Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2022 | Permalink
"BABBITT"
Τοποθετημένο σε υψηλή θέση σε διάφορους καταλόγους με τα καλύτερα βιβλία του 20ου αιώνα – πάντα στα πρώτα 50 -, το «ΜΠΑΜΠIT» («BABBITT»), το εμβληματικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Sinclair Lewis (1885 Sauck Centre, Minnesota – 1951, Ρώμη, Ιταλία), που γράφτηκε ακριβώς έναν αιώνα πριν (1922), δεν γνώρισε ποτέ μεγάλη αποδοχή στη χώρα μας. Μεταφρασμένο την δεκαετία του 50 από τον Άρη Αλεξάνδρου, και έκτοτε λησμονημένο και μηδέποτε ξανά μεταφρασμένο, εκδόθηκε επιτέλους, στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Λέμβος (μετάφραση και επίμετρο Βασιλ. Λογοθέτη – Παγοπούλου, σελ.609), ενώ ετοιμάζεται και άλλη έκδοση του από ένα μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο (έχουμε ξαναπεί για τις στρεβλώσεις της ελληνικής εκδοτικής αγοράς!).


Το «ΜΠΑΜΠΙΤ», είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του λογοτεχνικού ύφους (αλλά και της αξίας) του Sinclair Lewis, που καθιερώθηκε συγγραφικά (αλλά και εμπορικά) με το πρώτο του μυθιστόρημα «Main Street», που εκδόθηκε το 1920 και περιγράφει τη ζωή σε μια μικρή πόλη των μεσοδυτικών πολιτειών των Η.Π.Α., πουλώντας σχεδόν αμέσως εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το «ΜΠΑΜΠΙΤ» που βγήκε δύο χρόνια αργότερα γνώρισε παρόμοια επιτυχία και ο τίτλος του βιβλίου, που είναι και το όνομα του ήρωά του, μπήκε στο λεξιλόγιο της εποχής, υποδηλώνοντας, τον μέσο Αμερικανό που κυνηγάει το «Αμερικάνικο όνειρο», που ξεκινάει από χαμηλά, είναι σκληρά εργαζόμενος, συντηρητικός, θρησκευόμενος, πρεσβεύει τις «παραδοσιακές οικογενειακές αξίες» που μεγάλωσαν τη χώρα, και ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά αγαθά.
 
Γράφοντας τα παραπάνω, ουσιαστικά περιγράφω τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου, που δημιούργησε ο Sinclair Lewis στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, καθώς ο ήρωας, δεσπόζει σε κάθε σελίδα, και είναι διαρκώς παρών στο βιβλίο. Ο Μπάμπιτ, είναι ένας μεσήλικας (46άχρονος) επιχειρηματίας στην επινοημένη πόλη Ζενίθ μιας Μεσοδυτικής πολιτείας των Η.Π.Α. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά σε ηλικίες από 20 έως 13 ετών (δύο κορίτσια και ένα (το μεσαίο) αγόρι). Ο Μπάμπιτ είναι ένας πολύ επιτυχημένος κτηματομεσίτης, που βλέπει την επιχείρησή του να μεγαλώνει συνεχώς μετά την διαρκή εμπορική άνοδο της πόλης, που αναπτύσσεται ταχύτατα και αποτελεί οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής. Ο ήρωας του βιβλίου, κυνηγάει μετά μανίας το παραμικρό κέρδος από τις εμπορικές του (καθαρές ή λιγότερο καθαρές) συμφωνίες, αγοράζει εκτάσεις για εμπορική εκμετάλλευση και καμαρώνει για το αυτοκίνητό του, το σπίτι του, την οικογένειά του. Μπορεί να μην γίνεται εύκολα δεκτός στις αριστοκρατικές λέσχες της πόλης και οι προσπάθειές του να προσεγγίσει το «old money» στοιχείο της, να βρίσκουν τοίχο, αλλά αυτό τον πεισμώνει περισσότερο, να επιδιώκει όλο και περισσότερες επαφές και ενδεχόμενες ευκαιρίες.
 
«Τριγύρω όλη η πόλη βιαζόταν ∙ έτσι απλά, για την ευχαρίστηση της βιασύνης. Μέσα στ’ αυτοκίνητά τους, άνθρωποι βιάζονταν να ξεπεράσουν ό ένας τον άλλο μέσα στον συνωστισμό. Άλλοι άνθρωποι βιάζονταν να προλάβουν το τραμ – ενώ μόλις ένα λεπτό αργότερα θα ακολουθούσε κι άλλο τραμ – κι όλα αυτά για να πηδήξουν από το τραμ, να τρέξουν σβέλτα στο απέναντι πεζοδρόμιο, να ορμήσουν μέσα σε κτήρια και, στη συνέχεια, να στριμωχτούν βιαστικά μέσα σε γρήγορους ανελκυστήρες. Άλλοι πάλι, σε εστιατόρια και καφέ βιάζονταν να καταβροχθίσουν το φαγητό, το οποίο κάποιοι μάγειρες είχαν μαγειρέψει βιαστικά. Άλλοι σε κουρεία ζητούσαν βιαστικά κι απότομα: «Μονό πέρασμα και σβέλτα! Είμαι πολύ βιαστικός!». Κάποιοι άλλοι σε γραφεία, ξαπόστελναν βιαστικά τους επισκέπτες με επιγραφές του τύπου: «Σήμερα είναι η πιο πολυάσχολη μέρα μου!» ή «Ο Κύριος έπλασε τον κόσμο σε έξι μέρες, εσύ έχεις έξι λεπτά για να πεις αυτό που θέλεις!». Άνθρωποι που είχαν κερδίσει πέντε χιλιάδες την προπερασμένη χρονιά και δέκα χιλιάδες πέρυσι, έφθειραν το νευρικό τους σύστημα, βασάνιζαν το μυαλό τους για να μπορέσουν να κερδίσουν αυτή τη χρονιά είκοσι χιλιάδες. Τελικά, αυτοί που είχαν καταρρεύσει μετά την απόκτηση των είκοσι χιλιάδων, έτρεχαν βιαστικοί να προλάβουν τα τραίνα για να φύγουν διακοπές τις οποίες τους είχαν συστήσει βιαστικοί – επίσης – γιατροί.
Ανάμεσά τους και ο Μπάμπιτ βιαζόταν να επιστρέψει στο γραφείο του, να καθίσει χωρίς να έχει και πολλά να κάνει, εκτός από το να φροντίσει αυτά τα οποία οι υπάλληλοί του βιάζονταν να κάνουν.»


Ο Μπάμπιτ όμως, ενώ βλέπει και βιώνει, την οικονομική και επαγγελματική του άνοδο, δεν είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του, η σχέση του με την σύζυγό του, έχει βαλτώσει, δύσκολα συνεννοείται με τα παιδιά του, που τα θεωρεί κακομαθημένα, εκτός από την μικρή κόρη, την Τίνκα, που είναι η αδυναμία του, νιώθει ότι κάτι του ξεφεύγει, ότι στην προσωπική του ζωή χρειάζεται αλλαγές. Μόνο με τον παλιό και επιστήθιο φίλο του, τον Πωλ Ρίσλινγκ, του αρέσει να περνάει τα μεσημέρια του και να συζητάει. Ο Πωλ όμως – σε αντίθεση με τον Μπάμπιτ -, προβληματίζεται διαρκώς για όλους και όλα, για την επιχείρηση του, στην οποία δουλεύει χωρίς να το θέλει πραγματικά, για την πόλη που γίνεται όλο και πιο απρόσωπη, για τον συζυγικό του βίο που είναι αδιέξοδος, με μια σύζυγο που του φέρεται σκληρά.
 
Ο Μπάμπιτ, με την βοήθεια παραγόντων της πόλης, παίρνει όλο και περισσότερες δουλειές που του αποφέρουν κέρδη, συναναστρέφεται με ανθρώπους της εκκλησίας, αρχίζει να βγάζει λόγους σε συγκεντρώσεις, επιδεικνύοντας αρετές που δεν γνώριζε ότι κατείχε, είναι πλέον ένας από τους πυλώνες της οικονομικής και οικοδομικής άνθησης της ταχέως αναπτυσσόμενης επαρχιακής πόλης που ονειρεύεται να γίνει ένα μικρό Σικάγο. Η κατάσταση θα αλλάξει, όταν ο Πωλ Ρίσλινγκ θα πυροβολήσει την σύζυγό του και θα φυλακιστεί. Ο Μπάμπιτ νιώθει ότι πρέπει να στηρίξει τον φίλο του και επιτέλους αντιλαμβάνεται ότι η ζωή έχει κι άλλα πράγματα εκτός από τις υλικές αποδοχές. Ο προβληματισμός του, που τον εκφράζει δημόσια, φέρνοντας σε δύσκολη θέση, τους μέχρι τότε υποστηρικτές και συνεργάτες του, τον απομονώνει κοινωνικά, ενώ η έλξη του για μια ανέμελη νοικάρισσα του, τον φέρνει σε επαφή με τον κόσμο της μποέμ κοινότητας της πόλης. Βρίσκεται πλέον σε δίλημμα, θα χάσει ότι «έχτιζε» τόσα χρόνια, με την εταιρεία του να κατρακυλάει ή θα «επανέλθει» στον παλιό του βίο και στον υλικό κόσμο του χρήματος και των καινούργιων αυτοκινήτων;
 
«Ο ιδανικός πολίτης! Τον φαντάζομαι – πάνω απ’ όλα – συνέχεια απασχολημένο όπως ένα λαγωνικό, να μην σπαταλάει πολύ χρόνο στην ονειροπόληση ή να πηγαίνει σε κοινωνικές εκδηλώσεις π.χ. τσάγια, δεξιώσεις κλπ ή να ασχολείται με πράγματα που δεν έχουν σχέση με τη δουλειά του, αλλά να επικεντρώνεται στο μαγαζί, στο επάγγελμα, στην τέχνη του. Το βράδυ, ν’ ανάβει το ωραίο του πούρο, να ανεβαίνει στο παλιό λεωφορειάκι ή να βλαστημάει το καρμπυρατέρ του αυτοκινήτου του μέχρι να πάρει μπρος, και να φθάνει στο σπιτάκι του. Ίσως να κουρεύει το γκαζόν ή να ασχολείται με κάποια άλλη, πρακτικής φύσεως, δουλειά κι έπειτα να είναι έτοιμος για το δείπνο. Να λέει στα παιδάκια του μια ιστοριούλα ή να πηγαίνει στην οικογένειά του στον κινηματογράφο ή να παίζει κάνα δυο παρτίδες μπριτζ ή να διαβάζει την παλιά απογευματινή του εφημερίδα ή ακόμα ένα-δυο κεφάλαια από ένα ωραίο μυθιστόρημα γουέστερν – αν προτιμάει τη λογοτεχνία – ή μπορεί οι γείτονες της διπλανής πόρτας να του κάνουν επίσκεψη και να συζητούν για τους φίλους τους και τα θέματα της ημέρας. Στη συνέχεια να πηγαίνει ευτυχισμένος στο κρεβάτι, με τη συνείδησή του καθαρή, έχοντας συμβάλει με τον οβολό του στην ευημερία της πόλης, αλλά και στον προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό.»
 
Ενταγμένο στο κλίμα της εποχής του μεσοπολέμου – τα «Roaring 20’s» όπως είναι γνωστή η εποχή – στις Η.Π.Α., είναι το μυθιστόρημα του Sinclair Lewis. Από τον F.S.Fitzgerald, τον J.Dos Passos και τον E.Hemingway, μέχρι την E.Wharton και την G. Stein, αυτή η γενιά των μέγιστων Αμερικανών συγγραφέων (εξαιρώ τον W.Faulkner που αποτέλεσε μια κατηγορία από μόνος του), με τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά τους, περιέγραψαν με διάφορους τρόπους την κοινωνία της εποχής. Ο Sinclair Lewis – από τους πιο εμπορικούς σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούς -, είναι ρεαλιστής και περισσότερο σατυρικός από τους άλλους. Στο «ΜΠΑΜΠΙΤ», που μεταφέρθηκε δύο φορές στη μεγάλη οθόνη, κριτικάρει (περιγράφοντάς την με ωμό ρεαλισμό) την κοινωνική άνοδο, την τεχνολογική τρέλα της εποχής, την ποτοαπαγόρευση, τον συντηρητισμό, την εμπορευματοποίηση, τον κονφορμισμό, την βιομηχανοποίηση, τον άκρατο καταναλωτισμό, την προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, την δύναμη των δογμάτων/εκκλησιών, την επιχειρηματική δίψα, την λατρεία του χρήματος.


Γραμμένο με τριτοπρόσωπη αφήγηση, το μέγιστο επίτευγμα του συγγραφέα, είναι που δημιουργεί έναν «bigger than life» ήρωα, ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα που δεσπόζει και κυριαρχεί στο βιβλίο, τον οποίο δεν μπορείς να αντιπαθήσεις – παρότι όλα συντείνουν προς αυτό! Ο Μπάμπιτ νιώθει από τη μια υπερήφανος για την κοινωνική και οικονομική του άνοδο, από την άλλη διακρίνει το κενό εντός του. Θα πίνει στα κρυφά αλλά θα στηρίζει την ποτοαπαγόρευση ως μέτρο, θα υποστηρίζει τις οικογενειακές αξίες, αλλά θα ονειρεύεται κοριτσόπουλα. Σε μια κοινωνία της επιφάνειας και της δήθεν χαρωπής ατμόσφαιρας, ο Μπάμπιτ θα κυκλοφορεί διαρκώς (στο βιβλίο βρίσκεται σε συνεχή κίνηση) θαυμάζοντας τα τεχνολογικά επιτεύγματα, επιθυμώντας να χτίζει συνεχώς, ψάχνοντας για ευκαιρίες αλλά αρκούν μερικές προτάσεις, μερικές λέξεις για να του διαλύσουν αυτό  το ψεύτικο οικοδόμημα.
 
Το βιβλίο είναι εμφανές ότι δείχνει την ηλικία του και σε αρκετά σημεία, η φλυαρία επικρατεί της ουσίας, αλλά η αφήγηση είναι ιδιαίτερα ζωντανή και ο ρυθμός καταιγιστικός. Οι δε χαρακτήρες που πλάθει ο συγγραφέας είναι στέρεοι και πολύ ενδιαφέροντες για περαιτέρω ανάπτυξη. Ο Μπάμπιτ ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας, αποτέλεσε την πυξίδα και την έμπνευση για πιο σύγχρονους (από τον Lewis) Αμερικανούς συγγραφείς όπως (και κυρίως) ο John Updike ή ο Philip Roth.
 
Το βιβλίο που όπως προανέφερα, κυκλοφόρησε το 1922 την ίδια χρονιά με τον «Οδυσσέα» του Τζόις – και τα δύο βιβλία φιγουράρουν στο top-50 του 20ου αιώνα, αλλά και τι διαφορετικά βιβλία που είναι το ένα από το άλλο, αντιπροσωπεύοντας δύο διαφορετικά πρόσωπα της μεγάλης κλασσικής λογοτεχνίας, με το «ΜΠΑΜΠΙΤ» (και τον αντίκτυπο που είχε), να αποτελεί μια από τις αιτίες που απονεμήθηκε στον Sinclair Lewis, το βραβείο Νόμπελ του 1930.
 
Το «ΜΠΑΜΠΙΤ», είναι μια υπέροχη παρωδία του Αμερικάνικου τρόπου ζωής, επισημαίνοντας με απλό και δήθεν ανάλαφρο τρόπο με αυτή τη χαρακτηριστική αφηγηματική άνεση που έχουν οι σπουδαίοι συγγραφείς του μεσοπολέμου, την κενότητα και την μανία για χρήμα που χαρακτηρίζει την μεσαία τάξη της χώρας. Το θεωρώ κατώτερο του αριστουργηματικού «ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΥΤΑ ΕΔΩ», του πιο ώριμου μυθιστορήματος του Sinclair Lewis, δεν μπορείς όμως να παραγνωρίσεις ότι το «ΜΠΑΜΠΙΤ» (κι εδώ είναι η μεγαλύτερη αξία του), είναι ουσιαστικά, ένας καθρέφτης της Αμερικάνικης κοινωνίας, που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι βαθιά συντηρητική και επιφανειακή που περιγράφεται με ειρωνεία και μαύρο χιούμορ, προσφέροντας σελίδες αναγνωστικής απόλαυσης.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Κυριακή, Ιουνίου 19, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιουνίου 19, 2022 | Permalink
Utopia Avenue
Η δεκαετία του ’60 έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, όχι μόνο για την μουσική, (όπως οι περισσότεροι αμέσως σκέφτονται) αλλά και για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα «αλλαγής» που επικρατούσε στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης. Η δεκαετία του ’60 (όπως και κάθε δεκαετία) χρειάζεται τους αφηγητές της, τους ανθρώπους που θα τοποθετήσουν μια μυθοπλαστική ιστορία εντός της και (άσχετα αν είναι νεότεροι ή έχουν ζήσει τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τότε) θα δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Ο εξαιρετικός (αλλά και αρκετά άνισος) συγγραφέας David Mitchell (1969, Southport Lancanshire), στο ένατο μυθιστόρημά του, με τίτλο «UTOPIA AVENUE» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφρ. Μ.Ξυλούρη, σελ. 714), επιτυγχάνει να ζωντανέψει αυτή τη δεκαετία – και πιο συγκεκριμένα το δεύτερο μισό της, με απόλυτη επιτυχία, σε ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχει γράψει στην πολύ δημιουργική του συγγραφική καριέρα.


Τι είναι το «UTOPIA AVENUE»; Κάποιος θα μπορούσε να το περιγράψει εν συντομία, ως «η ιστορία μιας μουσικής μπάντας». Δεν θα έπεφτε έξω! Είναι και αυτό ή ίσως, είναι κυρίως αυτό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό και ουσιαστικά, η γοητεία του βιβλίου, δεν έγκειται μόνο σε αυτό. Ιστορίες μουσικών συγκροτημάτων, αληθινών ή κατασκευασμένων (φανταστικών), μπορούμε να βρούμε παντού, αλλά μυθιστόρημα που να μας «αιχμαλωτίσει» με άξονα μια μουσική μπάντα, θα βρούμε πολύ δύσκολα.
 
Βρισκόμαστε στο 1967, στο Λονδίνο (στο «swinging London» όπως θέλει το κλισέ) και ένας δαιμόνιος μάνατζερ, ο Λέβον Φράνκλαντ, δημιουργεί εκ του μηδενός, ένα γκρουπ, ενώνοντας τα κομμάτια ενός δημιουργικού παζλ. Θα βρει τέσσερις ικανότατους νεαρούς και άγνωστους μουσικούς, που ψάχνουν την ευκαιρία τους, απασχολούμενοι είτε σε άλλες μπάντες, είτε σε ευκαιριακές συνεργασίες εδώ κι εκεί. Πρώτα θα βρει τον Ντιν Μος, έναν μπασίστα που η τύχη δεν του έχει φερθεί καλά μέχρι τώρα, είναι άστεγος, χρωστάει παντού, η προηγούμενη μπάντα του, τον έδιωξε. Ο Λέβον θα εμφανιστεί ως «από μηχανής Θεός» για να του προτείνει συνεργασία με άλλους νεαρούς μουσικούς που έχει στα υπ’ όψιν. Θα τον φέρει σε επαφή με δυο μέλη ενός μισοδιαλυμένου γκρουπ, τον ιδιόρρυθμο κιθαρίστα Γιάσπερ ντε Ζουτ (Ολλανδικής και αριστοκρατικής καταγωγής) και τον ντράμερ Πίτερ «Γκριφ» Γκρίφιν, και η μπάντα αρχίζει να σχηματίζεται. Το πραγματικό όμως twist, ο Λέβον θα το κάνει, εκμεταλλευόμενος τις συγκυρίες και φέρνοντας στο γκρουπ μια γυναίκα, την ήδη σχετικά γνωστή πιανίστρια της φολκ, Ελφ Χολογουέι, που μόλις χώρισε από τον σύντροφο και έτερο μέλος του μουσικού διδύμου που είχαν σχηματίσει. Δεν υπήρχαν πολλές μπάντες στην Αγγλία της εποχής, με μέλος μια γυναίκα, οπότε η Ελφ, παιδί της μεγαλοαστικής βρετανικής τάξης, χωρίς να το συνειδητοποιήσει αποτελεί μια πρωτοπόρο της εποχής. Το γκρουπ δεν έχει καν όνομα, και μετά από συζητήσεις, επιλέγεται το «Utopia Avenue», όνομα που δεν θυμίζει γκρουπ, αλλά και που είναι αρκετά original και εύηχο.
 
«Η Έλφ τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο της. «Όνομα έχετε;»
«Σκεφτόμασταν το «The Way Out»» λέει ο Λέβον.
«Αλλά δεν είναι οριστικό» τη διαβεβαιώνει ο Ντιν.
Ωραία. «Οπότε, αν δεν είστε φολκ συγκρότημα, τι σόι συγκρότημα είστε;»
«Πρισματικό» λέει ο Γιάσπερ. «Σφετεριστικό. Υποχθόνιο».
«Έφαγε ένα λεξικό όταν ήταν μικρός» εξηγεί ο Ντιν.
Η Ελφ ξαναπροσπαθεί. «Εντάξει – σαν ποιους θέλετε να ακούγεστε;»
Οι τρεις μουσικοί απαντούν με μια φωνή: «Σαν εμάς».»
 
Ένα συγκρότημα «κατασκευασμένο», δεν κουβαλάει κάποιον μύθο, ούτε τα μέλη του, πηγαίνανε στο ίδιο σχολείο για να έχουν κοινές κοινωνικές καταβολές ή κοινές αναμνήσεις/μακροχρόνιες πρόβες κλπ. Οι Utopia Avenue σχηματίζονται επειδή ο μάνατζερ διαβλέπει ότι η εποχή έχει αλλάξει, και ένας ήχος που διαφέρει από τα υπόλοιπα συγκροτήματα, μπορεί να του (τους) αποφέρει δόξα και χρήμα. Το βιβλίο καταγράφει με γραμμική αφήγηση την πορεία του συγκροτήματος, τον βραχύβιο βίο του, από την ημέρα που δημιουργήθηκαν, μέχρι λίγο καιρό μετά τη διάλυσή τους, που συνέβη με τρόπο απότομο λόγω ενός τραγικού και μοιραίου γεγονότος, κάτι που ήταν κι αυτό μάλλον ασυνήθιστο, καθώς τις περισσότερες φορές τα συγκροτήματα της εποχής, διαλυόντουσαν λόγω προσωπικών εγωισμών, ματαιοδοξίας ή τάσεις ανεξαρτησίας και διάθεση προβολής κάποιων μελών τους – κυρίως του lead singer, που γνώριζε μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα.
 
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν στις κυκλοφορίες των τριών δισκογραφικών προσπαθειών των Utopia Avenue, και κάθε κεφάλαιο αντιστοιχεί σε ένα τραγούδι. Κεντρικοί ήρωες είναι η Έλφ, ο Ντιν, και ο Γιάσπερ ντε Ζουτ – που δεν χρειάζεται κάποιος να είναι φανατικός οπαδός του Μίτσελ, για να συνδέσει το όνομά του με τον ήρωα του μυθιστορήματος «Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ» -, εξάλλου αυτοί οι τρεις είναι οι βασικοί συνθέτες και στιχουργοί των τραγουδιών του γκρουπ. Ο ντράμερ Γκριφ, έχει δευτερεύοντα ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, καθώς (όπως αναφέρεται συχνά-πυκνά με σαρκαστικά μελαγχολική διάθεση στο βιβλίο) «ουδείς ασχολείται με τους ντράμερ».
 
Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε την διαδρομή του γκρουπ, από τις πρώτες του μέρες, τις πρώτες απόπειρες να βρουν τον ήχο και τα «πατήματά τους», όπου οι ατομικές ιστορίες του καθενός από αυτούς εναλλάσσονται και περιπλέκονται με τις ομαδικές τους στιγμές. Όπως είναι φυσικό αλλά όχι προαπαιτούμενο, το συγκρότημα κινείται, ζει, αναπνέει εντός της μουσικής σκηνής της εποχής, οπότε περισσότερο ή λιγότερο διάσημα ονόματα εισέρχονται στην πλοκή, με μεγαλύτερο, μικρότερο ρόλο ή ακόμα και με μια απλή αναφορά εν είδει cameo εμφανίσεων. Τα ονόματα είναι πολλά μέσα σ’ αυτή τη χρονική περίοδο και αν εξαιρέσεις τους ήδη φθασμένους Beatles και Rolling Stones, οι υπόλοιποι είναι στα πρώτα τους βήματα, όπως ο David Bowie, οι Cream, η Janis Joplin, ο Leonard Cohen και δεκάδες άλλοι. Στιγμιότυπα της βρετανικής αλλά και της Αμερικανικής (διότι το γκρουπ θα κάνει περιοδεία και στις ΗΠΑ) καλλιτεχνικής ζωής, εναλλάσσονται με σκηνές της κοινωνικής αναταραχής της εποχής, προσδίδοντας γοητεία στην ήδη υπέροχη αφήγηση.
 
Τα μέλη της μπάντας κουβαλάνε τους δαίμονές τους, έχουν μικρά ή μεγαλύτερα θέματα να επιλύσουν. Είναι φανερό ότι τον πιο ενδιαφέρονται χαρακτήρα αποτελεί ο κιθαρίστας Γιάσπερ ντε Ζουτ – που για όποιον αγνοεί τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα – αποτελεί μια ψυχιατρική περίπτωση, με τις εσωτερικές φωνές που τον κατατρέχουν, την φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει κ.ο.κ. Ο αναγνώστης βέβαια, θα ταυτιστεί με τον Ντιν – το παιδί της εργατικής τάξης, και με την συναισθηματική και (μουσικά ιδιοφυή) Ελφ, αλλά είναι ο Γιάσπερ ντε Ζουτ, που δίνει τον ρυθμό και τη σύνδεση στο μυθιστόρημα.
 
« «Τον κόσμο δεν τον αλλάζουν τα τραγούδια» δηλώνει ο Γιάσπερ. «Τον αλλάζουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι περνάνε νόμους, εξεγείρονται, ακούνε τον Θεό και πράττουν αναλόγως. Οι άνθρωποι επινοούν, σκοτώνουν, κάνουν παιδιά, αρχίζουν πολέμους». Ο Γιάσπερ ανάβει ένα Marlboro. «Που γεννά το ερώτημα: «Ποιος ή τι επηρεάζει τη σκέψη των ανθρώπων που αλλάζουν τον κόσμο;» Η απάντηση μου είναι: «Οι ιδέες και τα συναισθήματα». Που γεννά το ερώτημα: «Από πού προέρχονται οι ιδέες και τα συναισθήματα;» Η απάντησή μου είναι: «Απ’ τους άλλους. Απ’ την καρδιά και το μυαλό. Απ’ τον Τύπο. Απ’ τις τέχνες. Απ’ τις ιστορίες. Και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, απ’ τα τραγούδια». Τα τραγούδια. Τα τραγούδια, που σαν τις πικραλίδες αιωρούνται στον χώρο και στον χρόνο. Ποιος ξέρει πού θα πέσουν; Ή τι θα φέρουν;» »


Η ικανότητα του Μίτσελ στο storytelling, την αφήγηση, είναι μοναδική. Στο μυθιστόρημά του (όπως άλλωστε και στα προηγούμενα, μόνο που εδώ αποδεικνύεται πιο λειτουργικό), δεν διστάζει να αναμίξει λογοτεχνικά είδη, κινείται με άνεση και αυτοπεποίθηση εντός τους, συνθέτει διαφορετικές ιστορίες, εγκιβωτίζει αυτόνομα κομμάτια χωρίς να προκαλεί την προσοχή του αναγνώστη, με όλα αυτά να εισβάλλουν το ένα μέσα στο άλλο! Είναι γεγονός ότι τα βιβλία του Μίτσελ αλληλοσυνδέονται, χωρίς να υποχρεώνουν τον αναγνώστη να σπαζοκεφαλιάζει ή να είναι υποχρεωμένος να έχει παρακολουθήσει ολόκληρο το έργο του συγγραφέα για να τα κατανοήσει, καθώς το καθένα στέκεται αυτόνομο και διαβάζεται τελείως ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
 
Η αφήγηση του Μίτσελ έχει Ντικενσιανό ρυθμό, όπου η ατμόσφαιρα που καλλιεργείται και οικοδομείται, δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια και στον ρυθμό, εισάγοντας τον αναγνώστη του, εντός της εποχής, του τρόπου ζωής γενικότερα, της δεκαετίας του ’60. Το Λονδίνο και η μουσική σκηνή της Βρετανίας περιγράφονται με ζωντάνια, οι διάλογοι είναι πειστικοί χωρίς να πλατειάζουν, και οι περιγραφές ακριβείς.
Ο Μίτσελ όμως, επιτυγχάνει απόλυτα να αποδώσει την κοινωνική μεταστροφή του παραδοσιακού βρετανικού οικογενειακού και κοινωνικού πλέγματος, καθώς εισέρχεται (από τις αρχές της δεκαετίας, αλλά κυρίως μετά το ’65 με την μεγάλη άνθηση των συγκροτημάτων) στη μουσική αλλά και στη κοινωνική ζωή του τόπου, η μεταπολεμική γενιά των παιδιών που γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια του πολέμου ή αμέσως μετά. Παιδιά που μεγάλωσαν εντός μιας συντηρητικής κοινωνίας, με οικονομικά προβλήματα και ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα, και τα οποία σε αυτή τη δεκαετία προσπαθούν να ανατρέψουν τον «μικροαστισμό» και τον (παραδοσιακό) «καθωσπρεπισμό» των γονιών τους.
 
Μυθιστόρημα «μαθητείας» ενός γκρουπ αλλά και των χαρακτήρων που το απαρτίζουν, το «UTOPIA AVENUE», το οποίο, μεταφέρει την κεντρική ιδέα της Σαιξπηρικής φιλοσοφίας, που έλεγε ότι η ζωή αποτελεί μέρος μιας μυθοπλασίας («Η ζωή είναι μια σκηνή, και όλοι είμαστε ηθοποιοί»). Οι επινοημένες ιστορίες των μελών του γκρουπ - το ίδιο το γκρουπ βασικά -, μας δίνουν, ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα με πολλά pop στοιχεία (όπου βλέπουμε ότι η pop κουλτούρα μπορεί να γίνει τόσο ουσιαστική όσο κι ένα βιβλίο φιλοσοφίας), με τους ήρωές του να αποτελούν μέλη ενός θιάσου που βρίσκεται σε μια σκηνή, όπου ζωή και μυθοπλασία αναμειγνύονται σε ένα παιχνίδι όπου όλα είναι αλληλένδετα.
 
Το μυθιστόρημα έχοντας στοιχεία από πολλά λογοτεχνικά είδη, είναι ουσιαστικά «ακατάταχτο», όπως άλλωστε έτσι περιγράφεται και η μουσική που παίζει η δημιουργική μπάντα. Ενδεικτικά σε κάποιο σημείο της ιστορίας, οι Utopia Avenue, είναι προσκεκλημένοι σε κάποιο Ολλανδικό τηλεοπτικό show, και ο παρουσιαστής προσπαθεί να κατανοήσει τι μουσικό είδος αντιπροσωπεύει η μουσική τους καθώς διαπιστώνει ήχους από ροκ, φολκ, r&b, στοιχεία τζαζ κλπ. Η Ελφ παίρνει τον λόγο, απαντώντας του, ότι η μουσική τους είναι «εκλεκτιστική», δίνοντας και μια απάντηση για το τι μπορεί να είναι αυτό το μυθιστόρημα.
 
Σε πλείστες περιπτώσεις ο ικανότατος Βρετανός συγγραφέας, χάνεται μέσα στα σύμπαντα που κατασκευάζει – τα οποία συνήθως είναι σαγηνευτικά -, αλλά η υπερβολική χρήση του στοιχείου του «Φανταστικού» ενδέχεται να κουράσει ή να δυσκολέψει την ανάγνωση. Στο «Utopia Avenue» όμως, χωρίς να παρεκκλίνει ιδιαίτερα από τα στοιχεία του «Fantasy» που εισέρχονται προς το τέλος του μυθιστορήματος, ο Μίτσελ κατόρθωσε να γράψει το πιο «αγαπησιάρικο» βιβλίο του, να βάλει πολύ από τον εαυτό του μέσα και να αποδώσει με πιστότητα και αγάπη το κλίμα μιας σημαντικής για την μουσική (και όχι μόνο) εποχής. Δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες του βιβλίου παγκοσμίως, που πιστεύουν ότι οι Utopia Avenue υπήρξαν πραγματικά, ψάχνοντας στοιχεία για το συγκρότημα!
 
Δεν θα μιλήσω για τις πάμπολλες αναφορές σε άλλα βιβλία του Μίτσελ, εξάλλου ο υποψιασμένος αναγνώστης και φανατικός θαυμαστής του έργου του συγγραφέα, θα βρει αρκετές, με κυριότερη αυτή του Γιάσπερ ντε Ζουτ, μυθιστορηματικού χαρακτήρα ολκής που βγαίνει κατευθείαν από τις σελίδες των «Χιλίων Φθινοπώρων…» αλλά και άλλων (του γιατρού Μαρίνους, της Έσθερ κλπ).
Ο νεοεισερχόμενος στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Μίτσελ, δεν πρέπει να προβληματισθεί, απλά να παρακολουθήσει την ιστορία και να αφεθεί στη μαγεία που θα του ασκήσει το βιβλίο από τις πρώτες του σελίδες. Με ακριβείς δόσεις νοσταλγίας και συναισθηματισμού («τόσο, όσο» όπως είναι γνωστή έκφραση), το «UTOPIA AVENUE» με τρομερό soundtrack (που μπορεί να βρει κανείς στο YouTube), είναι κυρίως, ένα μυθιστόρημα απολαυστικό (σε αυτό συμβάλλει ιδιαίτερα η εξαιρετική ως συνήθως μετάφραση της Μ.Ξυλούρη), ένα ροκ ταξίδι που εισέρχεται μέσα σου και δεν σε αφήνει, όπως γίνεται με τα βιβλία που αγάπησες και δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
Σάββατο, Ιουνίου 11, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιουνίου 11, 2022 | Permalink
Το ταξίδι να γράφεις για ταξίδια (Βασίλειος Δρόλιας "Ταξίδια με λάθος ανθρώπους")
Αναγνώστης ολκής, αλλά και πολύ ενδιαφέρων συγγραφέας ο Βασίλειος Δρόλιας (1969, Αθήνα), αποτελεί την ιδιαίτερη περίπτωση ενός ανθρώπου, που βιώνει έναν εσωτερικό διχασμό. Από τη μια στον επαγγελματικό του βίο, είναι αστροφυσικός, που δουλεύει για πολυεθνικές εταιρείες με έδρα εκτός Ελλάδος και ταξιδεύει πολύ για επαγγελματικές συναντήσεις, από την άλλη, ασχολείται μανιωδώς με βιβλία, διαβάζει (πάρα) πολύ, γράφει κριτικές ενώ είναι δημιουργός κι ενός ιστολογίου αφιερωμένου στον μεγάλο συγγραφικό του έρωτα, τον Thomas Pynchon.
 
Μετά από δυο λογοτεχνικά εγχειρήματα με αρκετή χρονική απόσταση μεταξύ τους, που στη βάση τους είναι η μυθοπλασία Τυχαία είσοδος», εκδόσεις Τόπος, 2008 και «Nyos», εκδόσεις Κέδρος, 2016), ο Βασίλειος Δρόλιας με το τρίτο του βιβλίο, «ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΛΑΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ» (εκδόσεις Κέδρος, σελ.186), εισβάλλει σε μια ακαθόριστη (και δύσκολα κατατάξιμη) λογοτεχνική περιοχή, που όπως φαίνεται του ταιριάζει πολύ καλύτερα, καθώς το νέο του εγχείρημα, είναι ένα βιβλίο που μπορεί εκείνος να το προσδιορίζει ως «μυθιστόρημα», αλλά είναι ουσιαστικά ένα υβριδικό λογοτεχνικό έργο, το οποίο ισορροπεί (με επιτυχία), μεταξύ δοκιμίου, autofiction (αυτομυθοπλασία ή μυθιστορηματική αυτοβιογραφία) και ταξιδιωτικού μυθιστορήματος, ενώ υπάρχουν και αναγνώστες που το χαρακτήρισαν «συλλογή διηγημάτων».


«Το ταξίδι είναι μια σειρά από αναμονές. Το ταξίδι είναι μια συνεχόμενη αναμονή. Είναι μια αλληλουχία από χρονικά «τίποτε» που σε μεταφέρουν στον χώρο. Η αναμονή είναι ο παράγοντας που κινεί τη διεργασία αυτής της μεταφοράς, είναι το καύσιμο για το ίδιο το ταξίδι.»
 
Στο «Ταξίδια με λάθος ανθρώπους», ο Δρόλιας ασχολείται με τον μηχανισμό του ταξιδιού, από την προετοιμασία του έως την υλοποίησή του, από το τελετουργικό αλλά και μηχανιστικό (από ένα σημείο και μετά) φτιάξιμο της βαλίτσας έως την επιστροφή στο σπίτι. Ενδεικτικά κάποια από τα κεφάλαια του βιβλίου (ή οι ενότητες που διαβάζονται σαν διηγήματα) έχουν τίτλους όπως: «check-in», «η βαλίτσα», «αεροδρόμιο», «η αναμονή», «οικονομική ή business», «fear of flying», «αεροπλάνα και τρένα», και άλλα. Ο συγγραφέας μπορεί να εστιάζει στο αεροπορικό ταξίδι – μόνο ένα κεφάλαιο ασχολείται με το ταξίδι με τρένο (που τον γοητεύει πολύ), αλλά ουσιαστικά στοχάζεται πάνω στο νόημα του ταξιδιού, παρατηρεί διεξοδικά τους ανθρώπους που στέκονται στις ουρές, την αμηχανία της αναμονής στις πύλες (τα «gates»), στη διάρκεια των ατελείωτων πτήσεων, στα βιβλία που επιλέγει να πάρει μαζί του στο κάθε ταξίδι – πάντα «απαιτητικά αναγνώσματα» -, στη μουσική που θα ακούει από τα ακουστικά του, στη διάρκεια των πτήσεων ενώ παραθέτει και διάφορες συζητήσεις/συναντήσεις που έχει με τους ανθρώπους που κάθονται δίπλα του στα αεροπλάνα και είναι πάντα έτοιμοι να «ανοιχτούν» στον ακροατή που έχουν μπροστά τους, καθώς γνωρίζουν ότι αυτή η συνάντηση έχει καθορισμένο χρονικό περιορισμό και δεν έχει δεσμεύσεις.
 
Αυτές οι μικροϊστορίες (σαν μικροδιηγήματα), κατά τη διάρκεια των ταξιδιών, προσφέρουν άφθονο μυθιστορηματικό υλικό στον προσεκτικό ακροατή – συγγραφέα, που παρά την αρχική του δυσφορία, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι αφηγήσεις που παραθέτει ο Δρόλιας, είναι ενδεχομένως (οι περισσότερες) προϊόντα της φαντασίας του, πράγμα που τονίζει το μυθιστορηματικό πλαίσιο του βιβλίου, αλλά κι «αληθινές» να είναι, δεν έχει καμιά σημασία για τον αναγνώστη, ο οποίος μετά τις πρώτες σελίδες έχει εισέλθει για τα καλά στο σύμπαν που έχει κατασκευάσει ο συγγραφέας.


«Αισθάνομαι ότι λίγοι συνειδητοποιούν πως το σημαντικότερο μέρος του γραψίματος δεν είναι το ίδιο το γράψιμο. Το μεγαλύτερο τμήμα της διαδικασίας είναι η ανάλυση και η σκέψη που θα οδηγήσουν κάποια στιγμή στο γράψιμο. Είναι το κομμάτι που παίρνει τον περισσότερο χρόνο, είναι το κομμάτι που οδηγεί όλα τα υπόλοιπα. Το δεύτερο σημαντικό μέρος του γραψίματος είναι το «κόψιμο». Είναι η διεργασία που, σαν τη γλυπτική, μορφοποιεί το έργο απ’ την αρχική ακατέργαστη πέτρα σε κάτι άλλο, το οποίο βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στην αρχική σκέψη. Το ενδιάμεσο κομμάτι, αυτό που τοποθετεί τις λέξεις στο κενό του υπολογιστή, της γραφομηχανής ή του χαρτιού, είναι το πιο ασήμαντο, το πιο γρήγορο και τελικά ίσως το πιο αδιάφορο.»
 
Υπάρχουν κεφάλαια / κομμάτια του βιβλίου, που εντυπωσιάζουν με την πληρότητά τους, αλλά και την δύναμη της ιστορίας που αφηγούνται. Κυρίως μετά την μέση, το βιβλίο ουσιαστικά απογειώνεται και αποκτά την μυθιστορηματική του ταυτότητα, καθώς στα στοχαστικά μέρη που ίσως είναι και τα πιο ενδιαφέροντα της αφήγησης, εισέρχονται ιστορίες που έχουν μυθοπλαστική δύναμη όπως «Ο τηλεφωνικός θάλαμος» με ένα ταξίδι στο Αμβούργο που εξελίσσεται διαφορετικά από αυτό που προγραμμάτιζε ο αφηγητής ή το εκπληκτικό κεφάλαιο «Είμαστε επτά», όπου ένα νεανικό ταξίδι στην Ουαλία, οδηγεί σε ένα ποίημα του Wordsworth από το 1798, η το «The land of the free», όπου ένα προγραμματισμένο meeting στην Καλιφόρνια με τον ιδιοκτήτη μιας μεγάλης τεχνολογικής εταιρείας, αποκαλύπτει πρακτικές σέκτας.
 
Στο βιβλίο υπάρχει πλήθος αναφορών σε βιβλία – όπως προαναφέρω στην αρχή του κειμένου, ο Δρόλιας είναι στιβαρός αναγνώστης -, σε μουσικές, σε ταινίες, σε τηλεοπτικές σειρές που συντροφεύουν τον ταξιδιώτη στις πολύωρες πτήσεις του. Από τους «Σατανικούς στίχους» του Ρούσντι και τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι έως την παλιά τηλεοπτική σειρά «Public eye» ή την σατιρική «Curb your enthusiasm», η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται και κάποιο απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί μπορούν να συνοδεύσουν τον μοναχικό ταξιδιώτη στις ατελείωτες ώρες του κενού αέρος στο οποίο βρίσκεται.
 
«Δεν έχω κάνει ποτέ ταξίδι χωρίς ένα βιβλίο μαζί μου. Είτε πρόκειται για πραγματικό, φυσικό βιβλίο είτε για ηλεκτρονικό, το βιβλίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ταξιδιού και σημείο στήριξης για όλη τη διαδικασία. Αν θα αναγκαζόμουν να ταξιδέψω χωρίς βιβλίο, θα ένιωθα γυμνός κι αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να περάσω σε μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας χωρίς το ξεφύλλισμα και την ανάγνωση. Ταξιδεύω για να διαβάζω και διαβάζω για να ταξιδεύω, με τον ίδιο τρόπο που ακούω μουσική την ώρα που τρέχω. Το βιβλίο αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι του ρυθμού και της απομάκρυνσης, εσωτερικής και εξωτερικής. Το βιβλίο όμως δεν αποτελεί ένα κενό, αλλά είναι η υποδοχή των συλλογισμών μου που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια στο υπόλοιπο ταξίδι.»


Υπάρχουν εντός της αφήγησης, πόλεις αγαπημένες και πόλεις που περιγράφονται με μαύρα χρώματα – το Αμβούργο είναι μια από αυτές. Το βιβλίο που γράφτηκε πριν την πανδημία και την απαγόρευση των πτήσεων, περιγράφει (με φανερή δυσφορία), τον κόσμο των στελεχών επιχειρήσεων και των τεχνοκρατών που με το που κάθονται στη θέση τους μέσα στο αεροπλάνο, ανοίγουν τον υπολογιστή τους και δουλεύουν, μιλάει για ένα κόσμο που δεν ξέρουμε αν θα επανέλθει στις πρακτικές του κοντινού παρελθόντος. Η πανδημία έχει αλλάξει κατά πολύ τις συνήθειες, η τηλεργασία και τα teleconferences, είναι πλέον μέρος της καθημερινότητας πολλών. Ο συγγραφέας εκφράζει την κούρασή του, από τα συνεχή ταξίδια, δεν αισθάνεται τυχερός (παρότι οι περισσότεροι θα τον χαρακτήριζαν έτσι).

Με την σκιά του W.G.Sebald να αιωρείται διαρκώς μέσα στο βιβλίο – υπάρχουν και φωτογραφίες τραβηγμένες από τον συγγραφέα, που θυμίζουν έντονα τον σπουδαίο Γερμανό, που κάποια από τα βιβλία του αναφέρονται και μέσα στην αφήγηση, ο Δρόλιας επιχειρεί ένα στοχαστικό εσωτερικό ταξίδι, ένα road-novel αυτογνωσίας χρησιμοποιώντας γλώσσα απλή αλλά ουσιαστική, με ευκρινή αφηγηματικό λόγο χωρίς εξάρσεις αλλά ιδιαίτερα σαγηνευτικό και συναρπαστικό.
 
Το «Ταξίδια με λάθος ανθρώπους», είναι με βεβαιότητα, το καλύτερο βιβλίο που έχει γράψει ο Βασίλειος Δρόλιας μέχρι στιγμής, και σίγουρα θα αποτελέσει σταθμό στην συγγραφική του πορεία. Με έξοχο αφηγηματικό ρυθμό, είναι μια ενδελεχής καταγραφή των μοντέρνων κοινωνικών νευρώσεων, που χάρη στην ευαίσθητη ματιά του συγγραφέα διαβάζεται ευχάριστα, παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα απολαυστικό ταξίδι που μπορεί και να κρατήσει όσο μια πτήση προς μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.  
 
«Είμαι τα ταξίδια μου. Είμαι κάθε γωνιά του πλανήτη που έχω αγγίξει. Είμαι κάθε μόριο αέρα που έχω αναπνεύσει πάνω από ωκεανούς, ερήμους και οροσειρές. Είμαι όλα όσα προσπαθώ να αποφύγω, όλα όσα δεν θέλω να κρατήσω, όλα όσα δεν αντέχω να διατηρήσω στην ισορροπία των στιγμών. Είμαι όλες οι αποφάσεις μου, όλες οι γνωριμίες μου, όλα τα άγνωστα χαμόγελα και όλες οι τυχαίες συζητήσεις με πρόσωπα που γνώρισα και που δεν θα ξαναδώ ποτέ. Είμαι όλα όσα έχω ταξιδέψει. Χωρίς να έχω την αίσθηση ότι έχω καταλάβει τίποτε απ’ τις χώρες που γύρισα, χωρίς να έχω την υπεροψία πως κατάφερα να καταλάβω ούτε το απέναντι ντουβάρι.»

Βαθμολογία : 83 / 100



 
 
 
 
 
Δευτέρα, Ιουνίου 06, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 06, 2022 | Permalink
"Είναι ένα ασήμαντο γεγονός που δεν θα περάσει στην ιστορία" ("Άδεια σπίτια" της Brenda Navarro)
Μια γυναίκα γεννάει ένα αγόρι χωρίς να το θέλει πραγματικά. Μετά από λίγα χρόνια, το χάνει στο πάρκο. Θα το κλέψει μια άλλη γυναίκα, που ήθελε απεγνωσμένα να αποκτήσει ένα παιδί και δεν μπορούσε. Μέσα από τις αφηγήσεις / τις φωνές αυτών των δύο γυναικών, διαβάζουμε ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, το «ΑΔΕΙΑ ΣΠΙΤΙΑ» («Casas vacias»), της Μεξικανής ακτιβίστριας συγγραφέως, Brenda Navarro (1982, Πόλη του Μεξικού), που μάλιστα ήταν και το πρωτόλειο της. Το γεμάτο δυναμισμό αυτό βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρώτα σε ελεύθερη ηλεκτρονική μορφή για να εκδοθεί αργότερα σε έντυπη μορφή – η δε αγγλική του έκδοση, απέσπασε βραβείο μετάφρασης το 2019 -, ευτυχώς εκδόθηκε στην Ελλάδα, σε μια (ως συνήθως) καλαίσθητη έκδοση, από τις εκδόσεις Carnivora, σε μετάφραση Ασπ. Καμπύλη (σελ.165).


«Φαντάζεσαι τα πάντα, εκτός απ’ το ότι μια μέρα θα ξυπνήσεις με το βάρος ενός αγνοούμενου να σε πλακώνει. Τι είναι ένας αγνοούμενος; Είναι ένα φάντασμα που σε καταδιώκει σαν να ήταν μέρος μιας σχιζοφρενικής παραίσθησης.»
 
Μια γυναίκα της ανώτερης αστικής τάξης, χάνει τον τρίχρονο γιο της, τον Ντανιέλ, μια μέρα στο πάρκο. Μερικά λεπτά αφηρημάδας, κοιτώντας το κινητό, προσπαθώντας να δει αν έχει μήνυμα από τον εραστή της, και ο μικρός εξαφανίζεται. Σαν να τον κατάπιε η γη, κανείς δεν είδε τίποτα. Η γυναίκα διαλύεται ψυχολογικά. Ούτε η γυναίκα, ούτε ο σύζυγός της, ο Φραν, ήθελαν πραγματικά να γίνουν γονείς, ο δε Φραν πρόσεχε πάντα κατά τη διάρκεια της εκσπερμάτωσης, μέχρι την μοιραία στιγμή. Η σχέση με τον Φραν τελματωμένη, η σχέση της με τον εραστή της, τον Βλαντιμίρ ήταν στα τελειώματα. Και οι δύο δείχνουν με τον τρόπο τους, ότι την θεωρούν υπεύθυνη για την εξαφάνιση του μικρού. Στο σπίτι τους φιλοξενούν, την ανεψιά του Φραν, την έφηβη Ναγκόρε από την Ισπανία, που ο πατέρας της σκότωσε την μητέρα της σε μια έκρηξη βίας. Η Ναγκόρε, σιωπηλή παρατηρεί την απόγνωση της γυναίκας, την αργή και σταδιακή κάθοδό της προς την κόλαση.
 
Μια άλλη γυναίκα, της εργατικής τάξης, που ζει στην περιφέρεια της πόλης, με τον εραστή της, τον Ραφαέλ, που την χτυπάει, εξαφανίζεται για μέρες, επιστρέφει - πάντα την κλέβει, προσπαθεί να κάνει παιδί για χρόνια, χωρίς επιτυχία. Έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή στην καλή κοινωνία της πόλης για τα παγωτά και τις τούρτες που φτιάχνει σπίτι της και την καλούν στα πάρτι των παιδιών τους. Εκεί προσέχει ένα αγοράκι σαν αγγελούδι, που το ξαναβλέπει τυχαία σε μια βόλτα της στο κέντρο της πόλης σε ένα πάρκο. Θα το αρπάξει, χωρίς να σκεφτεί και θα τραπεί σε φυγή. Θα το ονομάσει Λεονέλ.
 
«Τι είναι ένα σπιτικό και από τι φτιάχνεται; Πότε αρχίζουμε να είμαστε γονείς και παιδιά; Όταν η Ναγκόρε ξεκούραζε το κεφάλι της στο κορμί μου και αγκάλιαζε την κοιλιά μου, που της απαντούσε με χτυπηματάκια, λες και ήταν μια πόρτα που ήθελε ν’ ανοίξει; Όταν ο Ντανιέλ βγήκε απ’ το κορμί μου τόσο απρόθυμα, ώστε αναγκάστηκαν να του δώσουν οξυγόνο κι εγώ δεν μπόρεσα να τον κρατήσω στα χέρια μου παρά μόνο μια βδομάδα μετά; Που ξεκινάει ένα σπιτικό και από τι φτιάχνεται;»
 
Ο Ντανιέλ / Λεονέλ όμως με τα μεγάλα γαλάζια του μάτια και τις μπούκλες στα μαλλιά, είναι αυτιστικός, δεν μιλάει και κλαίει πολύ. Η μια γυναίκα δεν ήθελε να γίνει μητέρα και τον χάνει, η άλλη γυναίκα, δεν έβλεπε την ώρα να έχει ένα παιδί και αίφνης βρίσκεται με ένα που δεν μπορεί να κουμαντάρει και άθελά του, γίνεται η αφορμή να εξαφανιστεί τελείως ο εραστής της. Το παιδί γίνεται το όχημα, αλλά και το θύμα, για να ξετυλιχθεί το δράμα δύο γυναικών που οι καταστάσεις που προκύπτουν είναι πολύ διαφορετικές από τα σχέδια που είχαν.
 
Η αφήγηση των δύο γυναικών εναλλάσσεται στο βιβλίο της Navarro. Δεν ακολουθείται γραμμική φορά, ενώ του κάθε κεφαλαίου προηγείται ένα ποίημα της Πολωνής ποιήτριας Wislawa Szymborska. Ο μονόλογος των δυο γυναικών κυριαρχεί στον πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό ρυθμό αυτής της λιτής και ιδιαίτερα περιεκτικής ιστορίας που ξαφνιάζει με τη δύναμη της – δύναμη γροθιάς στο στομάχι που δέχεται ο αναγνώστης, σχεδόν σε κάθε σελίδα, σε κάθε στροφή της πλοκής.
 
«Κι αν γύρισε, αλλά εγώ είχα φύγει απ’ τη θέση μου και δεν μπόρεσε να με βρει; Όχι, όχι, δε γύρισε, γιατί ποτέ δεν έφυγε. Πας στο δωμάτιο, όπου πρέπει να βρίσκεται, και χαϊδεύεις το στρώμα ∙ όπου να’ ναι γυρνάει, αλλά δεν έρχεται, τότε κλείνεις τα μάτια και δεν έχει σημασία αν περνάνε δυο λεπτά ή τριάντα, όταν τ’ ανοίγεις, αποδίδεις τα πάντα σε έναν εφιάλτη, τίποτα παραπάνω. Αλλά δεν είναι εκεί, δεν είναι. «Είμαι», το ρήμα που μας κάνει ανθρώπους. Ο εφιάλτης είναι αιώνιος.»
 
Αυτή η ιστορία των δύο γυναικών που υποφέρουν, είναι η βάση του βιβλίου. Γυναίκες που κακοποιούνται, άνθρωποι κάθε ηλικίας που εξαφανίζονται. Δεν είναι τυχαίο ότι η Navarro, χρησιμοποιεί στο κέντρο της αφήγησης, ένα παιδί που δεν μιλάει. Οι εξαφανισμένοι δεν έχουν φωνή, απλά χάνονται, γίνονται μια απλή αναφορά σε ένα αστυνομικό δελτίο – όταν δε είναι δεκάδες χιλιάδες, όπως συμβαίνει στο Μεξικό, τότε υποθέτω ότι ουδείς ασχολείται.


Η συγγραφέας όμως θίγει και ένα άλλο ευαίσθητο θέμα στο πολυεπίπεδο μυθιστόρημά της. Τα σκοτεινά μέρη της μητρότητας. Στο βιβλίο βρισκόμαστε μακριά από την «αγιοποίηση» και την «ροζ ευτυχία» των γυναικών που γίνονται μητέρες. Η μια δεν το ήθελε ποτέ (grande ενοχή), το αγαπάει, το φροντίζει και ξαφνικά το χάνει από στιγμιαία αφηρημάδα (ακόμα πιο grande ενοχή) και νιώθει άχρηστη (το λιγότερο), κακή σύζυγος και μητέρα, με τη συμπεριφορά του συζύγου να την κάνει να νιώθει ακόμα πιο ένοχη με το συγκαταβατικό του στυλ. Η άλλη, από την τεράστια επιθυμία της, διαπράττει μια εγκληματική πράξη, μια απαγωγή – το γνωρίζει (grande ενοχή) και όταν φέρνει το αγγελούδι σπίτι, αντιλαμβάνεται ότι έχει στα χέρια της, ένα «πρόβλημα» ενώ της την «πέφτουν» όλοι, από τον ακαμάτη εραστή μέχρι τα πρόσωπα του άμεσου συγγενικού της περιβάλλοντος, κι έτσι μετά από λίγο χρονικό διάστημα, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να «ξεφορτωθεί» το «πρόβλημα» (ακόμα πιο grande ενοχή). Και στη μέση (και ίσως πάνω απ’ όλα) η κακοποιητική συμπεριφορά των συντρόφων τους, των ανδρών που είναι «δυνάστες», «κυριαρχικοί» με τις μητέρες τους να μη πηγαίνουν πίσω, σε αυτές τις συμπεριφορές.
 
Η Navarro, επιτίθεται κατά πάντων στη γεμάτη μεταφορές και συνδέσεις νουβέλα της. Θίγει το κοινωνικό σύστημα, την ανισότητα των κοινωνικών τάξεων που προβάλλεται διαρκώς κατά τη διάρκεια του βιβλίου, το κακό που ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, τη σχετικότητα μεταξύ Καλού και Κακού, τις ερωτικές σχέσεις, την δυσκολία επαφής, την ανικανότητα των Αρχών.
Με αφηγηματικό ύφος που εναλλάσσεται μεταξύ των δύο φωνών/μονολόγων, η συγγραφέας καθηλώνει τον αναγνώστη από την αρχή του βιβλίου όταν στις πρώτες σελίδες, η μητέρα του Ντανιέλ απευθύνεται στον εαυτό της λέγοντας: «Ανάπνεε. Άντεξε. Σήκω. Ανάπνεε…» μέχρι την ακροτελεύτια παράγραφο που η απαγωγέας του Λεονέλ, μονολογεί: «Εγώ δεν έχω όνομα…».
 
«Υπάρχουν τόσοι τρόποι να εξαφανιστείς, που, όταν γίνεται πραγματικότητα, συμβαίνει με τον τρόπο όσων το ζουν: Ο Ντανιέλ εξαφανισμένος, ο Φραν εξαφανίζεται, εγώ θα εξαφανιστώ. Εντέλει, ήμασταν αυτοί που δεν υπήρχαν, αυτοί που εξαχνώνονται, εξαχνώθηκαν, θα εξαχνωθούν. Εξαφανισμένοι: μυστικοί, φευγάτοι, κρυμμένοι, εξαλειμμένοι, εξατμισμένοι, κενοί, διαλυμένοι, διαμελισμένοι, απόντες, εξαερωμένοι, εκλιπόντες, ρευστοί, δίχως διάθεση να παραστούμε ούτε καν στην ίδια μας την ύπαρξη.»
 
Συγκλονιστικό μυθιστόρημα τα «ΑΔΕΙΑ ΣΠΙΤΙΑ», συστήνει στο ελληνικό κοινό μια πραγματικά σπουδαία αφηγηματική φωνή. Γραμμένο με δύναμη και αξιοθαύμαστη δομή, το βιβλίο της Navarro, χωρίς να κραυγάζει, χωρίς να υποκύπτει σε «ευκολίες», επιτίθεται δίχως έλεος στην χαλαρότητα και στην άνεση του αναγνώστη, «χτυπώντας» τον αλύπητα, προβληματίζοντάς τον με γλώσσα που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του, γυμνή, χωρίς συναισθηματισμούς και λυρικότητες. Βιβλίο για την μητρότητα, την οδύνη, την άκρατη θλίψη, την βία, τα οικογενειακά δράματα, τα θύματα και τους θύτες. Βιβλίο – τσεκούρι, για το οποίο μπορείς να συζητάς για ώρες!
 
Βαθμολογία 86 / 100