Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2012 | Permalink
BOOKTALKS - Εκπομπή Νο 2
Με μικρή καθυστέρηση (λόγω του ποστ για το "Κράτα μου το χέρι" του Δ.Μαμαλούκα) αναρτώ το podcast της δεύτερης εκπομπής των "Booktalks" στο Amagi radio. Στην εκπομπή ήταν καλεσμένη η Μαρία Ξυλούρη μετά την πρώτη ώρα, όπου συζητήσαμε για το μυθιστόρημα της "Πως τελειώνει ο κόσμος" και όχι μόνο.

Μη ξεχνάτε την live μετάδοση κάθε Σάββατο 2-4. Στην προσεχή εκπομπή θα είναι καλεσμένος ο Δημήτρης Μαμαλούκας να συζητήσουμε για το καινούργιο του μυθιστόρημα αλλά και για άλλα πολλά.

  BOOKTALKS-AMAGI RADIO ΕΚΠΟΜΠΗ 2 by librofilo
 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2012 | Permalink
Ένας άνθρωπος μόνος


Στο 8ο επεισόδιο του 4ου κύκλου της καταπληκτικής τηλεοπτικής σειράς «Mad Men», ο πρωταγωνιστής, έχει έναν συγκλονιστικό (και άκρως ποιητικό) μονόλογο, που ξεκινάει κάπως έτσι: «Όταν ένας άνδρας μπαίνει μέσα σ’ένα δωμάτιο, κουβαλάει μαζί του όλη του τη ζωή. Έχει ένα εκατομμύριο λόγους να βρίσκεται οπουδήποτε, απλά ρώτησέ τον… Εάν τον ακούσεις προσεκτικά, θα σου εξηγήσει πως έφθασε εκεί.» Ο μονόλογος αυτός, δεν μπορούσε να βγει απ’το μυαλό μου καθώς διέτρεχα τις σελίδες της έξοχης νουβέλας του Δημήτρη Μαμαλούκα, (Αθήνα, 1968), με τίτλο «ΚΡΑΤΑ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ», (Εκδ. Ψυχογιός, σελ. 184), μιας ιστορίας που θεωρώ ότι πηγαίνει τον συγγραφέα, ένα αρκετά τολμηρό βήμα μπροστά σε ένα στυλ διαφορετικό από αυτό που τον έχουμε συνηθίσει (και αγαπήσει) με τα προηγούμενα βιβλία του.

Στην σύντομη αυτή νουβέλα του,ο Μαμαλούκας αφήνει (προσωρινά) στην άκρη τις αστυνομικές ιστορίες με την ξέφρενη πλοκή και την αρκετή βία και μας αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου με πολλά μυστικά. Μια ιστορία υπαρξιακή με πολύ μυστήριο, που σου δημιουργεί ένα αίσθημα εγκλεισμού, συνεχούς άγχους και αγωνίας.

Ένας άνθρωπος (που δεν θα μάθουμε ποτέ τ’όνομά του) φθάνει σε μια Ιταλική πόλη ανεμοδαρμένη, γκρίζα και απρόσωπη. Νοικιάζει ένα ανήλιαγο και στενόχωρο διαμέρισμα σε μια ιδιόμορφη πολυκατοικία, που το μεγαλύτερο μέρος της είναι πολυτελέστατο και μη προσβάσιμο εύκολα. Δεν τον πολυενδιαφέρει η ποιότητα της διαμονής του, εκείνος θέλει μόνο να γράψει το βιβλίο του αλλά στο ισόγειο του τεράστιου αυτού κτιρίου, υπάρχει ένας κινηματογράφος και το διαμέρισμα του ήρωα βρίσκεται ακριβώς πίσω από την οθόνη. Κατά συνέπεια από νωρίς το απόγευμα έως αργά το βράδυ, δεν υπάρχει περίπτωση να σταθεί κανείς μέσα στο διαμέρισμα, λόγω του θορύβου που δεν μπορείς να αποφύγεις με τίποτα.

Ο άνθρωπος αυτός, περνάει αρκετές ώρες σε ένα κοντινό μπαρ όπου προσπαθεί να γράψει και κάνει μακρινές βόλτες στα περίχωρα της πόλης. Στις διαδρομές του βλέπει συχνά-πυκνά ένα μικρό κορίτσι που του τραβάει την προσοχή. Είναι μια μικρή πόρνη που κάτι του θυμίζει. Την σκέπτεται συνέχεια και σιγά-σιγά η ιδέα του να την διασώσει από τα χέρια των ανθρώπων που την εκμεταλλεύονται του γίνεται εμμονή. Δεν τον ενδιαφέρει αν αυτή του η απελπισμένη και βαθιά ανθρώπινη κίνηση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή του. Ή μήπως όχι; Σ’αυτή την αέναη μάχη του «Καλού» με το «Κακό» ποιος θα κερδίσει; Μήπως οι γραμμές μεταξύ των δύο δεν είναι τόσο ευδιάκριτες;

«Ή ώρα που έβγαινε ήταν λίγο πριν από τη δύση του ηλίου. Το σούρουπο ερχόταν χωρίς καλά καλά να το καταλάβει και η ματιά του γινόταν ακόμα πιο φτωχή και περιορισμένη, διότι εκείνος ήταν ένας ακρωτηριασμένος άνθρωπος, κάποιος που η μοίρα του είχε στερήσει τα χρώματα.
Ήταν κι αυτό ένα μέρος της προηγούμενης ζωής του. Τα χρώματα χάθηκαν απότομα, σαν ξαφνικό χτύπημα, σαν εφιάλτης που του κατέστρεψε τα κωνία και τις χρωστικές ουσίες και τον καταδίκασε να ζει σ’έναν γκρίζο κόσμο. Από εκείνη τη μέρα αυτό το μονότονο χρώμα απέκτησε στα μάτια του δεκάδες αποχρώσεις, δεν μπορούσε όμως να μαντέψει τα αληθινά χρώματα από τη φωτεινότητα ή την απόχρωσή τους. Καθαρό, αμόλυντο γκρίζο δε σήμαινε άσπρο χρώμα, σήμαινε καθαρό χρώμα, καθαρή, καλά φωτισμένη επιφάνεια.
Με τον καιρό προσαρμόστηκε και προσπάθησε να ξεχάσει κάποιες μαγευτικές εικόνες, όπως ένα καταπράσινο λιβάδι γεμάτο κόκκινες παπαρούνες ή κάποια χρώματα που προκαλούν θαυμασμό, όπως το μεθυστικό μοβ που σπάει από ένα κόκκινο της τερακότας σ’ένα ηλιοβασίλεμα. Γι’αυτόν η γκάμα των χρωμάτων ήταν η γκάμα του γκρίζου. Φανταζόταν και περιέγραφε ό,τι έβλεπε με αποχρώσεις όπως το γυαλιστερό γκρίζο του αλουμινίου, το πλούσιο γκρίζο του ασημιού, το πεθαμένο γκρίζο της ασφάλτου κι άλλα πολλά που γεννούσε η φαντασία του, σαν παιχνίδι ή σαν άμυνα απέναντι στην αρρώστια του.
Έτσι η πόλη κάποιες μέρες του φαινόταν μουντή, πνιγμένη κάτω από ένα απέραντο ψηφιδωτό σκούρων σύννεφων γεμάτων βροχή, κι άλλες φορές έδειχνε καθαρή και φωτισμένη απ’το γκριζόασπρο φως που της χάριζε ο ήλιος. Πάντα όμως παρέμενε παραμορφωμένη πίσω από το μονότονο και στενόχωρο γκρίζο φίλτρο, ενώ τις νύχτες γινόταν ακόμα πιο σκοτεινή, ακόμα πιο μελαγχολική, σαν φθαρμένη κόπια παλιάς ασπρόμαυρης ταινίας.»

Ο ήρωας έχει αχρωματοψία και φοράει συνεχώς γάντια. Μικρές λεπτομέρειες (συστατικό που χαρακτηρίζει την συγγραφική ματιά του Μαμαλούκα), που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής – όπως εξάλλου και οι διαφημιστικές αφίσες που μόνο «λεπτομέρειες» δεν είναι τελικά, από μια τέτοια είναι κι ο τίτλος της νουβέλας. Ο ήρωας δεν βλέπει χρώματα παρά μόνο γκρίζο, είναι το «γκρίζο» το χρώμα του βιβλίου, το χρώμα της πόλης, το χρώμα της ίδιας της ζωής. Ο ήρωας θέλει να ξεφύγει από μια κατάρα, κάτι τρομακτικό που τον περιβάλλει. Σκέπτεται ν’αυτοκτονήσει όπως εκείνος ο Ρώσος ποιητής, ο Γιεσένιν αλλά δεν βρίσκει το θάρρος. Η κοπέλα που μπορεί να είναι «άγγελος», μπορεί να είναι όμως και «δαίμονας» θα του δώσει κάποιο νόημα στις τελευταίες του ημέρες.

Σ’αυτό το βαθιά υπαρξιακό και άκρως συμβολικό μυθιστόρημα, ο Μαμαλούκας «ξεχνά» τις (χαριτωμένες γενικώς) εμμονές του, όπως τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα ακριβά ρολόγια, τις σκηνές δράσης, τους κοφτούς κι ασθματικούς διαλόγους. Γίνεται περισσότερο εσωτερικός, πολλές φορές και λυρικός ενώ είναι εμφανής η προσπάθειά του για μεγαλύτερη οικονομία στον λόγο και την εξαιρετική διαχείριση της ιστορίας έτσι ώστε να μην ολισθήσει προς την φλυαρία και το «πλάτιασμα» της πλοκής.

Trafficking, μοναξιά, απρόσωπες πόλεις, λεκτική (και όχι μόνον) βία, εξαιρετική ατμόσφαιρα, όλα αυτά συνθέτουν μια δυναμική και νεορομαντική ιστορία, η οποία έχει αποχρώσεις νουάρ - έτσι κι αλλιώς το βλέπουμε συνέχεια τα τελευταία χρόνια, το κοινωνικό μυθιστόρημα πλέον έχει αστυνομικές πτυχές και αντιστρόφως. Το σπαρακτικό φινάλε της εξαιρετικής αυτής νουβέλας μπορεί να μην έχει καμιά τρομερή ανατροπή (από αυτές που μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας στα προηγούμενα έργα του), αλλά η διάσταση που δίνεται στην ιστορία και η αγωνία που διαχέεται στις τελευταίες πενήντα σελίδες, «κυνηγάνε» τον αναγνώστη, ο οποίος δεν μπορεί τόσο εύκολα να απαλλαχθεί από το αίσθημα της ασφυξίας που νιώθει κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.

Υ.Γ.1 Το απόσπασμα από την σειρά «Mad Men», παρατίθεται εδώ.

Υ.Γ.2 Στο τραγούδι που ακούγεται, οι στίχοι είναι του Cesare Pavese (1908-1950), του μεγάλου συγγραφέα που αυτοκτόνησε κι αυτός στο Τορίνο.




 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012 | Permalink
Το καλοκαίρι εκείνο...


Πολύ καιρό είχα να διαβάσω ένα τόσο συναρπαστικό και  χορταστικό μυθιστόρημα σαν την «ΧΗΡΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ» («A widow for one year»), του εξαιρετικού «παραμυθά» JOHN IRVING (Η.Π.Α.,1942), (Εκδ. Μελάνι, (έξοχη) μετάφρ. Κ.Κραμβουσάνου, σελ.641). Ο πολυγραφότατος και ιδιαίτερα επιτυχημένος αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος - Όσκαρ διασκ.σεναρίου για το «The Cider house rules» (Θέα στον ωκεανό) - , σ’αυτό του το βιβλίο, φθάνει στα επίπεδα των δύο παλαιότερων βραβευμένων αριστουργημάτων του, «Ο κατά Γκαρπ κόσμος» και «Το ξενοδοχείο Νέο Χαμσάϊρ».

Το μυθιστόρημα του Ίρβινγκ είναι μια εξονυχιστική και με πολύ χιούμορ καταγραφή της ζωής μιας άκρως λογοτεχνικής οικογένειας αλλά και του ανθρώπου που συνδέθηκε όσο κανείς άλλος μαζί τους, ο οποίος ήταν κι αυτός συγγραφέας. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις χρονικές περιόδους, το καλοκαίρι του 1958, το φθινόπωρο του 1990 και το φθινόπωρο του 1995.
Το καλοκαίρι του 1958 ο επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων Τεντ Κόουλ και η σύζυγός του Μάριον, δεν έχουν ακόμα ξεπεράσει την μεγάλη τραγωδία που τους χτύπησε αρκετά χρόνια πριν, όταν χάθηκαν τα δύο αγόρια τους, ο Τομας και ο Τίμοθυ σε ένα παράλογο και φρικιαστικό αυτοκινητιστικό ατύχημα.

Η μικρή  Ρουθ δεν τους γνώρισε ποτέ αφού γεννήθηκε μετά το ατύχημα σε μια προσπάθεια των γονιών της να «αντικαταστήσουν» τα νεκρά αδέρφια της χωρίς να φαντάζονται ότι υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες το μωρό να είναι κόρη και όχι γιός». Στην πραγματικότητα η Μάριον, η μητέρα της δεν την ήθελε ποτέ και αυτό αποτέλεσε ένα μεγάλο σημείο τριβής στο ζευγάρι. Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την τετράχρονη Ρουθ, το καλοκαίρι του 1958, να ξυπνάει μέσα στη νύχτα ακούγοντας ήχους από το δωμάτιο των γονιών της. Οι γονείς της βρισκόντουσαν ήδη σε διάσταση και δεν έμεναν πλέον μαζί, η Ρουθ όμως στην ηλικία της δεν το είχε καταλάβει. Νομίζει ότι η μητέρα της κάνει εμετό και πηγαίνει να δει τι συμβαίνει. Εκεί βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή που θα την συνοδεύει (όχι μόνο αυτήν) σε όλη της τη ζωή. Ο δεκαεξάχρονος βοηθός για το καλοκαίρι, του πατέρα της,  Έντι Ο’Χέαρ, «έχοντας καβαλήσει τη μάνα της από πίσω και χουφτώνοντας τα βυζιά της, την πηδούσε στα τέσσερα σαν σκυλί.»

«Η στριγγλιά ενός τετράχρονου μπορεί να σπάσει τύμπανα. Αν και ταραγμένη, η Ρουθ εντυπωσιάστηκε από την ταχύτητα με την οποία ο νεαρός ξεκαβαλίκεψε τη μάνα της – κινήθηκε πραγματικά αστραπιαία μακριά από τη γυναίκα και το κρεβάτι το ίδιο, με τέτοιο συνδιασμό ζήλου και πανικού που θα έλεγε κανείς ότι είχε εκτοξευτεί. Έπεσε πάνω στο κομοδίνο και σε μια προσπάθεια να καλύψει τη γύμνια του τράβηξε το καπέλο του πορτατίφ, που μες στον πανικό του είχε μόλις σπάσει, κι επιχείρησε να το κάνει ασπίδα. Με αυτό τον τρόπο έδειχνε λιγότερο απειλητικό είδος φαντάσματος απ’ότι είχε αρχικά πιστέψει η Ρουθ και, επιπλέον, τώρα που τον έβλεπε καλύτερα, μπορούσε και να τον αναγνωρίσει. Ήταν το παιδί που έμενε στον πιο απομακρυσμένο ξενώνα του σπιτιού, το παιδί που οδηγούσε το αυτοκίνητο του πατέρα της – το παιδί που δούλευε για τον μπαμπά της, όπως της είχε πει η μαμά της…Η μικρή δεν είχε ξαναδεί φυσικά το αγόρι χωρίς τα ρούχα του. Πάντως ήταν σίγουρη ότι το όνομα του ήταν Έντι κι ότι δεν ήταν φάντασμα. Όμως, καλού κακού, κλαίγοντας μ’αναφιλητά, το τετράχρονο πάτησε ακόμα μια τσιρίδα.
Η μητέρα της, ακόμα στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, έδειχνε ομολογουμένως ψύχραιμη. Μισοκοίταξε την κόρη της με μια έκφραση αποκαρδίωσης, στα όρια της απελπισίας. Προτού η Ρουθ ουρλιάξει για τρίτη φορά, η μητέρα της μίλησε: «Μη φωνάζεις πουλάκι μου» της είπε. «Δεν είναι τίποτα. Ο Έντι κι εγώ είμαστε μόνο. Γύρνα στο κρεβάτι σου.»

Ο έφηβος Έντι, ήρωας της πρώτης ενότητας του μυθιστορήματος, ερωτεύεται σφόδρα την μοιραία Μάριον, η οποία πλησιάζει τα 40. Εκείνο το καλοκαίρι, έτσι κι αλλιώς θα σημαδέψει τις ζωές όλων. Η Μάριον κοντά στο τέλος του, εξαφανίζεται οργανώνοντας την φυγή της με τη βοήθεια του απαρηγόρητου εραστή της. Ο Τεντ Κόουλ, ο οποίος - ειρήσθω εν παρόδω - δεν χάνει την ευκαιρία να συνευρεθεί με οποιοδήποτε θηλυκό υπάρχει στην περιοχή, μένει στο σπίτι (που βρίσκεται στα Χάμπονς, το κοσμοπολίτικο θέρετρο της Ανατολικής Ακτής) μόνος με την τετράχρονη Ρουθ.

Το 1990, τριανταδύο χρόνια αργότερα είναι όλα διαφορετικά. Η Ρουθ Κόουλ είναι πλέον καταξιωμένη συγγραφέας μυθιστορημάτων τα οποία γνωρίζουν επιτυχία όχι μόνο στις Η.Π.Α. αλλά και στην Ευρώπη. Ζει μόνη, αλλά είναι έτοιμη να ενδώσει στην συζυγική ζωή νυμφευόμενη τον επιμελητή των βιβλίων της. Συναντάει (μετά από πρόσκλησή της) τον Έντι, ο οποίος είναι κι αυτός συγγραφέας, με μικρή εμπορική επιτυχία και ελάχιστη κριτική αποδοχή, διότι ουσιαστικά γράφει για ένα πράγμα. Τους νεαρούς άντρες που ερωτεύονται μεγαλύτερές τους γυναίκες. Έτσι ακριβώς είναι και η ζωή του Έντι. Να συνάπτει σχέσεις με μεγαλύτερές του γυναίκες και να μένει κολλημένος σ’εκείνο το καλοκαίρι του ’58 και στην ανάμνηση της παντελώς εξαφανισμένης (από τότε) Μάριον. Ο Έντι είναι πλέον ένας μελαγχολικός και μονήρης 50άρης, ο οποίος εντυπωσιάζεται από τα αναμφισβήτητα σωματικά προσόντα της Ρουθ.

Λίγο προτού φύγει η Ρουθ για την ευρωπαϊκή περιοδεία προώθησης του βιβλίου της με τίτλο «Χήρα για ένα χρόνο» και με μια γηραιά κυρία να την κυνηγάει από πίσω και να την καταριέται «να παντρευτεί και να χηρέψει για να δει τη γλύκα», θα μάθει επιτέλους την αλήθεια για το ατύχημα που στέρησε τη ζωή από τα δύο αδέρφια της που ποτέ δεν γνώρισε, όπως επίσης και για την αληθινή πλευρά της σχέσης του Έντι με την μητέρα της, μέχρι τότε ήξερε τα γεγονότα από την πλευρά του πατέρα της, ενώ θα διαπιστώσει από ένα βιβλιαράκι που της δίνει ο Έντι, ότι η μητέρα της ζει στον Καναδά και είναι συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών. Στο ταξίδι της στην Ευρώπη, θα βρεθεί στο Άμστερνταμ – θέλει να γράψει ένα βιβλίο που θα περιέχει την ζωή των εκδιδομένων στις βιτρίνες της πόλης γυναικών, μόνο που η εμμονή της αυτή θα την οδηγήσει σε ζόρικα και επικίνδυνα μονοπάτια.

Το μυθιστόρημα παρότι πλατιάζει επικίνδυνα κάποιες φορές, έχει τόσο ενδιαφέρον και παρέχει τόσο μεγάλη αναγνωστική απόλαυση, που δεν μπορείς να το αφήσεις (κυριολεκτικά) από τα χέρια σου. Ο Ίρβινγκ, αφηγητής μεγάλου μεγέθους, εναλάσσει το ύφος από αυτό του ρομαντικού «Βικτωριανού» επικού μυθιστορήματος, σε χιουμοριστική και κινηματογραφικού στυλ ιστορία με χαρακτήρες τόσο ζωντανούς και αληθινούς που νιώθεις να εισβάλλουν στη ζωή σου. Ακόμα και στο μάλλον πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου, που είναι η περιπλάνηση της Ρουθ στο Άμστερνταμ, όπου το μυθιστόρημα αποκτάει περιπετειώδη υφή, ο συγγραφέας δεν χάνει το θέμα του, δεν του ξεφεύγει η ιστορία αλλά γρήγορα την επαναφέρει στην αρχική της διάσταση.

Μοναδικοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, η Ρουθ, σκληρή και μεγαλωμένη σαν αγόρι, σχεδόν χωρίς αισθήματα να μεταμορφώνεται καθώς η ιστορία εξελίσσεται σε γυναίκα με αδυναμίες και πάθη, ο καταπληκτικός Έντι Ο’Χέαρ (ένας άλλος Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη), ο οποίος δεν μπορεί σε όλη του τη ζωή να βγάλει απ΄το μυαλό του την πανέμορφη Μάριον, την ερωτική του μύηση, σε σημείο να θεωρείται απ’όλους «λοξός» με την εμμονή του να ψάχνει τον αιώνιο έρωτά του σε όποια γηραιά κυρία συναντάει στο διάβα του. Η τραγική φιγούρα της Μάριον Κόουλ, η οποία ερωτεύεται τον Έντι προσπαθώντας να ξαναζωντανέψει τον μεγαλύτερο γιό της και η οποία δεν διστάζει να εγκαταλείψει τα πάντα για να κάνει μια καινούργια αρχή.Ο Τεντ Κόουλ με την «μάτσο» ζωή, τις γυναίκες που τον τριγυρίζουν και υποκύπτουν χωρίς να το πολυκαταλάβουν στην γοητεία του, να «γκρεμίζεται» μπροστά στα μάτια της κόρης του και 77άχρονος πλέον να συνειδητοποιεί τι έκανε τόσα χρόνια με την εγωιστική και επιπόλαια συμπεριφορά του.

Είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα το οποίο πέραν της εξαιρετικής του πλοκής θέτει συνεχώς στον αναγνώστη το δίλημμα μεταξύ «επινοημένης» μυθοπλασίας (αυτής δηλαδή που υπηρετεί η Ρουθ) και βιωματικής λογοτεχνίας (αυτής που υπηρετεί ο Έντι). Ένα μυθιστόρημα συναισθηματικό και σπαρακτικό, όπου ο πόνος και το δάκρυ εναλάσσονται δημιουργικά με το χαμόγελο. Μια δημιουργία μεγάλης πνοής που έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν ένα βιβλίο κλασσικό.

«Προσπαθώ να βλέπω τη γυναίκα στο σύνολό της» είπε ο Έντι στη Χάννα. «Φυσικά και καταλαβαίνω ότι είναι μεγάλη, υπάρχουν, όμως, φωτογραφίες – ή το ισοδύναμο των φωτογραφιών που γεννά η φαντασία του καθενός για τη ζωή κάποιου άλλου. Και μιλάω για ολόκληρη τη ζωή κάποιου άλλου. Μπορώ να τη φανταστώ σε ηλικία πολύ μικρότερη από αυτή που είμαι τώρα εγώ – μιάς και πάντα υπάρχουν κινήσεις και εκφράσεις ριζωμένες βαθιά σε μια ζωή, χωρίς ηλικία, αγέραστες. Μια ηλικιωμένη γυναίκα  δεν βλέπει πάντα τον εαυτό της ως μια ηλικιωμένη γυναίκα, ούτε κι εγώ. Προσπαθώ να βλέπω ολόκληρη τη ζωή της, όλη τη ζωή που έχει μέσα της. Μία ολόκληρη ζωή επιφυλάσσει μοναδικές συγκινήσεις.»  



 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2012 | Permalink
BOOKTALKS, Η πρώτη εκπομπή
Το προηγούμενο Σάββατο (20 Οκτωβρίου) πραγματοποιήθηκε η πρώτη εκπομπή μου στο φιλόξενο (και πρωτοποριακό) Amagi radio, έναν διαδικτυακό σταθμό που δημιουργήθηκε από το όραμα και το μεράκι δύο ανθρώπων, του Κυριάκου Αθανασιάδη και της Μαρίας Τσάκου.

Η εκπομπή "Booktalks", της οποίας θα έχω την επιμέλεια και την παρουσίαση, θα βγαίνει στον αέρα (όχι των ερτζιανών, αλλά του διαδικτύου) κάθε Σάββατο, 2-4μ.μ. και θα "ανεβαίνει" στο blog, κάθε Δευτέρα μεσημέρι, αν όλα πηγαίνουν καλά.

Η πρώτη εκπομπή είναι εδώ λοιπόν και ελπίζω να σας αρέσει. 

  BOOKTALKS-AMAGI RADIO ΕΚΠΟΜΠΗ 1 by librofilo
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012 | Permalink
BOOKTALKS = Μιά ραδιοφωνική εκπομπή





Το blog ξεκινάει την ραδιοφωνική του παρουσία με την εκπομπή "Booktalks", στο εκλεκτό διαδικτυακό ραδιόφωνο AMAGI RADIO . Η εκπομπή θα μεταδίδεται κάθε Σάββατο 2-4 μ.μ. και χρειάζεται την "παρουσία" σας. Κουβέντες για βιβλία και μουσική ενώ ανά δεκαπενθήμερο θα υπάρχει και κάποιος καλεσμένος από τον βιβλιοχώρο. Ελπίζω να μη σας απογοητεύσω.
 
Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2012 | Permalink
Κλειστή πόρτα



«Ακόμα και το βάδισμα θέλει κόπο. Περπατώ και τα πόδια μου δεν με κρατάνε. Λυγίζουν. Θα πέσω. Θα πέσω στο πεζοδρόμιο και θ’αφήσω την τελευταία μου πνοή. Η διάγνωση θα είναι κούραση. Μην ακούς τι λένε. Όλα τα άλλα είναι μπούρδες. Από κούραση υποφέρω. Αυτή θα με σκοτώσει. Θα με σκοτώσει και μάλιστα πριν της ώρας μου.»

Τα διηγήματα της Ευγενίας Μπογιάνου (Θες/νίκη, 1968), 11 τον αριθμό, που απαρτίζουν την συλλογή με τίτλο «ΚΛΕΙΣΤΗ ΠΟΡΤΑ», (Εκδ. Πόλις, σελ.167) δεν χαρίζουν κάστανα. Ο καθαρός και χωρίς φτιασίδια ρεαλισμός τους σε χτυπάει κατακούτελα και δεν σ’αφήνει να ηρεμήσεις, να εφυσηχάσεις καθώς διατρέχεις τις σελίδες. Νιώθεις σαν να βρίσκεσαι θεατής σε καταστάσεις που δεν θέλεις να εμπλακείς, σε περιπτώσεις που χρειάζονται την συμμετοχή σου – να πάρεις θέση, να πεις κάτι, να μη μείνεις αδιάφορος.

Ιστορίες για ανθρώπους καθημερινούς, αυτούς που αποκαλούμε «της διπλανής πόρτας», αυτούς που δεν προσέχουμε στον δρόμο, που περνάνε «αόρατοι» από δίπλα μας σέρνοντας τα βήματά τους, κάποιες φορές παραμιλώντας από την συσσώρευση των προβλημάτων στο κεφάλι τους. Τύποι «αντιλογοτεχνικοί» (με την έννοια ότι δεν έχουν κάτι να ξεχωρίζει), άνθρωποι μόνοι, παραιτημένοι από τη ζωή που φαίνεται να μην έχει μέλλον γι’αυτούς.

Τα διηγήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σαν σκυταλοδρομία, ένα πανέξυπντο «τρυκ» της συγγραφέως. Ο ένας χαρακτήρας/ήρωας δίνει την σκυτάλη στον άλλον. Ο πατέρας της πρώτης ιστορίας («Ανάμνηση με κόκκινο πουλόβερ») χρεωκοπημένος, με τις τράπεζες στο κεφάλι του να τον κυνηγάνε, να μην τον αφήνουν να πάρει ανάσα, ντρέπεται να ζητήσει δανεικά από την κόρη του και ετοιμάζεται για ραντεβού με τον γιατρό του. Στην δεύτερη ιστορία («Η κληρονομιά») η κόρη του, η Δόμνα που κρύβεται γιατί χρωστάει κοινόχρηστα και ενοίκια αποποιείται την κληρονομιά (και τα χρέη) του αποθανόντος πλέον πατέρα της αλλά η εφορία συνεχίζει να την καλεί, εκείνη πηγαίνει τσαμπουκαλεμένη αλλά πέφτει σε μια μεσήλικα εφοριακή υπάλληλο που την έχει γραμμένη κυριολεκτικά.
Στην επόμενη ιστορία («Το σωστό») η σκυτάλη περνάει στην εφοριακό που είναι πάντα τυπική και «comme il faut» στην υπηρεσία και η οποία ζει μια μοναχική και θλιβερή ζωή σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα παρέα με την ανάμνηση της εδώ και 42 χρόνια πεθαμένης μητέρας της. Η μοναδική της επαφή είναι ο νεαρός Παρασκευάς, ο μόνος που της φέρεται ανθρώπινα σ’αυτή την πολυκατοικία, σ’αυτή τη ζωή και ο οποίος στην επόμενη ιστορία («Λεκές στο πουκάμισο») συλλαμβάνεται για χρέη προς το Δημόσιο από ένα ψιλικατζίδικο που κάποτε είχε. Στο τμήμα σκέφτεται την Μάγια, ένα κορίτσι από την Τιφλίδα ηρωίδα της εξαιρετικής ομώνυμης ιστορίας («Μάγια»). Η Μάγια που δουλεύει στο σουβλατζίδικο, μια ζωή στο περιθώριο, ήρθε για μια καλύτερη ζωή και αφού ξεσκάτιζε γέρους τώρα αόρατη από τους πεινασμένους πελάτες, τυλίγει σουβλάκια δίπλα-δίπλα με τον Κώστα και ανταλάσσουν λίγες κουβέντες πνιγμένοι στους ατμούς καθώς σκοτώνονται στη δουλειά.

«Δουλεύω ήδη πάνω από ένα χρόνο. Εννοώ εδώ, σ’αυτήν την τρύπα που βράζει. Με τα κρέατα πίσω μου να σιγοψήνονται. Σ’αυτήν την τρύπα που ρουφάει τους χυμούς μου. Ανοίγουν οι πόροι του δέρματός μου και στάζουν. Πρώτα ιδρώνω εκεί, ανάμεσα στα πόδια. Νοτίζουν τα ρούχα μου. Βρέχονται. Και μετά η υγρασία ανεβαίνει προς τα πάνω. Μουσκεύει το μέτωπό μου. Υγραίνονται οι άκρες των μαλλιών μου. Μερικές φορές οι στάλες κολλάνε στα ματοτσίνορα. Κολλάνε εκεί πάνω και έπειτα κυλούν ξαφνικά και η αλμύρα του σώματός μου βρέχει τα χείλη μου. Είναι σαν να γεύομαι τη γεύση του κορμιού μου. Χωρίς να το θέλω. Με το στανιό. Λες και βάλθηκε κάποιος να μου θυμίσει ποια είμαι.»

Ο Κώστας κεντρικός χαρακτήρας στο επόμενο διήγημα («Άγιος Σπυρίδωνας»), αγωνίζεται να τα φέρει βόλτα με δύο δουλειές (γραφείο και σουβλατζίδικο) και μια σύζυγο που έχει αγκαλιάσει τον καναπέ της, βρίσκει διαφυγή παίρνοντας μάτι πίσω από τις γρίλιες μιας μονοκατοικίας, μια νεαρή όμορφη κοπέλα που ποζάρει για έναν ζωγράφο, ο οποίος είναι ο ήρωας της επόμενης ιστορίας («Νεράκι»). Ο αποτυχημένος, αλκοολικός ζωγράφος είναι ένας άνθρωπος που φροντίζει την υπέργηρη και άρρωστη μητέρα του και όλη του η ζωή στρέφεται γύρω απ’αυτήν, «δυνάστη» του αλλά και μεγάλη του αδυναμία, ώσπου ένα απόγευμα την βρίσκει νεκρή. Από τον τάφο πια καθώς λιώνει το σώμα της εκείνη στο επόμενο διήγημα («Φεύγει») αναπολεί την βασανισμένη της ζωή αλλά και την Σμαράγδα, την άχρωμη κοπελίτσα που είχε προσλάβει ο γιός της για να την προσέχει. Η Σμαράγδα ηρωίδα του διηγήματος («Κλειστή πόρτα»), το οποίο έδωσε και τον τίτλο του στην συλλογή, είναι μια φοιτήτρια που φυλάει παιδάκια και φροντίζει γέροντες για να συμπληρώσει το πενιχρό χαρτζιλίκι που της στέλνει ο πατέρας της απ’το χωριό. Εφιάλτες από την συμβίωση με τον πατέρα, η αδυναμία προσαρμογής στην μεγαλούπολη, οι ατελείωτες βόλτες στους πολυσύχναστους δρόμους – ένα εκπληκτικό διήγημα που εκτείνεται πολύ παραπάνω από τις λίγες σελίδες του.

Ο πατέρας της Σμαράγδας πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Χειραψία λαβή». Άνθρωπος γρουσούζης που ζει πλέον μόνος στο χωριό δουλεύοντας στο καφενείο του γαμπρού του. Αναμνήσεις, απωθημένα και η έλλειψη της κόρης του τον βασανίζουν. Στον δρόμο συναντάει την γριά δασκάλα της κόρης του η οποία τον ταράζει με τα λόγια της. Η δασκάλα που παίρνει την τελευταία σκυτάλη κλείνοντας το βιβλίο με το διήγημα «Τα γηρατειά μυρίζουν λιβάνι» ζει με τις αναμνήσεις της από τον πρόωρα χαμένο γιό της καθώς βρίσκεται στο νεκροταφείο παρακολουθώντας την εκταφή των οστών του. Αντέχει ακόμα, «η ιστορία του βίου» της «σχεδιασμένη πάνω στις φουσκωμένες φλέβες των ποδιών» της. «Ακόμη και το βάδισμα θέλει κόπο» σκέφτεται και προχωράει…

Γραφή απλή, σχεδόν δημοσιογραφική αλλά είναι αυτή η καλά δουλεμένη «απλότητα» που κάνει το κείμενο άμεσο και ζωντανό δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα ασφυξίας και στενοχώριας. Οι ιστορίες που μοιάζουν με ασπρόμαυρες ταινίες μικρού μήκους έχουν δύναμη και τσαγανό. Δεν μιλάνε για καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά την οικονομική κρίση ή έστω ως συνέπεια αυτής, αλλά για ζωές συμπολιτών μας ή ίσως κι ημών των ιδίων, την τελευταία δεκαετία ή τουλάχιστον μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ.

Η Μπογιάνου, ολιγογράφος και με αραιή παρουσία στα ελληνικά γράμματα, αφού η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων της («Το μυστικό») κυκλοφόρησε το 2004, είναι τελικά μια πολύ αξιόλογη συγγραφέας με ευδιάκριτο στυλ και αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου που συναντάς σε διηγηματογράφους μεγάλου βεληνεκούς, εξάλλου φαίνεται αρκετά επηρεασμένη από το ύφος του (έξοχου) Δημήτρη Νόλλα ή ακόμα και του μεγάλου Ρέϊμοντ Κάρβερ. Με αυτό της το βιβλίο, αποδεικνύει ότι μπορείς να κάνεις ωραία και απλή λογοτεχνία με «φθηνά υλικά» που αγγίζει ακόμα και τον πιο δύσκολο αναγνώστη χωρίς να κυνηγάει την εύκολη συγκίνηση και τον εντυπωσιασμό.

 
Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2012
posted by Librofilo at Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2012 | Permalink
Ο Έμπορος ναυαγίων


Νομίζω ότι το έχω ξαναγράψει, είναι μεγάλη η απόλαυση να ξαναγυρίζουμε στους κλασσικούς. Να διαβάζουμε (ή να ξαναδιαβάζουμε) κάποιο μυθιστόρημα τους, για να παίρνουμε (τις αναγκαίες) ανάσες με την ποιότητα της γραφής τους, το ύφος τους, την μεθυστική πλοκή των έργων τους. Ομολογώ ότι αγνοούσα το μυθιστόρημα που είχε γράψει ένας εκ των αγαπημένων μου συγγραφέων (από τα παιδικά μου χρόνια), ο έξοχος Σκωτσέζος Robert Louis Stevenson (1850-1894) μαζί με τον θετό γιό του Samuel Lloyd Osbourne (1868-1947), το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα στη χώρα μας με τίτλο «Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΝΑΥΑΓΙΩΝ» («The Wrecker»1892), (Εκδ. Εκάτη, μετάφρ. Δ.Στυλιανίδου, σελ.446), - το τελευταίο από τα τρία βιβλία που έγραψε μαζί αυτό το ιδιότυπο συγγραφικό δίδυμο (ουσιαστικά «πατέρα και γιού», αφού ο Σάμιουελ ήταν 12 χρονών όταν ο Στήβενσον παντρεύτηκε την μητέρα του Φάνι το 1880).

Το μυθιστόρημα είναι μια χορταστική ναυτική περιπέτεια που ξεκινάει από την Πολυνησία εκτυλίσσεται μεταξύ της Χαβάης, του Σαν Φραντσίσκο, του Παρισιού και του Εδιμβούργου με έντονη δράση και πλοκή που περιστρέφεται γύρω από το φαινόμενο του λαθρεμπορίου, τις οικονομικές κομπίνες (εις τους αιώνας, των αιώνων…), τα χρηματιστηριακά παιχνίδια και το ανελέητο κυνήγι του χρήματος.

Ο Λάουντον Ντοντ, αμερικανός σκωτσέζικης καταγωγής από μια μικρή πόλη είναι ένας ονειροπόλος νεαρός, ο οποίος δεν ενθουσιάζεται με τις εμπορικές συναλλαγές και τις οικονομικές σπουδές στις οποίες τον κατευθύνει ο τζογαδόρος πατέρας του και πηγαίνει στο Παρίσι να σπουδάσει γλυπτική και άλλες τέχνες. Εκεί μεταξύ άλλων γνωρίζεται με έναν καπάτσο συνομήλικό συμπατριώτη του, τον Πίνκερτον που προσπαθεί μονίμως να «πιάσει την καλή» και σύντομα θεωρεί ότι βρήκε μια χρυσοφόρα ευκαιρία πίσω στις Η.Π.Α… Ο Ντοντ συνεχίζει στο Παρίσι αλλά ο θάνατος του πατέρα του και η χρεωκοπία της οικογένειάς του τον ωθούν προς το σκωτσέζικο κομμάτι της φαμίλιας, στο Εδιμβούργο όπου ζητάει μια μικρή βοήθεια ώστε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Για καλή του τύχη, ο παππούς του (πατέρας της μητέρας του ήδη από καιρό πεθαμένης) τον συμπαθεί, του προσφέρει ένα αρκετά μεγάλο ποσό και εκείνος γυρίζει πίσω.
Συνεργάζεται με τον Πίνκερτον σε διάφορες δουλειές που άλλες αποδίδουν και άλλες όχι, ώσπου ο πανούργος φίλος του, του μιλάει για μια πολύ προσοδοφόρα αλλά βρώμικη δουλειά. Να αγοράσουν («χτυπώντας το») σε κάποιον πλειστηριασμό (που θα έχουν από πριν «κανονίσει» χάριν των γνωριμιών τους), το ναυάγιο ενός σχετικά καινούργιου πλοίου που έχει προσαράξει σε ένα ερημονήσι στον ειρηνικό ωκεανό, αρκετές ώρες από την Χαβάη, και να πάρουν το φορτίο και οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει αξία εκεί μέσα.

Ο πλειστηριασμός όμως δεν είναι καθόλου εύκολος, διότι παρουσιάζεται ως διεκδικητής του ναυαγίου, ένας σκοτεινός δικηγόρος που εμφανώς παίρνει εντολές από κάποιον μυστηριώδη τύπο και ανεβάζει την τιμή σε μεγάλη ύψη. Ο Ντοντ και ο Πίνκερτον ανταγωνίζονται με τον δικηγόρο και καταλήγουν να κερδίσουν τη μάχη αλλά με τεράστιο τίμημα. Δανείζονται κακήν-κακώς τα χρήματα και τότε συνειδητοποιούν ότι κάτι πολύτιμο πρέπει να κρύβεται στα αμπάρια του ναυαγίου, το πιθανότερο να είναι όπιο, που μετέφερε το πλοίο από την Σανγκάη στο Σαν Φρανσίσκο. Σύντομα διαπιστώνουν ότι μέχρι να βρουν το πλήρωμα για να πάνε στο ερημονήσι και να αδειάσουν το ναυαγισμένο πλοίο, οι ανταγωνιστές τους (αυτοί που έδιναν τις εντολές στον δικηγόρο) έχουν ήδη ξεκινήσει το ταξίδι τους προς τα εκεί. Η συνέχεια της ιστορίας είναι δραματική και με πολλές ανατροπές αφού τα πράγματα αποδεικνύεται ότι δεν είναι όπως νόμιζαν οι δύο φίλοι και συνεργάτες. Το «ναυάγιο» δεν ήταν ακριβώς ναυάγιο, το «εμπόρευμα» δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμεναν να βρουν. Το ναυάγιο έκρυβε μια τρομερή και μακάβρια ιστορία που θα αλλάξει τη ζωή όλων των εμπλεκομένων.

Εμπνευσμένο από ένα «πλοίο-φάντασμα», το «Μαίρη Σελέστ» που βρέθηκε το 1872 στον Ατλαντικό και γραμμένο ουσιαστικά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της οικογένειας Στήβενσον προς τις Νότιες θάλασσες, ο «Έμπορος Ναυαγίων» (στον οποίο βασίστηκε ένα επεισόδιο της πολύ επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς γουέστερν της δεκαετίας του ’50, «Maverick»), είναι ένα περιπετειώδες και αρκετά περιπεπλεγμένο μυθιστόρημα ουσιαστικά μαθητείας και ενηλικίωσης, που όμως πολλές φορές μπερδεύει τον αναγνώστη αφού η ιστορία δεν είναι τόσο ξεκάθαρη – σαν την περιβάλλει μια ομίχλη – ενώ σίγουρα παρουσιάζει προβλήματα δομής λόγω της συνεργασίας των δύο συγγραφέων.

Η ιστορία όμως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η δράση σε καθηλώνει και οι χαρακτήρες των ηρώων, ο Ντοντ και ο Πίνκερτον, τόσο ζωντανοί και ανθρώπινοι, σε συνδιασμό με την φινέτσα της αφήγησης που παραβλέπεις τα πολλά ερωτηματικά που δημιουργούνται μετά την αποκάλυψη (;) του μυστηρίου και το κάπως απίθανο τέλος. Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος των μεγάλων αριστουργημάτων του Στήβενσον (Δρ Τζέκυλ & Κος Χάϊντ, Η Νήσος των θησαυρών, Κατριόνα και άλλα) αλλά δεν παύει να είναι ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του μεγάλου αυτού συγγραφέα και μια ανάσα ποιότητας που υπερβαίνει εποχές και πρόσκαιρες λογοτεχνικές μόδες και best-sellers.




 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2012 | Permalink
Μιά άλλη "καρδιά του σκότους"


Το σίγουρο είναι ότι η φήμη και ο διάλογος που γίνεται (γύρω ή) για τον David Foster Wallace (Η.Π.Α., 1962-2008) ξεπερνάει την δημοτικότητα των βιβλίων του. Ένας συγγραφέας με φανατικούς οπαδούς, οι οποίοι με τον τραγικό θάνατό του τον αναγόρευσαν σε σύμβολο μιας «καταραμένης» λογοτεχνικής γενιάς – διότι και η λογοτεχνία (όπως και οι υπόλοιπες τέχνες) χρειάζεται τους μάρτυρές της. Η πρόσφατη έκδοση στη χώρα μας, της συλλογής διηγημάτων του με τίτλο, «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΗΘΗ» («Oblivion»), (Εκδ. Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Γ.Πολυκανδριώτης, σελ. 469) μας δίνει μια εικόνα του λογοτεχνικού κόσμου ενός από τα μεγαλύτερα ταλέντα (κάποιοι τον θεωρούν το μεγαλύτερο) της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ιστορίες που περιέχουν άλλες ιστορίες, οι οποίες εκτρέπονται σε κάτι άλλο διαφορετικό από αυτό που διάβαζες μέχρι τώρα. Ψυχολογικά και διανοητικά παιχνίδια που οδηγούν στα βάθη της ύπαρξης, στα βάθη του μυαλού το οποίο ακολουθεί τις δικές του ιδιαίτερες διαδρομές. Τίποτα (κυριολεκτικά) δεν είναι όπως φαίνεται στα 8 ανισομερή διηγήματα της συλλογής. Κάποια από αυτά έχουν διαστάσεις νουβέλας, κάνα-δυό είναι πολύ σύντομα, αλλά όλα χαρακτηρίζονται από σπαραγμό (ακόμα και στις «ανάλαφρες» στιγμές τους) και εσωστρέφεια, ενώ μια ακαθόριστη απειλή νιώθεις να κρέμεται από πάνω τους.

Οι ήρωες των ιστοριών του Γουάλας, είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που η ζωή τους έχει παρασύρει σε αδιέξοδες επιλογές, άνθρωποι που αφαιρούνται και παρασύρονται από τις σκέψεις τους, άνθρωποι που «χάνονται» μέσα στις σκέψεις τους, σε βαθμό που να μην αντιλαμβάνεσαι αν αυτά που περιγράφουν όντως εξελίσσονται μέσα στην ιστορία ή είναι απλώς νοητικές κατασκευές, ιστορίες που δεν τελειώνουν, δεν ολοκληρώνονται όπως οι ίδιες οι ζωές τους (ή οι ζωές μας)…

Στον «Αφρατούλη» το πρώτο διήγημα της συλλογής, παρακολουθούμε το πλασάρισμα ενός κέϊκ και τον συντονισμό μιας δημογραφικής ομάδας για το προϊόν αυτό μιας εταιρίας γλυκισμάτων. Ο συντονιστής Τέρι Σμιντ εν μέσω αναλύσεων, στατιστικών πινάκων σκέφτεται (ή συνειδητοποιεί) την ασημαντότητά του μέσα στην επιχείρηση, την αποξένωσή του από την ζωή καθώς τα συναισθήματά του, η προσωπικότητά του έχουν διαβρωθεί από την αβάσταχτη καθημερινότητα της εργασίας του. Εν τω μεταξύ υπάρχει μια αδιόρατη απειλή που νιώθεις στην ατμόσφαιρα της ιστορίας, ο Σμιντ παρακολουθείται από τον προϊστάμενό του, ο οποίος παρακολουθείται από τον δικό του προϊστάμενο που έχει καταστρώσει και ένα σχέδιο «καταστροφής» διότι θεωρεί ότι οι συντονιστές δεν είναι απαραίτητοι σ’αυτές τις ομάδες. Ο τρόμος του Σμιντ διαπερνάει τις (εν αρχή ακατανόητες και επαναλαμβανόμενες) σελίδες του διηγήματος φθάνοντας στον αναγνώστη, ο οποίος αν είναι ανυποψίαστος ως προς τις τεχνικές του Γουάλας, ένα πολιτιστικό σοκ το παθαίνει.

Ο (αδιόρατος) τρόμος υπάρχει όμως και στο επόμενο διήγημα, το εκπληκτικό «Η ψυχή δεν είναι σιδεράδικο» όπου ο μικρούλης αφηγητής είναι ένα από τα 4 παιδιά που πιάστηκαν όμηροι (ή θεωρήθηκαν ως τέτοιοι) από τον σαλεμένο δάσκαλο του δημοτικού σχολείου, ο οποίος κάποια στιγμή «φλίπαρε» και άρχισε να γράφει στον μαυροπίνακα, την φράση «ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΕ ΤΟ ΤΩΡΑ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ» συνέχεια. Όταν τα πανικοβλημένα και αλλαλάζοντα παιδιά εγκατέλειψαν κακήν-κακώς την αίθουσα, ο αφηγητής κλεισμένος στον εαυτό του δεν «παίρνει χαμπάρι» από τα τεκταινόμενα εντός της αιθούσης απλώς αισθανόταν μια απειλή και ασχολείται ξορκίζοντας τους φόβους του (είναι μικρό παιδάκι εξάλλου)  με ιστορίες που κατασκευάζει και με τις ονειροπολήσεις του, κάτι που ουσιαστικά κάνει και ο ήρωας του σύντομου διηγήματος, «Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης», ο οποίος ένοχλημένος σε βαθμό παράνοιας από τα βλέμματα που συγκεντρώνει πάνω της η μητέρα του, μετά τις αποτυχημένες πλαστικές επεμβάσεις στις οποίες έχει υποβληθεί (έχοντας την αφήσει με μια μόνιμη έκφραση τρόμου στο πρόσωπό της, σε βαθμό που οι επιβάτες των λεωφορείων ή οι διαβάτες στο δρόμο να νομίζουν ότι έχει απαχθεί ή έστω κινδυνεύει από τον γιό της), αφήνεται να περιπλανάται στην φαντασία του αρνούμενος να δει την πραγματικότητα.

Η μικρότερη ιστορία της συλλογής (μόλις 4 σελίδες), είναι το εξαιρετικό «Μετεμψυχώσεις καμένων παιδιών», όπου ένας πατέρας προσπαθεί να λησμονήσει αλλά δεν μπορεί τις λεπτομέρειες από το ατύχημα του νεογέννητου μωρού του, το κάψιμο με καυτό νερό, που συνετέλεσε στον χαμό του. Η ρεαλιστικότητα αλλά και η φρίκη της ιστορίας συγκλονίζουν ενώ η όλη σκηνή σαν σε αργό γύρισμα (μια τεχνική που χρησιμοποιεί συχνά-πυκνά ο συγγραφέας) αποτυπώνεται ανεξίτηλα στο μυαλό του αναγνώστη. Αφήγηση αγχωτική, μακριές προτάσεις, ένα μικρό διαμάντι που διαβάζεται με μια ανάσα.

«…Αν δεν έχεις κλάψει ποτέ και θες να το κάνεις, κάνε ένα παιδί. Σπάσε τα φύλλα της καρδιάς σου και κάτι θα κάνει ένα παιδί, είναι το βραχνό τραγούδι που ξανακούει ο Μπαμπάς, λες και η κυρία στο ραδιόφωνο ήταν εκεί δίπλα του και κοιτούσε τι είχαν κάνει, αν και ώρες αργότερα εκείνο που ο Μπαμπάς δε θα μπορέσει ποτέ να συγχωρήσει στον εαυτό του είναι το πόσο ήθελε να καπνίσει ένα τσιγάρο, εκείνη τη στιγμή, καθώς φάσκιωσαν το μωρό όπως μπόρεσαν με πάνες και δυο πετσέτες βαλμένες σταυρωτά και ο Μπαμπάς το σήκωσε σαν νεογέννητο, με το κεφάλι του στη μια παλάμη, και το πήγε τρέχοντας στο φανταχτερό φορτηγάκι και είχε λιώσει τα ειδικής παραγγελίας λάστιχα μέχρι να φτάσει στην πόλη και τα Επείγοντα Περιστατικά του νοσοκομείου και η πόρτα του νοικάρη έμεινε να κρέμεται όλη μέρα μέχρι που είχε σπάσει ο μεντεσές αλλά ήταν πλέον αργά όταν δε γινόταν τίποτα και δεν προλάβαιναν το παιδί είχε μάθει πια να εγκαταλείπει τον εαυτό του και να παρακολουθεί όλα τα υπόλοιπα να εκτυλίσσονται από ένα σημείο κάπου πάνω ψηλά, και όσα χάθηκαν από εκείνη τη στιγμή δεν είχαν πια καμία σημασία, και το σώμα του παιδιού διογκώθηκε και προχώρησε και πήρε τον πρώτο του μισθό και έζησε τη ζωή του άδειο, ένα πράγμα μεταξύ άλλων πραγμάτων, η ψυχή του σαν τους υδρατμούς ψηλά, να πέφτει σαν βροχή και να ξανανεβαίνει, ο ήλιος να ανεβοκατεβαίνει σαν γιο-γιό.»

Η ακατάληπτη και εσωστρεφής ιστορία (μια μακριά παραβολή;) «Ακόμα ένας πρωτοπόρος» όπου ο αφηγητής αναλύει σε κάποιο σεμινάριο μια ιστορία για ένα παιδί που εξαφανίστηκε στη ζούγκλα, ιστορία που κρυφάκουσε σε ένα μακρύ αεροπορικό ταξίδι. Η περιγραφή της ιστορίας εκτρέπεται σε κλίμακες και γίνεται παράλογη και ακατανόητη, ερμητικά κλειστή. Ευτυχώς (για τον αναγνώστη), στο έξοχο «Παλιό καλό νέον», ο αφηγητής, διαφημιστής (κάτι σαν τον Σμιντ του «Αφρατούλη»), είναι ξεκάθαρος από την αρχή. «Όλη μου τη ζωή ήμουν μια απάτη. Δεν υπερβάλλω. Σε γενικές γραμμές, το μόνο που έκανα πάντοτε ήταν να προσπαθώ να προβάλω μια συγκεκριμένη εντύπωση για μένα σε άλλους ανθρώπους. Κυρίως να είμαι αρεστός ή να με θαυμάζουν.». Ευχαρίστηση ή ικανοποίηση δεν λαμβάνει, οι  απογοητεύσεις είναι συνεχείς και ο ψυχαναλυτής του αποδεικνύεται πιο αδύναμος από αυτόν σε σημείο να φτάνει ο ψυχαναλυόμενος να αναλύει τον ψυχαναλυτή ο οποίος αδυνατεί να κατανοήσει το παιχνίδι του ασθενούς του. Ένα υπαρξιακό αριστοτεχνικά γραμμένο διήγημα, απεικόνιση της εποχής και την αδυναμία αντίληψης του συνανθρώπου μας, που δείχνει τις αρετές του συγγραφέα στην διαχείριση του λόγου, το υποδόριο χιούμορ αλλά και την απελπισία που διαπερνάει το έργο του.

Η «Λήθη» (ομώνυμο διήγημα της συλλογής) είναι σαν ένα εφιαλτικό παιχνίδι, όπου η σύζυγος κατηγορεί τον άνδρα της ότι ροχαλίζει, τον διώχνει από την συζυγική κλίνη, του διαμαρτύρεται συνεχώς, ενώ εκείνος υποστηρίζει ότι δεν ροχαλίζει και όλα αυτά τα φαντάζεται εκείνη, φθάνοντας την συμβίωσή τους στα όρια του χωρισμού. Το κινηματογραφικό τέλος αλλάζει τα δεδομένα της ιστορίας κάνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται τι διάβασε με τον ίδιο τρόπο που ο Πόε πολλές δεκαετίες πριν έκανε με τις ιστορίες και τα ποιήματά του (κάπως σαν «a dream within a dream»).

Θεωρώ την τελευταία ιστορία του βιβλίου, την νουβέλα «Το κανάλι της Δυστυχίας» ένα αριστουργηματικό κείμενο, το οποίο ακόμα κι αν δεν έχεις διαβάσει τίποτα από το έργο του Γουάλας, αυτό από μόνο του είναι ικανό να σε αφήσει με ανοιχτό το στόμα. Οι 130 σελίδες της φιλοσοφικής αυτής νουβέλας, έχουν ως background την 11η Σεπτεμβρίου και την πτώση των Δίδυμων Πύργων και η αφήγηση στρέφεται γύρω από τις προσπάθειες ενός free-lancer έμπειρου δημοσιογράφου, ο οποίος προσπαθεί να δημοσιεύσει στο μοδάτο περιοδικό «Στιλ» μια ιστορία για έναν επαρχιώτη ζωγράφο, ο οποίος αφοδεύει πίνακες/έργα τέχνης. Ο Γουάλας περιγράφει τον ψεύτικο και τελείως επίπλαστο κόσμο του περιοδικού, με τις κομψές βοηθούς αρχισυντακτών, με τις στιλάτες μαθητευόμενες από καλά κολέγια που μαζεύονται μετά τη δουλειά πίνοντας κοκτέιλ και σχολιάζοντας τα πάντα. Εκείνο που δεν γνωρίζουν οι «μπάρμπι-wannabe δημοσιογράφοι» που νομίζουν ότι κρατάνε τα κλειδιά της επιτυχίας στα χέρια τους είναι, ότι μερικές μέρες αργότερα θα πέσουν νεκρές αφού τα γραφεία του περιοδικού στεγάζονται σε κάποιον όροφο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου.
Η σάτιρα είναι ανελέητη και την αφήγηση διαπερνάει μια λεπτή ειρωνία και ταυτόχρονα ένα σχόλιο για ένα κόσμο που έφυγε μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Το χοντροκομένο θέμα του δημοσιογράφου που είναι ταμάμ για το καλωδιακό δίκτυο «Το κανάλι της Δυστυχίας» που ξετρελαίνεται με το θέμα και προγραματίζει ζωντανή αφόδευση του καλλιτέχνη και δημιουργία δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά την απεικόνιση της σύγχρονης μηντιακής κοινωνίας που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, ότι κι αν είναι αυτό, αρκεί να βγάλει κέρδος. Ο γκροτέσκος συμβολισμός της «καλλιτεχνικής δημιουργίας», σε συνδιασμό με τον στυγνό και άχρωμο επαγγελματισμό του δημοσιογράφου, ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει άποψη για το τι προσπαθεί να κάνει, απλά το κάνει, οι κινήσεις των εργαζομένων που δεν έχουν άλλη άποψη παρά μόνο αυτή που τους υπαγορεύει πως «ότι πουλάει, είναι καλό», μέσα από την αιχμηρή και στυλάτη αφήγηση απογειώνουν την νουβέλα σε μεγάλα λογοτεχνικά ύψη.

Η συλλογή είναι εξαιρετική και τα περισσότερα διηγήματα είναι μικρά αριστουργήματα. Μοναδικό ύφος που αγγίζει πολλά είδη λογοτεχνίας, Μπέκετ, Πίντσον, Ροθ, Ντε Λίλο, όλοι συγγραφείς-κολοσσοί διαπερνάνε τις σελίδες του Γουάλας που απ’ότι αντιλαμβάνομαι (διότι δεν τα έχω διαβάσει) βρήκε την ιδανική του έκφραση στο εμβληματικό μυθιστόρημα «Infinite Jest» και στο ημιτελές «Pale King» (όλα αμετάφραστα στα ελληνικά). Ακόμα και υποτυπώδης όμως η γνωριμία μας με τον αυτόχειρα συγγραφέα αρκεί για να κατανοήσουμε το μεγαλείο του, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στον ερμητικά κλεισμένο κόσμο του, να επιλύσουμε τα μυστήρια των ιστοριών του. Η «Αμερικάνικη Λήθη» ως συλλογή είναι πιο απαιτητική από το «Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά» για το οποίο είχα γράψει πριν από 4 χρόνια, εξάλλου εκδόθηκε 3 μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του, η γραφή του είναι πιο συγκροτημένη και το ύφος του πιο ξεκάθαρο. Είναι ευτύχημα που στην ελληνική έκδοση, υπάρχει το έξοχο επίμετρο του (φίλου) Λευτέρη Καλοσπύρου, ενός ανθρώπου που ασχολείται χρόνια με τον Γουάλας, και μας βοηθάει να «ξεκλειδώσουμε» κάποια κομάτια του ιδιόμορφου κόσμου του.


 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012 | Permalink
Πως τελειώνει ο κόσμος


«…Πως  θ’αποφασίσεις ότι η ιστορία ξεκινάει εδώ κι όχι εκεί, ότι περιλαμβάνει αυτό αλλά όχι εκείνο; Αν δεις τον άνθρωπο σαν τις ιστορίες του, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν και τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, ανθρώπων που έζησαν κάποτε, που ζουν τώρα, που θα ζήσουν αύριο, η μια ιστορία δίπλα στην άλλη, η μια ιστορία μέσα στην άλλη, η μια ιστορία μετά την άλλη, από πού ν’αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Και σκέφτομαι ότι γι’αυτό γράφει κανείς, για να φτιάξει μια αρχή κι ένα τέλος σε κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, για να ελέγξει το ανεξέλεγκτο. Για να πιστέψει ότι βρήκε μια απάντηση, ότι υπάρχει ένα νήμα που τα ενώνει όλα αυτά, για να διαλέξει ένα νόημα ανάμεσα σε πολλά. Το χαρτί δεν είναι ζωή, είναι μια απλοποίησή της.»

Χρειάζεται να περάσουν αρκετές σελίδες ανάγνωσης του εντυπωσιακού στη δομή του μυθιστορήματος της νεότατης Μαρίας Ξυλούρη (Κρήτη, 1983), που έχει τον τίτλο, «ΠΩΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» (2012), (Εκδ. Καλέντης, σελ.343), για να μπεις στην ατμόσφαιρά του, να ξεπεράσεις την αρχική αίσθηση εσωστρέφειας και ασφυξίας και να αρχίσεις να απολαμβάνεις αυτό το (φλύαρο μεν αλλά ουσιαστικά) λογοτεχνικό «διαμαντάκι» που συνδιάζει μοντερνισμό και συναίσθημα, ζωή και εσωτερικότητα.

Το βιβλίο της Ξυλούρη θα μπορούσε να είναι η ιστορία μιας παρέας. Της Φανής, του Ορέστη, του Δημήτρη, του Φώτη, του Σκεύου, της κοκκινομάλλας αλλά και της απούσας Άννας, η οποία όμως είναι οιονεί παρούσα στην εξέλιξη της μυθοπλασίας. Θα μπορούσε να είναι η ιστορία της Φανής και πως βιώνει την διάλυση της σχέσης της με τον Ορέστη, την απογοήτευση της από την ζωή της στην μεγαλούπολη, την αυτοκτονία του Δημήτρη που δεν μπόρεσε να αποτρέψει, τις δυσκολίες στην σχέση της με τον Φώτη, την αδυναμία προσαρμογής στον κόσμο που είναι διαφορετικός από τα βιβλία. Θα μπορούσε επίσης να περιστρέφεται γύρω από τον αινιγματικό Δημήτρη που τον βασανίζουν πολλά και επιλέγει να βουτήξει από την ταράτσα και γύρω από την (ακόμα πιο) ανεξιχνίαστη αδερφή του, την Άννα, που χάνεται μέσα στη μαύρη νύχτα και εξαφανίζεται στα 17 της χρόνια.

Το μυθιστόρημα της Ξυλούρη είναι όλα αυτά και τίποτα από αυτά. Κάνει κύκλους μέσα στον χρόνο, πάει μπρος - πίσω με κινηματογραφικό στυλ, παίζει με την μνήμη και την λήθη, με συναισθηματικές αναπηρίες και παιδικά τραύματα, με δυσλειτουργικές οικογένειες, μάνες που παρατάνε τα παιδιά τους, μάνες που ξαναπαντρεύονται, πατεράδες που δεν βρίσκουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν, την ελληνική καταπιεστική επαρχία, την αθηναϊκή μοναξιά, τις ανολοκλήρωτες σχέσεις, τα λόγια που δεν λέγονται, τις θορυβώδεις και βαριές σιωπές και τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες «συγγνώμες» του ενός προς τον άλλον.

Η βιβλιοφιλία της συγγραφέως δεν κρύβεται. Ο ίσκιος των Ίταλο Καλβίνο, Πολ Όστερ και Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (κυρίως των δύο τελευταίων) απλώνεται πάνω από το μυθιστόρημα. Χαρακτήρες και καταστάσεις που θυμίζουν ήρωες των βιβλίων τους, επιδράσεις που κάποιες φορές ταιριάζουν απόλυτα με την εξέλιξη της ιστορίας, άλλες όμως δείχνουν παράταιρες και καταδεικνύουν (;) μια τάση προς άκρατη λογοτεχνικότητα η οποία «μπουκώνει» τον αναγνώστη, που δεν είναι (εδώ που τα λέμε) υποχρεωμένος να γνωρίζει τις διακειμενικές αναφορές και το  παιχνιδιάρικο «κλείσιμο του ματιού» - όπως εν προκειμένω, «οι γάτες του Χαρούκι», που είναι ένα χαριτωμένο (αλλά τόσο ανώφελο σαν «inner joke» θα έλεγα), homage στον Μουρακάμι.

«Όταν πέθανε η μικρή θεία, η Φανή σκέφτηκε ότι με κάθε θάνατο τελειώνει ο κόσμος – ένας κόσμος ολόκληρος, μεγάλος ή μικρός· οι περισσότεροι δεν είναι ούτε μια υποσημείωση, έτσι μικροί που είναι -  αδιάφορο το ότι άρχισαν και τελείωσαν, αδιάφορα τα δάκρυα και τα χαμόγελα στο ενδιάμεσο, το απειροελάχιστο κλάσμα, ίσως, σε μια στατιστική. Αυτοί που μένουν πίσω θρηνούν γι’αυτό το ελάχιστο που ήταν ένα κομμάτι του δικού τους κόσμου που τώρα άδειασε και φτώχυνε, μια όψη του κόσμου τους που δίχως της δεν είναι ο ίδιος κόσμος πια: θρηνούν, οπότε, τον ίδιο τους τον κόσμο που πέρασε και πήγε και δεν θα ξαναγυρίσει.»

Μπορεί το «τέλος του κόσμου» να μοιάζει να έρχεται για τους νεαρούς και συναισθηματικούς ήρωες του βιβλίου, όταν είσαι νέος όλα όσα σου συμβαίνουν τα βλέπεις πολύ δραματικά και με μία τάση υπερβολής – εξάλλου το έγραψε καταπληκτικά ο Τ.Σ.Έλιοτ όπως μας θυμίζει η Ξυλούρη: «ο κόσμος τελειώνει όχι μ’έναν πάταγο αλλά μ’έναν λυγμό». Η ζωή συνεχίζεται και οι δυσκολίες προσαρμογής συνεχίζουν για τους ήρωες και τους «δύσκολους έρωτες» τους – ενώ η «υπερανάλυση» (όπως αργά καταλαβαίνει η ηρωίδα) βλάπτει την libido και όχι μόνο... Το (αιωνίως άλυτο) ερωτικό πρόβλημα κυριαρχεί παρά τα τραγικά ή μη γεγονότα που συμβαίνουν και η συγγραφέας απλώνει στο χαρτί, ελαττώματα και πισωγυρίσματα, αδυναμία επικοινωνίας και επαφής όπως έκανε (με ωραίο στυλ) και στο πρώτο της μυθιστόρημα, το συμπαθέστατο «Rewind», το οποίο θα μπορούσε κανείς να δει (πλέον) και ως μια εκτενή εισαγωγή στο «Πως τελειώνει ο κόσμος» ή ότι και τα δύο αυτά έργα αποτελούν ένα (ιδιότυπο και προσωπικό) «work in progress».

Γραφή υπαινικτική και αφήγηση που δείχνει χαλαρή αλλά στην πραγματικότητα είναι στέρεα και απόλυτα κοντρολαρισμένη, μαζί με τους ολοζώντανους και (εν πολλοίς) ενδιαφέροντες χαρακτήρες σε συνδιασμό με την εντυπωσιακότατη (για τόσο νέο συγγραφέα) κυκλική δομή είναι τα προτερήματα του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος. Η Μαρία Ξυλούρη έχει πολύ μεγάλο ταλέντο - και αν δεν μπερδευτεί με τις επιρροές της, θα το αξιοποιήσει περισσότερο στο μέλλον. Μπορεί να μη σε παρασύρει η πλοκή, αν και οι ιστορίες (άλλες μικρές, άλλες μεγάλες) που συνθέτουν το βιβλίο είναι ενδιαφέρουσες και «έχουν ζουμί», μπορεί να σε κουράζει η εσωστρέφεια της (συμπαθέστατης βιβλιοφάγου) ηρωίδας και η έκταση του μυθιστορήματος, αλλά ο διαυγέστατος λόγος και η πνοή (του μυθιστορήματος) όλο ζωντάνια σ’αφήνουν με μια αίσθηση φρέσκου αέρα και λογοτεχνικής ουσίας που σπάνια συναντούμε στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Υ.Γ. Το κείμενο αναρτήθηκε και στο 11ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού Τέχνης, "ΛΥΚΟΣ"