Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2013 | Permalink
Η θέληση και η τύχη


«Το άχτι σ’αυτή τη χώρα είναι πολύ παλιό και πολύ βαθύ…Το Μεξικό είναι μια χώρα όπου όλα καταλήγουν άσχημα. Υπάρχει λόγος που γιορτάζουμε τους ηττημένους και περιφρονούμε τους νικητές.»

Στο εμβληματικό μυθιστόρημά του, με τίτλο «Η ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ» («La Voluntad y la Fortuna»), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Μ.Μπονάτσου, σελ.487), ο εξαιρετικός τεχνίτης (και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα) Carlos Fuentes, (Μεξικό, 1928-2012), έχει ως αφηγητή μιαν ασώματο κεφαλή. Το μακάβριο αυτό μυθιστορηματικό εύρημα που αρχικά λειτουργεί ως ηλεκτροσόκ στον ανυποψίαστο αναγνώστη που αρχίζει να διαβάζει το βιβλίο, στη συνέχεια αποδεικνύεται ένα ειρωνικό και σαρκαστικό παιχνίδι στα χέρια του συγγραφέα προσδίδοντας την διάσταση του «φανταστικού» σε μια ιστορία που τα περιέχει όλα.

Πολιτικές ίντριγκες, συναισθηματικά αδιέξοδα, στυγερά εγκλήματα, μυστήριο, κωμωδία και δράμα εναλάσσονται με έναν ρυθμό καταιγιστικό. Το σύγχρονο χαοτικό Μεξικό με την ανάπτυξη και τις τεράστιες αντιθέσεις του προβάλλει μέσα από μια τυπική ιστορία μύησης και ενηλικίωσης («bildungsroman»), Βιβλική στην δομή της και γκροτέσκα σε σημείο πολλές φορές στα όρια του παράλογου, η πλοκή που χάνεται μέσα σε διακλαδώσεις και αναφορές, που ανακατεύει τον Σπινόζα με τον Μακιαβέλι θέλοντας να τονίσει αυτό που περνάει από το μυαλό όλων: ποια είναι τα τα στάδια της επανάληψης της ιστορίας αν η πρώτη φορά εμφανίζεται ως τραγωδία; Αν δεχτούμε ότι επαναλαμβάνεται ως φάρσα (κατά την απόλυτα επιτυχημένη Μαρξική ρήση), μήπως λοιπόν την επόμενη φορά η ιστορία εμφανίζεται ως σαπουνόπερα γεμάτη ίντριγκες κάθε είδους, συνωμοσίες και απέραντου χάους;

«Η παροδικότητα είναι το πεπρωμένο μας, αλλά η ελευθερία είναι η φιλοδοξία μας.»

Ένα κομμένο κεφάλι βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή μεξικάνικη ακρογιαλιά. Ανήκει στον Χοσουέ Ναδάλ, έναν εικοσιεπτάχρονο δικηγόρο ο οποίος ξετυλίγει το νήμα της ζωής του, η οποία αρχίζει με όνειρα για να καταλήξει θύμα των διαπλεκόμενων συμφερόντων και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Ο Χοσουέ ζούσε σε ένα τεράστιο σπίτι χωρίς γονείς με μόνη φροντίδα μια αυστηρή και βλοσυρή χωριάτισα. Η μέρα που θα σημαδέψει τη ζωή του, είναι όταν στα 16 του, στο σχολείο, τίθεται υπό την προστασία του μεγαλύτερου του (κατά ένα χρόνο), Χερικό. Με τον καιρό οι δύο έφηβοι γίνονται αχώριστοι και σύντομα αποφασίζουν να συγκατοικήσουν στο σπίτι του δεύτερου. Είναι και οι δύο μόνοι, χωρίς οικογένεια αλλά ένας φάκελος που φθάνει κάθε μήνα στο σπίτι του Χερικό περιέχει μια επιταγή. Δεν αναρωτιούνται ποτέ ποιος τους ζεί, σε ποιόν οφείλουν την οικονομική τους άνεση. Το μόνο που γνωρίζουν είναι ότι και οι δύο είναι παιδιά «αγνώστου πατρός» και ότι επικοινωνεί μαζί τους ένας δικηγόρος, ο Σανχινές, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις ζωές τους.
Ανήσυχοι και ιδεαλιστές καθοδηγούνται από τον προοδευτικό ιερέα Φιλοπάτερ και μυούνται στην φιλοσοφία του Σπινόζα, ενώ συνηθίζουν να τα μοιράζονται όλα, χρήματα, φιλίες, σεξ, γλέντια, βόλτες. Οι δρόμοι τους σύντομα χωρίζουν καθώς ο Χοσουέ επιλέγει να σπουδάσει νομικά ενώ ο Χερικό φεύγει (ή λέει ότι φεύγει) στο εξωτερικό.

Η πτυχιακή εργασία του Χοσουέ αφορά τον Μακιαβέλι. Ο Σανχινές, τον στέλνει για πρακτική στις φυλακές της Πόλης του Μεξικού, όπου του συστήνει τον χρόνια έγκλειστο Μιγκέλ Απαρεσίδο, έναν μυστηριώδη τύπο, ο οποίος δεν θέλει να αποφυλακιστεί, επιθυμεί να μείνει μέσα στη φυλακή για να μείνει ζωντανός. Ο Απαρεσίδο «εισάγει» τον Χοσουέ σε έναν διαφορετικό κόσμο ενώ η (σουρεαλιστική) γνωριμία του με την ιδιόρρυθμη Λούτσα Σαπάτα και η συγκατοίκηση του μαζί της θα τον επηρεάσει πολύ.

Με την επανεμφάνιση του Χερικό τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν σε μια διαφορετική τροχιά. Ο δαιμόνιος δικηγόρος Σανχινές τους διατηρεί υπό την προστασία του και τους στέλνει να εργασθούν δίπλα στους δύο πόλους της εξουσίας της χώρας. Ο Χοσουέ προσλαμβάνεται από τον οικονομικό όμιλο του μεγιστάνα Μαξ Μονρόι και ο Χερικό (μυστηριωδώς) από το γραφείο του Προέδρου του Μεξικού Βαλεντίν Πέδρο Καρέρα ως σύμβουλός του.

Γρήγορα οι δύο φίλοι βλέπουν από μέσα πλέον όλο το φάσμα της πολιτικοοικονομικής ζωής του Μεξικού. Ίντριγκες, συμμαχίες, λυκοφιλίες, δολοφονίες εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους και αν η συνεχής ενασχόλησή τους με τον κόσμο της realpolitic τους απομακρύνει από τον ιδεαλισμό της εφηβείας τους, έρχεται η παρουσία της βοηθού του (ουσιαστικού ηγέτη της χώρας) Μαξ Μονρόι, της πανέμορφης Ασούντα Χορντάν να δώσει την χαριστική βολή στην φιλία των δύο αγοριών, οι οποίοι από «Κάστωρ και Πολυδεύκης» μετατρέπονται σε «Κάϊν και Άβελ». Τα γεγονότα εκτυλίσσονται ραγδαία, τα μυστικά κάποια στιγμή αποκαλύπτονται και το τραγικό φινάλε είναι πλέον μονόδρομος. Ο Χερικό θα συντριβεί – θύμα της φιλοδοξίας και της τόλμης του ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα ενώ το κεφάλι του Χοσουέ θα κοπεί με την μαντσέτα τη στιγμή που νομίζει ότι μπορεί να ελέγξει το παιχνίδι, ότι μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του και από ένα απλό πιόνι στη σκακιέρα των συμφερόντων θα μετατραπεί σε πρωταγωνιστή.

Ο Φουέντες σ’αυτό το έργο της πλήρους ωριμότητάς του είναι σαφής. Το Μεξικό δεν αλλάζει, η χώρα-οπερέτα θα συνεχίσει τον δρόμο της, αρνούμενο (ή και ανίκανο) να διδαχθεί από τα σφάλματα του παρελθόντος, από την βαριά ιστορία αιώνων, από τον συνεχή κύκλο της βίας και του αίματος. Οι κοινωνικές αντιθέσεις, η τεράστια διαφθορά, το χάος της πρωτεύουσας όπου μπορούν να συνυπάρξουν κυριολεκτικά τα πάντα. Όλα αυτά απαρτίζουν την εκπληκτική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, όπου κανείς διάλογος δεν είναι αθώος, όπου όλοι κρύβουν κάποιο μυστικό.

«Είπε ότι η χώρα δεν προχωρούσε. Γιατί; Ο Πρόεδρος είναι άτολμος. Δεν κυβερνά δυναμικά. Τα κάνουμε όλα μισά. Εσύ κι εγώ; Όχι. Εκείνοι που μας κυβερνούσαν. Όλα μισά, όλα μέτρια. Νομίζαμε πως ήμασταν οι βασιλιάδες του κόσμου επειδή είχαμε πετρέλαιο. Το πουλήσαμε ακριβά. Με τα κέρδη αγοράσαμε μόνο μπιχλιμπίδια. Μια πολυετή εξαετή θητεία. Φερθήκαμε σαν νεόπλουτοι. Δεν υπήρχε το «αύριο». Έπεσαν οι τιμές. Έμειναν τα χρέη. Νέος ορίζοντας. Το εμπόριο. Μια γρήγορη συνθήκη, για να στολίσουμε μία ακόμη εξαετία. Ελεύθερη η κυκλοφορία των αγαθών. Όχι των ανθρώπων. Κυκλοφορούν νομίσματα, μετοχές, πράγματα. Οι εργαζόμενοι παραμένουν ακίνητοι, παρόλο που είναι απαραίτητοι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ελάτε γιατί σας χρειαζόμαστε. Αλλά, αν έρθετε, θα σας σκοτώσουμε. Okey? Fair enough? Από τότε μέχρι σήμερα κλείνουμε τη μία τρύπα πριν ανοίξει η επόμενη. Είμαστε σαν τον μικρό Ολλανδό του θρύλου, με το δάχτυλο στην τρύπα του αναχώματος για να αποφύγει την αναπόφευκτη πλημμύρα. Μόνο που εμείς βάζουμε το δάχτυλο βαθιά μέσα στον κώλο μας. Και μυρίζει άσχημα.»

Ο Φουέντες ανακατεύει μέσα στην σπειροειδή πλοκή του μυθιστορήματος, η οποία ξετυλίγεται αργά και προχωράει σαν φίδι τυλίγοντάς σε, φιλοσοφία, λυρισμό, σουρεαλισμό, ενώ όλα περνάνε υπό το Βιβλικό υπόστρωμα που χαρακτηρίζει την ιστορία. Ο Χοσουέ και ο Χερικό με τα ονόματα από την Παλαιά Διαθήκη (Χοσουέ στα ισπανικά είναι ο Ιησούς του Ναυή ή Ωσηέ, ενώ το όνομα του Χερικό – που το επίθετό του δεν θα μάθουμε ποτέ – σημαίνει Ιεριχώ), την ιστορία του Κάϊν και Άβελ να αιωρείται  συνεχώς πάνω από τους δύο ήρωες κάνουν ένα διανοητικό ταξίδι προς την Δυτική φιλσοφία και τις απαρχές της, τον Αυγουστίνο, τον Σπινόζα και τον Νίτσε μέσω του ιδεολόγου και επαναστάτη Πατέρα Φιλοπάτερ – ο οποίος κι αυτός καταλήγει ζητιάνος έξω από τον καθεδρικό ναό της Πόλης του Μεξικού, για να φτάσουμε στον Μακιαβέλι και την άσκηση της Εξουσίας.

Υπάρχουν αρκετοί πόλοι μέσα στο συναρπαστικό μυθιστόρημα του Φουέντες, όπου ο αναγνώστης μπορεί να σταθεί – τρομεροί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (που ειρήσθω εν παρόδω γύρω από τον καθένα τους θα μπορούσε να στηθεί ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα). Ο Μαξ Μονρόι, πανίσχυρος επιχειρηματίας, συνεχιστής της παντοδύναμης οικογενειακής επιχείρησης, ο οποίος έχει κατανοήσει ότι μέσω της ανάπτυξης της τεχνολογίας μπορεί να ελέγξει όχι μόνο την εξουσία αλλά και τον λαό. Το πνεύμα της μητέρας του, της δυναμικής Αντίγουα Κονσεπσιόν που ακόμα και από τον τάφο κινεί τα νήματα. Ο Πρόεδρος-καρικατούρα Καρέρα που το μόνο που τον νοιάζει είναι να διατηρηθεί στην εξουσία, την οποία κατέκτησε με ψέμματα. Ο μυστηριώδης κρατούμενος Μιγκέλ Απαρεσίδο, ένας σύγχρονος «Κόμης Μοντεκρίστο» (the Mexican way), που πήρε στην εφηβεία του μια μοναδική απόφαση, να μείνει αιώνια φυλακισμένος για να μπορέσει να διατηρηθεί στη ζωή και γιατί ξέρει πως αν και όταν βγεί «θα κάνει μια ασυγχώρητη πράξη» και ο οποίος μέσα από το κελί του κρατάει κρυμμένα «μυστικά και ντοκουμέντα». Η αδίστακτη «γυναίκα-αράχνη» Ασούντα Χορντάν, πανέμορφη και δυναμική, ερωμένη που διψάει για χρήμα και εξουσία. Η Λούτσα Σαπάτα, η μόνη γυναίκα που αγάπησε πραγματικά τον ασταθή Χοσουέ, ο ιδεαλιστής ιερέας Φιλοπάτερ.
Πάνω απ’όλους όμως αυτός που δίνει τον ρυθμό στην ιστορία είναι ο «σκοτεινός» δικηγόρος Σανχινές, μέντορας και προστάτης των δύο φίλων, του Χοσουέ και του Χερικό, δικηγόρος του κατάδικου Μιγκέλ Απαρεσίδο, νομικός σύμβουλος του Μαξ Μονρόι, μυστικοσύμβουλος του Προέδρου. Ο ρόλος του γίνεται σκοτεινότερος όσο προχωράει η ιστορία, είναι αυτός που γνωρίζει όλα τα μυστικά σε μια χώρα που όλο αλλάζει και όλο η ίδια μένει, έρμαιο κι αυτός των γεγονότων και των παραπολιτικών παιγνίων.

Το πυκνογραμμένο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Φουέντες, είναι γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις. Ο αναγνώστης νιώθει ότι διαβάζοντάς το ανοίγει ένα κουτί με μπάμπουσκες. Κάθε κεφάλαιο φέρνει και κάτι καινούργιο στην πλοκή, μια νέα ανατροπή στην ιστορία. Ο μεγάλος συγγραφέας χειρίζεται αξιοθαύμαστα το υλικό του, στοχάζεται και σχολιάζει με πολύ χιούμορ και φαντασία, αφηγείται ουσιαστικά την ιστορία του σύγχρονου Μεξικού μέσα από τα παιχνίδια του πεπρωμένου, του μοιραίου και της επιθυμίας. Είναι ένα μεγάλο (με όλη τη σημασία της λέξης) μυθιστόρημα με αξέχαστους χαρακτήρες, ένα μυθιστόρημα ωριμότητας και σοφίας που τοποθετείται στα κορυφαία έργα αυτού του τεράστιου δημιουργού.

«Μεγάλωσα…σε μια κοινωνία της οποίας την προστασία είχε αναλάβει η επίσημη διαφθορά. Σήμερα…η κοινωνία προστατεύται από εγκληματίες. Η ιστορία του Μεξικού είναι μια μακρά πορεία για να βγούμε από την αναρχία και την δικτατορία και να καταλήξουμε σε έναν δημοκρατικό αυταρχισμό…
Σήμερα, Χοσουέ, το μεγάλο δράμα του Μεξικού είναι ότι το έγκλημα έχει αντικαταστήσει το κράτος. Το κράτος, ξεχαρβαλωμένο από τη δημοκρατία, παραχωρεί την εξουσία του στο έγκλημα, που βρίσκεται υπό την αιγίδα της δημοκρατίας.»


 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013 | Permalink
Booktalks - Amagi radio, εκπομπή Σαββάτου 23/2
Ακούστε το podcast της εκπομπής του Σαββάτου 23/2 όπου στο πρώτο μέρος συνομιλούμε με την Βιβή Γεωργαντοπούλου, δημιουργό του ωραίου blog "Λέσχη ανάγνωσης του Degas" , σχετικά με την επιστολή προς τους εκδότες βιβλίων για μείωση στις τιμές των καινούργιων βιβλίων. 

Στο δεύτερο μέρος με τον καλεσμένο μου κο Νίκο Αργύρη, των εκδόσεων Ίκαρος συζητάμε για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ιστορικών εκδόσεων (οι οποίες φέτος συμπληρώνουν 70 χρόνια ζωής), για τις τιμές των βιβλίων (χαρτόδετων και e-books), όπως επίσης και για το μέλλον του εκδοτικού χώρου στην Ελλάδα.

Καλή ακρόαση


 
Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2013
posted by Librofilo at Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2013 | Permalink
Booktalks - Amagi radio
Στο σημερινό Booktalks στο Amagi radio 2-4μ.μ., διαβάζουμε μια επιστολή των βιβλιοφιλικών blogs προς τους εκδότες η οποία αφορά το καυτό θέμα των τιμών των καινούργιων εκδόσεων (δείτε παρακάτω) και στις 2.45 φιλοξενούμε τις εκδόσεις Ίκαρος και συζητούμε με τον κ. Νίκο Αργύρη, εκπρόσωπο της τρίτης γενιάς της επιχείρησης, γύρω από το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του ιστορικού εκδ. οίκου, ο οποίος φέτος συμπληρώνει 70 χρόνια συνεχούς και επιτυχημένης παρουσίας. 

Θα κληρωθούν 3 βιβλία των εκδ. Ίκαρος - η συλλογή διηγημάτων του Δ.Νόλλα "Στον τόπο", το βιβλίο του Επίκουρου "Η Νέα Ελληνική Κουζίνα" και η ποιητική συλλογή του Γ.Ψάλτη "Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος". 

Συμμετέχετε στην κλήρωση  στέλνοντας mail στο amagiradio@gmail.com. Μη το χάσετε!

 _________________________________________

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ



Κυρίες και κύριοι εκδότες,


ζητούμενο, τόσο για σας όσο και για μας τους βιβλιόφιλους ιστολόγους, είναι να αυξηθεί η αναγνωσιμότητα σε μια Ελλάδα, που διαβάζει όλο και λιγότερο.
Βασικό πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι η κρίση. Μια κρίση οξύτατη και πολυεπίπεδη. Έχει εισβάλει στις επιχειρήσεις σας, αλλά διαστρωματωμένα αποτυπώνεται πλέον και στο μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και επηρεάζει, αντιστοίχως αναλογικά και πάντως δραματικά, τη ζωή όλων μας. Όταν η ανεργία και η κάθετη πτώση του εισοδήματος έχουν εκτοξευθεί στους πιο υψηλούς δείκτες των τελευταίων δεκαετιών, η βασική βεβαίως προτεραιότητα δεν μπορεί παρά να είναι η υπεράσπιση της Αξιοπρέπειας στην καθημερινή διαβίωση με όλα όσα πρέπει αυτή να περιλαμβάνει σε συνθήκες Δημοκρατίας: Υγεία, Στέγη, Τροφή, Εκπαίδευση, Ελευθερία.
Για τους βιβλιόφιλους αυτής της χώρας, που στην πλειονότητά τους δεν είναι ένα προνομιούχο κομμάτι, που ζει εκτός κοινής οικονομικής πραγματικότητας, το βιβλίο αποτελεί ένα πολύ σημαντικό αγαθό ενταγμένο στα παραπάνω, το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει στην λίστα εκείνων, που θα μειωθούν ή θα κοπούν εντελώς, επειδή η ακρίβεια το καθιστά συχνά απλησίαστο.
Αν με τις προσφορές, τα παζάρια, την στροφή στους παλιούς τίτλους και την επιστροφή στις βιβλιοθήκες διαφαίνεται μια καλή λύση, τι θα γίνει με τους καινούργιους τίτλους;
Θα αφορούν σε όλο και πιο λίγους; Και αν παγιωθεί αυτό ως αναγκαστική συνθήκη στην κρίση, θα πάμε από την εκδοτική πλημμυρίδα σε μιαν εκδοτική άμπωτη, της οποίας τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά θα περιγράφονται με την φράση εκδίδουμε ό,τι μπορεί να αποσβέσει;

        Είχαν ακουστεί και παλιότερα αντιρρήσεις για την τιμή του βιβλίου, τόσο από αναγνώστες όσο και από τους ειδικούς του χώρου, δημοσιογράφους και κριτικούς. Όταν ένα μέσο βιβλίο στοιχίζει 15-20€, οι περισσότεροι θα προτιμήσουν να παρακολουθήσουν μια ταινία στον κινηματογράφο, που κοστίζει πολύ κάτω από 10€ ή τα ίδια χρήματα να τα αφιερώσουν σε άλλου είδους (ψυχαγωγική) διέξοδο.
Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για το ηλεκτρονικό βιβλίο. Εκεί που θα έπρεπε η τιμή να είναι πολύ χαμηλότερη, δεδομένου ότι τα έξοδα έκδοσης είναι μικρότερα, παρατηρούνται μικρές διαφορές σε σχέση με το έντυπο βιβλίο. Το λογικό θα ήταν ο αναγνώστης, που έχει την ανάλογη συσκευή, να παρακινηθεί να αγοράζει άυλα κείμενα, ενώ αυτός που δεν έχει, να βρει κίνητρο για να ακολουθήσει την εξέλιξη.

Πριν φτάσουμε στο θλιβερό και στρεφόμενο στην ουσία κατά του πολιτισμού μας σημείο, να εκμηδενιστεί δηλαδή εντελώς ο αριθμός των αναγνωστών, ας επιχειρήσετε εσείς, οι εκδοτικοί οίκοι, καθώς σ’ εσάς πέφτει πρωτίστως αυτή η υποχρέωση,ένα θαρραλέο βήμα: μείωση της τιμής των καινούργιων τίτλων, ώστε να μην ανακοπεί η δημιουργική έκφραση όλων αυτών, στους οποίους ανάμεσα, πάντοτε, υπάρχουν ταλέντα που δεν πρέπει να χαθούν, επειδή θα έχει προκριθεί λόγω ωμής ανάγκης, το εφήμερο και το ευπώλητο.

Το βιβλίο,σήμερα, είναι ακριβό και αποτρέπει την αγορά του.Αυτή είναι η πραγματικότητα,την οποία όμως, εσείς, μπορείτε να αλλάξετε.

Ως αναγνώστες, ιστολόγοι και πολίτες, σας ζητάμε την μεγαλύτερη δυνατή μείωση και, αν το πράξετε, πρώτοι εμείς, θα την υποστηρίξουμε.
Αντιλαμβανόμαστε τις ποικίλες δυσκολίες,από τις  υποχρεώσεις σας στους εργαζόμενους, το κόστος χαρτιού, τα βάρη των δικαιωμάτων, των μεταφράσεων και ούτω καθεξής μέσα μάλιστα στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς με τους γλωσσικούς της περιορισμούς και τον ελάχιστο πληθυσμό, όμως και πάλι  το βιβλίο, ακριβώς στην παρούσα κρίση, οφείλουμε να το διαδώσουμε ως αγαθό και όχι ως πολυτέλεια των ολίγων.
Τα ιστολόγιά μας, πάντα φιλόξενα και χωρίς κανενός είδους αντάλλαγμα, λειτουργήσαμε και λειτουργούμε, εκ των πραγμάτων, ως… διαφημιστές βιβλίων! Ειδικά εκείνων που υπερβαίνουν το εφήμερο…

Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε υπηρετώντας από κοινού με σας την Λογοτεχνία (και κάθε άλλου είδους λόγο) και συμβάλλοντας στην επιβίωσή της, αν κι εσείς θελήσετε να προχωρήσετε σ’ αυτό, που επιτακτικά πλέον σας ζητάμε: χαμηλές τιμές σε όλα και ειδικότερα στα καινούργια βιβλία, χωρίς αλλαγή στην αισθητική και την ποιότητά τους.

Με εκτίμηση

 


Βιβλιοκαφέ
Διαβάζοντας
Βολτίτσες
Anagnostria
Το Ιστολόγιο του Θαλή
Read- for -a- Life
Desperado
Καγκουρό
Λέσχη Ανάγνωσης του Degas
Εαρινή Συμφωνία
Librofilo
 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2013 | Permalink
Ίσλα Μπόα


Το λιγότερο που μπορεί να πει κάποιος για το μυθιστόρημα του Χρήστου Αστερίου (Αθήνα,1971), με τον ιδιαίτερο και (μάλλον) πρωτότυπο τίτλο «ΙΣΛΑ ΜΠΟΑ», (Εκδ. Πόλις, σελ.348), είναι ότι έχει συναρπαστική πλοκή που κρατάει έντονο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια πρώτη και «εύκολη» ανάγνωση του βιβλίου, η οποία όμως ενδέχεται να αποτελέσει παγίδα για την ουσιαστική μορφή του συγγραφικού εγχειρήματος του καλού συγγραφέα. Διότι αυτό το σαγηνευτικό βιβλίο, είναι ένα πολυεπίπεδο και πολιτικό μυθιστόρημα, το οποίο έχοντας στέρεη και συγκροτημένη πολυφωνική δομή αποτελεί κοινωνικό σχόλιο για την εποχή μας.



Ο Αστερίου στο βιβλίο του χρησιμοποιεί έναν μυθιστορηματικό καμβά που θα μπορούσε να τον καταστρέψει ή τουλάχιστον να τον οδηγήσει αλλού – πέραν των αρχικών του στόχων. Ένα ριάλιτι, ένα τηλεοπτικό παιχνίδι στυλ Survivor όπου κάποιοι άνθρωποι ανταγωνίζονται με στόχο το χρηματικό έπαθλο, είναι ένα θέμα «πιασάρικο» μεν, όμως όχι ακριβώς για τον κόσμο που διαβάζει βιβλία. Ο Αστερίου όμως χρησιμοποιεί αυτό το πλαίσιο δημιουργικά με πρωτότυπο και ευφυή τρόπο.



Δέκα άνθρωποι από διαφορετικά σημεία του κόσμου, επιλέγονται προσεκτικά από ένα αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι για να συμμετάσχουν σε ένα ριάλιτι «συμβίωσης» σε ένα απομονωμένο νησί της Καραϊβικής, το οποίο δεν εμφανίζεται σε κανένα χάρτη, δεν υπάρχει στους καταλόγους – ανήκει δε στην οφ-σορ εταιρία στην οποία ανήκει και το τηλεοπτικό κανάλι. Ως παρουσιαστής επιλέγεται ένας (πρώην λαμπερός) τηλεοπτικός αστέρας που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε καθοδική πορεία, ενώ ο σκηνοθέτης είναι γνωστός στην «πιάτσα» και με επιτυχίες στο ενεργητικό του. Ο δαιμόνιος παραγωγός Σάμυ Κόου είχε την πρόθεση να παρουσιάσει ένα τηλεοπτικό σόου «διαφορετικό» από τα συνηθισμένα.



Το μυθιστόρημα ξεκινάει και ουσιαστικά «πατάει πάνω» σε μια συνέντευξη που δίνει ο παραγωγός όταν όλα δείχνουν να έχουν τελειώσει. Η «δημοσιογράφος» με τις ερωτήσεις της, ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας. Διότι ο παραγωγός Σάμυ Κόου ενεργούσε ως «Θεός», κινούσε τα νήματα όπως εκείνος ήθελε ή τουλάχιστον πίστευε ότι μπορούσε – οι εξελίξεις όμως τον διέψευσαν.



«Επιλέξαμε ανθρώπους που περνούσαν δύσκολη προσωπική φάση, που ήταν ακόμα και στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Υπήρχε το χρηματικό δέλεαρ -ένα εκατομμύριο δολάρια- , με την προϋπόθεση, βέβαια, να υπογράψουν συμβόλαιο απόλυτης εχεμύθειας, να πάρουν όρκο σιωπής, με άλλα λόγια.. Αφού βεβαιωνόμασταν πως είχαν διάθεση να παίξουν, τους φέρναμε στα κεντρικά εξηγώντας τους σε αδρές γραμμές το παιχνίδι. Τους τονίζαμε εξαρχής τι ζητούσαμε. Σε οποιαδήποτε περίπτωση μαθευόταν οτιδήποτε για το «Πείραμα» από τον οικογενειακό ή φιλικό τους κύκλο θα ακυρώνονταν την ίδια στιγμή. Ακόμα κι αν είχαν κερδίσει…

-Και το δέχονταν;

-Υπέγραφαν για όλα. Αποδείχτηκε ότι κανείς τους δεν μίλησε…

-…Έχει μια λογική. Ωστόσο…Υπάρχουν πολλά κενά ακόμα. Πού βρέθηκαν τα άτομα;Και πως γνωρίζατε για την κατάστασή τους; Είναι πανούργο το σχέδιο, αλλά πως ξέρατε αυτές τις λεπτομέρειες;

-Γνωρίζαμε τα πάντα. Οικογενειακή κατάσταση, καταθέσεις, χρέη, επαγγελματικά, προσωπικά…

-…

-Εκπλήσσεστε; Είχα αναθέσει στο τμήμα εσωτερικής πληροφόρησης να μου βρει τριάντα άτομα από επιλεγμένες χώρες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δεν τους είπα βέβαια, για ποιο λόγο. Μέσα σε λίγες μέρες είχα στο γραφείο μου φακέλους με όλα τα στοιχεία: ηλεκτρονικές διευθύνσεις, δημοσιεύσεις στο Facebook, αναρτήσεις στο twitter, προσωπικά blogs, φορολογικές δηλώσεις, βίντεο. Αλλά και φωτογραφίες προσωπικές, φωτογραφίες από το Google Earth, ιατρικούς φακέλους κι ό,τι άλλο φαντάζεστε. Απ’ αυτούς κράτησα τους δέκα πιο ενδιαφέροντες κι έβαλα στο αρχείο μερικά ονόματα για ένα πιθανό δεύτερο μέρος του παιχνιδιού. Αν νομίζετε πως ο σημερινός άνθρωπος έχει τον παραμικρό ιδιωτικό χώρο. Είστε πολύ αφελής.»



Οι παίκτες πρέπει να διαγωνιστούν πάνω στο θέμα της «συμβίωσης» και όχι της επιβίωσης ή της «εξόντωσης» του άλλου με διάφορα τρικ. Οι «δοκιμασίες» είναι σχεδιασμένες πάνω σ’αυτό το κόνσεπτ και όλα φαίνονται να είναι προγραμματισμένα στην εντέλεια. Όμως δύο γεγονότα ανατρέπουν τον σχεδιασμό. Ένας τυφώνας προκαλεί τον θάνατο δύο συμμετεχόντων και αμέσως μετά σταματάει η επικοινωνία της παραγωγής με το νησί διότι το τηλεοπτικό κανάλι χρεωκόπησε, οι συνθήκες στα γραφεία της εταιρίας ήταν χαοτικές και οι διαγωνιζόμενοι, από συμμετέχοντες σε ένα αστραφτερό τηλεοπτικό σόου μετατρέπονται σε ναυαγούς, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή τους.



Η εξαιρετική απεικόνιση των χαρακτήρων/ηρώων του μυθιστορήματος είναι η μεγάλη επιτυχία του συγγραφέα. Χωρίς να υπάρχει κάποιος ήρωας που πάνω του στηρίζεται η πλοκή, επιλέγεται η πολυμορφικότητα στην εξέλιξη των δρώμενων. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ένας-ένας λεπτομερώς και με ευκρίνεια. Με κοινό χαρακτηριστικό σε κάποιους η επιθυμία για αλλαγή ζωής, στους περισσότερους η οικονομική ανέχεια, όλοι (μα όλοι) δέχονται χωρίς πολλά-πολλά να συμμετάσχουν σε ένα εγχείρημα που (θεωρούσαν ότι) θα τους άλλαζε τη ζωή. Το παιχνίδι εξελίσσεται σε εφιάλτη με απρόβλεπτες συνέπειες.



Ο Αστερίου με ακρίβεια και συνέπεια, ηρεμία και προσήλωση, ξετυλίγει αργά-αργά το κουβάρι της ιστορίας. Επιλέγει την ψυχογραφία των χαρακτήρων του, εις βάρος της περιπετειώδους πλοκής (που θα μπορούσε άνετα να κάνει, αυξάνοντας τις πωλήσεις του βιβλίου του-μετατρέποντάς το δηλαδή σε ένα θρίλερ). Ακόμα και όταν η αγωνία «χτυπάει κόκκινο», εκείνος δεν αφήνει την επιλεγμένη δομή ώστε να αφεθεί στην γοητεία της ιστορίας, αλλά συγκρατεί το ύφος του, επιλέγοντας να δώσει τον λόγο σε χαρακτήρες της ιστορίας, οι οποίοι μέχρι τότε ήταν σε δεύτερο πλάνο. Το ανοιχτό τέλος του μυθιστορήματος, δικαιώνει την επιλογή του, αν και θα ήθελα (ως αναγνώστης που απολάμβανε την ιστορία) ακόμα περισσότερες σελίδες έτσι ώστε να «απλωθεί» περισσότερο η δράση.



Μπορεί να έχει ομοιότητες ως προς το στήσιμο της ιστορίας με το (δημοφιλέστατο παγκοσμίως) ριάλιτυ «Survivor» (και τα παράγωγά του), μπορεί στους παλαιότερους να θυμίζει την ταινία «TheTruman show» και στους νεώτερους την (καταπληκτική) τηλεοπτική σειρά «Lost», αλλά το σίγουρο είναι ότι το μυθιστόρημα του Χ.Αστερίου δεν έχει τίποτα πάνω του που να θυμίζει ελληνική ηθογραφία ή ένα συνηθισμένο ελληνικό μυθιστόρημα με παρέλαση τοπικών στοιχείων (ντοπιολαλιά, έθιμα, βαρύ ιστορικό παρελθόν κλπ) ή (όπως συνηθίζεται) με έντονο το στοιχείο της ενδοσκόπησης και της αυτοαναφορικότητας το οποίο πλημμύρισε την νεοελληνική λογοτεχνική σκηνή τα προηγούμενα χρόνια.



Ο κόσμος του χωρίς όρια, αδίστακτου κέρδους παρουσιάζεται στο Ίσλα Μπόα, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε χάρτινες φιγούρες που μπορείς να τις μετακινήσεις όπως θέλεις, να τις βάλεις κάπου και μετά να τις ξεχάσεις, να μην ενδιαφερθείς για την τύχη τους. Ο παραγωγός, κυνικός και ειλικρινής ξετυλίγει κάτω από την επίφαση του «ρεαλισμού» και της απάντησης: «thats life» ή «business as usual» την αιτιολόγηση της «αθωότητάς του», οι συμμετέχοντες/διαγωνιζόμενοι αποδέχονται τους όρους του παιχνιδιού, το μόνο που βλέπουν μπροστά τους είναι το χρηματικό έπαθλο. Ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα; Όλοι είναι και τα δύο απαντάει ο συγγραφέας σ’αυτό το έξοχο βιβλίο (εμφανώς το καλύτερό του μέχρι στιγμής στην αξιοσημείωτα αραιή παρουσία του στην λογοτεχνική παραγωγή), αποδεικνύοντας ότι οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται (και είναι πιο καίριες) με αμιγώς λογοτεχνικό τρόπο.


______________________________________________________


Ακούστε την συζήτηση με τον συγγραφέα στο podcast της εκπομπής Booktalks (στο Amagi radio) του Σαββάτου 16/2/13 όπου αναλύεται επί μακρόν το βιβλίο καθώς τα προηγούμενα έργα του Χ.Αστερίου. 

 
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013 | Permalink
Έρωτας με την πρώτη ματιά


Τον συνάντησα στο παζάρι βιβλίου στην Πλ.Κοτζιά. Βρισκόταν σε ένα σημείο του πάγκου που δεν πλησίαζε κανείς. Εκδόσεις Ίκαρος βλέπεις…

Οι περισσότεροι που ήταν εκεί μέσα ούτε ήξεραν τι γύρευαν, απλά βάζανε βιβλία στα καλαθάκια – ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά, βλέπεις ονόματα συγγραφέων που δεν γνωρίζεις (και δεν θέλεις να μάθεις), εκδόσεις κλασσικών αριστουργημάτων, με σκληρό εξώφυλλο αγνώστου προελεύσεως και συχνά χωρίς όνομα μεταφραστή, που συναντάς σε πεζόδρομους του κέντρου, σε κεντρικές πλατείες συνοικιών δίπλα στα τιγκαρισμένα καφέ και σε πανηγύρια από πλανόδιους «βιβλιοπώλες». Κόσμος που τα ρούχα του βγάζανε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά ξυλόσομπας ανακατεμένης με τσίκνισμα από την κουζίνα, κόσμος που τηλεφωνούσε σπίτι: «έλα..ένα βιβλίο της Μπαρπαρίγου, να το πάρωωω;».



Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μου. Στον πάγκο με τα βιβλία των εκδόσεων Ίκαρος, λοιπόν, με τιμή 3.5 ευρώ, μια θαυμάσια (δίγλωσση) έκδοση, ενός Ισπανού ποιητή που αγνοούσα ο τάλας..Luis Cernuda «Ocnos» - Λουίς Θερνούδα «Όκνος» (Όκνος=ένας μικρός Θεός της νωθρότητας, της βραδύτητας – εξ’ου και «οκνηρός»), μετάφραση Αντώνης Κουτσουραδής.



Το ανοίγω να το δω λίγο προτού το αγοράσω, σελ. 153, «Πολιτεία της Καληδονίας» έρωτας με την πρώτη ματιά – ποίημα σε πεζό λόγο, κάτι σαν Πεσόα…



«Όλα σ’αυτή τη χώρα, αυτή και η γή που πάνω της βρίσκεται, μοιάζουν ανολοκλήρωτα, σάμπως ο Θεός να τα είχε αφήσει μισοτελειωμένα, δυσπιστώντας προς το έργο. Και ίδια με τη χώρα, κι η πολιτεία. Αυτή η πολιτεία έγινε η φυλακή σου για κάποια χρόνια, ανώφελα, αν εξαιρέσουμε τη δουλειά, στη ζωή σου, μαραίνοντας και αναλώνοντας τη νιότη που σου έμενε ακόμη, χωρίς απόλαυση μήτε εξωτερικό ερέθισμα, με την ίδια ξεραϊλα στα πλάσματα και στα πράγματα. Όπως είναι η πόλη, προσόψεις κόκκινες λεκιασμένες από την καπνιά, που επαναλαμβάνονται σμικρυνόμενες προοπτικά, κινέζικο σεντούκι που μέσα του έκλεινε άλλο, κι αυτό άλλο, κι αυτό άλλο, έτσι και τα πλάσματα που την κατοικούσαν: μονοτονία, αποκρουστική χυδαιότητα σε όλα. Πως να γεμίσουν οι ώρες αυτής της ζωής χωρίς βάθος;»



Φεύγω από το παζάρι, έχοντας πάρει μόνο αυτό το βιβλίο και τρία τεύχη του περιοδικού «Οδός Πανός». Στο μυαλό μου κολλημένο, είναι το κομμάτι που μόλις διάβασα. Κάθομαι σε ένα καφέ, στην Πλ. Αγίας Ειρήνης και ανοίγω στη τύχη πάλι το βιβλίο του Cernuda, ζητάω ένα μαχαιράκι να κόψω τις σελίδες – ανυπομονώ, μ’εχει πιάσει αυτή η γοητευτική προσμονή.



Όταν γυρίζω σπίτι, ψάχνω στοιχεία για τον ποιητή – σύντομα διαπιστώνω ότι θεωρείται ισάξιος ή και καλύτερος του Λόρκα (νομίζω μαζί με τον Νερούδα, οι πλέον υπερτιμημένοι του 20ου αιώνα-αλλά αυτό είναι θέμα άλλης κουβέντας). Ο Λουίς Θερνούδα γεννήθηκε στην Σεβίλη το 1902 και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1927 με την συλλογή «Η κατατομή του αγέρα». Ακολουθούν οι συλλογές «Ένας ποταμός, ένας έρωτας» και «Απαγορευμένες επιθυμίες» με σουρεαλιστικές επιρροές στην ποίηση του. Ο εμφύλιος που ξεσπάει, φτώχεια (ηταν πωλητής σε βιβλιοπωλείο), η αριστερά που τον συγκινεί, η ομοφυλοφιλία που τον θέτει αυτόματα στο περιθώριο, τίποτα δεν τον κρατάει στην σπαρασσόμενη πατρίδα του. Φεύγει για την Γλασκόβη. Στην Σκωτία που δεν θα αγαπήσει ποτέ του, το 1940, ο Θερνούδα άρχισε «να συνθέτει το «Όκνος» στηριγμένος σε αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη νεότητα στη Σεβίλη, «που τότε, συγκριτικά με τη ρυπαρότητα και την ασχήμια της Σκωτίας, του φαίνονταν άξιες γραπτής μνείας ενώ, ταυτόχρονα, μ’αυτό τον τρόπο τις εξόρκιζε.» όπως γράφει ο μεταφραστής στον πρόλογο του βιβλίου.



Το βιβλίο εκδίδεται το 1942 στη Οξφόρδη αλλά την οριστική του μορφή θα την πάρει με την Τρίτη έκδοση πλέον την δεκαετία του ’50, όταν ο Θερνούδα έχει εγκατασταθεί στο Μεξικό (αφού πέρασε πρώτα ένα μικρό διάστημα στις Η.Π.Α.), όπου θα εκδόσει αρκετές άλλες συλλογές ποιημάτων σε πεζό λόγο, όλες (θεωρούμενες από την διεθνή κριτική ως) αριστουργήματα. Πέθανε το 1963 στο Μεξικό.



«Υπάρχουν ανθρώπινα πεπρωμένα δεμένα μ’έναν τόπο ή μ’ένα τοπίο. Εκεί, σ’εκείνο τον κήπο, καθισμένος σ’ενός συντριβανιού την άκρη, ονειρεύτηκες μια μέρα τη ζωή σαν αστείρευτη σαγήνη. Η άπλα του ουρανού σε ωθούσε σε δράση· η ανάσα των λουλουδιών, τα φύλλα και τα νερά, στην απόλαυση χωρίς τύψεις.

Αργότερα θα καταλάβαινες πως ούτε τη δράση ούτε την απόλαυση θα μπορούσες να βιώσεις με την τελειότητα που είχαν στα όνειρά σου στην άκρη του συντριβανιού. Και τη μέρα που κατάλαβες αυτή τη θλιβερή αλήθεια, αν και βρισκόσουν μακριά και σε ξένη γη, πόθησες να γυρίσεις σ’εκείνο τον κήπο και να ξανακάτσεις στην άκρη του συντριβανιού, για να ονειρευτείς ακόμη μια φορά τη νιότη που εχάθη.»



Ποίηση σε πεζό γεμάτη μελαγχολία και λυρικότητα, όπου η κάθε λέξη «μετράει». Άψογο στυλ, ατμόσφαιρα, και ένας ιδιόμορφος «αντιρομαντισμός» - μια «αντικειμενική» θεώρηση/στάση ζωής, σαν να είναι άλλος ο δημιουργός και άλλο το δημιούργημα. Δημιουργία alter-ego, τον «Αλβάνιο» σε κάποια από τα πεζοποιήματα και χρήση του δεύτερου προσώπου τονίζουν αυτή την προοπτική της παρατήρησης του ποιητή απέναντι στο έργο του, και όπως γράφει πάλι ο μεταφραστής στον πρόλογο του «Όκνος», «εξελίσσεται λοιπόν η αρχική σύγκρουση, όχι πια μόνον ανάμεσα σε πραγματικότητα και επιθυμία ή ανάμεσα σε φαίνεσθαι και αλήθεια όπως παλαιότερα, αλλά τώρα πια ανάμεσα σε πνεύμα και ύλη, ηθική και αισθητική, που χρησιμοποιούνται για το μέτρο της φύσης και των ανθρώπινων ενεργειών.»



Μια φορά ποτέ δεν είναι αρκετή για την ανάγνωση αυτού του αριστουργήματος. Πιάνω τον εαυτό μου να παρατάει το μυθιστόρημα που διαβάζει ή ότι άλλο κάνει και να ξαναγυρίζει σε κάποια από τα ποιήματα. Ξαναδιαβάζοντας τα, ανακαλύπτεις νοήματα κρυμμένα, μια πρόταση που δεν πρόσεξες, εικόνες που σου διέφυγαν. «Η μοναξιά», «Η αιωνιότητα», «Ο χρόνος», «Ο ερωτευμένος», «Βιβλιοθήκη», «Ασκούμενος στη Λήθη», «Τρόπος Ζωής» μερικοί από τους τίτλους έξοχων πεζών ποιημάτων.



Η παιδική ηλικία που χάθηκε για πάντα, το πατρικό σπίτι – καταφύγιο, η Σεβίλη, οι έρωτες, η «μάσκα» που κάλυπτε τις ερωτικές του επιθυμίες, η ομορφιά που πέρασε από μπροστά του και χάθηκε, η μνήμη, η λήθη, η απελπισία, τα ξένα χώματα που είναι πάντα αφιλόξενα. Πράγματα και έννοιες που επανέρχονται συνεχώς στη θεματική του βιβλίου – κείμενα που θυμίζουν ημερολογιακές καταγραφές με λεπτομέρειες σε σημεία της πατρικής εστίας, σε πράγματα που χάθηκαν για πάντα. Απόλαυση ο «Όκνος», καταπληκτική η δουλειά του μεταφραστή Α.Κουτσουραδή, και ακόμα μεγαλύτερη ηδονή η γνωριμία με έναν συγκλονιστικό λογοτέχνη που δεν γνώριζες.



«Η ΜΟΝΑΞΙΑ»



Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά. Νησί της ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.

Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές· αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δούν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές. Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.

Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά. Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’όλα δεν σε θλίβει. Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει; Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά. Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’εκείνη το οφείλεις.

Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη. Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.»

 Υ.Γ. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο θαυμάσιο, διαδικτυακό περιοδικό Bookstand, που κυκλοφορεί κάθε Τρίτη.



 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013 | Permalink
Όταν όλα καταρρέουν



«Αναζητούμε, βλέπεις, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μόνο και μόνο για να βρούμε που διαρρηγνύονται. Και είναι εκεί, σε εκείνη τη σχισμή όπου κατασκηνώνουμε και περιμένουμε»


Ένα ογκώδες γραφείο. Άλλοι το θεωρούν άσχημο και δυσοίωνο και άλλοι, μπορούν να διασχίσουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να το βρουν. Γύρω του περιστρέφεται η πλοκή του έξοχου μυθιστορήματος της  Nicole Krauss (Η.Π.Α, 1974), με τίτλο «ΌΤΑΝ ΟΛΑ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ» («Great House»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Ι.Ηλιάδη, σελ.393), ένα σπονδυλωτό βιβλίο με άξονα ένα γραφείο-αντίκα, το οποίο πραγματοποιεί μέσα στα μεταπολεμικά χρόνια μια περίεργη διαδρομή καθορίζοντας την ύπαρξη (περισσότερο ή λιγότερο), των βασικών ηρώων του σαγηνευτικού λογοτεχνικού παζλ που έφτιαξε η συγγραφέας, θυμίζοντας έντονα τη δομή ταινιών όπως η Βαβέλ.



Μια ιδιόρρυθμη και κλεισμένη στο καβούκι της συγγραφέας, ένας Χιλιανός ποιητής που γυρίζει στη Χιλή να βοηθήσει στο χτίσιμο της Δημοκρατίας και πέφτει θύμα του Πινοσέτ, ένας αντικέρ που βρίσκει χαμένα αντικείμενα αξίας, τα δύο του παιδιά που ακολουθούνε τον πατέρα τους καταπιεσμένα και αλλάζοντας τόπο κατοικίας συχνά μοιάζουν να μην ανήκουν πουθενά και η κοπέλα που μπαίνει ανάμεσά τους, ένας γονιός στην Ιερουσαλήμ που δείχνει απεγνωσμένος και αποξενωμένος με τον γιό του, ένας σύζυγος που μετά την ασθένεια της (ανέκαθεν αινιγματικής και απρόσιτης) γυναίκας του ανακαλύπτει ένα ένοχο και καλά κρυμμένο μυστικό. Ιστορίες φαινομενικά (ή όχι-αυτό σηκώνει μεγάλη κουβέντα) ασύνδετες, οι οποίες εναλλάσονται στην αφήγηση της Κράους, άλλες ευρηματικά και άλλες παραμένουν μετέωρες – σαν τους ήρωές τους.



Η Νάντια συγγραφέας που ζει στη Ν.Υόρκη, όταν χωρίζει από τον σύντροφό της, προσπαθεί να βρει έπιπλα για το άδειο πλέον διαμέρισμά της. Κάποιος φίλος, της συστήνει τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν νεαρό Χιλιανό ποιητή, ο οποίος ετοιμάζεται να γυρίσει στην πατρίδα του και χαρίζει την επίπλωση του σπιτιού του. Η Νάντια περνάει μια πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά με τον Βάρσκι, όπου οι τρυφερές στιγμές εναλλάσονται με λογοτεχνική συζήτηση. Το γραφείο-αντίκα (στο οποίο απ’ότι της λέει ο Βάρσκι χαριτολογώντας έγραφε ο Λόρκα), πηγαίνει στο σπίτι της, ένα ανοικονόμητο έπιπλο που με την παρουσία του επιβάλλεται στο χώρο. Έχει 19 συρτάρια – το ένα δεν ανοίγει με τίποτα. Μόνο ο κάτοχός του μπορεί να το εκτιμήσει, οι υπόλοιποι βλέπουν σ’αυτό ένα ογκώδες και βαρύ πράγμα που είναι έτοιμο να τους πλακώσει. Η Νάντια σ’αυτό θα γράψει βιβλία που την έκαναν γνωστή, σ’αυτό το γραφείο θα περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας της. Είχε κάποια αλληλογραφία με τον νεαρό Χιλιανό, αλλά μετά από μακρά περίοδο σιωπής του, ψάχνοντας νέα του, μαθαίνει ότι εκείνος έπεσε θύμα της χούντας του Πινοσέτ και θεωρείται αγνοούμενος.



Μια μέρα ωστόσο, καμμιά εικοσαριά χρόνια μετά, της χτυπάει το κουδούνι μια νεαρή, η Λία Βάϊζ. Της λέει ότι έρχεται από την Ιερουσαλήμ, να πάρει το γραφείο που ανήκει στον πατέρα της, τον Ντάνιελ Βάρσκι, έναν πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, αφού μόλις η μητέρα της έμεινε έγκυος από αυτόν, εκείνος χάθηκε. Η Νάντια δεν το σκέφτεται ούτε λεπτό, δίνει πίσω το γραφείο. Αλλά από την επόμενη μέρα διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να ξαναγράψει και καταρρέει ψυχολογικά. Θεωρεί σίγουρο ότι η συγγραφική της καρριέρα θα τελειώσει αν δεν αποκτήσει ξανά το γραφείο.



Αρχές της δεκαετίας του ΄70 ένα μεσήλικο ζευγάρι – ο άντρας που είναι καθηγητής στην Οξφόρδη και πηγαινοέρχεται και η σύζυγός του, η Γερμανίδα συγγραφέας Λότε – οι οποίοι ζουν σε μια φροντισμένη μονοκατοικία του Λονδίνου, δέχεται την επίσκεψη του Χιλιανού Ντάνιελ Βάρσκι. Η Λότε εξαρχής δένεται με τον νεαρό, ο οποίος την επισκέπτεται καθημερινά πάντα όταν ο σύζυγος λείπει. Μετά από μερικές μέρες, ο Ντάνιελ φεύγει αλλά μαζί του φεύγει και το βαρύ και ογκώδες γραφείο όπου η Λότε έγραφε τα βιβλία της. Του το χάρισε, ένα αντικείμενο που την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή, ο σύζυγός της δεν καταλαβαίνει γιατί. Την αγαπάει τόσο πολύ που δεν το ψάχνει το θέμα - έτσι κι αλλιώς αυτό το γραφείο ήταν ο εφιάλτης του, αλλά 27 χρόνια μετά, όταν η Λότε παθαίνει άνοια ένα τρομερό μυστικό αποκαλύπτεται, ένα μυστικό που θα ανατρέψει τη ζωή του γηραιού πλέον συνταξιούχου καθηγητή.



Στην Ιερουσαλήμ ένας γηραιός δικαστικός στην κηδεία της συζύγου του, βλέπει τον από χρόνια φευγάτο στο Λονδίνο γιό του να επιστρέφει για τον τελευταίο χαιρετισμό στη μάνα του, και να επιθυμεί να διαμείνει για άγνωστο χρονικό διάστημα στο παιδικό του δωμάτιο. Ήταν ο αγαπημένος της, ο προβληματικός, αυτός που εγκατέλειψε την καριέρα του για να πάει στο Λονδίνο, αυτός που ήθελε να γίνει συγγραφέας, αυτός που δεν κοιμόταν τα βράδια για να πηγαίνει μοναχικές πολύωρες βόλτες. Τώρα που επιστρέφει, ο πατέρας θυμάται τις συγγραφικές του προσπάθειες, τα κλειστά δέματα που έστελνε από τη μονάδα που υπηρετούσε προς τον εαυτό του, κι εκείνος σαν κλέφτης τα άνοιγε για να διαβάζει τι έγραφε ο γιός του. Τους καυγάδες τους και την έλλειψη κατανόησης. Η σχέση δείχνει ν’αλλάζει.



Ο αντικέρ Τζορτζ Βάϊζ, γυρίζει τον κόσμο για να βρει χαμένα έπιπλα – προσπαθεί να ανασυστήσει το αρχοντικό της οικογένειας που ήταν στη Βουδαπέστη. Είναι χρόνια στο δρόμο, και μαζί του τα δύο του παιδιά, ο Γιόαβ και η Λία, ιδιόρρυθμα και μοναχικά. Στην Οξφόρδη που σπουδάζει ο Γιόαβ γνωρίζει την Ίζι μια κοπέλα που σπουδάζει Λογοτεχνία, την ερωτεύεται και ζούν μαζί και με την αδερφή του, στο πλούσιο σπίτι του Λονδίνου. Όταν όμως επιστρέφει ο αυστηρός και σνομπ πατέρας, εκείνη φεύγει, νιώθει παρείσακτη. Τα δύο αδέρφια γυρίζουν στην Ιερουσαλήμ και χρόνια μετά, η Λία στέλνει μια επιστολή στην Ίζι παρακαλώντας την να πάει στην Ιερουσαλήμ να ξαναβρεί τον Γιόαβ που έχει κλειστεί στον εαυτό του, μόνο εκείνη μπορεί να τον βοηθήσει.



4 αφηγητές σε ισάριθμα κεφάλαια στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μέρος επανέρχονται οι 3 για να συνεχίσουν τις αυτόνομες ιστορίες τους. Όλα (;) αποσαφηνίζονται στο τέλος με το τελευταίο κεφάλαιο όπου εμφανίζεται αυτός που κρατάει το κλειδί του μυστηρίου, ο αντικέρ Βάϊζ που μέχρι τότε παρέμενε στη σκιά αλλά η φυσιογνωμία του ήταν κυρίαρχη στις σελίδες του βιβλίου. Αν το πρώτο μέρος οδηγούσε τον αναγνώστη σε ένα σχεδόν υπνωτιστικό ταξίδι, το δεύτερο μέρος – κυρίως οι τελευταίες 60-70 σελίδες τον καθηλώνουν.



Η μνήμη, η απώλεια, η μοναξιά, η επιβίωση, η κατάθλιψη, οι αδιέξοδες σχέσεις – ερωτικές και φιλικές, τα καλά κρυμμένα μυστικά, οι ζωές που σπαταλήθηκαν μέσα στο σκοτάδι, άνθρωποι με τραύματα που δεν μπόρεσαν να επουλώσουν. Όλα αυτά και άλλα πολλά, περνάνε μέσα από τις σελίδες αυτού του αινιγματικού μυθιστορήματος, το οποίο κάπου θυμίζει μεγάλους στιλίστες σαν τον Ώστερ και τον Ντοκτόροου.



Χαρακτήρες κατακερματισμένοι είναι οι ήρωες (πρωτεύοντες και δευτερεύοντες) του μυθιστορήματος της Κράους. Το παρελθόν τους θλιβερό και με πολλές μαύρες τρύπες ενώ η αίσθηση της απώλειας κυριεύει την καθημερινότητά τους, τη ζωή τους, η οποία έχει γίνει πλέον αφόρητη. Υπό αυτό το βάρος, ακόμα και οι απλούστερες των ενεργειών τους διογκώνονται και μεγαλοποιούνται. Η εξαιρετική ικανότητα της Κράους φαίνεται εκεί ακριβώς. Σ’αυτό το τεντωμένο σχοινί που ισορροπεί το βιβλίο της, καταφέρνοντας να κρατήσει το μέτρο και να μη λοξοδρομήσει σε κάτι πολύ πένθιμο και καταθλιπτικό. Διότι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος βιώνουν τη θλιψη και την απώλεια θαρρείς μαζοχιστικά – σαν να τους τραβάει ένα αόρατο χέρι προς τα κάτω και αυτοί να μη μπορούν ή να μην επιθυμούν να βγούν στην επιφάνεια.



Βέβαια δεν λειτουργούν όλα ιδανικά. Μου έκανε εντύπωση ότι κάποιοι από τους πολλούς χαρακτήρες παραμένουν σκιώδεις και «χλωμοί», και με την ίδια ευκολία που εμφανίζονται, έτσι εξαφανίζονται αφήνοντας μας με την απορία. Το παζλ που έχει φτιάξει η συγγραφέας, θέλει υπομονή και επιμονή από την πλευρά του αναγνώστη αλλά η «ανταμοιβή» στο τέλος είναι μεγάλη.



Παρά τις κάποιες αδυναμίες του, τελικά το «Όταν όλα καταρρέουν» είναι ένα θαυμάσιο πυκνογραμμένο μυθιστόρημα με ατμόσφαιρά μελαγχολική και ονειρική, η οποία σε καθηλώνει με μια υπνωτιστική αφήγηση. Τα αντικείμενα παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη δομή – πίνακες, μουσική, βιβλία, έπιπλα, λεπτομέρειες καθοριστικές που ακολουθούν μια υποκειμενική και καθαρά εσωτερική λογική. Ο λόγος της Κράους είναι απλός και ταυτόχρονα μεστός και συμπυκνωμένος, διαβάζεις και σκέπτεσαι ταυτόχρονα, βυθίζεσαι μέσα στην λεπτοδουλεμένη αφήγηση. Η επιτυχία του μυθιστορήματος είναι ότι δεν σταματάς να γυρίζεις σ’αυτό αρκετό καιρό αφότου το ολοκληρώσεις, διότι είναι ένα βιβλίο ανοιχτό σε πολλές αναγνώσεις, το οποίο σε προκαλεί να αναμετρηθείς μαζί του, να μπορέσεις να τοποθετήσεις τα κομμάτια, να επιλύσεις (;) τους γρίφους του, να «ξεκλειδώσεις» τα συρτάρια του γραφείου.



Η Αμερικανοεβραία Νικόλ Κράους είναι από τις γνωστότερες συγγραφείς της γενιάς της. Νεοϋρκέζα, σύζυγος (από το 2004) του εξαιρετικού συγγραφέα Τζόναθαν Σάφραν Φόερ (έχουν δύο παιδιά), έκανε αίσθηση με το πρώτο της μυθιστόρημα «Man walks into a room» το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο της εφημερίδας Los Angeles Times, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία με το (θεωρούμενο ως καλύτερο μέχρι τώρα) βιβλίο της «Ιστορία του Έρωτα» (Εκδ. Διόπτρα), το οποίο απέσπασε τα βραβεία William Saroyan Intl. Prize for Writing και Prix du Meilleur Livre Etranger ήταν δε υποψήφιο για τα βραβεία Orange, Medicis και Femina. Το «Όταν όλα καταρρέουν» που εκδόθηκε το 2010 ήταν υποψήφιο για το μεγάλο βραβείο National Book Award της ίδιας χρονιάς και στην short list του βραβείου Orange για το 2011.




 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 9/2/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής του Σαββάτου 9/2 με θέμα το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού "ΤΟ ΤΙΜΩΡΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ". Μια δίωρη συζήτηση με τον συγγραφέα γύρω από την Κατοχή, την Αντίσταση και την δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ κατά την ταραγμένη αυτήν περίοδο.

Καλή ακρόαση



 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013 | Permalink
Η σκόνη που κρύβεται κάτω από το χαλί


Τι γνωρίζει ο μέσος Έλληνας για την Ο.Π.Λ.Α. (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα); Μέσες άκρες η αντίληψη που έχει παγιωθεί στην ιστορική αντίληψη των πολλών είναι ότι η ΟΠΛΑ ήταν (όπως διατύπωσε ο Σόλωνας Γρηγοριάδης στην «Ιστορία της Σύχρονης Ελλάδας») η οργάνωση που : «…Ο μηχανισμός και η αποστολή της ήταν τρομοκρατικός. Και η δράση της ήταν φοβερή. Στρεφόταν εναντίον παντός ο οποίος χαρακτηριζόταν ως συνεργάτης – εμμέσως ή αμέσως – των Γερμανών. Και η έννοια που έδινε η ΟΠΛΑ στη λέξη συνεργασία ήταν ευρύτατη. Μόνη κύρωση που εφάρμοζε ήταν ο θάνατος. Και είχαν σπείρει τον φόβο οι αδυσώπητοι εκείνοι εκτελεστές.» Την αίσθηση αυτή, επέτεινε το δημοφιλέστατο μυθιστόρημα του Μ.Ελευθερίου, «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές», όπου περιγράφεται με μυθοπλαστικό τρόπο η εκτέλεση της δημοφιλούς (την εποχή εκείνη) ηθοποιού, Ελένης Παπαδάκη από τους άνδρες της ΟΠΛΑ.



Τι ήτανε όμως η ΟΠΛΑ; Και γιατί οι περισσότερες ιστορικές μελέτες που αναφέρονται στην ταραγμένη περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, την προσπερνούν με μια-δυό αναφορές – σαν να καλύπτουν τη σκόνη κάτω απ’το χαλί; Και γιατί οι περισσότεροι (κυρίως οι αριστεροί πρωταγωνιστές της περιόδου) αρνούνται να μιλήσουν γι’αυτήν. Ο νεαρότατος ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός (Αθήνα,1984) αναλαμβάνει να φωτίσει το «ένοχο μυστικό» της κατοχικής περιόδου με το βιβλίο του «ΤΟ ΤΙΜΩΡΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ» (Εκδ. Θεμέλιο, σελ.286), μια εξαιρετική ιστορική μελέτη, η οποία βασίστηκε στην διπλωματική (μεταπτυχιακή) του εργασία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπό την επίβλεψη του (πολύ γνωστού ιστορικού) Χάγκεν Φλάϊσερ.



Ο Χανδρινός στο βιβλίο του ασχολείται με την περίοδο 43-44 και σταματάει με την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 44, δεν μπαίνει δηλαδή καθόλου στην περίοδο των «Δεκεμβριανών» η οποία αποτέλεσε την έξαρση ενός εμφυλίου, ενός αλληλοσπαραγμού που εκτυλισσόταν στους δρόμους και στις γειτονιές της πρωτεύουσας από το δεύτερο μισό του 1943. Όλα τα γεγονότα παρατίθενται μέσα από το πρίσμα της δράσης των δύο κύριων ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ, δηλαδή του ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα). Έπρεπε να οργανωθεί το αντιστασιακό-απελευθερωτικό κίνημα για να μπορέσει να αντιδράσει στην ωμή και ανεξέλεγκτη βία των SS και των δοσίλογων συνεργατών του. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στον πρόλογό του βιβλίου, τον απασχολεί το πώς αποφάσισε το ΕΑΜ/ΚΚΕ να συγκροτήσει ένοπλα τμήματα τα οποία θα κινούνται μέσα στο αστικό (κατεχόμενο) περιβάλλον, τους στόχους που εξυπηρετούσε ο ΕΛΑΣ της Αθήνας, η σχέση της ένοπλης δράσης με το συνδικαλιστικό κίνημα και κυρίως «πως ξεκίνησε και πως εξελίχθηκε ο ανελέητος πόλεμος με τους κατακτητές, τους ένοπλους συνεργάτες τους και τις αντίπαλες, δοσιλογικές ή μη, οργανώσεις και πως αυτές οι κατευθύνσεις διαφοροποιούνταν ανάλογα με τον αντίπαλο.»



Το βιβλίο είναι ένα χρονικό φρίκης και βίας, συνεχών συγκρούσεων μέσα στους δρόμους, στις συνοικίες της Αθήνας – κυρίως τις αποκαλούμενες «προσφυγικές» ή τις «εργατικές». Μικρά αμούστακα παιδιά να πέφτουν νεκρά ή ακόμα και να αυτοκτονούν για να μη πέσουν στα χέρια των Αρχών, πολιορκίες σπιτιών, «παράπλευρες απώλειες», εν ψυχρώ δολοφονίες, ενέδρες και συμπλοκές εκ του συστάδην. Ηρωισμοί και γελοιότητες, χαφιεδισμοί και προγραφές. Μια κατεχόμενη πόλη που (μετά την αποχώρηση των Ιταλών), πέραν της στυγνής και σκληρής (απάνθρωπης) παρουσίας των Ναζί κατακτητών, μαστιζόταν από μια άνευ προηγουμένου «αδερφοσφαγή», που τις περισσότερες φορές σε έναν άνθρωπο που δεν παίρνει θέση, που δεν συμφωνεί αναγκαστικά με κάποια πλευρά, φαντάζει αδικαιολόγητη και παράλογη.

Κάποια από τα περιστατικά (τα κυριότερα) που αναφέρονται στο «Τιμωρό χέρι του λαού», υπάρχουν εν συντομία και στο εκπληκτικό βιβλίο του Μ.Μαζάουερ, «Στην Ελλάδα του Χίτλερ» μόνο που εδώ ο Χανδρινός εστίασε στις συγκρούσεις μέσα στην Αθήνα και τις συνοικίες της, ασχολήθηκε λεπτομερώς με περιστατικά καθημερινά της Κατοχής, με δοσίλογους και ανθρώπους της βιοπάλης που αποφασίζουν να πάρουν ένα πιστόλι στο χέρι για να τους τιμωρήσουν και να αντισταθούν στην βία της εξουσίας που είχε γίνει αφόρητη, για τον αγώνα στα πεζοδρόμια και στα στενάχωρα δρομάκια των φτωχογειτονιών και όπως γράφει ο ίδιος: «Στην Αθήνα του 1944, ο ολοκληρωτικός πόλεμος Αριστεράς-Δεξιάς ξέσπασε στις εφιαλτικότερες του διαστάσεις, με αποτέλεσμα, στη λογική της ευθύγραμμης παρατήρησης, τα Δεκεμβριανά να προκύπτουν ως φυσική εξέλιξη μιας συγκρουσιακής κατάστασης που είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο μήνες πριν.»



Ο Χανδρινός σκάλισε και έψαξε αρχεία (ληξιαρχικά, στρατιωτικά, δικαστικά, κομματικά), πήρε συνεντεύξεις από κάποιους επιζώντες, αυτοβιογραφίες αγωνιστών, αποδελτίωσε παράνομο και κατοχικό Τύπο, ενώ κάποιες μαρτυρίες από πρώην στελέχη του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ είναι απλά συγκλονιστικές – όπως η αποστροφή του Θεόδωρο Ξηροτάγαρου, «εκτελεστή» της ΟΠΛΑ Κοκκινιάς: «Βρες κάναν Επονίτη να σου μιλήσει παλικάρι μου, αυτά που έκανα εγώ δε λέγονται»



Μετά την ανάγνωση του βιβλίου, είναι γεγονός ότι τα όρια παραμένουν δυσδιάκριτα μεταξύ ΕΛΑΣ και ΟΠΛΑ, ποιος έκανε τι – έτσι κι αλλιώς όλες οι πράξεις βίας «χρεώθηκαν» στην ΟΠΛΑ μετά τον Εμφύλιο, αφού πολλές από τις πράξεις της έγιναν επίτηδες γνωστές στην περίοδο εκείνη ως μέσον εκφοβισμού των αντιπάλων, ενώ το ΚΚΕ μόλις το 2007 έστω κι ανεπίσημα «αναγνώρισε» την δεύτερη ως «εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση», η δαιμονοποίηση της οποίας την έφερε στη συνείδηση του μέσου σημερινού Έλληνα ως μια αμιγώς τρομοκρατική οργάνωση «Σταλινικών μεθόδων».



Πολλά πράγματα συγκινούν στην εξαιρετική μελέτη του Χανδρινού, οι απλοί (ουσιαστικά αυτοί που αποκαλούμε «ανώνυμοι») άνθρωποι με τους μικρούς ηρωισμούς τους, οι άνθρωποι των συνοικιών που πολέμησαν με νύχια και με δόντια, τα μπλόκα των Γερμανών και των συνεργατών τους σε συνοικίες της Αθήνας (Καλογρέζα, Κοκκινιά), τα φρικιαστικά αντίποινα που κορυφώνονται με την επικρατούσα (τότε) νοοτροπία περί οικογενειακής ευθύνης (η οποία βέβαια κορυφώθηκε στα Δεκεμβριανά):

«Τον Αύγουστο του 1944 το πτώμα μιας δεκαεπτάχρονης κοπέλας που είχε βρεθεί με σημάδια βασανισμού και ξεριζωμένα μαλλιά στον απόμερο «Κοκκινόβραχο» του Πειραιά, αναγνωρίστηκε ως Δήμητρα Ξ., αδελφή ενός πειραιώτη χωροφύλακα της Ειδικής Ασφάλειας. Γείτονες που ήταν μάρτυρες της απαγωγής της κατέθεσαν πως είχαν ακούσει τους άνδρες της ΟΠΛΑ να φωνάζουν «του προδότη η αδελφή!». Στις 7 Οκτωβρίου στη Νέα Ιωνία, μια ομάδα 30 ενόπλων περικύκλωσε το σπίτι της οικογένειας Καλλιάκου και διέταξε τους καταστηματάρχες να κατεβάσουν τα ρολά των καταστημάτων τους. Εκείνη τη μέρα, μαζί με τον προγραμμένο υπενωμοτάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, Βύρωνα Καλλιάκο, εκτελούνταν η μητέρα του Ελένη (πυροβολήθηκε στο μπαλκόνι του σπιτιού) και η αδελφή του Στέλλα Κιούση.»



Τα περισσότερα από τα επεισόδια, τα γεγονότα που περιγράφει ο Χανδρινός είναι απολύτως κινηματογραφικά . Ο διαβόητος Λάμπου στο μπλόκο της Νέας Ιωνίας να κρατάει μια εικόνα στο χέρι και να λέει στους έντρομους κατοίκους που είχαν μαζευτεί στην πλατεία «η Παναγία κι ο Χριστός διατάζει και εγώ εκτελώ»,οι μάχες στου Χαροκόπου, στη Ν.Σμύρνη, στο Αιγάλεω και στο Περιστέρι, η δολοφονία του Σ.Βαρδινογιάννη στον Πειραιά, Ένα από τα τραγικότερα εξάλλου γεγονότα, το «Μπλόκο της Κοκκινιάς» αναπαραστήθηκε από τον κινηματογραφικό φακό στην υπέροχη ομώνυμη ταινία του Άδωνι Κύρου. Η αφήγηση είναι εξαιρετική, απόλυτα κατανοητή στον μέσο αναγνώστη, τα γεγονότα περιγράφονται με ακρίβεια και γλαφυρότητα και το βιβλίο παρότι δεν είναι λογοτεχνικό (δεν έχει μυθοπλασία) δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Πάνω απ’όλα όμως είναι ένα βιβλίο – άσκηση μνήμης, που πέραν της γνώσης, σε προτρέπει να σκεφθείς και να προβληματισθείς όχι μόνο για το χθες αλλά και για το σήμερα.



 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio - Podcast εκπομπής Σαββάτου 2/2/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 2/2, όπου στο πρώτο μέρος διαβάσαμε πεζά ποιήματα του Ισπανού ποιητή Luis Cernuda, από την συλλογή του "Όκνος" και στο δεύτερο μέρος συζητήσαμε με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο, με αφορμή την συλλογή διηγημάτων του "ΜεταΠοίηση".

Καλή ακρόαση


 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013 | Permalink
Ένα τρομερό ταξίδι


Η έκδοση των βιβλίων του μεγάλου Αργεντίνου συγγραφέα Roberto Arlt (Μπουένος Άϊρες, 1900-1942), στα ελληνικά, είναι μια πονεμένη ιστορία. Ουσιαστικά άγνωστος στη χώρα μας, εκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια το αριστούργημά του «7 Τρελλοί», μάλλον πέρασε απαρατήρητο και πριν από μερικούς μήνες, οι (εξαιρετικές) εκδόσεις Ροές (και πάλι), εξέδωσαν ένα από τα διηγήματα της συλλογής «El criador de gorillas»(1941), το «ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΟ ΤΑΞΙΔΙ» («Un viaje terrible») σε αυτόνομη έκδοση – ένα βιβλιαράκι μινιατούρα 142 σελίδων μικρού μεγέθους, σε πολύ ωραία μετάφραση της Δ.Παπαβασιλείου. Μάλλον «άδικη» αντιμετώπιση για ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της Αργεντίνικης λογοτεχνίας, ο οποίος επηρρέασε με το ύφος του πολλούς από τους μεταγενέστερους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς.

Η ιστορία, απλή και εντελώς γκροτέσκα. Ένα καράβι, το «Blue Star», ταξιδεύοντας από την Χιλή προς τον Παναμά, παρασύρεται από μια τεράστια ρουφήχτρα κάπου στον Ειρηνικό (μαζί με άλλα πλοία). Ο Άρλτ στη νουβέλα του αυτή περιγράφει το χρονικό του απόπλου του πλοίου-σαράβαλου από ένα λιμάνι της Χιλής, μέχρι το απίστευτο περιστατικό. Εστιάζει στις ιδιαιτερότητες των επιβατών αλλά και του πληρώματος του πλοίου. Ναυτικοί που κανείς από αυτούς δεν έχει ξαναταξιδέψει ποτέ του, αφού είχαν άλλα επαγγέλματα στην πατρίδα τους. Επιβάτες τυχοδιώκτες, τρελλοί, φυγάδες, μυστηριώδεις οικογένειες, νυμφομανείς νεαρές, ένας έμπορος ναρκωτικών, ένας διακεκριμένος απατεώνας, ένας ιερωμένος, ένας Άραβας που ψάχνει νύφη, μια κυρία από τη Σκωτία και μέσα σ’όλα αυτά, ο αφηγητής, ένας νεαρός που η οικογένειά του τον στέλνει μακριά για να τον φέριε στον «ίσιο δρόμο» συνοδεύομενος από τον αλαφροϊσκιωτο ξάδελφό του Λουσιάνο, ο οποίος από την ώρα που επιβιβάζονται στο πλοίο, γίνεται μάντης συμφορών, κακών ειδήσεων και λοιπών καταστροφών σε σημείο, ο καπετάνιος να τον κλείσει στο μπαλαούρο για να μην επηρεάζονται από τις προφητείες του, οι συνταξιδιώτες του.

Η νουβέλα του Άρλτ θυμίζει έντονα το Μάελστρομ (την φαντεζί αυτή ιστορία) του Πόε, αλλά και γενικότερα όλο το ύφος του βιβλίου απηχεί Πόε και Μέλβιλ, ενώ δεν μπορείς να μη σκεφθείς τις ομοιότητες με το «Πλοίο των νεκρών» του Μπ.Τρέηβεν. Η πορεία προς το χάος, ο απόλυτος τρόμος στους επιβάτες αλλά και στο πλήρωμα περιγράφονται γκροτέσκα και υποβλητικά. Ο αναγνώστης υποβάλλεται μέσα στην ατμόσφαιρα της παράνοιας που επικρατεί στο πλοίο, ενώ ο μικρόκοσμος των επιβατών αποτελεί εύστοχο κοινωνικό σχόλιο – όπως ακριβώς έκανε ο Άρλτ και στους υπέροχους «7 τρελλούς» του.

Η απαράμιλλη μαεστρία του συγγραφέα φαίνεται στην αρχιτεκτονική της νουβέλας, η οποία αφενός έχει αστυνομική υφή η οποία ισορροπεί με το έντονο στοιχείο του παράλογου και της ψυχασθένειας – αρκετοί από τους επιβάτες μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν τρελλοί, ενώ ακόμα και για την Άννι, την κοπέλα που ερωτεύεται ο αφηγητής, αιωρείται μέχρι τέλους το ερώτημα κατά πόσο στέκει καλά στα μυαλά της – αφετέρου έχει έντονο ερωτισμό με την διάχυτη σεξουαλικότητα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα του πλοίου θυμίζοντας μας κάποιες σκηνές του «Μεγάλου Ανατολικού» του Α.Εμπειρίκου.

«…Οι προφητείες του ξαδέλφου μου είχαν ξυπνήσει τον κρυφό φόβο που υπήρχει στο υποσυνείδητο όλων των μελών του πληρώματος. Ως κι ο τελευταίος από τους καρβουνιάρηδες γνώριζε ότι στο πλοίο υπήρχε ένας επιβάτης με μια εντυπωσιακή ικανότητα να «μυρίζεται» συμφορές. Οι κυρίες ένιωθαν τέτοιο φόβο που, μαζεμένες σε μια γωνιά της τραπεζαρίας, παρατηρούσαν κατατρομαγμένες τον ξάδελφό μου. Άλλες, πάλι, μουρμουρίζοντας ξόρκια, εύχονταν να βρει κακό τέλος.
…Μερικοί επιβάτες, αντίθετα, αντιδρούσαν με ιδιαίτερα νευρικό τρόπο. Έτσι, επειδή ένας σερβιτόρος άφησε να του πέσει ένας δίσκος από την τραπεζαρία, η τρίτη αδελφή της συζύγου του Περουβιανού κυρίου άρχισε να στριγκλίζει υστερικά. Χρειάστηκε να την βγάλουν από την αίθουσα σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Η εν λόγω «δεσποινίδα» ήταν μια γεροντοκόρη προχωρημένης ηλικίας, η οποία δεν άφηνε ακάλυπτο ούτε ένα εκατοστό του κορμιού της. Η ίδια ισχυριζόταν πως ήταν εξαιρετικά ενάρετη. Μάταια κάρφωνε με το βλέμμα της τον γιό του Εμίρη της Δαμασκού που έχοντας πια ξεχάσει τελείως τη μις Μαριάνα, την οποία πολιορκούσε στην αρχή του ταξιδιού, είχε αφοσιωθεί με ζήλο στη μις Χέρντερ, οι αντιστάσεις της οποίας κάμπτονταν μέρα με τη μέρα. Ο γυναικολόγος που εκτελούσε χρέη γιατρού στο πλοίο παρατηρούσε με ειρωνική ματιά τα τεκταινόμενα, προβλέποντας ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η μις Χέρντερ δε θα έχανε μόνο τις βαλίτσες της, αλλά και τη ψυχική της ηρεμία.
Στην πραγματικότητα, το ταξίδι εκείνο άνοιγε νέους ορίζοντες σε πολλούς από εμάς, όπως, λόγου χάρη στη μις Μαριάνα, η οποία φαινόταν πλέον αποφασισμένη να αποκρυπτογραφήσει όλα τα μυστήρια του αλφαβήτου μορς, περνώντας στην καμπίνα του ραδιοτηλεγραφητή, τις μέρες που, εκείνος ήταν ελεύθερος υπηρεσίας. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, ο κόμης Ντε λα Εσπίνα υ Μαρκέσι «συνεταιρίστηκε» με τον έμπορο κοκαίνης, και στην αίθουσα πρώτων βοηθειών οι δυο τους, ο δον Τουβίτο, ο γιατρός και ο κύριος Χ επιδίδονταν με πάθος στη χαρτοπαιξία, μαδώντας ο ένας τον άλλο σαν αληθινοί χαρτοκλέφτες. Ο καπετάνιος πάλι, περνούσε τις μέρες του σκυθρωπός, κλεισμένος στη γέφυρα του πλοίου, ενώ ο ασύρματος τηλέγραφος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκτός λειτουργίας, όπως έμαθα από τη μις Μαριάνα. Η κατάστασή μας ήταν αναμφίβολα παράξενη και αντικανονική.»

Έξοχοι χαρακτήρες, απόλυτα γκροτέσκοι βέβαια (κάτι που χαρακτηρίζει το ύφος του Άρλτ γενικότερα – δες στοιχεία για τον συγγραφέα στην ανάρτησή μου για το μυθιστόρημά του «7 τρελλοί»),  που πάνε χέρι-χέρι με το χιούμορ και την ειρωνία που διαπερνάει τις σελίδες αυτής της νουβέλας, τα στοιχεία αυτά συντελούν στην γοητεία που εκπέμπει η ιστορία από την πρώτη της σελίδα. Η μετάφραση της κας Δ.Παπαβασιλείου και το επίμετρο της βοηθάνε τα μέγιστα στην αναγνωστική απόλαυση, ενώ δίδονται και πολλά (εξαιρετικά ενδιαφέροντα) στοιχεία γι’αυτόν τον περιθωριοποιημένο μεγάλο συγγραφέα.