Τρίτη, Ιανουαρίου 25, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 25, 2011 | Permalink
Μακρινή ακτή
«Η Αγγλία έχει αλλάξει. Αυτή την εποχή είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος είναι ντόπιος και ποιος όχι. Ποιος είναι δικός μας και ποιος είναι ξένος. Είναι ενοχλητικό. Δεν φαίνεται σωστό.»

Οι «ξένοι», το μεγάλο πρόβλημα (του «brave, new world»), της Ευρώπης του σήμερα σε συνδιασμό με την αποξένωση των ανθρώπων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, με το οποίο ασχολείται ο σπουδαίος Άγγλος (γενν. στην Καραϊβική, και πλέον κάτοικος της Ν.Υόρκης) συγγραφέας Caryl Phillips, στο μυθιστόρημα του, «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΚΤΗ» (A distant shore), (Εκδ.Scripta, μετάφρ. Ρ.Χατχούτ, σελ.316). Ένα θλιμμένο και ατμοσφαιρικό βιβλίο, βαθιά μελαγχολικό που όμως θίγει με πολύ απλό τρόπο καταστάσεις και γεγονότα απολύτως επίκαιρα που πληγώνουν όλους μας.

Δύο άνθρωποι μόνοι βρίσκουν έναν κώδικα επικοινωνίας, μια επαφή που τόσο έχουν ανάγκη. Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί. Η Ντόροθι είναι μια πρόωρα συνταξιοδοτημένη δασκάλα που της έχουν πέσει όλα κατακέφαλα τα τελευταία χρόνια. Χωρίζει μετά από 30 χρόνια γάμου, πεθαίνουν οι γονείς της και (το κερασάκι στην τούρτα), η αδελφή της προσβάλλεται από καρκίνο και πεθαίνει μετά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Ντόροθι αποφασίζοντας να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της αγοράζει μια μεζονέτα σε έναν νέο οικισμό που έχει χτισθεί στις παρυφές ενός τυπικού βρετανικού χωριού. Νυχτοφύλακας του οικισμού είναι ο Σόλομον, ένας τριαντάρης μοναχικός μαύρος, ο οποίος προσπαθεί να βοηθήσει την κοινότητα μεταφέροντας ασθενείς στο κοντινό νοσοκομείο. Έτσι γνωρίζεται με την Ντόροθι η οποία επισκέπτεται ψυχολόγο για να καταπολεμήσει τις αυπνίες και την κατάθλιψή της.

Η Ντόροθι είναι μια τυπική μεσοαστή Αγγλίδα της επαρχίας. Καθηγήτρια Μουσικής με καλούς τρόπους και έμφυτη αντιπάθεια προς τους άστεγους, τους χούλιγκανς, όλους αυτούς που νιώθει ότι απειλούν την ηρεμία της. Στον Σόλομον βλέπει έναν ήσυχο και ευγενή άνθρωπο που δείχνει να ενδιαφέρεται για τα προβλήματά της – αντιλαμβάνεται ότι η τοπική κοινωνία τον βλέπει με μισό μάτι – ίσως είναι ο μοναδικός μαύρος σε κοντινή απόσταση. Είναι έτοιμη να ξανοιχθεί μαζί του, να βρει κάποιον να επικοινωνήσει πραγματικά αλλά οι ντόπιοι «παληκαράδες» έχουν άλλη γνώμη. Το πτώμα του Σόλομον βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, η Ντόροθι μαθαίνει από μια κοπελίτσα ποιοι είναι οι δράστες και σύντομα καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.

Όλα τα ανωτέρω συμβαίνουν στο πρώτο τέταρτο του βιβλίου, ουσιαστικά είναι η εισαγωγή του. Από εκεί και πέρα, παρακολουθούμε τις ιστορίες των δύο ηρώων και το πώς κατέληξαν εδώ. Την φυγή του Σόλομον που το πραγματικό του όνομα ήταν Γκάμπριελ, από την Αφρική μετά την εμπλοκή του στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας του και την σφαγή της οικογένειάς του μπροστά στα μάτια του. Το ταξίδι του ως λαθρομετανάστης και την προσαρμογή του στην άγνωστη και παράξενη χώρα στην οποία επέλεξε να έρθει. Την εσωτερική περιπέτεια της Ντόροθι και όλα αυτά που της έτυχαν στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή, ώστε να την φέρουν στο στάδιο της ψυχολογικής κατάρρευσης.

Η «μακρινή ακτή» είναι το μέρος που ονειρεύονται οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος βιώνοντας ο καθένας μια ασφυκτική και περίκλειστη πραγματικότητα. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες οι ζωές τους συγκλίνουν δραματικά. Η Αγγλία απογοητεύει τον Σόλομον όταν σύντομα (με το που φτάνει) διαπιστώνει την βία της εξουσίας, την βία των συνανθρώπων του, την αβάσταχτη μοναξιά που βιώνουν οι κάτοικοι ενός μέρους που τον ξαφνιάζει με την μελαγχολία του, «…Αυτή δεν είναι η Αγγλία στην οποία νόμιζε ότι ερχόταν, κι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι δεν είναι οι άνθρωποι που φανταζόταν ότι θα ανακάλυπτε. Κάτω από τη θλιβερή αυτή στέγη, η ζωή έχει χάσει κάθε φιλοδοξία και έχει ραγίσει.».
Η απογοήτευση και η απελπισία της Ντόροθι την οδηγούν στην σχιζοφρένεια. Μετά από αυτά που της έτυχαν, νιώθει αποκομμένη από τον περίγυρό της. Η ζωή που έχτιζε επί 30 χρόνια βήμα-βήμα, έχει διαλυθεί και προσπαθεί να βρει τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οδηγείται σε παρεξηγήσεις, αλλόκοτες συμπεριφορές – όταν πια φτάνει στον οικισμό και το νέο της σπίτι είναι αργά, η αντίστροφη πορεία έχει αρχίσει.

Είναι ένα έξοχο, ελεγειακό βιβλίο που απολαμβάνεις να το διαβάζεις παρά την θλίψη που πέφτει βαρειά επάνω του σαν τον σκοτεινό ουρανό της βόρειας Αγγλίας. Ο Φίλιπς είναι ένας μεγάλος στιλίστας, κάτι που είχε φανεί στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του «Καίμπριτζ» και επιβεβαιώνεται στην «Μακρινή ακτή». Και στα δύο μυθιστορήματα τον απασχολούν οι ρατσιστικές συμπεριφορές, η θέση του αφρικανού πρόσφυγα, πρώην σκλάβου του παρελθόντος ή κυνηγημένου του παρόντος χρόνου στην κοινωνία, οι πολιτιστικές διαφορές, η αναζήτηση ταυτότητας στην σύγχρονη αλλοτριωμένη κοινωνία, το αίσθημα αποξένωσης... Η γραφή του μοιάζει σε πολλά σημεία με αυτή του Κουτσί (κυρίως στο καλύτερο του βιβλίο κατά την άποψή μου «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ.») αν και στην «Μακρινή ακτή» υπάρχουν πολλά σημεία που φέρνουν στον νου την φινέτσα του Κ.Ισιγκούρο (η σχέση Ντόροθι/Σόλομον παραπέμπει λίγο στα "Απομεινάρια μιας μέρας")

Το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί σε συνάρτηση με μια ταινία που παρότι είδα αρκετούς μήνες πριν ακόμα την διατηρώ έντονα στη μνήμη μου. Είναι το London river...Δεν έχει άμεση σχέση με την ιστορία του Σόλομον και της Ντόροθι αλλά κινείται σε παρεμφερή ατμόσφαιρα και σου αφήνει την ίδια γεύση. Εξ'άλλου είναι πεποίθησή μου ότι η απόλαυση μιας ωραίας ταινίας είναι σχεδόν ίδια με την απόλαυση ενός ωραίου βιβλίου.








Nova nova - tones by librofilo
 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 20, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 20, 2011 | Permalink
10 ώρες δυτικά
Κλείνοντας το post που είχα γράψει για το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη «Ο ΕΠΙΒΑΤΗΣ» κάποια χρόνια πριν, έγραφα τότε «...Θα περιμένω την επόμενη απόπειρα του Γ.Γλυκοφρύδη με μεγάλη περιέργεια γιατί θεωρώ ότι έβαλε ψηλά τον πήχυ γιά τον εαυτό του με το βιβλίο αυτό.Είναι εμφανής η προεργασία πάνω στα ιστορικά γεγονότα και στην ανάλυση των διαδρομών που ακολουθεί ο κεντρικός ήρωας όπως επίσης και των σημείων της δράσης.Θα είναι πολύ δύσκολη η συνέχεια,αλλά αντιλαμβάνομαι ότι του αρέσουν οι προκλήσεις.»

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει με την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος του συγγραφέα, με τίτλο «10 ΩΡΕΣ ΔΥΤΙΚΑ», (Εκδ. Ελλ.Γράμματα, σελ.415) είναι εάν αυτός ο «πήχυς» που προανέφερα ξεπεράστηκε και εάν το πρόσφατο μυθιστόρημα του Γλυκοφρύδη είναι ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από το πρώτο. Θα είμαι ξεκάθαρος από την αρχή, η απάντηση είναι «σίγουρα όχι». Οι «10 ώρες…» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με αρκετά καλά στοιχεία, κινηματογραφική γραφή αλλά εξαιρετικά άνισο και με προβλήματα δομής.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε 3 μέρη. Το πρώτο μέρος (Οι έξι μαύροι κύκλοι), διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη και αφορά την δράση του Σταύρου, ενός δωσίλογου που πολύ νέος κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής έκανε (κυριολεκτικά) όργια εις βάρος των Εβραίων της πόλης, συνεργαζόμενος ενεργά με τους κατακτητές, είτε ως «κουκουλοφόρος» υποδεικνύοντας «ενόχους», είτε ως χαφιές. Ο Σταύρος με το τέλος του πολέμου εξαφανίζεται με μια τεράστια περιουσία από συλημένα σπίτια εβραίων τα οποία είχε σταμπάρει κατά την διάρκεια της δράσης του.
Στο δεύτερο μέρος (Στον Άλφα του Κενταύρου) το οποίο είναι και το μεγαλύτερο, η ηρωίδα είναι η Αριάδνη, η οποία είναι η εγγονή του Σταύρου και η οποία έχει έρθει στην Θες/νίκη ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια Γεωλογίας. Η Αριάδνη είναι μια (υπερβολικά ίσως) ανέμελη και πανέμορφη κοπέλα, που αγνοεί παντελώς τα κατορθώματα του παππού της. Κατά την διαμονή της στην πόλη ερωτεύεται τον Μωυσή, του οποίου η οικογένεια είναι εκείνη η οποία υπέφερε ίσως περισσότερο από όλες από την δράση του Σταύρου και επί χρόνια ψάχνει τα ίχνη του. Μετά το αρχικό σοκ και των δύο, το νεαρό ζευγάρι προετοιμάζει την εκδίκησή του.
Το τρίτο μέρος (10 ώρες δυτικά) ουσιαστικά κλείνει το μυθιστόρημα και αναφέρεται στην κοινή (πλέον) ζωή της Αριάδνης και του Μωυσή και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σχέση τους, οι αλλαγές που επήλθαν στις προσωπικότητές τους μετά τα συνταρακτικά γεγονότα που καθόρισαν την ζωή τους.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι εξαιρετικό. Η περίοδος της Κατοχής και η δράση του Σταύρου, καθώς και η ατμόσφαιρα τρόμου και εξαθλίωσης περιγράφονται συγκλονιστικά και με σεβασμό στις ιστορικές πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε. Η μυθιστορηματική περιγραφή των πιο «τρανταχτών» γεγονότων κατά των Εβραίων στην Θεσ/νίκη της κατοχής είναι (τουλάχιστον) συγκινητική. Ο Σταύρος περιγράφεται ως ένα ανθρωπόμορφο τέρας, τηρώντας την οικογενειακή παράδοση του μίσους, αφού ο πατέρας του αναφέρεται ως συμμετέχων ενεργά στα (ντροπιαστικά) γεγονότα του Κάμπελ και του 151 ("Οι εβραίοι της Θεσ/νίκης δεν είναι έλληνες πατριώτες αλλά εβραίοι πατριώτες. Αισθάνονται πιο κοντά στους τούρκους απ’ ότι σε μας" τ.ε. Ελευθ. Βενιζέλος - για να μη ξεχνιόμαστε...), στην προπολεμική Θεσ/νίκη. Δυστυχώς όλη η ατμόσφαιρα που είχε «χτίσει» ο Γλυκοφρύδης στο πρώτο μέρος, εξαφανίζεται στη συνέχεια του μυθιστορήματος. Το δεύτερο μέρος είναι αργό και φλύαρο, οι ήρωες είναι αχνοί και διάφανοι, οι εξαντλητικές λεπτομέρειες των συνομιλιών και των κινήσεων (ακόμη και των πιο ανούσιων) – που ενδεχομένως να είχαν μια γοητεία στην μεγάλη οθόνη -κουράζουν τον αναγνώστη και δεν προσθέτουν τίποτα στην ανέλιξη της ιστορίας. Οι «αποκαλύψεις» για το οικογενειακό παρελθόν στους δύο αδαείς ερωτευμένους (των οποίων η «ναϊβιτέ» μάλλον δεν ταιριάζει με το εκπαιδευτικό τους background), δεν γίνονται με πειστικό τρόπο ενώ η «εκδίκηση» και τα μέσα που χρησιμοποιούνται δεν φαίνονται ιδιαίτερα αληθοφανή και ουσιαστικά. Το μυθιστόρημα ξαναβρίσκει τον ρυθμό του στο τρίτο μέρος, όπου το ζευγάρι προσπαθεί να αποτινάξει το βαρύ οικογενειακό παρελθόν και να χτίσει την (άνετη και οικονομικά φροντισμένη έτσι κι αλλιώς) ζωή του.

Οι διεγνωσμένες αρετές του Γλυκοφρύδη που είχαν φανεί στο πρώτο του μυθιστόρημα είναι ευδιάκριτες στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Κινηματογραφική γραφή, ωραίοι διάλογοι, καλή χρήση των χώρων και των χρονικών πλαισίων, προσοχή στις ιστορικές λεπτομέρειες και αποφυγή πολιτικών ακροτήτων – έτσι κι αλλιώς αναφέρεται σε γεγονότα ήδη πασίγνωστα και αδιαμφισβήτητα όσο κι αν ενοχλούν κάποιους. Από την άλλη όμως η εμμονή στις λεπτομέρειες τον έχουν οδηγήσει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε «αστοχίες», ενώ προβληματική είναι και η ανάπτυξη των χαρακτήρων. Η περιγραφή σε 4 ολόκληρες σελίδες μιάς σκηνής όπου μια μουρλοκακομοίρα (ακόμα κι αν έχει την εμφάνιση μιας εκπάγλου καλλονής κοκκινομάλλας όπως περιγράφεται η Αριάδνη) μπαίνει σε ένα μπαρ και χορεύει σαν ξεβιδωμένη μπροστά σε πύρκαβλους θαμώνες μπορεί να στέκουν σε μια κινηματογραφική παραγωγή αλλά αναγνωστικά μάλλον αμηχανία προκαλούν, ενώ πολλή κουβέντα γίνεται για ένα τσιγάρο που θα ανάψει κάποιος ή για μια επίσκεψη στην τουαλέτα αλλά για γεγονότα που θα έπρεπε να διευκρινίζονται και απορίες που δημιουργεί η πλοκή που θα έπρεπε να αποσαφηνίζονται δεν υπάρχει καμμία αναφορά. Θεωρώ ότι είναι εμφανής στο βιβλίο, όπως και σε άλλα ελληνικά μυθιστορήματα, η έλλειψη ενός καλού editor, που θα συμμάζευε τα πράγματα. Ο αργός ρυθμός που επιλέγει ο συγγραφέας μετά το πρώτο μέρος αποβαίνει σε βάρος του μυθιστορήματος και υποβαθμίζει τις αρκετές αρετές του που είχαν διαφανεί στις πρώτες εκατό σελίδες και προδιάθεταν για ανάλογη συνέχεια της ιστορίας – εάν αυτό ήταν συνειδητή επιλογή, προσωπικά την βρίσκω ατυχή αλλά τουλάχιστον είναι θαρραλέα και έχει στυλ.

Υ.Γ. Η ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε ο Γ.Γλυκοφρύδης για το βιβλίο υπάρχει στο site του ενώ για το μυθιστόρημα έχουν καταθέσει τις απόψεις τους, ο Πατριάρχης Φώτιος στο blog του καθώς και η Λέσχη Ανάγνωσης Εξωραϊστικής Βόλου στο blog που διατηρεί.








04 Monika - Away From My Land by librofilo
 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011 | Permalink
Τρέχοντας...
Με την λήξη του Β Παγκόσμιου πολέμου αρχίζει να ανατέλλει το άστρο ενός εκ των μέγιστων αθλητών που πέρασαν ποτέ από τους στίβους, του Τσέχου Έμιλ Ζάτοπεκ (1922-2000), το οποίο σβήνει με την είσοδο των Σοβιετικών τανκς στην Πράγα. Η νουβέλα του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα Jean Echenoz, με τίτλο «ΔΡΟΜΟΣ ΑΝΤΟΧΗΣ» (Courir), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. (και εξαιρετικό επίμετρο) Α.Κυριακίδης, σελ. 162) διαβάζεται μέσα σε 2 ώρες και προσφέρει λογοτεχνική δροσιά (σαν καλοκαιρινό αεράκι) περιγράφοντας την ζωή ενός προικισμένου ανθρώπου που οι περισσότεροι γνωρίζουμε το όνομά του σαν κάτι θρυλικό αλλά ελάχιστοι ξέραμε κάτι παραπάνω γι’αυτόν.

Ο Εμίλ (μάλλον γαλλική απόδοση του ονόματός του) Ζάτοπεκ γεννήθηκε σε ένα χωριό της Μοραβίας από πάμπτωχη οικογένεια και δεν κατάφερε να τελειώσει ποτέ το σχολείο αφού για να βοηθήσει την οικογένεια αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων. Η είσοδος των Γερμανών το 1939 τον βρίσκει εργάτη και μακριά από κάθε είδους αθλητική δραστηριότητα. Αναγκαστικά συμμετέχει σε κάτι αγώνες που διοργανώνει η τοπική Βέρμαχτ και διακρίνεται. Αρχίζει να του αρέσει, συμμετέχει και σε άλλους αγώνες, βλέπει το όνομά του στον τοπικό τύπο και «γλυκαίνεται». Ο πόλεμος τελειώνει και η Τσεχοσλοβακία μετατρέπεται σε ένα κράτος-δορυφόρο της Ε.Σ.Σ.Δ. από τους πιο πιστούς και συνεπείς. Ο Εμίλ είναι πλέον πρωταθλητής της χώρας και αρχίζει να συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες. Στην αρχή τον κοροϊδεύουν ή στην καλύτερη δεν του δίνουν σημασία. Οι ωραίοι και γυμνασμένοι αθλητές των άλλων χωρών κοιτάζουν με περιφρόνηση τον σκελετωμένο τύπο με τα ελάχιστα μαλλιά που δεν έχει ούτε φόρμα να φορέσει – δεν αργούν όμως να συνειδητοποιήσουν ότι αυτός ο «χάλιας» έχει κόψει πρώτος το νήμα ρίχνοντάς τους ακόμα και ένα γύρο διαφορά…

Το περίεργο στυλ του ξενίζει τους ειδικούς, μπερδεύει τους προπονητές και τους ανταγωνιστές του. « Ο Εμίλ…νομίζεις ότι τρέχει χωρίς να νοιάζεται για τα χέρια του που η σπασμωδική ορμή τους ξεκινάει από πολύ ψηλά και που διαγράφουν περίεργες κινήσει, πότε σηκωμένα ή ριγμένα πίσω, κρεμασμένα ή παγιωμένα σε μια παράλογη χειρονομία, ενώ και οι ώμοι του ανεβοκατεβαίνουν, οι δε αγκώνες του είναι κι αυτοί σηκωμένοι πολύ ψηλά, θαρρείς και κουβαλάει κάτι βαρύ. Στην κούρσα δίνει την εντύπωση ενός πυγμάχου που παλεύει με τη σκιά του, κι έτσι όλο του το σώμα φαίνεται σαν μηχανισμός χαλασμένος, εξαρθρωμένος, επώδυνος, με εξαίρεση την αρμονία των ποδιών του που δαγκώνουν και μασάνε αχόρταγα τον στίβο. Κοντολογίς δεν κάνει τίποτα σαν τους άλλους, που καμιά φορά πιστεύουν πως κάνει ότι του κατέβει.»

Οι νίκες διαδέχονται η μία την άλλη. Ολυμπιακοί αγώνες του 1948, του 1952 αποτελούν τους θριάμβους του Εμίλ. Στην Τσεχοσλοβακία το καθεστώς του δίνει στρατιωτικά αξιώματα αλλά από την άλλη δεν τον αφήνει να πηγαίνει σε αγώνες που γίνονται σε «Δυτικές χώρες». Η καριέρα του θα τελειώσει στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης όταν ένας κουρασμένος και ήδη αρκετά μεγάλος Εμίλ δεν θα τα καταφέρει στον Μαραθώνιο τερματίζοντας 6ος με πολύ κόπο. Θα συνεχίσει να ζει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, αγαπητός από όλους – έχει και τον βαθμό του συνταγματάρχη. Κι εκεί που κανείς δεν το περιμένει ο Εμίλ τάσσεται υπέρ του αμφισβητία Ντούμπτσεκ και στην «Άνοιξη της Πράγας» θα πάρει τον λόγο και θα μιλήσει στο πλήθος που τον αποθεώνει. Η επέμβαση των Σοβιετικών τανκς και η συντριβή των διαδηλωτών θα επαναφέρει ένα ακόμα σκληρότερο καθεστώς και θα αποκαθηλώσει τον λαοφιλή Εμίλ, στέλνοντας τον κατ’αρχήν στα ορυχεία και μετά κάνοντας τον οδοκαθαριστή στους δρόμους της Πράγας, όπου παρατηρήθηκε το μοναδικό φαινόμενο, ο κόσμος αναγνωρίζοντάς τον στους δρόμους άδειαζαν οι ίδιοι τα σκουπίδια τους στο απορριμματοφόρο, ενώ οι «συνάδελφοί» του δεν τον άφηναν να δουλέψει – ο ίδιος για να ευχαριστήσει τους συμπατριώτες του έκανε τροχαδάκια γύρω από το όχημα!

Βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό πεδίο από το έξοχο διήγημα του A.Sillitoe, «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» (το οποίο μεταφέρθηκε ακόμα καλύτερο στον κινηματογράφο), αλλά ούτε έχουμε στα χέρια μας μια τυπική και «αποστειρωμένη» βιογραφία. Ο Εσνόζ, γοητευμένος από την χαλαρή και ευχάριστη προσωπικότητα του μεγάλου δρομέα περιγράφει επεισόδια από τη ζωή του, από τις επιτυχίες του θεωρώντας τις ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Ο Εμίλ ήταν μια δύναμη της φύσης και δεν υπάρχει επαρκής επιστημονική εξήγηση για τα κατορθώματά του, ζώντας δε σε μια περίεργη εποχή λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του που ήταν μάλλον μονότονη και περιχαρακωμένη. Ο συγγραφέας ειρωνικός με τα πολιτικά τεκταινόμενα και τον παραλογισμό του «Ψυχρού πολέμου» μας δίνει το πορτρέτο ενός γλυκού και αξιαγάπητου ταπεινού ανθρώπου που αντιπαραθέτει το χαμόγελο στην αυστηρότητα της εξουσίας και την απλότητα στα πολιτικά μπερδέματα. Μας χαρίζει έναν ήρωα με σάρκα και οστά, ο οποίος με τη βασανισμένη του έκφραση δείχνει να υποφέρει όταν τρέχει και που είτε αποθεώνεται, είτε αποκαθηλώνεται δεν το παίρνει στα σοβαρά, αποδεχόμενος τη ζωή του όπως είναι με αποκορύφωμα την ακροτελεύτια πρόταση του βιβλίου, όταν πια ο Εμίλ τοποθετείται στα υπόγεια του Αθλητικού Κέντρου Πληροφοριών…
«Μια χαρά, λέει ο γλυκός Εμίλ. Αρχειοφύλαξ – μπορεί και να μην άξιζα για παραπάνω.»

Ο Εσνόζ είναι ένας μεγάλος στιλίστας της γραφής και με τις ολιγοσέλιδες νουβέλες του ακολουθεί έναν μοναχικό συγγραφικό δρόμο. Το παρόν «μυθιστόρημα» μαζί με το προηγούμενό του, το «Ραβέλ» είναι ουσιαστικά «δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ», όπως εύστοχα λέει ο μεταφραστής Α.Κυριακίδης στο έξοχο επίμετρο που κλείνει το βιβλίο. Μπορεί να μη φτάνουν στο ύψος του αριστουργηματικού παλαιότερου βιβλίου του συγγραφέα, «Φεύγω» αλλά (κυρίως) ο «Δρόμος αντοχής» είναι ένα τρυφερό και «αγαπησιάρικο» βιβλίο, (κατά Κυριακίδη και πάλι) γραμμένο «…με τον γνωστό εκμυστηρευτικό τόνο του Εσνόζ, που κάπου κάπου στρέφεται και σου απευθύνεται σαν τον δάσκαλο που σηκώνει το βλέμμα απ’την ανάγνωση για να δει αν τον προσέχουν οι μαθητές του».







Mike and the Mechanics - 16 - Silent Running by librofilo
 
Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2011 | Permalink
'Ενα βιβλίο "μαγικό"...
Δεν ξέρω πώς να περιγράψω – ακόμα περισσότερο πώς να παρουσιάσω το «μυθικό» βιβλίο του Κουβανού συγγραφέα Guillermo Cabrera Infante, «ΤΡΕΙΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΙ ΤΙΓΡΕΙΣ» (Tres tristes tigres), (Εκδ. Τόπος, μετάφρ. Γ.Ρούβαλης, σελ.467), ένα βιβλίο (ο συγγραφέας του επέμενε ότι δεν είναι μυθιστόρημα) που θεωρείται σταθμός για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και το οποίο γράφτηκε δύο φορές, αφού η πρώτη δεν ικανοποίησε τον συγγραφέα (στην αρχική του μορφή είχε τίτλο «Vista del amanecer desde el tropico») για να ολοκληρωθεί το 1967 όταν πια ο Καμπρέρα ζούσε στην Ευρώπη αυτοεξόριστος και τελείως αντίθετος με το καθεστώς της χώρας του.

Οι «…Τίγρεις» είναι ένα πολυεπίπεδο και «διαφορετικό» βιβλίο. Κατά βάση είναι χιουμοριστικό, όχι με την κωμική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια του βρετανικού χιούμορ. Είναι δηλαδή (και κατά την προσωπική μου άποψη) ένα Αγγλικό μυθιστόρημα γραμμένο και ποτισμένο (για την ακρίβεια κολυμπάει μέσα) στο τροπικό κλίμα της Κούβας. Έχει την μορφή του non-sense λογοτεχνικού ύφους έχοντας επηρεασθεί αρκετά από το «Τρίσταμ Σάντι» του Λόρενς Στερν, όμως ακολουθώντας τον Φελινικό ρυθμό της υπέροχης «Dolce Vita». Η αφήγηση είναι χαλαρή, δεν υπάρχει κάποιος μύθος / ιστορία, οι γλωσσικοί ακροβατισμοί είναι συνεχείς, οι εικόνες σε κινηματογραφικό ρυθμό γρήγορες και ακολουθώντας τους κανόνες του μοντάζ διαδέχονται η μία την άλλη, ο ρυθμός είναι ξέφρενος και η Κουβανέζικη αλεγρία διάχυτη.

Οι «Τίγρεις» του τίτλου, είναι και θλιμμένοι (όπως είναι ο original τίτλος του βιβλίου) αλλά και «ταλαίπωροι» (όπως τους θέλει ο μάλλον ευφυής ελληνικός τίτλος) αλλά και μονίμως μεθυσμένοι (ή στα όρια…), μονίμως σε αναζήτηση θηλυκών, μονίμως σε κίνηση, μονίμως «φιλοσοφούντες», μονίμως ερωτευμένοι και μελαγχολικοί (με την ιδιότυπη μελαγχολία των ηρώων του Φ.Σ.Φιτζέραλντ και του Τσάντλερ). Και δεν είναι μόνο τρεις…Ο συγγραφέας (και ουσιαστικά alter-ego του Καμπρέρα) Σιλβέστρε, ο παρουσιαστής της τηλεόρασης Αρσένιο Κουέ, ο μουσικός Εριμπό, ο φωτογράφος των καμπαρέ Κόντακ είναι ουσιαστικά οι ήρωες (σαν τους Σωματοφύλακες του Δουμά, 3+1) αλλά γύρω τους περιστρέφονται και μπαινοβγαίνουν στις σελίδες του βιβλίου, χαρακτήρες όπως ο ποιητικός Βουστροφηδόν που διαστρέφει τις λέξεις δημιουργώντας δικές του, η τεράστια (σε όγκο και φωνή) Εστρέγια, τραγουδίστρια των μπολέρο, ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών, ο κος και η κα Κάμπελ (ουχί της γνωστής σούπας..), μια γυναίκα της «υψηλής κοινωνίας» που κάνει ψυχανάλυση και διάφορες άλλες μούρες – γκομενίτσες πλούσιες που ζητάνε περιπέτειες, πουτάνες που ψωνίζονται, μοντέλα που βολτάρουν στην Μαλεκόν «ανάβοντας» τον κόσμο αλλά και το θεότρελλο δίδυμο Κουέ-Σιλβέστρε, τραγουδίστριες και χορεύτριες του Τροπικάνα κ.ο.κ.

Όλοι αυτοί κινούνται στους δρόμους της Αβάνας – της νυχτερινής ως επί το πλείστον. Μιας Αβάνας ζωντανής και γεμάτης χρώματα και ρυθμούς που (στην κυριολεξία) δεν κοιμάται ποτέ. Οι επαναστάτες του Κάστρο είναι στα βουνά ακόμα, η δικτατορία του Μπατίστα ψυχορραγεί και οι μέρες και νύχτες ξέφρενες. Γενικώς η πολιτική δεν παίζει κανένα ρόλο στο μυθιστόρημα, ο Σιλβέστρε κάποια στιγμή πάνω στο μεθύσι του λέει ότι θα πάει να βρει τους επαναστάτες στη Σιέρα ενώ κάποιες αναφορές μικρές υπάρχουν για το καθεστώς Μπατίστα. Ποτά, μεθύσια, μουσικές, συζητήσεις επι παντός του επιστητού που διακόπτονται απότομα στη θέα μιάς ωραίας γυναίκας, παιχνίδια με τις λέξεις, με τις έννοιες, με την λογοτεχνία (υπάρχουν κεφάλαια όπου οι ήρωες αφηγούνται την δολοφονία του Τρότσκι με τον τρόπο διάφορων συγγραφέων).

Στην αρχή το αναγνωστικό σοκ είναι μεγάλο, μετά μπερδεύεσαι από τα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν, από την αφήγηση που δεν έχει συνοχή (με την γραμμική έννοια), γρήγορα όμως σε παρασύρει η γοητεία και το παιχνίδι με τις λέξεις και περνάς τόσο καλά όσο σε ελάχιστα βιβλια. Εδώ είναι και το «μυστικό» για να απολαύσει κανείς αυτό το ιδιόμορφο μυθιστόρημα. Πρέπει να «αφεθεί» στον ρυθμό του, να γευτεί τις μυρωδιές και τους χυμούς του, να νιώσει βαθιά στο πετσί του την υγρασία και τον ερωτισμό της Αβάνας, να κλείσει για λίγο το βιβλίο και να «ταξιδέψει» με το κάμπριο του Κουέ στην Μαλεκόν με το αεράκι της θάλασσας να τον χαϊδεύει. Δεν έχω διαβάσει βιβλίο να περιγράφει τόσο ωραία και τόσο ζωντανά την νυχτερινή Αβάνα – και μπορεί η ιστορία της Εστρέγια της χοντρής μαύρης τραγουδίστριας να συγκινεί και σχεδόν να ταυτίζεσαι με τον Ερεμπό που μαγεύεται από τη φωνή της αλλά η πρωταγωνίστρια, η ηρωίδα του βιβλίου είναι η Αβάνα και η μουσική της που περιγράφεται έτσι όπως ίσως να μην υπήρξε ποτέ παρά μόνο στη φαντασία του συγγραφέα – όπως μόνο το Δουβλίνο του Τζόυς, η Τεργέστη του Σβέβο, το Μπουένος Άιρες του Μπόρχες, η Ρώμη του Φελίνι υπάρχουν. Ο Καμπρέρα αφήνει την φαντασία του (αλλά και την νοσταλγία του) να οργιάσει και η πόλη αποκτάει τις μυθικές διαστάσεις του Μακόντο του Μάρκες,πλανεύτρα και ξελογιάστρα χορεύοντας στους κουβανοαφρικάνικους ρυθμούς.

«Συνεχίσαμε το ταξίδι κάτω απ’τη σκιά των αειθαλών δέντρων (δάφνες ή πικροδάφνες, τζακαράντες, φλαμπουαγιάν ανθισμένα κι από μακριά οι τεράστιοι φίκοι του πάρκου που χώριζε στα δύο η λεωφόρος που ποτέ δεν θυμάμαι πως λέγεται κι όπου αυτοί οι γίγαντες μοιάζουν μ’ένα και μόνο δέντρο Μπο επαναλαμβανόμενο σ’ένα βλάσφημο παιχνίδι με καθρέφτες) κι όταν φτάσαμε στα πεύκα πιο κοντά στην ακτή, ένιωσα τη μυρωδιά της θάλασσας, αλμυρή, διαπεραστική σαν ένα κοχύλι που ανοίγει και σκέφτηκα, όπως ο Κόντακ, ότι η θάλασσα είναι ένα αιδοίο, άλλος ένας κόλπος. Πέρασαν δίπλα μας τα Λας Πλαγίτας, Κόνεϊ Άϊλαντ και το Ρούμπα Παλάς και το Παντσίν και η Ταβέρνα του Πέδρο (που τη νύχτα ήταν ένα μουσικό όστρακο με το μαύρο μαργαριτάρι του Τσόρι να τραγουδάει και να παίζει και να γελάει με τον εαυτό του και με τα πάντα: ένας από τους πιο αξιόλογους κλόουν στον κόσμο κι ίσως ο πιο ανώνυμος) και τα μπαράκια, καφενεία, οι πάγκοι με τα τηγανητά που υποδείκνυαν, όπως στη Λεωφόρο του Λιμανιού, ότι ο περίπατος άρχιζε και τελείωνε, κι η λεωφόρος του Μπίλτμορ άλλαξε τις χουρμαδιές της Πέμπτης Λεωφόρου με βασιλικούς φοίνικες, κοιλαράδες κι επιβλητικούς και κατάλαβα ότι προς τα εκεί κατευθυνόμασταν, στο δρόμο της Σάντα Φε. Σύντομα (γιατί ο Κουέ πάτησε γκάζι) αφήσαμε πίσω τη Βιγιανουέβα και το picken-chicken (picking-chicking) που θυμάμαι ιδιαίτερα μια νύχτα εκεί, και τα γήπεδα του γκολφ για να δούμε το αγκυροβόλι και τα γιοτ τα αραγμένα και στο βάθος ο κόλπος και πίσω απ’τον ορίζοντα το φράγμα των λευκών και των χοντρών και στέρεων σύννεφων που ήταν σαν ένας άλλος τοίχος του Μαλεκόν.
-Έχεις πάει στο Μπαρλοβέντο;
-Ναι, νομίζω ότι πήγαμε μαζί. Είναι εκείνη η γειτονιά…
-Εννοώ στο μπαρ Λοβέντο, είπε ο Κουέ.
Η Χαϊμανίτας είναι μια λαϊκή πλαζ, αλλά από τον δρόμο της Σάντα Φε δεν είναι παρά κάτι χαμηλά, άσχημα τσιμεντένια κτήρια κι ένας σταθμός πρώτων βοηθειών και κάνα δυο κακόφημα μπαρ κι ένα ποτάμι με έναν βάλτο ολόγυρα κι όπου τα στάσιμα νερά ούτε μπλε ούτε καφετιά ούτε πράσινα παρά γκρίζα βρόμικα λαμπυρίζουν στον ήλιο, γιατί η θάλασσα μόλο που δεν φαίνεται βρίσκεται εκεί κοντά, δυο βήματα, κι η αύρα μπαίνει απ’το κανάλι του ποταμού σαν ν’ανεβαίνει από μια καμινάδα.
-Δεν θυμάμαι, θυμάμαι πως είπα. Έτσι λέγεται;
-Όχι. Λέγεται Η Οδύσσεια.
-Κι ο ιδιοκτήτης Όμηρος. Σιγά μη λέγεται Η Αινειάδα! Πλάκα μας κάνεις τώρα;
-Καθόλου, το μπαρ λέγεται Λαοδισέα κι είναι το επώνυμο του ιδιοκτήτη, του Χουάν. Χουάν Λαοδισέα.
-Από το αλλόκοτο γεννιέται η ποίηση.
-Είναι ένα απίστευτο μέρος. Θα δεις.
Στρίψαμε δεξιά, σε μια λεωφόρο καινούργια με την άσφαλτο μαύρη ακόμα, με φανάρια από τσιμέντο ψηλά και καμπυλωτά, που έσκυβαν προς τον δρόμο όπως οι flappers του Φιτζέραλντ πάνω στον έρωτα, σαν λαιμοί προκατακλυσμιαίων θηρίων πίσω από το θήραμα, σαν αρειανοί που κατασκοπεύουν τον περιπατητικό πολιτισμό μας. Στο βάθος υπήρχε ένα ξενοδοχείο ή μια απόπειρα ξενοδοχείου, ένα τετράγωνο κτήριο. Στρίψαμε αριστερά, πηγαίνοντας παράλληλα στη θάλασσα, όπως τα κανάλια αυτής της Βενετίας των πλουσίων, όπου οι ευτυχείς ιδιοκτήτες μπορούν να φυλάξουν το αμάξι τους στο car-port και το σκάφος τους στο yacht-port περιβαλλόμενοι από όλες τις δυνατότητες διαφυγής. Καταλάβαινα ότι αυτός ήταν ο παράδεισος των Κουέ. Το σχέδιο (ή η υλοποίηση του) ήταν ψεύτικο, φαντασιακό, αλλά όπως σ’όλα τα πράγματα σ’αυτή τη χώρα η φύση του χάριζε την πραγματική της ομορφιά. Είχε κάποιο δίκιο ο Ταξιδευτής. Για παραπάνω από έναν λόγο το μέρος ήταν απίστευτο. Φτάσαμε στο μπαρ, που βρισκόταν πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα, σ’ένα από τα πλαϊνά κανάλια και έβγαζε σε μια μεγάλη λίμνη, επίσης τεχνητή, όπου ο ήλιος καθρεφτιζόταν και πολλαπλασιαζόταν σε χιλιάδες ψήγματα, σε φλέβες θαλασσινού χρυσού. Μπροστά στο μπαρ υπήρχε μια μικρή ζούγκλα από κολπίσκους και αρμυρίκια. Είδα πέντε φοίνικες με γιγάντιες μαλάνγκες να καλύπτουν τους κορμούς τους και ένα από τα αναρριχητικά είχε ξεραθεί και ο έκτος φοίνικας έμοιαζε γυμνός ανάμεσα στους πλησίον του.
-Ιδού και το αμήν, είπε ο Κουέ. Σκέφτηκα ότι είχε θελήσει να πει η ακμή.
-Βάλε όπισθεν, του ζήτησα.
-Γιατί:
-Βάλε όπισθεν, σε παρακαλώ.
-Θέλεις να επιστρέψεις στην Αβάνα;
-Όχι, να κάνεις πίσω είκοσι, τριάντα μέτρα. Με την όπισθεν, χωρίς να στρίψεις.
-Με την όπισθεν;
-Ναι.
Το έκανε. Με την ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα όπως φτάσαμε έκανε πίσω πενήντα μέτρα.
-Τώρα προχώρα αργά. Πλησίασε αργά.
Το έκανε κι έκλεισα ένα μάτι. Είδα πως τα κανάλια, οι προβλήτες κι η παράλληλη θάλασσα περνούσαν αργά και τέλος πως το μπαρ και η λίμνη και η βλάστηση πλησίαζαν με μία μόνο διάσταση, επίπεδα, και παρ’όλο που υπήρχε χρώμα και τα πράγματα τα θυμόμουν όπως τα’χα δει νωρίτερα, σε βάθος, το φως παλλόταν στο τοπίο κι ήταν σαν το σινεμά. Ένιωσα Φίλιπ Μάρλοου σ’ένα μυθιστόρηματ ου Ρείμοντ Τσάντλερ. Ή καλύτερα Ρόμπερτ Μοντγκόμερι στη βερσιόν μιας νουβέλας του Τσάντλερ. Ή, ακόμα καλύτερα, η κάμερα που έκανε το μάτι του Μοντγκόμερι-Μάρλοου-Τσάντλερ στις καλύτερα αλησμόνητες στιγμές του Η Κυρά της Λίμνης, ιδωμένου στο Αλκαζάρ στις 7 Σεπτεμβρίου 1946. Το είπα στον Κουέ. Χρειάστηκε να του το πω.
-Μα το Θεό, είσαι και τελείως τρελός, μου είπε και κατέβηκε. Για δέσιμο, πρόσθεσε ως τελική διάγνωση.»

Δεν ξέρω εάν είναι το «μεγάλο» μυθιστόρημα της Κουβανέζικης λογοτεχνίας – για μένα παραμένει ανυπέρβλητο το αριστούργημα του Lezama Lima , «Paradiso» - αλλά σίγουρα αποτελεί ορόσημο και σημείο αναφοράς για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Η έκδοση του «Τόπου» είναι εξαιρετική και δεν μπορώ (παρά κάποιες επι μέρους ενστάσεις) να μην υποκλιθώ μπροστά στη δουλειά του μεταφραστή Γ.Ρούβαλη.
Ο Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε (1922-2005) ήταν συγγραφέας, μεταφραστής, κριτικός κινηματογράφου και σεναριογράφος. Ξεκίνησε την καριέρα του ως κινηματογραφικός κριτικός και ανέλαβε την διεύθυνση του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Αβάνας μετά την επικράτηση της Επανάστασης. Μετά την απαγόρευση του πρωτοποριακού φιλμ μικρού μήκους PM που γύρισε με τον Λεάλ (την ιστορία του φιλμ αναφέρω εδώ) και το κλείσιμο του (επιτυχημένου αλλά ενοχλητικού) λογοτεχνικού ένθετου Lunes της εφημερίδας Revolucion, το 1961 και έχοντας πέσει σε δυσμένεια από το καθεστώς, εστάλη ως πολιτιστικός ακόλουθος στις Βρυξέλες όπου υπηρέτησε ως το 1965. Στη συνέχεια αυτοεξορίστηκε διακόπτοντας κάθε σχέση με το καθεστώς του Κάστρο, ζώντας αρχικά στην Μαδρίτη και μετέπειτα στο Λονδίνο. Οι «ΤΡΕΙΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΙ ΤΙΓΡΕΙΣ» θεωρήθηκαν από την διεθνή κριτική ως μυθιστόρημα ισάξιο του «Οδυσσέα» του Τζόυς και κανένα άλλο μυθιστόρημα του Καμπρέρα δεν γνώρισε τέτοια αποδοχή ενώ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, από τον Χιλιανό σκηνοθέτη Ραούλ Ρουίζ το 1968. Ο Καμπρέρα Ινφάντε βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου του το 1997 με το βραβείο Θερβάντες. Ως σεναριογράφος ήταν πολύ αντιφατικός και γνώρισε τεράστια επιτυχία με το σενάριο του (πολύ καλού) φιλμ Vanishing point του Σαράφιαν, ενώ έγραψε διάφορα άλλα σενάρια συμπεριλαμβανομένης μιας μεταφοράς του «Κάτω απ’το ηφαίστειο» του Λόουρυ αλλά και της μάλλον αποτυχημένης ταινίας του Άντι Γκαρσία, «Αβάνα, χαμένη πόλη».

Υ.Γ. Για το βιβλίο μπορείτε να διαβάσετε στο μπλογκ του Β.Δρόλια, ενώ ο (έχων πάντα τις κεραίες ανοιχτές) Πανδοχεύς του επιφύλασσε ιδιαίτερη τιμή



 
Τρίτη, Ιανουαρίου 04, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 04, 2011 | Permalink
Ένα διαφορετικό "auto da fe"
Είναι πολλά τα συναισθήματα που σου προκαλεί το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως Lionel Shriver, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, «ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΕΒΙΝ» (We need to talk about Kevin), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Γ.Αρβανίτη, σελ.579). Κατ’αρχήν δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Καθώς διαβάζεις και προχωράς η φρίκη σε διακατέχει – κυρίως αν είσαι γονιός. Απώθηση και ταυτόχρονα έλξη σε κυριεύουν – θέλεις να πας παρακάτω, να διαβάσεις κι’άλλη μια σελίδα και την ίδια στιγμή θέλεις να το πετάξεις από τα χέρια σου, νιώθεις να σε καίει.

Άβολο, προκλητικό, «politically incorrect»(όσο δεν πάει), σχιζοφρενικό, θλιμμένο, οργισμένο, το μυθιστόρημα της Σράιβερ είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας στηριγμένο όμως σε δεκάδες παρόμοια γεγονότα σαν αυτό που αφηγείται. Η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι τα αφηγείται από τη μεριά που δεν ακούγεται ποτέ – από τη μεριά της μητέρας ενός έφηβου δολοφόνου.

Σχεδόν 2 χρόνια έχουν περάσει από τα γεγονότα της μοιραίας Πέμπτης όταν ο (παρά 3 ημέρες) δεκαεξάχρονος Κέβιν Κατσαντουριάν, δολοφονεί στο γυμναστήριο του σχολείου του σε ένα μεγαλοαστικό προάστειο της Ν.Υόρκης, εφτά συμμαθητές του, έναν υπάλληλο της σχολικής καντίνας (που κατά τύχη βρέθηκε εκεί) και την δημοφιλέστερη καθηγήτρια του σχολείου του. Η Ίβα Κατσαντουριάν, η μητέρα του Κέβιν, αναπλάθει την οικογενειακή ιστορία γράφοντας μια σειρά από γράμματα στον σύζυγό της Φράνκλιν για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τι έχει απογίνει – απλά δεν είναι εκεί. Η Ίβα, έχει «τελειώσει» πια από δίκες, αγωγές κλπ. Έχει πουλήσει τα πάντα για να τα βγάλει πέρα και δουλεύει σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο βιώνοντας από τη μια την απόλυτη μοναξιά ως στιγματισμένη «μητέρα του δολοφόνου» (άρα στα μάτια της κοινωνίας, είναι η βασική υπαίτιος του «πως κατέληξε το παιδί της»…), από την άλλη φροντίζοντας να επισκέπτεται ανά δεκαπενθήμερο, τον γιό της στις φυλακές με τον σκοπό να καταλάβει το «γιατί»…

Αυτό το «γιατί», το ερώτημα δηλαδή των κινήτρων μιας τόσο αποτρόπαιης πράξης κυριαρχεί στο βιβλίο. Απάντηση (τουλάχιστον σαφής) δεν θα υπάρξει. Η Ίβα βρίσκεται μπροστά σ’αυτό το «γιατί» συνέχεια. Όλοι αυτό την ρωτάνε, από τους δημοσιογράφους μέχρι τα πεθερικά της. Εκείνη ξέρει, το ήξερε από καιρό. Βαθιά μέσα της το έβλεπε να έρχεται και απόδιωχνε τη σκέψη. Στα γράμματα της, στην εξιστόρηση της, η Ίβα «ξεγυμνώνεται» και ομολογεί. Τον μισούσε τον Κέβιν, τον αντιπαθούσε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Τα αισθήματα όμως ήταν αμοιβαία. Ο μικρός φρόντισε να της κάνει τη ζωή κόλαση – λες και είχε καταλάβει ότι εκείνη δεν τον ήθελε…

Η Ίβα ήταν πλούσια και φρόντιζε να το χαίρεται. Από Αρμένικη οικογένεια, της είχαν έρθει όλα ευνοϊκά. Λάτρευε τα ταξίδια, και έκανε το χόμπυ της επάγγελμα. Έφτιαξε έναν ταξιδιωτικό οδηγό για φτηνά αλλά αξιοπρεπή καταλύματα στην Ευρώπη και έβγαλε πολλά λεφτά. Σιγά-σιγά η έκδοση προχώρησε και σε άλλες ηπείρους το ίδιο επιτυχημένα – το χρήμα έρεε. Γνωρίζει έναν φωτογράφο τον Φράνκλιν που είναι το άκρως αντίθετό της. Συντηρητικός, αθλητικός, ένας «Αμερικάνος» με τα όλα του. Δεν παραδέχεται καμμία χώρα μπροστά στη δικιά του, λατρεύει τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, τον Ρήγκαν, το μπέιζμπολ. Η Ίβα ερωτεύεται τρελλά, παντρεύονται, περνάνε καλά και κάποια στιγμή, εκείνη μένει έγκυος και συνειδητοποιεί ότι ήρθε ο καιρός να γνωρίσει «μια πραγματικά ξένη χώρα»…

«Ιδού ένα θλιβερό δείγμα: ώριμη γυναίκα ετών τριάντα εφτά, ευτυχισμένη στον γάμο της, πληροφορείται την πρώτη της εγκυμοσύνη και παραλίγο να λιποθυμήσει από τρόμο, αντίδραση την οποία κρύβει από τον ενθουσιασμένο σύζυγό της, φορώντας ένα σεμνό, λουλουδάτο, τιραντέ φουστάνι. Ευλογημένη με το θαύμα της ζωής εντός της, αυτή προτιμάει να ασχοληθεί με τις φλέβες στα πόδια της και τα ποτηράκια κρασί που έπινε άλλοτε. Μόνη στο διαμέρισμά της χτυπιέται στους ρυθμούς μιας κακόγουστης μουσικής χωρίς να σκέφτεται καθόλου το αγέννητο παιδί της. Σε μια φάση που θα έπρεπε να αισθάνεται με όλο της το είναι την αληθινή σημασία του εμείς, αυτή επιλέγει να γκρινιάζει για το κατά πόσο είναι δικό της το μωρό που περιμένει. Κι ενώ θα έπρεπε να έχει μάθει καλά το μάθημά της, ακόμη κάνει θέμα το πώς στις ταινίες του σινεμά η γέννηση ενός μωρού συγχέεται με την αποβολή ενός υπερμεγέθους σκουληκιού. Είναι μια υποκρίτρια που δεν ικανοποιείται με τίποτε: αφού έχει παραδεχτεί ότι το να τριγυρίζει στην υφήλιο δεν είναι το μαγικό μυστηριώδες ταξίδι που κάποτε παρίστανε ότι ήταν – ότι αυτές οι επιπόλαιες περιπλανήσεις στην πραγματικότητα έχουν γίνει κουραστικές και μονότονες -, τη στιγμή που αυτό το σουλάτσο της απειλείται γιατί προέχουν οι ανάγκες ενός άλλου, αυτή αρχίζει και πάλι να λιώνει για τη δήθεν υπέροχη παλιά ζωή της, τότε που έλεγχε ποιοι από τους ξενώνες νεότητας του Γιόρκσιρ διέθεταν και κοινόχρηστη κουζίνα. Και, το χειρότερο απ’όλα, πριν καν ο δύστυχος γιός της καταφέρει να επιζήσει στο αφιλόξενο κλίμα της σφιγμένης, απρόθυμης μήτρας της, ομολογεί αυτό που εσύ Φράνκλιν, απαγόρευσες επισήμως να ειπωθεί: κάνοντας πρώτα το καπρίτσιο της, μετά αλλάζει γνώμη, λες και το παιδί είναι ένα ρούχο που το παίρνεις στο σπίτι σου, το δοκιμάζεις και – αφού φέρεις μερικές στροφές για να καταλήξεις, αχ, όχι, είναι κρίμα, αλλά ειλικρινά δεν μου πάει – το επιστρέφεις στο κατάστημα.»

Ο Κέβιν από την κούνια του είναι ένα θυμωμένο παιδί. Πανέξυπνος αλλά δυσλειτουργικός μέχρι εκεί που δεν φαντάζεται κανείς. Η Ίβα παρατάει την καριέρα της αλλά δύσκολα τα βγάζει πέρα μαζί του – το παραδέχεται και η ίδια, έχει μια εγγενή ψυχρότητα και ένα «τουπέ», πράγμα που πλήρωσε ακριβά στην έκθεσή της προς τα μήντια- σε αντίθεση με τον Φράνκλιν που την «καταβρίσκει» με τον ζόρικο μικρό και προσπαθεί να τον «μυήσει» στις «αρετές» του American way of life. Τα «κατορθώματα» του Κέβιν, στο σχολείο και στο σπίτι δεν έχουν τελειωμό, η Ίβα αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τον γιό της, αλλά και από τον σύζυγό της που δεν παρατηρεί τίποτα χαμένος μέσα σε ένα ροζ οικογενειακό σύννεφο. Η έλευση του δεύτερου παιδιού τους, της Σίλιας μετά από κάποια χρόνια, θα αλλάξει την Ίβα -επιτέλους ένα "φυσιολογικό παιδί"- αλλά από την άλλη, θα απογειώσει την εφευρετικότητα του Κέβιν στις μοχθηρές πράξεις, εκείνο που κανείς τους δεν έχει παρατηρήσει ποτέ, είναι η ιδιοφυία και η μεθοδικότητα του «απροσάρμοστου» γιού τους..

Η συγγραφέας δημιουργεί μια ηρωίδα διαφορετική. Μια μάνα που ομολογεί από την πρώτη σελίδα ότι σιχαίνεται την εγκυμοσύνη, τα πλαστικά παιχνίδια, τα παιδικά χαζοτράγουδα, βαριέται θανάσιμα να φροντίζει το μωρό, μισεί τον εαυτό της τον ίδιο βλέποντας την να κάνει αυτές τις δουλειές. Η Σράϊβερ βάζει το μαχαίρι στο κόκκαλο (φράση κλισέ αλλά δεν μπορώ να βρω αντιπροσωπευτικότερη) και θίγει το τεράστιο θέμα της μητρότητας και το δίλημμα που προκύπτει όταν «η μανούλα είναι δυστυχισμένη». Στο κατατοπιστικό επίμετρο που κλείνει τις σελίδες του βιβλίου, θίγοντας το θέμα που βασανίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα – «Στράβωσε ο Κέβιν από την ψυχρότητα της μητέρας του ή γεννήθηκε στραβός;», η συγγραφέας αναγνωρίζει ότι οι αναγνώστες της διχάστηκαν. Άλλοι ακολούθησαν το δόγμα: «οι γονείς έχουν τα παιδιά που τους αξίζουν», βλέποντας την Ίβα ως αποκλειστική υπεύθυνο του μακελλειού που προκάλεσε ο γιός της και άλλοι είδαν ότι η κατάληξη του Κέβιν ήταν αναπόφευκτη, το παιδί ήταν πραγματικά Κακό και ότι και να έκανε η μητέρα (οι γονείς) ήταν μάταιο.

Το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα – αληθινή αποκάλυψη, είναι πάνω απ’όλα ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο βιβλίο το οποίο αγγίζει τον καθένα μας. Μπορεί να διαβαστεί και ως επιστημονικό σύγγραμμα για το πώς ένα γεγονός επηρεάζει μια ολόκληρη πόλη, μια κοινωνία. Είναι μια ψυχολογική μελέτη εκπληκτική η οποία ανατέμνει το προφίλ των ηρώων-πρωταγωνιστών με χειρουργική λεπτομέρεια. Η Ίβα είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας μεγάλου μεγέθους και το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» ένα βιβλίο που θα μείνει στην λογοτεχνική ιστορία αλλά και στην μνήμη του κάθε αναγνώστη.

Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο «Orange» του 2005, και γυρίζεται ταινία με πρωταγωνίστρια την (μοναδική) Τίλντα Σουίντον – δεν θα μπορούσα να διανοηθώ άλλη στον ρόλο. Για το βιβλίο έχει γράψει και η (as usual) πολύ ενημερωμένη Αγιάτη στο blog της.




Εύχομαι ένα ευτυχισμένο και (όσο γίνεται πιο) χαμογελαστό 2011.