Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2020 | Permalink
Μητέρες και κόρες ("Κάτω από την επιφάνεια")
Αρχικά απορείς με την ηλικία της συγγραφέως. Ένα μυθιστόρημα που εκδίδεται στην Αγγλία το 2018, φτάνει στο short-list του πολύ σημαντικού βραβείου Booker, και είναι γραμμένο από μια κοπέλα, που γεννήθηκε το 1990 σε ένα παραθαλάσσιο ειδυλλιακό χωριό (η νεότερη συγγραφέας που διεκδίκησε το βραβείο από την σύστασή του), δηλαδή το έγραφε στα 25 της; Και δεν είναι μόνο αυτό, διότι από την πρώτη σελίδα – από την εισαγωγή – αντιλαμβάνεσαι, ότι πρόκειται για ένα βιβλίο απαιτητικό και πυκνό, κι όχι ένα προϊόν κατανάλωσης ευχάριστου χρόνου. Μιλάω για το έξοχο μυθιστόρημα της Βρετανίδας Daisy Johnson (Paignton Devon 1990), με τίτλο «ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ» («Everything Under») – (εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Μ. Βαρδοπούλου, σελ. 302), ένα βιβλίο που στην πρώτη του σελίδα, διαβάζεις μια παράγραφο αντάξια των λογοτεχνικών προγόνων της!

 «Ο τόπος όπου γεννιόμαστε επιστρέφει σ’ εμάς. Μεταμορφώνεται σε ημικρανίες, στομαχόπονους, αϋπνίες. Βρίσκεται στον τρόπο που ξυπνάμε μερικές φορές νιώθοντας ότι πέφτουμε στο κενό, ψάχνοντας τον διακόπτη του πορτατίφ, βέβαιοι πως όλα όσα χτίσαμε χάθηκαν μες στη νύχτα. Γινόμαστε ξένοι για τον τόπο που μας γέννησε. Εκείνος δε θα μας αναγνώριζε, αλλά εμείς θα τον αναγνωρίζουμε πάντα. Είναι το ίδιο μας το μεδούλι▪ μπολιάζεται μέσα μας. Αν μας γύριζε κανείς απ’ την ανάποδη, θα ‘βλεπε χάρτες χαραγμένους στην πίσω πλευρά του δέρματός μας▪ μην τυχόν και χάσουμε τον δρόμο της επιστροφής. Μόνο που στην πίσω πλευρά του δικού μου δέρματος δε θα έβρισκε κανάλια και σιδηροδρομικές γραμμές και ποταμόπλοια, αλλά πάντοτε: εσένα.»


Στο μυθιστόρημα, η Τζόνσον περιγράφει τη σχέση μεταξύ της Σάρας και της Γκρέτελ, μιας μητέρας και μιας κόρης. Η αφήγηση γίνεται στο μεγαλύτερο μέρος από την πλευρά της κόρης. Η Γκρέτελ είναι μια νέα γυναίκα που ζει μόνη της και εργάζεται ως Λεξικογράφος. Η Σάρα, η μητέρα της, την εγκατέλειψε τελείως ξαφνικά όταν εκείνη ήταν 13 ετών. Η Γκρέτελ ζει μια οργανωμένη και μάλλον αποστειρωμένη ζωή, ίσως ως αντίδραση στην χαοτική και «τσιγγάνικη» παιδική της ηλικία, όταν με την μητέρα της ζούσε σε ένα ποταμόσπιτο, αραγμένο στις όχθες ενός ποταμού στην κεντρική Αγγλία κοντά στην Οξφόρδη. Η Σάρα ήταν μια γυναίκα που δεν έμπαινε σε καλούπια, μια άναρχη φύση που το μικρό κορίτσι την λάτρευε και την φοβόταν. Μάνα και κόρη είχαν αναπτύξει την δική τους γλώσσα και είχαν επινοήσει, έναν εχθρό που αντιπροσώπευε όλες τις φοβίες τους, ένα τέρας της λίμνης (το οποίο είχαν ονομάσει «Μπόνακ»), που έβγαινε και σκότωνε και λεηλατούσε και το οποίο προσπαθούσαν να ανακαλύψουν και να εξολοθρεύσουν.

Η Γκρέτελ από τότε που ενηλικιώθηκε και ζει μόνη της, ψάχνει την μητέρα της, τηλεφωνώντας σε νεκροτομεία, νοσοκομεία κλπ. 16 χρόνια μετά την εγκατάλειψή της, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την χαμένη μητέρα της, που πλέον έχει άνοια που επιταχύνεται. Παράλληλα με την αναζήτηση της μητέρας της, η Γκρέτελ ψάχνει εμμονικά τα ίχνη του Μάρκους, ενός περιπλανώμενου νεαρού, που είχε μείνει για λίγο στο ποταμόσπιτό τους, λίγο πριν την εξαφάνιση της Σάρα, και είχε ιδιαίτερη σχέση και με τις δυο τους, ενώ τις βοηθούσε να βρουν το «Μπόνακ». Η αναζήτηση του Μάρκους θα αποκαλύψει την αλήθεια για μια τραγική και ταυτόχρονα δραματική περίπτωση ενός ανθρώπου διχασμένου μέσα στο σώμα του, που ουσιαστικά θα φανερωθεί μέσα από τα θραύσματα μνήμης της Σάρα.

«Πάντα ξαναγυρνάω - αναπόφευκτα – στον τρόπο με τον οποίο μ’ εγκατέλειψες. Αυτό οφείλεται, μου εξηγείς από την πολυθρόνα σου, στο ότι είμαι εγωίστρια κι εξαρτημένη. Μου λες ότι ανέκαθεν ήμουνα έτσι. Μου λες ότι όσο μέναμε στο ποτάμι, σου είχα γίνει κολλιτσίδα και ούρλιαζα σαν λύκος, μέχρι που έπεφταν τα δέντρα. Καταφεύγεις συχνά σε τέτοιες υπερβολές. Όταν διηγείσαι μια ιστορία, δε μοιάζεις να καταγράφεις απλά τα γεγονότα, αλλά να σκάβεις για να τα ανασύρεις στην επιφάνεια. Είναι φορές που ακούς σιωπηλά. Είναι φορές που με διακόπτεις, και οι αφηγήσεις μας μπλέκονται, επικαλύπτουν η μια την άλλη.»

Η Τζόνσον αφηγείται την ιστορία της, έχοντας ως βάση τον μύθο του Οιδίποδα, τον οποίον ανασκευάζει – ο αναγνώστης εύκολα θα βρει τις αναφορές. Δεν «δανείζεται» όμως τον μύθο αλλά και τις παραμέτρους του, την έννοια της ουσιαστικής ελευθερίας αλλά και του πεπρωμένου. Η Γκρέτελ λειτουργεί περισσότερο ως παρατηρητής / αφηγητής, η συμμετοχή της στα γεγονότα που συνέβησαν όταν ήταν έφηβη, ήταν περιορισμένη και είναι σε θέση να τα δει αποστασιοποιημένα και ψύχραιμα – κάτι σαν τον Χορό της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Ο «δαίμονας» που αντιπροσωπεύει το άγνωστο και τρομακτικό «Μπόνακ» είναι μέσα στους πρωταγωνιστές της ιστορίας, απεικονίζοντας τους βαθύτερους φόβους και αγωνίες τους.

Οι λεπτομέρειες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Το ποτάμι με την παρακμή του – στις όχθες υπάρχουν κουφάρια αυτοκινήτων, σκουπίδια, οι λέξεις με τις οποίες «παλεύει» καθημερινά η Γκρέτελ για να ζήσει ως λεξικογράφος, που συμπληρώνουν την ακατάληπτη γλώσσα που είχαν εφεύρει με την μητέρα της, μέσα στην οικειοθελή απομόνωσή τους, για να συνεννοούνται.


Παρότι λοιπόν, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την διασκευή του μύθου του Οιδίποδα, είναι η σχέση μάνας και κόρης που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα της Τζόνσον. Η Σάρα μόνιμα θυμωμένη κι οργισμένη, με την απόγνωση να την διακατέχει για όλους κι όλα, η εθελούσια φυγή της από τον «πολιτισμένο κόσμο», η σχέση της με την κόρη της, η αγάπη και το μίσος, η έλξη και η απώθηση, μεγεθύνονται και αποκαλύπτονται όταν οι δυο γυναίκες θα βρεθούν ξανά σ’ αυτή την επώδυνη και ταυτόχρονα λυτρωτική επανασύνδεση μετρώντας τις πληγές τους και τα τραύματα που έχει αφήσει στην Γκρέτελ το παρελθόν.

Γραμμένο με δυναμισμό και πυκνότητα, το «Κάτω από την επιφάνεια», είναι ένα μυθιστόρημα «δυσάρεστο» και «επώδυνο», που σε βασανίζει και σε στοιχειώνει αναγνωστικά. Το εξαιρετικό στυλ της νεαρότατης συγγραφέως εκπλήσσει με την ένταση και τον ρυθμό στην αφήγηση, την βιρτουοζιτέ στην τεχνική που εντυπωσιάζει.

Μπορεί να είναι λίγο περισσότερο περιπεπλεγμένο, θίγοντας πολλά θέματα με τη μία (οικογενειακές σχέσεις, αυτοσυνείδηση, αναζήτηση ταυτότητας, μύθο του Οιδίποδα, τα ερμαφρόδιτα στοιχεία σε ένα σώμα, η «αλληλοσφαγή» μάνας / κόρης, αρχέγονους μύθους για τα πλάσματα του νερού), και οι συμβολισμοί να πνίγουν κάπως την ροή, αλλά το μυθιστόρημα της Τζόνσον εκτός του ότι είναι πολύ εντυπωσιακό, είναι και ιδιαίτερα ουσιαστικό, με στοιχεία που δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας, μια συγγραφέα ώριμη παρά την ηλικία της και με μέλλον λαμπρό. Μάλλον είχε δίκιο ο σύντροφός της (όπως αναφέρει η συγγραφέας στις ευχαριστίες που κλείνουν το βιβλίο), που της υπενθύμισε μια παλιά ξεχασμένη φράση της: «Νομίζω πως αυτό θα είναι και γαμώ τα βιβλία».

Βαθμολογία 84 / 100



  

 
Πέμπτη, Αυγούστου 20, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Αυγούστου 20, 2020 | Permalink
Homo Sapiens Sapiens ("Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν" + "Anima")

Με δύο θαυμάσια γαλλόφωνα νουάρ μυθιστορήματα θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα «ΑΥΤΗ Η ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ» («Ce pays qu'on assassine»), του έμπειρου Γάλλου συγγραφέα Gilles Vincent (1958, Ισύ λε Μουλινό) – (εκδόσεις Angelus Novus, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.346) και το συγκλονιστικό νουάρ (αλλά περισσότερο σε γουέστερν παραπέμπει) μυθιστόρημα «ANIMA» του θεατρικού συγγραφέα (από το 2016 διευθυντή του Theatre Nationale de Colline στο Παρίσι), και σεναριογράφου Λιβανοκαναδού Wajdi Mouawad (Λίβανος, 1968) – (εκδόσεις 21ου, μετάφρ. με πολλές αυθαιρεσίες που προκαλούν προβληματισμό Ν. Κούρκουλος, σελ.431). Τα δύο αυτά μυθιστορήματα διαφορετικά μεταξύ τους, συγκλίνουν όσον αφορά την βία που τα διαπερνάει και στον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου του «Anima» που επιγράφεται «Homo Sapiens Sapiens»… Ας τα δούμε όμως περισσότερο αναλυτικά.

 Η δράση στο ματωβαμμένο «νεοπολάρ» μυθιστόρημα «Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν», εκτυλίσσεται σε δύο παράλληλες αλλά απόλυτα συγγενείς μεταξύ τους τροχιές. Στην Μασσαλία ένα καλοκαιρινό βράδυ, εκτελείται με τρεις σφαίρες στο κεφάλι, ο Σύρος εύπορος επιχειρηματίας Ταρέκ Μπσαρανί. Οδηγούσε τη μηχανή του, και σε ένα φανάρι, σταμάτησε δίπλα του μια μαύρη BMW, ο οδηγός κατέβασε το τζάμι και τον πυροβόλησε στον λαιμό, γνωρίζοντας ότι ο Μπσαρανί φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο. Μετά τον αποτελείωσε με δύο ακόμα σφαίρες, μία σε κάθε μάτι. Το αυτοκίνητο έφυγε μετά με την ησυχία του. Η σκηνή καταγράφηκε από διάφορες κάμερες που βρίσκονταν στα γύρω καταστήματα, ενώ υπάρχει και ένας αυτόπτης μάρτυρας που κάπνιζε στο μπαλκόνι του, ένα ηλικιωμένος που πρόλαβε να καλυφθεί, όταν ο δράστης πυροβόλησε το μπαλκόνι του, προτού εξαφανιστεί.

Την υπόθεση αναλαμβάνει η έμπειρη αστυνόμος Αϊσά Σαντιά με την ομάδα της και όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητα του θύματος, αντιλαμβάνεται ότι έχει στα χέρια της, μια υπόθεση-ωρολογιακή βόμβα, καθώς ο Μπσαρανί εκτός από παιδικός φίλος του Άσαντ, ήταν διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας μιας νεαρής (μόλις 26 ετών) ανερχόμενης πολιτικού (και βουλευτή), του Εθνικού Κόμματος Γαλλίας, περισσότερο γνωστής ως ανηψιάς της προέδρου του Κόμματος Μαρίζ Πεάν (μια εμφανής παραπομπή στην Μαρί Λεπέν) . Ο Μπσαρανί, με πολλές σχέσεις με Ρώσους, Σύρους εξόριστους και μη, Κοσοβάρους – τύπος που ανέκαθεν άρπαζε τις ευκαιρίες για ανέλιξη και πλουτισμό, ήταν το δεξί χέρι της «ανηψιάς», η οποία δείχνει συντετριμμένη με την δολοφονία του.

Στο άλλο άκρο της χώρας, στον Βορρά στο Ενέν-Μπομόν, μια μικρή πόλη κοντά στο Καλαί, τα πτώματα δύο νεαρών Αφρικανίδων βρίσκονται σε ένα χωράφι μέσα στις λάσπες. Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα με σύρμα, υπήρχαν φανερά ίχνη βιασμού και ο θάνατος είχε επέλθει από στραγγαλισμό. Την υπόθεση αναλαμβάνει η νεαρή αστυνόμος Καρόλ Βερμέερ, που είναι η πρώτη της σοβαρή υπόθεση σε μια πόλη που ο φωτογενής δήμαρχος είναι εξέχων στέλεχος του Εθνικού Κόμματος Γαλλίας – έτσι κι αλλιώς η επαρχιακή αυτή πόλη είναι προπύργιο του Κόμματος.

Η Καρόλ Βερμέερ είναι άπειρη, με υψηλή αίσθηση καθήκοντος, που θεωρείται «συμπαθούσα» στις ιδέες του Εθνικού Κόμματος. Αντιλαμβάνεται ότι όλοι περιμένουν από αυτήν, να κλείσει τον φάκελο γρήγορα, καθώς οι νεαρές Αφρικανίδες από την Ερυθραία όπως αποκαλύπτεται γρήγορα, είναι δύο από τους χιλιάδες, που απλά περίμεναν την ευκαιρία να περάσουν στην άλλη πλευρά της Μάγχης, στην Μ.Βρετανία προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Αλλά κάτι μέσα της και μερικά ολοφάνερα ευρήματα, την κάνουν να στρέψει τις έρευνες προς εξέχοντα στελέχη της τοπικής κοινωνίας. 


«Ενσωμάτωση είναι να αποδέχεσαι την εξουσία»

Ο Vincent, περιγράφει εκ παραλλήλου τις δύο ιστορίες που εκτυλίσσονται το ίδιο χρονικό διάστημα, στον Βορρά και στον Νότο της χώρας, σε δύο περιοχές που δείχνουν παραδομένες στην επέλαση του ακροδεξιού Εθνικού Κόμματος, περιοχές με πολλούς μετανάστες, πρόσφυγες, τράφικινγκ και διαφθορά. Οι δύο γυναίκες που διεξάγουν τις έρευνες, μπορεί οι υποθέσεις τους να διαφέρουν, αλλά και οι δύο αγωνίζονται σκληρά να τις φέρουν εις πέρας παρά τις αντιξοότητες που συναντούν και (κυρίως στην υπόθεση των δύο κοριτσιών από την Ερυθραία) τις τρικλοποδιές που τους βάζουν. Πολιτικές πιέσεις, αντικρουόμενες πληροφορίες, αδιέξοδα και πισωγυρίσματα συνθέτουν ένα σκηνικό σχεδόν όμοιο και στις δύο περιπτώσεις, αν και στην υπόθεση της Μασσαλίας, οι απόπειρες δολοφονίας συνεχίζονται αυτή τη φορά, ενάντια σε μέλη της αστυνομικής ομάδας της Αϊσά, υπερτονίζοντας το γεγονός ότι η ιστορία αυτή έχει πολλά παρακλάδια. Το μυθιστόρημα κλείνει με την επίθεση στο Μπατακλάν και την σφαγή που επακολούθησε, οπότε όλες οι αστυνομικές υποθέσεις που «τρέχουν», κλείνουν όπως όπως, μπροστά στην βούληση του κράτους να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. 

Τα θαυμάσια πορτρέτα των δύο γυναικών ηρωίδων του βιβλίου, προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βίαιο και βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα του Vincent. Η έμπειρη και δυναμική Αϊσά και η εύθραυστη Καρόλ, θα πρέπει να διαβούν ένα βουνό για να αντιμετωπίσουν την καχυποψία, τις προσβολές των ανωτέρων τους. Η Καρόλ δεν θα αντέξει και θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, έχει όμως προλάβει να γράψει σε ένα τετράδιο τις έρευνές της και τις προσπάθειες της. Θα το διαβάζει δίπλα στο κρεβάτι της, ο προϊστάμενός της, ο άνθρωπος που την εξευτέλιζε σχεδόν καθημερινά. Αυτά που αποκαλύπτονται οδηγούν προς την λύση της υπόθεσης αλλά όπως και στην ιστορία της Μασσαλίας, η διαλεύκανση και το ποιοι είναι οι ένοχοι, μικρή σημασία έχει για τον συγγραφέα, που ουσιαστικά ακτινογραφεί μια χώρα που «δολοφονείται» καθημερινά από τους πολιτικούς, τις πελατειακές σχέσεις, την διαφθορά σε όλα τα επίπεδα.


 
Ωραίο και πολύ σκοτεινό σύγχρονο μυθιστόρημα, άκρως πολιτικό που δεν γίνεται καταγγελτικό, προκαλώντας συνεχώς τον αναγνώστη να σκεφτεί και να προβληματιστεί με καταστάσεις που δεν μας είναι τόσο άγνωστες. Είναι ένα βιβλίο που σε σφίγγει σε σημείο να μη μπορείς να αναπνεύσεις, με κινηματογραφική ροή και δυναμισμό που αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα, όχι μόνο από τους λάτρεις του είδους, αλλά από τον κάθε ανήσυχο αναγνώστη.

Βαθμολογία 82 / 100 

Δεν μπορείς να βγεις αλώβητος, από την ανάγνωση ενός τόσο πρωτότυπου και έντονου βιβλίου σαν το «Anima». Το εκπληκτικό νουάρ (πιο «νουάρ» δεν έχει) μυθιστόρημα του Wajdi Mouawad, βίαιο και ιδιαίτερα σκληρό, με σκηνές που κόβουν την ανάσα, περιγράφει μια ιστορία όπου, ο ήρωας διασχίζει το Κεμπέκ στον Καναδά, την γραμμή Μέισον και Ντίξον στις Η.Π.Α. για να φτάσει στο Λας Βέγκας και στο Νέο Μεξικό, μια ιστορία όπου αναμειγνύονται οι αυτοδιοικούμενες κοινότητες των Μοχόκ στον Καναδά, η σφαγή των Παλαιστινίων προσφύγων στα στρατόπεδα προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα στον Λίβανο, οι κυνομαχίες και το λαθρεμπόριο. 


Το μυθιστόρημα του Μουαουάντ ξεκινάει στο Μόντρεαλ του Κεμπέκ, με την αναζήτηση του δολοφόνου ενός στυγερού εγκλήματος. Ήρωας του βιβλίου είναι ο Γουάχς Ντεμπ, ένας Καναδός Λιβανέζικης καταγωγής, που επιστρέφει σπίτι του για να βρει την Λεονί, την έγκυο σύζυγο του, διαμελισμένη από τέσσερις μαχαιριές στον κόλπο της και μία στην κοιλιά της, ενώ ο δολοφόνος είχε εκσπερματώσει στην ανοιχτή πληγή της κοιλιάς της (!). Η Λεονί πάλεψε για να σωθεί και κατάφερε μια δυνατή δαγκωματιά στο πρόσωπο του ανθρώπου που την σκότωσε. Το Καναδικό σύστημα αναθέτει τις υποθέσεις αυτές, σε έναν «κόρονερ», ο οποίος είναι γιατρός – ανακριτής, ανεξάρτητος από την Ασφάλεια που ερευνά τις συνθήκες θανάτου και κάνει συστάσεις στην Αστυνομία. Ο κόρονερ αποκαλύπτει στον Γουάχς το όνομα του δολοφόνου, ο οποίος είναι κάτοικος μιας αυτοδιοικούμενης κοινότητας ινδιάνων Μοχόκ κοντά στο Μόντρεαλ – στο βιβλίο ο μεταφραστής επιλέγει να αφήσει αμετάφραστο τον όρο «Ρεζέρβα». 

«Οι άνθρωποι είναι κάτω απ’ το ζυγό μιας κατάρας που τους εξορίζει αδιάκοπα από την ευτυχία τους.»

Ο Γουάχς Ντεμπ πηγαίνει χωρίς άδεια στην κοινότητα και δεν αργεί να αντιληφθεί ότι κάτι περίεργο συμβαίνει με τον δολοφόνο, που όλοι γνωρίζουνε ποιος είναι αλλά φαίνεται να τον καλύπτουν και η Αστυνομία του Κεμπέκ να τον αφήνει ελεύθερο γιατί είναι βασικός της πληροφοριοδότης. Ο Γουάχς Ντεμπ, θα φιλοξενηθεί από μια περίεργη ντόπια γυναίκα, η οποία γνωρίζει τον δολοφόνο καλά, όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι της κοινότητας, του αποκαλύπτει δε ότι δυο μέρες πριν, είχε κάνει έρωτα μαζί του στο ίδιο σπίτι που βρίσκονται τώρα μαζί. Ο Γουάχς Ντεμπ βρίσκεται σε μια παραζάλη, άυπνος και ταλαιπωρημένος, ούτε μπορεί να καταλάβει τι γίνεται γύρω του. Θα κοιμηθεί με την γυναίκα αυτή, και το επόμενο πρωί θα την βρει δολοφονημένη σχεδόν με τον ίδιο τρόπο όπως την σύζυγό του, διαμελισμένη και βιασμένη μετά θάνατον. Ο Γουάχς Ντεμπ πλέον αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα είναι προσωπικό και αποφασίζει να κυνηγήσει τον δολοφόνο, περισσότερο για να δει το πρόσωπό του και ποιος είναι, παρά για να τον σκοτώσει – εξάλλου απ’ότι μαθαίνει είναι σχεδόν αδύνατο να τα βάλει μαζί του, αφού ο τύπος είναι μια «πολεμική μηχανή».

Ξεκινάει λοιπόν, αρχικά με την βοήθεια των Ινδιάνων της κοινότητας, ένα κυνηγητό στα ίχνη του δολοφόνου, που θα τον φέρει στα σύνορα του Καναδά με τις Η.Π.Α., και μετά στις πόλεις του Βορρά. Στον Κόρονερ λέει ότι πηγαίνει να επισκεφθεί τον πατέρα του που ζει στην Αριζόνα, και το ταξίδι του θα τον φέρει να διασχίζει πόλεις με περίεργα ονόματα, «Κάιρο», «Ανγκόλα», «Ιερουσαλήμ», να συναντάει Γάλλους τουρίστες που πηγαίνουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος κάθε χρόνο για να τιμήσουν τους συμπατριώτες τους που έπεσαν στον Αμερικανικό Εμφύλιο, ονόματα πόλεων που παραπέμπουν σε εμφυλίους, σφαγές και λεηλασίες για να φτάσει στο Νέο Μεξικό. Είναι ένα ταξίδι όπου ο Γουάχς Ντεμπ θα ανακαλέσει μνήμες του παρελθόντος, όταν υιοθετήθηκε από μια οικογένεια μετά την σφαγή της οικογένειάς του στο Λίβανο, είναι ένα ταξίδι στο βάθος της ύπαρξής του. 

«Είσαι από άγρια ράτσα, ένα ακατέργαστο βλαστάρι της φύσης. Πρέπει να παραμείνεις. Δεν θα σε εξημερώσω, δεν θα σε κάνω φοβιτσιάρη, υποταγμένο ζώο, ούτε τυφλό ζώο. Θα σου δώσω τη φωνή μου, θα σου δώσω τη γλώσσα μου, θα μου δώσεις τις σιωπές σου, θα μου δώσεις το παρόν σου. Είσαι σκύλος, από τη ράτσα των λύκων. Σκύλο είναι μια λέξη, είναι η λέξη που σε προσδιορίζει. Είμαι άνθρωπος από τη ράτσα των ανθρώπων. Άνθρωπος είναι μια λέξη, είναι η λέξη που με προσδιορίζει. Άνθρωπος και σκύλος πηγαίνουμε πλάι-πλάι στην επιφάνεια της γης. Αλλά μέσα σ’ έναν άνθρωπο που περπατάει υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που περπατάνε και κάτω από τη γη υπάρχει άλλη γη και πίσω από τα ονόματα των χωρών υπάρχουν άλλες χώρες. Έχει σημασία να το ξέρεις.»


Η πρωτοτυπία του μυθιστορήματος είναι ότι η αφήγηση γίνεται από τα ζώα που βρίσκονται στους χώρους που εκτυλίσσεται η δράση. Μια γάτα, ένας σκύλος, μια νυχτερίδα, ένα ποντίκι, πουλιά κάθε είδους, ένας ικανότατος οικόσιτος χιμπαντζής, άλογα που μεταφέρονται, μια κατσαρίδα, μια αράχνη. Τα ζώα γίνονται οι αφηγητές και συμμετέχουν στη δράση, παρατηρώντας τους ανθρώπους και τις ενέργειές τους, μερικές φορές σχολιάζοντας κιόλας. Ο συγγραφέας «υποχρεώνει» τον αναγνώστη να «δει» και να «προσέξει» έντομα, μικρά ζώα που υπάρχουν στη φύση και να τα δει ως ενεργά εμπλεκόμενα μέρη στην ιστορία. Στην αρχή ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί κάπως με τις λατινικές ονομασίες των ζώων, αλλά σιγά-σιγά θα συνηθίσει, εξάλλου το απίστευτο προτελευταίο μέρος περνάει μέσα από την αφήγηση ενός άγριου σκύλου, που θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία.


Το «Anima» με τον ρυθμό σαν ένα γουέστερν του παλιού καιρού, είναι ένα πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο μυθιστόρημα, είναι ένα ταξίδι στα βαθύτερα σημεία του εαυτού, όπου τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα παραπέμπουν κάπου αλλού. Η καταπίεση των Ινδιάνων, οι όπου γης εμφύλιοι, η βία και η διαφθορά, η απανθρωπιά και το έγκλημα, η συγχώρεση και η εκδίκηση συνυπάρχουν στις σελίδες αυτού του «μετά-αποκαλυπτικού» μυθιστορήματος που δονεί και δονείται από δυναμισμό και πάθος. Τα γεγονότα του Λιβάνου, η σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο βιβλίο – κάτι βέβαια που το αντιλαμβανόμαστε προς το τέλος του, όταν ο ήρωας θα μάθει αλλά και θα θυμηθεί τα γεγονότα που η μνήμη του είχε απωθήσει και θάψει. Το δραματικό φινάλε απλώς θα κλείσει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία. 

«Γεννήθηκα από μια σφαγή, πριν πολύ καιρό, η οικογένειά μου ματοκυλίστηκε μπροστά στον τοίχο του κήπου μας και σήμερα, χρόνια μετά, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η μηχανική του αίματος μοιάζει να ξαναμπήκε σε λειτουργία. Από την Λεονί στην Τζάνις, από την Τζάνις στον Τσακ και στον κακόμοιρο το σκύλο του και από τον Τσακ στον Ρούνι, ξαναβλέπω ένα προς ένα τους φόνους που με είδαν να γεννιέμαι. Είναι σαν ένα μακάβριο κυνήγι του θησαυρού που παίζεται στη γη της Αμερικής, όπου άλλοι από μένα, Ινδιάνοι, άποικοι, Βόρειοι και Νότιοι, πέρασαν μέσα από τις ίδιες σφαγές και τώρα αρχίζω μόλις να το προαισθάνομαι. Δεν τέλειωσε γιατί αυτό συνεχίζει να ουρλιάζει και αυτό μοιάζει να με φωνάζει όλο και περισσότερο, αυτό μοιάζει να με ονοματίζει με το δικό μου όνομα.»

Από την υπερβολική βία και την απόλυτη κτηνωδία που περιγράφονται στις σελίδες αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος, που σκιαγραφεί το ανθρώπινο είδος στα απόλυτα όριά του, βγαίνει ένα εκπληκτικό αλλά ιδιαίτερα σκοτεινό βιβλίο (από τα καλύτερα που διάβασα φέτος), γεμάτο ένταση και δράμα που θυμίζει αρχαιοελληνική τραγωδία αλλά και Κόρμακ Μακάρθι στα καλύτερά του. Ο Μουαουάντ, που είναι περισσότερο γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (υπεύθυνος για το σενάριο του αριστουργηματικού φιλμ αλλά και θεατρικού έργου «Μέσα από τις φλόγες» («Incendies») του 2010), αποδεικνύεται στιβαρός και εξαίρετος αφηγητής, με ένα βιβλίο που μπορεί να προκαλεί σοκ (και δέος) και να μη προσφέρεται για αυτούς που δεν αντέχουν την πολλή βία, αλλά συνιστά μια απόλυτη λογοτεχνική απόλαυση από την οποία συνέρχεσαι πολύ δύσκολα.

Βαθμολογία 86 / 100


 
Κυριακή, Αυγούστου 16, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Αυγούστου 16, 2020 | Permalink
Ο Δον Κιχώτης στην Παραγουάη ("Ο επαναστάτης με το ποδήλατο")

Πόσα πράγματα γνωρίζουμε για την Παραγουάη; Οι περισσότεροι δεν ξέρουν ούτε καν που βρίσκεται στον χάρτη, και την θυμούνται μόνο από τις παρουσίες της χώρας – κι αυτές όχι πολύ συχνές -, σε κάποια παγκόσμια κύπελλα ποδοσφαίρου ανά τετραετία. Η φτωχική χώρα της Νότιας Αμερικής που κατοικείται ως επί το πλείστον από ινδιάνους Γκουαρανί, είναι ένας τόπος ταλαιπωρημένος που βρίσκεται πάντα στην σκιά των ισχυρών γειτόνων της, την Βραζιλία και την Αργεντινή, τραυματικές ήττες σε πολέμους, έναν αιματηρό εμφύλιο και την διαχρονικά ισχυρή παρουσία των στρατιωτικών στην διακυβέρνηση της. Η μακρόχρονη (35 χρόνια) δικτατορία του Αλφρέδο Στρέσνερ μετέτρεψε τη χώρα σε κέντρο ναρκωτικών και διαφθοράς, μέχρι το 1989 που ανετράπη. Πλέον η χώρα είναι δημοκρατία και είναι μία από τις φτωχότερες της ηπείρου.

 

Η νεότερη ιστορία της Παραγουάης, περνάει μέσα από τις σελίδες του εξαιρετικού μυθιστορήματος «Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ» («La revolución en bicicleta»), του Αργεντινού συγγραφέα και δημοσιογράφου, Mempo Giardinelli (1947 Resistencia, Τσάπο) – (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ. Αλέξ. Ηλιόπουλος, σελ. 367), ενός βιβλίου που έχει γίνει σημείο αναφοράς για την Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, και πλέον κυκλοφόρησε στα ελληνικά σχεδόν 40 χρόνια από την πρώτη του έκδοση.

 «Η ιστορία του δεν ήταν παρά μια αφήγηση ηττών, ένα σύνολο αποτυχιών.»

 Στον «Επαναστάτη με το ποδήλατο», ο συγγραφέας αφηγείται με μυθιστορηματικό τρόπο την αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου. Του Παραγουανού στρατιωτικού Δον Χουάν Μπαρτολομέ, ο οποίος έζησε εξόριστος, ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, στην επαρχία Τσάπο της Αργεντινής, η οποία συνορεύει με την Παραγουάη – τις χωρίζει ένα ποτάμι. Στο βιβλίο ο ήρωας ονομάζεται Μπαρτόλο – διότι το βιβλίο κυκλοφόρησε όταν ακόμα στην Παραγουάη κυβερνούσε ο δικτάτορας Στρέσνερ και η ζωή του Μπαρτόλο κινδύνευε. Μετά την πτώση της δικτατορίας, που το βιβλίο κυκλοφόρησε ελεύθερα στην χώρα, το όνομα του ήρωα αποκαλύφθηκε. Αλλά για τον σημερινό αναγνώστη, που βρίσκεται πολύ μακριά από τον τόπο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα που περιγράφει ο συγγραφέας, όλα αυτά φαίνονται πολύ μακρινά και λίγη σημασία έχουν.

 Ο Μπαρτόλο ζει σε ένα χωριό στην επαρχία Τσάπο της Αργεντινής με την οικογένειά του. Είναι εξόριστος εδώ και πολλά χρόνια, αλλάζοντας πόλεις στην Αργεντινή, μέχρι που καταλήγει σ’ αυτό το χωριό και φυτοζωεί, ψήνοντας τούβλα, προσπαθώντας να τα πουλήσει στην τοπική αγορά. Είναι ένας κοντόχοντρος εξηντάρης και το μόνο που περιμένει από τη ζωή του πλέον, είναι να τον καλέσουν να ηγηθεί ή έστω να υπηρετήσει μια επανάσταση που ποτέ δεν έρχεται. Το αγρόκτημα που μένει, είναι απομακρυσμένο και κάθε κίνηση ενός διερχόμενου αυτοκινήτου φαίνεται από μακριά, οπότε περνάει τις μέρες του, περιμένοντας ένα μήνυμα, ένα σήμα, κάτι...

 «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι το χειρότερο πράγμα στον πόλεμο είναι η αγάπη. Παραδόξως. Η αγάπη που νιώθεις για τους συντρόφους σου, οι οποίοι είναι, σας το δηλώνω με πάσα βεβαιότητα, τα πιο αγαπημένα πλάσματα στον κόσμο σε έναν πόλεμο. Όλοι πεθαίνουν, το ξέρετε, αλλά πονάμε μόνο γι’ αυτούς που είναι αποδέκτες της αγάπης μας. Επειδή πάντα υπάρχει χρόνος να αγαπήσεις κάποιους περισσότερο από κάποιους άλλους. Εγώ δεν πιστεύω ιδιαίτερα, αποφασιστικά, σε μια αφηρημένη αγάπη προς την Ανθρωπότητα. Ίσως επειδή βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι η ίδια η Ανθρωπότητα είναι σκατά. Το σπουδαίο, το αξιολάτρευτο, το υπέρτατο είναι οι άνθρωποι.»

 Το μυθιστόρημα κινείται σε δύο επίπεδα. Στο ένα, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, περιγράφεται η μονότονη καθημερινότητα του Μπαρτόλο, η ζέστη και ο ιδρώτας, η φτώχεια και η παρακμή. Στο άλλο επίπεδο, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ο ήρωας εξιστορεί τη ζωή του, από την δεκαετία του 1910 που γεννήθηκε στο χωριουδάκι Μπελέν της βόρειας Παραγουάης, μέχρι την εξορία του την δεκαετία του 50, στην Αργεντινή. Ο Μπαρτόλο, είναι το μεγαλύτερο παιδί μιας αγροτικής και φτωχής οικογένειας, και ο μόνος που θα πάει σχολείο, στην πρωτεύουσα της Παραγουάης, την Ασουνσιόν. Παρότι πολύ μικρός, θα καταταγεί στον στρατό κατά την διάρκεια του πολέμου με την Βολιβία. Ο πόλεμος θα φέρει πολλούς νεκρούς στη χώρα, αλλά θα είναι νικηφόρος, και η έξαρση του πατριωτισμού, σε συνδυασμό με τη νεανική του ορμή, θα κάνουν τον Μπαρτόλο να αποφασίσει να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα.

 Ο Μπαρτόλο θα αντιληφθεί γρήγορα την κατάσταση όχι μόνο στο στράτευμα, αλλά στη χώρα συνολικά. Θα δει ότι η εκμετάλλευση των φτωχών ινδιάνων είναι μεγάλη και οι κοινωνικές αντιθέσεις τεράστιες. Η Παραγουάη είναι μια χώρα φτωχή, χωρίς υποδομές, δρόμους, υπηρεσίες, σχολεία. Σύντομα θα προαχθεί σε Λοχαγό και θα μετεκπαιδευτεί ένα χρόνο στην Βραζιλία όπου εκεί θα αντιληφθεί το μέγεθος του μιλιταριστικού καθεστώτος στη χώρα του, όπου οι αξιωματικοί φοράνε συνέχεια τη στολή για να αποπνέουν σεβασμό και τρόμο και όπου οι νόμοι δεν υπάρχουν γι’ αυτούς. Θα διαβάσει βιβλία, θα μορφωθεί περισσότερο, θα κάνει φιλίες με κομμουνιστές, η κοινωνική του συνείδηση θα αφυπνισθεί.

 Στην πόλη Κονσεψιόν όπου θα μετατεθεί, θα ηγηθεί της επανάστασης του 1947, η οποία μετά από αρκετά ηρωικά γεγονότα, θα συντριβεί από τις δυνάμεις του καθεστώτος. Ο Μπαρτόλο, που είναι πλέον Ταγματάρχης, θα γλυτώσει, περνώντας από το ποτάμι στην Αργεντινή και θα καταδικαστεί στην εξορία από την κυβέρνηση της πατρίδας του. Ποτέ όμως δεν θα εγκαταλείψει την ιδέα της επιστροφής και της προσπάθειας για ένα δημοκρατικό καθεστώς. Η Αργεντινή άλλοτε θα βοηθάει και άλλοτε θα υπονομεύει τις προσπάθειες των εξορίστων, αλλά η πίστη του Μπαρτόλο, είναι αυτή που θα τον κρατάει ζωντανό, να περιμένει μια κίνηση. Και τα χρόνια περνάνε…

 «…αν είναι μια φορά δύσκολο να συγκεντρώσεις τις σκέψεις σε οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία, φανταστείτε πόσο δυσκολότερο είναι να το κάνεις στην εξορία, όπου οι άνθρωποι είτε καταλαμβάνονται από υπεραισιοδοξία, είτε από ηττοπάθεια, είτε από τρέλα.Υπάρχουν αυτοί που δεν βλέπουν καθαρά και πιστεύουν ότι όπου να’ ναι θα επιστρέψουν▪ άλλοι αρνούνται την πραγματικότητα και προσπαθούν να αφομοιωθούν αδιακρίτως στη νέα χώρα▪ κι άλλοι, τέλος, που δεν ξέρουν τι να σκεφτούν και τι να πιστέψουν και, αποκαρδιωμένοι, μπορεί να καταστραφούν ως άνθρωποι. Που αναπόφευκτα πέφτουν στην αυτολύπηση, στην άρνηση. Κι εμείς, οι υπεύθυνοι, που, θέλοντας και μη, τους φέραμε όλους σε αυτή την κατάσταση, είμαστε αυτοί που πρέπει να μαζέψουμε πάλι από την αρχή το κοπάδι, να το θρέψουμε με ελπίδα, αν του ξυπνήσουμε πάλι το κίνητρο. Σκληρή δουλειά. Κυρίως όταν περνάει ο καιρός, κι η ήττα αρχίζει να πονάει ολοένα περισσότερο. Επειδή οι ήττες πονάνε πάντα περισσότερο όταν τις βλέπεις στις ιστορικές τους διαστάσεις. Όταν έχει περάσει η κάψα της μάχης και η σύγχυση της στιγμής.»

 Όποιος έχει διαβάσει το εκπληκτικό μυθιστόρημα του Augusto Roa Bastos «Ο γιός του ανθρώπου» (εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από τις εκδόσεις «Οδυσσέας»), θα αναγνωρίσει πρόσωπα και πράγματα, στην αφήγηση του μυθιστορήματος του Τζαρντινέλι, που είναι πιο απλή και κατανοητή από τον «μαγικό ρεαλισμό» που διέπει το (καλύτερο) βιβλίο του Bastos. «Ο επαναστάτης με το ποδήλατο» είναι ουσιαστικά ένα ιστορικό μυθιστόρημα που δεν έχει καμία σχέση με την λογοτεχνία του Γκ. Γκ. Μάρκες (παρότι έτσι διαφημίζεται στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης), έχοντας ως κεντρικό χαρακτήρα έναν άνθρωπο καθημερινό και ζωντανό, έναν «Δον Κιχώτη» που παλεύει όλη του τη ζωή για έναν ρομαντικό και ανθρώπινο σκοπό - περισσότερο ταιριάζει με τα βιβλία του Mario Vargas Llosa. Ο Μπαρτόλο δεν περιγράφεται ως Άγιος ή ως ιδανικός επαναστάτης, είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιθέσεις και πολύ γήινος, ικανός για την μεγαλύτερη καλοσύνη και την πιο ηλίθια κουτουράδα, γυναικάς και γκρινιάρης, με συνεχείς κρίσεις άγχους.

 Το βιβλίο λοιπόν, είναι η ιστορία ενός ηττημένου ανθρώπου, που θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το Προεδρικό αξίωμα, και αντί αυτού κατέληξε να είναι ένας φτωχός αγρότης που κινδυνεύει να χάσει ανά πάσα στιγμή το σπίτι του από χρέη. Ένα καπρίτσιο της μοίρας, κάποια λάθη, κάποιες αποφάσεις της στιγμής που πήγαν στραβά, στέρησαν την δικαίωση στον αγώνα του. Παρά το πέρασμα των χρόνων θα συνεχίσει εμμονικά να πιστεύει στον αγώνα, να περιμένει. Το ποδήλατο είναι το αγαπημένο του μεταφορικό μέσον. Το χρησιμοποιεί από παιδί και οδηγώντας το, έρχεται πιο κοντά στον κόσμο, είναι ένα λαϊκό όχημα, γιατί ο ίδιος ο Μπαρτόλο είναι ένας λαϊκός άνθρωπος, ένα κομμάτι του κόσμου που κλήθηκε κάποτε να σώσει από ένα σκληρό καθεστώς. Το ποδήλατο είναι η προέκταση της προσωπικότητάς του.

«Ο επαναστάτης με το ποδήλατο» είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα, με εντυπωσιακό αφηγηματικό ρυθμό, που εναλλάσσει αρμονικά την τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το παρόν με το παρελθόν. Γεμάτο χιούμορ και αμεσότητα, είναι μια ελεγεία για την εξορία, για τα χαμένα όνειρα και τις διαψευσμένες προσδοκίες. Είναι όμως κι ένα προσωπικό ταξίδι προς την αυτογνωσία και την συνειδητοποίηση. Το σαγηνευτικό ύφος του Τζαρντινέλι περιγράφει με τρυφερότητα αυτόν τον σύγχρονο Δον Κιχώτη που δεν σταματά να ελπίζει, συνοψίζοντας όλη την ιστορία του σε μια από τις τελευταίες φράσεις του βιβλίου: «η επανάσταση πάντα ξαναγεννιέται».

 Βαθμολογία 83 / 100


 

 

 
Τρίτη, Αυγούστου 11, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 11, 2020 | Permalink
"Το κουαρτέτο του Χάρλεμ"

Τα μεγάλα βιβλία, τα αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες τους σελίδες. Κι αυτό συμβαίνει με το τελευταίο (χρονολογικά) μυθιστόρημα, που έγραψε (και εξέδωσε το 1979), ο σπουδαίος  και εμβληματικός Αφροαμερικανός συγγραφέας James Baldwin (Νέα Υόρκη, 1924 – Σαίν Πωλ ντε Βανς, Γαλλία 1987), με τον (ατυχή στην ελληνική του απόδοση) τίτλο «ΤΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΤΟΥ ΧΑΡΛΕΜ» («Just above my head») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Χρ. Οικονόμου, σελ. 761), ένα πολυεπίπεδο, συναρπαστικό και απόλυτα ελεγειακό βιβλίο, γεμάτο μουσική και πάθος, που (δυστυχώς) δεν είναι από τα πιο γνωστά του συγγραφέα.


Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν νεαροί βιβλιόφιλοι μυηθήκαμε στο απαράμιλλο αφηγηματικό ύφος του Baldwin με τα δύο διασημότερα μυθιστορήματά του, που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις θρυλικές εκδόσεις Οδυσσέας, «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» (μετάφρ. Κ. Οικονόμου) και του αριστουργηματικού «Μια άλλη χώρα» (μετάφρ. Έ. Φρυδά) – έκτοτε τα δύο αυτά βιβλία μαζί με κάποια άλλα επανεκδόθηκαν σε άλλους εκδοτικούς οίκους και με άλλους μεταφραστές, αλλά εγώ μιλάω για την προσωπική μου εμπειρία. Βιβλία μαχητικά που μας γνώρισαν μια πρωτότυπη φωνή της Αμερικανικής λογοτεχνίας, έναν συγγραφέα αποσυνάγωγο που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στο Παρίσι μόλις σε ηλικία 24 ετών, για να αναγνωρισθεί. Το να είσαι μαύρος διανοούμενος στην απόλυτα ρατσιστική Αμερική του ’50, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, αν είσαι και ομοφυλόφιλος (και γράφεις γι’ αυτό) οι συνθήκες γίνονται ακόμα δυσκολότερες. Μόνο όταν καταξιώθηκε στην προοδευτική (για τα δεδομένα της εποχής) Γαλλία, έγινε γνωστός στην πατρίδα του, για να αποθεωθεί από κριτική και κοινό,  με το τρίτο του (και ίσως καλύτερο του) βιβλίο «Μια άλλη χώρα».


Στο «Κουαρτέτο του Χάρλεμ», ο Baldwin περιγράφει με το μοναδικό του ύφος, την ιστορία δύο αδελφών, που ο ένας θα γίνει διάσημος τραγουδιστής των γκόσπελ – είδους μελοδραματικής και ιδιαίτερα εκφραστικής μουσικής που αναπτύχθηκε από τους μαύρους και ουσιαστικά είναι λατρευτικοί ύμνοι προς τον Θεό, μέσω της ρυθμικής μουσικής που συνδυάζει τα σπιρίτσουαλς και τη μουσική μπλουζ. Η αφήγηση της ιστορίας, γίνεται από τον Χαλ Μοντάνα, τον μεγαλύτερο αδελφό που από μια περίοδο της ζωής του και μετά, θα γίνει ο μάνατζερ του ταλαντούχου Άρθουρ Μοντάνα. Το βιβλίο ξεκινάει δύο χρόνια μετά  τον θάνατο του ομοφυλόφιλου Άρθουρ, ο οποίος θα βρεθεί νεκρός στις τουαλέτες μιας παμπ στο Λονδίνο, στα πλαίσια μιας περιοδείας του. Ο Χαλ για δύο χρόνια δεν μπορεί ακόμα να ξεπεράσει το σοκ του τηλεφωνήματος που του ανήγγειλε την είδηση της δολοφονίας του αδελφού του. Μια Κυριακή όμως κι αφού έχει περάσει τόσο διάστημα, με αφορμή ένα γεύμα που διοργανώνεται στο σπίτι της Τζούλια, της γυναίκας που ως μικρό κορίτσι σημάδεψε την εφηβεία των δύο αδελφών, ο Χαλ θα θελήσει να αφηγηθεί, να μιλήσει για την ιστορία όχι μόνο του Άρθουρ αλλά και του ίδιου, για να μπορέσει να ξεπεράσει την συντριβή, το σκοτάδι που έχει βυθιστεί δύο χρόνια τώρα, πηγαίνοντας την μνήμη του σχεδόν 30 χρόνια πίσω.


«Όλοι ξέρουν πόσο επικίνδυνα παιχνίδια παίζει η μνήμη, πόσο ύπουλος είναι ο ρόλος της στη ζωή ενός ανθρώπου. Η μνήμη είναι χρόνος, κι ο χρόνος είναι θάνατος. Και το τριπλό αυτό βάρος – της μνήμης, του χρόνου, του θανάτου – κρέμεται αμείλικτα πάνω από τα κεφάλια μας και θολώνει το βλέμμα μας: τίποτα απ’ όσα βλέπουμε δεν είναι αυτό που φαίνεται, η λέξη «γεγονός» δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνο με την τελετουργική έννοια: με την έννοια, δηλαδή, του όρκου υποταγής, της ευφρόσυνης της γονυκλισίας ανάμεσα στη γη του μέλλοντος και στον ουρανό του παρελθόντος. Κοιτάζοντας πίσω, δεν βλέπεις τίποτα – σκοτάδι παντού. Και το τραγούδι λέει μονάχα, με συγκλονιστική ευθύτητα, «Μπροστά μου υπάρχει ένα φως. Είμαι καθ’ οδόν».»


Ο Χαλ ξετυλίγει αργά τις ιστορίες του παρελθόντος, για τα παιδικά χρόνια των δύο αδελφών, το μοναδικό ταλέντο του Άρθουρ στο τραγούδι, το κήρυγμα της Τζούλια στην εκκλησία της περιοχής που μάζευε πολύ κόσμο, καθώς ήταν μια μοναδική περίπτωση παιδιού-ιεροκήρυκα, που θεωρείτο ότι είχε οράματα και μιλούσε με τη φωνή του Θεού. Η Τζούλια ήταν εννέα ετών, ο Άρθουρ ήταν έντεκα και ο Χαλ 18 όταν ξεκίνησαν όλα αυτά και μέσα από την συναρπαστική και ιδιαίτερα αναλυτική αφήγηση του τελευταίου, παρακολουθούμε το οδοιπορικό κυρίως των δύο αδελφών, αλλά και της Τζούλια (μαζί με τον Άρθουρ, ίσως ο πιο ενδιαφέρων λογοτεχνικός χαρακτήρας του βιβλίου) όπως και του μικρότερου αδελφού της Τζίμι, που ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο εραστής του διάσημου τραγουδιστή.


Ο Άρθουρ τραγουδώντας στις εκκλησίες, με το κουαρτέτο του, που αποτελείτο από παιδικούς του φίλους, που ένωσε σε μπάντα, ο πιανίστας πατέρας του, μεγάλωσε τη φήμη του, και μετά την εφηβεία του, άρχισαν τις περιοδείες προσκεκλημένοι από τοπικούς παράγοντες πόλεων στον Αμερικάνικο Νότο. Τις περισσότερες φορές, τα κονσέρτα του κουαρτέτου, χρησιμεύουν ως υπόβαθρο, σε πολιτικές συγκεντρώσεις που γίνονται σε αγροτικές εκκλησίες, με την αστυνομία να καραδοκεί και τις ταραχές να ξεσπάνε χωρίς να το καταλάβεις. Είναι η ταραγμένη εποχή των ‘50s, με το κίνημα των Μαύρων να αναπτύσσεται δυναμικά αλλά και τον ρατσισμό σε κάποια μέρη, να αποτελεί μια θλιβερή καθημερινότητα. Ο Άρθουρ όμως μέσα σ’ αυτή την παραζάλη θα ερωτευτεί με μεγάλο πάθος, τον Τραγανό, τον παλιό του φίλο και μέλος του κουαρτέτου. Οι ερωτικές σκηνές μεταξύ των δύο αγοριών θα είναι έντονα σκιαγραφημένες στις σελίδες του βιβλίου.


«Νομίζω πως όλοι μας φανταζόμαστε ότι, μόλις φύγουμε από κάπου, αφήνουμε πίσω μας ένα κενό, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στη ζωή μερικών ανθρώπων – κάτι σαν αόρατη πληγή. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο χώρος από τον οποίο φεύγουμε δίνει τόση σημασία στην αποχώρησή μας, όση σημασία δίνει η θάλασσα στους νεκρούς. Τίποτα δεν αλλάζει, η μουσική εξακολουθεί να παίζει, κανείς δεν φαίνεται να έχει προσέξει την παραμικρή αλλαγή. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να κάνουν παιδιά με αδιάκοπο ρυθμό, τα παιδιά συνεχίζουν να έρχονται στον κόσμο με ανελέητο τρόπο▪ κι είναι εκεί όταν επιστρέφεις, κοιτάζοντάς σε με βλέμμα άγρυπνο, με μάτια που βλέπουν τα πάντα – γιατί στην πραγματικότητα δεν έχεις επιστρέψει: παρόλο που εκείνα έχουν έρθει τώρα δα στον κόσμο, στην πραγματικότητα ο νεοφερμένος είσαι εσύ.»


Την ίδια εποχή, η ζωή της Τζούλια θα αλλάξει. Μετά τον θάνατο της μητέρας της, έχει αποφασίσει να σταματήσει τα κηρύγματα στις εκκλησίες. Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της, θα δουλέψει ως καθαρίστρια και θα βιαστεί από τον μέθυσο και αδίστακτο πατέρα της, ενώ ο Τζίμι, ο μικρός της αδελφός θα σταλεί στη θεία της στην Νέα Ορλεάνη.  Η Τζούλια είναι μόλις 14 ετών αλλά έχει την ωριμότητα μεγάλης γυναίκας και όταν το κουαρτέτο επιστρέφει στη Νέα Υόρκη θα έχει μια ερωτική σχέση με τον Τραγανό, μένοντας έγκυος στο παιδί του. Ο Τραγανός όμως πρέπει να φύγει για την Κορέα και η Τζούλια θα χτυπηθεί άσχημα από το πατέρα της, χάνοντας το μωρό. Θα την βοηθήσουν ο Άρθουρ και η οικογένειά του, προσφέροντάς της καταφύγιο.


Το κουαρτέτο έχει ήδη διαλυθεί, άλλος πήγε στην Κορέα, άλλος εξαφανίστηκε, άλλος έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Ο Άρθουρ θα κάνει σόλο εμφανίσεις με τεράστια επιτυχία και καλεί τον Χαλ να γίνει ο ατζέντης του. Η καριέρα του θα απογειωθεί όταν συμπράξει με τον μικρό Τζίμι που επιστρέφει από τη Νέα Ορλεάνη και είναι πιανίστας. Μαζί θα πορευτούν επαγγελματικά αλλά και ερωτικά, αλλά ο Άρθουρ δεν θα είναι ποτέ ευτυχισμένος, έχει ενοχές για την ομοφυλοφιλία του, είναι ανασφαλής και δεν θέλει να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του, αρχίζει και πίνει πολύ ακολουθώντας μια προσωπική πορεία που θα τον οδηγήσει στον θάνατο σε νεαρή ηλικία.


Ο Baldwin ακολουθεί την μορφή της μουσικής σύνθεσης στο μυθιστόρημά του, τονίζοντας έτσι, την θέση του, ότι η μουσική έχει διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιβίωση της Αφροαμερικάνικης  κοινότητας σε αυτό το ρατσιστικό και εχθρικό περιβάλλον. Το βιβλίο είναι γεμάτο από μουσικές γκόσπελ, αλλά και από αποσπάσματα της Βίβλου όπως κι αναλυτικές σκηνές των κηρυγμάτων μέσα στις εκκλησίες – εδώ μπαίνει η παιδική εμπειρία του συγγραφέα που ήταν κι αυτός «παιδί-ιεροκήρυκας» από τα 14 έως τα 17 του -, σκηνές όπου τονίζεται η ενότητα των μαύρων μέσα από το είδος αυτής της μουσικής και της συμμετοχής στο εκκλησίασμα.


Το «Κουαρτέτο του Χάρλεμ» είναι ένα μυθιστόρημα ωριμότητας ενός μεγάλου συγγραφέα, όπου συμπυκνώνονται όλα τα θέματα που τον έχουν απασχολήσει στα προηγούμενα έργα του, η ομοφυλοφιλία, ο έρωτας, το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον, η μουσική, το Χάρλεμ, οι εκκλησίες, το να είσαι και να νιώθεις ξένος. Θα μπορούσε να το δει κάποιος και ως «μυθιστόρημα μαθητείας» αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό.

Δεν είναι απλά η ιστορία ενός επιτυχημένου μουσικού και της μπάντας του, αλλά ένα πολυδιάστατο βιβλίο που μιλάει για την ελπίδα και την διάψευσή της, για τον συνεχή φόβο μήπως καταλήξεις στη φυλακή ή νεκρός, για την σχετικότητα της μνήμης, για την αδελφική αγάπη, για την αδικία και την δικαιοσύνη, τον χρόνο, για τα ερωτικά αδιέξοδα, για τη μοναξιά, για την κακοποίηση και την συγκάλυψη από την κοινότητα, για ανθρώπους που ψάχνουν να πιαστούν από κάτι ή από κάποιον.


«Καθώς περνάει ο καιρός, αναρωτιέμαι ολοένα και περισσότερο τι είναι αυτό που λέμε μνήμη. Το χρέος – ο ρόλος – της μνήμης είναι να αποσαφηνίζει το γεγονός, να το καθιστά χρήσιμο ή και υποφερτό ακόμα. Η μνήμη, ωστόσο, είναι και ο τρόπος με τον οποίο έχει συλλάβει η φαντασία το γεγονός, όπερ σημαίνει πως,  όσο πιο οδυνηρό είναι το γεγονός, τόσο πιθανότερο είναι ότι η μνήμη θα το διαστρεβλώσει ή θα το διαγράψει. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό – ή , μάλλον, είναι σύνηθες – να αντιδρά κανείς στις πραγματικές συνέπειες του γεγονότος, τη ίδια στιγμή που η μνήμη κατασκευάζει ένα εντελώς διαφορετικό γεγονός, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις ορατές και ανεξέλεγκτες επιπτώσεις στη ζωή του. Ίσως είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο φαίνεται να μη μαθαίνουμε τίποτα από τις εμπειρίες μας, με άλλα λόγια, η αιτία του παραλογισμού μας: η μνήμη δεν απαιτεί να ανασυνθέσουμε το γεγονός, αλλά να το δικαιολογήσουμε.»


Με ολοζώντανους χαρακτήρες, οι οποίοι σε όλο το βιβλίο προσπαθούν να βρουν την αυτογνωσία – να καταλάβουν ποιοι είναι και ποιος είναι ο ρόλος τους στην κοινωνία -, και διατηρούνται χαραγμένοι για καιρό στη μνήμη του αναγνώστη, το πολυσέλιδο και παθιασμένο μυθιστόρημα του Baldwin, δεν αφηγείται απλώς μια πολύ ενδιαφέρουσα (έτσι κι αλλιώς) ιστορία αλλά, δονείται από δυναμισμό και συναισθήματα, απαιτεί την συμμετοχή του αναγνώστη σε ένα ταξίδι ιστορίας και πολιτικής που όμως προσφέρει εξίσου μεγάλη λογοτεχνική απόλαυση. Είναι ένα μελαγχολικό και θλιμμένο βιβλίο, που είναι όμως απαραίτητο ανάγνωσμα, για όποιον αγαπάει την καλή λογοτεχνία.


Βαθμολογία 86 / 100


 

 
Τετάρτη, Αυγούστου 05, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 05, 2020 | Permalink
Η "γριά αλεπού" ξέρει καλά τα κόλπα ("Ένας έντιμος άνθρωπος")

Ο σπουδαίος Άγγλος συγγραφέας John Le Carre (ψευδώνυμο του D.J.M. Cornwell), κοντεύει τα 90 του χρόνια (Dorset, 1931) και ακόμα γράφει βιβλία που, ακόμα και στις πιο μέτριες τους στιγμές, ποιοτικά είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Πατριάρχης του είδους, του κατασκοπικού θρίλερ με αριστουργήματα στο ενεργητικό του, δείχνει ότι δεν στερεύει από ιδέες. Με το τελευταίο του μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε το 2019 παγκοσμίως, κι έχει ως τίτλο «ΕΝΑΣ ΕΝΤΙΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» («Agent  Running in the Field») - (εκδ.  Bell, μετάφρ. Μ. Παπανδρέου, σελ.355), ότι χάνει σε πλοκή, το κερδίζει σε ευφυέστατο σχολιασμό της Βρετανίας του Brexit, της Ρωσίας του Πούτιν και της παγκόσμιας κατάστασης γενικότερα.


Ο Νατ παλιός και έμπειρος πράκτορας Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, δεν περνάει τις καλύτερες μέρες του. Ήδη εικοσιπέντε χρόνια στην υπηρεσία, επαναπατρίζεται στο Λονδίνο, και νιώθει περιττός, παρότι δεν τον έχουν πάρει τα χρόνια, δεν είναι ούτε καν 50, βλέπει την συνταξιοδότησή του να πλησιάζει. Είναι παντρεμένος με την Προύντενς, η οποία είναι δικηγόρος - συνέταιρος σε δικηγορική εταιρεία του Λονδίνου -, που διαχειρίζεται θέματα ανθρωπιστικού χαρακτήρα και έχουν μαζί μια κόρη που δεν έχει ιδέα για το τι ακριβώς επαγγέλλεται ο πατέρας της, νομίζοντας ότι είναι Διπλωματικός ακόλουθος.

Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις του για το μέλλον, τού ανατίθεται η διεύθυνση ενός παροπλισμένου υποσταθμού - με το κωδικό όνομα «Καταφύγιο» - κάπου στο Λονδίνο, που ασχολείται με τις Ρωσικές εξωτερικές υποθέσεις. Βλέποντας η Υπηρεσία, με ανησυχία ότι, οι Ρώσοι πράκτορες όλο και πληθαίνουν στην Βρετανική πρωτεύουσα, θέλει να δραστηριοποιήσει περισσότερο τον εξωτερικό αυτό σταθμό που από τους περισσότερους θεωρείται μια «χωματερή» στελεχών, αναθέτοντάς τον σε έναν ικανό, έμπειρο και έμπιστο άνθρωπό της.

 «Για περισσότερες από δυο δεκαετίες (...), υπηρέτησα τη Βασίλισσά μου με διπλωματική ή προξενική κάλυψη στη Μόσχα, την Πράγα, το Βουκουρέστι, τη Βουδαπέστη, την Τιφλίδα, την Τεργέστη, το Ελσίνκι και πιο πρόσφατα το Ταλίν, στρατολογώντας και κατευθύνοντας μυστικούς πράκτορες κάθε είδους. Δε με κάλεσαν ποτέ εκεί που παίρνονται οι σημαντικές αποφάσεις και χαίρομαι γι' αυτό. Ο καλός χειριστής είναι ανεξάρτητος. Μπορεί να παίρνει εντολές από το Λονδίνο, αλλά στο πεδίο είναι ο κυρίαρχος της μοίρας του και της μοίρας των πρακτόρων του. Κι όταν συμπληρωθούν τα ενεργά του χρόνια, δε θα υπάρχουν και πολλές προοπτικές για ένα μεροκαματιάρη κατάσκοπο λίγο πριν τα πενήντα που απεχθάνεται τη δουλειά γραφείου και έχει το βιογραφικό ενός μέτριου διπλωμάτη που δε διακρίθηκε ποτέ.»

 Ο Νατ, είναι ένας ήσυχος άνθρωπος με ένα μεγάλο πάθος, το μπάντμιντον. Στην μικρή λέσχη που συχνάζει είναι ο μόνιμος πρωταθλητής των τουρνουά που διοργανώνονται και κανείς δεν μπορεί να τον κοντράρει. Ένα απόγευμα εμφανίζεται από το πουθενά, ένας 25άρης νεαρός, ο Εντ που θέλει να παίξει ένα παιχνίδι μπάντμιντον μαζί του, έχοντας ακούσει ότι ο Νατ είναι ο πρωταθλητής της περιοχής - εκείνος δέχεται, παίζουν μαζί, το παιχνίδι είναι ντέρμπι, αλλά ο Νατ κερδίζει. Συμφωνούν να συναντιούνται κάθε εβδομάδα και έτσι γίνεται, και μετά ο χαμένος κερνάει τα ποτά στο μπαρ της λέσχης ή σε διπλανή παμπ. Ο Νατ αρχίζει να συμπαθεί πολύ τον Εντ και παρά την διαφορά της ηλικίας να απολαμβάνει τις συζητήσεις τους. Ο Εντ δεν θα αργήσει να ανοιχτεί και με κάθε ευκαιρία να βρίζει τον Τραμπ, τον Πούτιν, το Brexit και γενικότερα την κατάσταση της χώρας, ο Νατ δεν διαφωνεί επί της ουσίας αλλά δύσκολα παίρνει θέση απέναντι στον ντροπαλό αλλά θυμωμένο νέο που δείχνει να μην έχει κανέναν φίλο ή άνθρωπο που να μιλάει μαζί του.

 Στο «Καταφύγιο», ο Νατ προσπαθεί να οργανώσει την κατάσταση και σύντομα, μια νεαρή μαθητευόμενη, η Φλόρενς φαίνεται ότι «πιάνει λαβράκι», παρακολουθώντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες ενός εγκατεστημένου στο Λονδίνο, Ουκρανού ολιγάρχη ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο. Η άδεια για εντονότερη παρακολούθηση, κολλάει στη γραφειοκρατία της υπηρεσίας και στις δαιδαλώδεις διαδικασίες, ακυρώνοντας την επιχείρηση, κάτι που απογοητεύει την Φλόρενς, η οποία παραιτείται από την υπηρεσία, αφήνοντας τον Νατ να παλεύει για πληροφορίες σχετικά με την δράση ενός δικτύου κατασκόπων (χρησιμοποιώντας έναν παλιό, πρώην Σοβιετικό κατάσκοπο και πληροφοριοδιότη του, που έχει πλέον αποσυρθεί), ενάντια στην διστακτικότητα και τον δημοσιοϋπαλληλισμό των ανωτέρων του. Η κατάσταση δεν θα αργήσει να μπλέξει, όταν αποδειχθεί ότι ο Εντ «ψάχνεται» για δράση εναντίον της "φασιστικής" (όπως λέει) παγκόσμιας διακυβέρνησης, ανακατεύοντας Ρώσους, Γερμανούς αλλά και την ανήσυχη Φλόρενς.

 «Δεν έχουν γραφτεί πολλά, και ελπίζω να μη γραφτούν ποτέ για τους πράκτορες που αφιερώνουν τα καλύτερά τους χρόνια στο να κατασκοπεύουν για μάς, που παίρνουν τους μισθούς τους, τα μπόνους τους και τα εφάπαξ τους, και χωρίς πολλή φασαρία, χωρίς να προδοθούν η να αποστατήσουν, βγαίνουν στη σύνταξη και ζουν μια ήσυχη ζωή στη χώρα που τόσο πιστά πρόδωσαν, ή σε κάποιο εξίσου ευνοϊκό περιβάλλον.»

 Ελάχιστη δράση – σε αντίθεση με τα άλλα μυθιστορήματα του Λε Καρέ, πολύς και ευφυής διάλογος, εξαιρετικός αφηγηματικός ρυθμός και ως συνήθως στο έργο αυτού του κλασσικού πλέον συγγραφέα κατασκοπικών θρίλερ, μοναδικοί και ολοζώντανοι χαρακτήρες. Η μελαγχολική ματιά του Λε Καρέ, κατακλύζει κάθε σελίδα του βιβλίου, μαζί με πολύ χιούμορ (άλλο γνώριμο στοιχείο του έργου του). Ο Νατ είναι ένας «Έντιμος άνθρωπος» αλλά πολύ θυμωμένος κι αυτός με την υπηρεσία του και την κυβέρνησή του - δεν το δείχνει, είναι συγκρατημένος, ξέρει ότι τα όρια μεταξύ του «Καλού» και του «Κακού» είναι ασαφή και σχετικά, κι ότι ο «εχθρός» δεν είναι μόνο εξωτερικός αλλά και εσωτερικός. Θα δει στους δύο νεότερους, τον Εντ και την Φλόρενς, την ορμή και τον ρομαντισμό που σ’ εκείνον λείπουν, οπότε αποφασίζει να τους βοηθήσει κόντρα σε όλους και όλα.

 Η παρακμή της χώρας περιγράφεται σαρκαστικά και με οξύ τρόπο από τον Λε Καρέ. Ο Τζόνσον ως «κλόουν» Υπουργός των Εξωτερικών (που μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, θα γίνει Πρωθυπουργός όπως όλοι γνωρίζουμε), ο Τραμπ και ο Πούτιν εξίσου επικίνδυνοι και οι δύο για την ανθρωπότητα, η οικονομική κρίση που σε συνδυασμό με την γραφειοκρατία παραλύουν τη χώρα (σε μια σκηνή του βιβλίου, ο Νατ «τα ακούει» από τον προϊστάμενό του γιατί χρησιμοποίησε ταξί για να κάνει μια διαδρομή αντί να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο σε μια αποστολή, ενώ το εμφιαλωμένο νερό θεωρείται περιττό έξοδο). Η Μεγάλη Βρετανία στο βιβλίο του Λε Καρέ είναι μια χώρα δυσλειτουργική και σε αδιέξοδο.

 Εκτός από χρονικογράφος του «Ψυχρού πολέμου», ο Λε Καρέ αποδεικνύει και με αυτό του το βιβλίο (που εύχομαι να μην είναι το τελευταίο του), ότι προσαρμόζει το αιχμηρό του βλέμμα και στα ταραγμένα χρόνια του 21ου αιώνα που διανύουμε. Στο «Ένας έντιμος άνθρωπος» (βιβλίο ιδανικό – και αυτό – για τηλεοπτική ή κινηματογραφική μεταφορά), με άνεση και εξαιρετικό στυλ, περιγράφει την διεθνή εγκληματικότητα, την άνοδο του νεοφασισμού και την έξαρση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα, με τρόπο που θα ζήλευε κάθε νέος ή και ώριμος συγγραφέας, παραδίδοντας μαθήματα. Η «γριά αλεπού» της κατασκοπικής λογοτεχνίας, είναι ένας κλασσικός συγγραφέας που δεν παύει να μας εκπλήσσει.

 Βαθμολογία 82 / 100