Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008 | Permalink
Η γραμμή του αίματος
Στον αντίποδα του politically correct κινείται το εξαιρετικό μυθιστόρημα του σχετικά νέου συγγραφέα,Λευτέρη Μαυρόπουλου,«ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΙΣΟ ΜΟΥ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ» (Εκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ,σελ.277) ,(86) που εντυπωσιάζει με την δύναμη της γραφής του και όχι μόνο...

Ο Μαυρόπουλος έγραψε ένα βιβλίο περιγράφοντας την ιστορία μιάς κατεστραμμένης οικογένειας,ξεκινώντας από τα «πέτρινα χρόνια» της δικτατορίας του Μεταξά,περνώντας στον εμφύλιο και στη μεταπολεμική Ελλάδα. Μιας οικογένειας που έπεσε θύμα της πολιτικής κατάστασης της χώρας μετά την μικρασιατική καταστροφή,θύμα του μίσους και του εμφύλιου σπαραγμού,θύμα των πολιτικοοικονομικών καταστάσεων που διαμόρφωσαν αυτή τη χώρα.

Ξεκινώντας με ήρεμο τόνο,στην αρχή νομίζεις ότι θα διαβάσεις ένα αγροτικό δράμα,μιά ηθογραφία εποχής.Σκηνές της βορειοελλαδίτικης επαρχίας,οικογένεια με πολλά παιδιά,καθημερινός αγώνας στα καπνοχώραφα γιά το μεροκάματο και η μάνα να προσπαθεί να τα φέρει βόλτα.Ο σύζυγος Μιχάλης,λεβέντης-δουλευταράς,δωρική μορφή,χωρίς να το καλοκαταλάβει μπλέκει με τα πολιτικά.Χωρίς ουσιαστική πολιτική συνείδηση,ψυχανεμίζεται ότι η εξέγερση των καπνεργατών είναι γιά το καλό του,προσπαθεί να αφυπνίσει τις κοιμώμενες συνειδήσεις των κατοίκων του χωριού του αλλά μπλέκει με τον ισχυρό παράγοντα της περιοχής,τον μεγαλοκτηματία Μηνά, που τον θεωρεί αρχιεπαναστάτη και του κάνει τον βίο αβίωτο.Συμμετέχοντας στις μεγάλες διαδηλώσεις της Θεσσαλονίκης το 36,χώνεται βαθιά στις ταραχές,συλλαμβάνεται,βασανίζεται και αυτοκτονεί μέσα στη φυλακή.
«Συνήλθε μέσα σ’ένα σκοτεινό κελί-μόνο από την οροφή υπέφωσκε ένα αχνό φως που τρύπωνε από ένα φεγγίτη καλυμμένο με μεταλικό πλέγμα.Όλη η περιοχή της λεκάνης του ένας πόνος.Ήταν γυμνός και τα ρούχα του πεταμένα δίπλα.Με πολλή δυσκολία έριξε πάνω του το πουκάμισό του χωρίς να το κουμπώσει και φόρεσε το παντελόνι του.Τα παπούτσια τα έβαλε σε μιά άκρη.Πεσμένος στα τέσσερα ψηλάφησε όλο το πάτωμα-άλλο από ξεραμένα περιττώματα δεν βρήκε τίποτα.Κάθησε κάτω και στήριξε την πλάτη του στον τοίχο.Στα χέρια του κρατούσε τα παπούτσια.Αφού αναγνώρισε το δικό του,το άλλο το άφησε κάτω.Του πήρε πάνω από ώρα να αποκολλήσει το τακούνι.Στη συνέχεια πιέζοντας το πίσω μέρος του παπουτσιού στο τσιμεντένιο δάπεδο κατόρθωσε να σπρώξει προς τα μέσα τις πρόκες που συγκρατούσαν το τακούνι.Χρησιμοποιώντας τα δόντια του έβγαλε μιά απ’αυτές-είχε μήκος περίπου τρία εκατοστά.Λίγο αργότερα σηκώθηκε όρθιος και έστρεψε το πρόσωπό του στον τοίχο.Στερέωσε το καρφί με τα δάχτυλα,χρησιμοποιώντας και τα δυό του χέρια,στον τοίχο έτσι ώστε η αιχμή να είναι ελεύθερη.Έκανε μιά πρόβα φέρνοντας το μέτωπό του μέχρι να ακουμπήσει στην αιχμηρή άκρη του καρφιού κι έπειτα έγειρε το κορμί του προς τα πίσω και με μιά γερή κουτουλιά έμπηξε την πρόκα στο κρανίο του σχεδόν ίσαμε το κεφάλι.Πέφτοντας το σώμα του χτύπησε στις λαμαρίνες της σιδερένιας πόρτας του κελιού και ο θόρυβος αντηχούσε γιά μερικά δευτερόλεπτα στο κελί και στους διαδρόμους.Ύστερα από λίγο ακουστήκαν βήματα να πλησιάζουν βιαστικά.Η πόρτα ξαμπαρώθηκε και μπήκε μέσα ένας άντρας με λάμπα πετρελαίου-έσκυψε πάνω από το σώμα του νεκρού Μιχάλη και το ερευνούσε με προσοχή.Κάποτε είδε το καρφί μπηγμένο στο μέτωπο και έψαξε στις αρτηρίες του λαιμού του γιά σφυγμό.Ο άντρας με τη λάμπα σηκώθηκε όρθιος και,αφού ξεστόμισε ένα «τον πούστη!»,έφυγε τρέχοντας αφήνοντας την πόρτα του κελιού ανοιχτή.Ο πατέρας μου δεν είχε σφυγμό-είχε πεθάνει.»


Ο μεγάλος γιός του Κυριάκος ,ορκίζεται να εκδικηθεί αλλά ο «διώκτης»Μηνάς δεν αφήνει ούτε αυτόν σε χλωρό κλαρί.Θέλει να «καθαρίσει»όλη την οικογένεια διότι τους θεωρεί εστία κομμουνιστικών αναταραχών στην περιοχή του.Γιά να γλυτώσει ο Κυριάκος βγαίνει στο αντάρτικο,γυρίζει πίσω μόνο το κομμένο κεφάλι του σε ένα σακί-η μάνα παθαίνει εγκεφαλικό και παραλύει.Ο κύκλος του αίματος έχει ανοίξει και δεν θα κλείσει ποτέ.

Ο μικρότερος γιός της οικογένειας γεννιέται μετά τον θάνατο του Μιχάλη αφού συνελήφθη λίγο προτού μπλέξει ο πατέρας.Μιχάλη τον λένε κι’αυτόν και είναι ο αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας.Από μωρό παιδί μεγαλώνει με την ιδέα της εκδίκησης,και όταν παραλαμβάνει το κεφάλι του Κυριάκου,ξέρει ποιόν θα κατονομάσει ως ηθικό αυτουργό.Λίγο μετά ο «φασίστας»Μηνάς πληρώνεται με το ίδιο νόμισμα πέφτοντας νεκρός.Γιά να γλυτώσουν τον μικρό Μιχάλη,αφού όλες οι υποψίες πέφτουν επάνω του,τον φυγαδεύουν στην Άνδρο σε ένα μοναστήρι.Ο Μιχάλης μεγαλώνει,σπουδάζει στην Αθήνα,αλλά το μυαλό του είναι στην εκδίκηση προς οτιδήποτε «χαφιεδίστικο» και «εξουσιαστικό».Οργανώνει μιά σειρά δολοφονιών,τα θύματα βρίσκονται με μισό πορτοκάλι στο στόμα.Είναι το «σήμα κατατεθέν» της οικογένειας.Η μάνα τους κάθε βράδυ έδινε στα παιδιά και στον άντρα της από μισό πορτοκάλι γιά επιδόρπιο.Εάν κάποιος ήταν απών,το μισό του πορτοκάλι τον περίμενε,και η οικογένεια αυτή δεν είχε τίποτα άλλο,παρά μόνο "απόντες"...

Το μυθιστόρημα μετά το πρώτο μισό του,παίρνει έναν ιλιγγιώδη ρυθμό.Το μίσος κυριαρχεί,το αίμα θριαμβεύει.Ο Μιχάλης δεν ζει παρά μόνο με τη σκέψη της εκδίκησης προς την κοινωνία.Παιδί που μεγάλωσε χωρίς πατέρα,παιδί που ουσιαστικά δεν το ήθελε η μάνα του (το βιβλίο ξεκινάει με την σκηνή που η Κατερίνα επισκέπτεται τον ιερέα του χωριού γιά να μεσολαβήσει στον Θεό,να μη πιάσει κι’άλλο παιδί αφού είχε ήδη έντεκα-δώδεκα,δεν θυμάμαι πόσα),παιδί-γεννημένος εκδικητής.Σαν ένας άλλος Νετσάγεφ,είναι ένας μηδενιστής που οργανώνει τα φονικά με επιστημονική ακρίβεια και τα εκτελεί χωρίς συναισθηματικά μπλοκαρίσματα.Όταν ο έρωτας μπαίνει στη ζωή του,προτιμά να τον «κάνει πέρα» παρά να αλλάξει τον ρυθμό και την πορεία των φόνων.

Το πρόβλημα στο βιβλίο είναι το τέλος του.Μου φάνηκε αμήχανο και χωρίς φαντασία.Αναγνωρίζω το πρόβλημα του συγγραφέα διότι είχε μπει σε ένα τούνελ,σε μία διελκυστίνδα φονικών και κάπου έπρεπε να καταλήξει όλο αυτό.Προτίμησε την ανατροπή ώστε να συνδέσει κατά κάποιο τρόπο την αρχή με το τέλος,και να δείξει ότι μετράει μεν το κληρονομικό βάρος αλλά όλοι μπορούν να είναι καλοί και κακοί ταυτόχρονα.Λειτουργεί μεν,αλλά μάλλον αδικεί την υπόλοιπη προσπάθεια.Επίσης είναι φανερή η τάση του Μαυρόπουλου προς μελοδραματικές καταστάσεις,η φιγούρα της μάνας βγάζει δάκρυ και ωθεί προς τον άκρατο συναισθηματισμό.Δυνατός μυθιστορηματικά χαρακτήρας,κάπου όμως δεν κολλάει με το υπόλοιπο μυθιστόρημα.

Παρ’όλες αυτές τις (κατά την πρσωπική μου άποψη) μικροατέλειες,εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιό δυνατά και συγκλονιστικά ελληνικά βιβλία των τελευταίων χρόνων.Δεν υπάρχει σελίδα που να σε αφήνει αδιάφορο.Οι περιγραφές κυρίως των βίαιων σκηνών είναι τόσο ζωντανές που σε αρπάζουν από τον λαιμό,ενώ οι χαρακτήρες όλων των πρωταγωνιστών είναι ολοζώντανοι και ιδιαίτερα δυναμικοί.Η ιστορική ματιά σε ταραγμένες εποχές είναι καίρια και ουσιαστική,μπορεί να συμφωνείς ή να διαφωνείς με ορισμένα σημεία αλλά είναι η δύναμη της γραφής που σε παρασέρνει και τα προσπερνάς,ενώ το εύρημα με τα πορτοκάλια είναι μεγαλοφυές.

Στο μυθιστόρημα αναγνωρίζουμε πολλές καταστάσεις που θα μας θυμίσουν γεγονότα πρόσφατα .Οι «προοδευτικοί» ιερωμένοι,τα αδέρφια-εκτελεστές,τα εγκλήματα που δείχνουν αναίτια.Ο Μαυρόπουλος με μυθοπλαστικές ικανότητες που ξαφνιάζουν δίνει νόημα στον όρο «σύγχρονο ελληνικό πολιτικό μυθιστόρημα»,σε σημείο που να τοποθετεί ψηλά τον πήχυ γιά ενδεχόμενες συγκρίσεις με ομοτέχνους του. Ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις γύρω από το μυθιστόρημα γράφτηκαν αρκετές,όλες συμφωνούν όμως ως προς την αξία του.
Τυχερός ο εκδότης που τού’πεσε στα χέρια ένα τέτοιο βιβλίο,τυχερός όμως κι ο συγγραφέας που το έργο του υποστηρίχθηκε από μιά έκδοση τέτοιας αισθητικής.
 
Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008 | Permalink
Το μαύρο εσώρουχο της Άβα Γκάρτνερ
Κρύβει παγίδες γιά τον δημιουργό,ένα μυθιστόρημα με σημείο αναφοράς μιά τόσο έντονη προσωπικότητα όπως είναι ο Έρνεστ Χεμινγουέι. Παγίδες που ευτυχώς γι’αυτόν απέφυγε ο Κουβανός συγγραφέας ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ ,στην γοητευτική και χαριτωμένη νουβέλα, «ΑΝΤΙΟΣ,ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.189) (79) ισορροπώντας μεταξύ ιστορικού ντοκουμέντου και μυθοπλασίας με σχετική επιτυχία.

Ένα πτώμα ανακαλύπτεται στο παλιό σπίτι του Χεμινγουέϊ στην Αβάνα μετά από έναν ισχυρό τυφώνα.Ο άνδρας είχε πεθάνει μεταξύ 1957 και 1960 και είχε θαφτεί κάτω από ένα αιωνόβιο μάνγκο το οποίο έπεσε κατά τη διάρκεια του τυφώνα.Ο Χεμινγουέϊ έφυγε από την Αβάνα το 1958 και δεν ξαναγύρισε ποτέ , άρα είναι ο κύριος ύποπτος γιά τη δολοφονία αυτού του λευκού άντρα που το μόνο στοιχείο που υπάρχει γιά την ταυτότητα του είναι μιά μεταλική πλάκα με τρία γράμματα,FBI.Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Αντόνιο Κόντε,πρώην αστυνομικός και νυν επίδοξος συγγραφέας (χαρακτηριστικός ήρωας του Παδούρα σε πολλές νουβέλες του),πρώην φανατικός θαυμαστής του Χεμινγουέι που τώρα όμως ο παλιός του έρωτας γιά τον Ερνέστο έχει περάσει.Ο Κόντε προσπαθεί να αναπαραστήσει τις τελευταίες μέρες του αμερικανού συγγραφέα στην Αβάνα μέσα από τις διηγήσεις κάποιων επιζώντων ακόμα ανθρώπων που δούλευαν στο κτήμα του και ζούσαν καθημερινά από κοντά τον συγγραφέα,ευεργετούντο από αυτόν -τον είχαν σαν πατέρα (πάπα).Ψάχνει επίσης τα αρχεία,τις βιογραφίες που είχαν γραφτεί γι’αυτόν,φτάνει σε ορισμένα συμπεράσματα που οδηγούν προς τη λύση του μυστηρίου αλλά και πάλι τα χρόνια που πέρασαν είναι πολλά και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.Εκείνο που του μένει στο τέλος είναι η αίσθηση του αποχαιρετισμού σε έναν θρύλο,που χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια από τον θάνατό του γιά να καταλάβει καλύτερα μερικά πράγματα γι’αυτόν και να τον επανατοποθετήσει στην συνείδησή του.

Ο Παδούρα στην χαλαρή και ρέουσα αφήγησή του δεν στέκεται στο παρόν αλλά μεταφέρει σε αρκετές σκηνές την δράση το 1958,μέσα στο σπίτι του Χεμινγουέι,περιγράφοντας πολύ ζωντανά τον ιδιότυπο συγγραφέα (και χαρισματικό άνθρωπο),λίγο προτού αναχωρήσει γιά το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική.Κινούμενος μέσα από το σύμπλεγμα έλξη/απώθηση γιά την προσωπικότητα του,μεταφέρει έτσι το κοινό αίσθημα που υπάρχει στην Κούβα γιά τον μεγάλο Αμερικάνο.Οι Κουβανοί από τη μιά προσπαθούν με όλους τους τρόπους να εκμεταλευτούν τουριστικά την εικόνα του,από την άλλη όμως δεν τον αισθάνονται δικό τους,θεωρούν ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα προβλήματα του νησιού,ζούσε ως τουρίστας και κάπου εθελοτυφλούσε καλοπερνώντας και μπεκροπίνοντας.Το ανθρώπινο πρόσωπο αυτής της χειμαρώδους προσωπικότητας σκιαγραφείται μέσα από τις αγωνίες και τα άγχη του γιά την υγεία του,γιά το κυνηγητό του FBI,γιά τα νιάτα που έφυγαν και δεν γυρίζουν πίσω.

Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον κυρίως λόγω της ατμόσφαιρας που φτιάχνει ο Παδούρα.Οι περιγραφές των σκηνών στην βίλα του Χεμινγουέι είναι καταπληκτικές,το μαύρο εσώρουχο της Άβα Γκάρτνερ κυριαρχεί σαν εικόνα σε όλη το βιβλίο (κυρίως σε κάτι τύπους σαν την αφεντιά μου,που θεωρώ την Άβα μέσα στις 2-3 ωραιότερες γυναίκες που εμφανίστηκαν στο σινεμά),ενώ είναι εξαιρετική και πολύ ζωντανή η αντίθεση μεταξύ της μοντέρνας Αβάνας και της παλιάς.Από την άλλη βέβαια ο συγγραφέας αποφεύγει τις πολιτικές αιχμές και θίγει με light τρόπο τα σύγχρονα προβλήματα της Κούβας (γι’αυτό ίσως,τα βιβλία του πουλιούνται στην Κούβα και δεν απαγορεύτηκαν ποτέ...).

Το μεγάλο μειονέκτημα όμως της νουβέλας είναι η ιστορία,η ίντριγκα.Μάλλον χλιαρή και χωρίς ιδιαίτερο σασπένς η πλοκή δεν οδηγεί πουθενά και το μάλλον αναμενόμενο τέλος σε αφήνει με μιά αίσθηση ανικανοποίητου που αδικεί την συνολική προσπάθεια του συγγραφέα.Όποιος δηλαδή το διαβάσει ξερά σαν αστυνομική ιστορία μπορεί και να βαρεθεί,όποιος όμως δει κάτω από την επιφάνεια θα γνωρίσει την ανθρώπινη πλευρά ενός συγγραφέα «bigger than life»,που σ’αρέσουν,δεν σ’αρέσουν τα βιβλία του δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στην προσωπικότητα του.

«-Εσείς περάσατε καλά στη φάρμα?
-Ύστερα από τον καβγα,ναι.Εκείνος ήξερε πως εγώ ήμουν άντρας και με σεβόταν...Επιπλέον,εκεί έβλεπες πράγματα που φέρνουν χαρά στη ζωή.
-Τι πράγματα?
-Πολλά...αλλά εκείνο που δεν ξεχνάω είναι το πρωινό που είδα εκείνη την αρτίστα την Αμερικάνα,τη φίλη του,που ερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι στη φάρμα...
-Τη Μάρλεν Ντήτριχ?
-Μια Αμερικάνα νεαρούλα...
-Την Άβα Γκάρτνερ?
-Κοίτα,εκείνος την έλεγε «κόρη μου» και εγώ την έλεγα «η Γαλιέγα»,γιατί ήταν κατάλευκη και είχε μαύρα μαλλιά.Και μιά μέρα την είδα να κάνει μπάνιο ολόγυμνη στην πισίνα.Αυτός κι αυτή,ολόγυμνοι και οι δυο.Εγώ έψαχνα ξερά χορτάρια γιά μιά φωλιά στο κοτέτσι και έμεινα σαν πέτρα.Η Γαλιέγα σταμάτησε στην ακρούλα της πισίνας και άρχισε να βγάζει όλα της τα ρούχα.Μέχρι που έμεινε με το εσώρουχο.Και έτσι άρχισε να μιλάει με αυτόν που ήταν στο νερό.Τι βυζιά...Και πριν βουτήξει,έβγαλε το εσώρουχο.Τι κόρη που είχε ο Πάπα.
-Και το εσώρουχο ήταν μαύρο?Ο Κόντε,προσπαθώντας να αποδιώξει από πάνω του τις αναμνήσεις γιά την Άβα Γκάρτνερ,ξέχασε εντελώς τον υποτιθέμενο κατάσκοπο που τους άκουγε.
-Κι εσύ πως το ξέρεις?ρώτησε σχεδόν θυμωμένος ο γέρος.
-Είναι που είμαι συγγραφέας.Οι συγγραφείς ξέρουμε μερικά πράγματα,έτσι δεν είναι?Και ήταν καλή?
-Καλή?Τι μαλακίες μου λες?Πάνω από καλή,ήταν ένας άγγελος,σου ορκίζομαι στη μάνα μου πως ήταν ένας άγγελος...Αυτό το δέρμα...Και να με συγχωρήσει ο Θεός,αλλά το παλούκι μου έγινε πέτρα:η Γαλιέγα έτσι,εντελώς τσίτσιδη,με εκείνο το απαλό δερματάκι και τις δυο βυζάρες της και το μουνάκι της να ροδίζει και να λαμποκοπάει...Αυτό παραήταν...Μετά,όταν αυτοί άρχισαν τα παιχνιδάκια στην πισίνα,εγώ έφυγα.Αυτό πιά είναι άλλο πράγμα.
-Ναι,άλλο πράγμα.Και η κυρία?
-Η Μις Μέρι πρέπει να ήξερε τις τρέλλες του Πάπα.Μια φορά αυτός έφερε στη φάρμα μιά Ιταλίδα πριγκιπέσα που τον είχε τρελάνει.Ούτε ψάρευε,ούτε έστηνε κοκορομαχίες,ούτε έγραφε,ούτε τίποτα.Περνούσε τη μέρα πίσω της,σαν ψωριάρικο σκυλί,και όταν μιλούσε μαζί μας ήταν πάντα τσαντισμένος...Όμως η Μις Μέρι δεν έλεγε κουβέντα.Στο κάτω κάτω,ζούσε σαν βασίλισσα.
Ο Κόντε άναψε κι άλλο τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια:προσπάθησε να φανταστεί το στριπτιζ της Άβα Γκάρτνερ και αισθάνθηκε τα πόδια του να τρέμουν.Εκείνη η μεγαλειώδης εικόνα σύντομα θα ήταν ένα τίποτα:Ο Χεμινγουέι πεθαμένος,η Άβα πεθαμένη,και ο Μαδημένος καθ’οδόν προς τον θάνατο.Και το μαύρο εσώρουχο?Θα ήταν άραγε αθάνατο?
-Φεύγω Τορίμπο,όμως πείτε μου ένα πράγμα...Ο Χέμινγουέι,που σκότωσε και λιοντάρια και ό,τι βρήκε μπροστά του,μέχρι και κοκόρια,είχε τ’αρχίδια να σκοτώσει άνθρωπο?
Ο γέρος κινήθηκε ανήσυχος,ανοιγόκλεισε τα μάτια,εστίασε άλλη μια φορά στον Κόντε που είχε σηκωθεί όρθιος.
-Κοίτα,εσύ μπορεί να είσαι συγγραφέας,είσαι όμως και αστυνομικός.Εμένα μη μου λες μαλακίες...Εν πάση περιπτώσει,θα σου απαντήσω.Όχι,εγώ πιστεύω πως όχι:ο τύπος ήταν πολλή φασαρία,πολλή ψευτοπαλικαριά με τα ζώα και πολλή φανφάρα γιά να πιστεύει ο κόσμος πως ήταν μάγκας...
Ο Κόντε χαμογέλασε και,προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο,έκανε τρία βήματα και έσκυψε από την πόρτα του σπιτιού.Το μικρό σαλόνι ήταν άδειο.Να ήταν η φαντασία του,άραγε,ότι κάποιος τους άκουγε?
-Και στ’αλήθεια ήταν ένας καργιόλης?
-Στ’αλήθεια ήταν.Ένας άνθρωπος που σκοτώνει έτσι γιά γούστο έναν κόκορα γι’αγώνες πρέπει να είναι καργιόλης.Δεν χωράει συζήτηση.»
 
Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008 | Permalink
Ο ελέφαντας εξαφανίζεται και άλλες ιστορίες
Ότι ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι από τις μεγάλες μου συμπάθειες είναι γνωστό στους συχνούς επισκέπτες αυτού του μπλογκ.Εντυπωσιασμένος από τα δύο του μυθιστορήματα που διάβασα ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ και ΤΟ ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ είχα μεγάλες απαιτήσεις από την συλλογή διηγημάτων «Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ» (Εκδ.ΚΟΑΝ,σελ.402) (75) . Δυστυχώς η γεύση που μου άφησε η ανάγνωση των 17 ιστοριών ήταν γλυκόπικρη,όχι λόγω των θεμάτων,αλλά λόγω της ανισότητας μεταξύ των διηγημάτων.

Οι περισσότερες από τις ιστορίες γράφτηκαν γιά τους αναγνώστες του New Yorker.Λαμβάνοντας αυτό το στοιχείο υπ’όψιν παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας προσπάθησε να δώσει σε λίγες σελίδες – και ανάλογα με το θέμα της κάθε ιστορίας ένα πανόραμα της σύγχρονης Ιαπωνίας με χιούμορ και φαντασία.Το πρόβλημα είναι ότι συχνά πυκνά το φαντεζίστικο της γραφής του,ξεπερνούσε την ουσία και τις απαιτήσεις ενός διηγήματος.

Στο βιβλίο υπάρχουν δυό-τρία «διαμαντάκια»,ο «Ύπνος»,το «Lederhosen» και «Ο νάνος που χόρευε»,είναι σίγουρα εξαιρετικά δείγματα γραφής και ολοκληρωμένες ιστορίες.Κυρίως το «Lederhosen» ξαφνιάζει με την υπαινικτικότητα της ιστορίας,πως μία γυναίκα αποφασίζει να χωρίσει τον άνδρα της,όταν σε ένα ταξίδι της στη Γερμανία,πηγαίνει σε ένα μαγαζί που ειδικεύεται στα κοντά Βαυαρικά σορτς (τα lederhosen) να αγοράσει ένα τέτοιο που της είχε παραγγείλει ο σύζυγος της.Οι ιδιοκτήτες του καταστήματος δεν ήθελαν με τίποτα να της δώσουν το σορτ εάν δεν το δοκίμαζε ο αγοραστής.Ο άνδρας της όμως ήταν στην Ιαπωνία,τι να κάνει λοιπόν η γυναίκα?Βγαίνει στον δρόμο και παρατηρεί τους περαστικούς.Βλέπει έναν που «φέρνει» σωματικά στον σύζυγό της,τον πείθει να μπει στο μαγαζί να δοκιμάσει το παντελονάκι.
«Φοράει το lederhosen και οι καταστηματάρχες τραβούν το ύφασμα από ‘δω,το διπλώνουν από ‘κει,χαζογελώντας και οι τρείς τους στα γερμανικά.Σε τριάντα λεπτά είχε τελειώσει η δουλειά και μέσα σ’αυτά,η Μητέρα είχε αποφασίσει να χωρίσει τον Πατέρα.»
«Στάσου»,της λέω. «Δεν κατάλαβα!Έγινε τίποτα μέσα σ’εκείνα τα τριάντα λεπτά?».
«Τίποτα απολύτως.Το μόνο που έγινε είναι ότι οι τρεις Γερμανοί χασκογελούσαν ha,ha,ha, σαν φυσερό.»
«Πως το πήρε απόφαση η μάνα σου?»
«Τότε ούτε η Μητέρα δεν το ‘χε καταλάβει.Το όλο ζήτημα την έκανε να αντιδρά και της προκαλούσε σύγχυση.Το μόνο που ήξερε ήταν πως,βλέποντας εκείνον τον άντρα να φοράει το lederhosen,αισθάνθηκε μιά αηδία να αναδύεται από μέσα της.Και δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει.Ο άντρας που βρήκε η Μητέρα γιά το lederhosen,εκτός από το χρώμα του δέρματός του,ήταν ακριβώς σαν τον Πατέρα,το σχήμα των ποδιών,η κοιλιά και τα αραιά μαλλιά.Ο τρόπος γενικά που έδειχνε τόσο χαρούμενος,προβάροντας το lederhosen,όλο καμάρι και περηφάνεια σαν μικρό αγοράκι.Καθώς στεκόταν η Μητέρα και τον κοιτούσε,πολλά πράγματα γιά τον εαυτό της,γιά τα οποία δεν ήταν σίγουρη,άρχισαν να συνδέονται μεταξύ τους και να ξεκαθαρίζουν.Τότε είναι που συνειδητοποίησε ότι μισούσε τον Πατέρα.»


Υπάρχουν επίσης κάποιες ιστορίες αρκετά ενδιαφέρουσες ως ιδέες οι οποίες μένουν μετέωρες και ανολοκλήρωτες,όπως «Το ανακοινωθέν των καγκουρώ» (που τόσο άρεσε στην Alef), «Το μικρό πράσινο τέρας» (θα μπορούσε να είναι ένα επεισόδιο από την «Ζώνη του Λυκόφωτος»), «Το αργοκίνητο καράβι γιά την Κίνα» και «Το τελευταίο γρασίδι του απογεύματος».Βρήκα αδιάφορα τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής,ακόμα κι αυτό το «Κουρδιστό Πουλί και οι γυναίκες της Τρίτης» που λειτουργεί ως προσχέδιο του αριστουργηματικού μυθιστορήματος με το ίδιο όνομα,είναι απογοητευτικό στη δομή του,ενώ ιστορία με τον υπέροχο τίτλο «Όταν είδα το 100% τέλειο κορίτσι...» είναι τόσο ποπ που θα μπορούσε να γραφτεί γιά την Σούπερ Κατερίνα.

Παρά το άνισο του αποτελέσματος,διακρίνονται ευκρινώς τα στοιχεία που έχουν συμβάλει στην δημοτικότητα του Μουρακάμι.Ο ιδιόμορφος «μαγικός ρεαλισμός» του,η σουρεαλιστική εισβολή στην στείρα καθημερινότητα,η αγάπη του γιά το «παράξενο»,η υπαινικτικότητα της γραφής του,το χιούμορ του,οι χαριτωμένες εμμονές του (όταν χαρακτήρες που εμφανίστηκαν σε κάποια ιστορία μπαινοβγαίνουν και σε άλλες-ο Νομπόρου Γουτανάμπε είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα,χαρακτήρα-φετίχ ). Άνθρωποι καθημερινοί,συνηθισμένοι,αδιάφοροι που εμπλέκονται είτε ηθελημένα,είτε άθελά τους σε ασυνήθιστες καταστάσεις-το έκανε ο Κάρβερ στις ιστορίες του μοναδικά,δεν το πολυκαταφέρνει ο Μουρακάμι,ο οποίος δείχνει εδώ ότι κινείται πολύ πιό άνετα με την μεγάλη φόρμα του μυθιστορήματος,εκεί όπου οι προαναφερόμενες αρετές του βρίσκουν ικανοποιητικό χώρο να εισάγουν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα των βιβλίων του.

Ένα βιβλίο λοιπόν ευχάριστο στο διάβασμα σε μιά παραλία ή μεταξύ δύο αγώνων ποδοσφαίρου.Γιά τον απαιτητικότερο αναγνώστη καλύτερα θα ήταν να προτιμήσει τις νουβέλες και τα μυθιστορήματα του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα.Συμπαθητική η έκδοση αλλά με εμφανή λάθη στην αρίθμηση του πίνακα περιεχομένων,όπου τα διηγήματα εμφανίζονται σε διαφορετικές σελίδες από την αρίθμηση που αναγράφεται,μπερδεύοντας τελείως τον αναγνώστη!!!
 
Παρασκευή, Ιουνίου 06, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 06, 2008 | Permalink
Φέρτε μου να πιώ...
Μιά «μεθυστική» ιστορία του κόσμου μέσα από την δημιουργία και την "λατρεία" ενός από τα πιό ευχάριστα "δευτερεύοντα" πράγματα στη ζωή μας-του ποτού,προσφέρει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Tom Standage στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 6 ΠΟΤΗΡΙΑ» (Εκδ.ΚΕΔΡΟΣ,σελ. 308).

Ο Standage κάνει κάτι πολύ έξυπνο,γράφει μιά μίνι παγκόσμια ιστορία μέσα από την πορεία 6 πολυαγαπημένων ποτών/ροφημάτων,περιγράφοντας μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του,πως «δημιούργηθηκαν»,πως επικράτησαν στην συνείδηση και τα γούστα του κόσμου,πως μεταλλάχθηκαν αυτά τα ίδια ποτά στην πορεία του χρόνου.

Τα ποτά αυτά είναι (κατά σειρά αρχαιότητας):
-Η μπίρα
-Το κρασί
-Το ρούμι και τα υπόλοιπα οινοπνευματώδη
-Ο καφές
-Το τσάϊ
-Η κόκα-κόλα

Χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του:


«Με την πάροδο των αιώνων τα ποτά σφράγισαν ανεξίτηλα διαφορετικές εποχές,τόπους ή ολόκληρους πολιτισμούς,από τους μικρούς οικισμούς της λίθινης εποχής ως τα αρχαιοελληνικά συμπόσια και τα καφενεία του Διαφωτισμού.Καθένα από αυτά επικράτησε επειδή εξυπηρετούσε συγκεκριμένες ανάγκες η επειδή ευθυγραμμιζόταν με τις εκάστοτε ιστορικές τάσεις,ενώ σε πολλές περιπτώσεις επηρέασε με τρόπο απρόσμενο τη ροή της ιστορίας.Όπως χωρίζουμε την ιστορία σε περιόδους βάσει των υλικών που χρησιμοποιούνταν σε κάθε εποχή-η λίθινη εποχή,η εποχή του χαλκού,του σιδήρου κ.λ.π.-είναι εξίσου δυνατό να τη χωρίσουμε σε περιόδους βάσει των ποτών που καταναλώνονταν.Πιό συγκεκριμένα,έξι είναι τα ποτά που σημάδεψαν το ρου της ιστορίας:η μπίρα,το κρασί,τα οινοπνευματώδη,ο καφές,το τσάι και η κόκα-κόλα.Τα τρία πρώτα περιέχουν αλκοόλ και τα άλλα τρία καφεϊνη-ωστόσο,όλα τους άσκησαν καθοριστική επίδραση στη διάρκεια κρίσιμων ιστορικών περιόδων από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.»

Όπως προανέφερα το βιβλίο είναι διασκεδαστικό,χαλαρό,άνετο χωρίς τάσεις σοβαροφάνειας και με πολύ χιούμορ.Διατρέχει μιά περίοδο 12.000 χρόνων αφού (προς μεγάλη προσωπική μου έκπληξη) η μπίρα ανακαλύφθηκε (και δεν εφευρέθηκε) κάπου στην Μεσοποταμία γύρω στο 10.000 π.Χ..Το ποτό αυτό πολύ έως αρκετά διαφορετικό από αυτό που απολαμβάνουμε σήμερα ήταν και παραμένει ως τις μέρες μας ένα πραγματικά λαϊκό ποτό ενώ η παγκόσμια διαδρομή του,το έχει καταστήσει πλέον , δημοφιλέστερο στα βόρεια κλίματα.
Το κρασί άκμασε στην Ελλάδα και την Ρώμη και εξαρχής θεωρήθηκε ποτό των ευγενών («ο βασιλιάς των ποτών»).Είναι το λιγότερο διαφοροποιημένο ποτό από τα παλιά χρόνια (αν αραιώσουμε την ρετσίνα με λίγο νερό,ερχόμαστε πολύ κοντά στην γεύση που είχε το κρασί στην αρχαία Ελλάδα) και ανέκαθεν ευνοούσε τις συζητήσεις,την κοινωνικότητα,τα συμπόσια και συνόδευε το καλό φαγητό.
Το ρούμι και η δημοτικότητά του,είναι κάτι που οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι αγνοούν-αν και μιά ματιά στις ιστορίες γιά κουρσάρους,πειρατές κλπ.θα μας έβαζε στην ιδέα.Ουσιαστικά το πρώτο πραγματικά παγκοσμιοποιημένο ποτό αφού ήταν αποτέλεσμα σύγκλισης υλικών και ανθρώπων από όλο τον κόσμο – «η ζάχαρη που προέρχεται από την Πολυνησία,εισάγεται στην Ευρώπη από τους Άραβες,ταξιδεύει με τον Κολόμβο στην Αμερική και παράγεται από Αφρικανούς σκλάβους...Το ρούμι ενσάρκωνε όλη τη δόξα και την αγριότητα της πρώτης εποχής της παγκοσμιοποίησης.».Η δημοτικότητα του απογειώθηκε με την αποίκηση του Νέου Κόσμου αφού η φθήνεια και η απλότητά στην δημιουργία του, συντρόφευσε το χτίσιμο των Η.Π.Α.
Ο καφές ήταν το «κρασί του Ισλάμ»,αφού η Μουσουλμανική θρησκεία απαγορεύει τα οινοπνευματώδη και από την ώρα που εισήχθη στην Ευρώπη λίγο πριν τον 17ο αιώνα,γρήγορα καθίσταται αγαπημένο ποτό των Βρετανών στην αρχή (τι περίεργο!!),αφού αποτέλεσε ένα όπλο στα χέρια των Πουριτανών του Κρόμγουελ ως εναλλακτική πρόταση στην «αμαρτωλή» μπίρα και τα υπόλοιπα αλκοολούχα.Γρήγορα ο καφές εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη,τα καφενεία γίνανε μόδα,τόποι δημιουργικών συζητήσεων,ζύμωσης ιδεών,επαναστάσεων σε όλους τους τομείς.Ο καφές ακμάζει ιδιαίτερα και στις μέρες μας,στον τόπο μας δε ίσως περισσότερο από ποτέ (κάτι που μάλλον ο συγγραφέας του βιβλίου ψιλοαγνοεί,αλλιώς θα το ανέφερε,πως μιά τόσο μικρή χώρα είναι δεύτερη στην κατανάλωση καφέ εκτός οικίας!!!).
Το τσάι (το απλούστερο των ροφημάτων) ,έφερε πολέμους ,επαναστάσεις, εξεγέρσεις , κομπίνες, λοβιτούρες...Ξεκινώντας από την Κίνα,ερχόμενο στην Ευρώπη από τους Πορτογάλους και Ολλανδούς θαλασσοπόρους έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στην Βρετανία υπερσκελίζοντας τον καφέ και σχεδόν εξαφανίζοντάς τον κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα από το νησί.Η αγάπη των Βρετανών γιά το τσάι (η οποία αναλύεται λεπτομερώς στο βιβλίο) συνόδευσε και τους αποίκους στην Αμερική ,η δε προσπάθεια επιβολής δασμών στην εισαγωγή του τσαγιού στην νέα χώρα, προκάλεσε την περίφημη Ανταρσία του Τσαγιού και κατ'επέκταση,την κήρυξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας εναντίον των Βρετανών.Η ιστορία του τσαγιού είναι η περισσότερο ενδιαφέρουσα του βιβλίου.
Γιά την κόκα-κόλα τι να πει κανείς.Η ιστορία αυτού του αναψυκτικού που ξεκίνησε ως φάρμακο-ιδιοσκέυασμα,βάλσαμο διά πάσα νόσο γιά να εξελιχθεί σε σύμβολο της καινούριας παγκόσμιας αυτοκρατορίας των Η.Π.Α. κατά τον 20ο αιώνα,είναι ουσιαστικά η ιστορία ενός κράτους,της επέκτασης του πολιτισμού του και η ιστορία της παγκοσμιοποίησης με τα καλά και τα κακά της...

Όμορφο ανάγνωσμα αυτή η ιδιόμορφη ιστορία,ευχάριστη στην ανάγνωση (κατά την άποψή μου,ιδανική γιά bed-time reading-αν και το σκληρόδετο της ωραίας έκδοσης μπορεί να σου δημιουργήσει πρόβλημα αν σε πάρει ο ύπνος διαβάζοντας...) και συνάμα επιμορφωτική.Ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου προσθέτει ένα παράρτημα όπου αναλύει τις ομοιότητες των ποτών από το αρχικό τους στάδιο μέχρι σήμερα,κάνοντας μερικές πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις (όπως ας πούμε ότι το δημοφιλέστατο μοχίτο,είναι ότι πιό κοντινό στο γκρογκ που φτιάχνανε παλιά).Στον επίλογό του δε,κάνει μιά πολύ ενδιαφέρουσα πρόβλεψη γιά το ποτό του μέλλοντος,το πιό μοντέρνο και ταυτόχρονα το παλαιότερο όλων που δεν είναι άλλο από το νερό και του οποίου η διαθεσιμότητα θα καθορίσει το μέλλον του ανθρωπότητας.
 
Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008 | Permalink
Υπόθεση Τουλάγεφ (και τέζα ο "βιβλιόφιλος")
Μένεις κατάπληκτος όταν «πέφτεις» πάνω σε ένα βιβλίο που κάθε σελίδα του είναι τόσο μεστή και τόσο ουσιώδης.Όταν ο συνδιασμός μυθιστορίας και ντοκουμέντου είναι τόσο εύστροφος και λειτουργικός που παρασύρεσαι από την πλοκή και τον ρυθμό.Τι να γράψω λοιπόν γιά ένα τόσο «μεγάλο» βιβλίο που νιώθω ότι με ξεπερνά?Λίγα πράγματα κι αυτά αποσπασματικά...

Η περίπτωση του πολιτικού μυθιστορήματος «ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΛΑΓΕΦ» του Βικτόρ Σερζ (Εκδ.SCRIPTA,σελ.521,σε εξαιρετική μετάφραση της Τ.Δημητρούλια) (90) είναι μοναδική.Γραμμένο από το 1939 έως το 1942 καθώς ο κυνηγημένος από την Σταλινική Ρωσία συγγραφέας του προσπαθούσε να διαφύγει από τον ναζισμό και άλλαζε χώρες και ηπείρους με τελική κατάληξη ολοκλήρωσης του μυθιστορήματος το Μεξικό,ο «Τουλάγεφ» του Σερζ μαζί με το «Μηδέν και το Άπειρο» του Κέσλερ είναι τα πιό ουσιώδη αντισταλινικά πολιτικά έργα που γράφτηκαν τον 20ο αιώνα.Περισσότερο ευκολοδιάβαστο και οξύ το δεύτερο γνώρισε τεράστια επιτυχία ενώ το βιβλίο του Σερζ παρέμεινε στην σκιά του.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια που είναι αυτόνομα.Το γεγονός της δολοφονίας του μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΕΣΣΔ, Τουλάγεφ ενώνει τις παράλληλες ιστορίες συνδιάζοντας τον απαράμιλλο (λογοτεχνικά) τρόπο του Τζον Ντος Πάσος στο U.S.A του με την ενδελεχή φιλοσοφική ματιά του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.Η ιστορία είναι μάλλον απλή,ο Τουλάγεφ ανώτατο στέλεχος του Κόμματος πέφτει νεκρός από τις σφαίρες ενός παρορμητικού τυπάκου,ο οποίος εξοργίστηκε όταν διαπίστωσε ότι μιά κοπέλλα που του άρεσε αυτοκτόνησε από την σκληρότητα του κόσμου στον οποίο ζούσε-λάθος άνθρωπος,σε λάθος στιγμή ή μάλλον όχι?Ποιός ξέρει...
Η δολοφονία του Τουλάγεφ κινητοποιεί τον Κομματικό (κρατικό) μηχανισμό και μέσα στο απίστευτο μπέρδεμα που ακολουθεί (διότι κανείς δεν είδε ή δεν άκουσε τίποτα),δίνεται μιά μεγάλη ευκαιρία στον Μεγάλο Αρχηγό να προβεί σε μιά καινούρια σειρά εκκαθαρίσεων παλαιοκομματικών μεγαλοστελεχών που γιά ασήμαντους λόγους,φορτώνονται την δολοφονία και οδηγούνται στο απόσπασμα.
Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, παρακολουθούμε τις ατομικές ιστορίες (περιπτώσεις) ανθρώπων που πολέμησαν από διαφορετικό πόστο ο καθένας γιά την επικράτηση του Μπολσεβικισμού,παραμένοντας πιστοί στο κόμμα (ακόμα και στον αρχηγό) μέχρι την τελευταία στιγμή.Μέσα από τις ιστορίες τους ο Σερζ περιγράφει την παρακμή της επανάστασης,την Τρομοκρατία – αναπόφευκτο τελικά στοιχείο κάθε επιτυχημένης επανάστασης (υπάρχει συνεχής αναφορά στον Ροβεσπιέρο και την Γαλλική μετεπαναστατική περίοδο),περιγράφει την Σοβιετική κοινωνία της Μόσχας αλλά και της επαρχίας - φτάνει μέχρι τον Αρκτικό κύκλο στην συναρπαστική ιστορία του απείθαρχου Ρύζικ,στον οποίο φορτώνουν την οργάνωση της δολοφονίας όταν είναι σχεδόν δέκα χρόνια εξόριστος στην εσχατιά της Ρωσίας (η μεταφορά του στην πρωτεύουσα θυμίζει έντονα τον Δρ Ζιβάγκο του Πάστερνακ),και αυτός κουρασμένος απ’όλα γυρίζει να «ανακριθεί» γιά να τους τα «πει χοντρά» και να αυτοκτονήσει .Η τοιχογραφία αυτή του συγγραφέα πηγαίνει και μέχρι την Βαρκελώνη κατά την διάρκεια του Εμφυλίου όταν ένας από τους συλληφθέντες (ο Κοντράτιεφ),διαπράττει ένα «μοιραίο» λάθος εκφράζοντας τον προβληματισμό του για τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τους Σταλινικούς πράκτορες εκεί.

Οι συλληφθέντες είναι όλοι αθώοι αλλά και ένοχοι ταυτόχρονα.Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν «φάει» με την σειρά τους άλλα προγενέστερα θύματα των εκκαθαρίσεων με την ελάχιστη αφορμή.Ξέρουν λοιπόν καλά τι τους περιμένει,παρ’όλα αυτά,αφήνονται να συλληφθούν και αρνούνται να κατηγορήσουν τον Πατερούλη Στάλιν.Συνεχίζουν να πιστεύουν στην Επανάσταση ,στην δύναμή της και στο δίκαιό της,συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν «και να φύγω,να πάω που?Στην δύση,να καταγγείλω τα «εγκλήματα του Σταλινισμού» και να καταλήξω με μιά σφαίρα στο κεφάλι?»,έχουν ρομαντισμό αλλά και μοιρολατρία ταυτόχρονα.

«...Ο Αρχηγός περίμενε σαν αμερόληπτος κριτής ή σαν αδιάφορος ένοχος.Απρόσωπος,αληθινός όσο και τα πράγματα.
-Πιστεύω,είπε ο Κοντράτιεφ,ότι είχες άδικο που «εκκαθάρισες» τον Νικολάι Ιβάνοβιτς.
"Εκκαθαρίσεις": η παλιά λέξη που χρησιμοποιούσαμε στην κόκκινη τρομοκρατία,από ντροπή μαζί και κυνισμό,αντί γιά το "εκτελώ".Ο αρχηγός την δέχτηκε καταπρόσωπο,χωρίς την παραμικρή αντίδραση,πετρωμένος.
-Ήταν προδότης.Το παραδέχτηκε.Μήπως δεν το πιστεύεις?
Σιωπή.Λευκότητα.
-Δυσκολεύομαι να το πιστέψω.
Ο Αρχηγός έκανε ένα μορφασμό,κάτι σαν σαρκαστικό χαμόγελο.Οι ώμοι του σχημάτισαν μιά βαριά καμπύλη,το μέτωπό του συννέφιασε,η φωνή του έγινε άτονη.
-Προφανώς...Είχαμε πολλούς προδότες...Συνειδητούς ή όχι...Που χρόνος γιά ψυχολογία...Δεν είμαι μυθιστοριογράφος εγώ...(Παύση).Θα τους εξαφανίσω όλους,ακούραστα...Ανελέητα...Μέχρι τον τελευταίοτων τελευταίων...Είναι σκληρό,μα έτσι πρέπει...Όλους...Υπάρχει η χώρα,το μέλλον.Κάνω ότι χρειάζεται.Σαν μηχανή.»

Το μυθιστόρημα ανοίγει και κλείνει με τους δύο «Ντοστογιεφσκικούς» χαρακτήρες,τον τυπικό κακομοίρη γραφειοκράτη Ρομάσκιν,που ζει μιά φοβισμένη και μονότονη ζωή προσπαθώντας να επιβιώσει,ζώντας σε ένα καμαράκι και τον παρορμητικό,ρομαντικό Κόστια (τον δράστη της δολοφονίας) που ψάχνει διεξόδους να «ζήσει».Όπως γράφει ο Richard Greeman στο εξαιρετικό επίμετρο του βιβλίου, «ο ένας μισερός άνθρωπος συμπληρώνει τον άλλο γιά να δημιουργήσουν εκείνο το τόσο σπάνιο φαινόμενο σε μιά ολοκληρωτική κοινωνία-έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο,που δεν φοβάται να δράσει.»Ο Κόστια θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος της νέας εποχής,με τον πόθο γιά δικαιοσύνη και ελευθερία.Η παλιά γενιά «εκκαθαρίζεται»,η νέα γενιά τι θα βρει μπροστά της?Έναν καταστροφικό πόλεμο...

Το πολιτικοφιλοσοφικό μυθιστόρημα του Σερζ κάποιες στιγμές θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία.Όλα τα συστατικά είναι εκεί μαγειρεμένα έξοχα από έναν άνθρωπο που πόνεσε πολύ.Όπως γράφει ο εξαιρετικός Α.Βιστωνίτης σε μία παρουσίαση του βιβλίου στο Βήμα,ο Σερζ αγωνίζεται με πάθος στον Ρωσικό Εμφύλιο εναντίον των Λευκών,και στην συνέχεια δουλεύει γιά το Σοβιετικό κράτος ως πράκτορας στην Ρουμανία.Στην διαμάχη μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι όταν πεθαίνει ο Λένιν,συντάσσεται με τον Τρότσκι,συλλαμβάνεται από τους Σταλινικούς,τον στέλνουν μαζί με τον μικρό του γιό στην Σιβηρία αλλά οι Γάλλοι διαννοούμενοι πετυχαίνουν την απέλαση του στην Γαλλία.Μόλις ξεσπάει ο πόλεμος και λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στο Παρίσι,ο Σερζ πηγαίνει μετά από πολλές περιπέτειες στην Λισαβώνα.Από εκεί μπαίνει σε καράβι γιά την Μαρτινίκα,από εκεί περνάει στον Άγιο Δομήνικο και καταλήγει στο Μεξικό,εκεί όπου απομονωμένος από τους παλιούς του συντρόφους πεθαίνει πάμπτωχος το 1947.