Τρίτη, Μαρτίου 30, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 30, 2010 | Permalink
"Το γελοίο και εφήμερο" της παγκόσμιας ιστορίας (κατά Μπόρχες)
Ο ίδιος ο Φλωμπέρ το χαρακτήρισε «Εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης βλακείας» ενώ, ο μέγας θαυμαστής του και καλός του φίλος (παρά την μεγάλη διαφορά της ηλικίας) Γκυ ντε Μωπασάν του έδωσε ως υπότιτλο «Περί της απουσίας μεθόδου στην μελέτη των ανθρώπινων γνώσεων», ο δε Μπόρχες υποκλίνεται μπροστά στην τεχνική και την ικανότητα του Φλωμπέρ να συνεχίζει ένα λογοτεχνικό έργο στο διηνεκές («…ο χρόνος του μυθιστορήματος κλίνει προς την αιωνιότητα…») διακρίνοντας στο μυθιστόρημα αυτό την αντιστροφή στο απόφθεγμα του Chesterton, «το μυθιστόρημα μπορεί κάλλιστα να πεθάνει μαζί μας» .

Ο λόγος για το κλασσικό αλλά πάντα μοντέρνο ανολοκλήρωτο αριστούργημα του μεγάλου Gustave Flaubert, «ΜΠΟΥΒΑΡ & ΠΕΚΙΣΕ» που ξανακυκλοφόρησε πριν από 2 χρόνια σε μια εξαιρετική έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις, σε καταπληκτική μετάφραση του Α.Κυριακίδη (σελ.487), ένα (μάλλον) «αντιμυθιστόρημα» που υφολογικά ανήκει ουσιαστικά στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα (παρότι γράφτηκε τον 19ο..) και που στην γραφή του αναγνωρίζεις πόσο επηρέασε τον Οδυσσέα του Τζόυς ή τα έργα της Β.Γουλφ.

Το «Μπουβάρ & Πεκισέ» ήταν ουσιαστικά ένα «work in progress» του μεγάλου συγγραφέα. Από 9(!) ετών τον απασχολούσε η «απεικόνιση της βλακείας» («θέλω να αφηγηθώ τις βλακείες που λέει μια κυρία όταν έρχεται στον μπαμπά») – ενώ αργότερα δηλώνει «Θα εμμέσω πάνω στους συγχρόνους μου την περιφρόνηση που μου εμπνέουν.» Εμπνέεται από ένα ασήμαντο διήγημα («Οι δύο γραφιάδες» του B.Maurice, για δύο δικαστικούς υπαλλήλους που όταν συνταξιοδοτούνται αποσύρονται στην επαρχία αλλά πλήτουν με την αγροτική ζωή και στο τέλος ξαναπιάνουν το γράψιμο αφού αυτό είναι το μόνο πράγμα που τους ικανοποιεί), και δημιουργεί δύο μοναδικές φιγούρες στην ιστορία της λογοτεχνίας. Τους «ασήμαντους ήρωες» Μπουβάρ και Πεκισέ, δύο μεσήλικες (μάλλον ηλικιωμένοι για την εποχή) αντιγραφείς που εργάζονται στο Παρίσι και ζουν μια υπερβολικά μοναχική ζωή. Ο Μπουβάρ ένας χήρος και ο Πεκισέ ένας άνθρωπος που δεν είχε γνωρίσει την γυναικεία επαφή στη ζωή του. Γνωρίζονται τυχαία και αμέσως γίνονται αυτοκόλλητοι συμφωνώντας σχεδόν σε όλα. Και οι δύο ονειρεύονται να ζήσουν στην εξοχή μόλις συνταξιοδοτηθούν και το όνειρό τους πραγματοποιείται χάρις σε μία κληρονομιά που κερδίζει ο Μπουβάρ.

Τα παρατάνε όλα και μετακομίζουν σε ένα αγρόκτημα που αγοράζουν στη Νορμανδία. Αποφασίζουν να ασχοληθούν με τις γεωργικές εργασίες και προσπαθούν να επιμορφωθούν μέσα από βιβλία που παραγγέλνουν. Η κηπουρική δεν τους βγάζει πουθενά και το ένα φέρνει το άλλο οπότε προσπαθούν να μάθουν γεωγραφία, αστρολογία, χημεία, ιατρική. Η μία πληροφορία διαδέχεται την άλλη, το ένα επιστημονικό σύγγραμα το άλλο και οι δύο άμοιροι μπερδεύονται όλο και πιο πολύ με αυτά που διαβάζουν. Φιλοσοφία, ιστορία, αρχαιολογία, λογοτεχνία, καλές τέχνες, μαγεία, υπνωτισμός ακολουθούν με τραγελαφικά επεισόδια αφού οι δύο καμπαλέρος πειραματίζονται σε ζώα, σε ανθρώπους, τσακώνονται με όλο το χωριό, οι αρχές τους θεωρούν ύποπτους, οι απόψεις τους αλλάζουν από βιβλίο σε βιβλίο, από συγγραφέα σε συγγραφέα.Η «κατραπακιά» θα τους έρθει όταν αποφασίζουν να υιοθετήσουν δύο εγκαταλελειμένα αδερφάκια, τα παιδιά ενός διαβόητου εγκληματία της περιοχής. Θέλουν να τα αναθρέψουν σύμφωνα με όλες τις αρχές της Παιδαγωγικής που διαβάζουν στα εγχειρίδια. Αποτυγχάνουν οικτρά και τότε αποφασίζουν να γυρίσουν στην παλιά τους τέχνη.

Το μυθιστόρημα διακόπτεται απότομα λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Φλωμπέρ από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο συγγραφέας καταπονημένος από την δεκαετή απασχόλησή του με το σχέδιο αυτού του μυθιστορήματος είχε αφήσει ένα σχεδίασμα του τι θα περιείχε ο δεύτερος τόμος του έργου. Οι μελετητές είναι σίγουροι ότι θα ήταν ένας «τόμος των παραθεμάτων», όπου οι δύο φίλοι θα αντέγραφαν τα κείμενα που θ αποδείκνυαν την ηλιθιότητα και την γελοιότητα της «διανόησης». Κείμενα που ο Φλωμπέρ ανθολογούσε επί δεκαετίες, και που όπως έλεγε σε κάποιον φίλο του, «θα είναι το βιβλίο των εκδικήσεων»,ενώ ο μύθος γύρω από αυτό το βιβλίο λέει ότι ο συγγραφέας διάβασε πάνω από 1500 επιστημονικά βιβλία για να μπορέσει να γράψει το μυθιστόρημα αυτό.

Το «Μπουβάρ & Πεκισέ» είναι ένα μυθιστόρημα για την ανθρώπινη αφέλεια, για το «μάταιο κυνήγι της γνώσης». Οι ήρωες του δεν είναι βλάκες, δεν είναι ηλίθιοι. Είναι δύο άνθρωποι που έχουν λειψές γνώσεις, που δεν έχουν απολαύσει τίποτα, δουλεύοντας σχεδόν όλη τους τη ζωή και που τώρα θέλουν να τα μάθουν όλα με τη μία. Εμπιστεύονται την «ανθρώπινη σοφία» που είναι συσσωρευμένη σε τόμους αιώνων. Και τι βρίσκουν εκεί μέσα; Αντικρουόμενες πληροφορίες που η μία καταργεί την άλλη. Διαβάζουν ένα βιβλίο και πείθονται από το ύφος και τα λεγόμενα του συγγραφέα. Διαβάζουν όμως το επόμενο πάνω στο ίδιο θέμα και πείθονται από τα εντελώς αντίθετα που υποστηρίζει ο άλλος συγγραφέας. Ημιμαθείς καθώς είναι προσπαθούν να εφαρμόσουν στην πράξη αυτά που διαβάζουν και κάνουν συνεχώς γκάφες προκαλώντας την οργή των αμόρφωτων χωρικών που τους δουλεύουν κανονικά, των ημιμαθών βλαχοδήμαρχων, της τοπικής εξουσίας. Προσπαθούν να «μεταλαμπαδεύσουν» τις τσαπατσούλικα αποκτημένες γνώσεις τους στην κλειστή κοινότητα του χωριού. Πέφτουν σε συνεχείς γκάφες αλλά και οι καράβλαχοι που τους περιτριγυρίζουν μέσα στην πονηριά και την κατεργαριά ευκαιρία ψάχνουν να τους την φέρουν. Οι δύο ήρωες κάποια στιγμή συνειδητοποιούν ότι αποκλείεται να μπορέσουν να επιβιώσουν υπό αυτές τις συνθήκες…

«Η ανωτερότητά τους ήταν προφανής, κι αυτό πλήγωνε. Καθώς υποστήριζαν θέσεις ανήθικες, δεν μπορεί παρά να ήταν ανήθικοι• κι άρχισαν οι συκοφαντίες.
Και τότε, μια λυπηρή ιδιότητα αναπτύχθηκε στο νου τους: αυτή του να βλέπουν τη βλακεία και να μην μπορούν να την ανεχτούν.
Ασήμαντα πράγματα τους κατέθλιβαν: οι διαφημίσεις στις εφημερίδες, το προφίλ ενός αστού, μια ηλίθια σκέψη που άκουγαν τυχαία


Ο Φλωμπέρ εκτείνει το μυθιστόρημα του πέρα από χρονικά πλαίσια . Ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία. Είναι ουσιαστικά ένα έργο «αχρονικό». Τα παραδείγματα επί της πλοκής πολλά. Ο Πεκισέ πραγματοποιεί την πρώτη του σεξουαλική επαφή με την πονηρή υπηρετριούλα, ενώ κανονικά πρέπει να πλησιάζει τα 70. Οι δύο φίλοι υιοθετούν τα ορφανά ενώ πρέπει να είναι 80 χρονών. Πραγματικός χρόνος δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα ενώ τα πολιτικά γεγονότα βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, ουσιαστικά γύρω τους όλα εξελίσσονται αλλά αυτοί οι δύο παραμένουν στην ίδια ηλικία. Ο συγγραφέας τους φέρεται τρυφερά και με κατανόηση, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η σάτιρα της μικροαστικής τάξης, η «τυφλότητα» του κόσμου και η αφόρητη γενίκευση των πάντων.
Ο συγγραφέας αποτίει ένα φόρο τιμής στην Φιλία Οι δύο χαζούληδες ήρωες αντέχουν τα πάντα μένοντας μαζί. Ο ένας παρηγορεί και συμπονάει τον άλλον. Η διάχυτη ειρωνία που διαπερνάει τις σελίδες του μυθιστορήματος με φαρμακερό στυλ δεν απευθύνεται στους B&P, αυτοί δεν αλλάζουν σχεδόν καθόλου. Η ματιά τους παραμένει αφελής και κάποιες φορές αφόρητη αλλά δικαιολογημένη. Ο Φλωμπέρ στηλιτεύει την υποκρισία, την παγαποντιά, την «ξερολίαση», τον καθωσπρεπισμό, τα μεγαλεπήβολα σχέδια, τα φιλοσοφικά ρεύματα ενώ με ειρωνία αντιμετωπίζει την «υπερφυσική» υστερία που είχε πιάσει τον κόσμο, τις πολιτικές αντιδράσεις τύπου «όπου φυσάει ο άνεμος», την επιφανειακή «γνώση» που σου προσφέρουν συγγραφείς μίας χρήσεως.


Όπως γράφει και ο Μπόρχες στην εξαιρετική του ανάλυση του βιβλίου:
«Ο Flaubert ήταν ένθερμος αναγνώστης του Spencer, στα First Principles του οποίου διαβάζουμε ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, για τον σαφή και επαρκή λόγο ότι το να εξηγείς ένα γεγονός, σημαίνει να το συνδέεις μ’ένα άλλο γενικότερο, κι ότι αυτή η διαδικασία δεν έχει τέλος ή μας οδηγεί σε μια αλήθεια τόσο γενική, ώστε να μην μπορούμε να τη συνδέσουμε με καμία άλλη, δηλαδή, να την εξηγήσουμε. Η επιστήμη είναι μια πεπερασμένη σφαίρα που διαστέλλεται στον άπειρο χώρο• κάθε νέα επέκτασή της τη φέρνει να καταλαμβάνει μια όλο και μεγαλύτερη ζώνη του αγνώστου, αλλά το άγνωστο είναι ανεξάντλητο. Γράφει ο Flaubert: «Ακόμα δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα, και πολύ θα θέλαμε να μαντέψουμε αυτή την έσχατη λέξη που δε θα μας αποκαλυφθεί ποτέ. Αυτή η φρενίτιδα να καταλήξουμε σ’ένα συμπέρασμα, είναι η πιο ολέθρια και η πιο στείρα μανία.» Η τέχνη, κατ’ανάγκην, λειτουργεί μέσα από σύμβολα• η πιο μεγάλη σφαίρα είναι ένα σημείο στο άπειρο• δύο εξωφρενικοί αντιγραφείς μπορούν να εκπροσωπήσουν όχι μόνο τον Flaubert, αλλά και τον Schopenhauer ή τον Νεύτωνα.».

Το μυθιστόρημα ευτύχησε στις μεταφορές του στη γλώσσα μας.Και η παλαιότερη μετάφραση του Α.Μοσχοβάκη στην έκδοση του Ηριδανού (1982) και η καινούργια του Α.Κυριακίδη αποδίδουν άριστα το πνεύμα ενός βιβλίου που γενικώς δύσκολα μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες και δεν είναι το ευκολότερο για τον μέσο αναγνώστη που πρέπει να έχει αρκετή υπομονή για να τα βγάλει πέρα με τις συνεχείς αναφορές σε άλλα βιβλία (μερικά επιννοημένα από τον συγγραφέα) και σε άλλους συγγραφείς, σε φιλοσοφικά ρεύματα, σε πολιτικούς που το όνομα τους σε κάποιον εκτός Γαλλίας δεν λέει πολλά. Είναι κρίμα που για την ιστορία της λογοτεχνίας αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο έμεινε στη μέση και ακόμα κι αυτό δεν έτυχε κάποιας επιμέλειας από τον συγγραφέα του. Έτσι κι αλλιώς όμως η αξία του παραμένει μεγάλη , είναι ισάξιο με τα άλλα μεγάλα βιβλία του Φλωμπέρ, την Μαντάμ Μποβαρύ και την Aισθηματική Αγωγή – δυστυχώς η εύθραυστη υγεία του συγγραφέα τον πρόδωσε στο καλύτερο του σημείο.
Κλείνω με τα λόγια του Μωπασάν:

«Όμως το έργο που είχε αναλάβει, δεν ήταν απ’αυτά που τελειώνουν ποτέ. Ένα τέτοιο βιβλίο τρώει τον άνθρωπο, γιατί οι δυνάμεις μας είναι πεπερασμένες, και ο μόχθος μας δεν μπορεί να είναι άπειρος. Δυο-τρεις φορές, ο Flaubert έγραψε σε φίλους του: «Φοβάμαι μήπως το τέρμα του ανθρώπου δεν επέλθει πριν από το τέρμα του βιβλίου – τι ωραία που θα τελείωνε έτσι το κεφάλαιο!.»
Κι ένα πρωί, έτσι ακριβώς όπως το΄χε γράψει, έπεσε, κεραυνοβολημένος από τη δουλειά, σαν ένα παράτολμο Τιτάνα που ήθελε ν’ανέβει πολύ ψηλά.
Και, μια που έπιασα τις μυθολογικές παρομοιώσεις, ας πω και την εικόνα που μου εμπνέει η ιστορία του Μπουβάρ και Πεκισέ.
Βλέπω σ’αυτό τον αρχαίο μύθο του Σισύφου: πρόκειται για δύο σύγχρονους αστούς Σισύφους που πασχίζουν αδιάκοπα να αναρριχηθούν στο βουνό της επιστήμης, σπρώχνοντας μπροστά τους αυτόν το βράχο της κατανόησης που συνέχεια τους γλιστρά και ξανακυλάει κάτω.
Αυτοί, όμως στο τέλος, ξέπνοοι κι αποκαρδιωμένοι, σταματούν και, γυρίζοντας την πλάτη στο βουνό, στρογγυλοκάθονται στο βράχο τους.»
 
Δευτέρα, Μαρτίου 22, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 22, 2010 | Permalink
Τα βάσανα του έρωτα...
Οι ανθολογίες διηγημάτων δεν μπορώ να πω ότι είναι το είδος των βιβλίων που με τραβάνε ιδιαίτερα παρότι οφείλω να παραδεχτώ ότι έχω απολαύσει κάποιες από αυτές (χαρακτηριστικά θυμάμαι τις ανθολογίες Ε.Φ. του Εξάντα την δεκαετία του ΄80). Θεωρώ ότι οι περισσότερες είναι «αρπαχτές», κείμενα ανομοιογενή και φυσιολογικά άνισα το ένα με το άλλο, ενώ συνήθως διαφωνώ με την επιλογή των συγγραφέων που τις απαρτίζουν αφού υπό νορμάλ περιστάσεις δεν θα ασχολιόμουν ούτε με τους μισούς από αυτούς.

Η περίπτωση όμως της συλλογής διηγημάτων «ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΟΥ Ο ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ ΠΕΤΑΞΕ» είναι διαφορετική. Πρώτα απ’όλα την έχει επιμεληθεί και καταρτίσει ο εξαιρετικός Jeffrey Eugenides, ένας συγγραφέας που τα δύο μυθιστορήματά του που έχω διαβάσει («Middlesex» και «Αυτόχειρες παρθένοι») είναι υπέροχα και δεύτερον έχει καταπληκτική επιλογή συγγραφέων και μεγάλη γκάμα σε ένα θέμα που (παρότι κοινότοπο και ίσως για κάποιους μπανάλ), πάντα θα ελκύει τον οποιοδήποτε. Τα βάσανα του έρωτα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα. Η εξαιρετική έκδοση (Libro) και το όνομα της μεταφράστριας (Α.Παπασταύρου) που «κεντάει», είναι στοιχεία που συμβάλλουν καθοριστικά στην επιλογή του βιβλίου που παρά τον τεράστιο όγκο του (667 σελίδες) δεν κουράζει τον αναγνώστη ούτε στο ελάχιστο. Ο ευρηματικός τίτλος της συλλογής είναι ένας στίχος από ένα ερωτικό ποίημα του Λατίνου ποιητή Κάτουλλου (ο οποίος κατά την άποψη του Ευγενίδη δημιούργησε την «προσωπική» ερωτική ποίηση), προς την αγαπημένη του Λεσβία (όνομα είναι αυτό). Ο Ευγενίδης παραθέτει τους στίχους που είναι ενδεικτικοί του ύφους των έμμεσων ερωτικών επιστολών της αρχαιότητας και της έκφρασης της απόρριψης που βίωνε ο ποιητής 2 χιλιετίες πριν ως μια μικρή ένδειξη πως ταξιδεύει ο έρωτας μέσα από τους αιώνες.

25 ιστορίες γύρω από τον έρωτα. Δεν είναι χαρούμενες, δεν έχουν happy ending, δεν είναι ούτε «συνηθισμένες», ούτε «απλοϊκές». Ο Ευγενίδης το αιτιολογεί:
«Όταν ανακύπτει το ζήτημα του έρωτα, υπάρχουν ένα εκατομμύριο θεωρίες για να το ερμηνεύσουν. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με ερωτικές ιστορίες, τα πράγματα είναι πιο απλά. Μια ερωτική ιστορία δεν μπορεί ποτέ να έχει σχέση με ολοκληρωτική κυριαρχία. Ο ευτυχισμένος γάμος, ο έρωτας που βρίσκει ανταπόκριση, ο πόθος που δεν λιγοστεύει ποτέ – αυτά είναι ευτυχή ενδεχόμενα, όμως δεν είναι ερωτικές ιστορίες. Οι ερωτικές ιστορίες βασίζονται στην απογοήτευση, σε λάθος γέννες και σε οικογένειες που αλληλοσπαράσσονται, στην πλήξη του γάμου και τουλάχιστον μία άπονη καρδιά. Οι ερωτικές ιστορίες, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, δυσφημούν τον έρωτα.
Εκτιμάμε τον έρωτα όχι επειδή είναι πιο δυνατός από τον θάνατο, αλλά επειδή είναι πιο αδύνατος. Πείτε ότι θέλετε εσείς για τον έρωτα: ο θάνατος θα τον αποτελειώσει. Δεν πρόκειται να συνεχίσετε ν’αγαπάτε κάποιον από τον τάφο, σίγουρα πάντως όχι με κάποιον φυσικό τρόπο που θα μοιάζει έστω και ελάχιστα με τον έρωτα όπως τον ξέρουμε στη γη. Η φθαρτή φύση του έρωτα είναι που δίνει στον έρωτα τη βαθιά του σημασία στη ζωή μας. Αν ήταν ατελείωτος, αν ήταν αστείρευτος, ο έρωτας δε θα μας πλήγωνε με τον τρόπο που μας πληγώνει.»


24 συγγραφείς που είναι όλοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ακόμα και ο μοναδικός που αντιπροσωπεύεται με 2 ιστορίες, ο Χάρολντ Μπρόντκι εμφανίζεται σαν να είναι άλλος συγγραφέας από τη μία ιστορία στην άλλη. Από συγγραφείς πραγματικούς κολοσσούς-διηγηματογράφους όπως ο Τσέχοφ, ο Κάρβερ, ο Μπάμπελ, ο Μωπασάν ή εξαίσιους μυθιστοριογράφους όπως ο Ναμπόκοφ, ο Κούντερα, ο Φόκνερ, ο Μούζιλ, ο Φόρντ, έως νέους Αμερικανούς διηγηματογράφους όπως η Τζουλάι, ο Γκέιτς, η Ρόμπινσον,ο Τζόνσον, οι ιστορίες άλλες συγκλονιστικές, άλλες πανέμορφες, άλλες ψιλοαδιάφορες, όλες όμως έχουν κάτι που τραβάει τον αναγνώστη και επειδή με απασχόλησε αρκετά αυτό – το πώς και το γιατί δηλαδή - κατέληξα ότι είναι μάλλον το ότι είναι τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη που δεν ξέρεις στην επόμενη ιστορία που ακολουθεί τι σε περιμένει…

Υπάρχουν κάποια διηγήματα που είναι αριστουργηματικά, δυστυχώς δεν έχω άλλη λέξη για να τα χαρακτηρίσω. «Η κυρία με το σκυλάκι» του Τσέχοφ (με το καταπληκτικό και τόσο διφορούμενο φινάλε) και η «Άνοιξη στη Φιάλτα» του Ναμπόκοφ, του οποίου τη μεγαλοσύνη ξαναβρήκα (σαν να «ξαναβαπτίστηκα» στο απαράμιλλο στυλ του) είναι απίστευτα. Κατά την άποψή μου στο ίδιο επίπεδο βρίσκονται και τα μεγαλειώδη «Εραστές της εποχής τους» του Γ.Τρέβορ με την νεορεαλιστική ιστορία των κρυφών εραστών της δεκαετίας του ’60 στο Λονδίνο που μην έχοντας που αλλού να κάνουν έρωτα καταλήγουν στο λουτρό ενός χαώδους ξενοδοχείου, το οποίο γίνεται «η ερωτική τους φωλιά», ή το συγκλονιστικό και τόσο συγκινητικό «Η αρκούδα διάβηκε το βουνό» της Άλις Μάνρο που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από την Σάρα Πόλεϊ ως «Υστερόγραφο μιάς σχέσης (Away from her)» (με μία εκπληκτική ερμηνεία της Τζ.Κρίστι), το οποίο κλείνει την συλλογή με την μοναδική ιστορία του συζύγου που αφήνει την σύζυγό του που υποφέρει από Αλτζχάιμερ σε ένα ίδρυμα και επισκέπτοντάς την ένα μηνα μετά την βρίσκει ερωτευμένη με έναν άλλο ομοιοπαθούντα ασθενή.

Στην συλλογή υπάρχουν ιστορίες για όλα τα γούστα και για τις περισσότερες μορφές έρωτα. Ιστορίες που καταπιάνονται με εφήβους, με μεσήλικες, με ηλικιωμένους. Άλλες «αθώες», άλλες «σεξουαλικές» (αποτελεί έκπληξη η επιλογή μιας ιστορίας όπως η σχεδόν πορνογραφική «Αθωότητα» του Μπρόντκι όπου στις περισσότερες σελίδες της αναπαρίσταται με κάθε δυνατή περιγραφή μια αιδοιολειξία), άλλες ομοφυλοφιλικές, ακόμα και μια ιστορία μελλοντολογικού έρωτα υπάρχει στο ιδιοφυές και χαριτωμένο «Τζον» του Σόντερς όπου ήρωες είναι δύο έφηβοι που μεγαλώνουν μέσα σε ένα εργοστάσιο «διαμόρφωσης τάσης και γευσιγνωσίας» ενώ το γκόθικ ύφος του διηγήματος του μέγιστου Φόκνερ, «Ένα ρόδο για την Έμιλι» σε μεταφέρει στον Αμερικάνικο Νότο με μια εκπληκτική ιστορία τόσο χαρακτηριστική του απαράμιλλου ύφους του αγαπημένου μου συγγραφέα.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το «ειδικό βάρος» κάποιων συγγραφέων και το αριστουργηματικό τους ύφος δεν συνάδει με το στυλ και την ποιότητα κάποιων από τα διηγήματα των σύγχρονων Αμερικανών λογοτεχνών που περιέχονται σ’αυτή τη συλλογή. Και θα έχει δίκιο. Όντως κάποιες από τις ιστορίες είναι τόσο πολύ ανώτερες από τις άλλες που κάποιες φορές προκαλεί εντύπωση η επιλογή μερικών από τους συγγραφείς. Αλλά το ανέφερα και στην αρχή, αυτό είναι εγγενές πρόβλημα των Ανθολογιών (και κυρίως όταν ο δημιουργός της συλλογής είναι ένα όνομα όπως ο Ευγενίδης, δεν μπορείς να του αρνηθείς κάποια «κολλήματα») – εάν το ξεπεράσει ο αναγνώστης πιστεύω ότι θα απολαύσει κάθε σελίδα του βιβλίου. Τι κρίμα που στην Ευρωπαϊκή έκδοση δεν συμπεριλαμβάνεται λόγω κάποιου προβλήματος με τα δικαιώματα (βγήκε μόνο στην original Αμερικάνικη έκδοση του βιβλίου), ένα από τα καλύτερα διηγήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, το περίφημο διήγημα/μικρή νουβέλα, «ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ» του Τζ.Τζόυς, η συλλογή θα ήταν ακόμα καλύτερη.

Και στο κάτω-κάτω όπως αναφέρει ο Ευγενίδης προλογίζοντας αυτήν την μοναδική ανθολογία: «Η απόδραση από ένα σύνολο συγκυριών οδηγεί στον εγκλεισμό σε ένα άλλο. Ο μοιραίος έρωτας αποδεικνύεται πως είναι μια ανθρώπινη φαντασίωση. Ο πόθος έχει τη δική του ομοιοστασία. Κάντε πως τον καταπιέζετε σε ένα σημείο, να δείτε για πότε αναδύεται σε κάποιο άλλο.»
 
Παρασκευή, Μαρτίου 12, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 12, 2010 | Permalink
Ποιός μπορεί να αντισταθεί στη γοητεία του Chavarria;
Πανέξυπνο και σπινθηροβόλο, γοητευτικό και απολαυστικό μέχρι την τελευταία του σελίδα το καινούργιο βιβλίο του αεικίνητου και ιδιοφυούς Ουρουγουανού, (αλλά πλέον πολιτογραφημένου Κουβάνου) συγγραφέα Daniel Chavarria, «ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ» (Una Pica en Flandes), (Εκδ.Opera, μετάφρ. Κρ.Ηλιόπουλος, σελ.475), αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας («ή πενταλογίας,ή εξαλογίας») όπως αναφέρει ο ίδιος στην μικρή εισαγωγή του βιβλίου – εξάλλου ποτέ κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα κάνει ο θεότρελλος Λατινοαμερικάνος που είναι δημοφιλέστατος στη χώρα μας.

Ο Chavarria δεν είναι ένας συνηθισμένος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι ιστορίες του κινούνται στα όρια μεταξύ κοινωνικοπολιτικού (με περισσότερη έμφαση στο δεύτερο συνθετικό) και αστυνομικού μυθιστορήματος. Κάποια από αυτά δίνουν περισσότερη έμφαση στο πρώτο σκέλος και άλλα στο δεύτερο. Υπάρχει ένα θέμα «επιφανειακότητας» των γραπτών του,αφού πολλές φορές μοιάζει να παρασύρεται από τη δράση και την εμφανή διάθεση «καταγγελίας» και δεν εμβαθύνει στην ουσία αλλά θεωρώ ότι αυτά απασχολούν περισσότερο τους «ειδικούς». Ο κόσμος περνάει (πραγματικά) καλά με τις ιστορίες του, ο ίδιος δείχνει να το διασκεδάζει (ας μη λησμονούμε ότι άρχισε να γράφει μετά τα 50 του) οπότε ίσως αυτό να είναι που μετράει περισσότερο.

Στο «Για τα μάτια σου», ο συγγραφέας στήνει ένα παζλ και καλεί τον αναγνώστη όχι μόνο να το επιλύσει αλλά να γίνει μέρος του. Υπάρχει ένα μυστηριώδες και πάμπλουτο ίδρυμα, η «Pro Veritate» που έχει «ως βασικό στόχο να εντοπίσει με τέσσερις δοκιμασίες άτομα με ειδικές ικανότητες στην ευφυία, την ηθική ακεραιότητα και την ανθρωπιστική κουλτούρα, και να τα εντάξει σ’έναν ευγενή σκοπό». Το ίδρυμα σκοπεύει να διοργανώσει 4 Διαγωνισμούς από Μάϊο μέχρι Αύγουστο (2003) και κάθε Διαγωνισμός θα μοιράζει 12 εκατομμύρια ευρώ στους νικητές, με μάξιμουμ όριο νικητών τους 100 – άρα ο κάθε νικητής θα εισπράξει το λιγότερο 120.000 ευρώ. Ο Τέταρτος και τελευταίος διαγωνισμός θα είναι διαφορετικός και το έπαθλο θα είναι μεγαλύτερο αλλά θα μπορεί να συμμετάσχει όποιος έχει κερδίσει τουλάχιστον σε ένα από τους προηγούμενους. Στους 3 Διαγωνισμούς οι συμμετέχοντες πρέπει να απαντήσουν σε ένα κρυπτογράφημα που προϋποθέτει γνώσεις κλασσικής παιδείας, λατινικών και ιστορίας κυρίως.Εκτός από την ερμηνεία του κρυπτογραφήματος, πρέπει να δοθεί και μια «ελεύθερη» σύνοψη που πρέπει να λιτή,κομψή και με χιούμορ. Τα αινίγματα θα δημοσιεύονται κάθε 20η του μήνα (από Μάϊο έως τον Αύγουστο) και οι συμμετέχοντες έχουν μερικές ώρες να ετοιμάσουν τις απαντήσεις και να τις στείλουν με φαξ ή e-mail.

Οι 3 ήρωες του μυθιστορήματος που συμμετέχουν στον διαγωνισμό είναι άνθρωποι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους.
Ο Όσκαρ είναι ένας Βρετανός ομοφυλόφιλος αρχαιολόγος που ζει μόνιμα στην Αθήνα τρελλά ερωτευμένος με έναν νεαρό Λίβυο. Παρ’ότι έχει μονίμως οικονομικά προβλήματα δεν διστάζει να χαρίσει την κληρονομιά που μόλις του έτυχε επειδή δεν θέλει να έχει καμία σχέση με οτιδήποτε αφορά την οικογένειά του στην Αγγλία, με την οποία έχει ξεκόψει κάθε σχέση εδώ και χρόνια.
Ο Μανφρέντο είναι ένας γοητευτικός μεσήλικας καθηγητής Φιλολογίας (πρώην επαναστατημένος αριστερός της δεκαετίας του 70 με τον κολλητό του στην φυλακή), από την Βενετία που ζει μόνιμα εδώ και χρόνια στην Σαρδηνία, τον τόπο της συζύγου του με την οποία έχει και 2 μεγάλα παιδιά. Είναι οικονομικά εξαρτημένος από την επιτυχημένη σύζυγό του αλλά είναι και τρομερά ευάλωτος στην γυναικεία ομορφιά. Τύπος Μαστρογιαννικός προσπαθεί να βρει συνεχώς τρόπους να τσιλιμπουρδίσει και συνήθως την «πατάει» άσχημα.
Ο Γκρεγκόριο είναι παθιασμένος επαγγελματίας Σκακιστής. Πρώην μοναχός που πέταξε τα ράσα όταν του απαγόρευσαν την συμμετοχή σε κάποιο τουρνουά, ζει μόνο και μόνο από τις «σκακιστικές αρπαχτές» τελείως απομονωμένος και ανέραστος κυρίως λόγω της προβληματικής του εμφάνισης. Όταν κάποιο τυχαίο (και μοιραίο) γεγονός του φέρνει στο δρόμο την πανέμορφη Ελένα πέφτει με τα μούτρα στον έρωτα.

Οι 3 αυτοί τύποι προσπαθούν να επιλύσουν τα αινίγματα. Για το πρώτο δεν έχουν καμία δυσκολία στην σπαζοκεφαλιά, οι δε απαντήσεις τους διακρίνονται ιδιαιτέρως. Τύποι που ζει ο καθένας την προσωπική του τραγικοκωμωδία συνδέονται από την ανιδιοτέλεια που τους χαρακτηρίζει. Ο Όσκαρ με τα λεφτά του πρώτου αποκρυπτογραφήματος (κάπου 150.000 ευρώ) θα βοηθήσει τον εραστή του να ξεχρεώσει. Ο Μανφρέντο, ενώ κινδυνεύει να βρεθεί κυριολεκτικά στον δρόμο μετά τις ερωτικές του περιπέτειες με την αδερφή της συζύγου του, χαρίζει το δικό του βραβείο στον φυλακισμένο του συναγωνιστή. Ο Γκρεγκόριο δίνει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων στην Ελένα για να φτιάξει το πρόσωπό της μετά το ατύχημα που είχε εκείνη και το οποίο αποτέλεσε την αφορμή της γνωριμίας τους.

Ο Chavarria περιγράφει αποσπασματικά τις ζωές των 3 αυτών πραγματικά καλών ανθρώπων κατά τη διάρκεια των μηνών που μεσολαβούν μεταξύ του πρώτου κρυπτογραφήματος και του τρίτου. Οι ζωές τους αλλάζουν σιγά-σιγά και το μυαλό τους βρίσκεται στην επίλυση του 4ου γρίφου ο οποίος θα είναι τελείως διαφορετικός από τους προηγούμενους. Αλλά ποια είναι η «Pro Veritate»;Ποιοι είναι αυτοί οι «τρελλοί» που σκορπάνε έτσι τα χρήματα τους;

Δεν θα τα μάθουμε όλα αυτά πριν από τις τελευταίες 100 σελίδες όταν μπαίνει στην ιστορία η CIA που οι άνθρωποί της ψάχνουν να βρουν τι κρύβεται από πίσω, εξοργισμένοι με το θέμα του τελευταίου κρυπτογραφήματος. Οι ιστορίες των εμπνευστών του Ιδρύματος είναι συγκλονιστικές και δίνουν μια διαφορετική χροιά στο (μέχρι εκείνη τη στιγμή) ανάλαφρο μυθιστόρημα. Στο τέλος όλα παραμένουν μετέωρα. Οι καλοί άνθρωποι-ήρωες του βιβλίου που έχουν γίνει πλέον τέσσερις και το Ίδρυμα θα αποκτήσουν μια άλλη σχέση μεταξύ τους. Ο συγγραφέας βάζει ουσιαστικά ένα «to be continued…» στο ευφυές του μυθιστόρημα αφήνοντας τα περισσότερα ερωτήματα αναπάντητα.

Το «Για τα μάτια σου» είναι ένα ωραίο και πληθωρικό βιβλίο. Με πολύ χιούμορ που κάποιες στιγμές σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι, με απίστευτους χαρακτήρες, πανέξυπνους διαλόγους, γρήγορη δράση που δεν σε κουράζει και έντονο κοσμοπολιτισμό – ας μη ξεχνάμε ότι η δράση εκτυλίσσεται σε όλες τις χώρες της Μεσογείου. Μπορεί προς το τέλος να αποκτά μια έντονα πολιτική χροιά αλλά αυτή δεν ενοχλεί όσο μπορεί να φανταστεί κάποιος που δεν έχει διαβάσει ποτέ βιβλία του σχεδόν ογδοντάχρονου πλέον συγγραφέα. Μπορεί να μην είναι το καλύτερο του βιβλίο, μπορεί να είναι λίγο ογκώδες για εισαγωγή σε μια τετραλογία (ή πενταλογία) αλλά είναι τόσο χορταστικό που στο τέλος σου αφήνει ένα χαμόγελο και μια γλυκειά προσμονή για την συνέχεια.
 
Δευτέρα, Μαρτίου 08, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 08, 2010 | Permalink
Απομεινάρια
Το πρώτο μυθιστόρημα του καλού Βρετανού συγγραφέα Tom McCarthy με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ»(The Remainder), (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ.Ο.Γεράκη, σελ.307), είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και άκρως διεισδυτικό βιβλίο που φρόντισα να προμηθευτώ αφού με είχε εντυπωσιάσει το μεταγενέστερο μυθιστόρημα του συγγραφέα «Άνθρωποι στο διάστημα» που διάβασα το περασμένο καλοκαίρι. Τα «Απομεινάρια» πέρασαν μια μεγάλη περιπέτεια για να εκδοθούν έχοντας απορριφθεί από τους «μεγάλους» εκδοτικούς οίκους της Βρετανίας – τελικά εξεδόθησαν από έναν μικρό και avant-garde εκδότη για να γίνουν γνωστά από στόμα σε στόμα στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ευρώπης και των Η.Π.Α. επιβάλλοντας τον ήδη γνωστό εικαστικό καλλιτέχνη Μακάρθυ και ως πρωτοποριακό συγγραφέα.

Τα «Απομεινάρια» είναι ένα πολύ περίεργο μυθιστόρημα που παρά τα «Καφκικά» στοιχεία του δεν μοιάζει με κανένα άλλο – ίσως οι μεγαλύτερες ομοιότητές του να είναι με το έξοχο φιλμ «Memento» του Κρ.Νόλαν. Από τις πρώτες του σελίδες κεντρίζει τον αναγνώστη με την ιδιάζουσα ιστορία του που σίγουρα δεν μπορεί να συμβεί στον καθένα!

Ο (ανώνυμος) νεαρός αφηγητής / ήρωας του βιβλίου συνέρχεται μετά από ένα ατύχημα που του συνέβη. Κάτι έπεσε πάνω του από τον ουρανό. Συνέρχεται από το κώμα στο οποίο είχε περιέλθει, πλουσιότερος κατά 8.5 εκατομμύρια λίρες που κατάφερε να αποσπάσει ο δικηγόρος του από τις διάφορες εταιρείες,θεσμούς που εμπλέκονται στην ιστορία (και τα οποία «νομικά πρόσωπα» δεν θα μάθουμε ποτέ) ως Διακανονισμό για το «ατύχημα». Ο όρος είναι να μη μιλήσει ποτέ γι’αυτό που του συνέβη, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ήρωας δεν θυμάται και ούτε έχει καταλάβει τι του συνέβη, απλά οι ρυθμοί του έχουν «μεταβληθεί» πλέον και είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος που υπό «νορμάλ συνθήκες» θα θεωρείτο «σαλεμένος» αλλά με τόσα λεφτά στην τσέπη, τον αποδέχονται όλοι ως «εκκεντρικό».

Αφού περνάει διάφορες φάσεις προσπαθώντας να δει που θα επενδύσει τα χρήματα του, καταλήγει να τα εμπιστευθεί σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία κάνοντας μια πολύ ριψοκίνδυνη επένδυση σε μετοχές τεχνολογίας. Αλλά οι μετοχές αυτές ανεβαίνουν τόσο πολύ που τα χρήματα πολλαπλασιάζονται επιτρέποντας του να κάνει κυριολεκτικά ότι γουστάρει.

Σε μια ανύποπτη στιγμή, έχει ένα deja-vu μιας καθημερινής σκηνής σε μια λαϊκή πολυκατοικία ενός προαστίου του Λονδίνου. Νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα διαμέρισμα και μυρίζει την από κάτω νοικοκυρά να ψήνει συκώτι, ακούει μουσική από το πιάνο δύο ορόφους πιο κάτω, ακούει φωνές από τον δρόμο. Δεν ξέρει πως και γιατί νιώθει αυτά τα συναισθήματα αλλά το μόνο που επιθυμεί πλέον από τη ζωή του είναι να τα ξαναβιώσει όπως τα ένιωσε σ’αυτό το deja-vu. Προσλαμβάνει τον Ναζ από μια «Εταιρεία Διαχείρισης Χρόνου» ως εκτελεστή των επιθυμιών του και του αναθέτει να αναπαραστήσει επακριβώς αυτό που αισθάνεται. Δηλαδή να βρει την πολυκατοικία όπως ακριβώς του την περιγράφει ο ήρωας, να βρει ανθρώπους να παραστήσουν τους ενοίκους και κάποιες ώρες ή λεπτά της ημέρας να πραγματοποιούν τις κινήσεις που θα ξαναφέρουν στην μνήμη του ήρωα αυτό ακριβώς που βίωσε εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Ο Ναζ τα καταφέρνει και μετά από πολύμηνες προετοιμασίες, άπειρες πρόβες, ο ήρωας βιώνει τις στιγμές που περιγράφονται παραπάνω, όσες φορές θέλει και για όσο θέλει.


Όλο αυτό το εγχείρημα τον κρατάει μακριά από τον «πραγματικό κόσμο» και όταν ένα σκάσιμο λάστιχου του αυτοκινήτου του τον φέρνει σε ένα βουλκανιζατέρ, έλκεται από την σκηνή της καθημερινότητας που εκτυλίσσεται μπροστά του στο συνεργείο και θέλει να το αναπαραστήσει κι αυτό με ακρίβεια. Ξανά λοιπόν από την αρχή, ψάχνουν με τον Ναζ να βρούνε αποθήκη, δρόμο που να ταιριάζει ακριβώς με τον δρόμο που περνάει μπροστά από το «πραγματικό» συνεργείο κ.ο.κ. Τα χρήματα φεύγουν με τρομακτική ταχύτητα αλλά η περιουσία του δεν χάνεται. Οι απαιτήσεις του ήρωα συνεχώς αυξάνονται και ακολουθούν μια πολύ επικίνδυνη ρότα, τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο καθώς ο Ναζ έλκεται όλο και περισσότερο από τα παράλογα οράματα του ήρωα - το μυθιστόρημα από εκεί που δεν το περιμένεις γίνεται θρίλερ και οι συνέπειες μπορεί να αποβουν μοιραίες…

Ένα μυθιστόρημα που ξεκινάει με αργό, ράθυμο και σχεδόν υπνωτιστικό τρόπο (σαν τις κινήσεις που μαθαίνει ο ήρωας στο νοσοκομείο-πώς να χειρίζεται το σώμα του, πώς να πίνει νερό, βλέπεις ο «σκληρός του δίσκος» έχει πάθει ζημιά) και στις τελευταίες εκατό σελίδες παίρνει ιλιγγιώδη μορφή. Ο Μακάρθυ χειρίζεται την ιστορία πανέξυπνα, το μυθιστόρημα έχει πολύ στυλ, ο ήρωας είναι τελείως «αλλού» αλλά γίνεται πολύ οικείος. Πατώντας γερά πάνω στην μεγάλη Βρετανική παράδοση της «non-sense» (α-νόητου,παράλογου) λογοτεχνίας που ήκμασε τον 19ο αιώνα στο νησί και συνδιάζοντάς την με μοντέρνα και ιδιαίτερη γραφή, ο ιδιοφυής συγγραφέας παρασέρνει τον αναγνώστη του σε μια ιστορία γοητευτική που σε κάνει να ξεχνάς το πόσο ελάχιστα αληθοφανής είναι.

Ο ήρωας αγωνίζεται να ξαναζήσει στιγμές, να αναπαραστήσει μια «πραγματικότητα» που δεν ξέρουμε καν αν υπήρξε ή απλά την φαντάστηκε, αν οι μνήμες είναι δικές του ή είναι επιννοημένες. Ψάχνει την «αυθεντικότητα» αλλά που υπάρχει αυτή; Βαθειά φιλοσοφικό και υπαρξιακό μυθιστόρημα δοσμένο με πολύ χιούμορ, με σκηνές θεότρελλες και σπαρακτικές ταυτόχρονα, με διαλόγους που ισορροπούν μεταξύ της κωμωδίας και του δράματος, έτσι κι αλλιώς, όλο το μυθιστόρημα ισορροπεί πάνω σε μια λεπτή γραμμή, που όταν ο ήρωας την περνάει και η αναπαράσταση αρχίζει να τον κουράζει, τότε τα πράγματα κυριολεκτικά «ζορίζονται». Μπορεί το φινάλε του βιβλίου να θυμίζει κόμικ ή graphic-novel καλύτερα, γκροτέσκο μέσα στην κινηματογραφικότητά του αλλά η ανατροπή που επιφυλάσσει στον αναγνώστη τον ωθεί να σκεφτεί και να αναρωτηθεί περισσότερο για το μυθιστόρημα που μόλις διάβασε.

Υ.Γ. Η φανατική ενασχόληση του δαιμόνιου McCarthy με την INS, ενδέχεται να αποτελεί το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση αυτού του μάλλον σύνθετου (μέσα στην απλότητά του) βιβλίου. Όποιος θέλει να ψάξει λίγο περισσότερο το θέμα, ας διαβάσει προσεκτικά εδώ. Not my cup of tea, αλλά (ναι,τ’ομολογώ) έχει ενδιαφέρον…
 
Τρίτη, Μαρτίου 02, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 02, 2010 | Permalink
Nocturnes
Οτιδήποτε κι αν γράψει ο περίφημος ΑγγλοΙάπωνας Kazuo Ishiguro, είναι πάντα καλοδεχούμενο, οπότε και η πλέον πρόσφατη (2009) συλλογή διηγημάτων του «ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ» (“Nocturnes”), (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Τ.Κοβαλένκο, σελ.200) έστω κι αν δεν προσθέτει κάτι ιδιαίτερο στην βιβλιογραφία του, δεν παύει να είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της εξαιρετικής γραφής του.

Τα «Νυχτερινά» είναι μια συλλογή 5 διηγημάτων που έχουν ως κοινό παρονομαστή την μουσική αφού οι 4 ιστορίες έχουν ως ήρωες μουσικούς και στην μοναδική ιστορία που δεν υπάρχουν οι μουσικοί ως ιδιότητα/επάγγελμα, οι ήρωες έχουν ως μοναδικό κοινό στοιχείο που τους ενώνει την αγάπη τους για το ίδιο στυλ μουσικής. Σε όλα όμως τα διηγήματα κυριαρχεί η μοναξιά, η πικρία για τα «όνειρα που πήγαν χαμένα», για φιλοδοξίες που διαψεύστηκαν από την ίδια τη ζωή, για άτυχους έρωτες, για ανθρώπους που η ζωή τους καλύπτεται από καταχνιά.

Η πρώτη ιστορία (Ο τροβαδούρος της αγάπης), περιγράφει τη συνάντηση ενός μουσικού στην πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας που συναντάει το είδωλό του, έναν «κρούνερ» τραγουδιστή, τον Τόνι Γκάρντνερ που βρίσκεται εκεί με την σύζυγό του Λίντι για διακοπές. Ο Γκάρντνερ ζητάει από τον μουσικό να τον συνοδεύσει σε μια ξαφνική καντάδα που θέλει να κάνει στη σύζυγό του, η οποία αποδεικνύεται κυριολεκτικά το «κύκνειο άσμα» στο χρονικό ενός προαναγγελθέντος διαζυγίου.

Η δεύτερη ιστορία (Με ήλιο ή με βροχή-Come rain or come shine), αφορά την συνάντηση τριών παλιών φίλων στο Λονδίνο. Ο Ρέι επισκέπτεται για λίγες ημέρες το ζευγάρι του Τσάρλι και της Έμιλι που ήταν οι κολλητοί του στο πανεπιστήμιο πολλά χρόνια πριν και διαπιστώνει πως όχι μόνο δεν είναι ευπρόσδεκτος από την Έμιλι που κάποτε μοιραζόντουσαν την αγάπη τους για τα μιούζικαλς αλλά και ότι το ζευγάρι έχει ουσιαστικά χωρίσει και προσπαθούν να μη συναντήσει ο ένας τον άλλον μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Μια ευφυής ιστορία για το χαμένο παρελθόν, γεμάτη χιούμορ και ανατροπές.

Στο τρίτο διήγημα (Μάλβερν Χιλς), ο Ισιγκούρο περιγράφει την απογοήτευση που νιώθει ένας νεαρός μουσικός που δεν μπορεί να βρει ανταπόκριση στη μουσική που γράφει, και την ανασφάλεια που νιώθει η οποία τον οδηγεί στο εξοχικό καφέ-ρεστωράν που διατηρεί η αδερφή του με τον άνδρα της σε μια υπέροχη τοποθεσία κάπου στο Γουορσεστερσάιρ της Αγγλίας. Εκεί καθώς σερβίρει τουρίστες βοηθώντας το ζευγάρι και γρατζουνάει την κιθάρα του τα βράδια εισπράττοντας την απόρριψη από τον γαμπρό του γνωρίζει δύο μεσήλικες Ελβετούς μουσικούς που κάνουν τουρισμό και οι οποίοι ακούνε τη μουσική του, ενθουσιάζονται και τον ενθαρρύνουν να κυνηγήσει το όνειρό του και όπου τον βγάλει. Ο συγγραφέας απεικονίζει με τρυφερότητα την απογοήτευση του νεαρού μουσικού που βρίσκει διέξοδο μέσα από την ενθάρρυνση των δύο γηραλέων μουσικών που καταπίεσαν τα όνειρά τους «καταντώντας» περιοδεύοντες μουσικοί ξενοδοχείων.

Το μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής είναι το «Νυχτερινό» που είναι και το πιο έξυπνο αλλά που η ωραία αρχική του ιδέα εξαντλείται δυστυχώς γρήγορα. Ένας ταλαντούχος μουσικός της τζαζ ψάχνει χρόνια την ευκαιρία να κάνει επιτυχία αλλά το άσχημο παρουσιαστικό του αποτελεί εμπόδιο στην καριέρα του. Όταν η σύζυγος του τον εγκαταλείπει για κάποιον πλούσιο, αποφασίζει να πραγματοποιήσει την πλαστική επέμβαση στο πρόσωπό του που ο ατζέντης του τον πιέζει χρόνια να κάνει. Η σύζυγός του αισθανόμενη ενοχές για την εγκατάλειψη πείθει τον εραστή της να πληρώσει όλα τα έξοδα στην πιο διάσημη κλινική του Λ.Α. Ο μουσικός πραγματοποιεί την επέμβαση και στο διπλανό δωμάτιο της σούπερ λουξ κλινικής που πάνε μόνο επώνυμοι, βρίσκεται η Λίντι Γκάρντνερ, η χωρισμένη πλέον σύζυγος του κρούνερ τραγουδιστή Τόνι Γκάρντνερ του πρώτου διηγήματος της συλλογής. Διάφορα ευτράπελα επεισόδια θα στιγματίσουν την παραμονή τους στην κλινική καθώς αναρρώνουν από τις επεμβάσεις. Ένα διήγημα που μιλάει για την δύναμη της εμφάνισης στην show business, για τα νιάτα που δεν ξαναγυρνάνε ότι κι αν κάνεις, για το εύθραυστο των σχέσεων. Θα μπορούσε να μια έξοχη ιστορία αλλά παρασύρεται σε ένα ξέφρενο σλάπστικ ρυθμό παλιών κωμωδιών καταστάσεων που είναι πολύ δύσκολο να τραβήξει τον αναγνώστη.

Η συλλογή κλείνει με το διήγημα «Βιολοντσελίστες» που είναι ίσως το καλύτερο της συλλογής. Είναι η ιστορία ενός νεαρού Ούγγρου βιολοντσελίστα, του Τίμπορ που παρότι είχε καλές σπουδές στο Λονδίνο και στην Βιένη βρίσκεται χωρίς χρήματα να παίζει στις ορχήστρες των υπαίθριων καφέ της Βενετίας. Μια Αμερικανίδα που του συστήνεται ως διάσημη τσελίστρια διακρίνει το ταλέντο του και του παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα στο δωμάτιο της. Η φιλική σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ των δύο θα δυναμώσει μετά την αποκάλυψη του ιδιόμορφου μυστικού της Αμερικάνας, η σχέση τους θα τελειώσει το ίδιο περίεργα όπως άρχισε όταν η Αμερικανίδα φίλη θα επιλέξει να γυρίσει στην επαρχιακή πόλη που ζει.

Συνηθισμένοι και καλοί άνθρωποι που κάνουν περίεργα πράγματα, αυτός είναι ο κόσμος στα διηγήματα του Ισιγκούρο. Απογοητευμένοι και ηττημένοι της ζωής, ήσυχοι και νοήμονες τύποι που έχουν παραδεχθεί πλέον ότι δύσκολα θα αλλάξει η ζωή τους. Μοναξιά και χαμηλότονα συναισθήματα που τα συνοδεύει η μουσική που είναι διαρκώς παρούσα πίσω από τις λέξεις του μεγάλου συγγραφέα.

Ίσως μια αποφόρτιση να χρειαζόταν ο Ισιγκούρο μετά το μεγαλειώδες αριστούργημά του «Μη μ’αφήσεις ποτέ». Τα «Νυχτερινά» κινούνται σε πιο χαμηλότονο στυλ θυμίζοντας αμυδρά ένα παλαιότερο μυθιστόρημα του, τον «Απαρηγόρητο», που περιγράφει τη ζωή ενός μουσικού που κυνηγάει το όνειρό του. Ο έξοχος λυρισμός της γραφής του Ισιγκούρο, εκπληκτικός συνδιασμός του Βρετανικού understatement που χειρίζεται άψογα με την εξαιρετική λιτότητα του Ιαπωνικού DNA που ρέει στις φλέβες του (ο συγγραφέας ζει από τα 5 του στην Αγγλία) και το οποίο βρήκε διέξοδο και δημιουργικότητα κυρίως στα «Απομεινάρια μιας μέρας» ακόμα και όταν δεν είναι στα καλύτερα του (όπως στην τωρινή συλλογή), είναι ικανός να μας χαρίζει σελίδες ύψιστης λογοτεχνικής «κομψότητας» και απόλαυσης, γεγονός που καθιστά τα βιβλία του κυριολεκτικά ακαταμάχητα.