Τρίτη, Αυγούστου 31, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 31, 2021 | Permalink
Von Keyserling "Κύματα"
Αμετάφραστη μέχρι τώρα στην Ελλάδα, η νουβέλα «ΚΥΜΑΤΑ» («Wellen»), του Γερμανού συγγραφέα Eduard Von Keyserling (Κουρλάνδη, 1855 – Μόναχο, 1911), εκδόθηκε από δύο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους τα τελευταία χρόνια, σε μια ακόμα εντυπωσιακή «ταύτιση συμφερόντων» που δεν ωφελούν κανέναν. Τέλος πάντων, οι δύο εκδόσεις της εξαιρετικής και χαρακτηριστικής για το ύφος του άγνωστού μας (αλλά πολυγραφότατου) κλασσικού συγγραφέα, ήταν χρονολογικά, πρώτα από τις εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση του Αλέξ. Κυπριώτη (σελ. 242) , και η δεύτερη από τις νέες (και πολύ ελπιδοφόρες) εκδόσεις Loggia (την οποία και διάβασα και το κείμενο στηρίχτηκε σε αυτήν), σε (ωραία) μετάφραση (και επίμετρο) της Αναστ. Χατζηγιαννίδη (σελ.213).


Ο φον Κάιζερλινγκ ήταν ένας αριστοκράτης της εποχής. Καταγόταν από αυτές τις παλιές Γερμανικές οικογένειες γαιοκτημόνων, που κατοικούσαν στις εσχατιές των ευμετάβλητων συνόρων της Ανατολικής Πρωσίας. Σήμερα η περιοχή, που γεννήθηκε ο συγγραφέας, ανήκει στη Λετονία, ενώ ο ίδιος την είχε εγκαταλείψει οριστικά στο τέλος του 19ου αιώνα για να ζήσει στο Μόναχο, με τις αδελφές του. Τα «Κύματα» εκδόθηκαν το 1911, όταν ο φον Κάιζερλινγκ,ήταν πλέον τελείως τυφλός – τα κείμενά του τα υπαγόρευε από τις αρχές του αιώνα στις αδελφές του και αυτή η περίοδος θεωρείται η καλύτερη στο έργο του.
 
Σε ένα ψαροχώρι της Βαλτικής, που αποτελεί και παραθεριστικό θέρετρο, εκτυλίσσεται η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Η σύζυγος του στρατηγού Φον Πάλικο είχε νοικιάσει μια βίλλα για το καλοκαίρι για να συγκεντρώσει όλη την οικογένειά της και κυρίως την κόρη της, την βαρόνη Φον Μπούτλαιρ μαζί με τα παιδιά της, δύο 18χρονα κορίτσια και ένα μικρότερο αγόρι. Μάλιστα η μια κόρη, η Λόλο είχε μόλις αρραβωνιαστεί με έναν Ουσάρο ανθυπολοχαγό, ο οποίος θα πήγαινε κι εκείνος εκεί, ενώ αναμενόταν κι ο βαρόνος Φον Μπούτλαιρ.
 

Η αριστοκρατική όμως οικογένεια, δεν πρόκειται να περάσει ανέμελα τις προγραμματισμένες διακοπές της στη θάλασσα. Ο λόγος είναι ότι στο ίδιο μέρος, βρίσκεται η (πρώην) κόμησσα Ντοραλίς Κένε-Γιάσκι που έχει εγκαταλείψει τον ηλικιωμένο σύζυγό της για τα μάτια του ζωγράφου Χανς Γκριλ. Το ερωτευμένο ζευγάρι, που μόλις έχει παντρευτεί, έχει νοικιάσει ένα μικρό σπίτι και ο ζωγράφος περνάει τις ώρες του στην παραλία ασχολούμενος με την τέχνη του, και κάθε απόβραδο, βολτάρει στην παραλία με την εντυπωσιακά όμορφη Ντοραλίς σκανδαλίζοντας τους κατοίκους της βίλλας. Στο ίδιο μέρος, παραθερίζει και ο ιδιόρρυθμος συνταξιούχος μυστικοσύμβουλος Κνοσπέλιους, ένας μικρόσωμος καμπούρης άνδρας, που είναι συνεχώς παρών, αναζητώντας συνομιλητές, λες και δεν αποσύρεται να ξεκουραστεί ποτέ, σχολιάζοντας και γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα.
 
«Νεύρα. Ένας αρραβώνας είναι πάντα κάτι βίαιο. Ένα κορίτσι μεγαλωμένο με αυστηρές αρχές, που δεν του επιτρέπεται ούτε ένα μυθιστόρημα να διαβάσει, μια ωραία πρωία παραδίδεται σε έναν ανθυπολοχαγό. Μάθε την αγάπη, λένε. Ναι, όμως αυτό στην ψυχή μιας τέτοιας μικρής εσώκλειστης κολομπίνας ενίοτε μπορεί να προκαλέσει περίεργες επιπλοκές.»


 
Η μακριά και ελκυστική παραλία είναι το σημείο συνάντησης για τους ανθρώπους της πόλης. Η θάλασσα τους ελκύει, τους γοητεύει, τους τρομάζει, τους απωθεί. Η θάλασσα είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, παίρνει μαζί της τους ψαράδες που βγαίνουν στ’ ανοιχτά αψηφώντας την κακοκαιρία που έρχεται, δίνει τροφή στις φτωχές οικογένειες που μένουν μόνιμα στο ψαροχώρι, ηρεμεί τα νεύρα και τις εντάσεις στους κολυμβητές που δεν διστάζουν να δοκιμάσουν τα κρύα νερά της, ενώ είναι και τόπος χαράς και παιχνιδιού για τα νεότερα μέλη της οικογένειας του στρατηγού.
Η πολυπληθής αριστοκρατική οικογένεια, από τη μια, έχει αναστατωθεί με την εικόνα του ζευγαριού, από την άλλη, οι «καλοί τους τρόποι» τους υποχρεώνουν να ανταλλάσσουν μαζί τους μερικές κουβέντες, ενώ οι δύο ερωτευμένοι, φανερά αμήχανοι μπροστά σε όλη αυτή την κοσμοσυρροή προσπαθούν να κινούνται διακριτικά αν και η όλη ιστορία με την εγκατάλειψη του κόμη από την Ντοραλίς βαραίνει επάνω τους και τους υποχρεώνει να έχουν ένα απολογητικό ύφος στις κουβέντες τους.
 
Αναμφίβολα όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από την πανέμορφη Ντοραλίς, την πέτρα του σκανδάλου. Οι άνδρες την ερωτεύονται, οι νεαρές κοπέλες δεν μπορούν να πάρουν τα μάτια από πάνω της σαν να βλέπουν μια σειρήνα. Όλοι την κατασκοπεύουν, προσέχουν κάθε κίνησή της, κάθε βλέμμα, ακούν με προσοχή όχι μόνο τα λόγια της, αλλά και ότι τους μεταφέρει ο πανταχού παρών Κνοσπέλιους. Η Ντοραλίς όμως υποφέρει από την μοναξιά, κουβαλάει τις ενοχές της πράξης της, το βάρος της ομορφιάς της, την αδυναμία κατανόησης των ενεργειών του Χανς, που αδυνατώντας να «πιάσει», να «κατανοήσει» την θάλασσα, που πάντα ατίθαση αντιστέκεται στην απεικόνισή της, είναι μόνιμα εκνευρισμένος και τελείως έξω από τα νερά του. Προσπαθεί να έρθει «πιο κοντά της» βγαίνοντας τις νύχτες με τους ψαράδες και τις βάρκες τους, ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι «υπνωτισμένοι» από την ομορφιά της Ντοραλίς, προσπαθούν ο καθένας με τον δικό του τρόπο να προσεγγίσουν την εκθαμβωτική ομορφιά της.
 
«Διαυγές και πράσινο. Διαυγές είναι κι ένα κομμάτι γυαλί, πράσινο μπορεί να είναι κι ένα κομμάτι ύφασμα. Όχι, δεν έχει γίνει ακόμη θάλασσα. Η θάλασσα πρέπει να σκιτσαριστεί, βλέπεις, μόνο η γραμμή έχει κίνηση και ζωή. Μπορώ να ζωγραφίσω το γαλάζιο σου φόρεμα, τίποτα πιο εύκολο, όμως να το ζωγραφίσω έτσι ώστε να βλέπουν όλοι ότι μέσα του, κάτω από το γαλάζιο, βρίσκεσαι εσύ, αυτό είναι τέχνη. Το ίδιο και μέσα στη θάλασσα, κάτω από το διαυγές και το πράσινο υπάρχει κάτι που ζει και κινείται, και αυτό ακριβώς είναι η θάλασσα.»


 
Ακόμα κι ο τίτλος του βιβλίου «Κύματα», που παραπέμπει στην θάλασσα και την κίνηση των νερών, σύμβολο της ζωής που έρχεται και φεύγει, δείχνει εμφαντικά ότι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η θάλασσα της Βαλτικής. Η παραλία είναι μια σκηνή, ένας ζωντανός πίνακας, όπου οι χαρακτήρες περπατάνε και συνομιλούν, εμφανίζονται και εξαφανίζονται, αλλά η θάλασσα παραμένει εκεί, να τους δεχτεί στην αγκαλιά της ή να τους πάρει μαζί της, λειτουργώντας καταλυτικά στην εξέλιξη των γεγονότων.
 
Χαμηλότονο και χωρίς εντάσεις και δράση, αλλά ιδιαίτερα ζωντανό και καίριο, παρά την ηλικία του, το μικρό μυθιστόρημα του Κάιζερλινγκ, είναι ένα βιβλίο – πίνακας, ένα ιμπρεσιονιστικό έργο που εστιάζει στα συναισθήματα και στις λεπτές εντάσεις, στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του. Οι περιγραφές είναι εκπληκτικές αλλά εκείνο που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη είναι οι συζητήσεις για τις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, για την ψυχολογία των χαρακτήρων, την βαθιά κι ενδελεχή προσέγγιση στα θέματα της μοναξιάς, του έρωτα, των ενοχών, την αναζήτηση της ηρεμίας και της ευτυχίας. Οι διάλογοι είναι αφοπλιστικοί, ο τρόπος γραφής εκλεπτυσμένος και γεμάτος με ειρωνεία και χιούμορ, ενώ το γενικότερο ύφος θυμίζει τον μεγάλο Γερμανό συγγραφέα της εποχής, τον Theodore Fontane.
 
Τα «Κύματα» με τα χρόνια, έγιναν το δημοφιλέστερο βιβλίο του Φον Κάιζερλινγκ. Ο Τόμας Μαν και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ήταν φανατικοί θαυμαστές του. Ο συγγραφέας (όπως αναφέρει στο εξαιρετικό της επίμετρο η μεταφράστρια) λησμονήθηκε εντελώς μέχρι την δεκαετία του ’90 όταν «ανακαλύφθηκε ξανά» δημιουργώντας αίσθηση, χαρακτηριζόμενος πλέον ως «πεζογράφος του ιμπρεσιονισμού». Όπως αναφέρει και ο Herman Hesse ο Κάιζερλινγκ , «έχει την ικανότητα να περιγράφει ένα απόγευμα καλοκαιριού με τέτοιον τρόπο, ώστε μέσα στη λάβρα του και μέσα στο μούχρωμα έχει κανείς την αίσθηση μιας ολόκληρης ζωής»
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2021 | Permalink
"Ένας διαφορετικός τυμπανιστής"
«Δεν υπάρχει πρόβλημα με τους νέγρους στην Αμερική. Το φυλετικό πρόβλημα στην Αμερική είναι πρόβλημα των λευκών.» (Lerone Bennett Jr.)
 
Φαίνεται ότι οι περιπτώσεις των John Williams, με το «Στόουνερ», και της Lucia Berlin, με το «Οδηγίεςγια οικιακές βοηθούς» δεν είναι οι μόνες στην Αμερικανική λογοτεχνία (υποθέτω ότι θα υπάρξουν κι άλλες), όπου «ξεχασμένα» σπουδαία λογοτεχνικά έργα, επανεκδίδονται χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους και ταρακουνούν το αναγνωστικό κοινό. Ίσως, βρισκόμαστε μπροστά σε περιπτώσεις, όπου το περίφημο timing, η κατάλληλη χρονική συγκυρία, έρχεται μετά από δεκαετίες, αποδίδοντας δικαιοσύνη στην Λογοτεχνική Ιστορία.
 
Μια τέτοια (πολύ τρανταχτή) περίπτωση, είναι αυτή του Αφροαμερικανού συγγραφέα William Melvin Kelley (Νέα Υόρκη 1937 - 1979), που το 1962, σε ηλικία 24-25 ετών, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ» («A different drummer») και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, συγκρινόμενος με τους γίγαντες της Αμερικανικής λογοτεχνίας (W. Faulkner, J. Baldwin, Fl. OConor) αλλά γρήγορα ξεχάστηκε και παρά την κυκλοφορία ακόμα τεσσάρων βιβλίων του, το όνομά του δεν ακουγόταν πλέον.
 
Ένα γύρισμα όμως της τύχης, συνετέλεσε στο να έρθει ξανά ο Kelley στην επικαιρότητα. Η δημοσιογράφος του New Yorker, Kathryn Schulz, στις διακοπές της, «έπεσε» πάνω σε ένα μεταχειρισμένο βιβλίο με μια αφιέρωση στον Kelley, θυμήθηκε το όνομά του, έψαξε, και διάβασε για πρώτη φορά τον «Διαφορετικό τυμπανιστή» φέρνοντας το βιβλίο πάλι στην επικαιρότητα, συστήνοντας ξανά σε ένα νέο και ευρύτερο κοινό, ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τον Αμερικάνικο Νότο, γεμάτο φαντασία και ευρηματικότητα. Ευτυχώς για τους Έλληνες αναγνώστες, οι εκδόσεις Μεταίχμιο, αντιλήφθηκαν την αξία του βιβλίου και εξέδωσαν το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής», σε μετάφραση του Γ.Ι.Μπαμπασάκη, με πρόλογο το άρθρο της Kathryn Schulz για την ανακάλυψη του ξεχασμένου συγγραφέα και επίλογο της Jessica Kelley (σελ.325).
 

Ο τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται, από τον «Walden» του Henry David Thoreau : «Εάν κάποιος δε συντονίζει το βήμα του με το βήμα των συντρόφων του, αυτό ίσως οφείλεται στο ότι ακολουθεί έναν διαφορετικό τυμπανιστή. Ας προχωρά με το ρυθμό της μουσικής που αντιλαμβάνεται ο ίδιος, όποιο κι αν είναι το τέμπο της, όσο μακρινή κι αν ακούγεται.» (μετάφρ. Β.Αθανασιάδης)
 
Ο «διαφορετικός τυμπανιστής» του τίτλου, είναι ο αφροαμερικανός Τάκερ Κάλιμπαν, που γεννήθηκε και ζει στο Σάτον, μια επινοημένη πόλη του αμερικανικού νότου, ανάμεσα στις πολιτείες του Μισισίπι και της Αλαμπάμα. Βρισκόμαστε στο 1957 και ένα πρωί, οι λευκοί κάτοικοι της μικρής πόλης μαθαίνουν ότι, ο Τάκερ ραντίζει με αλάτι όλο το κτήμα που μόλις έχει αγοράσει, σκοτώνει τα ζώα του, διαλύει την επίπλωση του σπιτιού και μετά του βάζει φωτιά. Οι λευκοί παρακολουθούν άφωνοι, την οικογένεια του Τάκερ, να μπαίνει στο αυτοκίνητό τους και να φεύγουν με τις βαλίτσες τους.
 
«Άνοιξε η πόρτα κι ο Τάκερ βγήκε στην αυλή κουβαλώντας στο ένα χέρι ένα τσεκούρι και στο άλλο ένα ντουφέκι. Τ’ ακούμπησε και τα δύο στον φράχτη του μαντριού και χάθηκε πίσω απ’ το σπίτι. Όταν ξαναγύρισε, οδηγούσε τ’ άλογό του, ένα γέρικο γκρίζο ζωντανό που χώλαινε λιγάκι, και μια γελάδα στο χρώμα του φρεσκοκομμένου ξύλου. Πήγε στο μαντρί, άνοιξε την πόρτα κι έμεινα να κοιτάζει για λίγο τα δυο ζωντανά, χαϊδεύοντας πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο. Ο Χάρι τον είδε να στέκεται πιο στητός και ν’ αναστενάζει, μετά να τραβάει τα ζωντανά μες στο μαντρί, να κλείνει την πόρτα, να σκαρφαλώνει και να κάθεται στον φράχτη με το ντουφέκι απιθωμένο στα γόνατά του.
Πυροβόλησε τ’ άλογο στο κεφάλι, μόλις πίσω από τ’ αυτί, και αίμα κολλώδες κύλησε στον λαιμό του καις το αριστερό μπροστινό πόδι του. Το άλογο στάθηκε ορθό δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα, με τα βλέφαρά του να τσιτώνουν πάνω απ’ τα γουρλωμένα μάτια του, κι ύστερα έκανε ένα τυφλό βήμα και σωριάστηκε. Η γελάδα, που οσφράνθηκε θάνατο και αίμα, έτρεξε μ’ όλη της τη δύναμη μες στο μαντρί, με τα μαστάρια της να ταλαντεύονται βίαια. Όταν χτυπήθηκε κι αυτή απ’ τη σφαίρα, συνέχισε να κινείται ώσπου κοπάνησε στον φράχτη, τινάχτηκε προς τα πίσω, στράφηκε στον Τάκερ με την απορημένη έκφραση μιας γυναίκας που την χαστούκισαν δίχως προφανή λόγο, έβγαλε ένα μουγκανητό και κατέρρευσε. Ο Τάκερ κατέβηκε απ’ τον φράχτη και κοίταξε τα σκοτωμένα ζώα.»
 
Τις επόμενες ημέρες, όλοι οι μαύροι κάτοικοι της περιοχής εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, και τις εργασίες τους, με κάθε δυνατό τρόπο. Γεμίζουν τα λεωφορεία, περιμένοντας υπομονετικά στις στάσεις, συνωστίζονται στον κοντινότερο σταθμό τρένου πηγαίνοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι λευκοί συζητούν για το φαινόμενο, χωρίς να καταλαβαίνουν τι γίνεται, ψάχνοντας απαντήσεις χωρίς αποτέλεσμα.
 
Η βιβλικού τύπου «Έξοδος» ουσιαστικά αποτελεί το κεντρικό σημείο του μυθιστορήματος. Ότι προηγείται ή ακολουθεί, ουσιαστικά συμπληρώνει με ιδιαίτερα ελλειπτικό τρόπο το αίνιγμα της αποχώρησης των αφροαμερικανών. Οι λευκοί τελείως μπερδεμένοι παρακολουθούν, έναν μαύρο ιεροκήρυκα με πολυτελές αυτοκίνητο να πηγαινοέρχεται ψάχνοντας κι αυτός να καταλάβει τι συνέβη, ενώ το νέο έχει πέσει σαν κεραυνός και στα νεότερα μέλη της οικογένειας Γουίλσον που πούλησαν το κτήμα στον Τάκερ.
 
Η πόλη του Σάτον κτίστηκε τον 19ο αιώνα, έχοντας ως επίκεντρο τις τεράστιες εκτάσεις που κατείχε ο Στρατηγός Ντιούι Γουίλσον, ο οποίος βάφτισε τον θηριώδη Αφρικανό σκλάβο που είχε στην κατοχή του, Κάλιμπαν, και έτσι όλοι οι απόγονοι αυτού, εργάζονταν στα κτήματα του, μέχρι τον Τάκερ που δεν δούλευε στη γη, αλλά ήταν ο οδηγός της οικογένειας. Η νεότερη γενιά των Γουίλσον, ο Ντέιβιντ Γουίλσον, αρκετά πιο προοδευτικοί ασχολούντο με τα προβλήματα των αφροαμερικανών, δεν τους φέρονταν σκληρά, ενώ ο μικρός Τάκερ αποτελούσε την συμπάθεια της Καμίλ Γουίλσον (συζύγου του Ντέιβιντ). Όταν ο Τάκερ απαίτησε ουσιαστικά να του πουλήσουν το κομμάτι γης, οι Γουίλσον δεν θεώρησαν παράλογη την απαίτησή του, το είδαν ως σημείο των καιρών. Τώρα κι αυτοί προσπαθούν να καταλάβουν τι έγινε!
 
« «Μία και μοναδική ευκαιρία έχεις στη ζωή σου: όταν μπορείς κι όταν το νιώθεις. Όταν κάτι απ’ αυτά λείπει, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις. Αν μπορείς να το κάνεις αλλά δεν νιώθεις ότι το θέλεις, γιατί να το κάνεις; Κι αν νιώθεις ότι το θέλεις αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα, απλώς κοπανάς το κεφάλι σου σ’ ένα αμάξι που τρέχει με εκατό μίλια την ώρα. Δεν έχει νόημα να το σκέφτεσαι αν δεν τα έχεις και τα δύο. Κι αν ΕΙΧΕΣ και τα δύο και δεν το έκανες, καλύτερα ξέχασέ το μια και καλή. Η ευκαιρία σου χάθηκε για πάντα».»
 

Στο βιβλίο, αφηγητές της ιστορίας είναι οι λευκοί. Ευρισκόμενοι σε μια μεγάλη κλίμακα, από ρατσιστές μπουρτζόβλαχους μέχρι αυτούς με κάποια κοινωνική ευαισθησία, οι κάτοικοι του τόπου, συζητούν μεταξύ τους, προσπαθούν με μικρή ή μεγάλη δόση ρατσισμού στις κουβέντες τους, να εξηγήσουν, αφηγούμενοι ουσιαστικά την ιστορία του τόπου. Ένας από τους κεντρικότερους αφηγητές είναι το μικρό αγόρι, που αποκαλείται «Κύριος Λίλαντ», που αντιλαμβάνεται ότι κάτι συνταρακτικό γίνεται στην περιοχή του και κατανοεί τα γεγονότα, ερχόμενο σε αντίθεση με τους φανατικούς ρατσιστές της περιοχής, όπως ο Μπόμπι Τζο, που είναι πάντα έτοιμοι να εκτραπούν.
 
Η αφήγηση της ιστορίας από τους λευκούς, ξαφνιάζει τον αναγνώστη, διότι ουσιαστικά η δράση συμβαίνει από τους αφροαμερικανούς. Με αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας τονίζει την «τυφλότητα» και την αφέλεια των λευκών, που αδυνατούν να αντιληφθούν όχι μόνο, την επίδραση που ασκούν οι μαύροι στην καθημερινότητά τους, αλλά και την δυνατότητά τους για ανεξάρτητη σκέψη και για αυτόνομες ενέργειες.
 
Ακολουθώντας την τεχνική του «μυθιστορήματος μαθητείας» (χωρίς το βιβλίο να ανήκει σε αυτή την κατηγορία), ο Kelley, μας παρουσιάζει τον κεντρικό του ήρωα, Τάκερ Κάλιμπαν – για τον οποίο μόνο μαθαίνουμε από τις αφηγήσεις τρίτων -, να συνειδητοποιείται, να αφυπνίζεται, και με την αυθόρμητη και βίαιη πράξη του, να τονίζει την «απελευθέρωσή του» από όλα αυτά που τον κρατούσαν «αλυσοδεμένο», από όλα αυτά που ήταν συνδεδεμένος συναισθηματικά, ψυχολογικά, επαγγελματικά. Να φεύγει μακριά, πραγματικά ελεύθερος πλέον, κάτι που δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν οι πρώτοι πρόγονοί του που ήρθαν στην Αμερική και πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
 
Δομημένο σε 11 κεφάλαια, που όλα έχουν διαφορετικό αφηγητή, το βιβλίο είναι απλά συγκλονιστικό. Πολυφωνικό και με στοιχεία αρχαίας τραγωδίας, ακολουθώντας το «Φωκνερικό» στυλ αφήγησης, με τις φωνές των κατοίκων, να εναλλάσσονται, ο ευφυέστατος συγγραφέας δεν σχολιάζει, δεν ηθικολογεί, δεν βγάζει συμπεράσματα, δεν δίνει απαντήσεις. Αφήνει τον αναγνώστη του, να κατανοήσει τα γεγονότα, να εισχωρήσει στην καρδιά της ιστορίας και να σκεφτεί – έτσι κι αλλιώς υπάρχει πολλή τροφή για σκέψη σε ότι διαδραματίζεται στο βιβλίο. Το δραματικό φινάλε του μυθιστορήματος, θα έρθει «φυσιολογικά», αλλά και πάλι θα σοκάρει με την βιαιότητά του, τονίζοντας και υπενθυμίζοντας τι έχει γίνει στο παρελθόν και τι θα γίνει στο μέλλον, σε μια ιστορία που δεν έχει τέλος.
 
Το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, που παρότι έχει γραφτεί πριν από 60 χρόνια, παραμένει πολύ σύγχρονο, πολύ καίριο, πολύ ζωντανό. Είναι ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί με θαυμαστό τρόπο μεταξύ μαύρου χιούμορ και δράματος, και μιλάει για τον ρατσισμό με την ίδια δύναμη που έχουν τα βιβλία του James Baldwin, μιλάει για την άγνοια που προέρχεται από τον φόβο για ότι δεν καταλαβαίνουμε, μιλάει για τον βαθύ διχασμό μιας χώρας. Η ανάγνωσή του είναι επιβεβλημένη για όποιον αγαπάει την καλή λογοτεχνία, που δονεί και συγκινεί και ταυτόχρονα προβληματίζει.
 
Βαθμολογία 88 / 100


 
Σάββατο, Αυγούστου 14, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Αυγούστου 14, 2021 | Permalink
Σβήνονται οι αναμνήσεις; ("Η αστυνομία της μνήμης")
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι δυστοπίες θεωρούντο ότι, περιέγραφαν καταστάσεις γκροτέσκες και αρκετά εξωπραγματικές. Με όσα συμβαίνουν τα δύο τελευταία χρόνια στον πλανήτη, ο όρος «δυστοπία», τουλάχιστον στη λογοτεχνία, αγγίζει περισσότερο τον ρεαλισμό παρά την Επιστημονική Φαντασία.
Μια περίπτωση βιβλίου που έχει καταταχθεί στις δυστοπίες αλλά περισσότερο «φλερτάρει» με άλλα λογοτεχνικά είδη, έχουμε με το γραμμένο πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια (το 1994), νεανικό μυθιστόρημα της Γιαπωνέζας συγγραφέως Yoko Ogawa (1962, Okayama), «Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» («Hisoyaka na Kessho»). Εξάλλου ποιο βιβλίο της περίφημης συγγραφέως μπορεί να καταταχθεί κάπου;


 
Η Ογκάουα, είναι μια (ιδιαίτερα δημοφιλής στο βιβλιοφιλικό κοινό) συγγραφέας, που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε να μεταφράζεται έργο της στη χώρα μας, επανέρχεται στα καθ’ ημάς με ένα βιβλίο της, που άργησε πολύ να μεταφραστεί στη Δύση – παρότι είναι από τα πλέον mainstream – που έχει γράψει η εξαιρετική συγγραφέας, ενώ βραβεύτηκε με το American Book Award του 2020. "Η αστυνομία της μνήμης", άργησε να έρθει και στην χώρα μας, όπου κυκλοφόρησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση (από τα Αγγλικά) της Χίλντας Παπαδημητρίου (σελ.372).
 
Μοτίβα που γνωρίζουμε από άλλα μυθιστορήματα ή διηγήματα της Ογκάουα, που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, επανέρχονται και στην «Αστυνομία της Μνήμης». Η γκροτέσκα ατμόσφαιρα που τοποθετείται μεταξύ ονείρου (ή εφιάλτη) και οι ασυνήθιστες καταστάσεις. Ο εγκλεισμός, η καταπίεση της εξουσίας, η έμφαση στις λεπτομέρειες, η γυναικεία (και όχι μόνο) αποξένωση, το σώμα, η πατριαρχική κοινωνία, το ψυχολογικό υπόβαθρο. Όλα αυτά και άλλα πολλά που συναντάμε στο έργο της Ογκάουα βρίσκονται και σε αυτό το φαινομενικά απλό (στη σύνθεσή του) μυθιστόρημα.
 
« «Δε νιώθω σαν να μου έχουν ξεριζώσει τις αναμνήσεις. Ακόμα κι όταν ξεθυμάνουν, κάτι παραμένει. Σαν σποράκια που ίσως βλαστήσουν ξανά όταν πέσει η βροχή. Ακόμα κι αν μια ανάμνηση εξαφανιστεί τελείως, η καρδιά διατηρεί κάτι. Ένα ελαφρύ ρίγος ή πόνο, μια στάλα χαράς, ένα δάκρυ».»
 

Σε ένα νησί χωρίς όνομα διάφορα πράγματα εδώ και 15 χρόνια, εξαφανίζονται σταδιακά. Η εξουσία του νησιού ανήκει στην Αστυνομία της Μνήμης, που αποφασίζει ποια πράγματα θα εξαφανιστούν και πότε. Όποιος δεν υπακούσει και κρατήσει κρυμμένα τα «απαγορευμένα» αντικείμενα ή οτιδήποτε άλλο, όποιος δεν τα ξεχάσει για πάντα, συλλαμβάνεται με απρόσμενες συνέπειες. Όταν το αντικείμενο που αποφασίζεται να χαθεί, είναι υλικό, τα ενθύμια συγκεντρώνονται και καίγονται σε μια μεγάλη φωτιά ή πετιούνται στο ποτάμι. Οι άνθρωποι στενοχωριούνται για λίγο, αλλά μετά το ξεχνάνε και η ζωή τους συνεχίζεται.
 
Η ανώνυμη αφηγήτρια της ιστορίας, είναι μια συγγραφέας που είδε την γλύπτρια μητέρα της, να συλλαμβάνεται και να εξαφανίζεται. Η μητέρα της είχε συγκεντρώσει ενθύμια από τα πράγματα που εξαφανίστηκαν. Ένα μπουκάλι με άρωμα, ένα γραμματόσημο, μια κορδέλα αλλά το κυριότερο διατηρούσε τις αναμνήσεις τους, τις μυρωδιές τους, την υφή τους. Ο πατέρας της ορνιθολόγος στο επάγγελμα, πέθανε κι αυτός, λίγο αργότερα χάθηκαν και τα πουλιά. Η συγγραφέας προσπαθεί να διατηρήσει πράγματα χαμένα στη μνήμη της, αλλά αποδεικνύεται σχεδόν αδύνατο, όλα είναι ρευστά, θολά σαν να έχει μπλοκάρει το μυαλό της.
 

«… «Μπορεί να νομίζεις ότι οι αναμνήσεις χάνονται κάθε φορά που συμβαίνει μια εξαφάνιση, αλλά δεν είναι αλήθεια. Επιπλέουν σε μια λιμνούλα όπου δεν φτάνει ποτέ το φως του ήλιου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βουτήξεις το χέρι σου μέσα και σίγουρα θα βρεις κάτι. Κάτι που θα επαναφέρεις στο φως. Πρέπει να προσπαθήσεις».»
 
Ο μοναδικός άνθρωπος που διατηρεί τη μνήμη του, σαν την νεκρή μητέρα της, είναι ο επιμελητής των βιβλίων της, ένας νέος άνδρας, ο Ρ! Ενώ όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαφανίζονται ή το σκάνε για το εσωτερικό του νησιού ή για κρυμμένα καταφύγια, η αφηγήτρια αποφασίζει να κρύψει τον Ρ. σε ένα μυστικό και καλά προφυλαγμένο δωμάτιο του απομακρυσμένου σπιτιού της. Σε αυτό το εγχείρημα την βοηθάει ένας γέρος, ο μοναδικός άνθρωπος που την γνωρίζει από παλιά. Με τον Ρ. δουλεύουν το βιβλίο που γράφει (και υπάρχει σαν παράλληλη αφήγηση στο μυθιστόρημα), μιλάνε για πράγματα που έχουν οριστικά χαθεί, όπως τα εισιτήρια των μέσων μεταφοράς, τα μουσικά κουτιά, ενώ τα πράγματα που έχει φυλάξει η μητέρα της μέσα σε μικρά γλυπτά, βοηθάνε στην διατήρηση της μνήμης.
 
Πράγματα συνεχίζουν να εξαφανίζονται σε καθημερινή βάση. Τα τριαντάφυλλα, τα ψάρια, τα ψαλίδια. Οι κάτοικοι του νησιού βυθισμένοι στην απάθειά τους, δεν μιλάνε πια γι’ αυτά και μετά από λίγες ημέρες δεν τους απασχολούν πια. Ακόμα και η απόφαση να κλείσει τον Ρ σε αυτό το δωμάτιο και να μιλάνε για το βιβλίο που γράφει ή για τα πράγματα που έχουν χαθεί, δεν έχει τίποτα το ηρωικό, είναι μια πράξη παθητικότητας, είναι μια κίνηση απελπισίας. Κάποια στιγμή θα απαγορευτούν και τα βιβλία, η μεγάλη φωτιά της κεντρικής πλατείας θα καίει για ώρες, ενώ μετά ακολουθούν τα ανθρώπινα μέλη. Μένει ο φόβος για τους ανθρώπους με τις βαθυπράσινες στολές που εισβάλλουν σε σπίτια, σέρνουν ανθρώπους που αργότερα εξαφανίζονται, επιβάλλουν τους νόμους τους.
 
«…«Πρώτιστο καθήκον μας εδώ είναι να φροντίζουμε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στη διαδικασία και οι άχρηστες αναμνήσεις να εξαφανίζονται γρήγορα κι εύκολα. Είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσεις πως δεν έχει νόημα να τις κρατάμε. Όταν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σου μολυνθεί από γάγγραινα, το κόβεις όσο πιο σύντομα μπορείς. Αν δεν κάνεις τίποτα, στο τέλος θα χάσεις ολόκληρο το πόδι. Η θεμελιώδης αρχή είναι η ίδια. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν μπορείς να πιάσεις ή να δεις τις αναμνήσεις, δεν μπορείς να μπεις στις καρδιές όπου φυλάσσονται. Ο καθένας από μάς τις κρατάει κρυφές. Έτσι, μια και ο αντίπαλος είναι αόρατος, αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε τη διαίσθησή μας. Είναι εξαιρετικά λεπτή δουλειά. Προκειμένου να αποκαλύψουμε αυτά τα αόρατα μυστικά, να τα αναλύσουμε, να τα ξεσκαρτάρουμε και να τα ξεφορτωθούμε, πρέπει να δουλεύουμε μυστικά, να προστατευόμαστε. Νομίζω ότι με καταλαβαίνεις».»
 
Η Ογκάουα σε συνεντεύξεις της, τονίζει ότι πηγή έμπνευσης στο μυθιστόρημά της, ήταν «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», αυτή η σπαρακτική αληθινή ιστορία εγκλεισμού του Β παγκοσμίου πολέμου και όντως υπάρχουν στοιχεία στην ιστορία που θυμίζουν ναζιστικές πρακτικές, όπου η εξουσία σβήνει και διαγράφει αναλόγως, εκμεταλλευόμενη τον φόβο που εισέρχεται αργά αλλά σταθερά στον άνθρωπο και τον καθιστά ανίκανο για κάθε αντίδραση μπροστά στη δύναμη του αυταρχισμού.

Περισσότερο «Καφκικό» παρά δυστοπικό, το μυθιστόρημα της Ογκάουα, είναι βαθιά αλληγορικό και ιδιαίτερα ελεγειακό και μελαγχολικό, περιγράφοντας έναν κόσμο που σβήνει σιγά σιγά, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης μπροστά στα παράλογα που συμβαίνουν.
 
Η γνώριμη ατμόσφαιρα της Ογκάουα, καθορίζει τα τεκταινόμενα, με την σημασία στην κάθε λεπτομέρεια, στην κάθε κίνηση, που έχει μεγαλύτερη σημασία από την πλοκή. Είναι ένα σύμπαν που εξετάζεται μέσα από μικροσκόπιο, ένα σύμπαν που συγγενεύει με συγγραφείς του παραλόγου (Μπέκετ, Ιονέσκο) παρά με αυτούς που γνωρίζουμε μέσα από διάσημες και εμβληματικές δυστοπίες (Όργουελ, Χάξλεϊ, Άτγουντ και άλλους). Η Γιαπωνέζα συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται για το τι θα γίνει, ποια μορφή αντίδρασης θα υπάρξει, αλλά για το τι συμβαίνει εδώ και τώρα και αυτό καθιστά το βιβλίο περισσότερο τρομακτικό και αγωνιώδες.
 
Μπορεί κάποιοι από τους χαρακτήρες να είναι «χάρτινοι» και ορισμένοι διάλογοι αφελείς και αδιέξοδοι, ενώ τα περισσότερα ερωτήματα που προκύπτουν μένουν αναπάντητα, αλλά η «Αστυνομία της μνήμης» είναι ένα υπέροχο και κυρίως βαθιά εφιαλτικό βιβλίο που σε στοιχειώνει. Είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο για το τέλος του κόσμου, χωρίς κρότο αλλά με λυγμό, μια αλληγορία για την αναμνήσεις και την μνήμη, την λήθη, την αποξένωση, την εξαφάνιση της ανθρωπιάς και της συντροφικότητας, τον αυταρχισμό και τον παραλογισμό της εξουσίας, την απώλεια και τον θάνατο.
 
« «Υποθέτω ότι οι αναμνήσεις ζουν διάσπαρτες μέσα στο σώμα (…). Αλλά είναι αόρατες, έτσι δεν είναι; Και όσο υπέροχη κι αν είναι η ανάμνηση, εξαφανίζεται αν την αφήσεις στην ησυχία της, αν δεν της δίνεις σημασία. Δεν αφήνουν ίχνη, ούτε απόδειξη ότι κάποτε υπήρξαν».»
 
Βαθμολογία 83 / 100


 
 
 

 
Κυριακή, Αυγούστου 08, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Αυγούστου 08, 2021 | Permalink
"Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις"
«Αν μου πουν πως είναι παράλογο να μιλώ έτσι για κάποιον που ποτέ δεν υπήρξε, θ’ απαντήσω πως ούτε για τη Λισαβόνα έχω αποδείξεις ότι υπήρξε ποτέ, ούτε για μένα που γράφω, ή για οτιδήποτε, όπου κι αν είναι αυτό.» (Φερνάντο Πεσσόα)

Η νέα έκδοση και η καινούργια μετάφραση του «Η ΧΡΟΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΪΣ» («O ano de morte de Ricardo Reis»), του αριστουργήματος, του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998, Πορτογάλου συγγραφέα Jose Saramago (1922, επαρχία Σανταρέμ, Πορτογαλία – 2010 Λανθαρότε, Ισπανία) – (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφρ. Α. Ψυλλιά, σελ. 495), συνιστά ένα από τα εκδοτικά γεγονότα του χειμώνα που πέρασε. Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα και ίσως το καλύτερο μέσα στο πολυδιάστατο και πλούσιο λογοτεχνικό corpus του Πορτογάλου συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα (και ίσως) το απαιτητικότερό του▪ ένα βιβλίο που ουσιαστικά είναι ένας (παιγνιώδης;) διάλογος με τον έτερο μεγάλο (ίσως τον κυριότερο εκπρόσωπο) της σύγχρονης Πορτογαλικής λογοτεχνίας, τον Φερνάντο Πεσσόα και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής σε αυτόν.
 
Ο Ρικάρντο Ρέις, ο ήρωας του βιβλίου του Σαραμάγκου, είναι ένα δημιούργημα του Φερνάντο Πεσσόα (1888 – 1935), του σπουδαίου συγγραφέα και ποιητή. Είναι ένας από τους πολλούς ετερώνυμους χαρακτήρες που δημιούργησε ο Πεσσόα, που τους έδωσε ταυτότητα και αυτονομία, εξέδωσε δε βιβλία με το όνομά τους, ας μη λησμονούμε ότι το μέγιστο έργο του (και ανολοκλήρωτο) το υπέροχο, «Βιβλίο της Ανησυχίας» το υπέγραψε ως Μπερνάρντο Σοάρες. Άλβαρο ντε Κάμπος, Αλμπέρτο Καέιρο, Αντόνιο Μόρα, Φρεντερίκο Ρέις είναι μερικοί από αυτούς (τους πάνω από 70 όπως υπολογίζονται), τους ετερώνυμους με τις ανεξάρτητες οντότητες και ο καθένας τους, με διαφορετικό επάγγελμα, που ο Πεσσόα χρησιμοποιούσε για να γράφει κείμενα και ποιήματα με διαφορετικό ύφος.
 

Ο Ρικάρντο Ρέις, ήταν ένας από τους πιο ολοκληρωμένους ετερώνυμους. Ο Πεσσόα (ο δημιουργός του), τού είχε δώσει την ταυτότητα ενός γιατρού, που γεννήθηκε στο Οπόρτο, το 1887, που μορφώθηκε από τους Ιησουίτες, και ήταν φανατικός διανοούμενος Μοναρχικός. Η ήττα στο Μοναρχικό πραξικόπημα εναντίον της Δημοκρατικής κυβέρνησης το 1919, τον αυτοεξόρισε στην Βραζιλία όπου έγραφε ποιήματα με Επικούρειο ύφος. Ο Πεσσόα δεν πρόλαβε να «πεθάνει» το δημιούργημά του, καθώς απεβίωσε ο ίδιος, το 1935. Μέχρι εδώ είναι τα «ντοκουμέντα» ή τουλάχιστον σταματάει η «Πεσσοϊκή σάγκα», από εδώ και πέρα αρχίζει ο μύθος που δημιούργησε η φαντασία του Ζοζέ Σαραμάγκου!
 
«…οι φράσεις όταν λέγονται, είναι σαν πόρτες, μένουν ανοιχτές, σχεδόν πάντα μπαίνουμε μέσα, αλλά μερικές φορές μένουμε και στεκόμαστε απ’ έξω, περιμένοντας ν’ ανοίξει άλλη πόρτα, να ειπωθεί άλλη φράση, για παράδειγμα αυτή, που να βολεύει…»
 
Το βιβλίο ξεκινάει με την άφιξη στην Λισαβόνα, του Ρικάρντο Ρέις μετά από 16 χρόνια. Είναι το τέλος του 1935 και έχει ενημερωθεί για τον θάνατο του Φερνάντο Πεσσόα λίγο καιρό πριν (στις 30/11/1935). Έχει γυρίσει για να εγκατασταθεί μόνιμα ή είναι απλά η νοσταλγία για την πατρική γη; Εγκαθίσταται σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Μπραγκάνσα γιατί θέλει να είναι κοντά στο ποτάμι και περνάει αρκετές ώρες σ’ αυτό, όταν δεν περιφέρεται στους δρόμους της Λισαβόνας, προσπαθώντας να θυμηθεί τα μέρη, διαπιστώνοντας τις αλλαγές με το πέρασμα τόσων χρόνων, ενώ επισκέπτεται και το νεκροταφείο όπου είναι θαμμένος ο Πεσσόα.
 
Ο χρόνος αλλάζει, έχουμε 1936, η δικτατορία του Σαλαζάρ («Estado Novo»), κυβερνάει εδώ και τρία χρόνια, ο εμφύλιος στην Ισπανία ετοιμάζεται να αρχίσει και ο Χίτλερ έχει πλέον ισχυροποιηθεί στη Γερμανία. Η ασφάλεια παρακολουθεί τον νεοφερμένο στη χώρα και το ομιχλώδες παρελθόν του δεν τον βοηθάει ιδιαίτερα, ενώ οι άσκοπες βόλτες του και οι ελλιπείς εξηγήσεις του στο προσωπικό του ξενοδοχείου για το μέλλον του μπερδεύουν τους πάντες. Είναι όμως κι ο ίδιος ο Ρικάρντο Ρέις σε σύγχυση. Βλέπει τον Πεσσόα μπροστά του, μέσα στο δωμάτιό του, σε ένα καφέ και συζητάνε, διαβάζει τις εφημερίδες, και περπατάει ως flaneur μέσα στη πόλη, χωρίς σκοπό, ψάχνοντας θαρρείς την ταυτότητά του.
 
«Ο άνθρωπος πρέπει να μοχθεί διαρκώς για ν’αξίζει να λέγεται άνθρωπος, είναι όμως λιγότερο κύριος του εαυτού και του πεπρωμένου του απ’όσο νομίζει, ο χρόνος, όχι ο δικός του, θα τον κάνει να μεγαλώσει ή θα τον σβήσει, λόγω άλλων αρετών μερικές φορές, ή διαφορετικά αξιολογημένων, Τι θα γενείς σαν φύγεις στη νύχτα και στου δρόμου το τέλος.»
 
Στο ξενοδοχείο, θα αποκτήσει οικειότητα με τον διευθυντή και το προσωπικό, ενώ θα έχει σεξουαλική σχέση με την Λίντια, την καμαριέρα που του καθαρίζει το δωμάτιο, η οποία φέρει και το όνομα ενός χαρακτήρα από ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του. Η κοπέλα όσο καλύτερα γνωρίζεται με τον ιδιόρρυθμο επισκέπτη, τού αποκαλύπτει τις πολιτικές της ανησυχίες, όπως και του αδελφού της που είναι ναύτης σε ένα από τα πολεμικά πλοία που βρίσκονται έξω από το λιμάνι της πόλης και κάποια στιγμή θα αντιδράσουν στην κυβέρνηση του Σαλαζάρ. Ο Ρέις όμως ερωτεύεται την Μαρσέντα, μια «άπιαστη» γυναίκα, λεπτή και πλούσια, που επισκέπτεται την Λισαβόνα με τον πατέρα της, για μια αβέβαιη θεραπεία του παράλυτου χεριού της. Οι δύο γυναίκες που απασχολούν τον Ρέις, η μια γήινη και η άλλη ένα αερικό, θα αποτελέσουν ένα ακόμα δείγμα του διχασμού που βρίσκεται ο ήρωας του βιβλίου.
 
Ο εσωτερικός λαβύρινθος του Ρικάρντο Ρέις, θα συνεχιστεί ακόμα και μετά την απόφασή του, να εξασκήσει την επιστήμη του, νοικιάζοντας και ένα ωραίο διαμέρισμα που βλέπει το ποτάμι. Το φάντασμα του Πεσσόα θα τον επισκέπτεται όλο και συχνότερα, και μέσα από τον διάλογό τους, διαβάζουμε κομμάτια από έργα του μεγάλου δημιουργού, ενώ πάντα η κατάληξη είναι, ο Ρέις να βρίσκεται σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και διχασμό προσωπικότητας, ο οποίος ενισχύεται και από την ανάγνωση ενός φανταστικού βιβλίου, του «Ο θεός του Λαβύρινθου» του ανύπαρκτου συγγραφέα Χέρμπερτ Κουέιν, που οραματίστηκε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Το ονειρικό πλαίσιο μιας διαφορετικής αναζήτησης ταυτότητας, που κυριαρχεί στην αφήγηση του Σαραμάγκου, «προσγειώνεται ανώμαλα» με το πολιτικό γίγνεσθαι, τις επισκέψεις της Ασφάλειας στο σπίτι του «ύποπτου» Ρέις, και τα πολιτικά γεγονότα που ακολουθούν την εξέγερση του στρατού στην Ισπανία και του εμφυλίου που έχει ξεκινήσει εκεί.
 
«Όλοι μας υποφέρουμε από μια αρρώστια, μια βασική αρρώστια, ας πούμε, αυτήν που είναι αδιαχώριστη από αυτό που είμαστε, ή ίσως θα ήταν πιο ακριβές να πούμε πως ο καθένας μας είναι η αρρώστια του, εξαιτίας της είμαστε τόσο λίγοι, κι επίσης εξαιτίας της καταφέρνουμε να γίνουμε τόσα πολλά, και ας έρθει ο διάβολος να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, όπως επίσης συνηθίζουμε να λέμε.»
 

Η διακειμενικότητα κυριαρχεί στο βιβλίο του Σαραμάγκου και αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή στην αφήγησή του. Ο συγγραφέας εκκινεί από την βάση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καινούργιο πλέον στον γραπτό λόγο, κι ότι όλες οι μορφές του αποτελούν, ένα μωσαϊκό από προηγούμενα κείμενα, που αναπλάθονται με δημιουργικό ή μη τρόπο. Τι άλλο είναι το βιβλίο, παρά ένας διαρκής υπαινιγμός, ένα διαρκές «κλείσιμο ματιού» του συγγραφέα του, προς τον Πεσσόα και τους ετερώνυμούς του; Ο Σαραμάγκου ουσιαστικά «συμπληρώνει» τους χαρακτήρες που άφησε ημιτελείς ο Πεσσόα, στον δε Ρικάρντο Ρέις (ίσως τον πιο ολοκληρωμένο ετερώνυμο), δίνει μια διέξοδο▪ μπορεί να κινείται σαν «χαμένος» μέσα στη πόλη, να θέτει διαρκώς το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, να μην αντιδρά σε τίποτα, να δέχεται τις καταστάσεις όπως έρχονται, να μη προσπαθεί να οικοδομήσει το μέλλον του (όποιο κι αν είναι αυτό) αλλά μέσα από το μυθιστόρημα, προβάλει ως άνθρωπος του μεσοπολέμου, αδύναμος και άβουλος, μελαγχολικός και απομονωμένος, όπως ο δημιουργός του. Ο Σαραμάγκου χαρίζει οντότητα στον ετερώνυμο Ρέις, όπως και μια κατάληξη στη ζωή του.
 
Πρωταγωνιστές του βιβλίου, είναι επίσης η πόλη της Λισαβόνας και η πολιτική κατάσταση – η χρονιά του 1936 είναι μια περίοδος ιδιαίτερα σημαντική για την Ιβηρική χερσόνησο, η οποία καθόρισε το μέλλον της. Η Λισαβόνα είναι διαρκώς παρούσα, με τους δρόμους, τα καφέ και τα εστιατόρια της, την ακατάπαυστη βροχή και την μελαγχολία που αντικατοπτρίζεται στα fados της, τις πλατείες και την υγρασία. Η δικτατορία που θα κρατήσει πάνω από 40 χρόνια (η πιο μακροχρόνια στην Ευρώπη), έχει αρχίσει να εδραιώνεται, όλοι παρακολουθούνται και το επίσημο κράτος πανηγυρίζει για την επέλαση των στασιαστών στην Ισπανία και το επερχόμενο τέλος της ασθενικής δημοκρατικής διακυβέρνησης της γειτονικής χώρας.
 
«Βρέχει εκεί έξω, στον απέραντο κόσμο, είναι αδύνατο τούτη την ώρα, με την ίδια πυκνή βοή, να μη βρέχει πάνω σ’ όλη τη γη, η υδρόγειος κινείται στο διάστημα βοώντα νερά, σαν σβούρα που σφυρίζει, Κι ο σκοτεινός θόρυβος της βροχής είναι διαρκής στη σκέψη μου, η ύπαρξή μου είναι αόρατη καμπύλη χαραγμένη απ’ τον ήχο του ανέμου, που φυσά ξεδιάντροπα, αχαλίνωτο άλογο αμολημένο, από αόρατες οπλές που χτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα, καθώς μπαίνω σ’ αυτό το δωμάτιο, όπου μονάχα ταλαντεύονται ελαφρά οι διάφανες κουρτίνες, ένας άντρας, περιστοιχισμένος από ψηλά σκούρα έπιπλα, γράφει ένα γράμμα, συνθέτοντας και προσαρμόζοντας την εξιστόρησή του για να μπορέσει να φανεί το παράλογο λογικό, η ασυναρτησία απόλυτη ορθότητα, η αδυναμία δύναμη, η ταπείνωση αξιοπρέπεια, ο τρόμος θάρρος, γιατί αυτό που υπήρξαμε αξίζει εξίσου μ’ αυτό που επιθυμούμε να είχαμε υπάρξει, να είχαμε αποτολμήσει όταν ήρθε η ώρα να λογαριαστούμε, το ότι το γνωρίζουμε είναι ήδη ο μισός δρόμος, αρκεί να το θυμόμαστε αυτό και να μη μας λείψουν οι δυνάμεις όταν θα χρειαστεί να διανύσουμε τον υπόλοιπο.»
 
Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτό το εκπληκτικό φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Η αναπηρία της Μαρσέντα, έρχεται ως φυσιολογικό επακόλουθο, της εμμονής του συγγραφέα σε όλο το έργο του με τα άτομα με ειδικές ανάγκες, και αυτό περνάει στον λογοτεχνικό του ήρωα, όπου η αναπηρία στο χέρι της Μαρσέντα και οι αδιέξοδες προσπάθειες με κάθε τρόπο θεραπείας της, απασχολεί διαρκώς τον Ρικάρντο Ρέις, του γίνεται εμμονή. Επίσης, η υπαρξιακή εμμονή του Ρικάρντο Ρέις να τον θυμούνται περισσότερο ως ποιητή, παρά ως γιατρό τονίζει την προσωπικότητα του δημιουργού του, του Φερνάντο Πεσσόα, που κι εκείνος αυτό ήθελε – και το πέτυχε. Ο Σαραμάγκου θέτοντας τους δύο ήρωές του σε μια διαρκή συνομιλία, επιτυγχάνει την σύγχυση του αναγνώστη, στο ποιος είναι πραγματικός και ποιος όχι, αν όλα αυτά που διαδραματίζονται βρίσκονται μέσα σε ένα ονειρικό πλαίσιο ή όχι.
 

Ο παντογνώστης αφηγητής (εν προκειμένω ο ίδιος ο Σαραμάγκου), μόνο αμέτοχος δεν είναι σε αυτά που περιγράφει. Σχολιάζει τα πολιτικά γεγονότα, παραθέτει πληροφορίες, ειρωνεύεται, κάνει χιούμορ, κριτικάρει, απευθύνεται στον αναγνώστη. Το πολιτικό του σχόλιο είναι εμφανές και δίνει άλλη διάσταση στο βιβλίο, ουσιαστικά «απαιτώντας» την συμμετοχή του αναγνώστη και όχι την παθητικότητά του. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει ιδιαίτερη πλοκή και το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ανθρώπους που αγνοούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Πεσσόα ή/και του Σαραμάγκου (αν και θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, να υπήρχε καταγεγραμμένη η άποψη ενός ανθρώπου που αγνοούσε παντελώς τα περί Πεσσόα και ετερώνυμων!).
 
«Δεν ξέρω τι είναι ο θάνατος, αλλά δεν πιστεύω πως είναι αυτή η άλλη πλευρά της ζωής για την οποία μιλάνε, ο θάνατος, νομίζω εγώ, απλώς και μόνο είναι, ο θάνατος είναι, δεν υπάρχει, είναι, Είμαι και υπάρχω δηλαδή δεν είναι ταυτόσημα, Όχι, Αγαπητέ μου Ρέις, είμαι και υπάρχω δεν είναι ταυτόσημα μόνο επειδή έχουμε δύο λέξεις στη διάθεσή μας και τις χρησιμοποιούμε.»
 
Είναι γεγονός ότι για τους λάτρεις της λογοτεχνίας, «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις» αποτελεί απόλαυση. Είναι ένας διαρκής στοχασμός γύρω από έννοιες όπως ταυτότητα, ελευθερία, θάνατος, έρωτας, ύπαρξη, τέχνη, επανάσταση, καταπίεση, εξουσία, μοναξιά, θρησκεία, μνήμη, νοσταλγία, μοίρα, και τόσα ακόμα… Ο μακροπερίοδος λόγος του Σαραμάγκου με τις πολύπλοκες εκφράσεις, η συνεχής χρήση του πλάγιου λόγου σε συνδυασμό με το προσωπικό του ύφος, αποδίδονται θαυμάσια από τη μεταφράστρια Αθηνά Ψυλλιά, η οποία πραγματοποίησε άθλο και της αξίζουν συγχαρητήρια.
 
Υ.Γ. 1 Λίγα χρόνια αργότερα (το 1994), ο εξαίρετος Ιταλός συγγραφέας Antonio Tabucchi (1943, Πίζα, Ιταλία – 2012, Λισαβόνα, Πορτογαλία), μέγας λάτρης του Πεσσόα, οραματίστηκε τον περίφημο Πορτογάλο να συνομιλεί με τους ετερώνυμούς του, οι οποίοι τον επισκέπτονται στο νεκροκρέβατό του, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, στο θαυμάσιο (και δυστυχώς εξαντλημένο), «Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα».

Υ.Γ. 2 Υπάρχει και μια πολύ πρόσφατη (2020), αρκετά καλή, κινηματογραφική μεταφορά του «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις», με τον ίδιο τίτλο («O ano de morte de Ricardo Reis»), από τον Πορτογάλο σκηνοθέτη Joao Botelho.

Υ.Γ. 3 Ενδιαφέρουσα δείχνει η ακόμα πιο πρόσφατη (2021), τηλεοπτική  μεταφορά του βιβλίου, που δεν γνωρίζω αν έχει προβληθεί κάπου, με τίτλο «1936, O ano de morte de Ricardo Reis»
 
Βαθμολογία 88 / 100  


 
 
Τρίτη, Αυγούστου 03, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 03, 2021 | Permalink
Knowing Dr Pozzi ("Άνδρας με κόκκινο μανδύα")
Ο σπουδαίος Βρετανός συγγραφέας Julian Barnes (1946, Λέστερ), είναι γνωστός για την αγάπη του προς την Γαλλική κουλτούρα («Francophile» όπως αυτοαποκαλείται), και ως τέκνο δυο καθηγητών Γαλλικών, είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει να ασχολείται μ’ αυτήν. Ένα από τα πιο σημαντικά (από τα πολλά ωραία) βιβλία του, είναι «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ» μια (τελείως «Francophile») διαφορετική βιογραφία του Φλωμπέρ που κυκλοφόρησε την δεκαετία του 80. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, ο Barnes επανέρχεται στην Γαλλία, αυτή τη φορά του τέλους του 19ου αιώνα, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, με ένα έξοχο λογοτεχνικό υβρίδιο, το «ΑΝΔΡΑΣ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΔΥΑ» («The Man in the Red Coat») – (εκδ. Μεταίχμιο, (απολαυστική) μετάφραση Κατ. Σχινά, σελ.321), που είναι ταυτόχρονα κι ένα από τα πιο ωραία βιβλία του.


Η μυθιστορηματική βιογραφία (διότι ουσιαστικά εκεί ανήκει αν θέλουμε να αποπειραθούμε μια κατηγοριοποίηση) που έγραψε ο μοναδικός στυλίστας Barnes, περιστρέφεται γύρω από την προσωπικότητα του γυναικολόγου γιατρού, δρ Σαμιέλ Ζαν Πότσι, ο οποίος απεικονίζεται σε έναν από τους διασημότερους πίνακες («Dr Pozzi at Home»), του εξαιρετικού Αμερικανού ζωγράφου Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ το 1881 (που βρίσκεται στο Hammer museum του Λος Άντζελες). Την εποχή εκείνη ο Πότσι είναι 35 ετών, στην ακμή της αδιαμφισβήτητης γοητείας του. Ο πίνακας προκάλεσε την προσοχή (μέχρι τώρα) για το βαθύ κόκκινο (άλικο) του μανδύα – περισσότερο μιας ρομπ ντε σαμπρ, δεν μπορεί όμως να αγνοήσει κανείς τη δύναμη των χεριών του άνδρα, δάχτυλα πιανίστα θα έλεγε κάποιος, που όμως ήταν τα δάχτυλα ενός χειρουργού γυναικολόγου.
 
«Τα βιβλία αλλάζουν μέσα στον χρόνο – ή τουλάχιστον αλλάζει ο τρόπος που τα διαβάζουμε. Οι συλλέκτες των πρώτων εκδόσεων αρέσκονται μερικές φορές να φαντάζονται πως βρίσκονται στην εποχή που πρωτοτυπώθηκε το βιβλίο το οποίο κρατούν στα χέρια τους, πως μυρίζουν το μελάνι και την κόλλα της βιβλιοδεσίας, προτού κάποιος δημοσιεύσει κριτικές και απόψεις για το περιεχόμενό του, προτού κυκλοφορήσουν οποιεσδήποτε idees recues, ικανές να εμποδίσουν τον αθώο αναγνώστη να ανταποκριθεί, αγνά και αμόλυντα, στο περιεχόμενό τους.»
 
Ξεκινώντας την αφήγησή του από ένα ανέκδοτο ουσιαστικά (3 Γάλλοι στο Λονδίνο), ο συγγραφέας περιγράφει πως ο Πότσι μαζί με τους δύο φίλους του, τον κόμη Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού και τον πρίγκιπα Εντμόν ντε Πολινιάκ φθάνουν στην Αγγλία, φιλοξενούμενοι του μεγάλου Χένρι Τζέιμς, για ένα πολιτιστικό ταξίδι. Ο Πότσι ήταν ο μόνος με μικροαστικές καταβολές, αλλά ήταν ήδη γιατρός της Παρισινής (και όχι μόνο) υψηλής κοινωνίας, επίμονος βιβλιοσυλλέκτης, ιδιαίτερα καλλιεργημένος, ένας πραγματικός δανδής και εστέτ που δεν μπορούσε να αντισταθεί στις γυναίκες και στις ωραίες συζητήσεις.
 
Ο Πότσι βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου, είναι ως άλλος «Ζέλινγκ» (ο κινηματογραφικός ήρωας του Γούντι Άλλεν) κυριολεκτικά παντού. Στα μεγάλα σαλόνια, στα θέατρα, σε μυστικά ραντεβού με ωραίες κυρίες διάσημες ή άσημες, που κάποια στιγμή εκτός από το κρεβάτι του, θα περάσουν κι από το ιατρείο του, πάντα προσηνής και ευχάριστος. Είναι όμως και στην πρώτη γραμμή της επιστήμης του, από το να βοηθάει τους φίλους του και να βγάζει τις σφαίρες στις αναρίθμητες μονομαχίες για σοβαρούς ή ασήμαντους λόγους, στην Βουλώνη, έως να πρωτοπορεί στον τομέα της γυναικολογίας και της χειρουργικής, όπου η φήμη του ήταν παγκόσμια.
 
«Ένας δανδής έχει ανάγκη τα μάτια των άλλων, όπως ακριβώς και ένας σπουδαίος ομιλητής έχει ανάγκη τα αυτιά των άλλων.»
 
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως, της διαρκούς κίνησης, και της επαγγελματικής και προσωπικής ανόδου, κάτι αφήνεις πίσω σου. Και αυτό για τον ("αηδιαστικά ωραίο" όπως είχε πει μια αριστοκράτισσα) Πότσι ήταν η οικογένεια. Απομακρυσμένος από την σύζυγό του, από νωρίς, ο ήρωας του βιβλίου, παραμέλησε τα παιδιά του, όπως μαθαίνουμε από τα ημερολόγια της κόρης του – που έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό γι’ αυτόν. Ο Πότσι που του είχε δοθεί το παρατσούκλι στα κουτσομπολιά των σαλονιών «Lamour medicine» ("δόκτωρ Έρωτας"), διατηρούσε για χρόνια μια ερωτική σχέση με μια παντρεμένη Αυστριακή αριστοκράτισσα εβραϊκής καταγωγής, η μόνη σύντροφος που τον έκανε ευτυχισμένο.
 
Ο Μπαρνς όμως δεν στέκεται μόνο στον Πότσι – για την ακρίβεια, οι σελίδες που αναφέρεται σ’ αυτόν δεν ξεπερνάνε το μισό του βιβλίου. Περιγράφοντας μια περίοδο περίπου 40 χρόνων – έως το τέλος του Α παγκοσμίου πολέμου και τον τραγικό θάνατο του Πότσι -, αυτού που αποκαλούμε μπελ-επόκ, από το βιβλίο περνάνε γνωστά και λιγότερο γνωστά ονόματα της Γαλλικής κουλτούρας. Από συγγραφείς (Όσκαρ Ουάιλντ, Ουισμάν, Προυστ, Χένρι Τζέιμς, Φλωμπέρ, Κολέτ και άλλοι), έως καλλιτέχνες (Σάρα Μπερνάρ – ερωμένη του Πότσι για λίγο αλλά φανατική θαυμάστριά του για πάντα -, Σάρτζεντ, Ροντέν, Ντεγκά και άλλοι), και από σκηνές των σαλονιών έως επεισόδια της καθημερινότητας.
 
Οι δύο σύντροφοι του Πότσι στο ταξίδι του στο Λονδίνο, με το οποίο ξεκινάει όπως αναφέρω παραπάνω, το βιβλίο, έχουν κι αυτοί με τη σειρά τους, πολλές αναφορές στην ιστορία. Ο πρίγκιπας ντε Πολινιάκ, ένας κακομαθημένος ομοφυλόφιλος αριστοκράτης, θα χάσει την περιουσία που κληρονόμησε και θα ανταλλάξει τον τίτλο του με ένα καλό γάμο, με μια πάμπλουτη Αμερικανίδα κληρονόμο που προτιμάει τις γυναίκες, ενώ ο ιδιαίτερα ενδιαφέρων κόμης ντε Μοντεσκιού, είναι μια διάσημη προσωπικότητα της εποχής, ένας «ελαφρύς τύπος», κραυγαλέα ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που δεν ήταν πολύ ανεκτική, φανατικά κοσμοπολίτης, που θα αποτελέσει τον ήρωα που πάνω του θα οικοδομήσει τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Ανάστροφα», ο Ουισμάν, ενώ θα αποτελέσει το πρότυπο για τον χαρακτήρα του ντε Σαρλύς, στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μ.Προυστ.
 
Ο Μπαρνς όμως περιγράφει εκτός από τους χορούς και τις δεξιώσεις και την φαινομενική «υπερκοσμικότητα» και μια εποχή παρακμής και διολίσθησης προς την ξενοφοβία και τις αυταρχικές μεθόδους, κυρίως με το ξέσπασμα της υπόθεσης Ντρέιφους, που λειτούργησε ως καταλύτης, προαναγγέλλοντας την καταστροφή που έμελλε να έρθει λίγα χρόνια αργότερα με τον παράλογο Α παγκόσμιο πόλεμο. Το κλίμα που κυριάρχησε από τις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, χρησιμεύει στον Μπαρνς για να κάνει μια γέφυρα με το Αγγλικό Brexit – γεγονός που τον συγκλόνισε -, και να κλείσει το βιβλίο, στηλιτεύοντας τον κάθε λογής εθνικισμό και απομονωτισμό.
 
« «Ο σοβινισμός είναι μια μορφή άγνοιας». Έγραψα αυτό το βιβλίο ένα περίπου χρόνο πριν από την παραπλανημένη, μαζοχιστική αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το απόφθεγμα του δρα Πότσι ερχόταν συχνά στο νου μου, ενόσω η αγγλική πολιτική ελίτ, ανίκανη να φανταστεί τον εαυτό της ως κομμάτι του ευρωπαϊκού πνεύματος (ή απρόθυμη, ή πολύ ηλίθια για να το κάνει, συμπεριφερόταν κατ’ επανάληψη λες και αυτό που ήθελε η ίδια και αυτό που επρόκειτο να συμβεί ήταν πιθανό να είναι το ίδιο πράγμα.»


 
Περιγραφή του «δανδισμού» και της μπελ επόκ, του αποκαλούμενου «fin-de-siecle», του τέλους μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, το βιβλίο προσπαθεί να επιλύσει το αίνιγμα του πίνακα, για το ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο γοητευτικός και bigger than life απεικονιζόμενος κύριος με τη ρόμπα, ο δρ Πότσι, που ήταν από τους ανθρώπους που λες και φτιάχτηκαν για λογοτεχνικοί ήρωες μεγάλου βεληνεκούς. Ο Μπαρνς «κεντάει» με το απαράμιλλο στυλ του, την συναρπαστική βιογραφία ενός ήρωα, που ήταν σε όλα του πληθωρικός, μεγάλος επιστήμονας, μεγάλος εραστής, ηγετική φυσιογνωμία, άριστος συζητητής, τελείως αποτυχημένος οικογενειάρχης που όμως λάτρευαν τα μέλη της φαμίλιας του, που θα βρει έναν άδικο και απρόσμενο θάνατο από μια οικτρή παρεξήγηση.
 
Ο Julian Barnes είναι ένας τόσο χαρισματικός συγγραφέας, από αυτούς που σου δίνουν την αίσθηση ότι μπορούν να γράψουν για τα πάντα και να σε συναρπάσουν. Με τον «ΑΝΔΡΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΔΥΑ», το 24 βιβλίο του, ο Μπαρνς επιτυγχάνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, σε ένα βιβλίο που αποτελεί λογοτεχνικό μάθημα δομής και σαγήνης του αναγνώστη που παρακολουθεί ένα ταξίδι ευρυμάθειας, ανοιχτού πνεύματος, ζωντάνιας στην αφήγηση, παιχνιδιάρικο, ευφυές αλλά και ιδιαίτερα ουσιαστικό και καίριο στην αντιστοίχισή του με το σήμερα.
 
Βαθμολογία 87 / 100