Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2015 | Permalink
Αυτόχειρες
«ΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ» («Los Suicidas»), (Εκδ. Απόπειρα, μετάφρ. Άννα Βερροιοπούλου, σελ. 177), του Αργεντινού συγγραφέα Antonio Di Benedetto (1922-1986), είναι μια θαυμάσια και ασυνήθιστη νουβέλα, η οποία στην αρχή της έχει την δομή μιας δημοσιογραφικής έρευνας, μετατρέπεται στην συνέχεια σε ιστορική και κοινωνική μελέτη για την αυτοκτονία, για να εξελιχθεί στην πορεία της σε, ένα φιλοσοφικό και ιδιαίτερα ελεγειακό μυθιστόρημα.


Δύο φωτογραφίες που απεικονίζουν τρεις αυτόχειρες, είναι η αφορμή για να ανατεθεί στον νεαρό δημοσιογράφο και ανώνυμο (στην ταινία που βασίστηκε στο μυθιστόρημα έχει το όνομα Ντάνιελ) ήρωα του βιβλίου, μια έρευνα από το πρακτορείο όπου εργάζεται. Θα είναι μια έρευνα όχι μόνο για το θέμα της αυτοκτονίας αλλά κυρίως για το βλέμμα – αυτόν τον τρόμο στα μάτια που είχαν οι δύο από τους τρεις αυτόχειρες των συγκεκριμένων φωτογραφιών και αν υπάρχει (αυτό το βλέμμα ή κάποια άλλη έκφραση) σε ανθρώπους που έδωσαν τέλος στη ζωή τους. Η έρευνα αυτή για να αποκτήσει νόημα πρέπει να στηριχθεί σε ντοκουμέντα, οπότε ο ήρωας και αφηγητής υποχρεούται να τρέχει σε περιπτώσεις ανθρώπων που αυτοκτόνησαν, λίγο μετά τη μοιραία στιγμή, να μιλάει με τις οικογένειές τους, να βλέπει τις σωρούς τους.

Όλη η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο παράλληλα επίπεδα, περνάει μέσα από την αφήγηση του ανώνυμου ήρωα ο οποίος στα πλαίσια των ερευνών του, να διαλευκάνει το «μυστήριο» με την τελευταία έκφραση στα πρόσωπα των αυτοχείρων, προσπαθεί να επιλύσει και το προσωπικό οικογενειακό του παρελθόν, καθώς ο πατέρας του και ο παππούς του είχαν αυτοκτονήσει. Ο ίδιος, έχοντας φτάσει στην ηλικία που ο πατέρας του αυτοκτόνησε, στα 33 του δηλαδή, είναι ένας εντελώς αποξενωμένος (από όλους κι απ’ όλα) άνθρωπος με μια αδιέξοδη σχέση, με τίποτα να μη τον αγγίζει (παρά μόνο το μποξ) και με την ιδέα της αυτοκτονίας να τριγυρίζει συνεχώς στο μυαλό του. Η επαφή του με την συνεργάτιδά, φωτογράφο Μαρσέλα, μια αινιγματική προσωπικότητα, καθώς και με την Μπίμπι, την υπεύθυνη της αρχειοθήκης, η οποία του παραθέτει κείμενα φιλοσόφων για την αυτοκτονία, θα μετατρέψει την έρευνα σε μια προσωπική κατάδυση, μια σπουδή στον εαυτό του.

"Ο Ντυρκέμ λέει: "Συχνά, σε οικογένειες στις οποίες σημειώνονται αυτοκτονίες κατ' επανάληψη, αυτές αναπαράγονται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Όχι μόνο λαμβάνουν χώρα στην ίδια ηλικία..."
Λέει λαμβάνουν χώρα στην ίδια ηλικία.
"...αλλά εκτελούνται επίσης με την ίδια μέθοδο. Άλλοτε προτιμάται η θηλιά, άλλοτε η ασφυξία ή η πτώση από ψηλά. Σε ένα παράδειγμα, που μνημονεύεται συχνά, η ομοιότητα πάει πιο μακριά: το ίδιο όπλο έχει χρησιμοποιηθεί απ' όλους τους αυτόχειρες της οικογένειας, και μάλιστα με διαφορά πολλών χρόνων."
Το πιστόλι του πατέρα μου, με λαβή από φίλντισι, που η μαμά φυλάει στον μπουφέ.
Ωστόσο ο Ντυρκέμ υποστηρίζει ότι οφείλεται σε μια μεταδοτική επίδραση στο μυαλό των συγγενών και ότι δεν έχει αποδειχτεί η κληρονομικότητα στην αυτοκτονία. Αν ένας δυστυχής τερματίσει τη ζωή του, και στην οικογένειά του υπάρχει ιστορικό τρέλας και αυτοχειρίας, δεν οφείλεται στο ότι οι γονείς του ήσαν αυτόχειρες, αλλά τρελοί. Και το λέει ο Ντυρκέμ."

Θραύσματα από ζωές ανθρώπων που έδωσαν τέλος στη ζωή τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εξετάζει ο αφηγητής καθώς η έρευνα του προχωράει, θραύσματα της οικογενειακής του ζωής περιγράφει επίσης, ενώ ζει και κινείται μέσα στην καθημερινότητα της πολύβουης (και μιλιταριστικής καθώς βρισκόμαστε στα χρόνια της δικτατορίας Βιντέλα) πόλης, ένας "ξένος" που δεν τον αγγίζει τίποτα και οι αισθήσεις του παγωμένες, που ξυπνάνε μόνο με την προσμονή μιας γυναικείας επαφής ή ενός γερού ξύλου σε έναν αγώνα μποξ.

Η νουβέλα, γραμμένη στο τέλος της δεκαετίας του '60 (τρίτο μέρος μιας τριλογίας σχετικά με την ματαιότητα) από τον εξαιρετικό συγγραφέα Ντι Μπενεντέτο (εν πολλοίς άγνωστο στην Ελλάδα), δεν προτείνει κάτι, ούτε έχει τον ελάχιστο διδακτισμό. Δεν είναι μια συνηγορία υπέρ της αυτοκτονίας, ούτε έχει κάποιο καταγγελτικό-κρυπτοθρησκευτικό μήνυμα. Μοιάζει με τα μυθιστορήματα του Καμύ στο υπαρξιακό ύφος που διατρέχει το κείμενο, ενώ τα ιντερλούδια με τις φιλοσοφικές απόψεις, απογειώνουν το βιβλίο και του δίνουν μια σαγηνευτική φιλοσοφική ατμόσφαιρα, έρχονται δε σε αντίθεση με την έρευνα η οποία σε κάποιες περιπτώσεις αυτόχειρων, αποκτά αστυνομική χροιά.

"Αν με σκοτώσω, σκοτώνω εμένα και σκοτώνω την τάση μου προς το θάνατο.
Θα ήθελα να σκοτώσω άλλους, όχι κάποιον συγκεκριμένα, όμως πολλούς, επειδή είναι γουρούνια και ανελέητοι και ασχημαίνουν τον κόσμο...
Αν έχω τάση προς το θάνατο, έχω επίσης τάση να σκοτώνω άλλους;
Δεν μπορώ να σκοτώσω, τουλάχιστον όχι όλους. Μπορώ όμως να τους κάνω όλους να χαθούν: αν βυθιστώ στην ανυπαρξία, δεν θα υπάρχουν πια οι άλλοι για μένα."


Το μη αναμενόμενο φινάλε, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και κλείνει αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα με τον ιδανικότερο τρόπο. Είναι εντυπωσιακή η οικονομία γραφής του συγγραφέα. Δεν υπάρχει τίποτα περιττό, ενώ η γλώσσα μεταλλάσσεται και ποικίλλει στην ροή του κειμένου, δίνοντας κάθε φορά ένα διαφορετικό τόνο που εναλλάσσεται μεταξύ ζόφου και παρωδίας, τραγωδίας και γκροτέσκου, ελεγειακό και μελαγχολικό, γελοίο και αδιέξοδο. Ο Ντι Μπενεντέτο μ'αυτό του το βιβλίο δείχνει την μαεστρία του και την μεγάλη του αξία. 


 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2015
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2015 | Permalink
Έθιμα ταφής
«Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία της κάμαρας ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται, έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή μου μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου να μείνει μόνο το δικό τους φως, και μ’ αυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Που θα είμαι τότε εγώ;»

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το λογοτεχνικό ντεμπούτο της νεότατης Αυστραλής συγγραφέως, Hanna Kent (Αδελαΐδα, 1985) με το συναρπαστικό κοινωνικό-ιστορικό μυθιστόρημα «ΕΘΙΜΑ ΤΑΦΗΣ» («Burial Rites»), (Εκδ. Ίκαρος, μετάφρ. Μ.Αγγελίδου, σελ.418), ένα βιβλίο που προκάλεσε αίσθηση διεθνώς, ήδη δε, έχει αγαπηθεί ιδιαιτέρως και στη χώρα μας και οι λόγοι είναι σαφείς: ωραία ιστορία που συγκινεί, ταύτιση του αναγνωστικού κοινού με την ηρωίδα, εξαιρετική ατμόσφαιρα, μια χώρα χαμένη στα βάθη της ιστορίας γεμάτη θρύλους και σάγκες.

Η Κεντ, αφηγείται την αληθινή ιστορία της Άγκνες Μαγκνουσντότιρ, η οποία ήταν η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ισλανδία, τον Ιανουάριο του 1830 (ο πέλεκυς της εκτέλεσης υπάρχει στο μουσείο), για ένα αποτρόπαιο έγκλημα δύο ανδρών (του δαιμονικού Νάταν και ενός φίλου του), σε μια απομακρυσμένη αγροικία σχεδόν δύο χρόνια πριν. Η Άγκνες μαζί με τους δύο συνεργούς της όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο (ένα νεαρό άντρα, σχεδόν έφηβο και μια πολύ νεαρή κοπέλα), καταδικάζεται σε θάνατο δι’ απαγχονισμού από το δικαστήριο. Μέχρι την εκτέλεσή της και μετά από μια μακρά περίοδο φυλάκισης, υποχρεούται να παραμείνει στο αγρόκτημα ενός νομαρχιακού υπαλλήλου, και να ζήσει στο ίδιο σπίτι με την οικογένειά του, την γυναίκα του Μαργκρέτ και τις δύο κόρες τους.

Ισλανδία των αρχών του 19ου αιώνα, επαρχία της Δανίας, και ακόμα χωρίς αυτονομία την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα (η πλήρης ανεξαρτησία της αργεί ακόμα έναν αιώνα περίπου). Μια απομακρυσμένη χώρα-νησί, όπου στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου οι καιρικές συνθήκες είναι άθλιες και μια κοινωνία αυστηρά θρησκόληπτη αλλά και παγανιστική, καθαρά αγροτική που ζεί μέσα σε θρύλους και δεισιδαιμονίες, την καχυποψία και την οικονομική εξαθλίωση. Όποιος ξεχωρίζει είτε από εξωτερικά χαρακτηριστικά (χρώμα μαλλιών ή ματιών), είτε είναι λίγο πιο ευφυής ή ευαίσθητος από το πλήθος, στιγματίζεται και περιθωριοποιείται. Η Άγκνες τα συγκέντρωνε όλα, αυτά που απαιτούντο για την στόχευσή της από μικρή. Η μητέρα της θεωρείτο πόρνη, ήταν αγνώστου πατρός (κάτι μάλλον σύνηθες τότε στην περιοχή αυτή), είχε σκούρο χρώμα μαλλιών, ήταν όμορφη και έξυπνη, ανεξάρτητη και με θάρρος γνώμης. Δούλευε από μικρή παραδουλεύτρα σε διάφορες αγροικίες. Ερωτεύτηκε τον Νάταν, που θεράπευε κόσμο και ζούσε απομονωμένος δίπλα στη θάλασσα. Τι όμως ακριβώς έγινε εκείνη την μοιραία ημέρα στην απομακρυσμένη αγροικία του Νάταν; Τα δεδομένα είναι σαφή και δεν επιτρέπουν παρεκκλίσεις, τα υπόλοιπα είναι καθαρά μυθοπλασία.

Ο κυριότερος λόγος της ιδιόμορφης φυλάκισης και της ουσιαστικής συμβίωσης στο σπίτι μιας επιφανούς οικογένειας της περιοχής, ήταν η επιθυμία των Αρχών να οδηγηθεί ο μελλοθάνατος στην αγχόνη υπό την προετοιμασία ενός εφημέριου. Η Άγκνες επιλέγει γι'αυτόν τον ρόλο, τον ιεροδιάκονο Θόρβαρδουρ (Τότι) Γιόνσον, ενός νεαρού και άπειρου ιερωμένου, ο οποίος έλκεται από την προσωπικότητα της κατάδικης, και ενδιαφέρεται να ακούσει την ιστορία της. Η ιστορία της Άγκνες ξετυλίγεται αργόσυρτα μέσα από τις εξομολογήσεις της στον ιερέα, μέσα από την φωνή της, όπως και από τις συζητήσεις της με την Μαργκρέτ, την οποία βοηθάει στις καθημερινές εργασίες του κτήματος και της κουζίνας. Η ανάπλαση του φονικού, τα γεγονότα της βασανισμένης ζωής της Άγκνες δίνονται με μια αφήγηση αφοπλιστική και ρεαλιστική ενώ η κορύφωση των τελευταίων 100 σελίδων είναι γεμάτη ένταση και προσμονή παρά το προδιαγεγραμμένο φινάλε.

«… «Οι πράξεις λένε ψέματα», απάντησε κοφτά η Άγκνες. «Υπάρχουν άνθρωποι που από την αρχή δεν έχουν ελπίδες. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ένα λάθος. Αν ο κόσμος αρχίζει και λέει πως μια γυναίκα είναι κακή μάνα, επειδή έκανε ένα λάθος…»
Ο Τότι δεν απάντησε κι εκείνη συνέχισε:
«Δεν είναι δίκαιο. Νομίζουν όλοι ότι σε ξέρουν από τα πράγματα που έχεις κάνει. Νομίζουν πως δεν είναι ανάγκη να καθίσουν και να σ’ ακούσουν, να σ’ αφήσουν να μιλήσεις για τον εαυτό σου. Όσο κι αν πασχίζεις, να ζήσεις μια ζωή σωστή, αν κάνεις ένα λάθος σ’ ετούτη την κοιλάδα, δεν το ξεχνούν ποτέ. Όσο κι αν βάζεις τα δυνατά σου να κάνεις το σωστό. Όσο κι αν ακούς τη φωνή σου μέσα σου να ψιθυρίζει «Δεν είμαι έτσι! Δεν είμαι όπως λέτε!» - Ο τρόπος που σε βλέπουν οι άλλοι, αποφασίζει τελικά το ποιος είσαι».»

Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης. Με αυτή την τεχνική ο αναγνώστης ταυτίζεται με την ηρωίδα της Κεντ, η οποία παρουσιάζεται οικεία, ευαίσθητη, τελείως διαφορετική από τον χαρακτήρα μιας γυναίκας-δολοφόνου, ψυχρής και σκληρής όπως θέλανε να εμφανίσουν οι Αρχές - και έχει γραφτεί στα βιβλία της Ισλανδικής ιστορίας. Στο θέμα αυτό βέβαια παρουσιάζεται ένα πρόβλημα γιατί οι σελίδες της πρωτοπρόσωπης αφήγησης είναι πολύ σαγηνευτικές και ανυπομονείς (κυριολεκτικά), να εμφανίζονται συχνότερα. Μοιάζει αρκετά ως προς την ιστορία με το αριστούργημα της Μάργκαρετ Άτγουντ, "Το άλλο πρόσωπο της Γκρέις" και ίσως το βιβλίο αυτό να αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως επιρροή για την νεαρή συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα της Κεντ εκπλήσσει με την έρευνα και την επιμονή της συγγραφέως να "σκαλίσει" κάθε πτυχή της ιστορίας. Μπορεί το πρώτο μέρος να κυλάει κάπως αργόσυρτα και με μεγάλη επιμονή στην λεπτομέρεια των εξωτερικών χώρων, αλλά στο δεύτερο μέρος και κυρίως όσο βαδίζουμε προς το τέλος, το μυθιστόρημα "απογειώνεται" και "αιχμαλωτίζει" τον αναγνώστη με το ζοφερό του κλίμα και την ελεγειακή του μορφή. Εκεί ακριβώς εντοπίζω την μεγάλη επιτυχία του βιβλίου. Χωρίς να χρειαστούν πολλές λεπτομέρειες γύρω από την (άγνωστη εν πολλοίς) χώρα, τα ήθη κι έθιμα, την εποχή, η αφήγηση έχει τέτοιον δυναμισμό και ζωντάνια που συναρπάζουν και δονούν τις αισθήσεις. Ο Μπόρχες που λάτρευε τις Ισλανδικές σάγκες θα το εκτιμούσε ιδιαιτέρως.


Η συγγραφέας βρέθηκε στην Ισλανδία μέσω ενός προγράμματος φοιτητικών ανταλλαγών. Γοητεύτηκε από την ιστορία της Άγκνες, έψαξε, μελέτησε διάφορες πηγές και η αφήγησή της εναλλάσσει τα πραγματολογικά στοιχεία με την μυθοπλασία με πολύ δημιουργικό τρόπο. Είναι άξιο θαυμασμού το έργο της αν σκεφτεί κανείς την ηλικία της (το βιβλίο παρουσιάστηκε πριν 2 χρόνια στο διεθνές κοινό όταν η Κεντ ήταν 28 χρονών, άρα το έγραψε ακόμα νεότερη) και την ικανότητά της να εκμεταλλευτεί την ιστορία που διηγείται με τον καλύτερο τρόπο, βάζοντας στο επίκεντρο και, προβάλλοντας το πρόσωπο της Άγκνες, αναδεικνύοντάς την ως, λογοτεχνική φιγούρα που μένει χαραγμένη στη μνήμη.

«Θα χαθείς. Δεν υπάρχει τελευταία κατοικία, δεν υπάρχει κηδεία, δεν υπάρχει ταφή, μόνο ένα ασταμάτητο σκόρπισμα, ένα ταξίδι που σπάει σε χίλια άλλα άσκοπα, ένα ταξίδι που σε πάει παντού χωρίς να σου προσφέρει δρόμο για να γυρίσεις στο σπίτι, αφού δεν υπάρχει σπίτι, υπάρχει μόνο αυτό το κρύο νησί κι ο σκοτεινός εαυτός σου ίσα που κρατιέται πάνω του, ώσπου ν’ αρχίσεις κι εσύ να ουρλιάζεις σαν τον αέρα και να μιμείσαι τη μοναξιά του, σπίτι δεν έχει να γυρίσεις, θα χαθείς, η σιωπή θα σε πάρει δική της, θα ρουφήξει τη ζωή σου στα μαύρα της νερά, θα τινάξει σαν σπίθες όποια άστρα μπορεί να σε θυμούνται, αλλά κι αν ακόμα σε θυμούνται, δεν θα το πουν, δεν θα το πουν, κι αν κανείς δεν λέει πια το όνομά σου, τότε σ’ έχουν ξεχάσει, μ’ έχουν ξεχάσει.»

Άλλη μια λογοτεχνική έκπληξη που μας επιφύλασσαν οι εκδόσεις Ίκαρος. Όπως και με τον σούπερ-ταλαντούχο Άντονι Μάρα, ή τον υπέροχο Βάσκες έτσι και με την θαυμάσια Χάνα Κεντ που σίγουρα θα ξανακούσουμε γι'αυτήν στο μέλλον. Εξάλλου τα "Έθιμα ταφής" δεν ολοκλήρωσαν την πορεία τους, αφού ετοιμάζεται η κινηματογραφική προσαρμογή του βιβλίου, με πρωταγωνίστρια στον ρόλο της Άγκνες την πολύ καλή (και μάλλον ιδανική ως φιγούρα) Jennifer Lawrence.






 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 18, 2015
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 18, 2015 | Permalink
"Η αγάπη θα μας σώσει, αδέρφια. Και οι ιστορίες, φυσικά"
Ο Μιχάλης Μητσός (Αθήνα,1959) είναι ένας από τους λίγους (ελάχιστους ίσως) δημοσιογράφους, που παρακολουθώ την στήλη τους ("Διαστάσεις"), πολλά χρόνια τώρα. Υπήρχε και το αντίστοιχο blog του παλαιότερα, το οποίο έχει αρκετά χρόνια να ανανεωθεί. Με την έκδοση ενός ιδιότυπου (και ιδιαίτερα αναλυτικού) ημερολογίου σε μορφή βιβλίου "ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΟΥΝ (Ένα ημερολόγιο του 2014)", (Εκδ. Πόλις, σελ.539), ο Μητσός κάνει το (αναμενόμενο για όσους γνωρίζουν τη γραφή του) βήμα προς το είδος του λογοτεχνικού δοκιμίου με μεγάλη επάρκεια και επιτυχία.

"Συγγραφέας δεν είμαι. Ούτε, βέβαια, διανοούμενος. Επινοούμενος ίσως, σύμφωνα με μιαν απροσδόκητα αυτοσαρκαστική έκφραση ενός παλιού υπουργού, το όνομα του οποίου αποκαλύπτω κάπου σ' αυτές τις σελίδες. Είμαι, με λίγα λόγια, ένας ημιμαθής γραφιάς, που αντιγράφει ιδέες, ή έστω τις μεταγράφει - πάντως δεν τις παράγει. Στη δημοσιογραφία μπήκα από σπόντα, επειδή μου άρεσε να παρακολουθώ τον ξένο τύπο. Είχα όμως την τύχη να ανεβώ τη σωστή στιγμή στο σωστό τρένο. Τριάντα-τόσα χρόνια μετά, στο ίδιο τρένο βρίσκομαι. Ίσως επειδή είμαι αμετανόητος, όπως είχε πει ένας άλλος πρώην υπουργός, που κι αυτόν κάπου τον ξεμπροστιάζω. Ίσως επειδή κατά βάθος είμαι συντηρητικός. Ίσως, πάλι, επειδή φοβάμαι πως, "Όπου να πάω, σ' όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβώ"."

365 εγγραφές για αντίστοιχες ημέρες του 2014. Για όσους είναι εξοικειωμένοι με το είδος δημοσιογραφίας που υπηρετεί ο Μητσός, δεν αποτελούν έκπληξη τα κείμενα αυτά. Σχόλια της επικαιρότητας, μικρές ή μεγάλες ειδήσεις από τον ξένο τύπο, λογοτεχνικά νέα, αποσπάσματα από βιβλία που βραβεύθηκαν στις ΗΠΑ, στην Γαλλία, στην Αγγλία, αλλά και αναμνήσεις από το παρελθόν, μεταφράσεις ποιημάτων, τραγουδιών που σημάδεψαν κάποια φάση της ζωής του, πολιτικά σχόλια. Ο Μητσός στο βιβλίο αυτό, είναι περισσότερο απελευθερωμένος από την εφημερίδα στην οποία εργάζεται, περισσότερο προσωπικός. Η γραφή του παραμένει υπαινικτική και λυρική, στοχαστική και ακριβής.

"Το βιβλίο αυτό δεν είναι λοιπόν ακριβώς ένα Ημερολόγιο του 2014. Μοιάζει περισσότερο με φόρο τιμής. Μιλά για πολιτική και έρωτα, με μια μάλλον εμφανή αμηχανία. Υποστηρίζει ένθερμα την απόλαυση, γνωρίζοντας ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενοχή. Προσπαθεί να προσεγγίσει τον θάνατο, για να τον καταλάβει καλύτερα. Παρουσιάζει αποστάγματα ζωής σοφών ανθρώπων, πένθη και επετείους, ποιήματα και τραγούδια, αυθαίρετα επιλεγμένα. Κάθε μήνας, εδώ, έχει το τραγούδι του: έξι ελληνικά και έξι ξένα αποτελούν το προσωπικό μου Top-12. Τα ποιήματα, πάλι, υπακούουν περισσότερο στη λογική του New Yorker, από τον οποίο και προέρχονται τα περισσότερα: παρεμβάλλονται στην ύλη για να σχολιάσουν και, ενδεχομένως, για να ξαφνιάσουν."

Τα κείμενα που αφορούν λογοτεχνία ή εκφράζουν προσωπικές σκέψεις για το παρελθόν, για κάποια πρόσωπα που γνώρισε στον επαγγελματικό του βίο είναι τα πιο ενδιαφέροντα και σαφώς τα πιο γοητευτικά του βιβλίου. Δυστυχώς τα κείμενα που αφορούν πολιτικά γεγονότα δεν στέκονται στο ίδιο ύψος, το περίεργο δε είναι ότι παρότι αφορούν γεγονότα που συνέβησαν κάτι περισσότερο ή σχεδόν ένα χρόνο πριν, φαίνονται πολύ αδιάφορα ή ανούσια. Ίσως βέβαια η πολιτική θύελλα του 2015 να λειτούργησε αρνητικά και το 2014 να φαίνεται μακρινό ή ξεπερασμένο, είναι τέτοια η συμπύκνωση του χρόνου που οι πολιτικές αναλύσεις (παντός είδους) δείχνουν ξεπερασμένες και ανούσιες.

Μεταφράσεις αγαπημένων τραγουδιών, η "γνωριμία" με την σπουδαία τραγουδίστρια Λάσα ντε Σέλα, ένα κείμενο του αυτόχειρα Στιγκ Ντάγκερμαν (συγγραφέα του αριστουργηματικού "Η ανάγκη μας για παρηγοριά"), η αναθεωρημένη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη για το "The Catcher in the Rye" του Sallinger, ο Αριέλ Ντόρφμαν και ο Χούλιο Κορτάσαρ σε μια περίεργη "συνάντηση", οι στίχοι του Σαββόπουλου, η κόρη του Στάλιν και η ζωή της, ένα συγκινητικό κείμενο για τα "100 χρόνια μοναξιά" του Μάρκες, η ορχήστρα του Άουσβιτς, η Λεπέν και ο φόβος του μπας και ανέλθει στην εξουσία, οι 50 αποχρώσεις του γκρί, ο George Saunders και το βραβείο για το μυθιστόρημα "Δεκάτη Δεκεμβρίου",(που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά), οι πρόσφυγες και το μεταναστευτικό, ο Μίκης Θεοδωράκης και η απεργία πείνας του Ρωμανού,τα ωραία κείμενα είναι αμέτρητα στο σαγηνευτικό βιβλίο του Μητσού.

Ο Μιχάλης Μητσός "συστήνεται" μέσα από το ιδιότυπο ημερολόγιο του ως ένα στοχαστικός και ευαίσθητος άνθρωπος, που αναλύει τα γεγονότα με λογική και σύνεση, ψύχραιμα και υπό το πρίσμα πάντα της ανθρωπιάς και του μέτρου. Η μεγάλη ικανότητα του βέβαια, να μετατρέπει το γενικό σε προσωπικό, να κάνει δικά του τα κείμενα των άλλων, πιο οικεία στον αναγνώστη, είναι μοναδική και συντελεί στην απόλαυση του κειμένου. Μια ψύχραιμη "φωνή" που τις περισσότερες φορές δεν λέει κάτι παραπάνω από τα αυτονόητα, πράγμα που σπανίζει στον τόπο μας. Και ίσως γι' αυτό (ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό) το βιβλίο του είναι εκτός από έξοχο και σαγηνευτικό, ιδιαίτερα πολύτιμο στον μέσο αναγνώστη.

"Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου

"Λατρεμένη μου αγάπη, σε παρακαλώ μην πεθάνεις, εγώ σχεδόν τα κατάφερα. Ύστερα από ένα ταξίδι που κράτησε πολλούς μήνες, έφτασα στη Λιβύη. Αύριο φεύγω για την Ιταλία. Ας με προστατεύσει ο Αλλάχ! Ό,τι έκανα το έκανα για να επιβιώσω. Αν σωθώ, σου υπόσχομαι πως θα κάνω ό,τι μπορώγια να βρω μια δουλειά και να σε φέρω στην Ευρώπη. Αν διαβάσεις αυτό το γράμμα, εγώ θα είμαι ζωντανός κι εμείς θα έχουμε ένα μέλλον. Σ'αγαπώ, δικός σου για πάντα, Σαμίρ."

Ο Σαμίρ ήταν μάλλον Αιγύπτιος, είκοσι έως είκοσι πέντε ετών. Και δεν υπολόγισε κάτι: ότι η αγαπημένη του μπορεί να διάβαζε αυτό το γράμμα - αναδημοσιευμένο σε κάποια εφημερίδα - ακόμη κι αφού εκείνον τον είχαν καταπιεί τα νερά της Μεσογείου. Γιατί το παραπάνω γράμμα είναι ένα από τα χιλιάδες γράμματα αγάπης και ελπίδας που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, αλλά βρέθηκαν πάνω στα πτώματα μεταναστών από την Γκάνα ή τη Νιγηρία, την Αίγυπτο ή την Παλαιστίνη, την Αιθιοπία ή την Ερυθραία, που προσπαθούσαν να περάσουν στην Ευρώπη. Πολλά ήταν κλεισμένα σε πλαστικά κουτιά για να μην τα καταστρέψει το νερό. Μερικές φορές, οι συντάκτες τους τα αντέγραφαν και έδιναν ένα αντίγραφο σε κάποιον συνταξιδιώτη τους, ώστε να διπλασιαστεί η πιθανότητα να φτάσουν στον προορισμό τους. Οι αστυνομικοί που τα έβρισκαν δεν τα πετούσαν: τα έβαζαν στο αρχείο. Εκεί είχε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά ο δημοσιογράφος της La Republica που υπογράφει το ρεπορτάζ στο σημερινό φύλλο.
Ένα άλλο χαμένο γράμμα γράφει:

"Θα ήθελα να είμαι μαζί σου. Μην τολμήσεις να με ξεχάσεις. Σε αγαπάω τόσο πολύ, η επιθυμία μου είναι να μη με ξεχάσεις ποτέ. Να είσαι καλά, αγάπη μου. Ο Α αγαπά τη Ρ."

Μπα, καλύτερα να μην το διαβάσει αυτό το γράμμα η Ρ. Καλύτερα να νομίζει ότι ο Α. την ξέχασε. Γρήγορα θα τον ξεχάσει κι αυτή."




 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2015 | Permalink
Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ
«Μια φορά πήγε να δει τον Σάχη ο κηπουρός του, υπερβολικά ταραγμένος και του είπε: δώσ’ μου το πιο γρήγορο άλογό σου, θα φύγω όσο το δυνατόν πιο μακριά, στο Ισπαχάν. Μόλις προ ολίγου, δουλεύοντας στον κήπο, είδα τον θάνατό μου. Ο Σάχης του έδωσε ένα άλογο κι ο κηπουρός έφυγε καλπάζοντας για το Ισπαχάν. Ο Σάχης βγήκε στον κήπο· εκεί στεκόταν ο θάνατος. Του είπε λοιπόν: γιατί τρομοκράτησες έτσι τον κηπουρό μου, γιατί εμφανίστηκες μπροστά του; Ο θάνατος απάντησε στον Σάχη: δεν το ήθελα. Απόρησα βλέποντας τον κηπουρό σου εδώ. Στο βιβλίο μου είναι γραμμένο ότι θα τον συναντήσω απόψε το βράδυ μακριά από εδώ, στο Ισπαχάν.»

Ειμαρμένη ή πεπρωμένον φυγείν αδύνατον στην έξοχη νουβέλα του Ρώσου Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (Αγία Πετρούπολη 1903- Μόναχο 1971), με τίτλο «Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ» (Εκδ. Αντίποδες, μετάφρ. Ε.Μπακοπούλου, επίμετρο Χ.Αστερίου, σελ. 183), μια ατμοσφαιρική και  βαθιά υπαρξιακή ιστορία μυστηρίου η οποία κινείται σε ένα πλαίσιο μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας.

Το ανατολίτικο παραμύθι που  παρατίθεται στην αρχή του κειμένου (το οποίο έχω διαβάσει σε δεκάδες παραλλαγές από πολλούς δυτικούς συγγραφείς, μεταξύ άλλων τον Χ.Λ.Μπόρχες ή τον Julian Barnes), που αναφέρεται μέσα στη νουβέλα, δίνει και το κλίμα στο οποίο κινείται η ιστορία που αφηγείται ο εντελώς παραγνωρισμένος (μέχρι πρόσφατα) Γκαζντάνοφ. Κατά την διάρκεια του Ρωσικού εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, ο αφηγητής  όταν ήταν πολύ νεαρός (ορθότερα έφηβος) και είχε εθελοντικά ενωθεί με τις δυνάμεις  των Λευκών, πυροβολεί έναν καβαλάρη ο  οποίος προσπάθησε να τον σκοτώσει πετυχαίνοντας μόνο το άλογό του. Ο νεαρός βλέπει τον καβαλάρη να ξεψυχάει και προτού καταφθάσουν οι σύντροφοί του, παίρνει το άλογο του νεκρού και εξαφανίζεται.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στο Παρίσι όπου βρίσκεται εργαζόμενος ως δημοσιογράφος, προσπαθώντας να γίνει συγγραφέας, ένα βιβλίο διηγημάτων ενός Άγγλου συγγραφέα που υπογράφει ως Alexander Wolf, πέφτει στα χέρια του. Το τρίτο διήγημα της συλλογής με τίτλο "Περιπέτεια στη στέπα", με μότο μια φράση του Edgar Allan Poe "Από κάτω μου κειτόταν το πτώμα μου με το βέλος στον κρόταφο" τον συγκλονίζει διότι, περιγράφει επακριβώς το επεισόδιο που είχε λάβει χώρα κατά την διάρκεια του εμφυλίου με τον ίδιο πρωταγωνιστή, τώρα όμως ο αφηγητής είναι ο καβαλάρης που υποτίθεται είχε σκοτώσει. Ο ήρωας του βιβλίου αποφασίζει να ψάξει ποιός είναι αυτός που χρησιμοποιεί το όνομα Αλεξάντερ Βολφ και που όπως όλα δείχνουν είναι ο άνθρωπος που θεωρούσε ο ήρωας νεκρό μέχρι τότε σε ένα περιστατικό που στοίχειωνε τη ζωή του.

Η αναζήτηση του μυστηριώδους Βολφ, δεν θα είναι όμως ούτε εντατική, ούτε ιδιαίτερα λεπτομερής καθώς ο ήρωας/αφηγητής του βιβλίου χάνεται μέσα στην καθημερινότητά του. Ο Αλεξάντρ Βολφ ουσιαστικά θα τον βρει, θα είναι εκείνος που θα κινηθεί προς εκείνον (σε μια ευφυή συγγραφικά ιδέα), μοιρολατρικά προς το χέρι που σηκώθηκε εναντίον του, σ'αυτήν την μοιραία μονομαχία. Η γνωριμία του ήρωα με την αινιγματική και ερωτική Γιελένα Νικολάγιεβνα με την μυστηριώδη ζωή, θα τον οδηγήσει προς ένα λαβύρινθο, μια σήραγγα από την οποία δεν θα βγει παρά μόνο με την οριστική λύση του δράματος που κυριαρχεί στη ζωή του, στη σκέψη του.

« "Κάθε έρωτας είναι μια απόπειρα καθυστέρησης του πεπρωμένου, είναι η αφελής ψευδαίσθηση μιας πρόσκαιρης αθανασίας" είχε πει κάποια στιγμή. "Κι ωστόσο, σίγουρα είναι ό,τι καλύτερο μας έλαχε να γνωρίσουμε. Μα και σ'αυτό, φυσικά είναι εύκολο να διακρίνεις το αργόσυρτο έργο του θανάτου. "Vouloir nous brule et pouvoir nous detruit " ("Το ότι θέλουμε μας καίει και το ότι μπορούμε μας καταστρέφει") μας λέει ο Μπαλζάκ στο Μαγικό δέρμα." »

Η νουβέλα του Γκαζντάνοφ, γραμμένη με αριστοτεχνικό ύφος κινείται σ' αυτό το δυσδιάκριτο όριο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ρεαλισμού και φαντασιακού. Η δράση περισσότερο διαδραματίζεται μέσα στο μυαλό του ήρωα, ο οποίος θα μπορούσε να συμμετέχει σε κάποια από τις αινιγματικές ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ενός συγγραφέα που η επίδρασή του είναι εμφανέστατη κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Περισσότερο φιλοσοφική η νουβέλα παρά νουάρ όπως διαφαίνεται τουλάχιστον στην αρχή της, προκαλεί τις αισθήσεις και την σκέψη του αναγνώστη με τον ρυθμό που επιβάλει στην πρωτοπρόσωπη αργή αφήγηση, με το διαρκές παιχνίδι του χρόνου και την ταυτότητα των ηρώων του.


Έξοχη η έκδοση από τους "Αντίποδες", πολύ καλό και το επίμετρο του Χρ.Αστερίου, σχετικά με το βιβλίο και την προσωπικότητα του (άγνωστου μας) Γκαζντάνοφ, ενός συγγραφέα που έμεινε στην αφάνεια για δεκαετίες μέχρι να γίνει γνωστός στην Γερμανία την τελευταία δεκαετία πάνω από 40 χρόνια από τον  θάνατό του. Θα συμφωνήσω με τον συγγραφέα Άκη Παπαντώνη που (στην κριτική του για το βιβλίο) είδε συγγένεια με τον Ναμπόκωφ στο στυλ του συγγραφέα, ενώ διακρίνονται και οι επιρροές (εκτός από τον Πόε που προαναφέρω) από Προυστ και τους υπαρξιστές φιλοσόφους. Ένα υπέροχο βιβλίο-έκπληξη, που προσφέρει αναγνωστική απόλαυση και γόνιμο προβληματισμό. 


 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 07, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 07, 2015 | Permalink
Στον τόπο με τα "χίλια φθινόπωρα"
Όταν ένας από τους αγαπημένους σου συγγραφείς σε απογοητεύει με το τελευταίο του βιβλίο, δύο είναι οι αιτίες: είτε εσύ έχεις αλλάξει, ή το βιβλίο δεν ήταν στο επίπεδο των προηγουμένων του, που είχες λατρέψει. Επειδή δεν διακρίνω και μεγάλες αλλαγές στα γούστα μου, μάλλον το δεύτερο πρέπει να συμβαίνει, γιατί αρκετές ημέρες (καμιά δεκαριά τουλάχιστον) μετά την ανάγνωση του συναρπαστικού και ιδιαίτερα ενδιαφέροντος (μεν,αλλά…) «ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ ΤΟΥ ΓΙΑΚΟΜΠ ΝΤΕ ΖΟΥΤ» («The thousand autumns of Jacob de Zoet»), του υπέροχου Βρετανού David Mitchell (Southport,1969), (εκδ.Τόπος, (ωραία και αναλυτική με κατατοπιστικότατες σημειώσεις) μετάφρ. Μ.Ξυλούρη, σελ.575), η αίσθηση που διατηρώ είναι αυτή της πληθωρικής και χορταστικής περιπέτειας, κατάλληλης (ίσως ιδανικής) για κινηματογραφική μεταφορά, που όμως κουράζει με την φλυαρία και την προβλεψιμότητα της ιστορίας που αναπτύσσεται.

Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας που περιγράφει ο Μίτσελ, είναι το τέλος του 18ου και η αρχή του 19ου αιώνα και ο τόπος είναι η Ιαπωνία, που είναι ένα καθαρά φεουδαρχικό κράτος, το οποίο έχει επιλέξει τον απομονωτισμό μετά από αρκετές δεκαετίες ελεύθερου εμπορίου. Οι πύλες προς τον έξω κόσμο έχουν κλείσει και οι μόνοι που δικαιούνται να κάνουν εμπορικές συναλλαγές με τους Σογκούν είναι οι Ολλανδοί και πιο συγκεκριμένα η Ολλανδική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, η οποία με έδρα την Ινδονησία έλεγχε την περιοχή. Στους Ολλανδούς είχε παραχωρηθεί ένα τεχνητό νησί πολύ μικρού μεγέθους, η Ντετζίμα, έξω από το Ναγκασάκι, με το οποίο η επικοινωνία γινόταν μέσω μια στενής γέφυρας – έτσι κι αλλιώς, δεν επιτρεπόταν στους Ευρωπαίους να εισέλθουν στην Ιαπωνική πόλη ή γενικώς σε Ιαπωνικό έδαφος, παρά μόνο μετά από σχετική άδεια, οι Ολλανδοί ήταν πλήρως απομονωμένοι περιμένοντας να έρθει το πλοίο από την Ινδονησία για τις εμπορικές συναλλαγές. Δεν επιτρεπόταν επίσης να μάθουν την Ιαπωνική γλώσσα οπότε ήταν πλήρως εξαρτώμενοι από τους διερμηνείς, οι οποίοι χρησίμευαν ως ο ενδιάμεσος μεταξύ των δύο κοινοτήτων, συνήθως δε απασχολούντο ως κατάσκοποι της Ιαπωνικής πλευράς για να μεταφέρουν τα ενδότερα της ευρωπαϊκής παροικίας.


Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ο νεαρός Γιάκομπ ντε Ζουτ, που φθάνει στην Ντετζίμα το 1799 με σκοπό να δουλέψει μερικά χρόνια με την προοπτική, να εξασφαλίσει ένα χρηματικό ποσόν ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την κοπέλα που έχει αρραβωνιαστεί στην πατρίδα του. Η αποστολή του είναι να ελέγξει τα βιβλία της εταιρίας λόγω των καταγγελιών για διαφθορά από την προηγούμενη διοίκηση του σταθμού. Ο ντε Ζούτ είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, δημοκρατικός και φιλελεύθερος, με ανοιχτά μυαλά, πράος και μάλλον αφελής. Το να βρει την διαφθορά που είναι διάχυτη παντού, είναι κάτι εύκολο γι’αυτόν, όπως όμως και να αποτελέσει σημείο ενδιαφέροντος από τους Ιάπωνες λόγω του χρώματος των μαλλιών του (είναι κοκκινομάλης). Ο ντε Ζουτ λόγω της ακεραιότητάς του και της προσήλωσής του στα καθήκοντά του, σύντομα απομονώνεται από τον περίγυρο των συμπατριωτών του, με τον μόνο με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει είναι ο γιατρός Μαρίνους, ο οποίος είναι ιδιαιτέρως αρεστός στους ντόπιους, ενώ διδάσκει και κάποιους προικισμένους μαθητές, ιατρική.
Ανάμεσα στους μαθητές του, βρίσκεται και η Ορίτο, η οποία ασκεί το επάγγελμα της μαίας με μεγάλη επιτυχία, στην αρχή δε του βιβλίου σώζει το νόθο νεογέννητο του Σογκούν της περιοχής – επιτυχία που της «άνοιξε την πόρτα» των μαθημάτων του Μαρίνους, όπου τυπικά γυναίκα απαγορευόταν να παρακολουθήσει. Η Ορίτο είναι όμορφη, μορφωμένη, έξυπνη αλλά κουβαλάει ένα μεγάλο σημάδι στο πρόσωπο που την παραμορφώνει. Ο ντε Ζουτ γοητεύεται από εκείνη αλλά οι ερωτικές (γενικώς οι οποιεσδήποτε) σχέσεις μεταξύ Ευρωπαίων και Ιαπώνων απαγορεύονται (εκτός από αυτές του πληρωμένου έρωτα, γι’αυτό και οι Ολλανδοί είχαν παλλακίδες να τους συντροφεύουν), δεν υπήρχε περιθώριο λοιπόν για πολλά-πολλά μεταξύ των δυο τους. Δυστυχώς για τον ντε Ζουτ, δεν ήταν ο μοναδικός ενδιαφερόμενος για την Ορίτο, η οποία είχε προσελκύσει την προσοχή ισχυρών ανδρών της περιοχής. Η εξέλιξη της ιστορίας θα είναι δραματική, θα έχει ανατροπές και αγωνία, ενώ τα προβλήματα του νεαρού Ολλανδού θα αυξηθούν με την αλλαγή στην διοίκηση του σταθμού αλλά και στις αλλαγές που γίνονται στην Ευρώπη και ο αντίκτυπος τους δεν θα αργήσει να καταφθάσει στην Ιαπωνία.

Βασική πηγή του βιβλίου, όπως αναφέρει η μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη στο κατατοπιστικότατο επίμετρο της πολύ φροντισμένης έκδοσης, που δημοσιεύεται στο τέλος του βιβλίου, είναι τα απομνημονεύματα του Hendrick Doeff (1764-1837), στον χαρακτήρα του οποίου βασίζεται ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα Γιάκομπ ντε Ζουτ. Ο Ντουφ παρέμεινε στη Νετζίμα από το 1799 έως το 1817 και διοίκησε το εμπορικό πρακτορείο εκεί από το 1803 έως το 1817.

Το συναίσθημα της ασφυξίας κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Όλοι βρίσκονται απομονωμένοι, οι Ιάπωνες λόγω της πολιτικής τους (η οποία θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα) που τους έχει οδηγήσει σε εσωστρέφεια και οπισθοδρόμηση, οι Ολλανδοί λόγω της ουσιαστικής χρεωκοπίας της εταιρίας Ανατολικών Ινδιών θα βρεθούν απλήρωτοι και ουσιαστικά «άστεγοι» ενώ ο Αγγλικός στόλος πλησιάζει καθώς οι Βρετανοί εποφθαλμιούσαν από καιρό τις εμπορικές κατακτήσεις των Ολλανδών. Είναι η περίοδος των Ναπολεόντειων πολέμων, η σε παρακμή Ολλανδία κατακτάται από τους Γάλλους και γίνεται έρμαιο του πολέμου της Βρετανίας με την Γαλλία, όλα αλλάζουν, μόνο η Ιαπωνία, βρίσκεται σε μια φαινομενική αταραξία με τους διάφορους τοπικούς Σογκούν να παίζουν παιχνίδια εξουσίας και διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα.

Οι πολιτιστικές αντιθέσεις, το ανεξερεύνητο και το μυστήριο της γοητευτικής Ιαπωνίας, οι ατελείωτοι κανόνες και δεσμεύσεις, τα συνεχή τελετουργικά είναι πολύ σαγηνευτικά. Ο Μίτσελ χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τριτοπρόσωπη αφήγηση ενώ ακολουθείται μια γραμμικότητα στην ροή, είναι σίγουρα το πιο «συμβατικό» από τα βιβλία του. Ως ατμόσφαιρα μοιάζει με τα μυθιστορήματα του Κόνραντ ενώ η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα φέρνει στο νου, Ουμπέρτο Έκο και Ντίνο Μπουτζάτι. Ως περιπέτεια είναι συναρπαστική και διαβάζεται με μεγάλη ευκολία μόνο που κάπου στέκεσαι και λες ότι τα έχεις ξαναδιαβάσει αυτά ή τουλάχιστον τα έχεις δει στο σινεμά.


Ως πρώτη γνωριμία με το έργο του προικισμένου (και σίγουρα μέσα στην πρώτη πεντάδα των Βρετανών συναδέλφων του), συγγραφέα θα το σύστηνα ανεπιφύλακτα αλλά γενικότερα δεν νομίζω ότι μπορεί να σταθεί δίπλα στο αριστουργηματικό «Ο άτλας του ουρανού» ή στον υπέροχο «Μαύρο κύκνο» του ιδίου. Η φλυαρία και η εμμονή στην λεπτομέρεια (ίσως δείγμα της τεράστιας έρευνας για την εποχή που έχει κάνει ο συγγραφέας και φαίνεται), αφαιρούν από την απόλαυση του βιβλίου που θα ήταν πολύ καλύτερο αν ήταν μικρότερο και πιο σφιχτοδεμένο, κάποιοι χαρακτήρες έχουν πολύ ενδιαφέρον, άλλοι είναι μονοδιάστατα καλοί ή κακοί, υπάρχει διάχυτη η ειρωνία και το χιούμορ (χαρακτηριστικά στο έργο του Μίτσελ) αλλά γνωρίζεις καλά ότι προτιμάς να θυμάσαι τα άλλα βιβλία του συγγραφέα και να το ξεχάσεις γρήγορα.