Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2018 | Permalink
"Οκτώβρης"

Ο ποιητής Όσιπ Μαντελστάμ, σε ένα ποίημά του που δημοσίευσε σε διαφορετικές εκδοχές και με διαφορετικούς τίτλους, έναν περιλάλητο φόρο τιμής στην πρώτη επέτειο της επανάστασης του 1917, μιλάει για “της λευτεριάς το αμυδρό το φως”. Η λέξη που χρησιμοποιεί, σουμέρκι, σημαίνει μούχρωμα και αναφέρεται στο σούρουπο, αλλά μπορεί να αναφέρεται και στο θαμπό φως πριν την αυγή. Και αναρωτιέται ο μεταφραστής του, ο Boris Dralyuk, “το φως της ελευθερίας που σβήνει και χάνεται ή της ελευθερίας το πρώτο φωτερό τρεμόπαιγμα;”
Ίσως η λάμψη στον ορίζοντα να μην είναι ούτε από το αργόσυρτο δειλινό ούτε από το λιγότερο αιφνίδιο χάραμα, αλλά να είναι μάλλον μια παρατεταμένη συστατική αμφισημία. Όλοι μας έχουμε ζήσει ένα τέτοιο λυκόφως, και όλοι μας θα το ζήσουμε και πάλι. Δεν είναι μόνο ρωσικό ένα τέτοιο αλλόκοτο φως.
Βεβαίως της Ρωσίας ήταν αυτή η επανάσταση, ανήκε όμως και ανήκει και σ' άλλους επίσης. Θα μπορούσε να είναι δική μας. Αν οι φράσεις της μένουν ανολοκλήρωτες ακόμη, στο χέρι μας είναι να τις ολοκληρώσουμε.”

Η Ρωσική επανάσταση ήταν ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα (κατά πολλούς το σημαντικότερο). Δεν ήταν μόνο το γεγονός (μια επανάσταση σε μια μεγάλη χώρα και η ανατροπή μιας δυναστείας) ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά, και η επίδρασή του σε ολόκληρο τον κόσμο κυρίως με τα όσα ακολούθησαν. Ένα βιβλίο που προκάλεσε συζητήσεις από την ώρα που κυκλοφόρησε στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο είναι το “ΟΚΤΩΒΡΗΣ” (“October : The story of the Russian Revolution), του Βρετανού συγγραφέα China Mieville (Norwich,1972) και εκδόθηκε πριν λίγους μήνες στην Ελλάδα, από το Μεταίχμιο σε ρέουσα μετάφραση του Γ.Ι.Μπαμπασάκη (σελ.528).



Ο “Οκτώβρης” δεν είναι ένα κλασσικό βιβλίο ιστορίας, γιατί δεν είναι γραμμένο από έναν Ιστορικό ή Πολιτικό επιστήμονα. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο από έναν συγγραφέα λογοτεχνίας, που διακρίνεται μάλιστα και σε ένα είδος ιδιόμορφο, την Επιστημονική Φαντασία. Πράγματι, ο China Mieville έχει διακριθεί και γίνει διάσημος στον χώρο του λογοτεχνικού αυτού είδους αποσπώντας βραβεία όπως το “World Fantasy award”,  και το “Arthur C. Clarke award” (τρεις φορές)ενώ είναι δημιουργός σειράς κόμικς. Η ενασχόλησή του με την λογοτεχνία, φαίνεται στον “Οκτώβρη” που η μεγαλύτερη αρετή του, είναι η σαγηνευτική του γλαφυρότητα και η προσοχή στην λεπτομέρεια των γεγονότων που αφηγείται για τις ταραγμένες ημέρες του 1917.

Το βιβλίο καλύπτει μια περίοδο 10 περίπου μηνών, ξεκινάει από τα γεγονότα του Φεβρουαρίου 1917 και την Φεβρουαριανή επανάσταση η οποία ανέτρεψε την μοναρχία, έως την Οκτωβριανή επανάσταση αργότερα την ίδια χρονιά. Με μια αρκετά εκτενή εισαγωγή (που αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο) για τα γεγονότα που "προετοίμασαν" το 1917, τους αναρχικούς του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (περιέργως δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον Νετσάγιεφ), τον ΡωσοΙαπωνικό πόλεμο και την οικτρή συνειδητοποίηση ότι η Ρωσία δεν είναι πλέον μεγάλη στρατιωτική δύναμη, την εξέγερση/επανάσταση του 1905, τον Ρασπούτιν και την επιρροή στην Τσαρική οικογένεια, τον τσάρο Νικόλαο και την πολιτική του.

Ο Μιέβιλ ακολουθεί ημερολογιακή καταγραφή (σχεδόν καθημερινή) των γεγονότων από τον Φεβρουάριο έως τον Οκτώβριο. Επικεντρώνει σε μικρές λεπτομέρειες, παραθέτει σκηνές της καθημερινότητας, τις μικροεξεγέρσεις, τις πορείες, την αναταραχή, τις διαβουλεύσεις, τα πολιτικά παιχνίδια, τους διάφορους πολιτικούς που εναλλάσσονταν στην εξουσία, τους Καντέτους,τους Μενσεβίκους με την αντιφατική πολιτική τους, τους Εσέρους, τους Μπολσεβίκους που αργά αλλά μεθοδικά έστρωναν το έδαφος για την κατάληψη της εξουσίας. Σκηνές μεγαλείου διαδέχονται τις κωμικοτραγικές σκηνές, ενώ περιγράφεται υπέροχα η πορεία του Λένιν, από την εξορία στην επιστροφή του στη Ρωσία, η φυγή του στην Φινλανδία, η απομόνωσή του, τα φυλλάδια που έστελνε και που κάποια παλιώνανε μέχρι να φτάσουν στους αποδέκτες τους, λόγω της ταχύτητας των γεγονότων ή τις συχνές αλλαγές στην πολιτική των Μπολσεβίκων. Ο συγγραφέας τονίζει διαρκώς ότι η Ρωσική επανάσταση δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, αν δεν υπήρχε σε εξέλιξη ο Α παγκόσμιος πόλεμος. Ήταν λαϊκή απαίτηση η επιστροφή των στρατιωτών από το μέτωπο και οι Μπολσεβίκοι εκμεταλλεύτηκαν ακριβώς αυτό το συναίσθημα. Όπως δεν θα είχε γίνει τίποτα αν δεν είχε προηγηθεί η Φεβρουαριανή επανάσταση να βάλει τα πράγματα σε μια τροχιά, να ανατρέψει το Τσαρικό καθεστώς.



Ο Μιέβιλ εξετάζει τα γεγονότα με μια καθαρά αριστερή προσέγγιση. Δεν χαρίζεται στον Κερένσκι (πολιτικός που πλέον έχει αναθεωρηθεί η στάση του στην διάρκεια της εξουσίας του, από τους σύγχρονους ιστορικούς της Δύσης), αναλύει την στάση του ανόητου και παντελώς ανίκανου Τσάρου Νικόλαου, στέκει με απεριόριστο σεβασμό απέναντι στον Λένιν - περιγράφοντας με γλαφυρότητα, το ταξίδι του από την Γερμανία στο περίφημο τρένο, τις μεταμφιέσεις του για να αποφύγει τις συλλήψεις και το κυνηγητό των αρχών, την προσαρμογή του στις συνθήκες και την εκπληκτική του αντίληψη για το timing των πραγμάτων (ή τις “κωλοτούμπες” του - ανάλογα πως το βλέπει κανείς), τον Τρότσκι και τους υπόλοιπους ηγέτες των Μπολσεβίκων. Επικέντρωσε (όπως αναφέρει ο ίδιος) σε βιβλία και όχι σε επιστημονικές μονογραφίες ή κείμενα της εποχής, κάτι που ίσως στερεί ακαδημαϊσμό από το βιβλίο αλλά προσθέτει λογοτεχνικότητα.

15 Οκτωβρίου. Στη γωνία των οδών Σαντόβαγια και Απράξινα, εκεί όπου πυροβολισμοί από ψηλά είχαν σκοτώσει και διαλύσει τους διαδηλωτές, ένα πλήθος έφραξε τον δρόμο στα τραμ. Ζητούσαν με φωνές σάμοσουντ, δίκη του δρόμου, για δύο ανθρώπους που αποπειράθηκαν να κλέψουν από ένα κατάστημα, έναν άντρα που φορούσε στολή στρατιώτη, και μια γυναίκα, που φορούσε κομψά ενδύματα. Ο όχλος πέρασε από το κτίριο της πολιτοφυλακής και έφτασε στο κατάστημα όπου κρατούνταν έντρομοι οι δύο επίδοξοι κλέφτες. Ένα πολυπληθές εξαγριωμένο μπουλούκι έσυρε τον άντρα έξω, ενώ η συνεργός του έτρεξε κλαίγοντας σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Το πλήθος έθεσε εκτός μάχης έναν αξιωματικό που προσπάθησε να την προστατέψει, άνοιξε βίαια την πόρτα του θαλάμου, έσυρε έξω τη γυναίκα και άρχισε να την ξυλοκοπά.
Τι περιμένουμε;” φώναξε κάποιος. Έβγαλε ένα πιστόλι και σκότωσε τον άντρα. Σιωπή. Μετά, κάποιος πυροβόλησε και τη γυναίκα, ενώ οι πολιτοφύλακες έστεκαν ανήμποροι και κοίταζαν.
Κυριακή στο Πέτρογκραντ. Έτσι λειτουργούσε η δικαιοσύνη εκεί.”



Η αφήγηση περιορίζεται στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης, ως τόπο πρωταγωνιστή των γεγονότων. Οι περιγραφές της καθημερινότητας των συμπλοκών είναι εξαιρετική και η ατμόσφαιρα που υπάρχει στο βιβλίο είναι λογοτεχνική, ζωντανή και ιδιαίτερα κινηματογραφική και αποτελεί το μεγάλο προσόν του βιβλίου. Οι ιστορικές λεπτομέρειες είναι ακριβείς αλλά κεντρικό ρόλο παίζουν τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, οι καθημερινές τους αγωνίες, οι αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματά τους, τα λάθη τους και οι υπερβολές τους.

Διαβάζεται σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα – εξάλλου τα γεγονότα ήταν τέτοια και τόσο καταιγιστικά που συνθέτουν μια υπέροχη περιπέτεια. Ο Μιέβιλ δεν έγραψε ένα βιβλίο για τον επιστημονικό κόσμο – γι' αυτό κατηγορήθηκε για “επιδερμικότητα” και “αφέλεια” από τους Ιστορικούς - αλλά για τον μέσο αναγνώστη.Δεν κρύβει το πάθος του για τα γεγονότα, ούτε την απογοήτευσή του για την πορεία τους και την αντιπάθειά του για τον καιροσκοπισμό του Στάλιν, αφήνεται σκοπίμως να παρασυρθεί από ενθουσιασμό και ρομαντισμό, μεταφέρει την ένταση των ημερών έτσι ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί μέρος της ιστορίας, των γεγονότων και τελικά γράφει ένα θαυμάσιο και ιδιαίτερα ευανάγνωστο βιβλίο.

Υ.Γ.  Για εκείνον που θέλει να ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα, παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου όχι μόνο από τον συγγραφέα αλλά και από τον συνεπή μεταφραστή Γ.Ι.Μπαμπασάκη.







 
Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2018 | Permalink
"Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι"

Η μνήμη και ο χρόνος, η απώλεια και ο πόνος, η νοσταλγία και το διαρκές ερώτημα "τι και που είναι η πατρίδα", η ανταλλαγή πληθυσμών και η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, η πολιτική, οι οικογενειακές διαμάχες και διαφορές, οι αποτυχημένοι έρωτες, η βία, τα αδιέξοδα και η αναζήτηση εαυτού. Αυτά και άλλα πολλά πραγματεύεται η σχετικά νέα και πολύ καλή συγγραφέας, Βίκυ Τσελεπίδου (Καβάλα, 1975), στο πολύ αξιόλογο μυθιστόρημά της "ΑΛΕΠΟΥ, ΑΛΕΠΟΥ, ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ;", (Εκδ. Νεφέλη, σελ. 392), ένα πολύ φιλόδοξο βιβλίο, που ακόμα και εκεί που αποτυγχάνει, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν στη Μικρά Ασία και είναι ουσιαστικά ένα κυνηγητό όπου ο χρόνος παγώνει όταν μιλάει η αλεπού. Ο χρόνος, είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα της Τσελεπίδου, ο χρόνος με τα συνεχή άλματα στην αφήγηση, από την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις μέρες μας, ο χρόνος που διαστέλλεται και συστέλλεται.


"Κοίταζε ο τελευταίος την πλάτη του μπροστινού του κι εκείνος του δικού του μπροστινού κι εκείνος του πιο μπροστά ακόμα. Να ήξερε άραγε ο πρώτος πρώτος, ο δίχως μπροστινό, που πηγαίνανε; Πίσω από ένα διάφανο, μακρύ μπερντέ βάδιζε κι οι άλλοι ακολουθούσαν. Ποιοι τα σκοινιά κουνούσαν τι τους ένοιαζε, στην πορεία τους αυτοί. Γραμμικά, από το σημείο άλφα στο σημείο βήτα, στη σειρά σαν τα μυρμήγκια. Που πήγαιναν και ποιος τα σκοινιά κουνούσε, δεν προλάβαιναν με τέτοιες έγνοιες να γεμίσουν το κεφάλι τους. Πήγαιναν."

Η Τσελεπίδου μέσα από την ιστορία δύο οικογενειών αφηγείται ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Οι παππούδες που εκδιώχθηκαν βίαια από τον τόπο τους, για να τους παραχωρηθεί ένα κομμάτι γης σε μια νέα πατρίδα, που υποχρεωτικά πλέον, έπρεπε να την αγαπήσουν και να ζήσουν στα όριά της. Ουσιαστικά "δύο φορές ξένοι" όπως έχει ως τίτλο το (πολύ χρήσιμο και έξοχο) βιβλίο/μελέτη του Bruce Clark με το οποίο συνομιλεί απευθείας (σε μυθιστορηματικό επίπεδο), το βιβλίο της Τσελεπίδου, δεν θα αισθανθούν ποτέ το νέο μέρος ως τόπο τους και διαρκώς θα ονειρεύονται τα μέρη μακριά στην Ανατολή, έρωτες καταπιεσμένους και απωθημένους που άφησαν πίσω, σπίτια χαμένα για πάντα.

Η οικογενειακή ιστορία της γιαγιάς Αναστασίας (εμβληματικής μορφής στην αφήγηση), εναλλάσσεται με αυτήν της εγγονής Λουκίας που βιώνει (μας συστήνεται ουσιαστικά με) μια διαφορετικής μορφής βία μέσα από τις σχέσεις της. Συναισθηματικά κακοποιημένη, προσπαθεί να βρει τον εαυτό της με την βοήθεια μιας ψυχολόγου, σκαλίζει το ερωτικό αλλά και το οικογενειακό της παρελθόν. Η Λουκία λειτουργεί ως κεντρικός αφηγητής και συνεκτικός κρίκος της οικογενειακής ιστορίας μέσα από επεισόδια ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά.



"Την πρώτη φορά που τσακωθήκαμε με τον Λευτέρη, δεν σταθήκαμε ιδιαίτερα σ' αυτό. Είπαμε πως είναι φυσιολογικό καμιά φορά τα ζευγάρια να μαλώνουν μεταξύ τους. Όταν άρχισε ο ένας καβγάς μετά τον άλλον, πήγαινα και κλεινόμουν στο μπάνιο κι άφηνα τη βρύση να τρέχει, οι διπλανοί άκουγαν τη βρύση να τρέχει, κοίταζα βαθιά στον καθρέφτη, κολλούσα τη μύτη μου. Δεν έκλαιγα, κοίταζα. Η βρύση έτρεχε. Θυμόμουν μετά να κλειδώσω την πόρτα. Ξανακολλούσα τη μύτη μου."

Από την Καππαδοκία στη Δράμα, στη Θράκη, στο Λονδίνο, στην Ισπανία, ξανά πίσω. Οι δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες της ιστορίας με την νεότερη να αφηγείται περιστατικά του ευρύτερου οικογενειακού βίου, ενώ στο βιβλίο ενσωματώνονται ψυχαναλυτικά κείμενα, ειδήσεις, άρθρα του τύπου της εποχής, ιστορικά ντοκουμέντα - το βιβλίο ξεκινάει με μια παράθεση ονομάτων προσφύγων που έζησαν στην Μικρά Ασία και ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών, γκιαούρηδες εκεί, Τουρκόσποροι εδώ. Η ιστορία είναι ένας κύκλος, ο χρόνος είναι ένας κύκλος και η εξορία υπάρχει έξω και μέσα μας, με διαφορετικές συνθήκες ανά χρονική περίοδο.

Η έννοια της πατρίδας αιωρείται διαρκώς πάνω από την οικογενειακή ιστορία που περιγράφει η συγγραφέας καθώς και τα ερωτήματα περί ταυτότητας, καταγωγής και της αίσθησης του ανήκειν. Πατρίδα, κληρονομιά, οικογενειακές σχέσεις, το τραύμα που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, αναπάντητα ερωτήματα τα οποία τίθενται στην ροή της ιστορίας, στην ραχοκοκαλιά του βιβλίου, προσδίδοντας υπαρξιακό βάθος στο βιβλίο.

"Αλμύρα στα ποτάμια, στις θάλασσες και στους καταρράκτες, πως ξεδιψούν εδώ οι άνθρωποι; Απ' αυτόν, όχι απ' εκείνον τον δρόμο, μοναχός στα περίχωρα της Ξάνθης βρέθηκε, έχει ακόμη πολλούς Τούρκους εκεί άκουσε, θα πάει να δει, να ρωτήσει, σ' αυτούς που ξέρει, που νιώθει να συνεννοηθεί. Με τους άλλους, τους ντόπιους τους Έλληνες, τι να πει, το Πάτερ Ημών; Λιώνει το μέσα του για ένα ρακί, για μια κουβέντα, κάποιον για να μιλήσει, να χνοτίσουν τα ποτήρια τους, να τα σκουπίσουν στα σαλβάρια, ξανά να τα γεμίσουν, ούτε που ξέρει οι δικοί του, οι χωριανοί του πού σκόρπισαν, άλλον δρόμο πήραν αυτοί, αποδώ αποκεί χάθηκαν, ούτε που κατάλαβε πως έμεινε τώρα μόνος , στη Δράμα του είπε ένας πως μίλαγαν για το χωριό του, θα πάει, μα τώρα εδώ που βρέθηκε θέλει ένα ρακί, να κάψει τον ουρανίσκο, να πει για τις μαύρες νύχτες του, να τα πει, μια στάλα τον χρόνο να σταματήσει, πάνω στο μαύρο τρένο του τρέχει ο χρόνος, να έχουν, λες, άραγε ρακί εδώ;"



Η Τσελεπίδου έχει προσπαθήσει πολύ να συμμαζέψει το υλικό της, δεν αφήνει τον συναισθηματισμό που κάποιες στιγμές δείχνει να κυριαρχεί στην αφήγηση, να κυριαρχήσει, προσπαθεί να τον ελέγξει. Κάποιες φορές το πετυχαίνει, κάποιες όχι. Το πρόβλημα που εντοπίζω στο (κατά βάση εντυπωσιακό ως εγχείρημα) μυθιστόρημα είναι στα πολλά άνισα σημεία του, υπάρχει δηλαδή θέμα δομής και οικονομίας στο σύνολο του βιβλίου, κυρίως στο σύγχρονο κομμάτι της αφήγησης της Λουκίας που δείχνει να επαναλαμβάνεται σε αντίθεση με την ιστορία των προσφύγων που είναι πιο συγκροτημένη και ελεγχόμενη. Η συγγραφέας κινείται με άνεση στις σκληρές σκηνές, στις κυνικές περιγραφές (όπως άλλωστε και στην ωραιότατη συλλογή διηγημάτων της "Ελλενίτ") στις περιγραφές της βίας, που είναι και το ισχυρό της ατού, δείχνει ανασφαλής στις πιο προσωπικές σκηνές και αμήχανη στις συναισθηματικές.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί με ευρηματικότητα, στοιχεία μαγικού ρεαλισμού στο βιβλίο, τα οποία σε συνδυασμό με την ιστορία της γιαγιάς Αναστασίας προσδίδουν γοητεία στην ανάγνωση, η δε μετάβαση στη σύγχρονη εποχή έχει μέσα ρεαλισμό αλλά και ποιητικότητα. Η πρόσμιξη αυτών των στοιχείων, κάποιες φορές λειτουργεί, πλειστάκις όμως δείχνει αμήχανη και ανούσια (όπως στους εσωτερικούς μονολόγους) στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Το νήμα της αφήγησης που είναι άλλοτε γραμμική, άλλοτε κάνει κύκλους, χάνεται ενίοτε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται και το υλικό δείχνει χαοτικό και ανοικονόμητο.

Όπως ανέφερα στην αρχή του κειμένου, το εγχείρημα της Τσελεπίδου, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, σίγουρα πολύ γοητευτικό με πολλές αρετές. Θεωρώ ότι προσπάθησε να τα πει όλα με τη μια, φορτώνοντας υπερβολικά την ιστορία της,  κάποιες φορές ο συναισθηματισμός την παρέσυρε σε μελοδραματισμούς, αλλά η γενικότερη αναγνωστική αίσθηση είναι καλή και το βιβλίο αποτελεί μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια εγγράφοντας ισχυρές υποθήκες για το λογοτεχνικό της μέλλον.

"Ποιοι Τούρκοι; Τις κτηνωδίες εκείνες, τους σκοτωμούς, τις λεηλασίες, τις φωτιές, το χάλασμα των κοριτσιών, τους εξευτελισμούς, οι Τούρκοι οι δικοί μας τα έκαναν; Τ' αυτιά με τα σκουλαρίκια, τα δάχτυλα με τα δαχτυλίδια, οι Τούρκοι οι δικοί μας τα έκοψαν; Κι αυτοί τους έτρεμαν τους Τσέτες. Οι πιο πολλοί. Άλλοι επέλεξαν αλλιώς. Έτσι το ένιωσαν. Ότι πια δεν ήμασταν δικοί τους, ότι τα χώματα εκείνα δε μας χώραγαν πια όλους, σαν να μίκραινε ξαφνικά η γης. Ότι, για να δώσουν καλούς καρπούς τα χώματα, έπρεπε όλα τα αγριόχορτα να ξεριζωθούν. Ότι πια είχε έρθει η ώρα για καθαρές λύσεις. Τέρμα τ' ανακατέματα κι οι σπαζοκεφαλιές. Εσείς είστε οι Εσείς, κι εμείς οι Εμείς. Στη γωνιά σας εσείς, στη δικιά μας εμείς. Ο Έβρος, το Αιγαίο ανάμεσα για να ξεπλένει τα λύματα. Κάννες εκατέρωθεν προτεταμένες."

Βαθμολογία: 75 / 100



 
Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2018 | Permalink
2 πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ + ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Με δύο βιβλία μυθοπλασίας, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, για λόγους όμως οικονομίας χρόνου, θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Πρόκειται για το ωραίο αλλά μάλλον άνισο μυθιστόρημα του Ισλανδού Jon Kalman Stefansson (Ρέικιαβικ,1963) με τίτλο "ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ" ("Himmariki og helviti"), και με το νέο εξαιρετικό μυθιστόρημα του πάντα αγαπημένου Χιλιανού συγγραφέα Luis Sepulveda (Ovalle, 1949) που έχει ως τίτλο "ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ" ("El fin de la historia").


Στο "Παράδεισος και κόλαση" (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. - από τα Γαλλικά και τα Αγγλικά - Ρ.Κολαΐτη, σελ. 218), που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, βρισκόμαστε στην Ισλανδία στις αρχές του 20ου αιώνα. Κοινότητες ψαράδων, άγρια φύση, σκληρός τόπος, φτωχοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές που περιμένουν να ηρεμήσει η θάλασσα (φίλος και εχθρός ταυτόχρονα), να βγουν για ψάρεμα μπακαλιάρου, την μοναδική πηγή εισοδήματός τους. Σε μια τέτοια κοινότητα διαδραματίζεται το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος. Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, το Παιδί, ένας έφηβος που δεν έχει όνομα στο μυθιστόρημα του Στέφανσον, άμαθος και πρόθυμος για δουλειά. Κολλητός του φίλος, ο λίγο μεγαλύτερός του Μπάρδουρ, ένας άτυπος προστάτης και φύλακας του Παιδιού που δεν έχει κανέναν πια στον κόσμο, ο ρομαντικός και συναισθηματικός Μπάρδουρ που κουβαλάει πάντα μαζί του, τον "Απολεσθέντα Παράδεισο" του Μίλτον.

Τα δύο αγόρια επιβιβάζονται στην μεγάλη βάρκα και βγαίνουν μαζί με την ομάδα των ψαράδων στο πέλαγος, γρήγορα όμως ο Μπάρδουρ συνειδητοποιεί ότι έχει ξεχάσει τη νιτσεράδα του στο καλύβι όπου πέρασαν τη νύχτα, χαμένος μέσα στους στίχους που τον είχαν μαγέψει, και βέβαια η νιτσεράδα δεν είναι απλά ένα πανωφόρι ένα μπουφάν αλλά, το ρούχο που μπορεί να σε κρατήσει στη ζωή αν η θάλασσα αγριέψει και όταν τα νερά πέφτουν πάνω στο μικρό σκάφος.
Τα χειρότερα έρχονται και ο καιρός χαλάει, τα κύματα είναι μεγάλα, η θερμοκρασία πολύ χαμηλή, ο Μπάρδουρ παγώνει κυριολεκτικά και παρά τις απελπισμένες προσπάθειες των συντρόφων του να τον σώσουν πεθαίνει. Το παιδί είναι ράκος. Γυρνάνε στην ακτή και αποφασίζει να φύγει από την κοινότητα, να παρατήσει τα πάντα, να πάει στο χωριό του Μπάρδουρ να επιστρέψει το δανεισμένο βιβλίο στον ιδιοκτήτη του και μετά θα δει τι θα κάνει. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στο Χωριό (κι αυτό χωρίς όνομα) και στην προσπάθεια του παιδιού να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, να κάνει μια νέα αρχή, να αποκτήσει πάλι πίστη στη ζωή.

"Οι άνθρωποι ζουν, έχουν τις στιγμές τους, τα φιλιά τους, τα γέλια τους, τα σφιχταγκαλιάσματά τους, τα γλυκόλογά τους, τις χαρές και τις λύπες τους, κάθε ζωή αποτελεί ένα σύμπαν που στη συνέχεια καταρρέει και δεν αφήνει πίσω του τίποτα πέρα από κάποια αντικείμενα που γίνονται πολύτιμα και ελκυστικά με τον χαμό του κατόχου τους, γίνονται σημαντικά, κάποιες φορές ακόμα και ιερά, θαρρείς και τα κομμάτια της χαμένης ζωής μεταφέρθηκαν στο φλιτζάνι του καφέ, στο πριόνι, στη βούρτσα των μαλλιών, στο κασκόλ. Μα τελικά όλα ξεθωριάζουν, οι αναμνήσεις σβήνουν με το χρόνο και το καθετί πεθαίνει. Εκεί που υπήρχε άλλοτε ζωή και φως σήμερα υπάρχει σκοτάδι και λήθη."



Το μυθιστόρημα του Στέφανσον, είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, τόσο αυτόνομα μεταξύ τους που θα μπορούσαν να είναι δύο ανεξάρτητες νουβέλες με τον ίδιο ήρωα. Και αν στο πρώτο μέρος η δράση είναι συνεχής και η αγωνία κατακλύζει τον αναγνώστη, στο δεύτερο μέρος παρακολουθούμε περισσότερο την ζωή στο Χωριό, τους κατοίκους του, τις διαφορετικές προσωπικότητες που διαμένουν σε αυτό, το παρελθόν τους και την καθημερινότητά τους με ένα χαλαρό και στοχαστικό ύφος.

Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον στυλ με πολλές λυρικές εξάρσεις κυρίως στο πρώτο μέρος που είναι εμφανώς καλύτερο από το δεύτερο - τόσο καλύτερο που οι εντυπώσεις όσο προχωράει η αφήγηση χαλάνε την αρχική αίσθηση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ ωραίες προτάσεις, γεμάτες ποιητικότητα και συναίσθημα αλλά η ιστορία δείχνει να  χάνει σιγά σιγά το κέντρο βάρους της, ο χαρακτήρας του παιδιού, στιβαρός και δομημένος δείχνει όσο οδεύουμε προς το φινάλε του βιβλίου όλο και πιο αχνός, όλο και πιο χάρτινος.

Ωραίο αλλά άνισο μυθιστόρημα το "Παράδεισος και Κόλαση", μας δίνει μια γεύση της Ισλανδικής κοινωνίας πριν από πολλά χρόνια, και περιγράφει με πολύ συναίσθημα την αγνή και άδολη φιλία, την συντροφικότητα, την απώλεια και την θλίψη. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει απόλυτα στην δημιουργία της ατμόσφαιρας αλλά οι προσδοκίες που καλλιεργούνται από τις πρώτες 100 σελίδες δεν επιβεβαιώνονται από την συνέχεια του βιβλίου.

Βαθμολογία 74 / 100

_____________________________________________


Τελείως διαφορετική αίσθηση σου αφήνει το σπιρτόζο και ελεγειακό μυθιστόρημα του Luis Sepulveda, "Το τέλος της ιστορίας" (εκδ. Opera, μετάφρ. Αχ. Κυριακίδης, σελ. 204). Το βιβλίο του έμπειρου και πάντα καλού Χιλιανού συγγραφέα είναι ένα γνήσιο polar, ένα δηλαδή αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα νουάρ, με πολιτική χροιά, θα είναι όμως άδικο για το βιβλίο αυτό να κατηγοριοποιηθεί γιατί αγγίζει πολλά θέματα μέσα από την επιφανειακά προβλέψιμη πλοκή του.

Ο Σεπούλβεδα επαναφέρει στην λογοτεχνική δράση, έναν παλαιότερο ήρωα του, τον Χουάν Μπελμόντε, πρωταγωνιστή και κεντρικό χαρακτήρα στο θαυμάσιο "Όνομα ταυρομάχου", μια αστυνομική περιπέτεια που εκτυλίσσεται μεταξύ Αμβούργου και Γης του Πυρός και όπου ο Μπελμόντε (με το όνομα ενός διάσημου ταυρομάχου) προσπαθεί να βρει έναν χαμένο θησαυρό (πολλά χρυσά νομίσματα) κλεμμένο από τους Ναζί, δουλεύοντας για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας Lloyd's, αντίπαλός του θα είναι ένας πράκτορας της Ανατολικογερμανικής Στάζι. Στην αναζήτησή του αυτή θα έρθει αντιμέτωπος με πολλά φαντάσματα του παρελθόντος του.

Στο "Τέλος της ιστορίας" (τίτλος καθόλου τυχαίος), βρισκόμαστε στο 2010 η Χιλή ζει τις "νεοφιλελεύθερες" ημέρες της και το παρελθόν χτυπάει ξανά την πόρτα του κουρασμένου αλλά και γηρασμένου Μπελμόντε που ζει αποτραβηγμένος στον Χιλιανό νότο σε ένα απομακρυσμένο και απομονωμένο μέρος, μαζί με την Βερόνικα, την σύντροφό του, η οποία έχει χάσει την ικανότητά της για ομιλία μετά τα βασανιστήρια που υπέστη από το καθεστώς Πινοτσέτ στην διαβόητη Βίλα Γκριμάλντι του Σαντιάγο. Ο Μπελμόντε, παλιός αντάρτης που συμμετείχε ενεργά στα απελευθερωτικά κινήματα της Ν.Αμερικής, που διετέλεσε και μέλος της προσωπικής φρουράς του προέδρου Αλιέντε είχε εκπαιδευτεί ως ελεύθερος σκοπευτής από τους Ρώσους με αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Τώρα ο παλιός του εργοδότης, έρχεται με άλλη ιδιότητα πλέον και μαζί με τους Ρώσους της νέας εποχής, του ζητάνε να φέρει εις πέρας μια αποστολή που αρχικά φαίνεται απλή αλλά από πίσω της κρύβει πολλές παγίδες. Ο Μπελμόντε εκβιάζεται εμμέσως να φέρει εις πέρας την αποστολή διότι απειλείται με την αποκάλυψη της παλιάς του ιδιότητας στις αρχές και την ανατροπή της τωρινής ήσυχης ζωής του, κυρίως δε της φροντίδας στην αγαπημένη του Βερόνικα. Όσο όμως αντιλαμβάνεται ότι η ανάθεση αυτή αποτελεί και μια ιδανική ευκαιρία να κλείσουν παλιοί λογαριασμοί, όχι μόνο δικοί του αλλά και των άλλων χώνεται όλο και περισότερο στην αποστολή. Δεν μπορείς να ξεφύγεις το παρελθόν είναι διαρκώς παρόν και προβάλλει μπροστά σου σε ότι κάνεις...

"..."Η αποστολή ονομάζεται Μιγκέλ Κρασνόφ".
Με το άκουσμα αυτού του ονόματος έκανα ένα αστραπιαίο ταξίδι στο χρόνο, μια ιλιγγιώδη μετακίνηση με την ταχύτητα του μίσους, μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός. Στο ταξίδι αυτό είδα την Βερόνικα όταν την έπαιρναν απ' το σπίτι με τα μάτια μπανταρισμένα και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Ίσα που της έδωσαν λίγο χρόνο να φορέσει ένα τζιν και μια μπλούζα(....)Την έχασα(...)Έφυγα απ' τη Χιλή, πολέμησα αλλού, και με κάθε σφαίρα που έριχνα στη ζούγκλα της Νικαράγουας σκεφτόμουν εκείνην. Έτσι πέρασαν τα χρόνια και οι ήττες, ώσπου ένα γράμμα που πήρα στο Αμβούργο μού την έφερε πίσω. Η Βερόνικα είχε πέσει στα χέρια του Κοζάκου, του Μιγκέλ Κρασνόφ, του μόνου που βασάνιζε με ακάλυπτο πρόσωπο στη Βίλα Γκριμάλντι. Ο Κοζάκος της έδειχνε μια φωτογραφία που ήμαστε οι δυο μας σ' ένα πάρκο του Σαντιάγο, και της ζητούσε τ' όνομά μου. Η Βερόνικα σιωπούσε. Ο Κρασνόφ, ο Κοζάκος, την άρπαζε από τα σγουρά μαλλιά της και της έταζε την ελευθερία της αν του έδινε τη διεύθυνση της κρυψώνας μου. Η Βερόνικα τη γνώριζε και σιωπούσε. Σφάδαζε απ' τον πόνο σε κάθε βασανιστήριο και σιωπούσε. Η σιωπή της ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης της για μένα και για τους συντρόφους. Η Βερόνικα αποφάσισε να ξεχάσει το μηχανισμό που οδηγεί τις λέξεις απ' το αίσθημα στο στόμα, και με όση μαχητικότητα της είχε απομείνει φτερούγισε μακριά από το βασίλειο του Κοζάκου.
Πέταξαν το σώμα της σε μια χωματερή του Σαντιάγο. Ένα σώμα ανάμεσα σε άλλα άψυχα, αλλά η Βερόνικα κρατούσε ακόμα τη φλογίτσα που φωτίζει τη ζωή, σαν φάρος μικροσκοπικός στην πιο πυκνή και σκοτεινή νύχτα. Εκεί την βρήκε η δόνια Ανίτα και τη φρόντισε για λογαριασμό μου."


Η ιστορία που περιγράφει με ζωντάνια και ακατάπαυστο χιούμορ (ακόμα και στις πιο δραματικές της σκηνές) ο δαιμόνιος Χιλιανός, έχει μέσα φασίστες Κοζάκους που βρήκαν στην δικτατορία Πινοτσέτ την ιδανική τους πατρίδα, Ρώσους πρώην Σοβιετικούς πράκτορες που τώρα είναι μισθοφόροι, πρώην συντρόφους στον αγώνα που τώρα κινούνται παραβατικά σε άλλους τομείς, ανθρώπους ηττημένους και κουρασμένους, ανθρώπους απογοητευμένους όπως κι ο ίδιος ο ήρωας, ο γοητευτικός Μπελμόντε

Η πλοκή με την εντελώς κινηματογραφική ροή, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ούτε εξελίσσεται πολύ, αλλά είναι η αφήγηση του Σεπούλβεδα που κάνει το βιβλίο ακαταμάχητο και τα ιστορικά στοιχεία γύρω από τους Κοζάκους και την πορεία τους από την Ρώσικη επανάσταση μέχρι τις μέρες μας που είναι συγκλονιστικά. 
Το βιβλίο αφιερώνει ο συγγραφέας στην σύζυγό του Κλάρα και σε όλες και όλους πέρασαν από την Βίλα Γκριμάλντι και υπέστησαν τα φρικτά και άκρως σαδιστικά βασανιστήρια που κάποια από αυτά περιγράφονται στο βιβλίο. Η Βερόνικα που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, είναι ένα alter ego της Κλάρας κάτι που καθιστά την αφήγηση ακόμα πιο προσωπική, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα θέτοντας συνεχώς προβληματισμούς για το μέλλον της Χιλής και την πορεία της στον χρόνο.

Έξοχο ανάγνωσμα που διαβάζεται απνευστί και συγκινεί με το ύφος και την απλότητά του, έργο ωριμότητας, ελεγειακό και συγκινητικό, απόλυτα πολιτικό και με καίριο κοινωνικό σχόλιο το οποίο διανθίζεται με τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ που πάντα διαθέτουν τα βιβλία του πάντα πολύ καλού Χιλιανού συγγραφέα.

Βαθμολογία 80 / 100



 
Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2018 | Permalink
"Η χαρά του πολεμιστή", μια εξαιρετική ανθολογία διηγημάτων του Tobias Wolff

Είναι μεγάλη απόλαυση να διαβάζεις διηγήματα από σπουδαίους τεχνίτες του λόγου, και η έκδοση της ανθολογίας του εξαιρετικού Αμερικανού συγγραφέα Tobias Wolff (Αλαμπάμα, 1945) με τίτλο “Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ και άλλα διηγήματα”, που εκδόθηκε την περασμένη χρονιά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση των Γ.Παλαβού και Τ.Αναστασίου (σελ. 188) αποτελεί μεγάλη λογοτεχνική προσφορά.

Τον Tobias Wolff, το ελληνικό κοινό τον γνώρισε πριν από μερικά χρόνια με τις πολύ ωραίες νουβέλες του Το παλιό σχολείο και Οκλέφτης του στρατοπέδου, αλλά δεν είχαν εκδοθεί ποτέ στη χώρα μας τα διηγήματά του, είδος στο οποίο διακρίθηκε ιδιαίτερα και ξεχώρισε. Το ύφος των ιστοριών του Γουλφ θυμίζει Κάρβερ, ίσως είναι ότι πιο κοντινό σε αυτόν τον τεράστιο διηγηματογράφο και στο βιβλίο αυτό, παρουσιάζεται ένα αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του συγγραφικού του στυλ με δέκα διηγήματα μικρού ως επί το πλείστον μεγέθους που είναι όλα εκπληκτικά.



Τα διηγήματα της ανθολογίας, όπως αναφέρουν στο εισαγωγικό τους σημείωμα οι δύο μεταφραστές της έκδοσης, παρατίθενται με χρονολογική σειρά και προέρχονται από τέσσερις διαφορετικές συλλογές τα εννέα, ενώ ένα από αυτά (“Ο Άγρυπνος”) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “New Yorker” (ένα περιοδικό που έχει φιλοξενήσει πολλές ιστορίες του συγγραφέα). Τα διηγήματα καλύπτουν μια συγγραφική πορεία 27 ετών με τα πρώτα τρία να έχουν εκδοθεί το 1981 και το τελευταίο, το 2008, οπότε μέσω των ιστοριών που διαβάζουμε λαμβάνουμε μια σαφή εικόνα και της πορείας του συγγραφέα μέσα από αυτά τα χρόνια.

Στα τρία πρώτα διηγήματα της ανθολογίας, που προέρχονται από την συλλογή “Στον κήπο των Βορειοαμερικανών μαρτύρων”, οι ήρωες του Γουλφ, είναι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν μια λανθασμένη εικόνα για τον εαυτό τους και ξαφνικά συνειδητοποιούν, το ποιοι πραγματικά είναι. Στο “Κυνηγοί στο Χιόνι”, ένα κυνήγι ελαφιών σε ένα χιονισμένο και δύσβατο τοπίο τριών ανθρώπων που θεωρούνται φίλοι, μετατρέπεται σε εφιάλτη καθώς πάνω σε ένα τσακωμό μεταξύ τους ο ένας (όχι τόσο τυχαία) πυροβολεί τον άλλον, αποκαλύπτοντας το αληθινό πρόσωπο όλων - το δε φινάλε της ιστορίας κορυφαίο μέσα στο κατάμαυρο χιούμορ του. Στο υπέροχο “Ένα επεισόδιο από τη ζωή του Καθηγητή Μπρουκ”, έχουμε τον καθηγητή Μπρουκ, πάντα ακέραιο και κριτή των πάντων που ζει μια αυστηρή και νοικοκυρεμένη ζωή, σχολιάζοντας πάντα αυστηρά τον συνάδελφό του καθηγητή Ράιλι για τον “έκλυτο βίο” του, ώσπου σε ένα βαρετό συνέδριο σε μια επαρχιακή πόλη γνωρίζει μια πεταχτούλα κυρία που θέλει να γίνει ποιήτρια και κοιμάται μαζί της συνειδητοποιώντας την σχετικότητα των πραγμάτων και την πραγματική του φύση, ενώ στο διήγημα “Ο Ψεύτης”, ένας παθολογικά μυθομανής άνθρωπος  βρίσκεται σε συνεχή κόντρα με την μητέρα του αρνούμενος να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα σε μια βαθιά ψυχαναλυτική ιστορία.

Τα δύο επόμενα διηγήματα προέρχονται από την συλλογή “Επιστροφή στον κόσμο” του 1985, όπου έχουμε την ίδια ατμόσφαιρα αλλά ο συγγραφέας δείχνει περισσότερο κυνικός και συναισθηματικός ταυτόχρονα. Στο διήγημα “Η χαρά του πολεμιστή”, η ιστορία κινείται μέσα στον χώρο ενός στρατοπέδου, οι μνήμες από το Βιετνάμ στοιχειώνουν τον πρωταγωνιστή του και σε μια νύχτα βάρδιας όπου τα νεύρα είναι τεντωμένα, οι παρεξηγήσεις εύκολες και το ατύχημα αναπόφευκτο. Στο δε “Λεβιάθαν”, μια βραδιά γεμάτη ναρκωτικά για δύο ζευγάρια γίνεται αφορμή για αναμνήσεις θολωμένες από τις ουσίες, συγκίνηση και επιστροφή στα εφηβικά τους χρόνια.

Τα τρία επόμενα διηγήματα είναι από την συλλογή “Η εν λόγω νύχτα” του 1996 και το ύφος του Γουλφ γίνεται πιο στιβαρό, ο λόγος πιο περιεκτικός και το μαύρο χιούμορ πιο έντονο. Στο εξαιρετικό “Θνητοί”, ο συντάκτης νεκρολογιών μιας τοπικής εφημερίδας βρίσκει τον μπελά του όταν δημοσιεύει τη νεκρολογία ενός συμπολίτη του που ακόμα ζει ενώ στο “Φρέσκο χιόνι” η σχέση ενός λίγο ανέμελου πατέρα που εγκλωβίζεται στα χιόνια με τον γιο του περνάει μια δοκιμασία και στο αριστουργηματικό διήγημα “Σφαίρα στο κεφάλι” ο “διαβόητος για την βαριεστημένη και κομψή κακία με την οποία ξαπόστελνε σχεδόν καθετί για το οποίο έγραφε” βιβλιοκριτικός Άντερς τρώει μια σφαίρα στο κεφάλι κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε μια τράπεζα. Σε 4 έξοχες σελίδες παρακολουθούμε την διαδρομή της σφαίρας και τις τελευταίες σκέψεις του Άντερς καθώς και εκείνες που δεν έγιναν ποτέ - την θαυμάσια κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματος σε ταινία μικρού μήκους, μπορείτε να την δείτε εδώ.

“Αφότου διέλυσε το κρανίο, η σφαίρα κινούνταν με διακόσια εβδομήντα μέτρα το δευτερόλεπτο, μια αξιοθρήνητα αργή, αμελητέα ταχύτητα συγκριτικά με την αστραπιαία κίνηση των συνάψεων που αναβόσβηναν γύρω της. Από τη στιγμή που μπήκε στον εγκέφαλο, η σφαίρα υπάκουε στους κανόνες του εγκεφαλικού χρόνου, πράγμα που πρόσφερε στον Άντερς άφθονο χρόνο για να παρακολουθήσει τη σκηνή που – κατά τη διατύπωση που θα έβρισκε αποκρουστική - “εκτυλίχθηκε μπροστά του”.”

Το διήγημα “Το δικό της σκυλί” περιλαμβάνεται στην συλλογή “Η ιστορία μας αρχίζει” του 2008 και είναι η ιστορία ενός άνδρα που βγάζει βόλτα τον σκύλο του με τον οποίον δεν ασχολείτο ιδιαίτερα μέχρι τον θάνατο της γυναίκας του, τώρα πλέον είναι αχώριστοι και αυτή η βόλτα ξυπνάει την ανάμνηση της πεθαμένης συζύγου του. Η ανθολογία κλείνει με μια από τις καλύτερες ιστορίες της, το “Άγρυπνος” που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό “The New Yorker” το 2008, και περιγράφει την βραδιά αϋπνίας του νεαρού φοιτητή Ρίτσαρντ δίπλα στην φιλενάδα του μια Ρωσίδα γκαρσόνα η οποία κοιμάται κουρασμένη μετά την  δουλειά δίπλα του. Ο Ρίτσαρντ θέλει να συνεχίσουν τις ερωτικές περιπτύξεις αλλά από την άλλη δεν θέλει να ξυπνήσει την κοπέλα. Προσπαθώντας να κοιμηθεί σκέψεις για την σχέση του, και για τα πραγματικά του συναισθήματα απέναντι στην κοπέλα του περνάνε από το μυαλό του. Είναι μια καίρια αποτύπωση των νεανικών σχέσεων γεμάτη τρυφερότητα και χιούμορ.



Ο Γουλφ ασχολείται με καθημερινούς ανθρώπους και οι εξάρσεις στις ιστορίες του δεν είναι ορατές με την πρώτη ματιά, είναι σχεδόν ανεπαίσθητες, είναι αυτές οι εξάρσεις της ζωής που μας αλλάζουν σιγά σιγά χωρίς να το καταλαβαίνουμε και ο Γουλφ είναι ιδανικός στο να τις απεικονίζει στις ιστορίες του. Τα μικροεπεισόδια της καθημερινής ζωής τα οποία περιγράφει μπορεί να δείχνουν κοινότοπα και χωρίς κάτι το ιδιαίτερα δραματικό αλλά απεικονίζουν τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, δείχνουν ποιοι πραγματικά είναι, την μικρότητα και τις βαθύτερες σκέψεις τους, την βία στις σχέσεις που είναι πάντα ήρεμες στην επιφάνεια αλλά εντός τους κρύβονται σκέψεις και συναισθήματα ανομολόγητα και πολλές φορές επικίνδυνα.

Οι χαρακτήρες στα διηγήματα της ανθολογίας είναι απλοί άνθρωποι, από αυτούς που αποκαλούνται “της διπλανής πόρτας”. Ο Γουλφ αναπαριστά την πραγματικότητα, τον γυμνό ρεαλισμό της ζωής στις πόλεις και στην επαρχία, χωρίς ωραιοποιήσεις, λυρισμούς ή εξάρσεις ποιητικές αναδεικνύοντας έτσι την αντιφατικότητα των ανθρώπων, την πολυπλοκότητά τους, την ανοησία και την σκληρότητα που εναλλάσσεται με την τρυφερότητα σε μια χειρονομία ή σε μια απλή κίνηση. Οι ήρωές του διχασμένοι και συνήθως αδιάφοροι για τους γύρω τους, χαμένοι μέσα στα προβλήματά τους, αγνοούν ποιοι είναι, συνήθως υποχρεωμένοι να παίξουν ρόλους στη ζωή τους και να ασφυκτιούν μέσα σε αυτούς, ξεσπάνε ή αντιδρούν περίεργα με απρόσμενες συνέπειες.

Ο Γουλφ αντιπροσωπεύει την λογοτεχνική Αμερικανική σκηνή που λατρεύουμε. Στέκεται επάξια δίπλα στον Ρ. Κάρβερ, τον Ρ. Φορντ, την Α. Πριου. Περιεκτικός και μινιμαλιστής, στιβαρός, βαθιά ανθρώπινος και ταυτόχρονα ρεαλιστής, λιτός και ουσιώδης, είναι ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του καιρού μας και είναι σημαντικό γεγονός που μεταφράζεται στη γλώσσα μας.

Βαθμολογία 84 / 100




 
Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2018
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2018 | Permalink
Ιούδας

Ένα πολυεπίπεδο και βαθιά αλληγορικό βιβλίο είναι το νέο (μετά από 10 χρόνια) μυθιστόρημα του σπουδαίου Ισραηλίτη συγγραφέα Άμος Οζ με τον χαρακτηριστικό τίτλο “ΙΟΥΔΑΣ” ("הבשורה על פי יהודה") (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Κοέν, σελ. 560). Ένα βιβλίο απλό στη δομή του, αλλά με πολλές προεκτάσεις που μέσα από τους προβληματισμούς που θέτει, δημιουργεί ερωτηματικά, θίγει ευαίσθητα θέματα (κυρίως για το κράτος του Ισραήλ) πολιτικής αλλά και θρησκείας (κυρίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού).



“Το περίεργο είναι, σημείωσε ο Σμούελ πάνω σε ένα ξεχωριστό κομματάκι χαρτί, ότι οι Εβραίοι αυτοί όσο ασχολούνται με τις υπερφυσικές ιστορίες που περιβάλλουν τη σύλληψη και τη γέννηση του Ιησού, τη ζωή και τον θάνατό του, τόσο αποφεύγουν επιμελώς οποιαδήποτε πνευματική ή ηθική αντιπαράθεση με το πνευματικό ή ηθικό περιεχόμενο του ευαγγελίου του. Σαν να αρκούνται στο να καταρρίπτουν τα σημάδια και να αμφισβητούν τα θαύματα, λες κι έτσι το ίδιο το ευαγγέλιο θα εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και είναι εξίσου περίεργο το ότι σε κανένα από τα κείμενα αυτά δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Και όμως, αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε σταύρωση, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε Χριστιανισμός.”

Ο Οζ τοποθετεί την δράση του μυθιστορήματός του, στο τέλος της δεκαετίας του 50, πιο συγκεκριμένα το 1959 στην Ιερουσαλήμ. Ο νεαρός φοιτητής Σμούελ γράφει την διατριβή του με θέμα την μορφή και την προσωπικότητα του Ιούδα, ένα θέμα ταμπού για όλους. Ο Σμούελ είναι ένας τελείως αποπροσανατολισμένος και στα όρια της κατάθλιψης άνθρωπος, έχει διαλυθεί η σχέση του μετά την επί χρόνια κοπέλα του, ο πατέρας του χρεοκόπησε και δεν μπορεί να στηρίξει τις σπουδές του, οι σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις αργοσβήνουν σιγά σιγά μέσα στην συναισθηματική αλλά και προσωπική του απογοήτευση με το αδιέξοδο να προβάλλει παντού. Έχει σχεδόν παρατήσει τις σπουδές του λόγω της οικονομικής αδυναμίας των γονιών του, αλλά αρνείται να επιστρέψει στο χωριό του.
Βρίσκει μια εύκολη (όπως θεωρεί) δουλειά μέσω μιας αγγελίας στο πανεπιστήμιο. Να κρατάει συντροφιά σε έναν γηραιό κύριο, τον Γκέρσομ Βαλντ για ορισμένες ώρες της ημέρας – από το απόγευμα έως αργά το βράδυ. Του παρέχεται τροφή, στέγη και ένας μικρός μισθός.
Στο σπίτι διαμένει και ουσιαστικά το κουμαντάρει, η 45άχρονη Ατάλια, μια όμορφη μελαχρινή γυναίκα, η οποία το μόνο που ζητάει από τον Σμούελ είναι να τηρεί τους κανόνες του σπιτιού. Δεν την πολυβλέπει αλλά η εμφάνισή της του προκαλεί ερωτικές αναταράξεις που δεν τον αφήνουν σε ησυχία.

Αυτό το ιδιότυπο τρίγωνο βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας που αναπτύσσει ο Οζ, αυτή όμως είναι μόνο η επιφάνεια γιατί μέσα από την σχέση της Ατάλιας με τον Βαλντ, ο Σμούελ εισέρχεται στον κόσμο της πραγματικής πολιτικής και της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ. Ο Βαλντ που μονολογεί συνεχώς και μιλάει στο τηλέφωνο με άγνωστους φίλους του για ώρες, είναι πεθερός της Ατάλιας. Ο γιος του και σύζυγός της όμως βρήκε τον θάνατο το 1948 στον Αραβοισραηλινό πόλεμο, κάτω υπό φρικτές συνθήκες. Ο Βαλντ ήταν φανατικός σιωνιστής και ουσιαστικά διαπαιδαγώγησε τον γιο του στην ιδέα να θυσιαστεί για το έθνος κάτι που ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα πιστεύω της Ατάλιας, που ο πατέρας της ήταν ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ένας πολιτικός, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, ο οποίος ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Μπεν Γκουριόν για την δημιουργία του αυτόνομου Ισραηλινού κράτους, καθώς πρέσβευε ότι Ισραηλινοί και Άραβες έπρεπε να ζουν μαζί, αδερφωμένοι. Ο Αμπραβανέλ κατηγορήθηκε ευθέως ως προδότης και εκπαραθυρώθηκε από την κυβέρνηση και με αυτόν τον χαρακτηρισμό (του προδότη της πατρίδας) διατηρήθηκε στην ιστορική συνείδηση, πεθαίνοντας αργότερα μέσα σε πλήρη απομόνωση στο ίδιο σπίτι που θρηνούσε ήδη έναν νεκρό.

Ο Σμούελ διαπιστώνει ότι και για τον ίδιο τον Βαλντ, ο Αμπραβανέλ ήταν ένας προδότης, ταυτόχρονα δε με την εργασία του για τον Ιούδα, για την οποία συζητάει με τον Βαλντ, τίθεται το θέμα της προδοσίας γενικότερα και της σχετικότητας αυτής της έννοιας.
Ήταν προδότης ο Ιούδας ή ήταν ο πιστότερος οπαδός του Χριστού, ο μόνος που πίστευε πραγματικά ότι ο Χριστός θα αναστηθεί και θα επιζήσει της Σταύρωσης; Ποιος ήταν πραγματικά ο Ιούδας και πόσο είχε ανάγκη, εκείνος ένας εύπορος κτηματίας, τα τριάντα αργύρια που σύμφωνα με τα Ευαγγέλια έλαβε ως αμοιβή για την πράξη του; Γιατί δεν υπάρχουν σοβαρές μελέτες γύρω από εκείνον, παρά βασιζόμαστε σε λίγες αναφορές από τους άλλους Απόστολους; Γιατί όλος ο κόσμος μισεί τον Ιούδα και τον θεωρεί σε προέκταση χαρακτηριστικό τύπο Εβραίου, μισώντας ολόκληρη τη φυλή, λησμονώντας ότι κι ο Ιησούς ήταν Εβραίος; Γιατί οι Εβραίοι το δέχονται αυτό;

“Εκείνος από την αρχή ήξερε τα όρια της δύναμής του, εγώ δεν τα ήξερα. Πίστευα σ'αυτόν πολύ περισσότερο από όσο πίστευε ο ίδιος στον εαυτό του. Τον ώθησα να υποσχεθεί καινούργιο ουρανό και καινούργια γη. Μια βασιλεία που δεν είναι του κόσμου τούτου. Να υποσχεθεί λυτρωμό. Να υποσχεθεί αιώνια ζωή. Ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να περιδιαβαίνει τη χώρα, θεραπεύοντας τον άρρωστο, δίνοντας τροφή στον πεινασμένο και φυτεύοντας σπόρους αγάπης και συμπόνιας στις καρδιές. Τίποτα παραπάνω.
Τον αγάπησα με όλη μου τη ψυχή και πίστεψα σε αυτόν με απόλυτη πίστη. Δεν ήταν απλά η αγάπη ενός μεγαλύτερου αδελφού προς τον καλύτερο, μικρότερο αδελφό του ούτε απλά η αγάπη ενός πρεσβύτερου, πιο πεπειραμένου άνδρα προς έναν ευαίσθητο νέο ούτε απλά η αγάπη ενός μαθητή προς τον σπουδαιότερο μα νεότερο από αυτόν δάσκαλο μήτε καν η αγάπη του αληθινού πιστού προς αυτόν που προβαίνει σε θαύματα. Όχι. Τον αγάπησα ως Θεό. Τον αγάπησα πολύ περισσότερο από όσο αγάπησα τον Θεό. Κατά βάθος, από τα νιάτα ποτέ δεν αγάπησα τον Θεό. Ένιωθα μάλιστα κάποια αποστροφή γι' Αυτόν: Ένας ζηλιάρης και εκδικητικός θεός, που τιμωρεί τους γιούς για τα κρίματα των πατεράδων τους, ένας σκληρός, οργισμένος, πικρόχολος, μνησίκακος, τυραννικός, αιμοβόρος θεός. Ενώ ο Υιός, μου φαινόταν όλος αγάπη, συμπόνια, συγχώρεση, μα κι όταν ήθελε, μπορούσε να γίνει ευφυής, οξύνους, εγκάρδιος, ακόμα κι αστείος. Αυτός πήρε τη θέση του Θεού στην καρδιά μου. Έγινε ο Θεός μου. Πίστευα ότι ο θάνατος δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Πίστευα ότι τη σημερινή μέρα θα γινόταν και στην Ιερουσαλήμ το μεγαλύτερο θαύμα απ' όλα. Το ύστατο και τελεσίδικο θαύμα, μετά από το οποίο δεν θα υπήρχει πια θάνατος στον κόσμο. Μετά από το οποίο δεν θα υπήρχε πια ανάγκη για άλλα θαύματα. Το θαύμα μετά από το οποίο θα ερχόταν η Βασιλεία των Ουρανών και μονάχα η αγάπη θα επικρατούσε στον κόσμο.”

Η ευκολία με την οποία χαρακτηρίζεται κάποιος προδότης κυριαρχεί στο βιβλίο. Ο Αμπραβανέλ το βίωσε στο πετσί του αυτό. Πίστευε σε μια αρμονική συνύπαρξη των λαών της περιοχής και κατηγορήθηκε ως Αραβόφιλος· πόση αλήθεια περιείχε αυτή η κατηγορία και ποιος ήταν πραγματικά αυτός ο άνθρωπος; Ο Σμούελ ψάχνει αρχεία, προσπαθεί να συζητήσει και να κατανοήσει την Ατάλια, που παραμένει (παρά την συμπάθεια και την έλξη που βλέπει να έχει σ' αυτόν) μυστηριώδης και αινιγματική, σχεδόν παραιτημένη από τη ζωή. Ο Σμούελ θα ζήσει ένα τρίμηνο σε αυτό το ιδιόρρυθμο σπιτικό, και από εκεί θα βγει αλλαγμένος καθώς (μέσα από τις ατελείωτες αλλά και ουσιαστικές συζητήσεις) θα καταλάβει ποιος είναι, ποια είναι η χώρα που ζει, όπως και τις λεπτές ισορροπίες στην κοινωνία και στην πολιτική.

“Κράτος θέλατε. Ανεξαρτησία θέλατε. Σημαίες και στολές και χαρτονομίσματα και ταμπούρλα και τρομπέτες. Χύσατε ποταμούς αθώου αίματος. Θυσιάσατε μια ολόκληρη γενιά. Διώξατε εκατοντάδες χιλιάδες Άραβες από τα σπίτια τους. Στείλατε πλοία γεμάτα επιζώντες της Σοά κατευθείαν από την αποβάθρα στο πεδίο της μάχης. Και όλα αυτά για να υπάρχει εδώ εβραϊκό κράτος. Και ορίστε τι πήρατε.”


Ο Οζ στέκεται στην ευκολία με την οποία αποκαλείται κάποιος προδότης. Χαρακτηρισμένος κι ο ίδιος πολλές φορές ως τέτοιος, από τους φανατικούς της χώρας του, επειδή υποστηρίζει την δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος πάνω στο θέμα. Συνήθως προδότης αποκαλείται κάποιος που πάει κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στις κατεστημένες πεποιθήσεις. Όπως λέει ο ήρωάς του, ο Σμούελ κάπου μέσα στο βιβλίο, ο “προδότης” είναι εκείνος που αλλάζει μπροστά στα μάτια εκείνων που απεχθάνονται την αλλαγή, δεν εμπιστεύονται τις αλλαγές και προσπαθούν να τις εμποδίσουν με κάθε τρόπο.

Οι τρεις χαρακτήρες του βιβλίου είναι συγκλονιστικοί και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Σμούελ είναι ένας άνθρωπος που αλλάζει και ωριμάζει κατά την πορεία της ιστορίας, όταν φεύγει από το σπίτι μετά από μερικούς μήνες δεν θα είναι το ίδιο αφελής όπως πριν, αλλά υποψιασμένος, πιο ρεαλιστής και πραγματιστής. Ο γηραιός Βαλντ που θεωρεί τον εαυτό του ένοχο για τον θάνατο του γιού του, καθώς εκείνος (πιστεύει) του εμφύσησε την πατριωτική ιδεολογία οδηγώντας τον στην σφαγή, αμφισβητεί πλέον τα πάντα, θρησκείες, ιδεολογίες, κόμματα και πολιτικές. Θεωρεί ότι όλα οδηγούν στην βία και ότι η αιματοχυσία είναι αναπόφευκτη. Η Ατάλια κυνική και θυμωμένη (πολύ θυμωμένη), απογοητευμένη από την ζωή έχει βιώσει με τραγικό τρόπο, την αποπομπή του πεισματάρη ιδεολόγου πατέρα της που αρνείτο να συμβιβαστεί και τον θάνατο του συζύγου της που πήγε ως “πρόβατο επί σφαγήν”. Ειρωνεύεται του νεαρούς φανατικούς που έχουν στο μυαλό τους μόνο το σεξ και άθελά της ταλαιπωρεί τον άμοιρο Σμούελ.

Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Οζ στο μυθιστόρημά του είναι εκπληκτική. Ο αναγνώστης ζει μαζί με τον Σμούελ σε αυτό το περίεργο και ιδιαίτερο σπίτι, με τα σκοτεινά του δωμάτια και τα μυστικά τους, με τις σιωπές και την μελαγχολία που διαπερνάει τους τοίχους του, τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν μέσα στη νύχτα, τα βήματα στον δρόμο, τον θόρυβο των υδρορροών, την κουζίνα με το καρό τραπεζομάντηλο αλλά και έξω από αυτό, οι βόλτες με την Ατάλια στην νυχτερινή και σκοτεινή Ιερουσαλήμ, όπου κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή από μια σφαίρα, είναι μοναδικές.

Βαθιά φιλοσοφικό το βιβλίο προσφέρει διαλόγους εξαιρετικούς και συνεχή τροφή για σκέψη. Οι σελίδες των συζητήσεων μεταξύ των δύο ανδρών, ο ένας στην ακμή του ο άλλος στην παρακμή του, τόσο ωραίες και πολύ ενδιαφέρουσες, εισέρχονται αρμονικά στην πλοκή του βιβλίου, ζωντανές και ιντριγκαδόρικες, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη που δεν προλαβαίνει να τσακίζει σελίδες ή να σημειώνει...Είναι ένα έργο ωριμότητας (και ένα από τα καλύτερα βιβλία) του μεγάλου συγγραφέα, που εντυπωσιάζει με την δομή του και συγκινεί με τα θέματα που θίγει. Θα μπορούσε να είναι ένα υπέροχο δοκίμιο αλλά η ικανότητα του Οζ του δίνει πνοή και φρεσκάδα - το μετατρέπει σε ένα μεγάλο μυθιστόρημα ιδεών με τον τρόπο που μόνο η κλασσική λογοτεχνία μπορεί.

“Για να σκοτώσεις μια θεότητα πρέπει να είσαι ακόμα πιο δυνατός από τον θεό, κι επίσης απείρως μοχθηρός και κακός. Όποιος σκότωσε τον Ιησού, μια θεότητα θερμή που που ακτινοβολεί αγάπη, αναγκαστικά έπρεπε να είναι πιο δυνατός από αυτόν όπως επίσης πανούργος και σιχαμερός. Οι καταραμένοι αυτοί θεοκτόνοι ήταν ικανοί να σκοτώσουν έναν θεό μόνο με την προϋπόθεση ότι διέθεταν τερατώδη αποθέματα δύναμης και κακίας. Και πραγματικά, αυτό είναι οι Εβραίοι στα βαθύτερα υπόγεια της φαντασίας αυτού που μισεί τους Εβραίους. Είμαστε όλοι Ιούδας. Ακόμα και μετά από ογδόντα γενιές είμαστε όλοι Ιούδας. Την αλήθεια όμως, νεαρέ μου φίλε, την πραγματική αλήθεια την βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας εδώ στη Γη του Ισραήλ: ο σύγχρονος Εβραίος, που φύτρωσε εδώ, όπως ακριβώς ο παλαιός πρόγονός του, δεν είναι ούτε δυνατός ούτε κακόβουλος, παρά ηδονιστής, με ένα επιδεικτικό λούστρο σοφίας, φασαριόζος, μπερδεμένος και βασανισμένος από υποψίες και φόβους. Μάλιστα. Ο Χαΐμ Βάιτσμαν είπε κάποτε, σε μια στιγμή απόγνωσης, ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει εβραϊκό κράτος, επειδή αυτό ενέχει μια εσωτερική αντίφαση: αν είναι κράτος δεν θα είναι εβραϊκό, και αν είναι εβραϊκό δεν θα είναι κράτος. Όπως είναι γραμμένο στο Ταλμούδ, αυτός είναι ένας λαός που μοιάζει με γάιδαρο.”

Βαθμολογία 87 / 100