Τρίτη, Ιανουαρίου 27, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 27, 2015 | Permalink
Η ακριβή ζωή της Alice Munro
Με την Alice Munro, έχω ασχοληθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, αφού αποτελεί μία από τις αγαπημένες μου συγγραφείς. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό που αρκετός κόσμος πλέον την γνωρίζει και την έχει αγαπήσει στη χώρα μας, μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2013, και αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που από αυτό εδώ το blog (που πάντα είχα την εντύπωση ότι απευθύνεται σε πολύ λίγους), αρκετοί άνθρωποι ήρθαν σε επαφή με το έργο της (το post μου της ημέρας απονομής του βραβείου, είναι το δημοφιλέστερο απ'όσα έχω γράψει μέχρι τώρα στα σχεδόν 9 χρόνια λειτουργίας του blog). Η καινούργια συλλογή διηγημάτων της "ΑΚΡΙΒΗ ΜΟΥ ΖΩΗ" ("Dear life"), (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.324), αποτελείται κι αυτή (όπως οι προηγούμενες) από μια σειρά εξαιρετικών διηγημάτων στο γνώριμο χαμηλότονο ύφος της μεγάλης αυτής συγγραφέως, οπότε είναι βέβαιο ότι θα ενθουσιάσει τους θαυμαστές της.


14 διηγήματα απαρτίζουν τη συλλογή αυτή. 10 ιστορίες μυθοπλασίας και 4 αυτοβιογραφικά διηγήματα, που,  αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο (έχει τίτλο δε "Φινάλε" σαν ένα είδος μικρού απολογισμού συγγραφικής ζωής). Οι περισσότερες ιστορίες λαμβάνουν χώρα, στην επαρχία του Οντάριο του Καναδά, τόπο γέννησης της Munro και οι ολοζώντανες περιγραφές του τοπίου βυθίζουν τον αναγνώστη μέσα στην αγροτική ατμόσφαιρά τους.

Τα τρένα, οι εκκλησίες, το τραπέζι του σπιτιού στρωμένο με φαγητά, οι απέραντες εκτάσεις των αγροτικών περιοχών του Καναδά, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις ιστορίες της Μανρό. Στην πρώτη ιστορία «Να φτάσει στην Ιαπωνία», το αίσθημα φυγής είναι έντονο στη νεαρή μητέρα, η οποία ταξιδεύοντας με το τρένο, θα κάνει έρωτα με έναν νεαρό μέσα στο τρένο αφήνοντας την μικρή της κόρη να την περιμένει στο διπλανό κουπέ, ενώ στο υπέροχο «Αμούδσεν» (ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής), μια ρομαντική κοπέλα προσλαμβάνεται ως δασκάλα σε ένα σανατόριο μιας απομονωμένης και απομακρυσμένης μικρής πόλης, και εκεί μέσα σε ένα περιβάλλον νοσοκομειακό, όπου οι απουσίες μακροχρόνιες ή μη των μικρών μαθητών, δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση, ερωτεύεται τον γιατρό του ιδρύματος και βλέπει τα όνειρά της να τσακίζονται.
Στο εξόχως υπαινικτικό «Αφήνοντας το Μάβερλι», οι ήρωες είναι αιχμάλωτοι των κοινωνικών συνθηκών και της επαρχιακής νοοτροπίας. Ο άντρας που φροντίζει την ασθενή σύζυγό του μέχρι το τέλος της ζωής της, παρακολουθεί την πορεία προς την ωρίμανση μιας καταπιεσμένης κοπέλας που κάνει την επανάστασή της και συντρίβεται, και, στο δραματικό «Χαλίκι» έχουμε την ανάμνηση ενός τραγικού οικογενειακού ατυχήματος που συνέβη σε ένα αμμωρυχείο.Στην «Περηφάνεια» διαβάζουμε την ιστορία δύο μοναχικών ανθρώπων, διαφορετικών αλλά και όμοιων, που η εποχή τους, τους προσπερνάει, και στην υπέροχη «Κόρι» την ιστορία μιας ευκατάστατης κληρονόμου που υποκύπτει σε έναν εκβιασμό λόγω της σχέσης της με έναν παντρεμένο – μόνο που τα πράγματα δεν ήταν όπως ακριβώς φαίνονταν.

Το καλύτερο διήγημα της συλλογής είναι το συγκλονιστικό «Τρένο», μια ιστορία ενός ανθρώπου που όλο έφευγε μακριά, από δεσμεύσεις, από προβλήματα – ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ζήσει αόρατος από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό. Ένα υπαινικτικό αριστούργημα, ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα 40 σελίδων, απόλυτα κινηματογραφικό στη δομή του, πρόκληση για στοχασμό και συγκίνηση.

«Το σάλτο από το τρένο ήταν να γίνει η ματαίωση. Ξεσήκωσες το σώμα, ετοίμασες τα γόνατα, για να μπεις σε ένα άλλο συμπαγές κομμάτι αέρα. Ατένισες με λαχτάρα το κενό. Κι αντί γι’αυτό τι πήρες; Ένα σμήνος νέων συνθηκών, που ζητούσαν ευθύς αμέσως την προσοχή σου όπως δεν έκαναν ποτέ όταν καθόσουν στο τρένο κι απλώς κοιτούσες έξω από το παράθυρο. Τι κάνεις εδώ; Πού πας; Μια αίσθηση ότι σε παρακολουθούν πράγματα που δεν γνώριζες. Ότι είσαι μπελάς. Ότι η ζωή ολόγυρα βγάζει για σένα συμπεράσματα από οπτικές γωνίες που δεν θα μπορούσες να τις δεις»

Το «Με θέα στη λίμνη» έχει ηρωίδα μια γυναίκα που πάσχει από αλτσχάιμερ – ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα την συγγραφέα και αποτέλεσε υλικό για ένα από τα καλύτερα της διηγήματα, αριστουργηματικό "Πέρασε η αρκούδα το βουνό" (που περιλαμβάνεται στην παλαιότερη συλλογή "Μ'αγαπάει δεν μ'αγαπάει" και στην συλλογή διηγημάτων του J.Eugenides, "Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε"), ενώ στο «Ντόλι» έχουμε την ιστορία ενός γηραιού ζευγαριού που προγραμματίζει την αυτοκτονία του, αλλά η άφιξη μιας νεανικής αγάπης του συζύγου ανατρέπει τη ζωή τους αναβάλλοντας τα σχέδια για τα καλά.

Το βιβλίο κλείνει με 4 αυτοβιογραφικά διηγήματα της συγγραφέως, «Το μάτι», η «Νύχτα», οι «Φωνές» και το «Ακριβή μου ζωή», όπως γράφει η Munro, «αποτελούν ξεχωριστή ενότητα, καθώς δίνουν την αίσθηση αυτοβιογραφίας, παρότι στην πραγματικότητα δεν είναι πάντα ακριβώς αυτό. Πιστεύω ότι είναι τα πρώτα και τελευταία – και τα κοντινότερα – πράγματα που έχω να πω για τη δική μου ζωή.»


Στα διηγήματα αυτά έχουμε στιγμιότυπα από την παιδική και εφηβική ηλικία της συγγραφέως στην αγροτική περιοχή όπου ζούσε. Τις αυπνίες της όταν ήταν έφηβη, το σοκ με τη γέννηση του μικρού της αδερφού και μετέπειτα της μικρότερης της αδερφής, η ανάμνηση της από μια κηδεία, από έναν χορό, περιστατικά με τους ανθρώπους της περιοχής, η κοινωνική υποκρισία, οι στρατιώτες που βρίσκονται με άδεια στο χωριό, το σπίτι που μεγάλωσε και η ιστορία του, οι γείτονες, η μητέρα της - εμβληματική μορφή που καθορίζει το έργο της, ο πατέρας με τα άγχη και τις αγωνίες του.

"Στις μέρες μας , αν έχεις ζήσει πολύ καιρό με την ιδιότητα του γονιού, ανακαλύπτεις ότι μαζί με τα λάθη που ξέρεις πάρα πολύ καλά έκανες κι άλλα που δεν μπήκες στον κόπο να τα μάθεις. Νιώθεις κατά κάποιον τρόπο ταπεινωμένος στο βάθος, καμιά φορά αηδιασμένος με τον εαυτό σου. Δεν νομίζω πως ένιωθε τίποτα τέτοιο ο πατέρας μου. Ξέρω όμως πως, αν τον είχα ποτέ κατηγορήσει που χρησιμοποιούσε πάνω μου τον ιμάντα που ακονίζουμε τα ξυράφια ή το ζωνάρι του, θα μου έλεγε, αν δεν σ' αρέσει, κάνε παράπονο. Τα χτυπήματα με το λουρί μπορεί να τα θυμόταν, αν τα θυμόταν κιόλας, σαν τίποτα παραπάνω από το απαραίτητο και αποδεκτό εργαλείο συγκράτησης της φαντασίωσης ενός αυθάδικου παιδιού πως είναι τ'αφεντικό.
"Νόμιζες ότι παραήσουν έξυπνη" ήταν αυτό που μπορεί να είχε επικαλεστεί ως επιχείρημα για τις τιμωρίες, και μάλιστα το άκουγες συχνά εκείνες τις εποχές, με την εξυπνάδα να φιγουράρει σαν ένα αποκρουστικό ζιζάνιο που έπρεπε να του κόψεις το θράσος. Αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να μεγαλώσει πιστεύοντας πως είναι έξυπνος. Ή έξυπνη, στην προκειμένη περίπτωση."

Η αυτοβιογραφική ματιά είναι γεγονός, ότι,  διαπερνάει όλο το συγγραφικό έργο της θαυμάσιας αυτής συγγραφέως οπότε δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο αυτές οι 4 τελευταίες ιστορίες (παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους), που αντί να "φωτίζουν" περισσότερο τα του βίου της, προσθέτουν ένα είδος μυστηρίου και γκρίζου χρώματος. Αντίθετα τα 10 διηγήματα της συλλογής, είναι όλα ένα κι ένα, πραγματικά εξαιρετικά. Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις μυθιστόρημα ή νουβέλα και όμως το μεγαλύτερο από αυτά είναι μόλις 40 σελίδες. Το χαρακτηριστικό ύφος που καθιέρωσε την Μάνρο στην συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, είναι κι εδώ παρόν και ευδιάκριτο. Χαμηλοί τόνοι, ύψιστη υπαινικτικότητα, λυρισμός και στοχασμός, μοναδικές εικόνες της φύσης και της αγροτικής ζωής, η μοναξιά και η λήθη, η συγχώρεση, ο βουβός πόνος και η δυσκολία κατανόησης.


Διηγήματα όπως το "Τρένο", το "Αμούδσεν", η "Κόρι" με το ανατρεπτικό φινάλε, το "Αφήνοντας το Μάβερλι" αποτελούν λογοτεχνικά διαμάντια που αφήνουν τον αναγνώστη άφωνο με την κομψότητα του στυλ, και την άφθαστη οικονομία του λόγου, όπου τίποτα (κυριολεκτικά) δεν είναι περιττό. Στις ιστορίες της, η συγγραφέας δεν προειδοποιεί για το φινάλε, όλα έρχονται ήρεμα - σε σημείο να διαβάζεις ένα συγκλονιστικό γεγονός και να μη το συνειδητοποιείς αμέσως. "Η ακριβή μου ζωή" είναι μια υπέροχη συλλογή διηγημάτων που προσθέτει ακόμα έναν πολύτιμο λίθο στην βιβλιογραφία της Alice Munro.


 
Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2015 | Permalink
Γκιακ
Γκιακ αρσ. <gak> (εν. με οριστ. άρθρο γκιάκου)
1.αίμα
2.(νομ.)δεσμός συγγένειας που προκύπτει από κοινή καταγωγή, συγγένεια εξ αίματος, συγγενής εξ αίματος (αντιθ. εξ αγχιστείας)
3.Φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης, εκδίκηση, αντεκδίκηση
4.Φυλή


Λίγα χρόνια μετά την αίσθηση που προκάλεσε με την υπέροχη συλλογή διηγημάτων του "ΜεταΠοίηση", ο νεότατος Δημοσθένης Παπαμάρκος (Μαλεσσίνα Λοκρίδας,1983), επανέρχεται δυναμικότερα και πιο συγκροτημένα με το "ΓΚΙΑΚ" (Εκδ. Αντίποδες, σελ.123), μια καινούργια συλλογή αφηγήσεων/διηγημάτων ιδιαίτερα εντυπωσιακών που δείχνουν ότι έχουμε μπροστά ένα μεγάλο ταλέντο που δουλεύει σκληρά και εξελίσσεται γλωσσικά και υφολογικά.

Το "Γκιακ" αποτελείται από 8 διηγήματα ανισομερούς μεγέθους και 1 πεζοποίημα, τα περισσότερα με πολλή βία. Οι ήρωες των ιστοριών του Παπαμάρκου είναι παλιοί πολεμιστές του Μικρασιατικού μετώπου που όλοι κατάγονται από τα Αρβανιτοχώρια της Λοκρίδας. Ο αφηγητής είναι ένας άνθρωπος που έχει γυρίσει από την Κόλαση της Μικρασιατικής εκστρατείας και λέει την ιστορία του σε έναν σιωπηλό και αφανή ακροατή, σαν να εξομολογείται και να βγάζει από μέσα του αυτά που τον πνίγουν. Ο πόλεμος, οι μάχες είναι το background, δεν γίνονται ποτέ το επίκεντρο.Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, προσδίδοντας δύναμη και φρεσκάδα στην ιστορία, βάζοντας τον αναγνώστη μέσα στα γεγονότα.

"Μα ο Χάρος είν' ωκεανός, ο Χάρος είν' αγέρας
κι ως εύκολα ανταριάζεται, τόσ' εύκολα κοπάζει
γιατί είτε με τα κυματα είτε και με τα χάδια
τους βράχους τρίβει χώματα και τα βουνά χαλίκια.
Κι ως κάνει πάλι για πει, βαθειάν αναστενάζει
με λύπη τάχα το θυμό για να τον κουκουλώσει."

Ιστορίες σκληρές με βία, αίμα και θυμό. Οι ήρωες του Παπαμάρκου είναι άνθρωποι σκληροί, τραχείς, αγρότες που πηγαίνουν να πολεμήσουν σε άγνωστα μέρη χωρίς να έχουν την παραμικρή υποψία του τι θα συναντήσουν εκεί. Ο λόγος τους είναι αφτιασίδωτος και μπρούτος αλλά με έντονο συναισθηματισμό. Οι περισσότεροι (μάλλον όλοι) βγαίνουν πρώτη φορά από την ευρύτερη περιοχή τους και αφηγούνται με ψυχραιμία και χωρίς εντάσεις εγκλήματα (που τα περισσότερα είναι κανονικά "εγκλήματα πολέμου) και σφαγές αμάχων και μη. Οι ενοχές και η ντροπή για όλα αυτά που διέπραξαν τους συνοδεύουν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους, γυρνάνε ξένοι (διαφορετικοί άνθρωποι) στον τόπο τους και νιώθουν εκτός κοινωνικού συνόλου μη μπορώντας να πούνε αυτά που έκαναν.

"Και να, μας λέει, κοιμόμασταν μια φορά έξω από'να χωριό πάλι κοντά στη Σμύρνη. Μέναν Τούρκοι εκεί. Πρωί, αχάραγα, μας ξυπνάει ο χότζας, ιμπί-αλά-μπιμπί. Λέω, ντάξ', θα σταματήσει. Αλλά δώσ'του ο πούστης όλο και δυνάμωνε. Ιμπί-αλά-μπιμπί και ιμπί-αλά-μπιμπί. Έτσι είσαι; λέω. Όπως ήμουν ξαπλωτός, γυρνάω, πιάνω το όπλο και μπαμ του ρίχνω μία. Και τον βλέπεις, Γιωργάκη, πάρ'τον κάτω σαν πουλάκι. Έτσι ε, δίχως να σηκωθώ καθόλου, καλά, ήμουνα σκοπευτής από τους πρώτους.
Τον ρώτησα τότες. Του λέω έτσι να τον πειράξω, ρε μπαρμπα-Κώτσο, όλο γι'αυτά μιλάς. Τόσο πολύ σου λείπουνε; Τόσο τα λαχταράς; Έσκυψε και μου λέει: Πιο κι από γυναίκα."


Σε κάποιες από τις ιστορίες θίγεται το θέμα της εκδίκησης. Οι ήρωες υπακούουν στον "Κανούν", τον αρβανίτικο "Κανόνα", την υποχρέωση για εκδίκηση, για αίμα. Τα διηγήματα "Ντο τ'α πρες κοτσσίδετε", "Ο αρραβώνας" διέπονται από αυτή την αρχετυπική κατάσταση, όπου έχουμε ανθρώπους που ζητάνε να εκδικηθούν για γεγονότα που έγιναν, τους στιγμάτισαν και δεν θα ησυχάσουν αν δεν βρούν ικανοποίηση.

Στο εκπληκτικό πεζοποίημα (9 σελίδων!) "Παραλογή", φαίνεται η μεγάλη ικανότητα του Παπαμάρκου να δοκιμάζει τα όρια της γλώσσας και του ύφους του. Θυμίζοντας παλιό δημώδες άσμα, εξιστορεί την μάχη μιας γυναίκας με τον Χάρο. Μια μάχη από την οποία θα βγει νικήτρια, υποχρεώνοντας τον ανίκητο Χάρο σε υποχώρηση, όπου κι εδώ έχουμε ένα είδος εκδίκησης, αφού η γυναίκα κατηγορεί τον Χάρο ότι δεν της έφερε πίσω τον άνδρα της όπως της είχε υποσχεθεί.

"-Το'ξερες Χάρε, το'ξερες, μα λόγο δε μου είπες.
Γιατί της δόλιας την καρδιά δύο φορές ραγίζεις;
-Γιατί είμ'ο Χάρος λυγερή, του σκιώματος ο ρήσος.
Έτσι με θέλει ο Θεός, έτσι μ'ορίζει η πλάση
το θρήνο να'χω μουσική, το κλάμα για τραγούδι
και νυχτοπούλια θλιβερά να μου κρατάν τα ίσια.
Τα δάχτυλα απ'τους γέροντες σκαλίζω για ζουρνάδες
και των παιδιών τα κόκκαλα βίτσα για το νταούλι.
Κι αν βρω και νιο καλόθρεφτο τον πιάνω και τον γδέρνω
το δέρμ' απλώνω νταγιρέ, τα δόντια κάνω σείστρο.
Σε κάστρο μαύρο κάθομαι που'χει για τοίχους πλάκες
και στα περβόλια ολόγυρα φυτρώνουν ασφοδέλια.
Σ'αυτή τη γη ειμαι βασιλιάς, σ'αυτά τα μέρη ρήγας
μ'αυτά γελώ και χαίρουμαι, μ'αυτά γλεντοκοπάω,
γιατί αγάπη δε γρικώ, συμπόνια δεν κατέχω
παρά όπου βλέπω ομορφιές περνώ και τις μαραίνω."

Ο Παπαμάρκος δεν εξωραΐζει τίποτα. Οι στρατιώτες του Μικρασιατικού μετώπου εμφανίζονται διαφορετικοί, βιαιότεροι και σκληρότεροι από το συνηθισμένο ρομαντικό βλέμμα των περισσότερων βιβλίων που γράφονται για εκείνη την εποχή. Με αφήγηση που θυμίζει το "Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη" του Βαλτινού, η καθημερινότητα του μετώπου παρουσιάζεται γυμνή και αφτιασίδωτη, γεμάτη αίμα και πόνο, φόνους, βιασμούς και πυρκαϊές.

"Το να σκοτώνεις έχει κι αυτό ομορφιά.  Αλλά είναι όμορφο μοναχά όταν είναι χρήσιμο. Πρέπει να το κάνεις χωρίς άχτι, χωρίς μίσος. Ο φονιάς δεν είναι ανάγκη να'ναι και μπρούτος. Γι'αυτό σου είπα δεν κάνεις για τη δικιά μ' τη δουλειά. Δε θέλει μόνο μπράτσα. Θέλει να καταλαβαίνεις κι αυτό που σου'πα."

Ο λόγος του συγγραφέα στα διηγήματα αυτά είναι λαϊκός, με πολλές αρβανίτικες εκφράσεις και ιδιωματισμούς, λόγος προφορικός με ρυθμό ο οποίος πάλλεται από πάθος και ζωντάνια. Το ύφος του Παπαμάρκου είναι αισθητά βελτιωμένο και με μεγαλύτερη οικονομία από το προηγούμενο βιβλίο του, κάτι που αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως από το πρώτο και ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής ("Ντο τ'α πρες κοτσσίδετε") και που ρέει γάργαρος και φρέσκος ακόμα και σε ένα-δυο διηγήματα που δεν είναι στο ύψος όλων των υπολοίπων ("Τα μπουκουμπάρδια","Ταραραρούρα"). Γενικότερα όμως υπάρχουν 4-5 ιστορίες που βρίσκονται σε πολύ υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο.

"Τι; Ε, είναι δυνατόν, ρε χαμένε, να πέθανα και να σου μιλάω τώρα δα; Δεν ξέρω γιατί. Έχασα τη πίστη μ' κείθε πέρα. Μπορεί γι'αυτό. Έκαμα και είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι αθρώποι."

Το "Γκιάκ" είναι μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων (σε μια θαυμάσια έκδοση από τον καινούργιο εκδοτικό οίκο Αντίποδες), που συγκινούν και συναρπάζουν, σαγηνεύουν και μαγεύουν. Ο Παπαμάρκος ανεβάζει τον πήχη πολύ ψηλά και οι απαιτήσεις μεγαλώνουν, αλλά όλα δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας έναν διηγηματογράφο ολκής και μεγάλης ποιότητας που (καλά να είναι) θα μας χαρίσει μεγάλες λογοτεχνικές στιγμές στο μέλλον.

_____________________________________________


Η συζήτηση για το ΓΚΙΑΚ με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο, στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio του Σαββάτου 17/1 είναι εδώ. Μπορείτε να την ακούσετε μετά την πρώτη ώρα της εκπομπής, όπως και ένα από τα διηγήματα. Καλή ακρόαση


 
Τρίτη, Ιανουαρίου 13, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 13, 2015 | Permalink
"14", ένα μινιμαλιστικό αριστούργημα
Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ένα επικό μυθιστόρημα, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεσαι μπροστά σε ένα μινιμαλιστικό αριστούργημα, μόλις 100 σελίδων. Πόσο μεγάλος μπορεί να είναι ο συγγραφέας που μπορεί να επιτύχει κάτι τέτοιο; Και ο Jean Echenoz (Γαλλία, 1947), το αποδεικνύει αυτό στην υπέροχη νουβέλα του (και καλύτερο βιβλίο του), με τίτλο «14» (Εκδ.Ίκαρος, (θαυμάσια) μετάφρ. Α.Κυριακίδη, σελ.107), όπου η παγκόσμια ιστορία συμπυκνώνεται στις διαστάσεις, χωρίς να χάνεται τίποτα από την ουσία, με τον στοχασμό πάνω στα γεγονότα να προβάλλει αντί της πλοκής.

Ο Αντίμ και ο Σαρλ είναι δύο αδέρφια, 23 και 27 ετών αντίστοιχα, που δουλεύουν στο ίδιο εργοστάσιο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Ο Αντίμ ρομαντικός και χαμηλών τόνων άνθρωπος δουλεύει στο λογιστήριο και ο Σαρλ «αιωνίως απόμακρος και υπερόπτης», έχει διευθυντική θέση εκεί. Και οι δύο αγαπούν την Μπλανς, την κόρη του ιδιοκτήτη του εργοστασίου, η οποία προτιμάει εμφανώς τον Σαρλ.
Η ιστορία ξεκινάει την 1η Αυγούστου του 1914, όταν σε μια ειδυλλιακή καλοκαιρινή μέρα ξεσπάει ο Α Παγκόσμιος πόλεμος και τα δύο αδέρφια καλούνται στα όπλα. Ο Σαρλ είναι σίγουρος (όπως οι περισσότεροι άλλωστε), ότι θα είναι μια «εκδρομή» που θα διαρκέσει το πολύ 15 ημέρες, ο Αντίμ προσπαθεί να συνηθίσει τη ζωή του στρατοπέδου. Θα κάνει παρέα με 3 συγχωριανούς του, ενώ ο Σαρλ θα αποσπαστεί κατόπιν παρέμβασης της Μπλανς στη (μόλις συσταθείσα) αεροπορία λόγω των δεξιοτήτων του στη φωτογραφία.

Τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχονται οι σκληρές μάχες. Οι εικόνες του Εσνόζ είναι ολοζώντανες. Το αίμα που κυλάει, οι σφαίρες, τα κομμένα μέλη, οι οβίδες των κανονιών, η μπάντα που έρχεται να παίξει ανυποψίαστη και οι μουσικοί που πέφτουν ένας, ένας, ο φόβος, ο τρόμος μπροστά στον θάνατο, η λάσπη, η συνεχής βροχή, τα αέρια, τα χαρακώματα, η αναμονή. Η μοίρα των δύο αδερφών θα είναι διαφορετική, η Μπλανς θα γεννήσει ένα παιδί, ο πόλεμος θα τελειώσει, κανείς δεν θα είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν την 1η Αυγούστου του 14.

«…Ακολούθησε η έφοδος, ενώ στο φόντο, πίσω τους, έκαναν την εμφάνισή τους καμιά εικοσαριά άνδρες, οι οποίοι, με τη μεγαλύτερη άνεση του κόσμου, παρατάχθηκαν ημικυκλικά, χωρίς να δείχνουν ότι ανησυχούσαν για τα βλήματα. Ήταν οι μουσικοί του τάγματος που ο μαέστρος τους, κραδαίνοντας τη λευκή μπαγκέτα του, πυροδότησε τον παιανισμό της Μασσαλιώτιδος, φιλοδοξώντας να υμνήσει ανδρείως την επίθεση με την ορχήστρα του. Οι εχθροί, καλά διατεταγμένοι αμυντικά μέσα στο δάσος που τους έκρυβε, στην αρχή κατάφεραν να αναχαιτίσουν την προέλαση των δικών μας, οι οποίοι, όμως, με το πυροβολικό να έρχεται από πίσω για να τους αποδυναμώσει, επιτέθηκαν, τρέχοντας σκυφτά και αδέξια κάτω απ’το βάρος της εξάρτυσής τους, καθένας με προτεταμένη την ξιφολόγχη που διατρυπούσε τον παγωμένο αέρα μπρος του.
Όμως, όχι μόνο είχαν επιτεθεί πρόωρα, αλλά είχαν διαπράξει και το σφάλμα να εμφανιστούν μαζικά στο δρόμο που διέσχιζε το θέατρο της μάχης. Ο εν λόγω δρόμος, εντελώς ακάλυπτος και έκθετος στα μάτια του αντιπάλου πυροβολικού που παραμόνευε πίσω απ’τα δέντρα, ήταν ο ευκολότερος στόχος που μπορεί να υπάρξει: στη στιγμή, μερικοί άνδρες άρχισαν να πέφτουν, όχι μακριά από τον Αντίμ, ο οποίος νόμισε ότι είχε δει να εκτινάσσονται δυο-τρεις πίδακες αίμα, αλλά τους έδιωξε αμέσως απ’ το νου του γιατί δεν ήταν καν σίγουρος, γιατί δεν είχε χρόνο να’ναι σίγουρος ότι αυτό ήταν αίμα υπό πίεση, γιατί δεν είχε δει ποτέ του αίμα ως τη μέρα εκείνη, τουλάχιστον όχι μ’αυτόν τον τρόπο, όχι μ’αυτή τη μορφή. Άλλωστε, που μυαλό να σκεφτεί τίποτ’ άλλο απ’ το να προσπαθεί να πυροβολήσει ό,τι του φαινόταν εχθρικό και, κυρίως, να βρει οπουδήποτε ένα μέρος για να προφυλαχθεί.»

Ο Εσνόζ αποτυπώνει τη φρίκη του πολέμου με χιούμορ, εμμονή στις λεπτομέρειες. Στα ρούχα, στον σάκο που κουβάλαγε ένας στρατιώτης στη διάρκεια του πολέμου (35 κιλά παρακαλώ!), στα ζώα μικρά, μεγάλα, στη γραφειοκρατία, στο φαγητό. Η ματιά του είναι κινηματογραφική και η γραφή του σαν μια κάμερα που κινείται περιστροφικά και ζουμάρει σε πρόσωπα και καταστάσεις, αποτυπώνοντας συναισθήματα και συμπεριφορές.


Το ευδιάκριτο και γνώριμο (τόσο δουλεμένο), ύφος του Εσνόζ ποτέ δεν ήταν καλύτερο. Στο «14», κεντάει κυριολεκτικά, με μια στοχαστική νουβέλα, απλή στη γλώσσα της, αλλά τόσο ουσιαστική που μπορεί να συγκριθεί με τα μεγαλύτερα αντιπολεμικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η φρίκη του βιαιότερου πολέμου της παγκόσμιας ιστορίας αποτυπώνεται με λιτότητα και ακρίβεια και έρχεται με τον καλύτερο τρόπο να συμπληρώσει τις γνώσεις μας γύρω από αυτήν τη παράλογη σύγκρουση ή ακόμα και να εισαγάγει κάποιους σ’αυτήν.

Το «14» είναι ένα μεγάλο, «μικρό» βιβλίο που θεωρώ ότι πρέπει να διαβαστεί απ’όλους. Όχι μόνο από αυτούς που τους αρέσουν τα ιστορικά (αποκαλούμενα) μυθιστορήματα, αλλά από όλους τους αναγνώστες, που ενδιαφέρονται για τη γραφή και το ύφος, για την έξοχη πυκνότητα και τη λιτότητα ενός κειμένου τόσο συγκλονιστικού με μια υπόγεια ένταση που σε παρασέρνει μαζί του.

«…μυρίζεις κλεισούρα ακόμα κι εσύ, μυρίζεις κλεισούρα ακόμα κι από μέσα σου, πίσω απ΄τα συρματοπλέγματα με τα σταυρωμένα, εξαρθρωμένα και σηπόμενα πτώματα που καμιά φορά χρησιμεύουν στους ορυκτήρες για να στερεώσουν τα τηλεφωνικά καλώδια – διόλου εύκολη δουλειά, οι ορυκτήρες γίνονται μούσκεμα στον ιδρώτα από τον κόπο και το φόβο, βγάζουν τη χλαίνη τους για να δουλέψουν πιο άνετα, την κρεμάνε σ’ένα χέρι που, όπως ξεπροβάλλει στρεβλό απ’το χώμα, τους χρησιμεύει για πορτ-μαντό.
Επειδή όλα αυτά έχουν περιγραφεί χιλιάδες φορές, ίσως είναι άσκοπο να χρονοτριβούμε κι άλλο μ αυτή τη δύσοσμη και ζοφερή όπερα. Ίσως, μάλιστα, δεν είναι και πολύ χρήσιμο, ούτε πολύ αρμόζον, να παρομοιάζουμε τον πόλεμο με μια όπερα, πός μάλλον αν δεν είμαστε και λάτρεις της όπερας, ακόμα κι αν αυτός είναι σαν εκείνη μεγαλειώδης, εμφατικός, υπερβολικός, γεμάτος με κουραστικούς πλατειασμούς και, όπως εκείνη, κάνει πολύ θόρυβο και συχνά καταλήγει να είναι αρκούντως βαρετός.»

Υ.Γ. Μυθιστορήματα υπάρχουν πολλά για τον απερίγραπτο αυτό πόλεμο («Ζωή εν Τάφω», «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», «Η φωτιά», «Μακριά πολύ μακριά», «Οι τρείς στρατιώτες», «Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά», «Birdsong») αλλά, για την καλύτερη κατανόηση του, προτείνω προς ανάγνωση το καταπληκτικό βιβλίο του Michael Howard «Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», εκδόσεις Θύραθεν. Είναι ότι καλύτερο και πιο συμπυκνωμένο (χωρίς να γίνεται κουραστικό) έχω διαβάσει για τον πόλεμο αυτόν, που ένας αιώνας από την έναρξή του συμπληρώθηκε τη χρονιά που έφυγε.





 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 07, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 07, 2015 | Permalink
Πατέρες και γιοί
Λίγα χρόνια μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ (2010), ο μέγιστος συγγραφέας της Λατινικής Αμερικής, Mario Vargas Llosa (Περού, 1935), επανέρχεται με ένα εξαιρετικό και στιβαρό μυθιστόρημα, που έχει ως τίτλο "ΕΝΑΣ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ" (El heroe discreto"), (Εκδ.Λιβάνη, μετάφρ. Χ.Μπανιά, σελ.446), και το οποίο εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κατέστησαν τόσο δημοφιλή και αναγνωρισμένο. Υπέροχη αφήγηση, σφιχτοδεμένος ρυθμός, σαγηνευτική ιστορία που σε κρατάει εγκλωβισμένο με την πλοκή της, κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, (πολύ) χιούμορ, δημιουργική μίξη μαγικού ρεαλισμού με νατουραλισμό και ένας συνεχής προβληματισμός (που διακατέχει άλλωστε ολόκληρο το έργο του) γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη και τα όριά της.


Παρά τον παραπλανητικό (εν πολλοίς) τίτλο του βιβλίου, οι ήρωες στο μυθιστόρημα είναι δύο (ίσως και περισσότεροι), άνθρωποι καθημερινοί που μετατρέπονται σε ήρωες, όχι μέσα από μάχες και πολέμους αλλά μαχόμενοι με όπλο την αξιοπρέπεια και την ηθική, μέσα από ιδιόμορφες καταστάσεις που ανατρέπουν τη ζωή τους. Παρακολουθούμε τις ιστορίες τους παράλληλα, καθώς η αφήγηση από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εναλάσσεται με αρκετά χαλαρό ύφος, για να ενωθούν οι δύο ιστορίες στο τέλος πλέον του βιβλίου.

Όταν ο μικροεπιχειρηματίας Φελίσιτο Γιανακέ,  ιδιοκτήτης μιας αρκετά επιτυχημένης μεταφορικής εταιρίας στην επαρχιακή κωμόπολη Πιούρα, λαμβάνει μια απειλητική επιστολή για να καταβάλλει ένα μηνιαίο ποσό σε μια οργάνωση για την προστασία της επιχείρησής του, δεν σκέφτεται καθόλου την αποδοχή αυτής της εκβιαστικής πρότασης. Πηγαίνει στην τοπική αστυνομία να καταθέσει μήνυση αδιαφορώντας για τις συνέπειες της πράξης του - όταν δε αρνείται να υπακούσει και στην δεύτερη προειδοποίηση δημοσιοποιώντας με μια επιστολή στον τοπικό τύπο την ενέργειά του αυτή, γίνεται ο "ήρωας της ημέρας" και σύμβολο αντίστασης στις μαφιόζικες μεθόδους. Ο Φελίσιτο είναι ένας ήπιος, ηλικιωμένος άνθρωπος, αυτοδημιούργητος που ξεκίνησε από πολύ χαμηλά για να φτιάξει αυτή την εταιρία, που την διοικεί με μεγάλη επιτυχία. Έχει μια προβληματική σχέση με τον έναν από τους δύο γιούς του, ο οποίος είναι εμφανές ότι δεν είναι δικό του παιδί. Αγαπάει μια νεαρή γυναίκα ελαφρών ηθών, στην οποία έχει νοικιάσει ένα διαμέρισμα με την προϋπόθεση να τον δέχεται μία φορά την εβδομάδα και να διατηρεί την ελευθερία της τις υπόλοιπες ημέρες, ενώ με την θρησκόληπτη σύζυγό του, που την παντρεύτηκε εξ ανάγκης καθώς εκείνη είχε μείνει έγκυος, οι σχέσεις του είναι καθαρά τυπικές.

Από την άλλη, στην ραγδαία αναπτυσσόμενη Λίμα, ο Ισμαέλ Καρέρα είναι ιδιοκτήτης μιας μεγάλης ασφαλιστικής εταιρίας, που έχει χηρέψει πρόσφατα και έχει δύο γιούς, οι οποίοι τον μισούνε θανάσιμα και ανυπομονούν να πεθάνει για να κληρονομήσουν την εταιρία από την οποία έχουν εκπαραθυρωθεί (όχι αναίτια) από τον πατέρα τους λαμβάνοντας ένα μηνιαίο επίδομα. Ο Ισμαέλ αποφασίζει στα 80 του, να παντρευτεί την καμαριέρα του, η οποία βέβαια είναι καμιά σαρανταριά χρόνια νεότερή του, και φεύγει αμέσως για πολύμηνο ταξίδι του μέλιτος στην Ευρώπη, προκαλώντας διαδοχικές εκρήξεις στους δύο γιούς του, οι οποίοι αρχίζουν δικαστικό αγώνα για ακύρωση του γάμου, ενώ η κοσμική κοινωνία της Λίμα μένει έκπληκτη από το γεγονός. Σύμμαχό του στην ιστορία αυτή, ο Ισμαέλ έχει τον πρώην διευθυντή της εταιρίας, Δον Ριγοβέρτο ο οποίος μόλις συνταξιοδοτήθηκε και η οργή των δύο ανεπρόκοπων νεαρών πέφτει επάνω του, αφού τον κυνηγάνε κι αυτόν δικαστικά αναβάλλοντας ένα ταξίδι που είχε προγραμματίσει στην Ευρώπη και μπλοκάροντας την συνταξιοδότησή του.

Στην μυθιστορηματική δράση εμπλέκεται και η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του γιού του Δον Ριγοβέρτο, του Φοντσίτο, η οποία εκτυλίσσεται στο περιθώριο των δύο επεισοδίων. Ο Φοντσίτο έφηβος ευαίσθητος αλλά μάλλον φαντασιόπληκτος, εφευρίσκει έναν υποτιθέμενο ενήλικα φίλο, τον μυστηριώδη Εδιλμπέρτο Τόρες, ο οποίος αποκτά μέσω της αφήγησης του νεαρού διαβολική μορφή φέρνοντας τον ταλαίπωρο Δον Ριγοβέρτο (ο οποίος δεν ξέρει που να πρωτοστρέψει την προσοχή του) σε κατάσταση υστερίας.

Οι δύο τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι ήρωες του Λιόσα, αντιδρούν με αξιοπρέπεια και δύναμη στις επιθέσεις και στην ανατροπή της καθημερινότητάς τους. Ο Ισμαέλ ευρισκόμενος ένα βήμα πριν τον τάφο, και ημιναρκωμένος μετά από μια δύσκολη επέμβαση, ακούει τους γιούς του να εύχονται τον θάνατό του όσο συντομότερα γίνεται και σχεδιάζει την εκδίκησή του, την οποία υλοποιεί νυμφευόμενος την καμαριέρα του. Ο Φελίσιτο πιστός στην προτροπή του πατέρα του, "να μην αφήσει κανέναν να τον πατήσει σ'αυτή τη ζωή", κάνει έναν μοναχικό αγώνα, του καίνε τα γραφεία, απαγάγουν την ερωμένη του, αλλά αυτός αλύγιστος, γνωρίζει ότι θα πληγωθεί αλλά συνεχίζει.

Ο Λιόσα σ'αυτό το μυθιστόρημα αφήνει τις ιστορικές και πολιτικές αφηγήσεις των προηγούμενων έργων του, και κάνει ένα σχόλιο για την σύγχρονη Περουβιανή πραγματικότητα. Μια χώρα που αναπτύσσεται οικονομικά με γοργούς ρυθμούς και μια κοινωνία που προσπαθεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις. Είτε η αφήγηση εκτυλίσσεται στην αστική Λίμα με τον κόσμο των επιχειρήσεων, είτε στην επαρχιακή Πιούρα, βλέπουμε την οικονομική ανάπτυξη να φέρνει το έγκλημα στο προσκήνιο, οπότε ο Λιόσα προτάσσει ως λύση, την αξιοπρέπεια, την σκληρή δουλειά και την πίστη στις ανθρώπινες αξίες. Οι ήρωές του, άνθρωποι με αδυναμίες, με καλές και κακές στιγμές, με λάθη, αλλά κατά βάση ηθικοί και καλοί θριαμβεύουν σε πείσμα των καιρών.

Σχέσεις πατέρα και γιού (ή μάλλον γιών), σχέσεις ερωτικές, σχέσεις οικογενειακές μπαίνουν στο μικροσκόπιο του συγγραφέα, ενώ παραμένοντας πιστός στον αγαπημένο του Μπόρχες, που έλεγε ότι οι χαρακτήρες των βιβλίων επανέρχονται και δεν "πεθαίνουν ποτέ", ο μεγάλος Περουβιανός συγγραφέας επαναφέρει ήρωες από προηγούμενα βιβλία του (κυρίως από το ΠΡΑΣΙΝΟ ΣΠΙΤΙ) σ'αυτό το μυθιστόρημα. Ο Δον Ριγοβέρτο, ο λοχίας Λιτούμα με τους ανίκητους, αλλά και άλλοι, διαδραματίζουν (άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο) ρόλο στην πλοκή.


Ο "Διακριτικός ήρωας" δεν είναι ένα από τα μυθιστορήματα του Λιόσα που θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη των θαυμαστών του, του λείπει ίσως η μεγάλη πνοή που χαρακτηρίζει τα αριστουργήματα του τεράστιου αυτού συγγραφέα, αλλά η σύγκριση μαζί τους μπορεί και να το αδικεί, γιατί είναι ουσιαστικά ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα (που αδικείται από την ελληνική έκδοση), γραμμένο με ζωντάνια και ενέργεια, που "ρουφιέται" κυριολεκτικά, με άψογη τεχνική (χρησιμοποιείται κι εδώ όπως και σε άλλα βιβλία του συγγραφέα, η σαγηνευτική τεχνική που οι διάλογοι μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλον, όταν συνδυάζονται δύο συζητήσεις που γίνονται σε διαφορετικούς χρόνους με το ίδιο θέμα στην ίδια αφήγηση δημιουργώντας την αίσθηση της συνέχειας) και μοναδικό στυλ που αποδεικνύει με τον εμφατικότερο τρόπο ότι ο μεγάλος συγγραφέας παραμένει τέτοιος και μετά τα βραβεία και την οικονομική επιτυχία.


 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 02, 2015
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 02, 2015 | Permalink
Αλλάζει;
Η Αγγέλα Καστρινάκη (Αθήνα,1961), πανεπιστημιακός και βραβευμένη δοκιμιογράφος (για το εξαιρετικό της βιβλίο "Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950") αλλά και συγγραφέας λογοτεχνικών έργων, "ταράζει τα νερά", με το καινούριο της βιβλίο "ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΑΛΛΑΖΕΙ" (Εκδ.Κίχλη, σελ.258),  μια πολυφωνική αφήγηση-μαρτυρία με στοιχεία μυθοπλασίας (τουλάχιστον κατά δήλωση της συγγραφέως), για την τελευταία περίοδο της Χούντας και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού στην εφηβεία.


Η αφήγηση διαρκεί 6 χρόνια, όσα και τα χρόνια του εξατάξιου γυμνασίου, δηλαδή από το 73 έως το 79, και μέσα από τη ματιά της ηρωίδας της Καστρινάκη, περνάνε σημαντικά γεγονότα της μεταπολεμικής περιόδου όπως, το Πολυτεχνείο, το Κυπριακό, η μεταπολίτευση, οι πρώτες εκλογές (με το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς» να κυριαρχεί), αλλά και λιγότερο σημαντικά για τον πολύ κόσμο (αλλά θεμελιώδη για την πολιτική σκηνή της χώρας) όπως, η περίοδος μετά τις πρώτες εκλογές, με τις ζυμώσεις στον χώρο της αριστεράς, οι εκλογές του 77 και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ όπως και η συντριβή της ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ, η διάσπαση του Ρήγα Φεραίου και η δημιουργία της Β Πανελλαδικής.

Γραμμένο με χιούμορ αλλά και νοσταλγία, το καλοκουρδισμένο (από άποψη ρυθμού και ύφους) αυτό βιβλίο, αποτελεί ένα υβριδικό μυθιστόρημα που δεν μπορεί να καταταχθεί σε κάποιο είδος αφού κινείται μεταξύ αφηγήματος, μαρτυρίας, χρονικού, αυτοβιογραφίας αλλά και μυθιστορήματος μαθητείας.

Η αφήγηση, έχει πολλή ζωντάνια και φρεσκάδα, χρησιμοποιεί δε τριτοπρόσωπη αφήγηση όταν αναφέρεται στην ηρωίδα, την Ειρήνη και πρωτοπρόσωπη όταν παραθέτει συνεντεύξεις, e-mails των φίλων της που τους ξαναβρίσκει μετά από χρόνια στην τωρινή εποχή, ενώ περιγράφει και εξιστορεί την ατμόσφαιρα και το κλίμα μιας εποχής που διαφέρει ριζικά από τη σημερινή. Μιας εποχής με όνειρα που διαψεύστηκαν, με προβληματισμούς που φαίνονται μόλις 40 χρόνια μετά τελείως ουτοπικοί, με λεξιλόγιο που ακούγεται ξένο στα αυτιά ενός νέου του σήμερα.

"Εκείνη την εποχή την σκέφτομαι πολύ λίγο, αφού δεν έζησα στην Ελλάδα μετά τα είκοσι πέντε μου, ώστε η ομαδική αναπόληση, όποτε συμβαίνει - ακόμα και από το απλό γεγονός ότι συγχρωτίζεσαι τακτικά με τα ίδια άτομα, τους ίδιους παλιούς φίλους -, να φέρνει στην επιφάνεια κάποια μορφή ανάμνησης. Διαβάζοντας το αφήγημά σου λοιπόν, βίωσα μια αιφνίδια επιστροφή σε ένα παρελθόν ελάχιστα παρόν στην καθημερινότητά μου. Την εποχή εκείνη όπου το ιδιωτικό εισχωρούσε τόσο πολύ στο δημόσιο και το δημόσιο στο ιδιωτικό, την εποχή όπου όλοι εμείς, μαθητές και φοιτητές, ζούσαμε ανάμεσα στις έντονες αναζητήσεις του εγώ (τόσο πιεστικές σ'αυτή την ηλικία) και τις επιταγές (και τον ενθουσιασμό) του εμείς που ξαφνικά εισέβαλλε στη ζωή μας. Σκέφτομαι: δεν ήμουν αυτός που είμαι εάν δεν τα είχα ζήσει. Γιατί ασυνείδητα ό,τι είχα μάθει, τρόπους συμπεριφοράς και επαφής με τους ανθρώπους, ένα είδος δημιουργικότητας, το χιούμορ, τον χειρισμό των μικρών διαφορών, την τόλμη του να αποδέχεσαι τον συμβιβασμό, όλα αυτά τα κουβαλούσα και τα κουβαλώ, φυσικά, μέσα μου."

Η Καστρινάκη καταφέρνει να χαρτογραφήσει μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, μικρών παιδιών ουσιαστικά, που ενεπλάκησαν στις κομματικές νεολαίες και άλλοι εντάχθηκαν στο σύστημα, κάποιοι αηδίασαν και δεν ασχολήθηκαν ξανά και άλλοι (ίσως οι περισσότεροι) είδαν τα όνειρά τους να διαψεύδονται. Η γενιά των ανθρώπων γεννημένων στο τέλος της δεκαετίας του 50, αρχές της δεκαετίας του 60 όπως η ηρωίδα της, είναι η "γενιά" των ανθρώπων που βρέθηκαν στο μεταίχμιο των μεταπολιτευτικών εξελίξεων, πολύ μικροί για να συμμετάσχουν στην αντίσταση κατά της Χούντας, για να βρίσκονται μέσα στο Πολυτεχνείο και που αποτέλεσαν την κατάλληλη μαγιά για την άκρατη κομματικοποίηση των πάντων που κυριάρχησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 70, με την ένταξη στις κομματικές νεολαίες να είναι σχεδόν μονόδρομος, να "πρέπει" να είσαι "προοδευτικός" (δίνοντας στη λέξη βέβαια άπειρες ερμηνείες), να "πρέπει" να ζήσεις έντονα, να "πρέπει" να κάνεις την επανάστασή σου.

Η αφέλεια μιας εποχής τεράστιων αλλαγών στη πολιτικοκοινωνική ζωή της χώρας, αλλά και στον ερωτικό τομέα ή και στον οικογενειακό περνάει μέσα από τη ματιά της συγγραφέως και ξυπνάει μνήμες σε όσους έζησαν εκείνη την εποχή κυρίως με εικόνες έντονα χαραγμένες που περιγράφονται εδώ, όπως οι μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, οι συναυλίες που γέμιζαν στάδια, τα χακί αμπέχονα και οι αντίστοιχες τσάντες, τα συνθήματα των νεολαιών ("πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα", "Ρήγας Φεραίος ο κάθε σέξι νέος"), η προεκλογική εκστρατεία της Συμμαχίας, το ξύλο μεταξύ νεολαιών, η σεξουαλική "επανάσταση", οι πολιτικοί καθοδηγητές και ο ρόλος τους (καλός ή κακός ανάλογα...), η μύηση στις νεολαίες, τα τσιτάτα και τα συνθήματα, οι "-ισμοί" και η σημασία τους, η ξύλινη γλώσσα, αλλά και η "Λιλιπούπολη", ο Ζούκης, τα Λατινικά, ο Βίλχελμ Ράιχ, τα πάρτι με τη μπουκάλα.

Πάνω απ'όλα όμως το "Και βέβαια αλλάζει" είναι ένα βιβλίο πολύ ενδιαφέρον, ειδικά για όσους έχουν ζήσει την εποχή ευρισκόμενοι πάνω κάτω στην ίδια ηλικία με την συγγραφέα, ένα αφήγημα βαθιά πολιτικό (και με πολύ αισιόδοξο αλλά μάλλον ουτοπικό τίτλο), απόλυτα επίκαιρο αν το δεί κάποιος και ως αφορμή για διάλογο και προβληματισμό γύρω από την αριστερά, αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα προσωπικό που σε κάποιους θα πει πολλά και σε άλλους (φοβάμαι) απολύτως τίποτα.

____________________________________________________________

Σας εύχομαι τα καλύτερα για τη νέα χρονιά. Πολλά ωραία βιβλία, υγεία, αγάπη, συντροφικότητα και καλή διάθεση. Σας ευχαριστώ για την υποστήριξη όλα αυτά τα χρόνια, τα φιλιά μου και μια θερμή αγκαλιά στον καθένα ξεχωριστά.