Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016 | Permalink
Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς
Ένα από τα αποκαλούμενα "μεγάλα Αμερικανικά μυθιστορήματα" (και δικαίως) είναι το "Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς" ("The adventures of Augie March"), το αριστουργηματικό magnum opus του τεράστιου Αμερικανοεβραίου συγγραφέα, Saul Bellow (1915-2005), που εκδόθηκε επιτέλους στα ελληνικά, 62 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του (1953) στις Η.Π.Α. Το ογκώδες μυθιστόρημα (854 σελίδες) του Bellow (που κυκλοφόρησε από τις εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση Μ.Μακρόπουλου), είναι ένα κλασσικό bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας/ενηλικίωσης) το οποίο επηρέασε ιδιαίτερα τον Φ.Ροθ και πολλούς άλλους μεταπολεμικούς Αμερικανούς πεζογράφους.

Ομολογουμένως, ανέκαθεν προσπαθούσα να παίρνω από τους άλλους ό,τι ήθελα, όμως δεν είναι μυστήριο που εκείνοι σχεδόν πάντα μου το έδιναν;”

Αντίθετα απ' ότι θα περίμενε κανείς από ένα αμερικανικό μυθιστόρημα (που συνήθως κινούνται στα επίπεδα του "ρεαλισμού"), το βιβλίο στηρίζεται στην παράδοση του "πικαρέσκου" μυθιστορήματος της βρετανικής σχολής του Φήλντιγκ ("Tom Jones"), του Λ.Στερν (“Τριστραμ Σάντι”) και άλλων,  εξιστορώντας τις περιπέτειες (ο τίτλος του βιβλίου είναι ακριβέστατος) ενός ιδιόρρυθμου ήρωα από την παιδική του έως την μέση του ηλικία.

Το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο 25 περίπου χρόνων (από το 1925 έως περίπου το 1950), και ο ήρωας, ο Ώγκι Μαρτς είναι ένα παιδί αγνώστου πατρός που μεγαλώνει στο Σικάγο της οικονομικής κρίσης του μεσοπολέμου. Γεννημένος το 1915 είναι ο μεσαίος γιος μεταξύ δύο αδερφών, του μεγαλύτερου Σάιμον και του μικρότερου (και καθυστερημένου) Τζώρτζι. Η μητέρα τους ξενοδουλεύει για να τα βγάλει πέρα, ενώ με διάφορες μικροκομπίνες εξασφαλίζουν και ένα επίδομα από την Πρόνοια. Ένα μέρος του σπιτιού τους, έχει νοικιάσει μια ηλικιωμένη γυναίκα, η “γιαγιά Λάους”, η οποία ουσιαστικά συντηρεί με το ενοίκιο που πληρώνει την οικογένεια και φέρεται σε όλους σαν να είναι υποτελείς της, βάζοντας αστικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς, όταν έξω στην κοινωνία της εποχής υπάρχει τέτοια αναταραχή που παρασέρνει τους πάντες.

Ήξερα ότι είχα μια διακαή λαχτάρα, αλλά όχι και για ποιο πράγμα την είχα.”

Ο Ώγκι όπως και ο μεγαλύτερος αδερφός του, μεγαλώνει ουσιαστικά στον δρόμο. Είναι ένα έξυπνο και ικανότατο αγόρι που τα καταφέρνει σε όποια δουλειά τού αναθέσεις. Το σχολείο του είναι ουσιαστικά η μαθητεία του σε ένα κομπιναδόρο ανάπηρο ιδιοκτήτη κτιρίων και νυχτερινών κέντρων, κομπιναδόρο και τοκογλύφο για τον οποίο κάνει θελήματα. Παράλληλα όπως και οι περισσότεροι έφηβοι της περιοχής του, κάνει μικροκλοπές και παρανομίες βρίσκοντας πάντα τον τρόπο να διαφεύγει.
Έχει μια μεγάλη περιέργεια για τον κόσμο, και την ικανότητα παρατήρησης. Κλέβοντας σπάνια βιβλία και πουλώντας τα σε έναν καθηγητή, ανοίγεται μπροστά του ο κόσμος της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Έτσι μορφώνεται μέσα από αναγνώσεις βιβλίων του Χέγκελ, του Μαρξ, των αρχαίων φιλοσόφων. Γράφεται στο πανεπιστήμιο και παράλληλα κάνει τις κομπίνες του, χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Όταν ο Σάιμον ο αδερφός του, θα παντρευτεί μια κοπέλα πλούσιας οικογένειας, θα προσπαθήσει να τον εντάξει κι αυτόν στις δουλειές του και στον κύκλο του, αλλά ο Ώγκι είναι στοιχείο ανυπότακτο και αεικίνητο, θα ακολουθήσει το ένστικτό του και θα κάνει αυτό που εκείνος θέλει και γνωρίζει καλά, να τα τινάζει όλα στον αέρα και να ξεκινάει από την αρχή.

Κάθε λογής επιρροές περίμεναν στην ουρά για να με επηρεάσουν. Είχα γεννηθεί, και να τες, για να με διαμορφώσουν, που είναι ο λόγος που σας μιλώ περισσότερο γι' αυτές παρά για μένα.”

Ο Ώγκι γυρίζει συνεχώς, ανακατεύεται μέσα στον κόσμο, ταξιδεύει, επικοινωνεί με τους γύρω του, δεν κάθεται ποτέ ήσυχος, αφήνεται στην περιπέτεια της ζωής χωρίς πλάνο, χωρίς σχέδιο. Ερωτεύεται με ευκολία και χωρίς σκέψη προσπαθώντας να παραμείνει ο εαυτός του, αυτό είναι το μόνιμο άγχος του, να μη χάσει τον εαυτό του καθώς τον βλέπει να παρασύρεται σε περιπέτειες πολλές φορές εξωφρενικές, με πιο χαρακτηριστική αυτή του ταξιδιού στο Μεξικό για να εκπαιδεύσει έναν αετό! Περισσότερο κοντινός ως εικόνα και στυλ στον Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν, παρά στους Βρετανούς αντίστοιχούς του, ο ήρωας του Μπέλοου, θέλει να αγαπιέται και να ζήσει τη ζωή του χωρίς κανόνες, χωρίς δεσμεύσεις. Κάπου αφελής, κάπου σοφός (πετώντας στοιχεία από την ιστορία και την φιλοσοφία), ο Ώγκι “αδράχνει τη μέρα” (όπως ονομάζεται άλλωστε το επόμενο μυθιστόρημα του Bellow,Seize the day), προδίδεται και πολλές φορές με τον τρόπο του προδίδει, δεν στεριώνει πουθενά – κυριολεκτικά “δεν βάζει κώλο κάτω”.

Ο ήρωας του Μπέλοου, έχει αποτινάξει την εβραϊκότητά του και είναι ένας αυθεντικός Αμερικανός (ουσιαστικά το θέμα της καταγωγής του δεν θίγεται καθόλου και δεν παίζει κανένα ρόλο στο βιβλίο), ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε την πρώτη πρόταση του μυθιστορήματος: “Είμαι Αμερικανός, γέννημα του Σικάγου, αυτής της σκοτεινής και μελαγχολικής πόλης / ό,τι κάνω το κάνω όπως έχω μάθει από μόνος μου, δίχω κανόνες, κι έτσι θα γράψω την ιστορία της ζωής μου – πρώτος θα χτυπάω την πόρτα και πρώτος θα μπαίνω, που λέει ο λόγος, και μερικές φορές θα την χτυπάω με αθώο σκοπό, και άλλες με όχι τόσο αθώο”. Η όρεξη για ζωή του Ώγκι είναι μοναδική, όπως και η επιθυμία του για να χαράξει την δική του πορεία στη ζωή. Κανείς από όσους γνωρίζει στη διάρκεια της ζωής του δεν μπορεί να αντισταθεί σ'αυτόν τον απίστευτο τύπο που σαγηνεύει τους πάντες, άνδρες και γυναίκες με ένα τρόπο που δεν μπορούν να του αρνηθούν τίποτα.

Ο καθένας προσπαθεί να πλάσει έναν κόσμο όπου μέσα να μπορεί να ζήσει, και, ό,τι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, συχνά δεν το βλέπει. Όμως, ο αληθινός κόσμος είναι ήδη πλασμένος, και, αν το επινόημά σου δεν συμφωνεί, τότε, ακόμα κι αν νιώθεις ευγενής και επιμένεις ότι υπάρχει κάτι καλύτερο απ' αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν πραγματικότητα, ετούτο το καλύτερο δεν είναι απαραίτητο να υπερτερεί αυτού που, στη χειροπιαστή του πραγματικότητα – μιας και την γνωρίζουμε τόσο λίγο -, μπορεί να μας εκπλήξει πολύ. Αν πρόκειται για ευτυχή κατάσταση πραγμάτων, θα μας εκπλήξει∙ και, αν πρόκειται για θλιβερή ή τραγική, δεν θα είναι χειρότερη απ' ό,τι εμείς επινοούμε.”

Μακροπερίοδος λόγος με πληθώρα ιδιωματισμών και νεολογισμών, γεμάτος μεταφορές, και, με ύφος που εναλλάσσεται από την προφορικότητα στην αφήγηση, μέχρι σε πιο σύνθετο λόγο με διακειμενικές αναφορές ακόμα και μέσα στην ίδια σελίδα. Παραπομπές από τους αρχαίους φιλόσοφους μέχρι τον Ντίκενς, σκέψεις σύνθετες που εκπλήσσουν καθώς εισέρχονται στην ροή της δράσης. Η προσπάθεια του μεταφραστή Μ.Μακρόπουλου ήταν τιτάνια και οι αρκετές περίεργες εκφράσεις που απαρτίζουν το κείμενο δεν είμαι σίγουρος εάν είναι δικές του (στην προσπάθειά του να τις κάνει περισσότερο κατανοητές στον αναγνώστη) ή του συγγραφέα. Το ύφος του Μπέλοου είναι διαφορετικό από άλλων μυθιστορημάτων του, καθιστώντας το συγκεκριμένο βιβλίο πολύ απαιτητικό που ζητάει την προσοχή του αναγνώστη. Όπως γράφει ο Ροθ στο βιβλίο του “Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, “...η γλώσσα του Ώγκι Μαρτς συνδυάζει λογοτεχνική πολυπλοκότητα με την αβίαστη, κουβεντιαστή ομιλία, συνδέει το ακαδημαϊκό ιδίωμα με το ιδιόλεκτο των δρόμων (όχι όλων των δρόμων – ορισμένων δρόμων): το στυλ είναι ιδιαίτερο, προσωπικό δυναμικό, μπορεί μερικές φορές να είναι ανοικονόμητο, σε γενικές γραμμές εξυπηρετεί θαυμάσια τον Μπέλοου.”

Ήξερα πως υπήρχαν πράγματα που δεν θα προέκυπταν ποτέ, γιατί δεν θα μπορούσαν ποτέ να προκύψουν, από το διάβασμά μου. Αλλά τούτη η γνώση δεν διέφερε πολύ από τον μακρινό αλλά πάντα παρόντα θάνατο που κάθεται στη γωνιά της γεμάτης αγάπη κρεβατοκάμαρας∙ και, αν δεν το κουνάει ποτέ από τη γωνία, εσύ δεν παύεις ποτέ να αγαπάς. Κι ούτε εγώ έπαυα ποτέ το διάβασμά μου. Καθόμουν και διάβαζα. Δεν είχα μάτια ούτε αυτιά ούτε κανένα ενδιαφέρον για τίποτε άλλο∙ ήτοι, για τη συνηθισμένη δευτεροκλασάτη επιφανειακή καθημερινότητα του κουάκερ, του άλυτου κόμπου στα κορδόνια, του εισιτηρίου του τραμ, της απόδειξης του καθαριστηρίου, της αδιευκρίνιστης μελαγχολίας, της άγνωστης αιχμαλωσίας∙ για τη ζωή υπό τον ζυγό της απελπισίας ή τη ζωή των συνηθειών και της οργάνωσης, που στόχος τους είναι να αντικαταστήσουν τα απρόβλεπτα συμβάντα με μιαν ήρεμη σταθερότητα. Ποιος αληθινά περιμένει η καθημερινότητα να εξαφανιστεί, ο μόχθος και η φυλακή να εξαφανιστούν, καθώς και το κουάκερ και οι αποδείξεις του καθαριστηρίου κι όλα τα υπόλοιπα, και επιμένει όλες οι στιγμές να αποχτήσουν μέγιστη σπουδαιότητα, απαιτώντας οι πάντες να αναπνέουν τον αστερόεντα αέρα της υψίστης δυσκολίας, καταργώντας όλα τα δωμάτια που είναι από τούβλο και σαν τάφοι, όλη τη μελαγχολία, και ζώντας σαν προφήτες ή θεοί; Οι πάντες γνωρίζουν πως ετούτη η θριαμβευτική ζωή μπορεί να είναι μόνον περιοδική. Έτσι, υπάρχει σχετικά μ'αυτήν ένα σχίσμα, με κάποιους να λένε πως μόνον αυτή η θριαμβευτική ζωή είναι αληθινή και με άλλους να λένε πως αληθινά είναι μόνον τα καθημερινά συμβάντα. Για μένα δεν υπήρχε καμία διαμάχη, και ευημερούσα ζώντας την πρώτη από τις δύο.”

Είναι ένα μυθιστόρημα ζωντανό και γεμάτο χιούμορ που σε αφοπλίζει και μέσα στο οποίο χάνεσαι και βυθίζεσαι, με ένα στυλ που στην αρχή ξαφνιάζει ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που διαβάζεις μια σελίδα δυο και τρεις φορές για να την αντιληφθείς πλήρως. Ολοζώντανος και γοητευτικός, ελκυστικός και υπερκινητικός ο ήρωας του Μπέλοου χαρίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία έναν αξέχαστο χαρακτήρα, έναν σύγχρονο “Τομ Τζόουνς” και γύρω του μια πινακοθήκη εξαιρετικών “δεύτερων ρόλων”. Αναμφίβολα, μαζί με το ασύλληπτο Χέρτσογκ”(που επανεκδόθηκε πρόσφατα), οι “Περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς” αποτελούν τα δύο αριστουργήματα του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας (και όχι μόνο) μεγάλου συγγραφέα και δεν πρέπει να λείπουν από καμία βιβλιοθήκη.

...Ο λόγος που δεν έβλεπα τα πράγματα όπως ήταν, ήταν πως δεν το΄θελα – επειδή δεν μπορούσα να τα αγαπήσω έτσι όπως ήταν. Όμως, η πρόκληση δεν ήταν να τα βελτιώνεις στο μυαλό σου, αλλά να βλέπεις κάθε ανθρώπινη αδυναμία – την κακία, το έγκλημα, την αρρώστια, το φθόνο, την αδηφαγία, την επιβίωση χάρη στο θάνατο των άλλων. Αρχίζεις από κει. Από το γεγονός ότι οι άνθρωποι εν γένει είναι γεμάτοι αποστροφή και τους κοστίζει να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Ως επί το πλείστον θέλουν να τους αφήνουν στην ησυχία τους. Και αναζητούν το φανταστικό, το ανύπαρχτο, όπως έναν θαμμένο θησαυρό κι ακόμα πιο πολύ, καθώς το φανταστικό είναι η τελευταία μεγάλη τους ελπίδα, γιατί μπορούν τότε ν' αμφιβάλλουν για το αν ό,τι ξέρουν για τον εαυτό τους αληθεύει.”


 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2016 | Permalink
Τρία λευκά φέρετρα
Οξύτατη πολιτική σάτιρα με στοιχεία θρίλερ και περιπέτειας, συνιστούν τα στοιχεία του θαυμάσιου μυθιστορήματος,  “ΤΡΙΑ ΛΕΥΚΑ ΦΕΡΕΤΡΑ” (“Tres autades blancos”), του Κολομβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Antonio Ungar (Μπογκοτά, 1974), (Εκδ. Αλεξάνδρεια, μετάφρ. Κ.Παλαιολόγος, σελ. 294). Το βιβλίο, που κέρδισε το βραβείο Premio Heralde του 2010, είναι ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό παιχνίδι, ενδεδυμένο την μορφή μιας καλοκουρδισμένης περιπέτειας που εντυπωσιάζει με την κατασκευή του και παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια εξωφρενική όσο και εφιαλτική ιστορία.


Ο συγγραφέας τοποθετεί την δράση σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής που ονομάζει, Μιράντα και η οποία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την πατρική του γη, την Κολομβία, μια χαρακτηριστική “μπανανία”. Ο ήρωας (και αφηγητής) της ιστορίας, Χοσέ Καντόνα, είναι ένας ρέμπελος και τελείως αντικοινωνικός τύπος που ζει με τον πατέρα του, παίζοντας κοντραμπάσο και πίνοντας ατελείωτες ποσότητες αλκοόλ καθημερινά. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η  εντυπωσιακή ομοιότητά του με τον ηγέτη της Αντιπολίτευσης Πέδρο Ακίρα, ο οποίος είναι πολύ πιθανόν στις επερχόμενες Προεδρικές εκλογές να ανατρέψει τον επί δεκαετίες δικτάτορα της χώρας, Τομάς δελ Πίτο, εκπρόσωπο της μεγαλοαστικής τάξης και των γαιοκτημόνων. Ο Ακίρα όμως, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες ενός πληρωμένου δολοφόνου και ένας πρώην συμμαθητής του ανύποπτου Χοσέ που είναι το δεξί χέρι του νεκρού πολιτικού, του προτείνει να πάρει τη θέση του, υποδυόμενος τον Ακίρα, ο οποίος ως “επιζήσας” μετά την δολοφονική απόπειρα έχει ακόμα μεγαλύτερες πιθανότητες να κατακτήσει την εξουσία.

Ο ήρωας μας δέχεται την πρόταση, η οποία βέβαια είναι συγκεκριμένου χρόνου. Το σχέδιο είναι, ο Ακίρα να πάρει τις εκλογές ενώ δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο και αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, να δηλωθεί νεκρός. Τα πράγματα βέβαια, ως συνήθως δεν έρχονται όπως προγραμματίζονται, και ο Χοσέ  από ένας εντελώς στον κόσμο του τύπος, τελείως αδιάφορος προς τα κοινά, ενσωματώνει τον ρόλο που του ανατίθεται και μετατρέπεται σε έναν διαφορετικό Ακίρα χαλώντας το σενάριο και κάνοντας την ιστορία ροντέο με πολλούς νεκρούς, απαγωγές και καταδιώξεις. Οι πολλές ανατροπές της ιστορίας θα συνεχιστούν μέχρι το αινιγματικό φινάλε του μυθιστορήματος.

“Είναι εντυπωσιακά τα σπίτια των νεόπλουτων στη Σιουδάδ Αμουραγιάδα. Ο δυναμισμός, η πειθαρχία και το πείσμα που επέδειξαν για να εξαπατήσουν, να συσσωρεύσουν πλούτη και να σφαγιάσουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μιράντας αποτυπώνονται σε χλιδάτες οροφές με φατνώματα από γύψο, πολυτελή σιδερένια φιλιγκράν και κατασκευές από ξύλο δρυός που παραπέμπουν στις Χίλιες και μία νύχτες. Η παρομοίωση μ'αυτό το βιβλίο είναι του τουριστικού οδηγού, όχι δικιά μου. Την ώρα που απολαμβάνουμε τις προσόψεις, τις εισόδους, τα πρόστεγα, τα μπαλκόνια (Θεέ μου, κοιτάξτε εδώ υδρορροές, η φράση σχηματίζεται μόνη της στο πάγκρεάς μου) διασχίζει το δρόμο ένα γκρουπ από πάμπλουτους πολίτες. Όλοι τους φορούν άσπρα κεντημένα πουκάμισα, χακί παντελόνια και μικρά ψάθινα καπέλλα: μοιάζουν σαν να έχουν μεταμφιεστεί επί τούτου για μια γιάνκικη ταινία περί Λατινικής Αμερικής. Τριγύρω τους, βουίζοντας σαν σφήκες, περπατούν εκατοντάδες φτωχά παιδιά. Εκατοντάδες που μπορεί να είναι και χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες εκεί, στην κυψέλη από την οποία προέρχονται (στη σφηκοφωλιά).

Φορούν όλοι τους το λιτό, μινιμαλιστικό συνολάκι της συλλογής φτώχεια καλοκαίρι – καλοκαίρι. Είναι κοκκαλιάρικα, με φουσκωμένες κοιλιές, σκουρόχρωμα, κουρελιάρικα, βρόμικα. Άξιοι εκπρόσωποι της συνομοταξίας τους. Βουίζουν για ένα νόμισαμ. Προερχόμενα από τις χιλιάδες τρώγλες που, ως συνέπεια του πολέμου, εμφανίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια γύρω από τη Σιουδάδ Αμουραγιάδα. Σ'αυτές κατοικούν άνθρωποι που εκδιώχθηκαν από τα αγροκτήματά τους μέσω α)σφαγής, β)πείνας, γ)αρπαγής του αγροκτήματος, δ) άφιξη πολυεθνικής εταιρείας, ε)όλων των προαναφερθέντων, στ)της υπόσχεσης ότι θα έχουν τη χαρά να ζήσουν σε έναν τροπικό παράδεισο, δέκα λεπτά μόλις απόσταση από ένα από τα μαργαριτάρια της αποικιακής αρχιτεκτονικής στην Καραϊβική: τρώγλες που τις κατοικούν όλοι εκείνοι που δεν διαβάζουν, που δεν ψηφίζουν, που δεν έχουν ιδέα ποιός είναι ο Τομάς δελ Πίτο (όλοι εκείνοι που δεν έχουν στον Πίτο μοίρα)."

Τα “Τρία λευκά φέρετρα” είναι ένα κυνικό και ανατρεπτικά σατυρικό βιβλίο, που έχει το άρωμα του εμβληματικού μυθιστορήματος του Γκ.Γκ.Μάρκες “Το φθινόπωρο του Πατριάρχη”. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος, ακολουθεί μια διαδρομή αυτογνωσίας και ουσιαστικής ενηλικίωσης, συνειδητοποιώντας την πραγματική κατάσταση της χώρας και τα όχι και τόσο ανιδιοτελή σχέδια των συνεργατών του ήρωα που υποδύεται. Θα πραγματοποιήσει την εξέγερσή του προσπαθώντας να ξεσκεπάσει ένα καθεστώς που είναι δυνατότερο από αυτόν, τόσο δυνατό που το συναντάει μπροστά του ακόμα και στις πιο ανύποπτες στιγμές. Οι νίκες θα είναι πρόσκαιρες και μικρές, αλλά οι ήττες θα είναι συντριπτικές και (υπερβολικά) αιματοβαμμένες.


Στην πολιτική του δυστοπία, ο συγγραφέας επιλέγει ένα γκροτέσκο και υπερβολικό τόνο στην περιγραφή των γεγονότων. Ο ήρωας αυτοσαρκάζεται συνεχώς και η ειρωνία διαπερνάει την ραχοκοκκαλιά του βιβλίου. Υποθέτω ότι είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να καταδείξει εμφαντικά την διαφθορά και την βία μιας απάνθρωπης δικτατορίας, η οποία κυριαρχεί με τον φόβο και τα όπλα. Το μυθιστόρημα σε πολλά σημεία ισορροπεί μεταξύ ενός καρτουνίστικου και σλάπστικ ύφους που μετατρέπει ορισμένους δευτερεύοντες χαρακτήρες σε χάρτινους και αναληθείς, χωρίς όμως, το στοιχείο αυτό, να του στερεί την δυναμική των γεγονότων που αφηγείται.

Εν κατακλείδι, τα “Τρία λευκά φέρετρα” είναι ένα συναρπαστικό και σαγηνευτικό πολιτικό θρίλερ, ωραιότατο page-turner βιβλίο, με το οποίο περνάς καταπληκτικά. Σε πολλά σημεία εφιαλτικό και αγωνιώδες, συνεχώς σου κλείνει το μάτι σε καταστάσεις και γεγονότα που είτε έχεις διαβάσει, είτε έχεις δει στην τηλεοπτική οθόνη. Ο συγγραφέας που ζει πλέον στο Ισραήλ, επιλέγει τον δρόμο της λογοτεχνίας για να τονίσει πράγματα και καταστάσεις της ηπείρου ή και της χώρας που γεννήθηκε, πολιτικές δολοπλοκίες που δεν θα μας φανούν τελείως άγνωστες, μια γκροτέσκα καθημερινότητα στην οποία ίσως θα πρέπει να συνηθίσουμε και αυτό κάνει το βιβλίο του ιδιαίτερα επίκαιρο και αιχμηρό.





 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 15, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 15, 2016 | Permalink
Ωστικό κύμα
«Tα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας», το απόφθεγμα αυτό του Φραντς Κάφκα απηχεί ακριβώς τα συναισθήματα του αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες του νέου μυθιστορήματος, του πολύ καλού συγγραφέα Νίκου Δαββέτα (Αθήνα,1960), με τίτλο "ΩΣΤΙΚΟ ΚΥΜΑ", (Εκδ. Πατάκη, σελ.157).

Το ΩΣΤΙΚΟ ΚΥΜΑ είναι ένα βιβλίο που σε πιάνει από τον λαιμό από την αρχή και δεν σ'αφήνει να αναπνεύσεις. Με ένα θέμα που αγγίζει όλους μας, είτε είμαστε γονείς, είτε όχι, είτε σκεφτόμαστε ή κάποτε μας πέρασαν από το μυαλό παρόμοιες καταστάσεις για τα παιδιά μας είτε όχι.

Μια μάνα, η Δέσποινα μαθαίνει ότι ο γιός της συγκαταλέγεται στα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης στο μετρό του Λονδίνου. Η Δέσποινα είναι χωρισμένη, πρόσφατα απολυμένη από τη δουλειά της, ζει μόνη και το νέο κυριολεκτικά την διαλύει. Το ωστικό κύμα που πήρε τον γιό της, θα συντρίψει κι εκείνη. Στις μέρες που περνάνε μέχρι να γίνει η ταυτοποίηση, να πάει στο Λονδίνο, να τελειώσουν τα γραφειοκρατικά, φέρνει τη ζωή του παιδιού της στη μνήμη της, τη γέννησή του, τα παιδικά του χρόνια, την οικογενειακή ζωή, την εφηβεία του. Μέσα από ανασυστημένες λεπτομέρειες ψάχνει για λάθη, παραλείψεις, στέκεται σε λεπτομέρειες μικρές που ίσως έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχισμού του. Ξεκινώντας από τον αποχαιρετισμό τους την τελευταία φορά που τον επισκέφτηκε στο Λονδίνο και πηγαίνοντας προς τα πίσω θυμάται με τρυφερότητα το πρόσωπό του, τις συνήθειές του.

“...Μα να, πολλές φορές αναρωτήθηκα: “Είναι αυτό το παιδί μου που αποχαιρέτησα πριν από έξι μήνες στην Αθήνα; Ο γιος που γέννησα και μεγάλωσα; Τι σχέση έχει με το παιδί-θαύμα του νηπιαγωγείου, τον χαδιάρη πιτσιρικά, τον μονόχνοτο έφηβο, τον αγανακτισμένο φοιτητή; Πόσοι γιοι υπήρξε ο γιος μου πριν πάρει αυτή τη μορφή;”

Πόσο καλά γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Τι μας ξεφεύγει; Τι δεν μπορέσαμε ποτέ να κατανοήσουμε; Η Δέσποινα θα συνειδητοποιήσει ότι δεν ήξερε τον γιό της, απλά ζούσε μαζί του και αργότερα όταν εκείνος έφυγε για τις σπουδές του, τον έχασε ουσιαστικά. Οι ενοχές της την κατακυριεύουν και όταν θα πληροφορηθεί ότι το πιθανότερο είναι ο γιός της να μη βρέθηκε τυχαία στο σημείο της επίθεσης, όλοι οι φόβοι της και αυτό που υποπτευόταν από τα μισόλογα του στην τελευταία της επίσκεψη θα γίνουν πραγματικότητα.

Το Ωστικό κύμα, είναι ένα πολυσύνθετο βιβλίο που έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Το πολιτικό θέμα που θίγει είναι ιδιαίτερα ισχυρό και καυτό. Η τρομοκρατία, πως γίνεται κάποιος τρομοκράτης, οι ευθύνες της αστικής κοινωνίας για αυτό το φαινόμενο. Κυρίως όμως αυτή η νουβέλα, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την απώλεια και την θλίψη, τις σχέσεις (οικογενειακές, γονεϊκές, ερωτικές), τη μνήμη, τις μικρές, τη μάνα. Με την υποκειμενική της ματιά εξετάζει τα γεγονότα, λεπτομέρειες που καθορίζουν τη ζωή μας. Όλη η ιστορία περνάει μέσα από την Δέσποινα θυμάται, σχολιάζει. Σ'αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση αντί της πρωτοπρόσωπης που έχουν τα προηγούμενά του, αλλά διατηρεί την εμμονή στην λεπτομέρεια, στις αδιόρατες κινήσεις που τραβάνε το βλέμμα, σαν μια κινηματογραφική κάμερα που αιχμαλωτίζει στιγμιότυπα.

“Δεν υπάρχουν θλιμμένα φώτα, έλεγε ο πατέρας της, όταν την κατέβαζε με τ'αγροτικό στην πόλη. Θλίψη γεννά το γύρω τους, αυτό που αποκαλύπτουν μέσα στη νύχτα: ένα χαμένο στην ερημιά κατοικίδιο που οσμίζεται τον θάνατό του, ο σκελετός μιας μηχανής που πήρε κάποτε φωτιά, ένα βαρέλι γεμάτο ντενεκεδάκια μπίρας, σακούλες πλαστικές σκαλωμένες προσωρινά εκεί όπου τις φαντάστηκε η άπνοια. Συνήθως, στρώματα κρεβατιών σκισμένα, με εμφανή ακόμη τα ίχνη από τις προηγούμενες ζωές που φιλοξένησε: σπέρμα, μητρικό γάλα, κόπρανα, ούρα, ιδρώτας, αίμα. Κι ακόμη, θλίψη γεννά αυτό που υποπτεύεσαι ότι φωτίζουν, αλλά εξαιτίας της απόστασης και του αμυδρού φωτισμού δεν είναι ευδιάκριτο. Μαντεύεις ωστόσο το περίγραμμά του και πρέπει να σκεφτείς καλά αν σε συμφέρει να το αναζητήσεις ή να το αφήσεις να χαθεί για πάντα.”

Το βιβλίο συγκινητικό και ελεγειακό, μικρό (σε μέγεθος) αλλά θαυματουργό, συνομιλεί απευθείας με το εξαιρετικό φιλμ LONDON RIVER του 2009 που έχει παρόμοιο θέμα, αλλά και με το πολύ ωραίο μυθιστόρημα της Ευγενίας Μπογιάνου "Ακόμα φεύγει" όπου η μάνα ψάχνει τον εξαφανισμένο (και κατηγορούμενο για τρομοκρατία) γιο της, σε ένα βέβαια τελείως διαφορετικό πλαίσιο. Ομοιότητες που μου ήρθαν αυθόρμητα στο νου διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου, καθαρά υποκειμενικής υφής και δεν έχουν καμία σημασία.

Ο Δαββέτας επιφυλάσσει για το τέλος μια συζητήσιμη ανατροπή που προσδίδει μια νότα αισιοδοξίας σε ένα φινάλε που προδιαγράφει μια νέα αρχή. Το "Ωστικό κύμα" είναι ένα πολύ σημαντικό υπαινικτικό και καλοκουρδισμένο μυθιστόρημα, με εξαιρετική οικονομία λόγου που χαρακτηρίζει το ευδιάκριτο (και από τα προηγούμενα πολύ καλά μυθιστορήματά του) ύφος του ευρισκόμενου σε δημιουργική ωριμότητα συγγραφέα.









 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2016
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2016 | Permalink
Αναποδογεννημένος
Ο “ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ”, του Χρήστου Χρηστίδη (Αθήνα; 1953), (εκδ. Εντευκτηρίου, σελ.87) συνιστά άλλη μια απόδειξη της μαγείας της λογοτεχνίας, που έχει την ικανότητα συνεχώς να σε εκπλήσσει ευχάριστα, με έργα/δημιουργίες που εμφανίζονται ξαφνικά και αναπάντεχα. Είναι η πρώτη εμφάνιση του συγγραφέα, ενός ανθρώπου που ασχολήθηκε (απ' ότι διαβάζω στο μικρό βιογραφικό του), με τα Οικονομικά και το Σινεμά και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια πεζογραφίας και ποίησης, ο οποίος όμως με το ντεμπούτο του, παραδίδει μαθήματα υπαινικτικότητας και ύφους, ωριμότητας και λυρισμού.

“Από την κοιλιά της βγαίνεις κακήν κακώς. Σε κλείνουν μια βδομάδα σε θερμοκοιτίδα. Γύρω σου ανάκατες μυρωδιές από γάλα και κακά. Τα πρωινά, σας φροντίζει μια αποστεωμένη γεροντοκόρη νοσοκόμα. Απολαμβάνει ιδιαίτερα, μετά την αλλαγή της πάνας και το πουδράρισμα, να γαργαλάει τις πατούσες των νεογέννητων κι αυτά να της χαμογελούν τρισευτυχισμένα.
Στέκεται πάνω σου, σκύβει και ξύνει με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της τις ροζ πατούσες σου. Το πρόσωπό σου κοκκινίζει. Μπλαβιάζεις. Μπήγεις κάτι τσιρίδες που φτάνουν μέχρι την είσοδο, βγαίνουν έξω στην πόλη και ξεσηκώνουν κρεσέντο κλαυθμού σε όλον τον νεογέννητο πληθυσμό.
Το μεσημέρι μπροστά στην θερμοκοιτίδα σου ξεχωρίζει ένα χαρτόνι με την επιγραφή, ΠΡΟΣΟΧΗ. Αναποδογεννημένος. ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ.”

Τι είναι όμως ο “Αναποδογεννημένος”; Είναι ένα “αφήγημα” 78 εικόνων, μικροδιηγημάτων (μικροϊστοριών), θραυσμάτων μνήμης. Τα κείμενα δείχνουν αυτοβιογραφικά – και ίσως είναι. Τα περισσότερα είναι πολύ μικρά, κάποια καταλαμβάνουν το 1/3 της σελίδας, μερικά είναι μεγαλύτερα. Η αφήγηση είναι αποσπασματική αλλά εξελικτική, η βρεφική και η παιδική ηλικία, η εφηβεία, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η ενηλικίωση, το επαγγελματικό περιβάλλον, τα γηρατειά, ο θάνατος και όλα αυτά υπό τη σκιά του πατέρα (κυρίως) και της μητέρας.

Όλα όμως είναι δεμένα χαλαρά και με ένα τρόπο που θυμίζει φωτογραφίες σε σέπια, καθώς η μνήμη παίζει τα παιχνίδιά της αναμειγνύοντας το παρελθόν με το παρόν, τον ενεστώτα χρόνο να γίνεται νοσταλγικός, το χιούμορ να εναλλάσσεται με την ελεγεία. Οι γάμπες, τα γυναικεία πόδια, τα πέλματα, τα παπούτσια, τα γυναικεία εσώρουχα, εμμονές και καταπιεσμένα πάθη, ερωτισμός και παιδική αφέλεια σε μια αφήγηση που σαγηνεύει.

“ “Σήκω, Νικηφόρε, να πάμε σπίτι στη Σινασό, στην Καππαδοκία.”
“Τι λες πατέρα; Εκεί δεν πάει ούτε πλοίο ούτε αεροπλάνο.”
“Πάει η μνήμη” σου λέει με σφραγισμένα χείλη.
Έξι χρόνια μακαρίτης – στον ύπνο σου όμως σουλατσάρει καμαρωτός καμαρωτός.”

Η φθορά του σώματος έρχεται σε αντίθεση με την ζωντάνια της παιδικής ηλικίας, ανήμπορος πλέον με την μνήμη να τον κυριεύει, ο αφηγητής αναμειγνύει εικόνες από το παρελθόν στην παρακμή του παρόντος, καθώς βρίσκεται στο γηροκομείο περιμένοντας τον θάνατό του. Συνεχώς επανέρχονται στη μνήμη του η οικογένειά του, ο παππούς, ο πατέρας, η μητέρα στις τελευταίες τους στιγμές, η αυστηρότητα του πατέρα, η τρυφερότητα της μάνας.

“Γριά με ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και βγαίνει κορίτσι με μαύρο φόρεμα και περμανάντ.
Συχνάζει σε ζαχαροπλαστεία και καφέ. Κάθεται με τις ξαδέλφες και τις φίλες γύρω από πορτοκαλάδες και κρουασάν, μονολογούν όλες μαζί, ονειρεύονται την αυριανή ημέρα ίδια και απαράλλαχτη με τη σημερινή.
Το μεσημέρι μια φίλη της σου τηλεφωνεί αναστατωμένη.
Τις βρίσκεις στο εστιατόριο. Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. “Ποιός είσαι εσύ;” σου λέει.
“Έλα, μαμά, μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σε μάθαινε ποδήλατο χωρίς χέρια” της λες κι ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι με τον ζωμό.
“Καίει μπαμπά” σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.”


Ο λόγος του συγγραφέα είναι κοφτός, βραχυπερίοδος. Η υπέροχη ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι ελεγειακή και άκρως συναισθηματική, ενώ η απώλεια, η θλίψη του πένθους δοσμένα με σωστές δόσεις χιούμορ και αυτοσαρκασμού αφοπλίζουν κάθε αντίσταση από τον αναγνώστη που συνεπαρμένος, επαναλαμβάνει την ανάγνωση κάθε σελίδας προσπαθώντας να κρατήσει την απόλαυση που του προσφέρεται σε μικρές δόσεις.

Δεν λείπουν βέβαια τα ελαττώματα, και κάποιες επαναλήψεις αλλά θα αδικούσε την ωραία προσπάθεια του συγγραφέα, να σταθούμε σ' αυτά. Είναι ένα έξοχο μικρό βιβλίο, ο “Αναποδογεννημένος” (σε μια ωραιότατη έκδοση από το περιοδικό "Εντευκτήριο" και με ένα υπέροχο εξώφυλλο, ένα πίνακα του Γ.Ρόρρη), από έναν άνθρωπο που δεν είχε (απ' όσο αντιλαμβάνομαι) δημοσιεύσει κάτι άλλο μέχρι τώρα. Ελπίζω η προσπάθειά του να μη σταματήσει εδώ και να απολαύσουμε και άλλα έργα του στο μέλλον, για την ώρα εύχομαι όλο και περισσότεροι αναγνώστες να ανακαλύψουν αυτό το “διαμαντάκι” γιατί πραγματικά το αξίζει.

“Στοίβα τα φάρμακα στο κομοδίνο, στοίβα κι οι πόνοι σου. Οι σπόνδυλοι τίγκα στα άλατα. Δεν μπορείς να σταθείς στο κρεβάτι. Δεν μπορείς καν να αναπνεύσεις. Ακόμα και για την τουαλέτα, χρειάζεσαι το πι. Πασχίζοντας να το πιάσεις, γλιστράς, σωριάζεσαι στο πάτωμα, βάζεις το σωληνάκι του οξυγόνου στο στόμα, σέρνεσαι στα τέσσερα μέχρι το μπάνιο.
Σε παίρνουν τα κλάματα. Ακούγονται γέλια.

Ανοίγει η πόρτα, εμφανίζεται λαμπερή η μητέρα και πίσω της χαρούμενος ο πατέρας. Σ' αρπάζει και σε σηκώνει ψηλά σαν φτερό. “Μπουσούλησε ο γιος μας!” φωνάζει εκστασιασμένος. Η μητέρα σού ξεκολλάει την πιπίλα απ' το στόμα σου, σου σκάει ρουφηχτό φιλί στον λαιμό.”


 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 06, 2016 | Permalink
Ανατολικά της Δύσης
Έντονη μελαγχολία συνδυασμένη με μαγικό ρεαλισμό, αναζήτηση ταυτότητας και ένα βαθύ νοσταλγικό συναίσθημα, διαπερνούν απ' άκρη σ' άκρη τις ιστορίες του Βούλγαρου (που ζει και εργάζεται στις Η.Π.Α.) συγγραφέα Miroslav Penkov (Γκάμπροβο,1982), στην εξαιρετική συλλογή διηγημάτων “ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ” (“East of the West”), (Εκδ. Αντίποδες, μετάφρ. Α.Παπαντώνη, σελ.262). Ο υπότιτλος όμως, του βιβλίου “A country in stories” (“Μια χώρα σε ιστορίες”) δίνει το στίγμα της συλλογής που μας γνωρίζει έναν πολύ ταλαντούχο συγγραφέα.


Τα 8 πολυσέλιδα διηγήματα του βιβλίου μιλάνε για τους ανθρώπους και τα συναισθήματα τους, με ιστορίες για το παρελθόν της Βουλγαρίας, για τα Βαλκάνια, για τους πολέμους, για τους ανθρώπους που στέκονται απέναντι στην ιστορία, έρμαια αλλά και κομπάρσοι σε μια συνεχή αιματοχυσία. Ιστορίες για τον ξεριζωμό και τον παραλογισμό των συνόρων. Ιστορίες γι' αυτούς που φεύγουν αλλά και γι' αυτούς που επιλέγουν να μείνουν, γι' αυτούς που ανήκουν ακόμα στο παρελθόν αλλά και ιστορίες μέσα στις ιστορίες για το πως διαμορφώνονται πεποιθήσεις και ιδεολογίες, εθνικιστικοί φανατισμοί και πόλεμοι.

Κάποια από τα διηγήματα είναι πραγματικά διαμάντια, όπως το υπέροχο (και αυτό που ανοίγει τη συλλογή) με τίτλο, “Μακεδονία”, όπου ένας ηλικιωμένος που ζει με την σύζυγό του σε ένα γηροκομείο έξω από τη Σόφια, ανακαλύπτει τα γράμματα που είχε φυλαγμένα η (κατάκοιτη πλέον) σύζυγός του για 60 χρόνια, από έναν άνδρα που την είχε ερωτευτεί και ο οποίος είχε σκοτωθεί από τους Τούρκους πολεμώντας ως “Κομιτατζής” το 1905 στην Μακεδονία. Μέσα από την ζήλια που νιώθει ο γηραιός σύζυγος για ένα φάντασμα, περνάει η ιστορία της οικογένειάς του που ξεκληρίστηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και η τωρινή κατάσταση της κόρης του που χωρίζει και του αφηγείται το πρόβλημά της.

Στο εκπληκτικό διήγημα “Ανατολικά της Δύσης” που δίνει και τον τίτλο στην συλλογή, ένα ποτάμι χωρίζει στη μέση δύο χωριά που κάποτε ήταν ένα. “Το ποτάμι που χωρίζει το χωριό στα δύο έγινε το σύνορο: ό,τι ήταν ανατολικά του ποταμού έμεινε στη Βουλγαρία και ό,τι ήταν δυτικά ανήκε πια στη Σερβία”. Το τεχνητό σύνορο αλλάζει και τους ανθρώπους που από συγχωριανοί γίνονται “ξένοι”, ένα πανηγύρι που επαναλαμβάνεται κάθε πέντε χρόνια, δίνει την ευκαιρία στις δύο κοινότητες να ξανασμίγουν, ένας νεανικός έρωτας μετατρέπεται σε τραγωδία και ένα όνειρο, μια ερωτική επιθυμία, συνεχίζεται για χρόνια μέχρι την τραγική του διάψευση.

Στην ωραία ιστορία, με τον ευρηματικό τίτλο “Αγοράζοντας τον Λένιν”, έχουμε δύο διαφορετικούς κόσμους, όπου στον έναν, ο αφηγητής που έχει πάει στις Η.Π.Α. για σπουδές, που του φαίνεται σαν ένας άλλος πλανήτης, περιγράφει την σχέση του με τον φανατικό κομμουνιστή και παλαιό αντάρτη παππού του, ο οποίος μένοντας στη Βουλγαρία αρνείται να προσαρμοστεί στην σύγχρονη πραγματικότητα θεωρώντας ότι όλες οι απαντήσεις βρίσκονται στα “Άπαντα του Λένιν”.

Στο θαυμάσιο και πιο πολυσέλιδο διήγημα της συλλογής (53 σελίδες) που έχει τίτλο “Ντεβσιρμέ”, ο αφηγητής ζει στις Η.Π.Α., αποτυχημένος και άφραγκος, χωρισμένος που προσπαθεί να αποκτήσει επαφή με την μικρή κόρη του, λέγοντάς της μια ιστορία, έναν λαϊκό θρύλο, της Βουλγαρίας. Μοναξιά και νοσταλγία, δένουν, με την απογοήτευση και τα αδιέξοδα της ζωής στην αμερικάνικη ενδοχώρα.

“ “Δεν τους μισείς Τζον Μάρτιν;” τον ρωτάω. “Δεν ζηλεύεις απίστευτα αυτούς τους ανθρώπους με τις φανταχτερές βάρκες τους;”
“Λοιπόν, εγώ τους μισώ”, λέω εγώ. “Νιώθω αυτό το πράγμα που λέγεται γιαντ όταν τους κοιτάζω. Τόσο πολύ γιαντ που το στήθος μου πιέζεται. Έλλη;” λέω και τη σκουντάω απαλά στην πλάτη με το δάχτυλο του ποδιού μου. “Νιώθεις γιαντ όταν τους κοιτάζεις;”
“Όχι ιδιαίτερα”, λέει εκείνη.
“Θα έπρεπε, γλυκιά μου. Θα έπρεπε. Το γιαντ, Τζον Μάρτιν”, εξηγώ, “είναι αυτό που καλύπτει τα σωθικά κάθε βουλγάρικης ψυχής. Το γιαντ είναι που μας σπρώχνει, σαν μηχανή, μπροστά. Το γιαντ είναι σαν τη ζήλια, αλλά δεν είναι απλά και μόνο αυτό. Είναι σαν το φθόνο, το μίσος, το θυμό, αλλά πιο εκλεπτυσμένο, πιο πολύπλοκο. Είναι σαν οίκτος για κάποιον, σαν τύψεις για κάτι που έκανες ή δεν έκανες, για μια ευκαιρία που έχασες, για μια δυνατότητα που σπατάλησες. Όλα αυτά τα συναισθήματα σε μια όμορφη λέξη, Γιαντ. Μπορείς να το πεις;”
Όμως εκείνος δεν το λέει.
“Άσε με να σου πω”, λέει, “μια δική μου λέξη. Έλλη, πριγκίπισσα, κλείσε τ' αυτιά σου”.
Τότε η Έλλη γυρίζει και τον κοιτάζει. “Μαλακίες” λέει. “Αυτή τη λέξη εννοούσες, Τζον Μάρτιν;” ”


Παππούδες που αρνούνται να συμβιβαστούν με την πτώση του κομμουνισμού, τοπικοί θρύλοι και παραμύθια, νοσταλγία ενός ηρωικού (ή όχι και τόσο ηρωικού) παρελθόντος, προδομένες ιδεολογίες, η χώρα που δεν έγινε ποτέ αυτοκρατορία όπως την ήθελαν και από την άλλη, η αδυναμία προσαρμογής στις Η.Π.Α., τα αδιέξοδα της ζωής εκεί. Οι νεότεροι που δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν για το εξωτερικό, για την Αγγλία, τις Η.Π.Α., οι γηραιότεροι που πεισματικά επιμένουν να τα βλέπουν όλα διαφορετικά, και να αγκιστρώνονται στο παρελθόν, το περίφημο “χάσμα των γενεών” σε όλο του το μεγαλείο. Οι χαρακτήρες που διαπερνούν τα διηγήματα, γκροτέσκοι αλλά ζωντανοί, αληθινοί και τόσο Βαλκάνιοι, οξύθυμοι και παρορμητικοί, συνεχώς κάτι μας θυμίζουν από εικόνες και πρόσωπα που έχουμε συναντήσει.

Το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Πένκοφ είναι εντυπωσιακό και προκάλεσε αίσθηση, ο δε Σάλμαν Ρούσντι περιέλαβε το διήγημα “Αγοράζοντας τον Λένιν” στην συλλογή που επιμελήθηκε με τα καλύτερα Αμερικανικά σύγχρονα διηγήματα. Το “Ανατολικά της Δύσης” περιέχει ομοιογενείς υπέροχες ιστορίες, σαν λεπτοδουλεμένα κεντήματα περιγράφοντας με λιτότητα στη γλώσσα, ανάλαφρο και σατιρικό πολλές φορές ύφος, θέματα που “καίνε” - τα σύνορα, ο ξεριζωμός, η μοναξιά, η αδυναμία επαφής, ο έρωτας, το καταπιεσμένο συναίσθημα, η προσαρμογή στη νέα χώρα, τα τραύματα και τα μίση, η απώλεια και η θλίψη, οι οικογενειακοί δεσμοί, η αναζήτηση ταυτότητας. Μια συλλογή διηγημάτων που συγκινεί και που μας συστήνει μια νέα και πολλά υποσχόμενη λογοτεχνική φωνή.