Δευτέρα, Απριλίου 28, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 28, 2014 | Permalink
Ασημένιες σφαίρες
'Ενα αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο εμπεριέχει όλα τα κλισέ που μπορεί να φανταστεί ο μέσος αναγνώστης, γίνεται να είναι τόσο εξαιρετικό που να το σκέφτεσαι μέρες μετά; Κι όμως στην περίπτωση του βιβλίου του Μεξικάνου συγγραφέα Elmer Mendoza (Κουλιακάν,1949), με τίτλο "ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ" ("Balas de plata") - (Εκδόσεις του 21ου πρώτου, μετάφρ. Κ.Παλαιολόγος, σελ.257 - βραβείο Tusquets 2007), το οποίο εκδόθηκε πριν από σχεδόν 2 χρόνια στη χώρα μας και πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητο,  είναι απολύτως δυνατό. Διότι είναι τέτοια η αφηγηματική δύναμη του (έμπειρου απ΄ότι δείχνουν η πληθώρα των έργων του) Μεντόσα, και τόσο σαγηνευτικό το μεταμοντέρνο στυλ γραφής του που σου προσφέρουν μια αληθινή αναγνωστική απόλαυση.

Η δράση τοποθετείται στην γενέτειρα πόλη του συγγραφέα, το Κουλιακάν, του βορειοδυτικού Μεξικού, ένα τόπο διακίνησης ναρκωτικών και άλλων "ευγενών αθλημάτων",  και ξεκινάει με μια δολοφονία, έναν συναισθηματικά και ψυχολογικά ασταθή αστυνομικό επιθεωρητή, τον Έντγκαρ "ζερβοχέρη" Μεντιέτα, μια μακριά λίστα από ενόχους και ένα πιστόλι που ξερνάει ασημένιες σφαίρες.
Ο Μεντιέτα βρίσκει το πτώμα του επιτυχημένου δικηγόρου, ναρκισσευόμενου και γόη  αμφισεξουαλικού πλέιμπόι Μπρούνο Κανισάλες γυμνό στο κρεβάτι του. Λίγες ώρες αργότερα, η βασικότερη ύποπτος, η εκθαμβωτική πρώην ερωμένη του Πάολα αυτοκτονεί μπροστά στο παράθυρό της, ενώ μια μέρα μετά, διάφοροι παράγοντες της πόλης και ανάμεσά τους κι ο πατέρας του νεκρού, του ζητούν να κλείσει τον φάκελο της δολοφονίας του Κανισάλες όπως όπως. Όλοι κάτι έχουν να κρύψουν από το παρελθόν τους (ακόμα κι ο Μεντιέτα) και καθώς προχωράνε οι έρευνες - και παρά τις επανειλημμένες διαταγές να κουκουλωθεί η υπόθεση, οι νεκροί πληθαίνουν, οι ασημένιες σφαίρες βρίσκονται και σε άλλα πτώματα που σχετίζονται λίγο η πολύ με το αρχικό θύμα, ενώ άλλα πτώματα βρίσκονται κουκουλωμένα με κουβέρτες σε παραδρόμους της εθνικής οδού.

"Κινητό κλειστό. Αφού χτύπησε πέντε φορές, το τηλέφωνο σίγησε. Θέλω να με συντρίψει η μοναξιά.
Επί ώρες αντιστάθηκε στην επιθυμία να σνιφάρει μια γραμμή, να πάρει ηρωίνη, για λίγη ψυχεδέλεια ή ακόμα και να κάνει ένα τσιγαριλίκι. Ένας άντρας πέφτει θύμα μόνο...ποιών; Ενός σμήνους από μύγες, των θυελλωδών ανέμων, των απόντων. Ο αδελφός μου βρίσκεται μακριά και δεν έχω άλλους συγγενείς  ·δεν μπορώ να πω ότι οι συνάδελφοί μου είναι η οικογένειά μου, βρίσκονται πολύ πιό κοντά μου οι γείτονες και το απέδειξαν. Είμαι ένας μίζερος άνθρωπος με ανυπόφορες αναμνήσεις, ένας κακομοίρης ηλίθιος που ερωτεύτηκε τη λάθος γυναίκα και το να ερωτεύεσαι σημαίνει να ονειρεύεσαι, να φαντάζεσαι καταστάσεις που λίγες φορές συμβαίνουν."

Ο Μεντιέτα, προσπαθεί να συνέλθει μέσω συνεδριών ψυχοθεραπείας αλλά και πιο πεζών (μεθύσι) μεθόδων, από τον μοιραίο έρωτα του με την παντρεμένη Γκόγκα Φοξ, ο οποίος είχε άτυχη κατάληξη καθώς εκείνη επέστρεψε στον σύζυγό της στην Καλιφόρνια,  ενώ συνεχώς έρχονται στο μυαλό του αναμνήσεις από κάποια παιδική κακοποίηση που του συνέβη πριν από πολλά χρόνια και ακόμα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει. Πίνει και τρώει ακατάπαυστα, λάτρης της ισπανόφωνης λογοτεχνίας(την οποία έχει σπουδάσει) αλλά και της ροκ μουσικής, βρίσκεται εν μέσω εμπόρων ναρκωτικών, υστερικών αλλά εκπάγλου καλλονής αμφισεξουαλικών ή μη γυναικών, διεφθαρμένων συναδέλφων του, new age οργανώσεων μεταφυσικής προβληματικής  και πολιτικών παιχνιδιών και με μια (αλμοδοβαρική) καμαριέρα που σπέρνει συνεχώς παιδιά και προσπαθεί να μείνει έγκυος από τον LuisMiguel.  Προσπαθεί να λύσει τα αινίγματα που ανακύπτουν σαν μπάμπουσκες με κάθε φόνο και μαζί με την (πρώην αλλά και μάλλον νυν τροχονόμο), βοηθό του Γκρίς Τολέδο, χώνονται όλο και περισσότερο σε μια ιστορία που δείχνει να μην έχει τέλος. Τι νόημα έχει η χρησιμοποίηση των ασημένιων σφαιρών στους φόνους - ποιός τρελός τις χρησιμοποιεί νομίζοντας ότι είναι "κυνηγός βρυκολάκων" ή "ο γαμημένος Λόουν Ρέιντζερ";  που εμπλέκονται τα ναρκωτικά στην ιστορία, και γιατί επανεμφανίζεται η πανέμορφη και sexy Γκόγκα Φοξ να του αναστατώσει πάλι τη ζωή;


Γραμμένο σε υποκειμενικό ύφος, το μυθιστόρημα στην αρχή σε μπερδεύει τόσο πολύ που νιώθεις αδυναμία να το παρακολουθήσεις. Στους διαλόγους δεν υπάρχουν διαχωριστικά σημεία για το ποιός μιλάει, που εμπλέκεται ο αφηγητής και χρειάζεται αρκετές σελίδες για να αντιληφθείς τι ακριβώς γίνεται και ποιός μιλάει. Η τεχνική αυτή, πρωτότυπη και άκρως γοητευτική συντελεί σε μια ασυνήθιστη ζωντάνια και έναν ιδιαίτερο δυναμισμό των διαλόγων. Στο παραληρηματικό αυτό στυλ που εντυπωσιάζει με την διαχείριση του (ας μη ξεχνάμε ότι είναι κατά βάση μια αστυνομική ιστορία και όχι ένα εσωτερικοφανές μυθιστόρημα), υπάρχει λυρισμος και άφθονο χιούμορ (ανατρεπτικό και αυτοσαρκαστικό, ασεβές και πιπεράτο που θυμίζει Τάιμπο ΙΙ), πολλές λογοτεχνικές, μουσικοφιλικές (ολόκληρο soundtrack από κορίδος, αμερικάνικη ροκ του 60 και δακρύβρεκτα μεξικάνικα τραγούδια παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου) όπως και σινεφίλ αναφορές αλλά και αλησμόνητες και ιδιαιτέρως εύστοχες ατάκες.

"Τι γίνεται Μεντιέτα, πως πας μετην υπόθεση του Μπρούνο Κανισάλες; Ανακρίνουμε τους εμπλεκόμενους: τα πράγματα πάνε τόσο καλά που η Πάολα Ροντρίγκες, η κύρια ύποπτη, αυτοκτόνησε. Μη ξεχνάς ποιανού είναι γιός, είναι η ευκαιρία σου.  Ευκαιρία για τι; Δεν θέλεις προαγωγή; Όχι. Κι αυτή την περγαμηνή; ρώτησε σπρώχνοντας έναν καφέ φάκελο, ελαφρώς φουσκωμένο, που ήταν πάνω στο γραφείο. Αυτή ναι, χαμογέλασαν, ο αστυνομικός επιθεωρητής έβαλε τον φάκελο στην τσέπη του παντελονιού. Τον ενημέρωσε στα γρήγορα για τα γεγονότα της ημέρας. Πιά είναι η θεωρία σου; Μέχρι στιγμής καμία, από την τάξη που επικρατούσε στο χώρο δεν φαίνεται να είναι έγκλημα πάθους. Κλίνω προς την εκδοχή της εκδίκησης, είπε ο προϊστάμενός του · δες την επιφυλακτικά αυτή την αρμονία, μπορεί να είναι παραπλανητική , ένα στοιχείο που προσπαθεί να μας οδηγήσει σε λάθος δρόμο· ο πατέρας του ακούγεται ως υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές και αυτό δημιουργεί εχθρούς, η ασημένια σφαίρα μπορεί να είναι μια ένδειξη της κοινωνικής θέσης του δολοφόνου. Το έχω υπόψη μου, είναι κρίμα που δεν μπορέσαμε να εξετάσουμε διεξοδικά το σκηνικό του εγκλήματος, θυμηθείτε ότι μας διατάξατε να εγκαταλείψουμε το μέρος. Ζερβοχέρη, άσε τις ρητορείες, είμαι σίγουρος ότι είδες όλα όσα χρειαζόσουν· εκτός από την Ροντρίγκες, ποιοί άλλοι εμπλέκονται; Τον πληροφόρησε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είσαι πολύ τυχερός, σιχαίνεσαι τους εμπόρους ναρκωτικών και ο πιο σημαντικός απ'αυτούς σου έρχεται στο πιάτο· μην το πολυσκέφτεσαι, αναζήτησε τον Μαρσέλο Βαλντές και την κόρη του, αν είναι στο εξωτερικό, ταξίδεψε όπου χρειάζεται, ήχησε το κινητό του Μπρισένιο · αναγνώρισε το νούμερο του σπιτιού του. Πως πάει; τέλεια, τώρα άστο σε σιγανή φωτιά για σαράντα τέσσερα λεπτά, ο αστυνομικός επιθεωρητής σηκώθηκε όρθιος, Μεντιέτα, τόνισε καλύπτοντας με το χέρι το κινητό, είναι η ευκαιρία σου, μην την αφήσεις να πάει χαμένη, και συνέχισε τη συνομιλία με την σύζυγό του, όχι, αγάπη μου, δεν φτιάχνεται έτσι η καλαμποκόσουπα, τι σόι μάνα είχες, ρε παιδί μου;"

Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να υπάρξει ποιό ταιριαστό ύφος για να τονίσει ο συγγραφέας την συνεχή παραζάλη στην οποία βρίσκεται ο καταθλιπτικός ήρωάς του Μεντιέτα που σαν άλλος Βαλάντερ είναι κι αυτός αδύναμος και γι'αυτό πολύ ανθρώπινος. Οι χαρακτήρες της ιστορίας ακόμα και οι πιο δευτερεύοντες είναι ολοζώντανοι και δημιουργούν αίσθηση ενώ  μέσα από την ιστορία παρακολουθούμε ένα πανόραμα της μεγαλοαστικής και νεόπλουτης μεξικάνικης κοινωνίας, με την διαφθορά να έχει ποτίσει τους πάντες και τα πάντα.

Στην απόλαυση του κειμένου συντελεί η ωραία μετάφραση, η οποία περιείχε υποθέτω μεγάλο βαθμό δυσκολίας  αφού το κείμενο περιέχει ιδιωματισμούς και γλώσσα της περιοχής Σιναλόα όπου εκτυλίσσεται η δράση. Εν κατακλείδι, ένα θαυμάσιο αστυνομικό μυθιστόρημα που μας αποκαλύπτει έναν συγγραφέα με τεράστια δυναμική. 


 
Σάββατο, Απριλίου 26, 2014
posted by Librofilo at Σάββατο, Απριλίου 26, 2014 | Permalink
Booktalks at Amagi radio - Σάββατο 26/4/14
Σήμερα στην εκπομπή Booktalks στο Amagi radio (2-4μ.μ.) κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στον "Γκάμπο" (Γκ.Γκ.Μάρκες), τον αγαπημένο μας παραμυθά που έφυγε από τη ζωή την προηγούμενη εβδομάδα.

Θα ακουστούν λίγα πράγματα για το έργο του, θα διαβάσουμε ένα από τα πρώτα διηγήματα του που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας, την εισαγωγή ενός από τα καλύτερα μυθιστορήματά του και ένα εξαιρετικό κείμενο που έγραψε ένας από τους καλύτερους Έλληνες λογοτέχνες για τον μεγάλο συγγραφέα.

Θα διαβάσουμε επίσης ένα διήγημα του Θ.Βαλτινού και (αν μείνει χρόνος), ένα διήγημα του Δ.Νόλλα (από τα παλιά).

Κληρώνονται δύο βιβλία σήμερα, ευγενική προσφορά των εκδ.Κίχλη.
1 αντίτυπο της ποιητικής συλλογής του Τ.Πατρίκιου "Λυσιμελής πόθος" που μόλις κυκλοφόρησε
και
1 αντίτυπο του μυθιστορήματος "Πορφυρά πανιά" του Αλεξάντερ Γκριν.

Συμμετέχετε στην κλήρωση στέλνοντας mail στο amagiradio@gmail.com




 
Τετάρτη, Απριλίου 23, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 23, 2014 | Permalink
Γεράκια ("Bring up the bodies")
«Αν πρόκειται να υπερασπιστείς την Αγγλία – και εκείνος θα το έκανε· θα έτρεχε δηλαδή στο πεδίο της μάχης με το σπαθί στο χέρι – πρέπει να γνωρίζεις τι είναι η Αγγλία. Μέσα στην κάψα του Αυγούστου, είχε σταθεί ασκεπής δίπλα στους λαξευτούς τάφους των προγόνων: άνδρες αρματωμένοι απ’την κορφή ως τα νύχια, με πανοπλία και αλυσίδες, τα γαντοφορεμένα χέρια τους αρμοσμένα και αλύγιστα, στερεωμένα στους μανδύες, τα καλυμμένα πόδια να αναπαύονται σε πέτρινα λιοντάρια, γρύπες και κυνηγόσκυλα· άντρες από ατσάλι, με τις τρυφερές γυναίκες τους ενταφιασμένες στο πλάι, σαν σαλιγκάρια μέσα στο κέλυφός τους. Θαρρούμε ότι ο θάνατος δεν μπορεί να αγγίξει τους νεκρούς, αγγίζει όμως τα μνημεία τους, τ’αφήνει με παραμορφωμένες μύτες και κουτσουρεμένα δάχτυλα, από ατυχήματα ή από τη φθορά του χρόνια. Το μικροσκοπικό δάχτυλο από ένα διαμελισμένο πόδι (σαν από γονατιστό χερουβείμ) ξεπροβάλλει από την πτυχή ενός υφάσματος· η άκρη ενός κατεστραμμένου αντίχειρα ακουμπά σε ένα σκαλιστό μαξιλάρι. «Του χρόνου πρέπει να αποκαταστήσουμε τα μνημεία των προγόνων μας», λένε οι ευγενείς των δυτικών κομητειών: αλλά στις ασπίδες και τους μαχητές, στα κατορθώματα και στα επιτεύγματα των προγόνων, η μπογιά δεν έχει προλάβει να στεγνώσει, και όταν εξιστορούν τα κατορθώματα τους, ποιοι ήταν και τι κρατούσαν , τους εξωραίζουν: τα όπλα που κρατούσε ο πρόγονός μου στο Αζενκούρ, το κύπελλο που του έδωσε με τα ίδια του τα χέρια ο Ιωάννης της Γάνδης. Αν τώρα, στους τελευταίους πολέμους, στο Γιόρκ και το Λάνκαστερ, οι πατεράδες και οι παππούδες τους βρέθηκαν στη λάθος πλευρά, αυτό το αποσιωπούν. Μια γενιά μετά, τα παραστρατήματα πρέπει να συγχωρούνται, και η φήμη να αποκαθίσταται· ειδάλλως η Αγγλία δεν θα μπορούσε να πάει μπροστά, αλλά σαν σπείρα θα γύριζε και θα βυθιζόταν στο βρόμικο παρελθόν της.»


Η συνέχεια του εμβληματικού «Γουλφ Χολ», είναι τα «ΓΕΡΑΚΙΑ» (όπως προτιμήθηκε να ονομάζεται το βιβλίο στα ελληνικά, αντί του (ιδανικού) αγγλικού τίτλου «Bring up the bodies») – (εκδ. Πάπυρος, (ωραία) μετάφρ. Ε.Μαρωνίτη, σελ.514 - βραβείο Man/Booker 2012),  και η σάγκα – αυτό το έπος της σπουδαίας Hilary Mantel συνεχίζεται όλο και πιο σκοτεινό, όλο και περισσότερο βυθισμένο στην ίντριγκα και στις συνωμοσίες, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την προσωπικότητα του ήρωά της, του «Μακιαβελικού» Τόμας Κρόμγουελ, του πληβείου που έγινε πανίσχυρος και που όλοι πίσω από την πλάτη του κοροϊδεύουν την ταπεινή του καταγωγή αλλά γνωρίζουν πολύ καλά, ότι με μια λάθος κίνηση το πτώμα τους θα βυθιστεί στα βρόμικα νερά του Τάμεση.

Στο Γουλφ Χολ, παρακολουθήσαμε την άνοδο του Κρόμγουελ, που κατάφερε να αναρριχηθεί στα υψηλότερα αξιώματα δίπλα στον βασιλιά Ερρίκο τον Η΄, επιτυγχάνοντας με ευφυή τρόπο να διαλύσει τον γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγώνας και να επιβάλλει την Άννα Μπολέιν. Στο δρόμο προς την κατάκτηση της απόλυτης δύναμης και εξουσίας, αφήνει πίσω του πολλούς νεκρούς και βέβαια το μίσος της υπόλοιπης Ευρώπης προς τον Ερρίκο – η Αγγλία είναι απόλυτα απομονωμένη, αφού ο βασιλιάς έχει συγκροτήσει πλέον την δική του εκκλησία, ερχόμενος σε ρήξη με τον Πάπα, τα οικονομικά του βασιλείου δεν πάνε καλά και νέες συμμαχίες είναι αναγκαίες.
Στα «Γεράκια», το κλίμα για την μοιραία Άννα Μπολέιν, έχει μεταστραφεί. Η αδυναμία της να προσφέρει διάδοχο στον Ερρίκο και η ευμετάβλητη διάθεση του τελευταίου, η εμφανής παιδικότητά του, που θεωρεί τους ανθρώπους γύρω του ως παιχνίδια τα οποία κάποια στιγμή βαριέται, τον έχουν κουράσει. Ο Κρόμγουελ αντιλαμβάνεται προς τα πού πηγαίνει η κατάσταση και βλέποντας ότι ο Ερρίκος γοητεύεται από την χαμηλοβλεπούσα και ελαφρώς άχρωμη Τζέιν Σίμουρ (πρώην Κυρία επι των τιμών της βασίλισσας), δεν διστάζει να προωθήσει και να ενδυναμώσει αυτή τη σχέση που βλέπει να μεγαλώνει μπροστά στα μάτια του.

Ο Ερρίκος αφήνει τα πράγματα στα χέρια του ικανού του συνεργάτη. Και τι πρέπει να κάνει ο Κρόμγουελ; Πρέπει να «καθαρίσει» το έδαφος για τον καινούργιο γάμο του Ερρίκου. Να «αποκαθηλώσει» την Μπολέιν και τους γύρω από αυτήν, να μετατρέψει τις φήμες  γύρω από την (δήθεν;) «αμαρτωλή και υπερσεξουαλική» ζωή της Μπολέιν σε κατηγορίες που να επιφέρουν την ποινή του θανάτου αποσπώντας μαρτυρίες (από ύποπτους και μη),  να ισορροπήσει την κατάσταση με την Γαλλία και την Ισπανία, να μην αφήσει το δημιούργημά του, την εκκλησία της Αγγλίας να πέσει πάλι στην αγκαλιά του Πάπα. Είναι ένας αφοσιωμένος υπηρέτης του Ερρίκου, φροντίζει για την ευημερία του, την καλή του διάθεση, να πραγματοποιεί κάθε του παραξενιά και να της δίνει ένα «λογικό» και όσο γίνεται πιο «νόμιμο» πρόσημο.

Εκεί που το «Γουλφ Χολ» κάλυπτε μια περίοδο τριών δεκαετιών, τα «Γεράκια» ασχολούνται με την περίοδο 1533-1536, δηλαδή για τρία μόνο χρόνια. Είναι όμως η περίοδος όπου ο Κρόμγουελ ουσιαστικά κυβερνάει τη χώρα. Ο Ερρίκος έχει αφεθεί ολοκληρωτικά στα χέρια του - γράφει ποιήματα, κυνηγάει, σκέφτεται την Τζέιν Σίμουρ - και περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η Μαντέλ περιγράφει εξονυχιστικά τον αντιφατικό ήρωά της. Ο Κρόμγουελ παρουσιάζεται ως φιλάνθρωπος, μπον-βιβέρ, που ασφυκτιά από τη μοναξιά του μετά τον θάνατο της συζύγου του και από την άλλη δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πιο βίαιες μεθόδους για να αποσπάσει ομολογίες ενώ κινούμενος πάντα στο ημίφως βγάζει από τους άλλους τις πιο σκοτεινές τους πλευρές,  από τη μια φροντίζει το παραμικρό αίτημα των ευγενών της Αυλής ή των πρεσβευτών των άλλων κρατών ή και των δωματίων του παλατιού και από την άλλη ετοιμάζει την διάδοχη κατάσταση στο κρεβάτι του Ερρίκου. Η παλιά του συμμαχία με την Μπολέιν είναι πλέον παρελθόν και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το κεφάλι της που θα πέσει από τα χέρια ενός Γάλλου ειδικού (στους «ανώδυνους αποκεφαλισμούς») σε μια φορτισμένη συναισθηματικά σκηνή. Το έδαφος είναι πλέον ελεύθερο, ο Κρόμγουελ θριαμβεύει. Η τριλογία θα ολοκληρωθεί με την πτώση του αλλά (πιστεύω), πάντα κάτι θα μας διαφεύγει, κάτι δεν θα έχουμε καταλάβει καλά γύρω από αυτήν την πολυσήμαντη προσωπικότητα.

Το «Γουλφ Χολ» ήταν ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, σχεδόν πλήρες, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τα «Γεράκια» όμως τα οποία κουράζουν με την επιμονή στη λεπτομέρεια, την συνεχή ίντριγκα και την σκοτεινή ατμόσφαιρα της συνωμοσίας και κατασκευής ενόχων. Είναι φανερό ότι η Μαντέλ (με εξαιρετικό στυλ), έχει κάνει τρομερή έρευνα γύρω από το θέμα, εστιάζει στις λεπτομέρειες, αλλά αυτό κουράζει τον αναγνώστη – κάτι που δεν γινόταν στο πρώτο μέρος της τριλογίας, ίσως επειδή κάλυπτε μεγαλύτερη περίοδο και τα γεγονότα ήταν περισσότερα. Έτσι κι αλλιώς, θα ήταν καλύτερα προτού πιάσει να διαβάσει κάποιος τα «Γεράκια» να έχει δίπλα του το «Γουλφ Χολ» διότι θα μπερδευτεί και τουλάχιστον στην αρχή δεν θα θυμάται ποιος κάνει τι, με τη συνεχή παράθεση ονομάτων και υποκοριστικών.

Το μυθιστόρημα έχει στυλ και ύφος, φινέτσα και είναι τόσο ωραία γραμμένο που κάποιες φορές σε υποχρεώνει να στέκεσαι μπροστά σε προτάσεις χαμογελώντας, αλλά υπάρχουν στιγμές που γίνεται βαρετό και μονότονο. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που ήταν πολύ έντονοι στο Γουλφ Χολ, εδώ περιορίζονται και γίνονται χλωμοί για να τονισθεί ακόμα περισσότερο η προσωπικότητα του Κρόμγουελ που κυριαρχεί πλήρως σχεδόν σε όλο το βιβλίο. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτόν, οι βαθύτερες σκέψεις του, τα θέλω του και τα πιστεύω του, τα όνειρά του και οι (όποιες) ανασφάλειές του, οι θρίαμβοι του και η πορεία του προς την πλήρη κυριαρχία – πάντα όμως θα υπάρχει κάτι που θα διαφεύγει (άλλωστε το ομολογεί και η συγγραφέας στον επίλογό της) και αυτό καθιστά αυτή την αινιγματική ιστορική προσωπικότητα ακόμα πιο γοητευτική (μυθιστορηματικά) και μυστηριώδη.

"Παλεύω, σκέφτεται, ωστόσο θα έρθει η μέρα που κι εγώ θα φύγω, και η μέρα εκείνη, όπως πάνε τα πράγματα, δεν φαίνεται να αργεί: μπορεί να είμαι άντρας με δύναμη και πυγμή η τύχη όμως είναι ευμετάβλητη, κάποιος θα το κάνει, είτε φίλος θα είναι είτε εχθρός. Κι όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα χαθώ πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι. Βουνά τα χαρτιά που θα έχω αφήσει πίσω μου, κι αυτοί που θα έρθουν μετά από μένα - μπορεί να είναι ο Ρέιφ, μπορεί να είναι ο Ριόθεσλι, μπορεί να είναι ο Ρις - θα σχολιάζουν, συμμαζεύοντας, να ένα παλιό συμφωνητικό, ένα παλιό προσχέδιο, ένα παλιό γράμμα από την εποχή του Τόμας Κρόμγουελ: κι έπειτα θα γυρίζουν τη σελίδα από την άλλη μεριά, και θα γράφουν πάνω μου."






 
Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014 | Permalink
Έρωτας σε δύσκολα χρόνια
Είναι πολύ σημαντικό (και θεμελιώδες) να μπορείς στο πρώτο σου βιβλίο να πετύχεις, οικονομία λόγου και να διαχειριστείς το υλικό σου κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη σου ξεφύγει και γλιστρήσεις προς την φλυαρία και την αμετροέπεια. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα που επιτυγχάνει η νέα και πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Μαριλένα Παπαϊωάννου (Αθήνα, 1982)στη νουβέλα της "ΝΙΚΗΤΑΣ ΔΕΛΤΑ" (Εκδ. Εστία, σελ. 157), με την οποία έκανε την εμφάνιση της στην ελληνική λογοτεχνία πριν από λίγους μήνες.

Ο "ΝΙΚΗΤΑΣ ΔΕΛΤΑ" είναι μια ιστορία έρωτα σε δύσκολους καιρούς. Μια ρομαντική ιστορία αγάπης και αφοσίωσης, πολυπρόσωπη και πολυπρισματική, η οποία χρησιμοποιεί ως φόντο δύο από τις πιο ταραγμένες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας, την καταστροφή της Σμύρνης και την δεκαετία του '40.

Ο Νικήτας και η Καίτη, δύο νεαρά παιδιά που συναντιούνται στην Μυτιλήνη στις αρχές της Κατοχής και ερωτεύονται με την πρώτη ματιά είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες (πρωταγωνιστές) της τρυφερής ιστορίας της Παπαϊωάννου. Ο Νικήτας, διασώζεται μικρούλης από την καταστροφή της Σμύρνης καθώς η Λιλή, μια εργαζόμενη στο ορφανοτροφείο όπου ήταν έγκλειστος (και πιο συγκεκριμένα στην πτέρυγα Δ-από εκεί παίρνει το επώνυμό του), τον παίρνει μαζί της στην απελπισμένη έξοδο από την φλεγόμενη πόλη - μαζί και η κόρη της, η Διδώ. Καταλήγουν στην Μυτιλήνη, όπου ο Νικήτας, φύση ασθενική και με προβλήματα υγείας, μελαγχολικός και πολύ κλειστός τύπος είναι υπό την προστασία των δύο γυναικών συνεχώς, διαβιεί δε σαν αερικό, χωρίς να τον παίρνει είδηση κανείς, άβουλος και μονίμως κατατονικός. Στο ξυλουργείο του ΕΑΜίτη Βασίλη που περνάει την ώρα του γνωρίζει την Καίτη, η οποία φθάνει στο νησί μαζί με τον μικρότερο αδερφό της Αργύρη, μετά την φυγάδευση από το χωριό της, που ήταν κάπου στα βουνά της Ηπείρου, όταν βλέπει τον πατέρα της εκτελεσμένο από τους Γερμανούς και την μάνα της, την Ελένη να την βάζουν σε ένα φορτηγό και να θεωρείται νεκρή.
Τα δύο παιδιά, κολλάνε μαζί με τρόπο μαγικό, μόλις γνωρίζει ο ένας τον άλλον, αλλά οι καιροί απαιτούν δράση και συμμετοχή στον αγώνα. Η Διδώ ανεξάρτητη και ατιθάσευτη από την αρχή σκοτώνεται πολεμώντας τους Γερμανούς και όπως αρχίζει ο Εμφύλιος, η Καίτη θα συνταχθεί με τους αντάρτες παρασύροντας μαζί της, τον Νικήτα - καθώς ο ένας δεν μπορεί χωρίς τον άλλον, ο δε Αργύρης (ο αδερφός της) πηγαίνοντας κόντρα σε όλους θα ενταχθεί στις τάξεις του Εθνικού Στρατού. Οι καταστάσεις που θα ακολουθήσουν θα είναι δραματικές με συνέπειες σε όλες τις πλευρές.

Το αφηγηματικό "εύρημα" της συγγραφέως είναι ότι όλη η ιστορία του Νικήτα και της Καίτης περνάει μέσα από τις περιγραφές αρκετών ανθρώπων (που λίγο ή πολύ εμπλέκονταν στα γεγονότα), προς την μητέρα της Καίτης, την Ελένη (η οποία θεωρείτο νεκρή απ'όλους οι οποίοι παρακολούθησαν την σκηνή που την έβαλαν μέσα στο φορτηγό και ακούστηκε μια πιστολιά),  όταν εκείνη επιστρέφει μετά το τέλος του Εμφυλίου στο χωριό της ψάχνοντας τα παιδιά της. Η ιστορία ξετυλίγεται νήμα-νήμα και η μητέρα, προσπαθεί να κατανοήσει τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο του συζύγου της και την φυγή (και διάσωση) των παιδιών της και τα ακόμα τραγικότερα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του αδελφοκτόνου πολέμου. Η Παπαϊωάννου, προσθέτει αγωνία στην ιστορία, η οποία παίρνει τη μορφή θρίλερ και ιδιότυπης αστυνομικής ίντριγκας με έξυπνο και (πέραν της συγκίνησης που προκαλεί) καλοδουλεμένο φινάλε.

"Σαν παλαβός την αγαπούσε.
Μα κι η κόρη σου δεν πήγαινε πίσω ·Νικήτα έλεγε κι αστράφτανε τα μάτια της. Εγώ πολλούς ερωτευμένους είδα στη ζωή μου, κι οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι πολύ παθιάρηδες. Πολλές αγάπες γεννήθηκαν γύρω μου τόσα χρόνια, αυτό όμως που'χαν οι δυό τους, άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, Ελένη, ήταν ένα πράμα ασύλληπτο, βουβό κι ήρεμο, μα τόσο δυνατό· ούτε μια φορά δεν τους είδα να'ναι αγκαλιά, ούτ'ένα φιλί δεν τους είδα ν'ανταλλάζουν, μήτε κι ένα άγγιγμα, μα όπου στέκονταν πλάι πλάι, κι οι τοίχοι ακόμα τρέμανε · ένιωθες μιαν αύρα ν αφεύγει απ΄τον ένα και ν'απλώνεται πάνω στον άλλο σαν σεντόνι, έναν αέρα να τους σηκώνει πάνω απ'το χώμα και να ζουν οι δυο τους σε μιαν άλλη γη. Και το παράξενο ξέρεις ποιό ήταν; Η κόρη σου είχε άγρια στόφα, βγήκε στην πρώτη γραμμή με το τουφέκι χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Νικήτας απ'την άλλη, ούτε να τ'ακούσει αυτά·  αυτό το παιδί ήταν απ'αλλουνού παπά ευαγγέλιο, λιγομίλητο κι άβουλο. Τυραννισμένο, βέβαια, πολύ·  ορφανός από μωρό, χωρίς να ξέρει από που κρατάει η ρίζα του. Κι όμως, οι δυό τους κόλλησαν κι ενώθηκαν. Κάπου τα βρήκαν οι ψυχές τους και κούμπωσαν μαζί."

Πέρα της αρχικής απορίας που προκαλεί η ενασχόληση μιας νεαρής κοπέλας που γράφει το πρώτο της βιβλίο και χρησιμοποιεί πολυχρησιμοποιημένα και κάπου ίσως κορεσμένα ιστορικά στοιχεία, γρήγορα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι ο ιστορικός χρόνος χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο (ως φόντο) στην ωραία και πολύ εξιδανικευμένη ερωτική ιστορία που δεσπόζει στη νουβέλα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία και οι χαρακτήρες των δύο ηρώων, του "αλαφροϊσκιωτου" Νικήτα και της δυναμικής Καίτης, αλλά δυστυχώς η Παπαιωάννου πέφτει θύμα της προσοχής στη λεπτομέρεια που δείχνει στην περιγραφή των γεγονότων, αφήνοντας μετέωρη την σκιαγράφηση των χαρακτήρων που παραμένουν χάρτινοι και χλωμοί. Σε καμμία στιγμή κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της πυκνογραμμένης της νουβέλας, δεν υπάρχει ψυχολογική εμβάθυνση στους χαρακτήρες, παρά μια (ωραία μεν αλλά) περιγραφή των (κατά τ'άλλα έντονα) ενδιαφερόντων γεγονότων που αφηγείται.

Το βιβλίο πάντως χαρακτηρίζεται από την οικονομία στον λόγο, την πυκνότητα του κειμένου με τα υπερκείμενα (“hypertexts”) που υπάρχουν διάσπαρτα στην αφήγηση, και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ανάλυση της ιστορίας ενώ είναι ευδιάκριτη η προσεγμένη χρήση της γλώσσας. Ο έντονος ρομαντισμός της ιστορίας οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας της συγγραφέως και είναι κάπου συγκινητικός – ιδιαίτερα δε τα 2 γράμματα που κλείνουν τη νουβέλα σε αφήνουν με μια γλυκόπικρη γεύση, ενώ η ιστορική καταγραφή των γεγονότων δείχνει ψυχραιμία στη σκέψη και ωριμότητα στην κρίση. Η νεοελληνική πεζογραφία έχει ανάγκη από στιβαρή και ενδιαφέρουσα αφήγηση και είναι πάντα ενθαρρυντικό να βλέπεις νέες φωνές που (δείχνουν να) διαθέτουν τις ικανότητες για κάτι εντυπωσιακό και που δεν φοβούνται να "βουτήξουν" σε βαθιά νερά. Αναμένουμε την συγγραφική συνέχεια της Μ.Παπαιωάννου με μεγάλο ενδιαφέρον (και απαιτήσεις).






 
Τρίτη, Απριλίου 15, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 15, 2014 | Permalink
BOOKTALKS@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 12/4/14
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@amagi radio, του Σαββάτου 12/4 με καλεσμένο την δεύτερη ώρα τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη με τον οποίο συζητήσαμε για την εξαιρετική μελέτη του "Η εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα".

Την πρώτη ώρα διαβάσαμε το διήγημα του Χ.Σεμπρούν "Τα Σανδάλια" (σε μετάφρ. Α.Κορτώ) και ακούσαμε το ένθετο της εκπομπής "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου"

Καλή ακρόαση


 
Πέμπτη, Απριλίου 10, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 10, 2014 | Permalink
Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα
Τα τελευταία χρόνια και με την είσοδο στην βιβλιογραφία πολλών αξιόλογων νέων ιστορικών επιστημόνων, η περίοδος της Ναζιστικής Κατοχής στην Ελλάδα έχει ξαναγυρίσει στο προσκήνιο με αρκετές αξιοπρόσεκτες μελέτες, οι οποίες ξεφεύγοντας από τα πλαίσια μιας αυτοβιογραφικής μαρτυρίας (τάση που επικράτησε επί χρόνια στην καταγραφή των γεγονότων της δεκαετίας του '40), αφηγούνται την ταραγμένη αυτή περίοδο (που ουσιαστικά κατέστρεψε την χώρα),  με ψύχραιμο τρόπο και χωρίς τις αγκυλώσεις ή τις μονομανίες του παρελθόντος. Σ'αυτές τις απόπειρες καταγραφής των γεγονότων αυτής της εποχής, ξεχωριστή θέση παίρνει η εξαιρετική μελέτη του Μενέλαου Χαραλαμπίδη (Αθήνα, 1970), με τίτλο "Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ", (Εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 382) - ένα από τα ελάχιστα ιστορικά βιβλία για την συγκεκριμένη περίοδο που επικεντρώνονται στην Αθήνα - ,στην οποία ο νέος αυτός ιστορικός επιστήμων, εστιάζει την προσοχή του στην αλλαγή του τρόπου ζωής των Αθηναίων μετά την εισβολή του Γερμανικού στρατού στην Αθήνα, την βίαιη αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, την δημιουργία της Αντίστασης και τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις και ισορροπίες που μετετράπησαν τα χρόνια εκείνα.


Ο Χαραλαμπίδης στην ενδελεχή και εμπεριστατωμένη μελέτη του, επικεντρώνεται στις Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας και ιδιαίτερα στην περιοχή της Καισαριανής και του Βύρωνα, ενώ πιάνει την ιστορία από τον μεσοπόλεμο και την έλευση των προσφύγων στην πρωτεύουσα. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 8 κεφάλαια όπου εξετάζονται η προσφυγική εγκατάσταση, η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα και η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων (1ο κεφάλαιο), η εμπειρία του κατοχικού λιμού και ο αγώνας των Αθηναίων για την επιβίωση, οι επιπτώσεις του λιμού και οι στρατηγικές επιβίωσης όπως και η αρχή των αντιστασιακών αγώνων (2ο κεφάλαιο), η ένταξη στις ΕΑΜικές οργανώσεις, οι κύριοι λόγοι που συνετέλεσαν στην ένταξη των νέων σ'αυτές, η στρατολόγηση τους, και τα περιστατικά ένοπλης βίας (3ο κεφάλαιο). Στο 4ο κεφάλαιο, εξετάζεται το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα στην Αθήνα, η ανασυγκρότηση του Κ.Κ. και η ανάπτυξη του ΕΑΜ, καθώς δε εντείνεται η αντίσταση στον κατακτητή, εξετάζονται οι πρώτοι αντιστασιακοί πυρήνες στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, η οργάνωση τους σε τοπικό επίπεδο (5ο κεφάλαιο), καθώς και ο δρόμος προς την εμφύλια σύγκρουση, η πολιτική της κυβέρνησης Ράλλη και οι συνέπειες που επέφερε αυτή και η προσαρμογή του ΕΑΜ στα νέα δεδομένα (6ο κεφάλαιο). Στο 7ο κεφάλαιο προχωράμε προς την εμφύλια σύρραξη με τις ένοπλες συγκρούσεις στις ανατολικές συνοικίες, την κλιμάκωση της τρομοκρατίας με τα μπλόκα και τις εφόδους στις γειτονιές των Ταγμάτων Ασφαλείας και την κλιμάκωση της βίας ενώ το βιβλίο κλείνει με το τέλος της Κατοχής και την Απελευθέρωση τον Οκτώβριο του '44 (8ο κεφάλαιο). Στον επίλογο ο συγγραφέας αναφέρεται εν συντομία στα Δεκεμβριανά και την μετεμφυλιακή κατάσταση στην Καισαριανή και στον Βύρωνα.

Ο Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του, εξετάζει τις πολιτισμικές διαφορές των προσφύγων με τους "παλιοελλαδίτες", παραθέτει τις αλλαγές στην πόλη της Αθήνας μετά την εγκατάσταση των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που διπλασίασαν μέσα σε ένα μήνα ουσιαστικά τον πληθυσμό της. Εστιάζοντας στην περιοχή της Καισαριανής και του Βύρωνα, δύο συνοικίες που δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός μετά την Μικρασιατική καταστροφή, τη ζωή των κατοίκων, τις διαφορές τους, και την (μη) αποδοχή τους από το κατεστημένο της εποχής, την περιθωριοποίησή τους τα πρώτα χρόνια που συνετέλεσε στην αντίδρασή τους απέναντι στις κυβερνήσεις του τόπου, θέτει ένα πολύ σοβαρό (και ουσιαστικά "θαμμένο") ζήτημα, το οποίο συνέβαλλε στην δημιουργία αντίστασης απέναντι στη Ναζιστική κατοχή αλλά και (κυρίως) στην εμφυλιακή ατμόσφαιρα που κυριάρχησε αμέσως μετά τον μεγάλο λιμό της Αθήνας.

Εκείνο όμως που ενδιαφέρει περισσότερο τον συγγραφέα είναι η Αντίσταση των κατοίκων της Αθήνας. Ποιοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην εμφάνιση του αντιστασιακού κινήματος στην πρωτεύουσα, ποιοί ήταν οι λόγοι που εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι επέλεξαν να ενταχθούν στην οργανωμένη αντίσταση; Πως άλλαξε η νοοτροπία χιλιάδων ανθρώπων που από φιλήσυχοι και "φοβισμένοι" προσπάθησαν να βοηθήσουν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, τον αγώνα κατά των κατακτητών; Ο Χαραλαμπίδης επικεντρώνοντας την μελέτη του στην Αθήνα, εξετάζει τις κοσμογονικές αλλαγές στην καθημερινότητα των κατοίκων της, τα νέα δεδομένα που προέκυψαν με την στρατιωτική κατοχή, το σοκ που υπέστη η κοινωνία και πως σχεδόν άμεσα δημιουργήθηκε το αντιστασιακό κίνημα, στην αρχή ανοργάνωτο και μετά οργανωμένο, την αντίδραση του επίσημου (τουλάχιστον όπως αυτό εκφραζόταν μέσα από τις δωσιλογικές κυβερνήσεις) κράτους με την δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Ι.Ράλλη και την στροφή προς την αντιμετώπιση του "εσωτερικού εχθρού".
 
Η αφήγηση του Χαραλαμπίδη είναι γλαφυρή και συναρπαστική, ενώ το μεγάλο ατού του, είναι ότι φέρνει στο προσκήνιο τους ανθρώπους που έζησαν αυτή την περίοδο. Χρησιμοποιώντας πολλές προφορικές αφηγήσεις επιζώντων της εποχής, εικονογραφεί τις εφιαλτικές αλλά ιδιαίτερα συναρπαστικές ημέρες της κατοχής στην Αθήνα και διαβάζεται με (κυριολεκτικά) κομμένη την ανάσα. Ο διαρκής αλληλοσπαραγμός, οι προσπάθειες επιβίωσης με κάθε τρόπο, η διάχυτη βία, οι προκλήσεις, οι ταραχές, η πείνα, η ανιδιοτελής προσφορά, οι μικροί και μεγάλοι καθημερινοί ηρωισμοί, οι ημέρες του λιμού - όλα αυτά περιγράφονται με σαφήνεια και με ψυχραιμία καθιστώντας την μελέτη αυτή, ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε ευαίσθητο και ανοιχτόμυαλο άνθρωπο.





 
Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014 | Permalink
Το χάδι
"ΤΟ ΧΑΔΙ" του Αλέξανδρου Στεφανίδη (Πειραιάς,1962) - (Εκδ.Άγρα, σελ.62) δεν είναι από τα βιβλία που θα προσέξει κάποιος στην επίσκεψη του σε ένα βιβλιοπωλείο. Πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, μινιμαλιστικό εξώφυλλο, πολύ μικρό μέγεθος. Αν όμως το φυλλομετρήσεις (αφηρημένα έστω), και διαβάσεις μερικές παραγράφους, αμέσως καταλαβαίνεις την ποιότητα του βιβλίου. Τι είναι λοιπόν, "Το χάδι" που όποιος το διαβάζει συγκλονίζεται και το προτείνει αμέσως σε κάποιον άλλον; Είναι απλά 12 αυτοβιογραφικά διηγήματα ή όπως θεωρώ, μια νουβέλα σε μορφή αυτόνομων (αλλά όχι ανεξάρτητων) επεισοδίων από την ζωή ενός ανθρώπου; Το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για καθαρή λογοτεχνία και βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματική αποκάλυψη.


Υπάρχει μια τάση (ή μια συγκυρία;) στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή τα τελευταία 2 χρόνια να εκδίδονται αυτοβιογραφικά έργα. Από την Α.Ζέη και τον Στ.Ζουμπουλάκη, στον Αύγουστο Κορτώ και τον Χ.Βλαβιανό, ετοιμάζεται και το καινούργιο του Χωμενίδη με (πολλά απ'ότι μαθαίνω) αυτοβιογραφικά στοιχεία. Υποθέτω ότι αυτού του είδους τα βιβλία ασκούν γοητεία, από την άλλη όμως (όπως έχω ξαναγράψει), είναι κι ένα είδος κλειδαρότρυπας σε μια ζωή, που φέρνει σε αμηχανία τον αναγνώστη. Ο Στεφανίδης παρ'ότι δεν έχει ξαναγράψει στη ζωή του (σχεδόν αδυνατείς να το πιστέψεις), αποφεύγει μαεστρικά αυτήν την παγίδα, υιοθετώντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση και αφηγούμενος γεγονότα άκρως συναισθηματικά, αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα, ως ψυχρός παρατηρητής, βάζοντας όμως σχεδόν σε κάθε σελίδα τις "σωστές" δόσεις συναισθήματος.

Ο ήρωας/αφηγητής ορφανεύει σε μικρή ηλικία από πατέρα και η μητέρα του, αποφασίζει να τον βάλει σε ορφανοτροφείο - μόνο αυτόν, και όχι τις αδερφές του. Θα μείνει στο ορφανοτροφείο δέκα περίπου χρόνια που θα σημαδέψουν τη ζωή του. Η έλλειψη του πατέρα, η διαρκώς απούσα μάνα, τα χρόνια στο ίδρυμα, η ζωή εκεί μέσα, τα βίαια περιστατικά, οι φιλίες και οι σπιουνιές, οι διαρκείς εξευτελισμοί, η αυστηρή και παράλογη πειθαρχία και τέλος ο θάνατος της μάνας χρόνια αργότερα. Όλα περνάνε και απεικονίζονται σαν σκηνές από φωτογραφίες ή από ταινία του Τριφό ("Τα 400 χτυπήματα"). Η φωνή του αφηγητή διηγείται με λιτότητα και ακρίβεια στις εκφράσεις αποφεύγοντας τις συναισθηματικές παγίδες, χαμηλότονα και σχεδόν ψιθυριστά τα στιγμιότυπα, τις ψηφίδες (τα σπαράγματα), μιας ζωής βασανισμένης και ταλαίπωρης.

Ο πατέρας που αποπειράται να δολοφονήσει (να σφάξει για την ακρίβεια) την μητέρα, καταδικάζεται σε πολυετή κάθειρξη, φυλακίζεται και σε μια άδεια ζητάει να δει τον μικρό γιό "όμως δεν έκανε να τον αγκαλιάσει. Η φυλακή τον στέγνωσε, έμεινε το φάντασμα του εαυτού του. Του μιλούσαν κι έκανε πως τους άκουγε, ενώ τα μάτια του - πάντα κόκκινα - ήταν καρφωμένα στον καθισμένο απέναντι γιό του, με τις παλάμες κάτω απ'τα πόδια ν'ακουμπάνε στην καρέκλα. Ύστερα από λίγο, ο πατέρας έβγαλε από την τσέπη ένα κέρμα. Ήταν ένα εικοσάδραχμο. Έτεινε το χέρι να του το δώσει. Δεν κουνήθηκε. Πάρ'το, είπε ο θείος του. Σηκώθηκε και με αργά βήματα στάθηκε σε απόσταση από τον πατέρα. Άπλωσε το χέρι, πήρε το νόμισμα και ξαναγύρισε στην θέση του. Πρόλαβε όμως να δεί τα μάτια του. Ήταν υγρά και σαν κάτι να ζητούσαν επίμονα. Συγχώρεση; Ίσως. Δεν ήξερε. Έπειτα, άκουσε τη φωνή του.
-Πείτε στη Βαγγελία να του δώσει τα πράγματά μου όταν πεθάνω. Το ρολόι και το δαχτυλίδι. Ξέρει εκείνη.
Πέθανε ύστερα από τρία χρόνια στο νοσοκομείο των φυλακών. Ειδοποίησε τη μάνα του μια γειτόνισσα από τη διπλανή αυλή:
-Βαγγελία, έ Βαγγελία! Ο Νίκος, Βαγγελία, ο Νίκος πέθανε, μου τό'πε η αδελφή του.
Η μάνα έκλεισε την μπαλκονόπορτα και κάθισε στην καρέκλα. Δεν είπε τίποτα, μόνο ξεστόμισε:
-Αχ, Παναγία μου!
Και δεν ξαναμίλησε γι'αυτό." ("Η συνάντηση")

Η ζωή στο ίδρυμα, ο βασανιστικός εγκλεισμός και η βίαιη μετατόπιση της καθημερινότητας ενός μικρού παιδιού που μετατρέπεται σε έναν αριθμό ("Το νούμερο"), η αξία που αποκτάει ένα ευτελές αντικείμενο όπως ένα τρανζιστοράκι ("Το ραδιοφωνάκι"), η μάνα που έρχεται να τον επισκεφτεί και τα παρακάλια του να τον πάρει μαζί της ("Το επισκεπτήριο")
"Δεν χρειαζόταν να φύγει από μπροστά το λεωφορείο, για να καταλάβει αν ήρθε Εκείνη.  Είχε πια μάθει και ξεχώριζε τη μάνα του μές στο πλήθος των επισκεπτών, από τα πόδια της: τα παπούτσια, τους αστραγάλους, το καλσόν, τις γάμπες. Προπάντων αυτές. Ήταν σχετικά κοντές σε σχήμα ανάποδου μπουκαλιού. Το καλσόν μπεζ ανοκτό και τα τακούνια των παπουτσιών τετράγωνα, να πατάνε καλά στο έδαφος. Την ξεχώριζε πάντα. Δεν έκανε ποτέ λάθος. Τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν από την αποβίβαση, ώσπου να φύγει το λεωφορείο για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα του επισκέπτη, ήταν γι'αυτόν αιώνες. Δεν μπορούσε να περιμένει. Είχε εξασκήσει αυτή την ικανότητα, ώστε να τη φέρνει πιο γρήγορα κοντά του. Όλη την εβδομάδα μέτραγε τον χρόνο ανάποδα απ'αυτά τα δευτερόλεπτα."

Το καψώνι για μια μικροκλοπή, η ανακάλυψη του ενόχου και ο εξευτελισμός όχι μόνο εκείνου αλλά όλων των εγκλείστων ("Το καψώνι"), το καλά φυλαγμένο μεταλλικό κουτάκι γάλα με κακάο που χύνεται στο πάτωμα ("Το γαλατάκι"), η πρώτη αντίδραση μπροστά στην καταπίεση ("Η μελέτη"), η αγάπη για τα σαββατόβραδα και τον "σινεμά" και η "απόδραση" για να πάει να δεί μια ταινία ("Ο σινεμάς"), το ταξίδι με τη μάνα στην Τήνο για ένα τάμα και η διανυκτέρευση στην καμπίνα του ασυρματιστή-εραστή της μητέρας του και όσα επακολούθησαν σε ένα από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια του βιβλίου ("Το τάμα"), η εκδρομή και η διανυκτέρευση στο σπίτι ενός (του μοναδικού ίσως) αληθινού φίλου που απέκτησε μέσα στο ίδρυμα και η σεξουαλική παρενόχληση που θα τελειώσει απότομα την έξοδο αλλά και η συνειδητοποίηση της δύναμης της φιλίας ("Ο φίλος"), η αλληλογραφία με φιλάνθρωπες αμερικανίδες κυρίες ("The letters") και τέλος το σπαρακτικό φινάλε που επιφυλάσσει το εκπληκτικό κείμενο με το οποίο κλείνει το βιβλίο και μαζί ο αποχαιρετισμός στο άψυχο πλέον σώμα της μητέρας που κείτεται στο φέρετρο.
"Τώρα κοιτούσε τη μάνα του μέσα στο φέρετρο να αποχωρεί. Να απομακρύνεται οριστικά. Ανεπίστροφα. Αν και αρχές καλοκαιριού, τον διαπέρασε μια παράξενη ψύχρα. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ένιωσε τη ζεστασιά της στο σώμα του. Ήταν έξι χρονών και βρίσκονταν σε μια συγγενική επίσκεψη. Τον είχε όρθιο στην αγκαλιά της, ανάμεσα στα πόδια της, με την πλάτη γυρισμένη, και του δάγκωσε χαδιάρικα το αυτί. Ένιωσε την υγρασία των χειλιών της να τον πλημμυρίζει. Χρόνια κρατούσε ζωντανή τη μνήμη από το υγρό χάδι της." ("Έξοδος")

Το βιβλίο δεν θυμίζει καθόλου πρωτόλειο, το αντίθετο μάλιστα. Ξαφνιάζει ευχάριστα η ωριμότητα του καθαρά λογοτεχνικού ύφους, η επιμέλεια του κειμένου, η δουλειά που υπάρχει στο υπόβαθρο. Ο Στεφανίδης ελέγχει απόλυτα το υλικό του - θα μπορούσε να βγάλει ένα βιβλίο τουλάχιστον 400 σελίδων και εκείνος επιλέγει την απλότητα και την ακρίβεια στην έκφραση, την (σπάνια για νεοέλληνα συγγραφέα) υπαινικτικότητα. Το κινηματογραφικό στυλ με τα fade-out και τα voice-off εδώ μεταφέρονται στο χαρτί και λειτουργούν με θαυμαστό τρόπο.

Τελειώνεις το βιβλίο και θέλεις να το αρχίσεις πάλι από την αρχή, να ξαναπιάσεις το νήμα, να κατανοήσεις καλύτερα...Θα υπάρξει συνέχεια στην συγγραφική πορεία του Στεφανίδη; Ποιός ξέρει - δύσκολο πάντως να ξεφύγει από την ένταση και την δύναμη αυτού του μικρού "διαμαντιού". Το σίγουρο είναι ότι εμείς ως αναγνώστες, μόνο ευγνωμοσύνη μπορούμε να αισθανόμαστε για αυτήν την αλησμόνητη εμπειρία που μας χάρισε.