Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012 | Permalink
2 ενδιαφέροντα μυθιστορήματα


Ο Alessandro Baricco (Τορίνο,Ιταλία 1958) είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, αλλά η πλέον πρόσφατη νουβέλα του, «ΠΡΟΣ ΕΜΜΑΟΥΣ» («EMMAUS»2009), (Εκδ. Πατάκης, μετάφρ. Α.Παπασταύρου, σελ.156), δεν φθάνει στο ύψος των προηγούμενων δημιουργιών του (κυρίως των αριστουργηματικών «Ιστορία σαν παραμύθι», «Μετάξι», «Χιλιαεννιακόσια», «Ωκεανός»), είναι όμως μια γοητευτική ιστορία τεσσάρων εφήβων που ζουν σε μια επαρχιακή ιταλική πόλη, θρησκευόμενων και καθολικών, και οι οποίοι είναι (όλοι τους) ερωτευμένοι με ένα κορίτσι της ηλικίας τους, την Άντρε.

«Στα Ευαγγέλια υπάρχει ένα επεισόδιο που το αγαπάμε πολύ, όπως το όνομα που φέρει, Εμμαούς. Λίγο μετά το θάνατο του Χριστού, δύο άντρες βαδίζουν στο δρόμο που οδηγεί στην κωμόπολη της Εμμαούς, κουβεντιάζοντας γι’αυτό που συνέβη στο Γολγοθά και για κάποιες φήμες, παράξενες, για μνήματα ανοιχτά και κενούς τάφους. Πλησιάζει ένας τρίτος άντρας και τους ρωτάει για ποιο πράγμα μιλάνε. Τότε οι δύο λένε: Πως, δεν ξέρεις τίποτα για τα γεγονότα στα Ιεροσόλυμα;
Ποια γεγονότα; ρωτάει αυτός και τους ζητάει να του πούνε. Του λένε οι δύο. Για το θάνατο του Χριστού και για όλα. Εκείνος ακούει προσεκτικά.
Αργότερα, ετοιμάζεται να φύγει, του λένε όμως οι δύο: Είναι αργά, μείνε μαζί μας, βράδιασε κιόλας. Μπορούμε να φάμε μαζί και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Έτσι εκείνος μένει μαζί τους.
Στη διάρκεια του δείπνου, ο άντρας κόβει το ψωμί ατάραχος, με φυσικότητα. Τότε οι δύο καταλαβαίνουν και αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον Μεσσία. Εκείνος εξαφανίζεται.
Αφού έμειναν μόνοι, λένε οι δύο αναμεταξύ τους: Πως μπορέσαμε να μην καταλάβουμε; Τοση ώρα έμεινε μαζί μας, έμεινε μαζί μας ο Μεσσίας, κι εμείς δεν τον πήραμε είδηση.»

Η «άγνοια» για το ποιος είναι πραγματικά ο «άλλος», ο φίλος, ο κολλητός, αυτός που κάθεται δίπλα σου χαρακτηρίζει τη ζωή των 4 φίλων. Η αίσθηση του αφηγητή ότι όλα ήταν δίπλα του, συμπεριφορές, γεγονότα και δεν τα έβλεπε καθορίζει την ατμόσφαιρα της νουβέλας.
Από μικροαστικές οικογένειες, φανατικά καθολικές όλοι τους, συναντιούνται στην εκκλησία της περιοχής τους, έχοντας σχηματίσει ένα μουσικό γκρουπάκι που παίζει τα Κυριακάτικα πρωινά μετά τη λειτουργία. Καθώς το σώμα τους ξυπνάει και η σεξουαλική περιέργεια τους κυριεύει, παρατηρούν την πανέμορφη και αινιγματική Άντρε που κινείται σε άλλους κόσμους, αυτούς της «ανώτερης τάξης», να πηγαίνει από αγκαλιά σε αγκαλιά αγνοώντας τους επιδεικτικά. Η Άντρε δεν αποτελεί μόνο το αντικείμενο του πόθου τους αλλά και μια μόνιμη εστία συζήτησης μεταξύ τους, κυρίως αφότου έμαθαν για την αποτυχημένη πριν από λίγο καιρό απόπειρα αυτοκτονίας της.

Ο ανώνυμος αφηγητής, ο Σάντο («Άγιος»), ο Μπόμπι και ο Λούκα αλλάζουν, μεταβάλλονται κατά την διάρκεια της νουβέλας. Η πίστη τους στον Χριστιανισμό, μια πίστη ουσιαστικά κληρονομική (λόγω της έντονης παρουσίας των ταπεινών τους οικογενειών) δοκιμάζεται, όταν συνειδητοποιούν ότι η «ζωή» είναι κάπου αλλού, είναι διαφορετική. Η Άντρε θα τους παρασύρει σε ένα γαϊτανάκι συναισθημάτων, όλοι θ’αλλάξουν, άλλοι θα χαθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλοι θα συμβιβαστούν.

Ο συνήθης λυρισμός και οι σαγηνευτικές περιγραφές του Μπαρίκο, υποχωρούν μπροστά σε αρκετές σελίδες φιλοσοφικού και θρησκευτικού προβληματισμού, ο οποίος λειτουργεί μάλλον αρνητικά στην εξέλιξη της πλοκής. Οι χαρακτήρες πάντως είναι στέρεα δομημένοι, και η ιστορία δεν είναι τόσο προβλέψιμη όπως κάποιος θα υποθέσει. Η σύγκρουση των δύο κόσμων, αυτού της εργατικής, μικροαστικής τάξης που αναθρέφει «καλά παιδιά» και αυτού της ανώτερης κοινωνίας, χωρίς ηθικούς φραγμούς και αναστολές περιγράφεται εξαιρετικά και με τρυφερότητα ενώ η δομή της νουβέλας είναι κινηματογραφική όπως συνηθίζει ο συγγραφέας και το φινάλε ονειρικό. Σου αφήνει όμως στο στόμα μια γεύση γλυκόπικρη και ατελή, ημιτελούς και αδιέξοδου, λες και υπάρχει ένα φίλτρο που δεν σ’αφήνει να απολαύσεις την ιστορία.

Ομολογώ ότι αγνοούσα τον (πολυγραφότατο) συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών John Harvey (Λονδίνο, Αγγλία 1938), και έτσι το πρόσφατα εκδοθέν στη χώρα μας μυθιστόρημα του, «ΕΥΚΟΛΗ ΛΕΙΑ» («Easy meat» 1996), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Μ.Λαλιώτης, σελ.409), αποτέλεσε μια ωραία έκπληξη γνωρίζοντας μας έναν πολύ καλό και δεξιοτέχνη δημιουργό με αφηγηματική άνεση που συνδιάζει το αγωνιώδες θρίλερ με το κοινωνικό σχόλιο.

Ο Τσάρλι Ρέζνικ, αστυνομικός επιθεωρητής στο Νότινγχαμ, την παρακμάζουσα πόλη του Robin Hood και του δάσους του Σέργουντ, βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο τραγικές υποθέσεις, οι οποίες στην αρχή φαίνονται άσχετες μεταξύ τους αλλά τελικά συνδέονται με δραματικό τρόπο.
Κατ’αρχήν ο κοινωνικά απροσάρμοστος έφηβος Νίκυ Σνέηπ, μόλις δεκαπέντε ετών, ο οποίος συνελήφθη μετά από μια σειρά κλοπών και μια σχεδόν δολοφονική εισβολή στο σπίτι δύο ηλικιωμένων και οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, βρίσκεται κρεμασμένος στις τουαλέτες. Ο Ρέζνικ δεν μπορεί να δεχτεί εύκολα τις δικαιολογίες της Διεύθυνσης του ιδρύματος και σκαλίζει την υπόθεση, προσπαθώντας να ηρεμήσει την αναστατωμένη οικογένεια του θανόντος, την (σε κατάσταση σοκ) μάνα του που αγωνίζεται να τα φέρει βόλτα σε όλη της την ταλαίπωρη ζωή - τα τρία της παιδιά μεγαλώνουν στον δρόμο (και γίνονται κινούμενες βόμβες), ενώ οι πατεράδες τους (δύο ήταν) έχουν εξαφανιστεί - και από τον μεγαλύτερο αδελφό του Νίκυ, τον νταή και σκληρό Σέϊν ο οποίος απειλεί θεούς και δαίμονες.

Η υπόθεση όμως, όλως περιέργως, ανατίθεται στον κοντά στη σύνταξη και παροπλισμένο Μπιλ Άστον, ο οποίος δείχνει να έχει διαφορετική οπτική από τον Ρέζνικ στην προσέγγιση των γεγονότων, αλλά μετά από λίγες ημέρες το πτώμα του ήρεμου, οικογενειάρχη βετεράνου επιθεωρητή, βρίσκεται κακοποιημένο σε ένα πάρκο κοντά στο σπίτι του. Όλα δείχνουν ότι έπεσε θύμα ληστείας και άγριου ξυλοδαρμού και ο Ρέζνικ με την ομάδα του αναλαμβάνουν και τις δύο υποθέσεις, οι οποίες όσο τις ψάχνουν μέσα από κυκλώματα νεοναζί χουλιγκάνων, διάφορων περιθωριακών και άλλων παρόμοιων κύκλων οδηγούν σε φρικιαστικές καταστάσεις από τις οποίες κανείς δεν μπορεί να βγεί αλώβητος.

Ο επιθεωρητής Ρέζνικ, Αγγλοπολωνικής καταγωγής γύρω στα 40, απόμακρος και ενδιαφέρων τύπος, είναι ο ήρωας 12 μυθιστορημάτων του Χάρβεϋ (η «Εύκολη λεία» είναι το 8ο της σειράς). Ανθρώπινος χαρακτήρας με πολλές ευαισθησίες, ο οποίος προσπαθεί να συνέλθει από το διαζύγιό του και ερωτεύεται την Χάνα Κάμπελ (την δασκάλα που δίδασκε στο σχολείο που πήγαινε ο Νίκυ Σνέηπ - όποτε πήγαινε), προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του. Ο συγγραφέας ακολουθεί την ενδιαφέρουσα σχέση τους (και οι δύο πληγωμένοι αισθηματικά κάνουν ένα ιδιαίτερα ρομαντικό ζευγάρι) μέσα σε ένα πλέγμα βίας και φρίκης που χαρακτηρίζει την κοινωνικά κατεστραμμένη πόλη με τα υψηλότερα ποσοστά στη χώρα εγκληματικότητας και ανεργίας.

Δυσπροσάρμοστοι έφηβοι, προβληματικές οικογένειες, ρατσισμός, ομοφοβία, κοινωνική και ηθική εξαθλίωση συνθέτουν το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται αυτό το πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, με την ωραία πλοκή που δεν έχει πολλές ανατροπές αλλά σε κρατάει μέσα στην αγωνία μέχρι το τέλος. Ο Χάρβεϋ στο βιβλίο του δεν έχει μόνο πολύ ενδιαφέροντες και ζωντανούς χαρακτήρες αλλά περιγράφει εξαιρετικά το κοινωνικό πλαίσιο μέσα από την ματιά του ψύχραιμου αλλά συναισθηματικού ήρωά του ο οποίος ξεκουράζεται ακούγοντας τζαζ και παίζοντας με τις γάτες του, προσφέροντας μας έναν χαρακτήρα πολύ γοητευτικό τον οποίο θέλουμε να συναντήσουμε και σε άλλες ιστορίες.


LINO CANNAVACCIUOLO - Altalena

 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012 | Permalink
Εις γην Χαναάν


Είναι εμφανές ότι ο σπουδαίος συγγραφέας, Sebastian Barry (Ιρλανδία,1955) με τα μυθιστορήματά του ανατέμνει την ιστορία της χώρας του. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ουσιαστικά ο συγγραφέας, ένα βιβλίο γράφει σε συνέχειες χρησιμοποιώντας σε κάθε καινούργια του δημιουργία, πρόσωπα που παρήλασαν από τα προηγούμενα (σε πρώτο ή σε τελείως περιθωριακό ρόλο). Κατ’αυτόν τον τρόπο, το πλέον πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο «ΕΙΣ ΓΗΝ ΧΑΝΑΑΝ» («On Canaans side»), (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Κορτώ, σελ.246), είναι άλλο ένα κεφάλαιο της ιστορίας της οικογένειας Νταν, μέλη της οποίας ήταν οι βασικοί χαρακτήρες, στο θεατρικό του έργο «The Steward of Christendom» (1995), στο (αμετάφραστο στη χώρα μας) «Annie Dunne» (2002) και στο (αριστουργηματικό και μάλλον καλύτερο του μυθιστόρημα) «Μακριά, πολύ μακριά» (2005).

Ηρωίδα του «Εις γην Χαναάν» είναι το νεώτερο μέλος της οικογένειας Νταν, η Λίλι Μπιρ, η οποία είναι πλέον 89άχρονη και ζει σε ένα εξοχικό στα κοσμοπολίτικα Χάμπτονς των Η.Π.Α, το οποίο της έχει παραχωρήσει η οικογένεια που δούλευε. Έχει μείνει μόνη κι έρημη, μετά την αυτοκτονία του εγγγονού της Μπιλ, ο οποίος γυρίζοντας από τον πόλεμο στο Ιράκ, αυτοκτόνησε. Η Λίλι με αφορμή την θλίψη που της έχει προκαλέσει ένα ακόμα τραγικό γεγονός στη ζωή της, ο χαμός του εγγονού της που της έδινε νόημα στα γεράματά της πλέον, αφηγείται σε ένα παλιό λογιστικό τετράδιο μέσα σε 17 ημέρες (τα κεφάλαια διαιρούνται σύμφωνα με τις μέρες: «πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ» κ.ο.κ.), τα γεγονότα της ζωής της από την γέννησή της στην Ιρλανδία. Σκοπεύει δε με την συμπλήρωση του ιδιόμορφου αυτού ημερολογίου με την ολοκλήρωσή του να δώσει τέλος στη ζωή της.

«Τι παράξενο. Μπορεί να έχουμε ανοσία στον τύφο, στον τέτανο, στην ανεμοβλογιά, στη διφθερίτιδα, μα στη μνήμη ποτέ. Δεν υπάρχει εμβόλιο για δαύτη.»

Η Λίλι εξαναγκάζεται εκ των συνθηκών να ζήσει μια ζωή κυνηγημένη, ως φυγάς. Από το Δουβλίνο τρέπεται σε φυγή μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Τατζ Μπιρ, που υπηρετούσε στην Μητροπολιτική Αστυνομία. Βρισκόταν στην «λάθος πλευρά» και ήταν στην λίστα προγραφών από τον IRA με «διαταγή θανάτου» (και για τους δυό). Φθάνουν στις Η.Π.Α. (στην «γη Χαναάν») με πλαστές ταυτότητες ελπίζοντας ότι την γλύτωσαν αλλά στο Σικάγο όπου έχουν βρει καταφύγιο σε κάτι συγγενείς και βλέπουν τα πράγματα με αισιοδοξία, σε μια Κυριακάτικη επίσκεψη στην Πινακοθήκη, μπροστά σ’έναν πίνακα του Βαγκ Γκογκ, ο Τατζ πυροβολείται εν ψυχρώ από έναν άνδρα, η Λίλι την γλυτώνει διότι χάνεται μέσα στον κόσμο. Από εκείνη τη μέρα το ξέρει ότι πρέπει να εξαφανιστεί τελείως στην αχανή χώρα, μήπως οι διώκτες χάσουν τα ίχνη της

Δεν θα ήθελα να περιγράψω άλλο τα γεγονότα διότι θα αποκαλύψω πολλά από την υπόθεση του βιβλίου. Η ζωή της Λίλι στα Χάμπτονς που μετά από περιπέτειες και έναν άτυχο γάμο με ένα αστυνομικό καταλήγει μαζί με τον γιό της Γουίλ θα σκιαστεί από τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60 και τις πολιτικές δολοφονίες. Η μοίρα όμως του Γουίλ θα είναι κι αυτή τραγική και η Λίλι στα ΄70 της θα καταλήξει, συνταξιούχος πια με ένα μωρό, τον εγγονό της τον Μπιλ στα χέρια, ώσπου να έρθει η μοιραία μέρα που βρίσκει το πτώμα του.

«Το να θυμάσαι καμιά φορά είναι μεγάλη λύπη, μα όταν τελειώνει η αναθύμηση, σου’ρχεται μια πολύ παράξενη γαλήνη. Διότι έχεις καρφώσει τη σημαία σου στην κορυφή της λύπης. Την έχεις κατακτήσει.»

Ακόμα και ο πλέον αποστασιοποιημένος αναγνώστης (όπως εγώ), δύσκολα μένει ασυγκίνητος στην ανάγνωση αυτής της λυρικής και σπαρακτικής αφήγησης. Ο Μπάρυ μετά το εξαιρετικό «Η μυστική γραφή», μπαίνει κι εδώ στο μυαλό μιας γηραιάς και ταλαιπωρημένης γυναίκας ανασκαλεύοντας τη μνήμη της, εναλάσσοντας την θλίψη και τον σπαραγμό της με εικόνες φωτός και χαράς. Η τραγωδία της Ιρλανδίας, οι τραγικές ζωές των απλών ανθρώπων που παρασύρονται από την δίνη της ιστορίας είναι τα μόνιμα θέματα των μυθιστορημάτων του.
Η τραγική μοίρα της Λίλι, ακολουθεί την μοίρα της οικογένειας Νταν, οι άντρες χάνονται σε πολέμους που γίνονται «μακριά, πολύ μακριά» ή αν δεν χάνονται γυρίζουν αλλαγμένοι, διαφορετικοί. Η βία παραμονεύει συνεχώς στη ζωή της, την οικογένειά της την έχει χάσει – δεν μπορεί ούτε ένα γράμμα να τους στείλει μήπως αποκαλυφθεί, αλλά το μήνυμα που εκπέμπει αυτή η γυναίκα με την αφήγησή της, είναι αισιόδοξο, έχει φως και χρώματα σαν την φύση στα Χάμπτονς.

«Τι ήχο να κάνει άραγε μια ογδονταεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μη διαταράσσει καν τη σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα’ναι αχνός πολύ.»

Είναι ένα μεγάλο και υποδειγματικό μυθιστόρημα για την απώλεια και την ανθρώπινη δύναμη που όλοι έχουμε μέσα μας. Θα μπορούσε να είναι ένα έπος, μια saga χιλίων σελίδων – τα γεγονότα που περιγράφονται είναι τόσα που δεν παίρνεις ανάσα – αλλά η μαεστρία του εξαιρετικού Ιρλανδού συγγραφέα και η αξιοθαύμαστη πυκνότητα και οικονομία του λόγου του σε συνδιασμό με τον ακαταμάχητο λυρισμό της αφήγησης μπόρεσε όλα αυτά να τα χωρέσει μέσα σε 250 σελίδες που διαβάζονται με μιαν ανάσα. Στις τελευταίες 40 δε σελίδες το βιβλίο απογειώνεται σε βαθμό που μόνο μεγάλοι κλασσικοί συγγραφείς καταφέρνουν να το κάνουν, μετατρέποντας την ανάγνωση σε μια μυστικιστική εμπειρία από την οποία μόνο κερδισμένος μπορείς να βγείς.


Το ποστ δημοσιεύεται και στο πολύ ενδιαφέρον διαδικτυακό περιοδικό "ΛΥΚΟΣ", με το οποίο το blog θα συνεργάζεται.
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012 | Permalink
Χρονικό ενός πένθους


Το συγκλονιστικό «χρονικό ενός πένθους» της εξαιρετικής συγγραφέως Joan Didion (Καλιφόρνια Η.Π.Α.,1934) με τίτλο «Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ» («The year of magical thinking»), (Εκδ. Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Ξ.Μαυρομμάτη, σελ.265), το οποίο βραβεύθηκε με το National Book Award (non-fiction) του 2005 δεν είναι ένα βιβλίο για το οποίο μπορείς να πεις ή να γράψεις πολλά πράγματα, διότι είναι τόσο σπαρακτικά προσωπικό και ταυτόχρονα τόσο αποστασιοποιημένο και ψύχραιμα γραμμένο που σε αφήνει κατάπληκτο.
«Η ζωή αλλάζει γρήγορα
Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει
Κάθεσαι για δείπνο και η ζωή που ήξερες τελειώνει.
Το ζήτημα της αυτολύπησης.»

Στις 30 Δεκεμβρίου, 2003 η Ντίντιον βλέπει τον σύζυγό της (συγγραφέα και πολύ επιτυχημένο σεναριογράφο) Τζον Γκέγκορυ Νταν να πέφτει νεκρός από οξύ έμφραγμα κατά τη διάρκεια του δείπνου τους. Είχαν μόλις γυρίσει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν στην Εντατική, η (υιοθετημένη από τη γέννα) 37χρονη κόρη τους Κιντάνα Ρού, η οποία πριν από 5 μόλις ημέρες είχε υποστεί πνευμονία και σηπτικό σοκ. Η Ντίντιον καλεί το ασθενοφόρο, ο σύζυγός της μεταφέρεται στο πλησιέστερο νοσοκομείο αλλά εκεί απλά διαπιστώνεται ο θάνατός του. Η Ντίντιον είναι ψύχραιμη, δεν έχει συνειδητοποιήσει πλήρως την κατάσταση. Όπως αναφέρει ο κοινωνικός λειτουργός του νοσοκομείου σε κάποιον γιατρό: «είναι πολύ ψύχραιμη πελάτισσα»…

Η μικροσκοπική και φαινομενικά εύθραυστη Ντίντιον δεν έχει όμως χρόνο για να «καταρρεύσει». Η μοναχοκόρη της που είχε πρόσφατα παντρευτεί είναι στο νοσοκομείο σοβαρά άρρωστη και οφείλει να βρίσκεται στο πλάι της χωρίς ακόμα να μπορεί να της πει τι έχει συμβεί στον πατέρα της. Η κηδεία καθυστερεί μέχρι η Κιντάνα να αναρρώσει πλήρως και να βγει από το νοσοκομείο. Μόνο στην κηδεία πιά, που θα γίνει 3 μήνες μετά, η Ντίντιον θα συνειδητοποιήσει ότι ο σύζυγός της είναι νεκρός – μέχρι τότε αρνείτο να το παραδεχτεί, αρνείτο να συμβιβαστεί με την ιδέα, η λιτή τελετή με τους Γρηγοριανούς Ύμνους και την εκφώνηση ποιημάτων θα την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

«Κι όμως τίποτα απ’όλα αυτά δεν τον έφερε πίσω»
  
Μετά την κηδεία, η Κιντάνα με τον σύζυγό της παίρνουν μια πτήση για την Καλιφόρνια. Μόλις προσγειώνονται στο Λος Άντζελες, η Κιντάνα παθαίνει ένα είδος εγκεφαλικού και καρδιακή ανακοπή. Μεταφέρεται επειγόντως στο UCLA για νευροχειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο. Η Ντίντιον πετάει την επόμενη μέρα και μένει σε κάποιο ξενοδοχείο κοντά στο νοσοκομείο για να πηγαινοέρχεται καθημερινά. Ουσιαστικά μένει δίπλα στη περιοχή όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της με τον Τζον. Από τη μια το νοσοκομείο και η ζωή της κόρης της να κρέμεται από ένα σκοινί, από την άλλη οι αναμνήσεις που την κατακλύζουν καθώς περνάει καθημερινά μπροστά η κοντά από το σπίτι που έζησε, από σπίτια παλιών φίλων, εστιατορίων, κινηματογράφων όπου πέρασε αξέχαστες στιγμές. Το καλοκαίρι του 2004, η Κιντάνα θα πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου η Ντίντιον θα αρχίσει να γράφει αυτό το βιβλίο, θα το ολοκληρώσει την τελευταία μέρα του 2004, ένας ακριβώς χρόνος μετά τον θάνατο του συζύγου της. Τραγική λεπτομέρεια: η Κιντάνα δεν θα αντέξει από τους συνεχείς κλονισμούς στην υγεία της και θα πεθάνει λίγους μήνες αργότερα…

«Ο τρόπος που γράφω είναι η ταυτότητά μου, όσα είμαι ή όσα έχω γίνει · ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση εύχομαι –αντί για λέξεις και το ρυθμό τους – να είχα μια αίθουσα κινηματογραφικού μοντάζ εξοπλισμένη με ψηφιακό σύστημα επεξεργασίας εικόνων στο οποίο να μπορούσα να πατήσω ένα πλήκτρο και να κομματιάσω την ακολουθία του χρόνου, να σας δείξω ταυτόχρονα όλα τα καρέ των αναμνήσεων που μου έρχονται τώρα, να σας αφήσω να διαλέξετε εσείς τις λήψεις, τις οριακά παραλλαγμένες εκφράσεις, τις εναλλακτικές αναγνώσεις της ίδιας ατάκας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μου αρκούν οι λέξεις  για να ανακαλύψω το νόημα. Στην προκειμένη περίπτωση έχω ανάγκη από τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις που φαίνονται ότι μπορώ να τις αγγίξω, έστω κι αν μπορώ να τις αγγίξω μόνο εγώ.»



«Η χρονιά της μαγικής σκέψης» τελειώνει στο τέλος του 2004, αλλά ο αναγνώστης γνωρίζει ότι η «περιπέτεια» της συγγραφέως ουσιαστικά αρχίζει εκείνη τη στιγμή. Στις 365 ημέρες της δημιουργίας του η Ντίντιον θυμάται (ή προσπαθεί να θυμηθεί) τι έκανε με τον σύζυγό της την αντίστοιχη περυσινή ημέρα, θυμάται την κοινή ζωή τους, στοχάζεται πάνω στο πένθος, στον (αναπάντεχο) θάνατο, (ξανα)διαβάζει ποιήματα και βιβλία που αναφέρονται σε αντίστοιχα βιώματα, μελετάει αναφορές Ψυχολόγων για το πένθος και από την άλλη είναι υποχρεωμένη εκ των περιστάσεων να μη λυγίσει, να είναι cool και στέρεη για την κόρη της που την χρειάζεται στην περιπέτεια που περνάει.

Η συγγραφή του βιβλίου λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά, οι σκέψεις της οργανώνονται και η μνήμη της την βοηθάει να θυμηθεί μικρά ή μεγάλα περιστατικά, κινήσεις ή λόγια που έδειχναν ασήμαντα και κατά κάποιο τρόπο διατηρήθηκαν στη μνήμη της και τώρα της φαίνονται θεμελιώδους σημασίας. Με τον σύζυγό της, τον Τζον Γκρέγκορυ Νταν είχαν ζήσει πάνω από 40 χρόνια μαζί (παντρεύτηκαν το 1964 μετά από τετράχρονη γνωριμία), εργαζόντουσαν μαζί, έκαναν επιμέλεια ο ένας στα βιβλία του άλλου, έγραφαν κινηματογραφικά σενάρια μαζί, είχαν γίνει – αυτό που λέμε – ένα. Δεν θέλει πολύ για να «σαλτάρεις».
Η Ντίντιον  όμως με λιτό, σχεδόν δημοσιογραφικό ύφος, κοφτό και χωρίς μελοδραματισμούς, συναισθηματισμούς, κοινοτοπίες, ξεδιπλώνει με χειρουργική ακρίβεια, ιατρικές αναφορές, γεγονότα, κουβέντες τρίτων, την οδύνη και το πένθος. Η τακτική της αυτή που έρχεται σε συνέπεια με τον εξαιρετικό λογοτεχνικό της ύφος – ας μη λησμονούμε ότι είναι μεγάλη συγγραφέας  (το «Ένα βιβλίο για κοινή προσευχή» είναι έξοχο μυθιστόρημα) – είναι ένας διαφορετικός «θρήνος», που την αποτρέπει από την παράνοια και την υστερία. Ο λόγος της είναι άμεσος και καθαρός, οικείος και ζωντανός αντιμετωπίζει τον θάνατο «στα ίσα» αποκτώντας μια δυναμική που συγκλονίζει.

Είναι ένα μικρό και μελαγχολικό αριστουργηματικό βιβλίο – ουσιαστικά ένα δοκίμιο πάνω στο πένθος, το οποίο υποχρεώνει (με τον δικό του μοναδικό τρόπο) τον αναγνώστη χτυπώντας τον  κατευθείαν στην καρδιά του. Δύσκολα βγαίνεις αλώβητος μετά την ανάγνωση του, η οποία σε «υποχρεώνει» να σκεφτείς για το θέμα της απώλειας, για τα δικά σου αγαπημένα πρόσωπα, για την σημασία των μικρών απολαύσεων στη ζωή.

«Οι επιζώντες κοιτάζουν πίσω και βλέπουν οιωνούς, σημάδια που τους ξέφυγαν.
Θυμούνται το δέντρο που μαράθηκε, το γλάρο που έπεσε στο καπό του αυτοκινήτου και κομματιάστηκε.
Ζούν με σύμβολα. Διαβάζουν κρυφά μηνύματα στον καταιγισμό από ανεπιθύμητη αλληλογραφία στον υπολογιστή τους που δεν χρησιμοποιούν πιά, το πλήκτρο delete που σταματά να λειτουργεί, την κατά φαντασίαν εγκατάλειψη στην απόφασή τους να το αντικαταστήσουν. Η φωνή στον τηλεφωνητή μου ήταν ακόμα του Τζον. Το γεγονός ότι έτυχε σ’εκείνον ήταν εξ’αρχής εντελώς συμπτωματικό, είχε απλώς να κάνει με το ποιος ήταν διαθέσιμος την ημέρα που ο τηλεφωνητής χρειάστηκε τελευταία φορά προγραμματισμό – αν έπρεπε όμως τώρα να τον προγραμματίσω ξανά, θα είχα ένα αίσθημα προδοσίας. Μια μέρα, καθώς μιλούσα στο τηλέφωνο, αφηρημένα γύρισα σελίδα στο λεξικό που άφηνε πάντοτε ανοιχτό στο τραπέζι πλάι στο γραφείο. Όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, αιφνιδιάστηκα: πια ήταν η τελευταία λέξη που είχε ψάξει, τι σκεφτόταν; Γυρνώντας τις σελίδες, είχα χάσει το μήνυμα; Ή είχε χαθεί το μήνυμα πριν καν αγγίξω το λεξικό; Είχα αρνηθεί ν’ακούσω το μήνυμα;»

Υ.Γ. Το βιβλίο μεταφέρθηκε ως θεατρικός μονόλογος στο Brodway, με (ιδανική κατά τα φαινόμενα) πρωταγωνίστρια την μεγάλη Vanessa Redgrave, το βίντεο που παραθέτω είναι μια συνέντευξη της συγγραφέως με αφορμή αυτό το θεατρικό έργο.


 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2012 | Permalink
Υπόσχεση γάμου


Διάβασα με αρκετή καθυστέρηση, το πολυπαινεμένο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη (Ελευσίνα,1945) με τίτλο «ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΓΑΜΟΥ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 483) και η γεύση του τέλους, ήρθε να επιβεβαιώσει την αρχική «ενόχληση» που μου προκάλεσε από τις πρώτες του σελίδες, ενός βιβλίου αφόρητα πληκτικού και αδιέξοδου, με την συνήθη από πολλούς νεοέλληνες συγγραφείς «ανατομία του μικροαστισμού», πρακτική που ουσιαστικά οδηγεί στην αναπαραγωγή του.

Τέσσερις «λαϊκές» γυναίκες περιστρέφονται γύρω από τον Ζαχαρία. Η «δυναμική» νταρντάνα Αλέκα και η «συναισθηματική» χυμώδης Όλγα είναι νοσοκόμες (μάλλον στο ΚΑΤ) και γνωρίζουν τυχαία σε μια απεργία του Ηλεκτρικού τον Ζαχαρία, ο οποίος προσφέρεται να τις «κατεβάσει» μέχρι το σπίτι τους στο Ν.Φάληρο. Το διακριτικό φλερτ του δεν τις αφήνει αδιάφορες και θα αποτελέσει πεδίο συζητήσεων τις επόμενες μέρες, δίνοντας λίγο χρώμα στις αδιάφορες και τελματωμένες ζωές τους. Και οι δύο είναι χρόνια παντρεμένες, λίγο-πάνω από τα 40, με δύο παιδιά η καθεμιά και η ζωή τους είναι μια τυπική απεικόνιση της ελληνικής μικροαστικής ή «λαϊκής» (όπως προτιμάει στις συνεντεύξεις του να αποκαλείται) οικογένειας. Δουλειά, σπίτι, μαγείρεμα, τηλεόραση και πάλι απ’την αρχή.
Τίποτα δεν φαίνεται ελκυστικό, τίποτα δεν φαίνεται αποκρουστικό πάνω στον Ζαχαρία. Μέτρια εμφάνιση, μυστικοπάθεια, πολύ ευγενική συμπεριφορά που γίνεται γλειώδης, αφέλεια που βγάζει ένα παιδισμό. Οι δύο νοσοκόμες μπορεί από τη μια να τον γλυκοκοιτάζουν από την άλλη θέλουν να τον «φροντίσουν» να του γνωρίσουν μια «καλή κοπέλα σε ηλικία γάμου». Τον φέρνουν λοιπόν σε επαφή με την Βιβή, μια (δήθεν) ανεξάρτητη και «άνετη» τραπεζοκόμο που εργάζεται στο ίδιο νοσοκομείο μ’αυτές και η οποία ζει με τους γονείς της σε ένα μικρό διαμέρισμα του Ταύρου.
Η Βιβή μπορεί να μη γοητεύεται ιδιαίτερα από τον «δειλό» Ζαχαρία αλλά μόλις αυτός της υπόσχεται γάμο, αντιμετωπίζει τη «σχέση» πιο σοβαρά. Γρήγορα βέβαια πέφτει απ’τα σύννεφα όταν ο Ζαχαρίας υπό την πίεση της, της εξομολογείται ότι είναι παντρεμένος με την Ματίνα και έχει μια κόρη μαζί της. Την διαβεβαιώνει όμως ότι την αγαπάει και προτίθεται να χωρίσει την «προβληματική» σύζυγό του, η οποία δεν βγαίνει από το σπίτι της, έχοντας πολλά ψυχολογικά προβλήματα.

Αυτοί είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος του Συμπάρδη. Γύρω τους κινούνται, οι οικογένειες των δύο νοσοκόμων, της Αλέκας με την νοικοκυρεμένη και ήρεμη ζωή που ξαφνικά ανατρέπεται λόγω της αναζωπύρωσης του πάθους του κτηνίατρου σύζυγού της για τον τζόγο που έχει ως αποτέλεσμα να εξανεμισθούν οι οικονομίες τους, και της Όλγας, η οποία ανακαλύπτει από τον ταξιτζή πεθερό της, τον «κουτσαβάκη» Στέλιο (που είναι παθολογικά ερωτευμένος μαζί της) ότι ο σύζυγός της έχει ερωμένη και ως αποκορύφωμα, έρχεται και η φυγή του συζύγου της για να επιβεβαιώσει το γεγονός. Ο πεθερός της μπαίνει όλο και περισσότερο στη ζωή της, την πολιορκεί, γνωρίζεται και με τον Ζαχαρία με τον οποίον πλέον κάνουν παρέα και προσπαθεί κι αυτός εν μέσω καφενειακών συζητήσεων να καταλάβει τι «καπνό φουμάρει» ο ιδιόμορφος αυτός τύπος.

Ο κεντρικός ήρωας είναι βέβαια ο Ζαχαρίας, ο οποίος ως μυθιστορηματικός ήρωας στην αρχή δείχνει εξαιρετικά ελκυστικός. Με το μυστήριο γύρω από την πραγματική του ζωή να τον καλύπτει κεντρίζει το ενδιαφέρον γυναικών τελείως διαφορετικών από αυτόν που (εκ πρώτης όψεως) δείχνουν αυτόνομες και «δυναμικές», οι οποίες «χάφτουν» κάθε δικαιολογία, κάθε κουταμάρα που ξεστομίζει ο περιφερόμενος «εραστής». Φευγάτος από τις ευθύνες, «stalker» κανονικός αφού αρέσκεται να τη στήνει κάτω από το μπαλκόνι της Βιβής διστάζοντας να της μιλήσει, ένας άνθρωπος κενός και φοβισμένος, ένα «ανθρωπάκι». Από την άλλη και περισσότερο ουσιαστικά έχουμε μια εμβάνθυνση στον (εν πολλοίς) ανεξερεύνητο κόσμο των γυναικών, στον ψυχισμό τους και στις ανασφάλειές τους, στις μικροαστικές αντιλήψεις τους για το φαίνεσθαι και το είναι, που τις εξουσιάζουν και δεν τις αφήνουν να γευθούν τη ζωή, υποταγμένες σε όλα και όλους. Οι γυναικείοι χαρακτήρες φαίνονται περισσότερο αληθινοί και μυθιστορηματικά στέρεοι παρά ο κεντρικός ήρωας, αυτός ο «αντιπαθής» και «άχρωμος» Ζαχαρίας που θα μπορούσε (υπό κάποιες προϋποθέσεις) να αποτελούσε σημείο αναφοράς. Το υποτιθέμενο «σασπένς» της «ανακάλυψης του Άλλου» δεν προκύπτει από πουθενά (εκτός αν με τον όρο «σασπένς» εννοούμε κάτι άλλο και όχι αυτό που έχουμε όλοι στο μυαλό μας), ο δε Ζαχαρίας δεν είναι πια και τόσο «διαφορετικός» όπως ίσως ήθελε να παρουσιάσει ο συγγραφέας.

Μυθιστόρημα χαρακτήρων περισσότερο, διότι ουσιαστικά δεν γίνεται κάτι δραματικό κατά τη διάρκεια της νατουραλιστικής αφήγησης, η οποία κάποιες στιγμές θυμίζει ελληνικό σήριαλ τύπου «Η γειτονιά μας». Άνθρωποι που φαίνονται ισορροπημένοι εκ πρώτης όψεως αλλά στη πραγματικότητα είναι στα όρια της παράνοιας, άνθρωποι ψιλοσαλεμένοι όπως η Ματίνα, χαρακτήρας άκρως ενδιαφέρον ως «αλαφροϊσκιωτη», ο οποίος όμως κι αυτός παραμένει στο περιθώριο της κεντρικής αφήγησης. Ο μικρόκοσμος των νοτιοδυτικών λαϊκών συνοικιών σε όλο του το μικροαστικό «μεγαλείο» της μιζέριας και της καθημερινότητας σε μια Αθήνα υποτίθεται πρό Κρίσης αλλά που στην πραγματικότητα είναι σε μια συνεχή φθορά και παρακμή – κάτι που ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να γοητευθείς από το μυθιστόρημα.

Οι αντιφάσεις των ηρώων μάλλον ενθουσίασαν τους κριτικούς οιοποίοι αποθέωσαν το μυθιστόρημα του Συμπάρδη (μέχρι και σύγκριση του Ζαχαρία με τον Πρίγκιπα Μίσκιν διάβασα!!), κανείς δεν θίγει το θέμα της ακατάσχετης φλυαρίας (483 σελίδες για να πεις τι;) σε ένα βιβλίο που θα μπορούσε άνετα να είναι νουβέλα των 150 σελίδων, κανείς δεν θίγει το θέμα του στυλ που θυμίζει δεκαετία του ’70, αντιγράφοντας ουσιαστικά τον Κουμανταρέα ή τον Κοτζιά και δεν ξέρω τι μπορεί να προσφέρει στην μοντέρνα ελληνική λογοτεχνία. Είναι από τις λίγες φορές που θα συμφωνήσω με την άποψη του Πατριάρχη Φώτιου στο blog του, ο οποίος στην προβληματική που αναπτύσσει είναι περισσότερο οξύς (για το βιβλίο) από μένα. Γενικώς σκυλοβαρέθηκα και παρασύρθηκα ως υπνωτισμένος να περιμένω ότι κάτι θα συμβεί, κάποια «αποκάλυψη», κάτι που θα δικαιολογεί το μακρόσυρτο της αφήγησης, τελικά πολύ κακό για το τίποτα – εκτός αν πέφτω τόσο έξω…

 



                       
Αλκηστις Πρωτοψάλτη – Ροζ γραβάτα (Live)
 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012 | Permalink
Ήρωας και Προδότης


«Λέω ότι ο Ρότζερ Κέισμεντ
Έκανε ότι έπρεπε να κάνει.
Στην αγχόνη πέθανε, αυτό,
Είναι σ’όλους μας πολύ γνωστό» W.B.Yeats

Το πρώτο βιβλίο που έγραψε ο σπουδαίος Mario Vargas Llosa (Περού,1936), μετά την (πολυαναμενόμενη) βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (2010), είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία (ή ίσως πιο σωστά, ένα ιστορικό μυθιστόρημα), με τίτλο, «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΕΛΤΗ» («El sueno de Celta»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μπονάτσου, σελ.460), που βασίζεται στον «βίο και πολιτεία» μιας «larger than life» προσωπικότητας, αυτής του Ιρλανδού Roger Casement (1864-1916), «ήρωα» και «προδότη» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, έναν αντιφατικό άνθρωπο που βίωσε την ύψιστη τιμή για έναν βρετανό πολίτη, να αναγορευθεί «Ιππότης του Στέμματος», και τον μεγαλύτερο εξευτελισμό, να απαγχονισθεί λίγα χρόνια αργότερα ως «Προδότης του Έθνους».

Ο Λιόσα έχει γράψει μερικά από τα καλύτερα (και επιβλητικότερα) μυθιστορήματά του, βασιζόμενος σε πρόσωπα της ιστορίας που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Από τον Τρουχίγιο («Η γιορτή του Τράγου») και τον ψευδοπροφήτη Κονσελέϊρο («Ο πόλεμοςτης συντέλειας του κόσμου») έως τον Γκογκέν και την Φλόρα Τριστάν («Ο παράδεισοςστην άλλη γωνία»), έτσι λοιπόν και το πλέον πρόσφατό του έργο ακολουθεί την ίδια πορεία, μιλώντας για μια αμφιλεγόμενη (θρυλική βεβαίως πλέον) προσωπικότητα να αναλύσει μια ολόκληρη εποχή.

Το βιβλίο που ξεκινάει με τον Κέισμεντ στην φυλακή του Πέτονβιλ καταδικασμένο στην θανατική ποινή, να περιμένει την (ουσιαστικά μάταιη) εξέλιξη της αίτησης χάριτος που είχε υποβάλλει ο δικηγόρος του, κάνοντας μια ανασκόπηση της ζωής του και των γεγονότων που τον έφεραν σ’αυτή τη κατάσταση, χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία μέρη. Την εμπειρία της Αφρικής, το ταξίδι στην Λατινική Αμερική και την οδυνηρή περιπέτεια της Ιρλανδικής εξέγερσης, της φυλάκισης του Κέισμεντ και τον απαγχονισμό του.

Γεννημένος στην Ιρλανδία και γρήγορα ορφανός από τον προτεστάντη πατέρα του (που είχε υπηρετήσει το στέμμα σε διάφορες περιπτώσεις) και την καθολική μητέρα του, βρίσκεται να παρατάει το σχολείο μικρός και να δουλεύει ως βοηθός λογιστή σε μια ναυτιλιακή εταιρία στο Λίβερπουλ της Αγγλίας κοντά στους θείους του. Παρατάει τη δουλειά του και στα 20 του χρόνια πηγαίνει να δουλέψει στο Κονγκό ως μέλος της αποστολής του ήδη διάσημου εξερευνητή και πρωτοπόρου Χ.Μ.Στάνλεϋ νομίζοντας ότι θα συμβάλλει στην «ανάπτυξη», την άνοδο του βιοτικού του επιπέδου και τον (αγνό) εκπολιτισμό των ιθαγενών μέσω του εμπορίου.
Γρήγορα όμως προσγειώνεται ανώμαλα στην πραγματικότητα και βλέπει το στυγνό και βίαιο πρόσωπο της αποικιοκρατίας. Έργα καμωμένα με τις θυσίες των ντόπιων, δρόμοι και πόλεις χτισμένες με αίμα και δάκρυα, ο νεαρός Κέισμεντ βλέπει το αληθινό πρόσωπο του Στάνλεϋ και το δήθεν ανθρωπιστικό όραμα του Λεοπόλδου Β, βασιλιά του Βελγίου να θρυμματίζονται μπροστά του. Κάπου εκεί γνωρίζει και συνδέεται φιλικά με τον (μετέπειτα μεγάλο συγγραφέα) Τζ.Κόνραντ ο οποίος δούλευε ως Πολωνός ναυτικός στην περιοχή. Ο Κέισμεντ του «ανοίγει τα μάτια» σε σημείο να του δηλώσει τότε ο δεύτερος: «Εσείς, με ξεπαρθενέψατε, Κέισμεντ. Ως προς τον Λεοπόλδο Β, ως προς το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό. Ίσως και ως προς τη ζωή.» Δεκατρία χρόνια μετά σε κάποια συνάντησή τους, ο Κόνραντ (διάσημος ήδη και ζώντας στην Αγγλία), συζητούν για την «Καρδιά του Σκότους», που έχει συγκλονίσει τον Κέισμεντ επειδή είναι η πιο ζωντανή αναπαράσταση της φρίκης που βίωσαν στο Κονγκό. Ο Κόνραντ τότε του λέει: «Το όνομά σας θα έπρεπε να εμφανίζεται μαζί με το δικό μου στους συγγραφείς του βιβλίου, Κέισμεντ…Δεν θα μπορούσα ποτέ να το γράψω χωρίς τη βοήθειά σας.»

Το 1903, ο Κέισμεντ κλείνει μια εικοσαετία στην Αφρικάνικη ήπειρο και είναι Πρόξενος της Μ.Βρετανίας στο Κονγκό. Λίγο πριν φύγει για την πατρίδα του, εγκαταλείποντας τη θέση, πραγματοποιεί ένα (από χρόνια προγραμματισμένο) μεγάλο ταξίδι που κρατάει 3 μήνες και κάτι στην ενδοχώρα και διαπιστώνει την ερήμωση της ηπαίθρου, την εξαφάνιση ολόκληρων χωριών από τον θάνατο των κατοίκων τους από τα εγκλήματα των μισθοφόρων που υπηρετούσαν τον Βέλγο βασιλιά, από τις αρρώστιες που μάστιζαν τους ιθαγενείς που οι περισσότεροι ήταν ακρωτηριασμένοι από τις τιμωρίες που τους είχαν επιβάλλει.
Η έκθεση που υποβάλλει προς το Υπουργείο Εξωτερικών είναι συγκλονιστική και επηρεάζει την Βρετανική ηγεσία, ενώ η δημοσίευσή της στον τύπο της εποχής κάνει τον Κέισμεντ ένα πρόσωπο σεβαστό και αναγνωρίσιμο πλέον από όλους. Η κυβέρνηση αποφασίζει να τον κάνει «Ιππότη» αλλά ο Κέισμεντ έχει ξαναβρεί μετά από ένα ταξίδι στην Ιρλανδία τις ρίζες του, γοητεύεται από τους θρύλους, τα τραγούδια, την αρχαία γλώσσα και (εν κρυπτώ) υποστηρίζει πλέον το Σιν Φέιν στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της χώρας απέναντι στα βρετανικά δεσμά.

Από το 1906 έως το 1910 βρίσκεται στην Βραζιλία ως Πρόξενος, θέση που δεν του αρέσει καθόλου αφού βαριέται και μόνο η σκέψη της Ιρλανδίας είναι στο μυαλό του. Τον έχει καταλάβει ένα επικολυρικό συναίσθημα που εκδηλώνεται μέσω κάποιων (μετριότατων) ποιημάτων που γράφει, ανάμεσά τους, ένα που έχει ως τίτλο, «Το όνειρο του Κέλτη» και διάφορα πολιτικά φυλλάδια με ψευδώνυμο. Τότε του αναθέτουν, να γίνει μέλος μιας επιτροπής που θα εξετάσει τις συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών στο Πουτουμάγιο του Περού, τόπο εξώρυξης καουτσούκ. Έχουν γίνει καταγγελίες για δολοφονίες και βασανισμούς των ντόπιων εργατών από την εταιρεία που εκμεταλλεύεται το καουτσούκ, την Εταιρεία Περουβιανού Αμαζονίου, η οποία είναι ουσιαστικά μια αγγλική εταιρεία, με μεγαλομέτοχο έναν Περουβιανό, τον Χούλιο Αράνα αλλά με βρετανικό διοικητικό συμβούλιο που απαρτίζεται από προσωπικότητες της αγγλικής πολιτικής σκηνής.
Αυτό που αντικρύζει ο Κέισμεντ στις φυτείες καουτσούκ που επισκέπτεται, είναι χειρότερο ακόμα και από το Κονγκό, υπερβαίνοντας κάθε φαντασία σε ωμότητα και αγριάδα. Εν ψυχρώ δολοφονίες, βασανισμοί και ακρωτηριασμοί που θυμίζουν μεσαίωνα, ενώ ολόκληρες φυλές Ινδιάνων του Αμαζονίου εξολοθρεύονται και γίνονται θυσία στο κέρδος. Ο Κέισμεντ βρίσκεται στα πρόθυρα της τρέλλας, ο ψυχισμός του έχει πάθει σοκ με αυτά που βλέπει και αυτά που του καταγγέλονται. Τα πορίσματα της επιτροπής είναι καταπέλτης και συντελούν στην κατάρρευση της εταιρείας και σε διώξεις κατά των υπευθύνων.
Ο Κέισμεντ αποθεώνεται αλλά δεν είναι πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Η υγεία του έχει καταστραφεί από τους συνεχείς πυρετούς της ελονοσίας, σωματικά δείχνει πολύ μεγαλύτερος, και ψυχικά είναι διαλυμένος. Δεν μισεί πλέον τίποτα άλλο όσο την Βρετανική Αυτοκρατορία που κάποτε λάτρευε και θέλει να αφιερώσει τη ζωή του στην Ιρλανδική ανεξαρτησία με κάθε μέσο και κάθε σκοπό – εξάλλου μ’αυτά που είδε στο Πουτουμάγιο, ένα πράγμα πιστεύει: «Οι Ιρλανδοί είναι οι Ινδιάνοι της Ευρώπης».

Ο Κέισμεντ με την επιστροφή του στην Ευρώπη και αφού ξεμπλέκει για τα καλά με την υπηρεσία του παίρνοντας σύνταξη λόγω της κατεστραμμένης υγείας του, ασχολείται πλέον μόνο με το Ιρλανδικό ζήτημα. Προσεταιρίζεται την πιο ανατρεπτική πλευρά του Σιν Φέιν και φροντίζει για την χρηματοδότηση του αγώνα πηγαίνοντας στις ΗΠΑ και αξιοποιώντας την φήμη του. Τότε ξεσπάει ο Α Παγκόσμιος πόλεμος και ο Κέισμεντ παίρνει το μεγάλο ρίσκο (και μια τραγική όπως αποδείχθηκε απόφαση), πείθοντας τους ηγέτες του κινήματος, ότι πρέπει να ζητήσουν βοήθεια από τους Γερμανούς τασσόμενοι στο πλευρό τους εναντίον των Βρετανών. Ο Κέισμεντ εγκαθίσταται στο Βερολίνο προσπαθώντας να βρει όπλα να στείλει στο Δουβλίνο και να στρατολογήσει εθελοντές.
Η Βρετανική αντικατασκοπεία ήδη παρακολουθεί στενά τις κινήσεις του, ενώ ακόμα και οι σύντροφοί του είναι διστακτικοί απέναντι σε κάποιον που λίγα χρόνια πριν υπηρετούσε με συνέπεια το Στέμμα. Με τα πολλά, η Γερμανική κυβέρνηση του δίνει ένα πλοίο με χιλιάδες όπλα το οποίο μαζί με τους εθελοντές θα φτάσει στις ακτές της Ιρλανδίας για να βοηθήσει στην προγραμματισμένη εξέγερση του Απριλίου του 1916. Το υποβρύχιο που συνοδεύει το φορτηγό τον αφήνει στις ακτές αλλά το πλοίο εντοπίζεται από τους Βρετανούς και βυθίζει το φορτίο του. Ο Κέισμεντ συλλαμβάνεται από ένα απόσπασμα καθώς κρύβεται σε ένα μισοερειπωμένο κάστρο.

Είναι πλέον ο πιο διάσημος και «αξιόπτυστος» προδότης και καθώς η Ιρλανδική Εξέγερση έχει πνιγεί στο αίμα, στη δίκη του η απόφαση κρίνεται από μια νομική λεπτομέρεια (η οποία έχει αποτελέσει «νομικό ζήτημα» στα χρόνια που ακολούθησαν) και καταδικάζεται σε θάνατο δι’απαγχονισμού. Πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, ο Τζ.Μπέρναρντ Σω, ο Γιέητς στέλνουν επιστολές συμπαράστασης αλλά κάποιοι από τους κολλητούς του φίλους είναι απόντες δείχνοντας τον αποτροπιασμό τους για τις πράξεις του, ανάμεσα τους και ο Κόνραντ. Η αίτηση χάριτος που υποβάλλεται θα είχε πιθανότητες εάν οι Αγγλικές αρχές δεν έδιναν στη δημοσιότητα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του, τα αποκαλούμενα «Μαύρα Ημερολόγια» όπου περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι σεξουαλικές του επαφές με νεαρούς μαύρους στην Αφρική και στην Λατινική Αμερική. Η κοινή γνώμη πλέον είναι αηδιασμένη – τον θεωρούν εκτός από «προδότη» και «σοδομιστή , παιδεραστή» - εκείνος αρνείται την αυθεντικότητα του ημερολογίου. Θα οδηγηθεί στην αγχόνη με θάρρος και καρτερία, θα ταφεί σαν σκυλί και μόλις το 1965 η κυβέρνηση του Ουίλσον θα επιτρέψει τον επαναπατρισμό των λειψάνων του στην Ιρλανδία όπου η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα επί τέσσερις ημέρες.

«Για άλλη μια φορά σκέφτηκε ότι η ζωή του ήταν μια διαρκής αντίφαση, μια αλληλουχία συγχύσεων και βίαιων περιπλοκών, όπου η αλήθεια σχετικά με τις προθέσεις και τη συμπεριφορά του παρέμενε πάντα, από τύχη ή από δική τυ αδεξιότητα, κρυμμένη, παραμορφωμένη, μεταμορφωμένη σε ψέμα.»

Το μυθιστόρημα του Λιόσα είναι πολυεπίπεδο και συναρπαστικό που διαβάζεται μονορούφι, γι’αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο συγγραφέας «κεντάει» στα μέρη που αφορούν το Κονγκό και το Πουτουμάγιο (κυρίως αυτό) αλλά κάπου μένει μετέωρος και ασαφής ως προς το «Ιρλανδικό ζήτημα» και την μεταστροφή του Κέισμεντ, η οποία βεβαίως παρουσιάζεται με ρομαντικό και λυρικό τρόπο, αλλά αφήνει πολλά σκοτεινά σημεία. Η πορεία του προς τον θάνατο και οι ημέρες της φυλακής είναι εξαιρετικά κομμάτια του βιβλίου, αλλά βρήκα θολές και «επίπεδες» (αν μπορώ να τις χαρακτηρίσω έτσι) τις σελίδες που αναφέρονται στην προετοιμασία της εξέγερσης και στο ρόλο που διαδραμάτισε ο μοιραίος ήρωας.

Ο Κέισμεντ που είχε όλα τις προδιαγραφές να παραμείνει ένας θρύλος, ένα σύμβολο του αντιαποικιοκρατικού αγώνα αφού (κατά τον Λιόσα): «Ηταν ο πρώτος που επιτέθηκε στα στερεότυπα των αυτοκρατοριών του τέλους του 19ου αιώνα που διακήρρυταν ότι ο αποικισμός φέρνει τα φώτα του πολιτισμού», μετατρέπεται σε «καταραμένο» και «αποσυνάγωγο της κοινωνίας». Αυτή η αντίφαση, η ανθρώπινη και τόσο αντιηρωική, μας δίνει ένα χαρακτήρα (που στην πραγματικότητα θα’θελε να ήταν ο Yeats αλλά κατέληξε να εκφωνεί πύρινους λόγους στα στρατόπεδα Ιρλανδών αιχμαλώτων πολέμου στο Βερολίνο αποδοκιμαζόμενος και λοιδωρούμενος), ολοζώντανο και πανανθρώπινο που μάχεται για τις οικουμενικές αξίες με αιτήματα που παραμένουν στην επικαιρότητα μετά από τόσα χρόνια.

Ο Λιόσα στο πιο αγγλοσαξωνικό από όλα τα βιβλία του, αμφισβητεί την αυθεντικότητα των περιγραφών στα «Μαύρα Ημερολόγια» (αποσπάσματα των οποίων παραθέτει στο βιβλίο) – θεωρεί ότι πολλά από τα γραφόμενα είναι αποκυήματα της φαντασίας, ενός σεξουαλικού παραληρήματος, του Κέισμεντ που μέσα από τις σελίδες του μεγάλου συγγραφέα παρουσιάζεται τόσο αφελής όσο και ικανότατος, τόσο ρομαντικός όσο και υλιστής, που από ένα γύρισμα της τύχης, από μια λάθος ζαριά καταδικάστηκε και διαπομπεύτηκε όσο κανένας άλλος στον καιρό του. Ίσως μόνο η λογοτεχνία μπορεί (έστω και με ελλείψεις) να αποδώσει την μυθιστορηματική μορφή αυτού του αμφιλεγόμενου και αινιγματικού ανθρώπου, ίσως του πιο «συμπαθούς» και «ανθρώπινου» απ’όλους τους «προδότες» της παγκόσμιας ιστορίας.

«…’Ενας ήρωας και μάρτυρας δεν είναι ούτε ένα αφηρημένο πρότυπο ούτε υπόδειγμα τελειότητας, αλλά ένα ανθρώπινο ον, φτιαγμένο από αντιφάσεις και αντιθέσεις, αδυναμίες και μεγαλείο, αφού ένας άνθρωπος, όπως έγραψε ο Χοσέ Ενρίκε Ροδό, «είναι πολλοί άνθρωποι», πράγμα που σημαίνει ότι άγγελοι και δαίμονες συνυφαίνονται αδιάρρηκτα στην προσωπικότητά του.»