Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011 | Permalink
Alice Munro
Πριν από 2 ακριβώς χρόνια έγραψα το παρακάτω ποστ. Σήμερα η Alice Munro κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2013. Μια μοναδική αναγνώριση για μια συγγραφέα χαμηλών τόνων και μεγάλης λεπτότητας στη γραφή που ειδικεύεται σε ένα είδος που σπανίζει όλο και περισσότερο μέσα στον καταιγισμό όλων και πιο μεγάλων σε όγκο βιβλίων.

Χάρηκα απεριόριστα γι'αυτή τη βράβευση σαν να τιμήθηκε ένας δικός μου άνθρωπος, ένας συγγενής μου. Θεωρώ ότι η βράβευσή της είναι μια τιμητική διάκριση της αγνής και καθαρής λογοτεχνίας, αυτής της λογοτεχνίας που είναι πέρα και πάνω από πρόσκαιρες μόδες και τάσεις, εντυπωσιασμούς και μπιχλιμπίδια, διαφημιστικές εκστρατείες, εξώφυλλα και τηλεοπτικές μεταφορές. Είναι μια λογοτεχνία που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά και στις αισθήσεις, μια λογοτεχνία που μυεί και συναρπάζει με την ηρεμία και την απλότητά της.

____________________________________________________

Διαβάζοντας τις μοναδικές ιστορίες της Καναδής συγγραφέως Alice Munro (την οποία ομολογώ ότι «ανακάλυψα» δυστυχώς με μεγάλη καθυστέρηση), μου ερχόταν συνεχώς στο μυαλό οι πίνακες του Edward Hopper. Άνθρωποι που κοιτάνε στο κενό, μοναχικοί, όψεις της υπαίθρου, της καθημερινής ζωής, όψεις της μεγαλούπολης. Η Munro ουσιαστικά μεταφέρει τους πίνακες του μεγάλου ζωγράφου στα γραπτά της και οι επιρροές είναι προφανείς – υποθέτω αυτό είναι μια αφόρητη κοινοτοπία στους μελετητές του έργου της αλλά είναι από τα πρώτα πράγματα που σου κάνουν εντύπωση. Σε συνέχεια αυτών των σκέψεων και προετοιμάζοντας αυτό το κείμενο (post), έπεσα πάνω σε μια «Χοπερική» εικόνα «αλιεύοντας» μια παλαιότερη συνέντευξή της, όπου δύο δημοσιογράφοι πηγαίνουν στον τόπο της, το Κλίντον του Οντάριο για να συζητήσουν μαζί της για το έργο της. Καθώς εκείνη τους γυρίζει (με το αυτοκίνητό της) πίσω στο ξενοδοχείο τους μετά από την συνέντευξη, την ρωτάνε αν υπάρχουν και άλλοι συγγραφείς στην περιοχή. Εκείνη στρίβει το τιμόνι και τους περνάει απέξω από ένα ετοιμόρροπο σπίτι όπου ένας γυμνός από τη μέση και πάνω άνδρας καθόταν μπροστά από μια γραφομηχανή, περιτριγυρισμένος από γάτες. «Κάθεται εκεί έξω κάθε μέρα» τους λέει η Munro, «με ήλιο ή βροχή. Δεν τον γνωρίζω, αλλά πεθαίνω από περιέργεια να μάθω τι σκαρώνει»…

Οι δύο συλλογές διηγημάτων της Alice Munro (γεν.1931) που κυκλοφορούν στη χώρα μας με διαφορά αρκετών χρόνων η μία (2010) από την άλλη (2003) , με πιο πρόσφατη (που αποτέλεσε και την αφορμή για την «γνωριμία» μου με την συγγραφέα) την «ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΕΥΤΥΧΙΑ» (Too much happiness), (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.391) και την παλαιότερη «Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ ΔΕΝ Μ’ΑΓΑΠΑΕΙ» (Hateship, Friendship, Courtship, Loveship, Marriage), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, σελ.443), είναι και οι δύο υπέροχες και το κυριότερο προσφέρουν μια πανοραμική εικόνα του έργου της συγγραφέως. Με καταπληκτικά διηγήματα, μικρές νουβέλες που ορισμένα από αυτά είναι τόσο καλά που ξαφνιάζουν με την λογοτεχνική τους πληρότητα.

Η «ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΗ ΕΥΤΥΧΙΑ» είναι μια συλλογή 10 ιστοριών, όπου όλες είναι έξοχες και διαπνέονται από τα θέματα που απασχολούν την συγγραφέα όπως είναι το παράδοξο, η απώλεια, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, οι επιπτώσεις πράξεων της παιδικής ηλικίας στο σήμερα, η αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, η συγγνώμη, οι ανθρώπινες σχέσεις. Ιστορίες ανθρώπινες, στις περισσότερες οι ήρωες είναι γυναίκες, καθημερινοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους να αλλάζει.

Στις «Διαστάσεις» μια γυναίκα επισκέπτεται τον άντρα της στη φυλακή, ο οποίος έχει διαπράξει το φρικτότερο των εγκλημάτων, παράφρων ή παράφορα ερωτευμένος μαζί της; Καθώς το διήγημα προχωράει η αποκάλυψη έρχεται σχεδόν υπόκωφα και μια ανατριχίλα διαπερνάει τον αναγνώστη. Στο «Πεζό» μια γυναίκα, καθηγήτρια μουσικής έρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της καθώς διαπιστώνει ότι η κόρη της γυναίκας για την οποία την εγκατέλειψε ο πρώτος της σύζυγος εκδίδει ένα βιβλίο που ουσιαστικά είναι αφιερωμένο σ’αυτήν και στον θαυμασμό που η μικρή τότε έτρεφε για την δασκάλα της, της μουσικής και πως βίωσε τη στιγμή που η γυναίκα που θαύμαζε ήρθε να μαζέψει τα πράγματά της από το σπίτι που δεν ήταν πια δικό της. Στο «Γουένλοκ Έτζ» η συγγραφέας με ιδανικό τρόπο θίγει το πανάρχαιο ερώτημα, πόσο μας αλλάζουν οι συνθήκες και τι ακριβώς είμαστε ικανοί να κάνουμε κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες καθώς μια νεαρή από χωριό πηγαίνει στην πόλη που ζει ένας θείος της, προβληματικός και ιδιόμορφος, να σπουδάσει. Η ζωή της κυλάει με οικονομικά προβλήματα και πολύ διάβασμα, ώσπου στο δωμάτιο της έρχεται να συγκατοικήσει μια περίεργη κοπέλα, την οποία έχει εγγράψει στη σχολή ένας πάμπλουτος και γηραιός κύριος που «ενδιαφέρεται» για εκείνην. Μια μέρα που η εξωτική και λίγο τρελλούτσικη «φοιτήτρια» βαριέται να πάει στην έπαυλη του προστάτη της, λέει στην συγκάτοικό της να πάει στη θέση της για δείπνο, όπου βρίσκεται μπροστά σε μια άκρως προκλητική και ιδιάζουσα κατάσταση η οποία της αλλάζει τη ζωή.

Οι δύο καλύτερες ίσως ιστορίες της συλλογής είναι οι «Βαθιές τρύπες» όπου η μοναδική σχέση μητέρας και γιού δοκιμάζεται όταν εκείνος μετά από χρόνια εξαφάνισης, εμφανίζεται ξαφνικά διαφορετικός απ’ότι η οικογένεια του περίμενε θέτοντας μπροστά τους διλήμματα περί κοινωνίας, οικογενειακών δεσμών, προτεραιοτήτων και γεγονότων του παρελθόντος που διαμόρφωσαν τις καταστάσεις και το σχεδόν τέλειο «Πρόσωπο» όπου ένα παιδί που γεννιέται με ένα τρομερό σημάδι στο πρόσωπο θα νιώσει την απόρριψη από τον πατέρα του, ο οποίος δεν θέλει ούτε να τον βλέπει και την καταπιεστική αγάπη της μητέρας του η οποία δεν τον αφήνει από κοντά της προσπαθώντας να τον προστατεύσει από τα σχόλια και τις κοροϊδίες των γύρω του καταστρέφοντας άθελά της τη ζωή του.

Το έξοχο διήγημα «Για παιχνίδι» καθορίζεται από ένα καλά κρυμμένο μυστικό δύο φιλενάδων, ένα έγκλημα το οποίο διέπραξαν στην εφηβεία τους και το οποίο ξαναβγαίνει στην επιφάνεια καθώς η μία από αυτές αργοσβήνει από καρκίνο ενώ στα «Κάποιες γυναίκες», «Ξύλο», και «Ελεύθερες ρίζες» σκηνές από την αγροτική ζωή στο Οντάριο κρύβουν από πίσω τους δράματα και δυστυχίες, μοναξιά και αγώνα για την επιβίωση. Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής – μάλλον νουβέλα 80 σελίδων - είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα του βιβλίου καθώς εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της φημισμένης μαθηματικού Σοφίας Κοβαλέφσκι (1850-1891), πρώτης γυναίκας που απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στην Ευρώπη και πρώτη γυναίκα καθηγήτρια Πανεπιστημίου. Η Κοβαλέφσκι διασχίζει την Ευρώπη με τρένο για να πάει στην Σουηδία όπου θα αφήσει την τελευταία της πνοή χτυπημένη από πνευμονία και αναπολεί τον αγώνα της για επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση, τις σχέσεις της, τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπισε, τον επικείμενο γάμο της. Θα σβήσει ψιθυρίζοντας τις λέξεις «πάρα πολλή ευτυχία» ανακαλύπτοντας στο τέλος ότι η σύντομη ζωή της ήταν πλήρης από συναισθήματα και εμπειρίες.

« Πάντα να θυμάσαι πως όταν ένας άντρας βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνει πίσω τα πάντα…Όταν βγαίνει μια γυναίκα, παίρνει μαζί της όλα όσα συνέβησαν εκεί.»

Η παλαιότερη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Μ’αγαπάει δεν μ’αγαπάει» μπορεί να μη φτάνει στο σύνολό της την πληρότητα που αποπνέει το «Πάρα πολλή ευτυχία» αλλά εδώ υπάρχουν δύο αριστουργηματικά διηγήματα τα οποία εντυπωσιάζουν με την αρχιτεκτονική τους και την τόσο σύνθετη δομή τους παρά την φαινομενική τους απλότητα.

Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής, καθαρά Τσεχωφικό σε στυλ και υποδόρεια ένταση περιγράφει την ιστορία μιάς ταπεινής γυναίκας μετανάστριας από την Σκωτία, που ντύνεται και στολίζεται νυφούλα για να πάει να παντρευτεί έναν άνδρα ο οποίος σχεδόν δεν έχει ιδέα για την ύπαρξή της. Η Τζοάνα γεροντοκόρη και κακομοίρα οικονόμος μια γηραιάς κυρίας, μόλις εκείνη πεθαίνει πηγαίνει να βρει τον χήρο Κεν Μπουντρό, ο οποίος είναι ένας τζογαδόρος και ακαμάτης τύπος που ζει σε ένα χωριό και έχει κερδίσει ένα κακορίζικο ξενοδοχείο στα χαρτιά. Η κόρη του που έχει έρθει στον θείο της και στην γιαγιά της (της οποίας οικονόμος είναι η Τζοάνα) μαζί με μια φίλη της σκαρώνουν μια φάρσα στην αφελή οικονόμο γράφοντας ερωτικά γράμματα που υπογράφουν ως Κεν Μπουντρό τα οποία η Τζοάνα δεν θέλει και πολύ να πιστέψει. Μια ιστορία που ξεκινάει από μια χοντροκομένη φάρσα και εξελίσσεται σε ένα υπαινικτικό δράμα, καθώς ο Κεν τσεκάρει το βιβλιάριο καταθέσεων που βρίσκει στην τσάντα της Τζοάνα και αποδέχεται σιωπηρά την παρουσία της και τον διαγραφόμενο ρόλο του. Εύθραυστο και καίριο, χαμηλότονο και κινηματογραφικό στη δομή του, το διήγημα αυτό συγκινεί και θέτει προβληματισμούς στον αναγνώστη.

Το έτερο συγκλονιστικό διήγημα είναι το μάλλον διάσημο από την κινηματογραφική του μεταφορά, «Πέρασε η αρκούδα το βουνό» για το οποίο είχα ξαναγράψει αφού συμπεριελήφθη στην ωραία συλλογή του Eugenides, «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε». Στο διήγημα αυτό η Μάνρο περιγράφει την ιστορία ενός παράξενου ερωτικού ζευγαριού που προκύπτει από την εισαγωγή μιας κάποτε πανέμορφης και πανέξυπνης γυναίκας, της Φιόνας σε ένα πολυτελές ίδρυμα λόγω του επιταχυνόμενου αλτζχάιμερ από το οποίο ταλαιπωρείτο. Ο σύζυγός της ο Γκραντ καθηγητής στο τοπικό κολλέγιο με πολλές ερωτικές περιπέτειες στην πλάτη του, παθαίνει σοκ όταν πηγαίνει μετά από ένα μήνα να την επισκεφτεί και την βλέπει να έχει αναπτύξει συναισθήματα μάλλον ερωτικά για έναν άλλο ασθενή (με πιο έντονα συμπτώματα της ασθένειας) τον Όμπρι. Το παράδοξο της κατάστασης εντείνει η διεύθυνση της κλινικής που αντιμετωπίζει την όλη ιστορία ως κάτι φυσιολογικό και ίσως ενθαρρυντικό για την πορεία των ασθενών. Η Μάνρο εξετάζει καλειδοσκοπικά την ιστορία, από τη μεριά του Γκράντ και δημιουργεί ένα αριστουργηματικό διήγημα που από τη μια σε καταθλίβει και από την άλλη σε αφήνει άφωνο με τη δυναμική του.

Τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, που το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται στις ερημιές του Οντάριο, όλα από τη μεριά των γυναικών, που είτε θρηνούν τον πρόσφατο χαμένο σύζυγο, είτε υποφέρουν από καρκίνο, είτε βιώνουν μια ερωτική απογοήτευση ή μια οικονομική καταστροφή αντικατοπτρίζουν γυναίκες σαν τις μορφές του Χόπερ όπως προανέφερα, ανεξάρτητες και πολλές φορές να παραμένουν έφηβες, δυναμικές ή υποταγμένες, κοιταγμένες από απόσταση με κινήσεις άλλοτε μηχανικές και άλλοτε αφηρημένες, να σκέπτονται και να βιώνουν καταστάσεις φαινομενικά με απάθεια αλλά με κάτι υποδόρειο να σιγοβράζει.

«Οι νεαροί σύζυγοι είναι αυταρχικοί στην εποχή μας. Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός από τότε που ήταν σωστοί μνηστήρες, φιγούρες σχεδόν αστείες έτσι πεσμένοι στα γόνατα κι απελπισμένοι μέσα στην ερωτική αγωνία τους. Τώρα, καλά βολεμένοι, το παίζουν αποφασιστικοί κι επικριτικοί. Φεύγουν για τη δουλειά κάθε πρωί, φρεσκοξυρισμένοι, οι νεανικοί λαιμοί τους ν’ασφυκτιούν από τον κόμπο της γραβάτας, περνούν τη μέρα εκπληρώνοντας άγνωστα καθήκοντα, γυρίζουν στο σπίτι την ώρα του φαγητού για να ρίξουν μια περιφρονητική ματιά στο βραδινό και να τινάξουν την εφημερίδα, να την κρατήσουν ανάμεσα στον εαυτό τους και την ανάστατη κουζίνα, στις αδιαθεσίες και τα συναισθήματα, στα μωρά. Πόσα έχουν να μάθουν, και πόσο γρήγορα. Πώς να υποκλίνονται βαθιά στ΄αφεντικά και πώς να μεταχειρίζονται τις γυναίκες τους. Πώς να κρατούν την αξιοπιστία τους για ό,τι έχει να κάνει όχι μόνο με υποθήκες, τοίχους αντιστήριξης, γκαζόν, αποχετεύσεις, πολιτική, αλλά και με τη δουλειά τους, πο ο ρόλος της είναι η συντήρηση της οικογένειας για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Οι γυναίκες λοιπόν είναι εκείνες που γυρίζουν πίσω σ’ένα είδος παρατεταμένης εφηβείας – μέρα με τη μέρα, βέβαια, και πάντα λαμβάνοντας υπόψη την αβάσταχτη ευθύνη που έχουν φορτωθεί στις πλάτες τους, τα παιδιά. Ένα πνευματικό ξαλάφρμα όταν φεύγουν οι άντρες τους. Μια ονειροπόλα εξέγερση, ανατρεπτικές μαζώξεις, ξεσπάσματα γέλιου που δεν είναι τίποτε άλλο από επιστροφή στο σχολείο, κι όλα αυτά να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια από τους τοίχους που πληρώνει ο άντρας τους τις ώρες που δεν είναι εκεί.»

Φέρνοντας στο μυαλό την υπέροχη Φλάνερυ Ο’Κόνορ, τον Φώκνερ ενώ ο Τσέχωφ είναι μονίμως παρών στο background, δεν ξέρω αλλά μου είναι δύσκολο να σκεφτώ πληρέστερο σύγχρονο διηγηματογράφο από την Alice Munro. Κατορθώνει να συμπιέσει ολόκληρες ζωές και έντονα συναισθήματα σε περίπου 20-30 σελίδες απαντώντας ή και δημιουργώντας ερωτήματα, απεικονίζοντας με το δικό της ελαφρώς αποστασιοποιημένο και ειρωνικό στυλ ανθρώπινους ολοζώντανους χαρακτήρες, ακριβώς στην καρδιά της Λογοτεχνίας και όχι στην Πύλη όπως κάπου μια ηρωίδα ενός από τα διηγήματα της σκέφτεται, εκεί όπου η συγγραφέας αυτοσαρκάζεται με πικρό χιούμορ: «Το «Πώς να ζούμε» δεν είναι μυθιστόρημα αλλά μια συλλογή διηγημάτων. Αυτό από μόνο του είναι απογοήτευση. Μοιάζει να μειώνει το κύρος του βιβλίου, κάνοντας τη συγγραφέα να μοιάζει με κάποιον που απλώς περιμένει στην πύλη της Λογοτεχνίας, αντί να εγκαθίσταται με ασφάλεια μέσα σ’αυτή.» Διαβάζοντας την πολυβραβευμένη συγγραφέα, θα προβληματισθείς, θα σε καταθλίψουν κάποια πράγματα και κάποιες καταστάσεις που περιγράφει αλλά το τελικό συναίσθημα είναι η λογοτεχνική πληρότητα και η καθαρή απόλαυση της μοναδικής της γραφής.

 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2011 | Permalink
"Of all the gin joints in all the towns in all the world, she walks into mine..."
Κάτι μεταξύ της «Καζαμπλάνκας» και της «Σύντομης Συνάντησης» το απόλυτα κινηματογραφικό (παλαιότερο αλλά πρόσφατα εκδοθέν στη χώρα μας) εξαιρετικό μυθιστόρημα του υπέροχου Χαρούκι Μουρακάμι με τίτλο «ΝΟΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ, ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ» (国境の南、太陽の西 – Kokkyo no minami, taiyo no nishi), (Εκδ. Ωκεανίδα, μετάφρ. (δυστυχώς από Αγγλικά) Β. Κιμούλης, σελ. 298), αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του Ιάπωνα συγγραφέα, ο οποίος σε μια φαινομενικά απλή ιστορία ερωτικής εμμονής δείχνει την ποίηση και τον δυναμισμό που σε συνδιασμό με το ονειρικό στυλ το οποίο θα κυριαρχήσει στα επόμενα (χρονικά) βιβλία του καθηλώνουν τον αναγνώστη.

Μια συνηθισμένη μέρα στη καθημερινή ζωή ενός κοινότατου ανθρώπου που διάγει ένα μονότονο αστικό και πολύ τακτοποιημένο βίο έρχεται η ανατροπή. Κλισέ; Τελείως… Άσε που το έχεις ξαναδεί ή ξαναδιαβάσει δεκάδες/εκατοντάδες φορές. Το θέμα όμως είναι ο τρόπος, το στυλ – και από αυτό ο Μουρακάμι διαθέτει μπόλικο.
Ο Χατζίμε ιδιοκτήτης δύο πολύ επιτυχημένων τζαζ-μπαρ θεωρούσε ότι η ζωή του είχε μπει σε ένα (αρκετά εύπορο είναι η αλήθεια) δρόμο. Μετά από αρκετή απογοήτευση στον επαγγελματικό τομέα και πολλή μοναξιά στον ερωτικό, γνωρίζει την Γιουκίκο, την ερωτεύεται και παντρεύονται. Ο πατέρας της μεγαλοεργολάβος και αρκετά χωμένος σε σκοτεινά κυκλώματα, τους βοηθάει οικονομικά, έτσι ώστε ο Χατζίμε να υλοποιήσει το όνειρό του και να ανοίξει ένα τζαζ μπαρ με ζωντανή μουσική το οποίο σύντομα γίνεται της μόδας και ο κόσμος συρρέει. Η επιτυχία αυτή φέρνει και το άνοιγμα κι’άλλου μαγαζιού, η συζυγική του ζωή κυλάει ανέφελα, οι προοπτικές είναι ευοίωνες. Αρκεί όμως η εμφάνιση στο μπαρ της πανέμορφης Σιμαμότο, του παιδικού έρωτα του Χατζίμε, τον οποίο εκείνος δεν είχε ξεχάσει (ούτε ξεπεράσει) ποτέ – ένα ερωτικό απωθημένο το οποίο από καιρού εις καιρόν έβγαινε στην επιφάνεια, αρκεί αυτό το γεγονός για να απφασίσει να τα φέρει όλα τούμπα και να αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή του. Μόνο που άλλο πράγμα η επιθυμία και άλλο η «πραγματικότητα», άλλο είναι να είσαι 12 χρονών και άλλο να είσαι μεσήλικας.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο Χατζίμε, μοναχοπαίδι σε μια γιαπωνέζικη κοινωνία όπου το σύνηθες ήταν οι οικογένειες να έχουν πολλά παιδιά, κάνει παρέα με την συνομήλική του Σιμαμότο, μοναχοπαίδι κι αυτή και με πρόβλημα στο πόδι από πολυομυελίτιδα. Τα δύο παιδιά περνάνε πολλές ώρες μαζί γεμάτες με τη μουσική του Νατ Κινγκ Κόουλ που ακούνε από το στερεοφωνικό του εύπορου πατέρα της μικρής. Όμως όταν πηγαίνουν στο γυμνάσιο, οι δρόμοι τους χωρίζουν και δεν κάνουν πια παρέα – έτσι απλά όπως χωρίζουν τα μικρά παιδιά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο…

«Με τ’αυτιά τεντωμένα και τα μάτια κλειστά, φανταζόμουν την ύπαρξη κάποιου τόπου. Ο τόπος αυτός που φανταζόμουν ήταν ακόμη ανολοκλήρωτος. Ομιχλώδης, δυσδιάκριτος, με ασαφές περίγραμμα. Κι όμως ήμουν σίγουρος πως κάτι απόλυτα ζωτικό με περίμεν’εκεί. Και ήξερα πως η Σιμαμότο είχε τα μάτια στυλωμένα στον ίδιο τόπο.
Ήμασταν κι οι δυο ατελή όντα ακόμη, μόλις αρχίζαμε να διαισθανόμαστε την παρουσία μιας απροσδόκητης πραγματικότητας που έμελλε να κατακτήσουμε και θα μας γέμιζε και θα μας ολοκλήρωνε. Μονάχοι οι δυο μας, στο μισοσκόταδο, με τα χέρια σφιχτοπλεγμένα για δέκα φευγαλέα δευτερόλεπτα του χρόνου.»

Η Σιμαμότο θα είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Κάποια στιγμή όταν απογοητευμένος από τη ζωή του (επαγγελματική και ερωτική) θα δει στον δρόμο κάποια που της μοιάζει θα την ακολουθήσει αλλά δειλιάζει να της μιλήσει. Η άγνωστη, ειδοποιεί κάποιον σωματώδη τύπο ο οποίος θα του δώσει ένα φάκελλο με πολλά λεφτά και θα τον απειλήσει, ο Χατζίμε φεύγει φοβισμένος.

Η εμφάνιση στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος της Σιμαμότο, σε τελείως κινηματογραφική μορφή, καθισμένη στο μπαρ, με ένα τσιγάρο στο χέρι, και ο πιανίστας να παίζει όχι βέβαια το «As Time Goes By» αλλά το (πολύ πιο μελαγχολικά αισθαντικό) «Star Crossed Lovers», θα είναι η «ευκαιρία» του Χατζίμε να γυρίσει στο «παιδικό του δωμάτιο», την ευκαιρία να ξαναγράψει την προσωπική του ιστορία, αλλά υπάρχουν δύο αντικειμενικές δυσκολίες. Ο Χατζίμε είναι παντρεμένος και η Σιμαμότο αρνείται να αποκαλύψει κάτι για τη ζωή της ή το παρελθόν της – το μόνο που αντιλαμβάνεται ο «θολωμένος» (και φουλ ερωτευμένος) Χατζίμε είναι ότι κάποιο μπλέξιμο υπάρχει στη ζωή της. Η ζωή τους είναι σαν το τραγούδι «South of the Border» του Νατ Κινγκ Κόουλ:
«Όταν ήμουν παιδί κι άκουγα αυτό το δίσκο, αναρωτιόμουνα τι υπάρχει νότια των συνόρων» είπα.
«Κι εγώ», είπε. «Όταν μεγάλωσα και μπορούσα να διαβάσω στ’αγγλικά τους στίχους, απογοητεύτηκα. Ήταν απλώς ένα τραγούδι για το Μεξικό. Πάντα πίστευα πως υπήρχε κάτι καταπληκτικό νότια των συνόρων.»

«Just close your eyes, and she’ll be there…» τραγουδάει ο μεγάλος Νατ στο "Pretend", και η μουσική μαζί με τις εικόνες κατακλύζουν το βιβλίο. Η κρίση ηλικίας και προσωπικότητας του ήρωα του μυθιστορήματος αντιπροσωπεύουν τον καθημερινό Ιάπωνα, που σε μια αποξενωμένη κοινωνία όπου όλα είναι «εύκολα» και «υπερβολικά» αυτός ζητάει την επιστροφή στην παιδική του ηλικία, στην ανεμελιά του να κάθεσαι σε ένα καναπέ με ένα ωραίο κορίτσι και να ακούς μουσική. Ο Μουρακάμι σε ένα φαινομενικά απλό μυθιστόρημα όπου (όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλα του τα βιβλία) τίποτα ιδιαίτερο δεν φαίνεται να συμβαίνει, όπου οι ήρωες είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που κινούνται με ένα ζεν, λίγο αποστασιοποιημένο τρόπο, όπου οι συνομιλίες είναι αμφίσημες και λίγο αινιγματικές, όπου οι σιωπές και τα βλέμματα παίζουν τον δικό τους ρόλο, καταφέρνει και γίνεται απολαυστικός και ταυτόχρονα ουσιώδης και αναζωογονητικός με την μαγεία του στυλ του.

Γραμμένο το 1992 το μυθιστόρημα, προαναγγέλει κατά ένα τρόπο το ποιοτικότερο βιβλίο του συγγραφέα, το αριστουργηματικό «Κουρδιστό Πουλί», αλλά στο συγκεκριμένο είναι διαφορετικός (όπως και από τα μεταγενέστερα του μυθιστορήματα) και περισσότερο αυτοβιογραφικός – ας μη λησμονούμε ότι ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης του τζαζ-μπαρ «Peter Cat» για 7 χρόνια – ενώ το θεωρώ ιδανικό για κάποιον που δεν έχει ξαναδιαβάσει τον γοητευτικό συγγραφέα. Περισσότερο άμεσος και λιγότερος σουρεαλιστικός, απλούστερος και πιο «ερωτικός» - χαρακτηριστικό είναι ότι οι σεξουαλικές σκηνές του βιβλίου είναι περισσότερες από κάθε άλλο έργο του Μουρακάμι. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία του έργου του είναι το ονειρικό κλίμα και ατμόσφαιρα των ιστοριών του, έτσι λοιπόν και εδώ αν τα γεγονότα συμβαίνουν ή υπάρχουν μόνο στην φαντασία του ήρωα είναι ένα θέμα που παραμένει ανοιχτό σε ερμηνείες και αναλύσεις, αν και στο κάτω-κάτω κανέναν μας δεν ενδιαφέρει αυτό όταν κλείνουμε το βιβλίο με ένα χαμόγελο απόλαυσης που τόσο το έχουμε ανάγκη.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

DUKE ELLINGTON - Star crossed lovers
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011 | Permalink
Laurence Cossé - Η μαγεία της βιβλιοφιλίας και το αδιέξοδο μιας "απόδειξης"
Δεν υπάρχει (αληθινός) βιβλιόφιλος, ο οποίος θα μείνει ασυγκίνητος καθώς θα διατρέχει τις σελίδες του τόσο γοητευτικού (και αγαπησιάρικου) μυθιστορήματος της Γαλλίδας συγγραφέως (γεν.1950) Laurence Cossé με τίτλο «ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ» (Au bon roman), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Κυριακίδης, σελ.451). Χωρίς να είναι αριστούργημα και χωρίς να διεκδικεί τρομερές ποιοτικές δάφνες, το βιβλίο της Κοσέ είναι ένα ουτοπικό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που αγαπούν το καλό βιβλίο.

Γραμμένο με έξυπνη και κινηματογραφική γραφή, το «Στο καλό μυθιστόρημα» έχει τη δομή ενός αστυνομικού θρίλερ – σημείο που αποτελεί και την μεγάλη αδυναμία του. Ο μποέμ Ιβάν και η πλούσια εστέτ Φραντσέσκα μετά από μια τυχαία συνάντηση σε ένα βιβλιοπωλείο που διαχειρίζεται ο πρώτος, σε ένα χειμερινό θέρετρο, αποφασίζουν να ανοίξουν ένα διαφορετικό βιβλιοπωλείο στο Παρίσι σε ένα χώρο που διαθέτει η δεύτερη σε μια ακριβή συνοικία. Στο βιβλιοπωλείο θα διαθέτουν μόνο «καλά» μυθιστορήματα και διηγήματα, όχι best-sellers ή καινούργιες εκδόσεις. Την επιλογή του υλικού τους την αναθέτουν σε μια επιτροπή 8 (όχι ιδιαίτερα ευπώλητων) συγγραφέων που έχουν ξεχωρίσει για την ποιότητα των βιβλίων τους και για τις ιδέες τους. Πρόθεση τους αρχικά είναι να ξεκινήσουν με 3000 τίτλους και για να καταφέρουν να πιάσουν τον στόχο, οι συγγραφείς/εκλέκτορες πρέπει να παραδώσουν μια λίστα από 600 τίτλους ο καθένας, ούτως ώστε (με τις αναπόφευκτες ομοιότητες στις προτάσεις) να επιτευχθεί ο επιθυμητός αριθμός.
Αναγκαστικά λόγω εντοπιότητος, η κατεύθυνση του βιβλιοπωλείου είναι Γαλλοκεντρική γι’αυτό οι εκλέκτορες πρέπει να επιλέξουν τους μισούς τίτλους από την Γαλλική παραγωγή. Οι εκλέκτορες παίρνουν ψευδώνυμα της επιλογής τους και τα ονόματά τους δεν πρόκειται να δημοσιοποιηθούν ενώ οι προτάσεις τους θα ανοιχθούν όλες μαζί έτσι ώστε ο Ιβάν και η Φραντσέσκα να μη γνωρίζουν τις επιλογές τους. Τα κάποια προβλήματα που ανακύπτουν από τις προτάσεις των 8 τα επιλύουν οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης προσθέτοντας και εκείνοι με τη σειρά τους κάποιους τίτλους ενώ η πρόσφατη παραγωγή βρίσκει κι αυτή τη θέση της στα ράφια μετά από ένα χρόνο από την ημέρα κυκλοφορίας και κατόπιν ανάγνωσης από τον Ιβάν και την Φραντσέσκα.

Το βιβλιοπωλείο μετά από μια έξυπνη και πανάκριβη διαφημιστική καμπάνια ανοίγει και σημειώνει εξαιρετική επιτυχία. Ο κόσμος το αγκαλιάζει από την αρχή και αρκετοί πελάτες αρνούνται να φύγουν το βράδυ όταν πρέπει να κλείσει, θεωρώντας το ως προέκταση του σπιτιού τους. Τα βιβλία πουλιούνται σαν ζεστό ψωμί και η ιδέα των δύο ρομαντικών γίνεται “talk of the town” όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και παγκόσμια. Η επιτυχία όμως φέρνει το μίσος και τον φθόνο. Συγγραφείς που τα βιβλία τους δεν είναι στη λίστα, εκδότες που δεν βλέπουν να υπάρχουν στις προθήκες του πιο hot μαγαζιού στην πόλη, δημοσιογράφοι που εξυπηρετούν συμφέροντα, βιβλιοπωλεία-πολυκαταστήματα που θεωρούν ότι θίγονται από τον (αποκαλούμενο ή και υποτιθέμενο) «αριστοκρατισμό» του πρωτότυπου βιβλιοπωλείου. Όλοι αυτοί ξεκινούν έναν αγώνα δυσφήμισης και βρώμικου ανταγωνισμού ο οποίος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εάν δεν έμπαινε στη μέση η βία. 3 από τα μέλη της επιτροπής, συγγραφείς που ζουν στην επαρχία δέχονται επιθέσεις, οι οποίες στην αρχή φαίνονται ασύνδετες αλλά όταν τις καταγγέλουν στον Ιβάν εκείνος μαζί με την συνεργάτιδα του προσφεύγουν στην αστυνομία για βοήθεια. Την υπόθεση αναλαμβάνει ένας βιβλιόφιλος αστυνομικός ο οποίος θα την επιλύσει με σχετική ευκολία αλλά μέχρι τότε θα έχουν αλλάξει πολλά…

«Θέλουμε βιβλία χρήσιμα, βιβλία που να μπορούμε να τα διαβάσουμε την επομένη μιας κηδείας, όταν δεν έχουμε πια άλλα δάκρυα, όταν δεν μπορούμε ούτε να σταθούμε στα πόδια μας, έτσι όπως μας έχει απανθρακώσει ο πόνος• βιβλία που να είναι εκεί σαν συγγενείς όταν έχουμε συγυρίσει το δωμάτιο του νεκρού παιδιού, έχουμε αντιγράψει το ημερολόγιό του για να το έχουμε πάντα μαζί μας, έχουμε μυρίσει χιλιάδες φορές τα ρούχα του στη στεγνώστρα, κι όταν δεν μπορούμε πιά να κάνουμε τίποτα• βιβλία για τις νύχτες όπου, παρά την εξάντλησή μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, και δε θέλουμε άλλο απ΄το να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από εικόνες που μας στοιχειώνουν• βιβλία που να έχουν ειδικό βάρος και να μην μπορούμε να τ’αφήσουμε απ’τα χέρια μας όταν συνέχεια αντηχεί στ’αφτιά μας η ψιθυριστή κουβέντα του αστυνομικού: «Δε θα ξαναδείτε ζωντανή την κόρη σας»• όταν δεν μπορούμε πια να θυμόμαστε που ψάχναμε τον μικρό Ζαν παντού στο σπίτι, κι ύστερα σαν τρελοί στον κήπο, όταν είκοσι φορές τη νύχτα τον βρίσκουμε στη μικρή γούρνα, μπρούμυτα σε τριάντα εκατοστά νερό• βιβλία που να μπορούμε να τα δώσουμε σ’αυτή τη φίλη που ο γιός της κρεμάστηκε στην κάμαρά του πριν από δύο μήνες κι είναι σαν να μη πέρασε ούτε ώρα• στον αδελφό που η αρρώστια τον έχει κάνει αγνώριστο…
Θέλουμε βιβλία γραμμένα για μας που αμφισβητούμε τα πάντα, που κλαίμε με το τίποτα, που τιναζόμαστε στον παραμικρό θόρυβο πίσω μας.
Θέλουμε βιβλία που να’χουν στοιχίσει πολύ στον συγγραφέα του, βιβλία όπου να έχουν εναποτεθεί τα χρόνια της δουλειάς του, η πιασμένη ράχη του, τα μπλοκαρίσματά του, η τρέλα του κάτι στιγμές που νόμιζε ότι χανόταν, η αποθάρρυνσή του, το κουράγιο του, το άγχος του, το πείσμα του, το ρίσκο της αποτυχίας που πήρε.
Θέλουμε όμορφα βιβλία που να βυθίζονται στην ομορφιά του πραγματικού και να μας κρατούν εκεί• βιβλία που να μας αποδεικνύουν ότι, στον κόσμο, η αγάπη λειτουργεί στο πλευρό του Κακού, αλλά και εναντίον του, καμιά φορά αδιακρίτως, και πάντα έτσι θα λειτουργεί, όπως και ο πόνος θα πληγώνει πάντα τις καρδιές. Θέλουμε καλά μυθιστορήματα.
Θέλουμε βιβλία που να μην παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία, τίποτα από τα καθημερινά θαύματα• βιβλία που να γεμίσουν πάλι τα πνευμόνια μας με αέρα.»

Περισσότερο μανιφέστο βιβλιοφιλίας και λιγότερο μυθιστόρημα, το βιβλίο της Κοσέ ποντάρει στη δύναμη του συναισθήματος και στην γοητεία του θέματος και της υπέροχης (αυτοκτονικής βέβαια με καθαρά οικονομικούς όρους) ουτοπικής ιδέας. Ο βιβλιόφιλος αναγνώστης συγκινείται και ζηλεύει (που δεν μπορεί εκείνος να υλοποιήσει την ιδέα), παρασύρεται και δεν προσέχει τις χτυπητές αδυναμίες της πλοκής.
Μ’άρεσε τόσο το βιβλίο, απόλαυσα την (μυθιστορηματική έστω) προσπάθεια υλοποίησης ενός ωραίου βιβλιοπωλείου και δεν στέκομαι στο ότι η αστυνομική πλοκή είναι υποτυπώδης ίσως δε προσχηματική, το πάθος του Ιβάν για την μυστηριώδη Ανίς είναι χλιαρό και ανούσιο. Αφήνω στην άκρη τις γκρίνιες γύρω από το ηθικό θέμα που προκύπτει περί της υποκειμενικής επιλογής και στο τι είναι καλό και τι κακό μυθιστόρημα. Θέλω απλά να απολαμβάνω τις σελίδες της δημιουργίας του βιβλιοπωλείου - όνειρο, να ανατρέχω στους προτεινόμενους συγγραφείς και να διαπιστώνω τις ελλείψεις μου πάνω στη Γαλλική γραμματολογία. Να συμβουλεύομαι το εκπληκτικό site του βιβλίου με τη λίστα ορισμένων από τους προτεινόμενους τίτλους και να διαφωνώ ή να συμφωνώ μαζί τους.


Ένα εξίσου έξυπνο εύρημα (όπως αυτό του βιβλιοπωλείου με τα «καλά μυθιστορήματα) χρησιμοποίησε η Laurence Cossé και στο έτερο μυθιστόρημα / νουβέλα της που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά με τίτλο «Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ» (Le Coin de voile), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ρ.Παπαδάκη, σελ. 268).

Αν υποθέσουμε ότι κάποιος βρήκε την απόδειξη της ύπαρξης Θεού τότε τι γίνεται; Αυτή την ιδέα πραγματεύεται με παιχνιδιάρικο και μάλλον διασκεδαστικό τρόπο η συγγραφέας εξετάζοντας το θέμα περισσότερο από κοινωνική και πρακτική πλευρά παρά από θεολογική (η οποία εμπεριέχει διάφορους κινδύνους).

Στο τάγμα των Ιησουιτών στο Παρίσι («Καζουιστές» στο κείμενο) δύο από τα εξέχοντα και παλαιότερα μέλη του γίνονται αποδέκτες μια επιστολής που αποδεικνύει με ατράνταχτο και αδιαπραγμάτευτο τρόπο την ύπαρξη του Θεού. Με το που διαβάζουν την επιστολή πείθονται αμέσως και το ίδιο συναίσθημα νιώθουν ένας-δύο άτομα της εμπιστοσύνης τους που την διαβάζουν κι αυτοί. Όταν ενημερώνεται ο Έπαρχος (Διοικητής) του Τάγματος γι’αυτό το τεράστιας σημασίας γεγονός αρνείται να διαβάσει την επιστολή και ενημερώνει τον Πρωθυπουργό ο οποίος πείθεται αμέσως για την «απόδειξη» και ενημερώνει τους υπουργούς του, διότι διαβλέπει τις προεκτάσεις του γεγονότος αυτού όταν διαρρεύσει στο πλατύ κοινό. Η λύση θα δοθεί από το Βατικανό όταν θα κληθούν στην Αγία Έδρα οι αποδέκτες της επιστολής-δυναμίτης.

«…Καταλάβαινε πως μέσα σε λίγες βδομάδες, η απόδειξη ύπαρξης του Θεού θα μπορούσε να καταστρέψει την ισορροπία του κοσμικού κράτους. Γιατί η ισορροπία βασίζεται στην αβεβαιότητα ύπαρξης του Θεού. Η απουσία απόδειξης της ύπαρξης του Θεού επιβάλλει στους άπιστους• αλλά και η απουσία απόδειξης της ανυπαρξίας Του, τον σεβασμό στους πιστούς.
Αν οι πιστοί έβλεπαν τις πεποιθήσεις τους να επιβεβαιώνονται, θα άνοιγε διάπλατα η πόρτα στον φανατισμό! Και πόση οργή θα απλωνόταν στο στρατόπεδο των απίστων!
Μπορεί ο αθεϊσμός και ο αγνωστικισμός να γίνονταν λέξεις κενές νοήματος, δεν θα ίσχυε όμως το ίδιο για την ελευθερία. Ο σύγχρονος άνθρωπος θα αρνιόταν να εγκαταλείψει την ελεύθερη βούλησή του. Για κάθε εκατό που θα γονάτιζαν, άλλοι εκατό θα έμεναν όρθιοι.»

Είναι μια έξυπνη ιδέα που μένει απλώς ιδέα. Η νουβέλα της Κοσέ μοιάζει ανολοκλήρωτη, αγωνία δεν υπάρχει, ενώ παρά το «άπλωμα» των σελίδων και του πλήθους των προσώπων / χαρακτήρων που εισέρχονται στη δράση, η φλυαρία και οι εξυπνάδες κυριαρχούν ενώ το αστυνομικό ή θριλερίστικο στοιχείο είναι τόσο αχνό που γίνεται αόρατο. Με ένα θέμα που θα μπορούσε να προβληματίσει ή να διακωμωδήσει (ανάλογα με τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει ο συγγραφέας), τελικά όλα μένουν μετέωρα και σχηματοποιημένα – το ίδιο πάνω, κάτω έπαθε και ο καλός σκηνοθέτης Νάνι Μορέτι στην άνιση ταινία του «Habemus Papam» - αποδεικνύοντας την «επικινδυνότητα» τέτοιων προβληματισμών. Διαβάζεται εύκολα και γρήγορα – ο πραγματικός του όγκος είναι ο μισός λόγω των πολλών μικρών κεφαλαίων – αλλά σε σύγκριση με το «Στο καλό μυθιστόρημα» δεν στέκεται καθόλου.

 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011 | Permalink
Solar
Δύσκολα μπορεί να σ’αρέσει ένα μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό ήρωα ένα πολύ αντιπαθητικό άνθρωπο στον οποίο από την αρχή μέχρι το τέλος ψάχνεις έστω ένα στοιχείο να εκτιμήσεις. Εκεί έγκειται το κυριότερο (ανάμεσα σε διάφορα άλλα) πρόβλημα του θεματικά ενδιαφέροντος και επίκαιρου αλλά αμφιλεγόμενου, πρόσφατου μυθιστορήματος του (ευρισκόμενου σε συνεχή πτώση τα τελευταία χρόνια) Βρετανού συγγραφέα Ian McEwan, με τίτλο «SOLAR», (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.421).

Όπως και στη επιβλητική του «Εξιλέωση», ο ΜακΓιούαν στήνει τον μύθο του βιβλίου του πάνω σε μια εξαπάτηση. Ο νομπελίστας Φυσικός Μάϊκλ Μπίαρντ έχει καταφέρει κατά τη διάρκεια της ζωής του να εξαπατήσει και να πιάσει κορόϊδα τους πάντες. Με το βραβείο πολλά χρόνια πίσω του πιά, παρηκμασμένος και ξεπερασμένος από τις επιστημονικές εξελίξεις του τομέα του, έχει φτάσει στα 53 του και ακόμα εκμεταλλεύεται και εξαργυρώνει την επιτυχία του, συμμετέχοντας σε επιτροπές, και δίνοντας διαλέξεις. Έτσι τώρα έχει τοποθετηθεί από την Βρετανική κυβέρνηση σε ένα πρόγραμμα ανάπτυξης νέων πηγών ενέργειας όπου περισσότερο δίνει αίγλη με τον τίτλο του στο ίδρυμα παρά δουλεύει. Η «κρίση ηλικίας» τον έχει χτυπήσει στο κεφάλι κυρίως όταν διαπιστώνει ότι έχει εύκολα αποδεχτεί την «απιστία» της 5ης συζύγου του, της πανέμορφης Πατρίς με έναν σωματώδη οικοδόμο – ο οποίος του ρίχνει και μια σφαλιάρα όταν πάει να του ζητήσει τον λόγο.

Η ζωή του όμως θα αλλάξει ριζικά όταν γυρνώντας από ένα επεισοδιακό ταξίδι στον Αρκτικό κύκλο θα βρει στο σπίτι του τον βοηθό (και οδηγό) του στο Κέντρο Ερευνών γυμνό στο σαλόνι. Μέχρι να καταλάβει τι έχει συμβεί ο τύπος αρχίζει να του δικαιολογείται για την σχέση του με την Πατρίς και να τον ακολουθεί μέσα στο σπίτι. Τότε σκοντάφτει σε ένα χαλί, πέφτει, χτυπάει στην κόχη ενός τραπεζιού και πεθαίνει ακαριαία. Ο Μπίαρντ αντί να τηλεφωνήσει ή να ζητήσει βοήθεια, σπεύδει να τοποθετήσει το πτώμα σε τέτοια θέση ώστε να φαίνεται ότι κάποιος τον έχει δολοφονήσει. Έχοντας βρει κάποια εργαλεία του εργάτη αφημένα στον κήπο, τα τοποθετεί έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ποιος έκανε το έγκλημα. Ο άτυχος οικοδόμος καταδικάζεται εύκολα, ενώ ο Μπίαρντ με τον τυχαίο θάνατο του βοηθού του βρίσκεται κάτοχος των σημειώσεων του και ενός πρωτοποριακού σχεδίου / ιδέας που ανέπτυσσε εκείνος με μεθόδους παραγωγής ενέργειας από την ηλιακή ακτινοβολία. Ο Μπίαρντ οικειοποιείται τις σημειώσεις, παρουσιάζοντας τες ως δικές του και απολαμβάνοντας οφέλη οικονομικά και επιστημονικά.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε 3 χρονικές περιόδους. Ξεκινάει το 2000 με τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω, συνεχίζεται το 2005 με τον Μπίαρντ να ταξιδεύει συνεχώς καλεσμένος (με το αζημίωτο) σε διάφορες ομιλίες αφού πλέον έχει γίνει ειδικός στις αναδυόμενες μορφές ενέργειας και στην προσέλκυση επενδύσεων στον συγκεκριμένο τομέα, ενώ από την άλλη γίνεται όλο και περισσότερο αντιπαθής (και γνωστός) στο κοινό με διάφορες ακραίες θέσεις του, ενώ έχει και μια αρκετά ισορροπημένη σχέση με την Μελίσσα που θέλει απεγνωσμένα ένα παιδί μαζί του. Το τρίτο μέρος διαδραματίζεται το 2009 όταν ο Μπίαρντ ετοιμάζεται για την υλοποίηση μιας τεράστιας επένδυσης στις Η.Π.Α., είναι ήδη πατέρας ενός πανέξυπνου κοριτσιού, έχει παχύνει όσο δεν πάει άλλο και τα προβλήματα, επαγγελματικά και προσωπικά έχουν αρχίσει να τον πλησιάζουν.

Το μυθιστόρημα έχει πολλά καλά, αλλά και αρκετά αρνητικά στοιχεία που βαραίνουν στην τελική εντύπωση. Κατ’αρχήν, είναι καλογραμμένο, κλασσικό page turner, πανέξυπνο και σπιντάτο. Ο ΜακΓιούαν σαν πολύ καλός συγγραφέας που είναι, «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη του βάζοντας κωμικά στοιχεία σε μια πικρή και κυνική ιστορία, ενώ εντυπωσιάζει (όπως και στο άνισο «Σάββατο») η ενδελεχής προεργασία και η προσοχή στη λεπτομέρεια πάνω στο επιστημονικό πεδίο. Από την άλλη, νιώθεις ότι διαβάζεις μια ιστορία που δεν οδηγεί πουθενά, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, γκροτέσκο και υπερβολικό όπως κανένα άλλο του συνήθως λιτού συγγραφέα, εν γένει ένα ασήμαντο μυθιστόρημα που εάν δεν έφερε την βαριά υπογραφή ενός μεγάλου στυλίστα μπορεί και να μην εκδιδόταν. Ο Μπίαρντ θα μπορούσε να είναι ένας τραγικός ήρωας χαμένος στον εγωιστικό και υπερφίαλο κόσμο του, αλλά κάποιες στιγμές νομίζεις ότι διαβάζεις τις περιπέτειες του Mr Bean, κυρίως στην ξεκαρδιστική εκδρομή στον Αρκτικό κύκλο, όπου παγώνει το πουλί του όταν σταματάει το έλκηθρο να κατουρήσει ενώ έχει πολικό ψύχος, ή με τα πατατάκια και τον άγνωστο στο τρένο ή καθώς μπουκώνεται με σάντουιτς σολωμού ή pancakes…

Ο Μπίαρντ σαν την Βριώνη στην Εξιλέωση δεν έχει καμμία τύψη για την εξαπάτηση και την καταστροφή κάποιων ανθρώπων, ενώ ούτε καν θυμάται μετά από λίγο καιρό για την λογοκλοπή, για την οικειοποίηση μιας επιστημονικής εργασίας – ιδέες τις οποίες θεωρεί δικές του. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα και χωρίς καμμία διάθεση αυτοκριτικής ή συμπόνοιας. Αυτοπαραμυθιάζεται και μετά παρουσιάζει ιδέες άλλων για δικές του χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ πιστεύει ότι όλοι οι άλλοι παραλογίζονται ανίκανος να αναλάβει ουδεμία προσωπική ευθύνη. Ο ΜακΓιούαν «ισοπεδώνει» την πανεπιστημιακή κοινότητα με σκληρό τρόπο αλλά θα μπορούσε να το κάνει σε μικρότερη κλίμακα χωρίς τόσες πολλές και ανούσιες φλυαρίες.

Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του μυθιστορήματος είναι το θεωρητικό του υπόβαθρο. Η πολυδιαφημισμένη «πράσινη ανάπτυξη» (ή και «πράσινος καπιταλισμός») ως στοιχείο άκρατου και εύκολου πλουτισμού τίθεται στο μικροσκόπιο. Η ηλιακή ενέργεια που υποτίθεται ότι θα αντικαταστήσει την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων δεν είναι τίποτα άλλο από μια υπερκερδοφόρα πηγή όπου οι επιχειρηματίες ποντάρουν στην κλιμακούμενη υπερθέρμανση του πλανήτη. Η γιγαντιαία επένδυση στο Νέο Μεξικό που κάνει ο Μπίαρντ με τον συνεργάτη του στηρίζεται πάνω σ’αυτό – η κυνικότητα δε του ήρωα, φαίνεται σε μια αποστροφή του, όταν διαβεβαιώνει «Η καταστροφή βρίσκεται προ των πυλών. Χαλάρωσε!»… Καθώς το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται η αίσθηση ότι οι λύσεις στο θέμα της ενέργειας και γενικότερα στο οικοσύστημα θα έρθουν από ανθρώπους σαν τον ήρωα του βιβλίου σε γεμίζει με απαισιοδοξία και θλίψη – αντέχεται άραγε τόσος κυνισμός;





Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

The Stranglers - Always the sun