεν μπορούσαν να παρθούν πίσω, και την αυγή το παιδί και ο υποδεκανέας γονάτισαν πάνω από το αγόρι από το Μιζούρι που λεγόταν Ερλ και είπαν τ’ όνομά του μα απάντηση δεν πήραν. Ήταν πλαγιασμένο στο χώμα της αυλής. Οι άντρες είχαν φύγει, οι πόρνες είχαν φύγει. Ένας γέρος σκούπιζε το χωμάτινο πάτωμα μέσα στο μπαρ. Το αγόρι ήταν πεσμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος, με το κεφάλι του ανοιγμένο, κανείς δεν ήξερε από ποιον. Ένας τρίτος ήρθε κοντά τους στην αυλή. Ήταν ο Μενονίτης. Ένας ζεστός άνεμος φυσούσε και στην ανατολή απλωνόταν ένα γκρίζο φως. Τα πουλιά που κούρνιαζαν στην κληματαριά είχαν αρχίσει να σαλεύουν και κελαηδούν. Ο δρόμος για το καπηλειό έχει πιότερες χαρές απ’ το ίδιο το καπηλειό, είπε ο Μενονίτης. Κρατούσε το καπέλο στα χέρια του, και τώρα το φόρεσε πάλι στο κεφάλι, γύρισε και βγήκε απ’ την πόρτα.»
 
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
 
Το 1844 οι Δημοκρατικοί κέρδισαν τις εκλογές χρησιμοποιώντας την έκφραση «manifest destiny», που τις επόμενες χρονιές σηματοδότησε την αμερικανική πολιτική σκηνή. Σύμφωνα με αυτή τη φράση/ιδεολογία, οι ΗΠΑ είναι προορισμένες από τον Θεό, να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και να διαδώσουν τη Δημοκρατία και τον Καπιταλισμό σε όλη τη βορειοαμερικανική ήπειρο (ιδεολογία που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια των χρόνων, και «δικαιολόγησε» μια σειρά επεμβάσεων των Η.Π.Α., εκτός συνόρων). Η οικονομική κρίση του 1839 συνετέλεσε έτσι ώστε, εκατομμύρια αμερικανοί και μετανάστες από την Ευρώπη, να κατευθυνθούν Δυτικά σε αναζήτηση γης και οικονομικών ευκαιριών.
Μεταξύ 1846 και 1848 διεξήχθη ο ΑμερικανοΜεξικανικός πόλεμος, που κατέληξε με τη νίκη των ΗΠΑ και την προσάρτηση των (ήδη ανεξάρτητου)Τέξας και των περιοχών Καλιφόρνια, Νεβάντα και Γιούτα και μεγάλου μέρους των Αριζόνα, Κολοράντο και Γουαϊόμινγκ και Νιού Μέξικο.
 
Όψεις του μυθιστορήματος και κριτική του αποτίμηση
 
Ο McCarthy εστιάζει στον Γκλάντον και την ομάδα του, ως την ωμή και πλήρη απεικόνιση του επεκτατικού πνεύματος και ιδεολογίας. Η πλοκή του βιβλίου βασίζεται σε ένα ιστορικό γεγονός. Την ανάθεση το 1849, σε μια ομάδα τυχοδιωκτών (από τις πολλές που τριγύριζαν στα υπό συνεχή διαμόρφωση σύνορα και στα νέα εδάφη), υπό την ηγεσία του Γκλάντον και υπαρχηγό του τον Δικαστή Χόλντεν, να εξολοθρεύσουν τους Απάτσι στο Μεξικό. Η ομάδα όμως του Γκλάντον στην πορεία άρχισε να σφάζει Μεξικανούς και έτσι κατέφυγε στην Αριζόνα, όπου το 1850 κατέληξε στο πέρασμα της Γιούμα στον ποταμό Κολοράντο. Η πηγή για τα γεγονότα αυτά ήταν ένα βιβλίο μαρτυρία που εξεδόθη λίγα χρόνια αργότερα, από το μέλος της ανωτέρω ομάδας, Σάμιουελ Τσάμπερλεν με τίτλο «My confession. Recollection of a Rogue». Στο βιβλίο αυτό, ο Δικαστής Χόλντεν, περιγράφεται εξωτερικά περίπου όπως στο βιβλίο του Μακάρθι.
 
«… Αν ο Θεός σκόπευε να σταματήσει τον εκφυλισμό της ανθρωπότητας, δεν θα το είχε κάνει ως τώρα; Οι λύκοι σφάζονται μεταξύ τους, φίλε μου. Ποιο άλλο πλάσμα θα μπορούσε να το κάνει αυτό; Και δεν είναι ακόμα πιο αρπακτική η ανθρώπινη ράτσα; Ο κόσμος μπουμπουκιάζει, ανθίζει και πεθαίνει, αλλά στα έργα του ανθρώπου δεν υπάρχει καμιά κάμψη, και το μεσημέριασμα της έκφρασής του σημαίνει τον ερχομό της νύχτας. Το πνεύμα του είναι ήδη εξαντλημένο στο αποκορύφωμα των επιτευγμάτων του. Ο μεσημβρινός του είναι ταυτόχρονα η σκοτεινιά του και το σούρουπο της μέρας του. Του αρέσουν τα παιχνίδια; Ας παίζει με μεγάλο τίμημα. Αυτά που βλέπεις εδώ, αυτά τα ερείπια, που τόσο τα θαυμάζουν οι φυλές των αγρίων, νομίζεις ότι δεν θα γίνουν ξανά; Βέβαια. Και ξανά. Με άλλους ανθρώπους, με άλλους γιούς.»
 
Δίνοντας στο μυθιστόρημα την ιστορική του διάσταση, ο Μακάρθι περιγράφει άλλοτε με απόλυτο ρεαλισμό, άλλοτε με γκροτέσκο ύφος, άλλοτε προσδίδοντας θεατρικότητα και απελπισία, τα εγκλήματα αυτής της συμμορίας για να καταλήξει στη βασική ιδέα του βιβλίου, που είναι ότι οι άνθρωποι θα είναι πάντα ικανοί για όλα. Το βιβλίο δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή, απλά περιγράφεται η πορεία της ομάδας του Γκλάντον από έρημο σε έρημο, από πόλη σε πόλη, σφάζοντας Ινδιάνους και Μεξικανούς.
 
Χρησιμοποιώντας ως κεντρικούς του ήρωες, δύο λογοτεχνικούς larger than life αρχετυπικούς χαρακτήρες (το «Παιδί» και τον Δικαστή Χόλντεν), ο συγγραφέας «χτίζει» την ιστορία του, σαγηνεύοντας και ταυτόχρονα απωθώντας τον αναγνώστη του, ο οποίος μετά το αρχικό σοκ, μπαίνει στον ρυθμό του μυθιστορήματος, το οποίο εξελίσσεται με έναν αργό και τελετουργικό ρυθμό, «παγιδεύοντας» τον άναυδο αναγνώστη, και οδηγώντας τον σε ένα αινιγματικό αλλά και ιδιαίτερα στοχαστικό φινάλε.
 
Το Παιδί Γεννήθηκε μέσα στη βία με τη μητέρα του να πεθαίνει στη γέννα. Η ζωή του ξεκινάει βίαια και θα τελειώσει βίαια ακολουθώντας την ειμαρμένη που τον έχει σημαδέψει. «Δεν ξέρει ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, και μέσα του φυτρώνει ήδη μια ροπή προς την αστόχαστη βία. Όλη η ιστορία παρούσα σ’ εκείνο το πρόσωπο, το παιδί είναι ο πατέρας του άντρα». Παρά την έκθεσή του στη φρίκη μέσα στην ομάδα, και την ενεργό συμμετοχή του, στα εγκλήματα και στις σφαγές που είναι συνεχείς, το Παιδί διατηρεί αθωότητα στα μάτια και κάποια ψήγματα ανθρωπιάς. Είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας που εξελίσσεται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος – γι’ αυτό ίσως μπορεί να δει κάποιος το βιβλίο αυτό και ως «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» -, γίνεται από σφαγέας που κινείται σαν αυτόματο, υπακούοντας τις διαταγές του Γκλάντον, σε έναν άντρα που στο τέλος του βιβλίου, όταν πια είναι ένας μεσήλικας καουμπόι, βαδίζει προς τον θάνατό του, βάζοντάς τα με τον Δικαστή, γνωρίζοντας από πριν την κατάληξη. Γι’ αυτές τις μικρές πράξεις καλοσύνης, το Παιδί κατηγορείται από τον Δικαστή που νιώθει απογοητευμένος και προδομένος από αυτό. Θεωρεί ότι παραβιάζει τις βασικές αρχές του αμοραλισμού που πρέπει να διέπουν τη συμμορία, άρα δεν μπορεί να γίνει «άξιος διάδοχός του».
 
«Όταν άφησαν το μπαρ δέκα λεπτά αργότερα, οι δρόμοι ήταν έρημοι. Είχαν πάρει τα σκαλπ απ’ όλους τους νεκρούς, που τώρα κολυμπούσαν σ’ ένα πάτωμα που κάποτε ήταν πατημένο αργιλόχωμα και τώρα ήταν πλέον μια λάσπη στο χρώμα του κρασιού. Υπήρχαν είκοσι οκτώ Μεξικανοί μέσα στην ταβέρνα κι άλλοι οκτώ στο δρόμο, ανάμεσά τους και οι πέντε που είχε σκοτώσει ο πρώην παπάς. Καβάλησαν τ’ άλογά τους. Ο Γκρίμλι καθόταν καμπουριασμένος με τον ώμο ν’ ακουμπά στο λασπότοιχο του κτηρίου. Δεν σήκωσε το βλέμμα. Κρατούσε το πιστόλι του πάνω στο γόνατο και κοίταζε προς το δρόμο, κι εκείνοι έστριψαν, πήρα τη βόρεια πλευρά της πλατείας κι εξαφανίστηκαν.
Πέρασε μισή ώρα μέχρι να εμφανιστούν άνθρωποι στο δρόμο. Μιλούσαν ψιθυριστά. Καθώς πλησίαζαν το μπαρ, ένας από τους άντρες από μέσα εμφανίστηκε στην πόρτα σαν ματωμένο φάντασμα. Το τριχωτό της κεφαλής του έλειπε, αίμα έτρεχε μέσα στα μάτια του και κρατούσε κλειστή μια τεράστια τρύπα στο στήθος του, όπου ένας ροζ αφρός φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Ένας από τους πολίτες έβαλε το χέρι στον ώμο του.
A donde vas? Ρώτησε
A casa
, είπε ο άντρας.»
 
Ο Δικαστής Χόλντεν (που δεν ξέρουμε αν όντως είναι Δικαστής ή αυτοανακηρύχθηκε ως τέτοιος), περιγράφεται ως γίγαντας με 2.10 ύψος, φαλακρός, και χωρίς τρίχα στο σώμα, υπερφυσικά δυνατός, δαιμονικός, με απίστευτες (για την εποχή) γνώσεις, μιλάει πολλές γλώσσες, είναι αλχημιστής, ανθρωπολόγος, φυσιοδίφης, ερασιτέχνης βιολόγος. Είναι όμως και απατεώνας, σαδιστής, φονιάς, απάνθρωπος, ικανός για το χειρότερο που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους, ενώ θεωρεί τον εαυτό του ως Θεό. Είναι ένας Ιάγος και ένας Μάκβεθ, ένας Άχααβ, αν και ο Μπλουμ στην ωραία ανάλυσή του για το βιβλίο, τον θεωρεί Μόμπι Ντικ -διότι σαν την άτριχη φάλαινα είναι απέθαντος. Είναι ένας «θεός του πολέμου», ένας «άγγελος του θανάτου». Ενσαρκώνει το «απόλυτο κακό» - δεν ξέρω αν στη λογοτεχνία υπάρχει «χειρότερος άνθρωπος», ενώ η πατρική στην αρχή σχέση του με το Παιδί, μετατρέπεται σε ανταγωνιστική στη συνέχεια, οδηγώντας τους δυο άντρες σε μια προσωπική μονομαχία με τραγικές συνέπειες.


Ο McCarthy χρησιμοποιεί μακροπερίοδο λόγο στο μυθιστόρημα του, και ενίοτε απουσιάζουν τα σημεία στίξης από την γεμάτη ένταση και δυναμισμό αφήγηση. Το βιβλίο ξεχειλίζει από βία και φρίκη, όμως έχει και πολλές σελίδες με λυρισμό και τρυφερότητα που ξαφνιάζει. Υπάρχουν δε μέσα στον ρεαλισμό του βιβλίου, παρεμβολές με γλώσσα αρχαϊκή – ο Δικαστής μιλάει συχνά ως Προφήτης, εξάλλου είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας υπερφυσικός, ένας μοχθηρός και φρικαλέος «Νιτσεϊκός υπεράνθρωπος» και όπου η γλώσσα του, θυμίζει εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης, δημιουργείται ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό.
 
Οι τελετουργίες διαδραματίζουν τον δικό τους σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, καθώς μαζί με την Βίβλο αλλά και μυθολογικά έπη, που συνυπάρχουν αρμονικά στο μυθιστόρημα, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές του, να χορεύουν διαρκώς, μετά από τις σφαγές (που είναι πολλές, οπότε έχουν συχνά την ευκαιρία αυτή), παρασυρμένοι σε στροβιλίσματα που παραπέμπουν στον θεό του πολέμου, τον Άρη που σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν δεινός χορευτής, ενώ υποβάλλονται μετά τις σφαγές και σε διαδικασία κάθαρσης, κάνοντας μπάνιο όλοι μαζί, σε μια διαδικασία αναζήτησης γαλήνης και συγχώρεσης.
 
«Ο δικαστής συνέχισε να γράφει και μετά έκλεισε το σημειωματάριό του, το άφησε στο πλάι, πίεσε τις παλάμες του τη μια μέσα στην άλλη, τις πέρασε προς τα κάτω πάνω από τη μύτη και το στόμα του και τις ακούμπησε στα γόνατά του.
Οτιδήποτε υπάρχει, είπε. Οτιδήποτε στην πλάση υπάρχει χωρίς τη γνώση μου, υπάρχει χωρίς τη συγκατάθεσή μου.
Κοίταξε γύρω του το σκοτεινό δάσος όπου ήταν καταυλισμένοι. Έγνεψε προς τα δείγματα που είχε συλλέξει. Αυτά τα ανώνυμα πλάσματα, είπε, μπορεί να σου φαίνεται πως έχουν πολύ μικρή σημασία, ή ίσως και καθόλου. Κι όμως, και το παραμικρό ζωύφιο μπορεί να μας καταβροχθίσει. Οποιοδήποτε τόσο δα πλασματάκι κάτω απ’ αυτή την πέτρα, που κανείς άνθρωπος δεν το γνωρίζει. Μόνο η φύση μπορεί να υποδουλώσει τον άνθρωπο, και μόνο όταν η ύπαρξη και της τελευταίας μικροσκοπικής οντότητας εξιχνιαστεί και παρουσιαστεί ολόγυμνη μπροστά του, τότε και μόνο τότε θα μπορεί να γίνει επικυρίαρχος της γης.
Τι σημαίνει επικυρίαρχος;
Φύλακας. Φύλακας ή αφέντης.
Τότε γιατί να μην τον πούμε φύλακα;
Γιατί είναι ένα ιδιαίτερο είδος φύλακα. Ο επικυρίαρχος κυβερνά ακόμη κι εκεί όπου υπάρχουν άλλοι άρχοντες. Η εξουσία του υπερισχύει των τοπικών αποφάσεων.
Ο Τόουντβαϊν έφτυσε.
Ο δικαστής έβαλε τις παλάμες του στο έδαφος. Κοίταξε τον συνομιλητή του. Εγώ έχω δικαιώματα σ’ αυτό εδώ το έδαφος. Όπως παντού εδώ υπάρχουν αυτόνομοι θύλακες ζωής. Αυτόνομοι. Για να γίνει λοιπόν δική μου, τίποτα δεν επιτρέπεται να συμβαίνει επάνω του παρά μόνο με τη δική μου έγκριση.
Ο Τόουντβαϊν καθόταν με τα πόδια σταυρωτά μπροστά στη φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να μάθει τα πάντα στη γη, είπε.
Ο δικαστής έγειρε στο πλάι το μεγάλο κεφάλι του. Όποιος πιστεύει ότι τα μυστικά του κόσμου θα μείνουν αιώνια κρυμμένα, ζει μέσα στο μυστήριο και το φόβο. Η δεισιδαιμονία θα τον κρατά πίσω. Η βροχή θα διαβρώσει τις πράξεις της ζωής του. Όποιος όμως αναθέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξεχωρίσει το νήμα της τάξης από το υφαντό, μόνο και μόνο από αυτή του την απόφαση θα έχει πάρει στα χέρια του τα ηνία του κόσμου, και μόνο με αυτά τα ηνία θα βρει τον τρόπο να θέσει ο ίδιος τους όρους της μοίρας του.»


Το Κακό κυριαρχεί απ’ άκρη σ’ άκρη στο μυθιστόρημα, όπως και η εγγενής βία που ενυπάρχει στον άνθρωπο – δεν βλέπουμε πουθενά συγχώρεση, μετάνοια, ηθικούς κανόνες, αγάπη, νοιάξιμο, ενσυναίσθηση. Σε μια «έρημη χώρα» («Wasteland» με την ποιητική έννοια του χώρου), που αναπαριστά τόσο γλαφυρά και εκπληκτικά ο συγγραφέας, βλέπουμε τον σχολιασμό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, της πολιτικής του 19ου αιώνα για το πως χτίστηκε ένα έθνος, ένα κράτος αλλά και μια διαφορετική – λοξή ματιά από τις ρομαντικές περιγραφές της κατάκτησης της Δύσης και του έπους των ατρόμητων και macho καουμπόι.
 
Εμφανώς επηρεασμένος από τον Μέλβιλ και τον Φώκνερ, τον Σαίξπηρ αλλά και όλη την αρχαία ελληνική λογοτεχνία (ποίηση, τραγωδία), ο McCarthy, με τον «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟ», δεν δημιουργεί απλά ένα έπος, αλλά με το βιβλίο του αυτό, περνάει στο πάνθεον των πολύ μεγάλων λογοτεχνών, που και τίποτε άλλο να μην έγραφε, θα αρκούσε για τον τίτλο αυτόν. Όμως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, συγκαταλέγεται πλέον στον Κανόνα της Αγγλοσαξονικής Λογοτεχνίας, ως ένα από τα «Μεγάλα Αμερικανικά μυθιστορήματα» (που όλοι οι συγγραφείς της χώρας που σέβονται τον εαυτό τους θέλουν να γράψουν, αλλά σχεδόν κανείς δεν το καταφέρνει), μαζί με καμιά δεκαριά άλλα. Μάλλον θα το δούμε σύντομα και σε κινηματογραφική μεταφορά από τον John Hillcoat που έκανε με σχετική επιτυχία τον «Δρόμο» του ίδιου συγγραφέα, αλλά είμαι τρομερά απαισιόδοξος αν μπορεί να κινηματογραφηθεί αυτό το λογοτεχνικό έργο. Αν και ο «Μεσημβρινός» είναι ένα μυθιστόρημα, που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο – ακόμα και τα μεγαλύτερα ισοδύναμά του - ως προς τον δυναμισμό και την επίδρασή του πάνω στον αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο πέρα από είδη (διότι τυπικά συγκαταλέγεται στα γουέστερν) και κατηγορίες, που όσες φορές και να το διαβάσεις, θα σου αποκαλύψει καινούρια στοιχεία, όσες φορές και να το σκεφτείς θα σταθείς κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό, όσο και να προσπαθήσεις να το ξεχάσεις και να διαβάσεις κάτι άλλο, αυτό το αριστούργημα θα τριβελίζει το μυαλό σου.
 
Βαθμολογία 92 / 100 


 
Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2024
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2024 | Permalink
Η πάλη του φωτός ενάντια στο σκότος ("Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή")
 Στο εξαιρετικό του δοκίμιο «ΑΛΛΟΚΟΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» που εκδόθηκε πριν 8 περίπου χρόνια (σχετικό κείμενο, μπορείτε να διαβάσετε στο blog), ο Νικήτας Σινιόσογλου, ασχολήθηκε με 7 «σαλούς» Έλληνες, που μέσα στους αιώνες άφησαν το στίγμα τους στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Ένας από αυτούς, είναι ο Χριστόδουλος Ευσταθίου (Παμπλέκης) που γεννήθηκε το 1733 στο Ξηρόμερο Ακαρνανίας και πέθανε το 1793 στη Λειψία. Ο Παμπλέκης (όπως είναι περισσότερο γνωστός – προσωνύμιο που του απέδωσαν οι αντίπαλοί του), αποκαλείται από τον Σινιόσογλου: «το μαύρο μαργαριτάρι της νεοελληνικής φιλοσοφίας» και τοποθετείται στο βιβλίο του, στην κατηγορία «Βλασφημία» (ένα από τα επτά αμαρτήματα), αφού ο «αλλόκοτος» αυτός άνθρωπος, αφορίστηκε μετά θάνατο από την επίσημη Εκκλησία.
 
Με τον Χριστόδουλο Ευσταθίου - Παμπλέκη εξ Ακαρνανίας, ως μυθιστορηματικό ήρωα, ασχολείται η έμπειρη στο ιστορικό μυθιστόρημα, και ιδιαίτερα αξιόλογη συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου (1959, Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας), στο νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο «ΒΑΘΥ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ» (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.405), ένα φιλόδοξο εγχείρημα που η συγγραφέας με ενδελεχή και εμπεριστατωμένη έρευνα (που φαίνεται όχι μόνο από την πλούσια βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου αλλά και από τις πολλές ιστορικές λεπτομέρειες που εμπλουτίζουν τις σελίδες του), το φέρνει εις πέρας με αξιοθαύμαστο τρόπο.
Η Πριοβόλου ασχολείται διεξοδικά με τη ζωή του ήρωά της - ενός χαρακτήρα λογοτεχνικά larger than life – «δίνοντάς του» τον λόγο, έχοντας δηλαδή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και η εμπειρία της την καθοδηγεί ώστε να αποφύγει τις παγίδες του αφηγηματικού ύφους που επίλεξε.


Η ζωή του Παμπλέκη, περιγράφεται από τη μέρα που γεννήθηκε έως τη μέρα που πέθανε. Ορφανός από τη μητέρα του λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε, χάνει το ένα του μάτι όταν προσβλήθηκε από ευλογιά μόλις τριών ετών. Το γεγονός της παραμόρφωσής του, τον σημάδεψε σε όλη του τη ζωή και αποτέλεσε αιτία προσβολών με προσωνύμια όπως: «χοιρόδουλος τυφλός», «Κύκλωψ», «γκαβός», «τετυφλωμένος εσωτερικώς και εξωτερικώς» και άλλα. Ο πατέρας του ήταν Κλεφταρματωλός και ήταν μονίμως κρυπτόμενος και αναγκασμένος να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, φθάνοντας πολύ μακριά από τον τόπο τους. Ήταν ακόμα πολύ μικρός ο Χριστόδουλος, όταν συνελήφθησαν στους πρόποδες του Ολύμπου, από τους Τούρκους, και παρακολούθησε τον πατέρα του να πεθαίνει μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Γλύτωσε από το δουλεμπόριο, χάρη σε έναν εύπορο έμπορο από το Λιτόχωρο, τον Καλλία, που διαβλέποντας την έμφυτη ευφυία και φιλομάθεια του μικρού, τον έστειλε να μάθει γράμματα, φθάνοντας σε εφηβική ηλικία στην περίφημη Αθωνιάδα σχολή του Αγίου Όρους, όπου φοίτησε υπό τον Ευγένιο Βούλγαρη μαζί με τον Κοσμά τον Αιτωλό και άλλους.
 
Το πνεύμα της αμφισβήτησης όμως είχε μπει μέσα του. Ερχόμενος σε επαφή με ξένα κείμενα, και με τις ιδέες του Διαφωτισμού, φθάνει σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς κύκλους της Εκκλησίας. Αμφισβητώντας τα πάντα και διαβάζοντας συνεχώς, βλέπει να τίθεται στο περιθώριο και φεύγοντας από το Άγιο Όρος, αδυνατεί να βρει κάποια θέση που να του ταιριάζει, καθώς οι εχθροί του είναι πολλοί και του κλείνουν το δρόμο.
 
«… Τα ερωτήματα που έθετα είχαν να κάμουν με τις θεωρήσεις της θρησκείας μας. Αφού η θεϊκή υπόσταση μας παραδόθηκε από τον Αριστοτέλη ως κάτι το άπειρον και ακατάληπτον, γιατί η ορθόδοξος βυζαντινή παράδοση έλαβε την ιουδαϊκή θρησκεία ως αρχή και έθεσε άλλες βάσεις από εκείνες των αρχαίων μας προγόνων; Ο Ελισαίος δεν φειδόταν απαντήσεων. Είπε πως πριν από αιώνες, όταν η Ορθοδοξία καταργούσε σιγά σιγά – και υποχθόνια – την αρχαία θρησκεία, ο τότε σοφός λεγόμενος Μιχαήλ Ψελλός προσπάθησε να ερμηνεύσει εκ νέου τον Πλάτωνα ως τον πραγματικό πρόγονο της χριστιανικής θεολογίας. Όμως τελικά ο Αριστοτέλης κατέστη αναπόσπαστο μέρος της ανατολικής θρησκείας. Στα κατ’ ιδίαν, άτυπα μαθήματα, ο Ελισαίος προσπαθούσε να μην παρέχει έτοιμες γνώσεις, αλλά να βοηθάει τον νου – τον δικό μου και του Δημητράκη – ώστε να αποκτήσει εμπειρία σκέψης για να βγει από την ανωριμότητα. Να μεταχειριζόμαστε το μυαλό μας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να συνδέει κυκλικά τις ιδέες και τα νοήματα. Λέγοντα κυκλικά, εννοούσε να έχουμε τη δυνατότητα να φτάνουμε ως τις απαρχές. Τότε που ο άνθρωπος, με τη φαντασία και τον νου, μη γνωρίζοντας τον κόσμο που τον περιέβαλλε, ανακάλυψε τον Θεό και τη φιλοσοφία. «Δηλαδή, άλλο η φιλοσοφία και άλλο η θεολογία, δάσκαλε;» αναρωτιόμουν. Ο Ελισαίος μού έλυσε μια και καλή την απορία: «Στη θεολογία ο Θεός έρχεται δια της αποκαλύψεως. Στη φιλοσοφία δια της ανακαλύψεως».
Έτσι, αντιλήφθηκα πως ο δικός μου δρόμος ήταν εκείνος της ανακαλύψεως. Και στην ανακάλυψη αυτή με οδήγησαν όχι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι Μιλήσιοι φυσικοί φιλόσοφοι και ο Πλάτων, τα εγχειρίδια των οποίων μετέφραζε εις την νεωτέρα ελληνική ο Ελισαίος Βραχωρίτης.»
 
Η φυγή στην Ευρώπη είναι πλέον μονόδρομος, οπότε θα πάει στη Βενετία, ως δάσκαλος ελληνικών σε ευκατάστατους εμπόρους, και θα συνεχίσει τις μελέτες του κυρίως σε φιλοσοφικά και επιστημονικά κείμενα της εποχής. Οι συγκρούσεις του με τις Εκκλησιαστικές αρχές θα ενταθούν κυρίως μετά τη μετάφραση από τα γαλλικά του βιβλίου «Αληθής πολιτική» και τη δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο «Περί Φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών και μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών» το 1786, στη Βιέννη, όπου διέμενε.
 
Η συντηρητική όμως πολιτική της Αυστρίας, τον αναγκάζει να μεταβεί στη Λειψία όπου θα γράψει το τελευταίο του βιβλίου «Περί Θεοκρατίας», έναν λίβελλο ουσιαστικά για τα έργα και τις ημέρες της Εκκλησίας, που αποτέλεσε και την αφορμή για τον αφορισμό εκείνου και των οπαδών του.
 
«τοις οθωμανοίς άπαν το γένος ημών παραδόντες (…) ανελεύθερον ανδράποδον καταστήσαντες τούτο, άπαν θείον είδος σχολής και ακαδημίας αυτώ επέκλεισαν οι θεοστυγείς (…) ασπαζόμενοι και προτιμώντας την μωράν θεοκρατίαν περισσότερον από την όντως ιεράν και θείαν φιλοσοφίαν.»Περί Θεοκρατίας»)


Η Πριοβόλου με το βιβλίο της αυτό, δίνοντας στον (μάλλον λησμονημένο) Παμπλέκη φωνή, τον φέρνει στην επικαιρότητα, στο σήμερα. Ο μοναχικός και επίμονος αγώνας του για φως και αφύπνιση του Γένους, είναι πάντα επίκαιρος και ουσιαστικά χρησιμεύει ως ένα καίριο πολιτικό σχόλιο για την εποχή μας. Το Άδικο που κυριαρχεί στο διηνεκές, η πολιτική εκμετάλλευση, οι ανεξάρτητες φωνές που καταπνίγονται, η προσπάθεια για ατομική ελευθερία, και βασικά και πάνω απ’ όλα, ο διαρκής αγώνας του Φωτός ενάντια στο Σκότος, είναι οι βασικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο του βιβλίου που έχοντας τη μορφή ενός auto-da-fe, ενός ιστορικού μυθιστορήματος, γίνεται ένα προσιτό ανάγνωσμα.
 
Η γλώσσα διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας επιλέγει να συνδυάσει τον αφηγηματικό λόγο ενός μορφωμένου ανθρώπου του 18ου αιώνα με τη γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιούσε στα κείμενά του. Η προσπάθειά της αυτή, μετά το αρχικό ξάφνιασμα του αναγνώστη, την δικαιώνει και επιτυγχάνεται ένας ρέων αφηγηματικός ρυθμός που λειτουργεί αποτελεσματικά και παρουσιάζει μεγάλο λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
 
Ο Παμπλέκης μέσα από το βιβλίο παρουσιάζεται ως ένας καθημερινός και ιδιαίτερα βασανισμένος άνθρωπος. Καταδικασμένος από την αρχή του βίου του, στη μοναξιά λόγω της εμφάνισής του, πείσμων και φιλομαθής, εύστροφος και ευφυέστατος, εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που το δίνονται και επιλέγει τον «δύσκολο» δρόμο, υπερασπιζόμενος τις ιδέες του μέχρι τέλους. Το μυθιστόρημα ρέει, δεν πλατειάζει, παρά τον όγκο του και οι ευκολίες αποφεύγονται, ενώ η μίξη αληθινών προσώπων της εποχής – από τον Ευγένιο Βούλγαρη έως τον Ρήγα Φεραίο –, με επινοημένους χαρακτήρες είναι ωραία δομημένη.
 
Η αδυναμία αυτού του εξαιρετικού (κατά τα λοιπά) μυθιστορήματος, είναι η επιλογή της Πριοβόλου να αποφύγει να «τσαλακώσει» τον ήρωά της. Μπορεί να τον «αγάπησε» υπερβολικά, να θαύμασε τόσο πολύ τον αγώνα του, που (χωρίς να φτιάχνει μια αγιογραφία) να μη προσπαθεί (ή να μη θέλει) να δείξει τις αδυναμίες του και τα λάθη του ή να μη τονίζει την έλλειψη διπλωματίας του. Ο Παμπλέκης ξεροκέφαλος και επίμονος, πέρα από τη βεντέτα με τον Διονύσιο Πλαταμώνος, πήγε κόντρα σε όλη τη κατεστημένη εκκλησία. Σε αυτό το κομμάτι, που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, ίσως θα ήταν προτιμότερο να επικεντρωθεί λίγο περισσότερο το μυθιστόρημα. Αλλά όπως γράφω στην αρχή του κειμένου, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, οπότε η κάθε επιλογή του συγγραφέα είναι σεβαστή.
 
Εν κατακλείδι το «Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή», είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που θα παρασύρει τον αναγνώστη με τον ρυθμό του και θα τον βάλει (κυριολεκτικά) μέσα σε ένα σύμπαν αυτογνωσίας και πάλης, σε χρόνους σκοτεινούς που γεννιόταν όμως κάτι μεγάλο. Η Ελένη Πριοβόλου περιγράφει με έξοχο τρόπο αυτή τη μετάβαση των εποχών, τις ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στις επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα στην Ευρώπη, σε ένα βιβλίο που διδάσκει χωρίς διδακτισμό και συγκινεί χωρίς μελοδραματισμό.
 
«Καθώς άπασαν σπουδήν, άπασαν γνώσιν, και τέλος άπαντα θείον και ανθρώπινον καλούμενον φωτισμόν, μόναι αι δύο αύται λέξεις, αρετή και φιλοσοφία. Παν τουναντίον, άπασαν πονηρίαν, άπασαν αγνωσίαν και άπαντα θείον και ανθρώπινον λεγόμενον σκοτισμόν, μόνο αι τοιαύταις αντικείμεναι δύο αύται, αμάθεια δηλαδή και κακία.»Περί Θεοκρατίας»)
 
Βαθμολογία 82 / 100