Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2014 | Permalink
Η ανάμνηση του μαχαιριού
Αυθεντικό polar (αστυνομικό μυθιστόρημα με πολιτικοκοινωνικά στοιχεία), είναι το υπέροχο "ΜΑΠΟΥΤΣΕ" ("Mapuche"), του Γάλλου συγγραφέα Caryl Ferey (Καέν, 1967), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Α.Μακάρωφ, σελ.475), μια συναρπαστική ιστορία με γρήγορο (κινηματογραφικό) ρυθμό,  πολλές προεκτάσεις αλλά και με πολλή (και αρκετές φορές μάλλον αναίτια) βία, σκληρές (έως απάνθρωπες) σκηνές και αίμα (πολύ αίμα...).

Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Αργεντινή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ξεκινάει απλά και μπερδεύεται πολύ στη συνέχεια, αν και όσο περνάνε οι σελίδες του βιβλίου γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα καθηλώνοντας τον αναγνώστη.
Οι δύο ήρωες, είναι, από τη μια, η Ζανά, μια ινδιάνα της φυλής των Μαπούτσε που ξεκληρίστηκαν από τη γη τους με βίαιο τρόπο και η οποία έχει έρθει στο Μπουένος Άιρες για να σπουδάσει γλύπτρια. Για να επιβιώσει από την καταστροφική οικονομική κρίση των πρώτων χρόνων της νέας χιλιετίας αναγκάστηκε να κάνει πεζοδρόμιο, να ζει επικίνδυνα. Οπλισμένη με το ένστικτο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης της φυλής της, τα κατάφερε και έχει αφοσιωθεί στα δυστοπικά γλυπτά της.
Από την άλλη, είναι ο Ρουμπέν που είναι ιδιωτικός ερευνητής, ο οποίος έχει θέσει τις υπηρεσίες του στη διάθεση των "Γιαγιάδων της Πλατείας του Μάη", (που ήταν η συνέχεια των διάσημων «Μητέρων της Πλατείας του Μάη» που έψαχναν τους εξαφανισμένους της Αργεντίνικης Χούντας), την οργάνωση που ψάχνει για το που πήγαν τα παιδιά των συλληφθέντων και εξαφανισθέντων κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας του Βιντέλα στη δεκαετία του '70 στην Αργεντινή.

Δύο άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα κοινό και η καθημερινότητά τους είναι τελείως διαφορετική όπως και το παρελθόν τους άλλωστε. Ή έχουν; Η Ζανά και η οικογένειά της έχει πέσει θύμα της κρατικής βίας στο παρελθόν όταν παιδί ακόμα, είδε τους κρατικούς λειτουργούς να εξαφανίζουν το χωριό της για να μπορέσει η προγονική γη των Μαπούτσε στην πάμπα, να εξαφανιστεί και να αποτελέσει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Ο Ρουμπέν έχει δει τον πατέρα του, τον Ντανιέλ, διάσημο ποιητή να αυτοκτονεί χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο του κελιού του, όταν του παρουσίασαν το κομμένο κεφάλι της Έλσα, της μικρής του κόρης (και αδερφής του Ρουμπέν) στο πιάτο...Ο Ρουμπέν φυλακισμένος κι αυτός, αφέθηκε ελεύθερος αλλά από τότε ζει σαν "ένας άνθρωπος μισός", χωρίς αισθήματα και χωρίς ενδιαφέρον για τη ζωή.

"Το μουγκρητό των φορτηγών σκαρφάλωνε απ'το ανοιχτό μπαλκόνι στο δωμάτιο. Ο Ρουμπέν μύρισε το φόρεμα που κρατούσε στα χέρια, το αγαπημένο του, το κόκκινο-πορτοκαλί με το μαύρο γιακαδάκι: το μύρισε βαθιά. Η μυρωδιά είχε εξανεμιστεί εδώ και πάρα πολύ καιρό· κι όμως την ένιωθε κατά βούληση.
"Αγνοούμενος είναι κάποιος που δεν είναι εδώ και στον οποίο μιλάς"...
Επιστρέφοντας από τον αυτοεξορισμό του στην επαρχία, ο Ρουμπέν είχε βρεί τα ρούχα της Έλσα στη θέση τους, επιμελώς διπλωμένα μέσα στη ντουλάπα του παιδικού δωματίου της. Η μητέρα τους δεν το είχε αγγίξει. Δεν θα άγγιζε κανένα αντικείμενο, στυλό ή ζευγάρι παπούτσια, μέχρι ο σύζυγος και η κόρη τους να ¨επανεμφανίζονταν στη ζωή", το σλόγκαν των Μητέρων της Πλατείας του Μάη. Όμως ούτε ο Ντανιέλ ούτε και η Έλσα επέστρεψαν. Δεν θα επέστρεφαν ποτέ. Όπως χιλιάδες άλλοι, θα παρέμεναν εσαεί φαντάσματα. Τελικά, με το πέρασμα των χρόνων, ο Ρουμπέν είχε προτείνει στη μητέρα του να δώσει τα ρούχα της αδελφής του σε κάποιους που τα είχαν ανάγκη - η πόλη ήταν γεμάτη απ'αυτούς και, έστω κι αν ως εκ θαύματος επέστρεφε μια μέρα η Έλσα, τα ρούχα της δεν θα της έκαναν πλέον, έτσι δεν είναι; Η Έλενα πείστηκε, μην αντέχοντας να αντισταθεί. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι...Όμως ο Ρουμπέν είπε ψέμματα στη μητέρα του. Δεν έδωσε τα ρούχα της αδελφής του στους φτωχούς. Τα μετέφερε μέχρι το διαμέρισμα της οδού Περού ου μόλις το είχε αγοράσει, ακριβώς απέναντι από το καταραμένο σταυροδρόμι του Σαν Χουάν απ'όπου τους είχαν απαγάγει μια καλοκαιρινή μέρα του 1978. Είχε τακτοποιήσει τα ρούχα της Έλσα στην ντουλάπα του δωματίου του, την απαγορευμένη ντουλάπα, και πάντα τα φρόντιζε.
Όλα τα φορέματα ήταν εκεί, διπλωμένα στην επάνω εταζέρα, το κόκκινο-πορτοκαλί που του θύμιζε τις φακίδες της και τα άλλα, τα μακώ μπλουζάκια της, τα σορτς της. Ο Ρουμπέν κοιμόταν με τα κατάλοιπα της αδελφής του, τα μικρά θλιβερά λείψανά της και το σχολικό τετράδιο όπου είχε εγκλωβίσει τον εφιάλτη τους.
Λεία.
Ή ψοφίμι.
Ο Ρουμπέν άφησε το φόρεμα και έκλεισε τα μάτια ευχόμενος να μην τα ξανανοίξει ποτέ.
-Μικρή μου παπαρούνα..."

Αυτοί οι δύο "λειψοί" άνθρωποι με τις ουλές τους, άλλες (πολύ) εμφανείς στο σώμα τους, άλλες χαραγμένες βαθιά μέσα τους, συναντιούνται με την αφορμή κάποιων φόνων στο Μπουένος Άιρες. Η Ζανά βρίσκει το πτώμα ενός φίλου της τραβεστί κάπου στο λιμάνι κατακρεουργημένο, ο Ρουμπέν ψάχνει την φωτογράφο, εξαφανισμένη κόρη ενός μεγιστάνα του πλούτου, που σύντομα διαπιστώνει ότι είναι κι αυτή νεκρή. Τα δύο πτώματα όμως συνδέονται διότι το ψάξιμο των αιτίων που οδήγησαν στο θάνατό τους, μας πάει πολύ πίσω, στους εξαφανισμένους της χουντικής περιόδου και στα παιδιά αυτών που δόθηκαν συνήθως σε μεγαλοαστούς ή ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες.

Οι φόνοι θα οδηγήσουν και σε άλλους φόνους, ενώ το ένα εύρημα θα φέρει κάτι άλλο στην επιφάνεια. Καθώς οι δύο αταίριαστοι επιφανειακά άνθρωποι θα συνεργαστούν, ο ιστός της αράχνης θα ξετυλιχθεί με πολύ κόπο και μέσα σ'αυτόν θα είναι μπλεγμένοι, πρώην ασφαλίτες και στρατιωτικοί, μεγάλοι κατασκευαστές δημόσιων και μη έργων, μεγιστάνες του Τύπου. Μάρτυρες εξαφανίζονται, τα πτώματα πάνε σύννεφο, όπως και το πιστολίδι ενώ η δράση είναι καταιγιστική για να κορυφωθεί στις τελευταίες σελίδες που εκτυλίσσονται κάπου στην οροσειρά των Άνδεων σε ένα απόλυτα κινηματογραφικό φινάλε που κόβει την ανάσα.


Το μυθιστόρημα του Φερέ (όπως και το προηγούμενό του το «ΖΟΥΛΟΥ» που είχε εκδοθεί στη χώρα μας πριν μερικά χρόνια και είχε περάσει απαρατήρητο) είναι γεμάτο βία και φόνους, βασανιστήρια και σκηνές που σοκάρουν – splatter κανονικό ενώ δεν θα διαφωνήσω με όσους υποστηρίζουν ότι πολλές φορές η βία που γεμίζει τις σελίδες του, φαντάζει άσκοπη και αναιτιολόγητη. Η σκιά του Ελρόϊ και των βιβλίων του πέφτει βαριά πάνω από το στυλ του Γάλλου συγγραφέα, ενώ διαφαίνεται και η επίδραση από τους Γάλλους πρωτεργάτες του polar (Manchette, Raynal κλπ), το δε υλικό φαντάζει κάπως ανοικονόμητο και χαοτικό, ο συγγραφέας όμως είναι μεγάλος μάστορας (αυτό φαίνεται με τη πρώτη ματιά) και καταφέρνει να το συμμαζέψει προτού πλατιάσει.
Το γεγονός όμως (και αυτό που ουσιαστικά μετράει), είναι ότι το «Μαπούτσε» είναι πολύ παραπάνω από ένα απλό αστυνομικό και ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του να μην είναι αυτές με την ξέφρενη δράση και το ανθρωποκυνηγητό ή την αναζήτηση των ενόχων (που δεν παίζει και καμιά σημασία-άσε δε που κανείς δεν θυμάται τα ονόματα τους), αλλά αυτές που περιγράφουν μια φρικτή πραγματικότητα και τις μαύρες κηλίδες στην ιστορία της Αργεντινής.

Συνοψίζοντας, το μυθιστόρημα του Φερέ έχει ρυθμό και ατμόσφαιρα, η οποία σε βυθίζει μέσα στον εφιάλτη που περιγράφει. Με συναρπαστική γλώσσα, δεν αφήνει τον αναγνώστη του να πάρει ανάσα, καθώς η δράση κορυφώνεται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Το κοινωνικό σχόλιο είναι με ακρίβεια ενταγμένο στο σύνολο ώστε να μη στερεί ή να μην αφήνει τη δράση να καταλαγιάσει ενώ το ερωτικό στοιχείο στη σχέση των δύο ηρώων αποπνέει ρομαντισμό και φρεσκάδα. Εν ολίγοις ένα εξαιρετικό page-turner θρίλερ που συγκινεί και συναρπάζει ενώ ταυτόχρονα εγείρει προβληματισμούς και συζητήσεις. Δεν ξέρω αν είναι το ιδανικό ανάγνωσμα για χαλάρωση αλλά σίγουρα δεν ενδείκνυται για νυχτερινές αναγνώσεις γιατί μπορεί να σε κρατήσει ξύπνιο για πολλές ώρες.

Υ.Γ. Θα ήταν χρήσιμο οι μεταφραστές (συνήθως ικανότατοι) όταν δεν κατέχουν το ευγενές σπορ του ποδοσφαίρου να ρωτάνε κάποιον σχετικό, για να αποφεύγονται χοντράδες του τύπου «Η Αργεντινή έπαιζε τελικό με τις Κάτω Χώρες» μεταφράζοντας έτσι την Ολλανδία, η «η ομάδα των Μπόκα Τζούνιορς». Χτυπητά λάθη που χαλάνε την γενικότερη καλή εικόνα και την μεγάλη προσπάθεια…





 
Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014 | Permalink
"The wounds you do not want to heal are you."
Πρώτη απόπειρα στον πεζό λόγο ενός έμπειρου και βραβευμένου ποιητή, το «μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις» (όπως θέλει ο ίδιος να το χαρακτηρίζει), «ΤΟ ΑΙΜΑ ΝΕΡΟ» (Εκδ.Πατάκη, σελ.74), του Χάρη Βλαβιανού (Ρώμη,1957) δεν είναι ένα ένα βιβλίο εύκολο και απλό – παρ’ότι μπορεί να διαβαστεί σε μισή ώρα. Λόγος πυκνογραμμένος και σύνθετος, μεστός και λυρικός απαιτεί την εγρήγορση του αναγνώστη και το ξανακοίταγμα δύο και τρείς φορές κάποιων κεφαλαίων, κάποιων παραγράφων. Ολοκληρώνεις την ανάγνωση με την αίσθηση ότι διάβασες 300 σελίδες, ενώ στην πραγματικότητα δεν διάβασες πάνω από καμιά 50αριά.

«Θυμάσαι τον καβγά τους πριν τον οριστικό χωρισμό. Το δυνατό χαστούκι και τον πατέρα σου να πετάει ένα καρπούζι στο πάτωμα. Εσύ κάθισες χάμω κι άρχισες να τρως ένα κομμάτι μπροστά τους.»

Είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, μια ζωή σε «θραύσματα», σε 45 εικόνες – «snapshots». Ο πατέρας, διαρκώς απών ακόμα κι όταν είναι εκεί, η μητέρα χαμένη στον δικό της κόσμο, πάντα καλοντυμένη και όμορφη, αναζητώντας τον έρωτα, την εξασφάλιση, το χρήμα. Και στη μέση ένα παιδί ουσιαστικά ανεπιθύμητο να προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Η μητέρα «πρωταγωνιστεί» στις περισσότερες των σελίδων του βιβλίου, αλλά είναι η μορφή του πατέρα που κυριαρχεί και η αδυναμία επικοινωνίας με τον γιό του, σαν την εικόνα του εξωφύλλου που δείχνει τον συγγραφέα στην εφηβεία να προσπαθεί να αποσπάσει ένα βλέμμα του (απορροφημένου με κάτι άλλο ως συνήθως) πατέρα.

Ο Βλαβιανός ανοίγει την ντουλάπα με τους «σκελετούς» του και εκτίθεται. Σκαλίζει το οικογενειακό σεντούκι κοιτάζοντας έναν καθρέφτη και μονολογεί. Με σπαραγμό και χιούμορ, χρησιμοποιώντας το δεύτερο πρόσωπο και αποφεύγοντας τον μελοδραματισμό που είναι ο εύκολος δρόμος.
Στο βιβλίο του ο συγγραφέας ακολουθεί μια χαλαρή ημερολογιακή σειρά, η παιδική ηλικία, ο χωρισμός στα 4 του χρόνια, η διαμονή στη Ρώμη, η σχέση της μητέρας με έναν ευπατρίδη Ιταλό, ο ξαφνικός ερχομός στην Αθήνα της Χούντας, εσώκλειστος στα Ανάβρυτα, ο πατέρας και το ταξίδι στην Βραζιλία να τον επισκεφτεί για πρώτη φορά, η γνωριμία με την μητριά, η μάνα με τον καινούργιο της εραστή, έναν γιατρό από το Μεσολόγγι, ο πατέρας στην Ελλάδα για διακοπές, κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, Ύδρα, Μύκονος, Σπέτσες, η εφηβεία, η ετεροθαλής αδερφή να πέφτει στα ναρκωτικά και να μπαινοβγαίνει στις κοινότητες, η αναχώρηση στην Αγγλία για σπουδές, («ο μόνος ευφυής ελιγμός» του όπως γράφει σε κάποιο ποίημα του), η φυλάκιση της μητέρας για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος στις ελβετικές φυλακές, ο αιωνίως αδιάφορος πατέρας, τα χρόνια στην Οξφόρδη, η μοναχική τελετή αποφοίτησης, ο πατέρας που εύχεται τα «Χρόνια πολλά» πάντα με μια μέρα καθυστέρηση, ο παππούς, η γιαγιά, ο θάνατος της μητέρας από καρκίνο και του πατέρα μετά από μακροχρόνια νοσηλεία.

«Τον έβλεπες ελάχιστα. Μια-δυο φορές τον χρόνο. Ερχόταν συνήθως στην Ελλάδα το Πάσχα ή το καλοκαίρι για τρείς εβδομάδες, για να ξανασυναντηθεί με την παρέα του και να πάνε όλοι μαζί συν γυναιξί και τέκνοις (αναγκαστικά), στην Ύδρα ή στη Μύκονο. Εκεί ο «Brasileiro» σκορπούσε με άνεση και χάρη τα χρήματά του μένοντας σε ακριβά ξενοδοχεία και ξεφαντώνοντας ως το πρωί στη Λαγουδέρα, στις Εννέα Μούσες ή στο Remezzo. Τις λίγες ώρες που ήσασταν μόνοι, εκείνος προτιμούσε να παίζει σκάκι. Απομονωνόταν στο δωμάτιό του και μελετούσε κλασσικές παρτίδες. Συνήθως μία από τις «θρυλικές» ανάμεσα στον Ταλ και τον Φίσερ ή «τη φοβερή του ‘29» όπου ο Καπαμπλάνκα κατατροπώνει τον Ρουμπινστάιν. Το ίδιο σκηνικό κι όταν πήγαινες εσύ να τον δείς στη Βραζιλία. Καμιά αλλαγή στο πρόγραμμα. Ακομη και τα Σαββατοκύριακα καθόταν έξω στον κήπο και πέρναγε όλη τη μέρα μπροστά στη σκακιέρα. Αν τολμούσες να τον διακόψεις για να στρέψει λίγο την προσοχή του πάνω σου, σε κοιτούσε μ’ένα βλέμμα που πάγωνε το αίμα στις φλέβες σου. Ήσουν ανεπιθύμητος και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψει. Κι εσύ έσκυβες το κεφάλι και κρυβόσουν πάλι μέσα σ’ένα βιβλίο – που ποτέ δεν ρώτησε να μάθει τον τίτλο ή τον συγγραφέα του. Κι έτσι η παιδική σου ηλικία χάθηκε για πάντα, μ’εσένα να παρακολουθείς από μακριά άλογα να τρώνε αξιωματικούς και πύργους να σωριάζονται στο χώμα για χάρη μιας βασίλισσας.»

Ο Βλαβιανός είναι ένας ποιητής με πολλά στοιχεία αυτοαναφορικότητας στο έργο του, οπότε και στο «μυθιστόρημά» του ακολουθεί αυτή την γραμμή. Κάποια από τα κεφάλαια/εικόνες του βιβλίου του έχουν προϋπάρξει είτε ως αυτόνομα ποιήματα, είτε ως στίχοι ενταγμένοι σε μια μεγαλύτερη σύνθεση – εδώ όμως λειτουργούν θαυμάσια και εντάσσονται αρμονικά στο σύνολο, το οποίο έχει ρυθμό και μουσικότητα σαν ένα πεζό ποίημα.


«Το αίμα νερό» είναι μια συνομιλία του συγγραφέα με το οικογενειακό του παρελθόν, μια θαρραλέα ματιά στα τραύματα που τον σημάδεψαν και που κουβαλάει μαζί του, σαν ουλές χαραγμένες στο δέρμα του. Είναι η απόπειρα του Βλαβιανού να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματά του (τους «σκελετούς στο ντουλάπι του» όπως προανέφερα) χρησιμοποιώντας το χιούμορ και την απόσταση των χρόνων πλέον. Άσχετα με το πώς θα το δεί κανείς – ως μυθιστόρημα, ως ποιητικό πεζό, ως αυτοβιογραφία, αποκλείεται να μη το απολαύσει και να μη σταθεί για αρκετή ώρα στις περισσότερες από τις εικόνες που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του.

«Κοιτάζεις τώρα τη φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Ναϊρόμπι έναν μήνα μετά τον γάμο τους. Είχαν παντρευτεί στα κρυφά και το είχαν σκάσει από την Ελλάδα. Εκείνη δούλευε στην Αθηναϊκή τότε, στο πολιτικό ρεπορτάζ, και είχε κανονίσει να πάει στην Κένυα να καλύψει το θέμα «Μακάριος». Τον πήρε μαζί της. Τόσο νέοι – 23 και 26 – και τόσο αποφασισμένοι για όλα. Σκέφτεσαι τώρα τους στίχους του Λάρκιν: «They fuck you up, your mum and dad./ They may not mean to, but they do».»

_____________________________________________________________

Ακούστε την εκπομπή Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 14/6 με καλεσμένο (την δεύτερη ώρα) τον συγγραφέα και ποιητή Χάρη Βλαβιανό, με τον οποίο συζητάμε για το βιβλίο του "ΤΟ ΑΙΜΑ ΝΕΡΟ"






 
Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014 | Permalink
2 μυθιστορήματα του Ρομπέρτο Μπολάνιο
Αποτελεί σίγουρα μια μοναδική εμπειρία να διαβάζεις βιβλία του Ρομπέρτο Μπολάνιο (Χιλή 1953-2003). Έχοντας γράψει παλαιότερα για τα περισσότερα (ίσως όλα) βιβλία του που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, έχω νιώσει βαθιά τι σημαίνει να βυθίζεσαι στις σελίδες του και την αμφίσημη γραφή του, στους αταίριαστους συνδυασμούς (όπως αυτόν της πολιτικής με την ποίηση) που επιχειρεί και τα καταφέρνει τόσο υπέροχα. Πολλά έχουν γραφτεί για τις επιρροές στη γραφή του εκπληκτικού αυτού συγγραφέα που πέθανε στην ηλικία των 50 ετών, θα γραφτούν ακόμα περισσότερα στο μέλλον, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Μπολάνιο είναι μια περίπτωση αυτόνομη, ίσως μοναχική, στα παγκόσμια γράμματα και που απευθύνεται σε μια ευρύτατη γκάμα αναγνωστών πέρα από λογοτεχνικά είδη και τάσεις.
Η πρόσφατη έκδοση 2 μυθιστορημάτων του έρχεται να εμπλουτίσει την εικόνα που έχουμε για το στυλ του και να τονίσει με ιδιαίτερα εμφαντικό τρόπο την αξία του. "ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΪΧ" (Εκδ. Άγρα, σελ.398) και το "ΦΥΛΑΧΤΟ" (Εκδ. Άγρα, σελ.223), και τα δύο μαεστρικά μεταφρασμένα από τον πάντα καλό, Κρίτωνα Ηλιόπουλο είναι δύο διαφορετικά μεταξύ τους μυθιστορήματα, που χαρακτηρίζονται βέβαια από το ευδιάκριτο ύφος του μεγάλου συγγραφέα. Ας τα δούμε αναλυτικότερα...

Στο μυθιστόρημα «ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΪΧ», έργο πρώιμο(γραμμένο το 1989), του συγγραφέα, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, κυριαρχεί η ατμόσφαιρα μυστηρίου και παραλόγου, που πλανάται καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Ο νεαρός Γερμανός Ούντο Μπέργκερ φθάνει σε ένα ξενοδοχείο των Ισπανικών ακτών με τη φίλη του Ίνγκεμποργκ. Το μέρος δεν είναι τυχαία διαλεγμένο αλλά είναι το ίδιο ακριβώς ξενοδοχείο όπου πήγαινε για διακοπές με τους γονείς του, ο Ούντο, όταν ήταν μικρός, και είχε εκστασιασθεί με την ομορφιά και το στυλ της ιδιοκτήτριας, της αινιγματικής φράου Έλζε.
Ο Ούντο όμως δεν έχει το μυαλό του στις διακοπές, στον ήλιο και στη θάλασσα (σε αντίθεση με την Ίνγκεμποργκ). Τον έχει συνεπάρει σε βαθμό ψύχωσης, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, το «Τρίτο Ράιχ» στο οποίο είναι πρωταθλητής Γερμανίας. Στο παιχνίδι αυτό οι παίκτες με την αφορμή των στρατηγικών κινήσεων που πρέπει να ακολουθήσουν, ουσιαστικά ζωντανεύουν τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Ούντο ζει μέσα σ’αυτό το παιχνίδι αλλά και γι’αυτό. Περνάει όλόκληρη τη ζωή του αρθρογραφώντας για ειδικά περιοδικά, συμμετέχοντας σε τουρνουά τοπικά και παγκόσμια και το πρώτο πράγμα που κάνει φθάνοντας στο δωμάτιο είναι να απλώσει σε ένα μεγάλο τραπέζι που του φέρνουν ειδικά γι’αυτόν το παιχνίδι του.

Σύντομα το ζευγάρι των νεαρών Γερμανών, γνωρίζεται με τον Τσάρλυ και την Χάννα, και με δύο περίεργους Ισπανούς, που φέρουν τα ονόματα «Λύκος» και «Αρνί",  οι οποίοι τους συνοδεύουν στις νυχτερινές εξόδους τους και γίνονται κολλητοί με τον ανήσυχο και νευρικό Τσάρλυ, προσπαθούν δε να «την πέσουν» παντοιοτρόπως στην Χάννα. Μαζί μ’αυτούς γνωριζουν και τον «Καμμένο», τον τύπο που νοικιάζει θαλάσσια ποδήλατα στην παραλία,  ο οποίος πήρε το παρατσούκλι του από το τεράστιο έγκαυμα που καλύπτει το σώμα του και ουδείς εκ των ντόπιων γνωρίζει (ή δεν θέλει να αποκαλύψει), πως το απέκτησε. Η παρέα πίνει και ξενυχτάει, παρά την έντονη δυσθυμία του Ούντο που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το παιχνίδι του και το έντονο φλερτάρισμα που κάνει στην φράου Έλζε της οποίας ο σύζυγος είναι βαριά άρρωστος και αποκλεισμένος στο δωμάτιό του.

 Όλα αλλάζουν όταν εξαφανίζεται ο Τσάρλυ μέσα στη θάλασσα με το σερφ του. Οι μέρες περνάνε και δεν βρίσκονται σημάδια του εξαφανισμένου παρά την κινητοποίηση των αρχών. Η Χάννα γυρίζει στη Γερμανία και μετά από μερικές μέρες το ίδιο κάνει και η Ίνγκεμποργκ, αφού, ο Ούντο επιλέγει να μείνει εκεί μέχρι να βρεθεί το σώμα του Τσάρλυ, ο οποίος θεωρείται πλέον νεκρός - σύντομα το πτώμα βρίσκεται, αυτό όμως δεν κάνει τον Ούντο να φύγει από το θέρετρο αφού ενδιάμεσα και μέσα στη μοναξιά του, αλλά και για να εξασκηθεί στο παιχνίδι, προτείνει στον Καμμένο να ανεβαίνει στο δωμάτιο του να παίζουν το «3ο Ράιχ». Ο Καμμένος όμως αποδεικνύεται πανέξυπνος και εξαιρετικός μαθητής. Όταν δε αρχίζει να κερδίζει κάποιες παρτίδες, ο Ούντο αντιλαμβάνεται ότι κάποιος τον καθοδηγεί και το παιχνίδι δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο εύκολα. Η ατμόσφαιρα γίνεται εφιαλτική καθώς ο Καμμένος παρουσιάζεται κάθε νύχτα στο δωμάτιο του Ούντο με σημειώσεις και οι κινήσεις του γίνονται όλο και πιο επαγγελματικές προοιωνίζοντας ένα τέλος του παιχνιδιού που θα είναι «όλα ή τίποτα».

Ο μυστηριώδης και σκοτεινός χαρακτήρας του «Καμμένου», η γκρίζα και παγερή ατμόσφαιρα του ξενοδοχείου, η φράου Έλζε με την παγερή της στάση, ο μονίμως απών σύζυγος της, ο ουρανός της Κόστα Μπράβα που αρχίζει να γκριζάρει και να βρέχει καθημερινά αντικαθιστώντας το ηλιόλουστο και ειδυλλιακό τοπίο που πρωταντίκρυσε το ζευγάρι όταν έφθασε εκεί, το αστυνομικό μυθιστόρημα αγωνίας που διαβάζει η Ίνγκεμποργκ και η εφιαλτική τροπή που παίρνει το παιχνίδι – όλα αυτά δημιουργούν μια πνιγηρή και ασφυκτική ατμόσφαιρα στο μυθιστόρημα. Ανά πάσα στιγμή περιμένεις κάτι να γίνει, κάτι να ξεσπάσει. Οι αινιγματικοί διάλογοι και ότι όλα είναι αμφίσημα και ρευστά επιτείνουν την θριλερίστικη διάσταση της ιστορίας.
Ο Ούντο αντιλαμβάνεται ότι το παιχνίδι έχει χαθεί και αναρωτιέται τι θα γίνει στο τέλος του, ο σύζυγος της φράου Έλζε τον προειδοποιεί:
« «Τι θα συμβεί μετά την πτώση του Βερολίνου;»
«Όπως βλέπω την κατάσταση», είπε χωρίς ν’ανοίξει τα μάτια  και σέρνοντας τις λέξεις, «αυτός δεν θα ικανοποιηθεί απλώς δεχόμενος τα συγχαρητήριά σας».
«Τι πιστεύετε ότι θα κάνει;»
«Το πιο λογικό, Χερ Ούντο Μπέργκερ, το πιο λογικό. Σκεφτείτε λίγο. Τι κάνει ο νικητής; Ποια είναι τα πλεονεκτήματά του;» »

Έξοχο μυθιστόρημα που μάλλον έμεινε ημιτελές. Βρέθηκε στα συρτάρια του γραφείου του συγγραφέα μετά τον θάνατό του και εκδόθηκε στην Ισπανία πριν λίγα χρόνια, και μετά την τεράστια επιτυχία που γνώρισε το «2666» και τον θόρυβο που προκάλεσε. Το φινάλε είναι αμήχανο (δείγμα μάλλον της απουσίας τελικής ματιάς από τον συγγραφέα) και αφήνει πολλά κενά στην ιστορία συντελώντας βέβαια με τον τρόπο αυτό στο συνολικό μυστήριο που αποπνέει η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας. Παρ’όλα αυτά οι αρετές που διακρίνουμε στα υπόλοιπα (καλύτερα) έργα του είναι παρούσες κι εδώ και ο αναγνώστης απολαμβάνει το εξαιρετικό στυλ του μεγάλου αυτού συγγραφέα.

Το «ΦΥΛΑΧΤΟ» είναι καθαρά μια νουβέλα «Μπολανική». Μια μινιατούρα που θυμίζει τις καλύτερες δουλειές του συγγραφέα, τους «Άγριους ντετέκτιβ» και το «2666» γραμμένο αμέσως μετά(;) το πρώτο και μερικά χρόνια πριν το δεύτερο. Το βιβλίο είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιας καλλιτεχνικής περσόνα, της Αουξίλιο Λακουτύρ  (χαρακτήρας που εμφανίζεται και στους «Άγριους Ντετέκτιβ» σε ένα από τα επεισόδια του βιβλίου) και η σπαρακτική ιστορία της.

Η νουβέλα του Μπολάνιο ξεκινάει με μια από τις ωραιότερες λογοτεχνικές εισαγωγές που έχουν γραφτεί:
«Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου. Θα είναι μια αστυνομική ιστορία, ένα αφήγημα μαύρης λογοτεχνίας και τρόμου. Όμως δεν θα μοιάζει τέτοιο. Δεν θα μοιάζει επειδή η αφηγήτρια είμαι εγώ. Αυτός που μιλάει είμαι εγώ και δεν θα μοιάζει τέτοια. Όμως κατά βάθος είναι η ιστορία ενός απάνθρωπου εγκλήματος.
Εγώ είμαι η φίλη όλων των Μεξικανών. Θα μπορούσα να πω: Είμαι η μητέρα της μεξικάνικης ποίησης. Όμως καλύτερα να μην το πω. Εγώ γνωρίζω όλους τους ποιητές και όλοι οι ποιητές με γνωρίζουν. Οπότε θα μπορούσα να το πω. Θα μπορούσα να πω: Είμαι η μητέρα και φυσάει ένας αναθεματισμένος ζέφυρος αιώνες τώρα, όμως καλύτερα να μην το πω. Θα μπορούσα να πω, λόγου χάρη: Εγώ γνώρισα τον Αρτουρίτο Μπελάνο στα δεκαεφτά του, ήταν ένα ντροπαλό αγόρι που έγραφε θεατρικά έργα και ποιήματα και ακόμα δεν ήξερε να πίνει, αλλά αυτό θα ήταν πλεονασμός κατά κάποιο τρόπο και εμένα μου δίδαξαν (με το μαστίγιο μου το δίδαξαν, με σιδερόβεργα μου το δίδαξαν) ότι οι πλεονασμοί περιττεύουν και ότι μονάχη η ιστορία πρέπει να αρκεί.
Αυτό που όντως μπορώ να πω είναι το όνομά μου.
Λέγομαι Αουξίλιο Λακουτύρ και είμαι Ουρουγουανή, από το Μοντεβιδέο, παρότι όταν μου τη δίνει κατακέφαλα, όταν η νοσταλγία με βαράει στο κεφάλι, λέω ότι είμαι «τσαρούα», που πάει να πει το ίδιο πράγμα παρότι δεν είναι το ίδιο ακριβώς, και που μπερδεύει πολύ τους Μεξικάνους και κατά συνέπεια όλους τους Λατινοαμερικάνους.»

Ένα ιστορικό γεγονός είναι πίσω από, (αλλά και καθορίζει) την αφήγηση της Αουξίλιο. Είναι η εισβολή του στρατού στο Πανεπιστήμιο της Πόλης του Μεξικού, το 1968. Καθώς στο προαύλιο και μέσα στις αίθουσες του Πανεπιστήμιου γίνεται της μουρλής και οι στρατιώτες χτυπάνε αλύπητα όποιον βρούν μπροστά τους, η Αουξίλιο βρίσκεται μέσα σε μια από τις τουαλέτες και θα παραμείνει κλεισμένη εκεί μέσα για 13 ημέρες. Μέσα σ’αυτό το διάστημα, προσπαθεί να μη σκέφτεται την πείνα και την δίψα που την ταλαιπωρούν, την άβολη στάση στην οποία είναι υποχρεωμένη να κάθεται, και πέφτει σε μια θολή κατάσταση ύπνωσης όπου ανασύρει από τη μνήμη της εικόνες από το παρελθόν, αλλά και εικόνες από το μέλλον. Ο ορίζοντας πάντα είναι η λογοτεχνία και γύρω από αυτήν στρέφονται οι σκέψεις και τα λόγια της Αουξίλιο σε μια νουβέλα, λυρικη αλλά και σκληρή που σε παρασέρνει με τη δύναμή της και την ζωντάνιά της.

Κλεισμένη στην τουαλέτα του Πανεπιστημίου, με τη εκκωφαντική σιωπή να διαδέχεται τον εκκωφαντικό θόρυβο, με τις μπότες των στρατιωτών να ακούγονται στους διαδρόμους, η Αουξίλιο κάνει μια μορφή αντίστασης. Ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, και το 1968 γίνεται το 1973 και μετά γίνεται το 1960 και το 1964. Οι μνήμες του μέλλοντος και του παρόντος μπερδεύονται – μνήμες για Μεξικάνους ποιητές που έζησαν και δημιούργησαν, που θα δημιουργήσουν και θα γράψουν ιστορία. Η Αουξίλιο συναντάει τον νεαρό Αρτούρο Μπελάνο (alter ego του συγγραφέα και κεντρικό χαρακτήρα αρκετών από τα μυθιστορήματά του) στο Μεξικό, αργότερα εκείνος θα φύγει στη Χιλή μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αλιέντε και θα γυρισει ένας διαφορετικός (και σκληρότερος) άνθρωπος στο Μεξικό το ΄74.

Σκηνές γκροτέσκες διαδέχονται αυτές του στοχασμού και του σπαραγμού. Η Χιλή του πραξικοπήματος ομοιάζει με την κατάσταση στο Μεξικό το 1968. Μέσα από την καταπίεση και το κυνηγητό των Αρχών, η λογοτεχνία είναι ένα μοναδικό σημείο αντίστασης και η ποίηση μια διέξοδος. Οι «προφητείες» της Αουξίλιο είναι ευφυείς και γεμάτες χιούμορ ενώ η αφήγηση είναι παραισθητική και ο λόγος εναλλάσει την σκληρότητα με την λυρικότητα σε έναν αφοπλιστικό συνδυασμό που σε κρατάει αγκυλωμένο στις σελίδες αυτού του μοναδικού συγγραφέα που δυστυχώς έφυγε νωρίς.

«Έπειτα ξύπνησα. Σκέφτηκα: Εγώ είμαι η μνήμη.»

Το «Φυλαχτό» είναι ένα βιβλίο για την μνήμη, για τον χρόνο και την σχετικότητά του, για τη αγάπη και τον θάνατο, για την αφοσίωση και την δημιουργία. Είναι ένα βιβλίο, που σε προκαλεί να «μπείς μέσα του», να το νιώσεις, ένας ύμνος στη λογοτεχνία, προπομπός του «magnum opus» του Μπολάνιο, του "2666". Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος άλλων μυθιστορημάτων του συγγραφέα αλλά ορισμένες σελίδες ή παράγραφοί του σε αποζημιώνουν στο έπακρο – οι φανατικοί του Μπολάνιο θα ενθουσιαστούν…

"Οι φωνές έλεγα με φωνή βαρυτόνου, δεν σημειώνουν τίποτα, οι φωνές ούτε καν ακούν. Οι φωνές μόνο μιλάνε.
Πέφτεις έξω αλλά δεν πειράζει, εσύ πες αυτό που θέλεις να πεις και φρόντισε να το πεις δυνατά και καθαρά.
Τότε εγώ έπαιρνα θάρρος, δίσταζα, το μυαλό μου άδειαζε και τελικά έλεγα: οι προφητείες μου είναι οι εξής:
Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι θα ξαναγίνει της μόδας γύρω στο έτος 2150. Ο Τζέημς Τζόυς θα μετενσαρκωθεί σε Κινεζάκι το έτος 2124. Ο Τόμας Μανν θα μετατραπεί σε φαρμακοποιό από το Εκουαδόρ το έτος 2101.
Ο Μαρσέλ Προύστ θα πέσει σε απελπιστική και παρατεταμένη λήθη από το έτος 2033 κι έπειτα. Ο Έζρα Πάουντ θα εξαφανιστεί από ορισμένες βιβλιοθήκες το έτος 2089. Ο Βάτσελ Λίντσεϋ θα γίνει ποιητής των μαζών το έτος 2101.
Ο Σέζαρ Βαγέχο θα διαβάζεται στα τούνελ το έτος 2045. Ο Χόρχε Λουίς  Μπόρχες θα διαβάζεται στα τούνελ το έτος 2045. Ο Βισέντε Ουιδόμπρο θα είναι ποιητής των μαζών το έτος 2045.
Η Βιρτζίνια Γούλφ θα μετενσαρκωθεί σε μια αφηγήτρια από την Αργεντινή το έτος 2076. Ο Λουί-Φερντινάν Σελίν θα μπεί στο Καθαρτήριο το έτος 2094. Ο Πωλ Ελυάρ θα γίνει ποιητής των μαζών το έτος 2101.
Μετεμψύχωση. Η ποίηση δεν θα εξαφανιστεί. Η μη-εξουσία της θα γίνει ορατή με άλλον τρόπο.
Ο Τσέζαρε Παβέζε θα μετατραπεί σε προστάτη Άγιο του Βλέμματος το έτος 2034. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι θα μετατραπεί σε Άγιο προστάτη της Φυγής το έτος 2100. Ο Τζόρτζιο Μπασάνι θα βγεί από τον τάφο του το 2167.
Ο Ολιβέριο Χιρόντο θα βρεί τη θέση του ως νεανικός συγγραφέας το έτος 2099. Ο Ρομπέρτο Άρλτ θα δεί όλο του το έργο να μεταφέρεται στο σινεμά το έτος 2102. Ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες θα δεί όλο του το έργο να μεταφέρεται στο σινεμά το έτος 2105.
Ο Άρνο Σμιτ θα αναστηθεί από τις στάχτες του το έτος 2085. Ο Φραντς Κάφκα θα ξαναδιαβαστεί σε όλα τα τούνελ της Λατινικής Αμερικής το έτος 2101. Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς θα απολαύσει μεγάλη φήμη ένθεν και ένθεν του Ρίο δε λα Πλάτα γύρω στα 2098.
Ο Πάουλ Τσελάν θα αναστηθεί από τις στάχτες του το έτος 2113. Ο Αντρέ Μπρετόν θα αναστηθεί από τους καθρέφτες το έτος 2071. Ο Μαξ Ζακόμπ θα πάψει να διαβάζεται, δηλαδή θα πεθάνει ο τελευταίος αναγνώστης του το έτος 2059.
Άραγε το έτος 2059 ποιός θα διαβάζει τον Ζαν-Πιέρ Ντυπρέ; Ποιός θα διαβάζει τον Γκάρυ Σνάιντερ; Ποιός θα διαβάζει τον Ιλαρί Βορόνκα; Γι'αυτά τα πράγματα αναρωτιέμαι.
Ποιός θα διαβάζει τη Ζιλμπέρ Ντάλλας, τον Ροδόλφο Ουίλκοκ και τον Αλεξάντρ Ουνίκ;
Ο Νικανόρ Πάρρα, ωστόσο, θα αποκτήσει άγαλμα σε μια πλατεία της Χιλής το έτος 2059. Ο Οκτάβιο Πας θα αποκτήσει άγαλμα στο Μεξικό το 2020. Ο Ερνέστο Καρδενάλ θα αποκτήσει άγαλμα, όχι πολύ μεγάλο, στη Νικαράγουα το έτος 2018.
Όμως όλα τα αγάλματα πετούν, με θεϊκή παρέμβαση ή πιο συχνά με δυναμίτη, όπως πέταξε το άγαλμα του Χάινε. Οπότε ας μην εμπιστευόμαστε πάρα πολύ τα αγάλματα.
Η Κάρσον ΜακΚάλλερς, όμως θα διαβάζεαι ακόμα το έτος 2100. Η Αλεχάντρα Πισάρνικ θα χάσει την τελευταία της αναγνώστρια το έτος 2100. Η Αλφονσίνα Στόρνι θα μετενσαρκωθεί σε γάτο ή σε θαλάσσιο λέοντα, δεν μπορώ να το πω με ακρίβεια, το έτος 2050.
Η περίπτωση του Άντον Τσέχοφ θα είναι λίγο διαφορετική. Θα μετενσαρκωθεί το έτος 2003, θα μετενσαρκωθεί το έτος 2010, θα μετενσαρκωθεί το το έτος 2014. Τελικά θα εμφανιστεί ξανά το έτος 20181. Και ποτέ πιά.
Η Άλις Σέλντον θα γίνει συγγραφέας για τις μάζες το έτος 2017. Ο Αλφόνσο Ρέγιες θα δολοφονηθεί οριστικά το έτος 2058, όμως στην πραγματικότητα ο Αλφόνσο Ρέγιες θα δολοφονήσει τους δολοφόνους του. Η Μαρκεριτ Ντυράς θα ζει στο νευρικό σύστημα χιλιάδων γυναικών το έτος 2035.
Και η φωνούλα έλεγε τι περίεργο, τι περίεργο, ορισμένους συγγραφείς που ονομάζεις δεν τους έχω διαβάσει."

___________________________________________________________


Τα προηγούμενα ποστς μου για τον Roberto Bolano είναι στα links που παραθέτω:
2666







 
Παρασκευή, Ιουνίου 06, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 06, 2014 | Permalink
Τότε που ζούσαμε
Ακριβώς 40 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του (εκδ.Κέδρος,1974), επανεκδόθηκε φέτος το αριστουργηματικό μυθιστόρημα "ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ", του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984),  (Εκδ.Μεταίχμιο, σελ.523), αυτή τη φορά σε μονοτονικό σύστημα, έτσι ώστε να το γνωρίσουν οι νεότεροι αναγνώστες. Η νέα (πολύ φροντισμένη και με ενδιαφέρον εξώφυλλο) έκδοση του Μεταίχμιου, μας υπενθυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε (καθώς μας παρασέρνουν τα καινούργια βιβλία, οι νέες εκδόσεις), ότι τα κλασσικά βιβλία της νεοελληνικής (και γενικότερα της παγκόσμιας) πεζογραφίας δεν χάνουν τίποτα από τη γοητεία τους και την αξία τους όσα χρόνια κι αν περάσουν. Στην περίπτωση δε, του "Τότε που ζούσαμε" αυτό ακριβώς γίνεται με τρόπο εμφαντικό, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο παραμένει ολοζώντανο και πολύ επίκαιρο.

"Τα χρόνια εκείνα που γίνονται τούτα  που γράφω, οι άνθρωποι με όλες τους τις μιζέριες ζούσαν ξένοιαστοι, μ'έναν τρόπο. Ο ήλιος, ο αγέρας, η βροχή, η παγωνιά και το κάμα ήταν τα κύρια γεγονότα της ζωής τους. Πιστεύαν στον παράδεισο και στην κόλαση, κι η ελπίδα ημέρευε την ψυχή τους και τους εξοικείωνε με τον θάνατο. Τώρα που εμείς ανακαλύψαμε την αλήθεια, γέμισε όλη η ζωή κρυάδα και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να καταργήσουμε πάλι τον θάνατο· και θα τον βρούμε. Ώσπου να γίνει όμως αυτό...Εκείνοι που ζουν, βλέπεις, ξέρουν πως θα πεθάνουν και η ζωή είναι γλυκιά. Αυτοί που πεθάναν δεν ξέρουν πως είχαν ζήσει κι ο θάνατος είναι κρύος. Όλες οι ιστορίες στον κόσμο είναι ζωή."

Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ασημάκη Πανσέληνου, που θα μπορούσες να το δεις και ως μια "ιστορία ενηλικίωσης" καλύπτει την περίοδο της ζωής του από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως, το 1944 λίγο πριν την απελευθέρωση της χώρας από την Γερμανική κατοχή. Γράφτηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70, σε μια ανάγκη του Πανσέληνου να προτάξει τη φωνή του σε δύσκολους καιρούς, αφού στη ζωή του μονάχα τέτοιους είχε γνωρίσει.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 μέρη. Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας αφηγείται την ζωή στη Λέσβο - ένα τόπο που όπως λέει "οι άνθρωποι θα μπορούσαν να θαυμάσουν περισσότερο τον Σάντσο Πάντσα παρά τον Δον Κιχώτη", την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, την απελευθέρωση του νησιού από την Τουρκική κατοχή και την ενσωμάτωση του στην Ελλάδα (με την "ελληνική κατοχή" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει). Αυτό το μέρος του βιβλίου, το οποίο καλύπτει πάνω από 200 σελίδες, είναι γεμάτο από έντονες εικόνες από τους δρόμους της Μυτιλήνης, των θεότρελων και μη χαρακτήρων του νησιού και της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του αφηγητή. Τα χρόνια του σχολείου, οι πρώτοι έρωτες, η οικονομική άνθηση του τόπου που αντικατοπτρίζεται στην ανάπτυξη της οικογενειακής επιχείρησης (υφασματάδικο), ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας μέσα στο σπίτι, η καταστροφή της Μικράς Ασίας και το κύμα των προσφύγων (κυρίως από το Αϊβαλί), το οποίο αλλάζει την καθημερινότητα του νησιού, οι πολιτικές ζυμώσεις που θα προκύψουν μετά το σοκ της ήττας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αφηγήσεις γύρω από την έντονη πνευματική ζωή του νησιού. Ο Μυριβήλης, ο Βενέζης, ο Κόντογλου, ο Ψυχάρης (που επισκέπτεται το νησί και διαμένει εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα) αλλά και άλλοι (ελάσσονες ως επί το πλείστον) συγγραφείς και πνευματικοί άνθρωποι με τις θεωρίες τους και τις ανησυχίες τους συνθέτουν ένα πολιτιστικό μείγμα το οποίο παρουσιάζεται χωρίς ωραιοποιήσεις και αγιογραφικές τάσεις, αλλά όπως ήταν - αντιφατικό και άνισο (χαρακτηριστική περίπτωση ο Στ.Μυριβήλης).
Ο συγγραφέας θα αποκτήσει έντονες τάσεις φυγής που θα διογκωθούν μετά τον θάνατο του πατέρα του. Δημοσιογραφεί και γράφει ποίηση, πολιτικοποιείται και "χαρακτηρίζεται" ως κομμουνιστής και αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά στην Αθήνα.

Στο δεύτερο μέρος (περίπου 150 σελίδες), ο Πανσέληνος βρίσκεται στην Αθήνα όπου σπουδάζει στη Νομική, και γοητεύεται από την ζωή της μεγαλούπολης, η οποία βεβαίως είναι μια πόλη στην οποία, έχουν εισρεύσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που έχουν αλλάξει τελείως τον αστικό ιστό. Η καχυποψία των παλιοελλαδιτών προς τους νεοφερμένους (χαρακτηριστική η εικόνα που πάνε να νοικιάσουν ένα σπίτι και η ιδιοκτήτρια τους ρωτάει αν είναι "Ελληνες" ή πρόσφυγες!).

Παρέες, έρωτες, η γνωριμία του με την Έφη, ο έρωτας τους, το πτυχίο του και η εργασία του σε δικηγορικό γραφείο, η απογοήτευσή του από τον Ε.Βενιζέλο, τα χρόνια του διχασμού, το Ιδιώνυμο (που γκρέμισε τελείως στα μάτια του, την εικόνα του Εθνάρχη), η δικτατορία της 4ης Αυγούστου και ο Μεταξάς, το δικό του πλέον δικηγορικό γραφείο και η έντονη πολιτικοποίηση στις γραμμές της Αριστεράς, όπου όμως δεν εντάχθηκε ποτέ στον κομματικό μηχανισμό.

Στο τρίτο μέρος που είναι και το μικρότερο (περίπου 140 σελίδες), αλλά το δραματικότερο, καθώς ο συγγραφέας αφηγείται τις μέρες του πολέμου του '40, την Κατοχή στην Αθήνα, τον λιμό μέσα από συνταρακτικές εικόνες που μένουν αξέχαστες, παιδιών που πεθαίνουν στον δρόμο, μικρών κοριτσιών που εκπορνεύονται για μια φρατζόλα ψωμί. Ο Πανσέληνος οργανώνεται στο ΕΑΜ, κρατώντας όμως μια ανεξάρτητη στάση και κατηγορούμενος από όλους είτε για φιλοαγγλισμό, είτε ως κομμουνιστής, συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς (την εμπειρία του στην φυλακή θα τις περιγράψει σε άλλο του βιβλίο), γίνεται πρόεδρος του Δ.Σ. του Θεάτρου Τέχνης και υπογράφει την ιδρυτική του διακήρυξη,  λόγω της φιλίας του με τον Κάρολο Κουν. Λογοτεχνικές τάσεις και συντροφιές (ο Σικελιανός, ο Θεοτοκάς, ο Ράντος, ο Καστανάκης), είτε από παλαιότερα, είτε πιο πρόσφατες, συνομιλίες με συγγραφείς, η κηδεία του Παλαμά, η αναζήτηση τροφής, η συνεχής πείνα - όλα αυτά περνάνε μέσα από σελίδες συγκλονιστικές. Το μυθιστόρημα θα ολοκληρωθεί με μια πολύ μυθιστορηματική απόδραση (μέσα σε ένα κοφίνι), από το γραφείο (και σπίτι του) από τους ταγματασφαλίτες που είχαν έρθει να τον συλλάβουν λίγο πριν την απελευθέρωση.

Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην ελευθερία του ανθρώπου, στην αναζήτηση για δικαιοσύνη και ευημερία. Ο ιδεαλισμός του Πανσέληνου που τον χαρακτηρίζει από παιδί, δεν θα τον αφήσει ποτέ, όπως και η πίστη του στον "δημοτικισμό". Στιγματίζει το δικαστικό σύστημα, μιλάει με τα χειρότερα λόγια για τις φυλακές και τους κρατούντες, τον εναγκαλισμό της Δικαιοσύνης με την Εξουσία. Δεν δέχεται τη στέρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου για κανένα λόγο και παραμένει πιστός στις αρχές ενός αγνού και (κάπως αναρχικού) σοσιαλισμού ενάντια κάθε δικτατορίας και καταπίεσης.

"Αναπολώντας τα τώρα όλα τούτα, σκέφτομαι πως αν υπάρχει κάτι το οριστικά σοσιαλιστικό μέσα μου, είναι ότι ποτέ δεν κλονίστηκαν οι ιδέες μου, από το γεγονός ότι τις εφάρμοσαν άλλοι με τρόπο απαράδεχτο. Το λάθος είναι συστατικός παράγοντας στην ανθρώπινη αλήθεια, όμως ο μακιαβελισμός είναι κάτι αποτρόπαιο, δεν είναι λάθος. Είναι μια σκοτεινή παρόρμηση, σύμφυτη, με την πολιτική εξουσία, όπου, οι επίδοξοι κυβερνήτες του κόσμου, σκοτώνουν τον άνθρωπο για να κυβερνήσουν, και σκοτώνονται κι αναμεταξύ τους για να κριθεί ποιός είναι άξιος γι'αυτή τη δουλειά.
Περνούμε τα νιάτα μας βέβαιοι πως διαθέτουμε τις μέρες μας με τον καλύτερο τρόπο, κι όταν πια φύγουν, μας φαίνεται πως τα αφήσαμε και πήγαν χαράμι. Ζούμε τον κόσμο όσο τον φτιάνουμε εμείς. Όταν αρχίσουν να τον φτιάνουν άλλοι, πεθαίνουμε. Για μας που αντισταθήκαμε στον φασισμό, τέτοιο αίσθημα δεν θα υπάρξει. Αγγίξαμε τα όρια μιας πίστης στη λευτεριά και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πέρα ίσως από όσο την αποδέχεται ο άνθρωπος."


Είναι η ιστορία μιας γενιάς, η ιστορία του τόπου μας. Το βιβλίο καταγράφει σκηνές ιστορικές που κανείς ιστορικός δεν μπορεί να δώσει καλύτερα. Ο προφορικός λόγος, ζωντανός και άμεσος χτυπάει κατ'ευθείαν στη ψυχή του ανθρώπου που θα τον διαβάσει για πρώτη φορά ασχέτως ηλικίας και κουλτούρας. Εντυπωσιάζει η επικαιρότητα του βιβλίου, το πόσο ολόφρεσκο δείχνει 40 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Το ξαναδιάβασα σχεδόν 30 χρόνια μετά (η έκδοση του Κέδρου που κατέχω είναι του 1986 (18η!)) αυτές τις μέρες και έχω μείνει ενεός μπροστά στη δύναμή του και την μαγεία που συνεχίζει να ασκεί - αφήνω στην άκρη την αναγνωστική απόλαυση που είναι δεδομένη. Ο Πανσέληνος δεν χαρίζεται σε κανέναν, και μέσα από την απλή και αμόλυντη ανθρωπιά που διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου του, επισημαίνει πράγματα που δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν συνεχίζουν να μας απασχολούν.

"Πριν όμως από την οικονομική εξυγίανση, στα άτομα είναι η τιμή. Και η τιμή μιας χώρας είναι η ελευθερία. Κι όταν ένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί στους πολίτες του την ελευθερία, δεν έχει λόγο να υπάρχει. Πάντα είχα την εντύπωση πως μια χώρα που χάνει την ελευθερία της για να εξυγιανθεί οικονομικά, μοιάζει με μια γυναίκα που πορνεύεται για να φτιάξει προίκα. Όσοι οικονομολόγοι πιστεύουν το αντίθετο είναι γομάρια. Τώρα κι εμείς χάσαμε την ηθική μας υπόσταση και μαζεύουμε κατοστάρικα."

Το χιούμορ και η ανελέητη σάτιρα εύστοχα τοποθετημένες μέσα στην αφήγηση του Πανσέληνου, αποσυμπιέζουν τις εντάσεις και τα δράματα που εκτυλίσσονται - ας μη λησμονούμε, ο συγγραφέας ανήκει σε μια γενιά που βίωσε, τους Βαλκανικούς πολέμους, την Εθνικό Διχασμό, την Μικρασιατική καταστροφή, την Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, την εισβολή των Ιταλών, την Γερμανική Κατοχή, τον Εμφύλιο και άλλα πολλά. Και όλα αυτά μέσα σε 30 περίπου χρόνια. Ο συγγραφέας κατορθώνει (διότι περί κατορθώματος πρόκειται) να αφηγηθεί όλα αυτά τα γεγονότα μέσα από την προσωπική του ιστορία (μη δίνοντας και ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τη ζωή του) σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Το "Τότε που ζούσαμε είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής πεζογραφίας και από εκείνα που δεν θα πρέπει να λείπουν από καμία βιβλιοθήκη.