Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016 | Permalink
Τα φώτα
Πολυπρόσωπο και πολυεπίπεδο, εντυπωσιακό στη σύνθεση και εξαιρετικό στη δημιουργία, το “νεο-Βικτωριανό” μυθιστόρημα “ΤΑ ΦΩΤΑ” (“The Luminaries”), (Εκδ. Polaris, (ωραία) μετάφρ. Έ.Καλλιφατίδη), σελ.994), της γεννημένης στον Καναδά το 1985, Νεοζηλανδής Eleanor Catton, εντυπωσιάζει κατ'αρχήν με τον όγκο του. Σχεδόν 1000 πυκνογραμμένες σελίδες προδιαθέτουν για ένα χορταστικό βιβλίο αλλά και μια ανάγνωση που προϋποθέτει πολύ και άφθονο χρόνο. Εντυπωσιάζει όμως και με τα βραβεία που συνοδεύουν όχι μόνο το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και το προηγούμενο (το πρώτο, The Rehearsal) της νεότατης συγγραφέως. Τι είναι αυτό το μυθιστόρημα λοιπόν, που απέσπασε το σημαντικότατο βραβείο Man-Booker του 2013, μεταφέρεται στην τηλεόραση ως σειρά και προκάλεσε τόση συζήτηση στο Αγγλοσαξονικό λογοτεχνικό σύμπαν;


“Τα φώτα” διαδραματίζονται στη Νέα Ζηλανδία, πιο συγκεκριμένα στην δυτική ακτή του νησιού, το 1866. Η πόλη που συμβαίνουν τα γεγονότα που αφηγείται η συγγραφέας, είναι η Χοκιτίκα, μια πόλη χρυσοθήρων καθώς εκεί συρρέουν τυχοδιώκτες από όλο τον κόσμο για να δοκιμάσουν τη τύχη τους σκάβοντας στις κοντινές περιοχές για χρυσό. 12 άντρες έχουν μαζευτεί στο καπνιστήριο και σαλόνι ενός ήσυχου ξενοδοχείου στο κέντρο της πόλης για να συζητήσουν κάποια περίεργα συμβάντα που έχουν αναστατώσει τη ζωή της μικρής πόλης κατά τη διάρκεια του δεκαπενθημέρου. Στην ετερόκλιτη παρέα που έχει συγκεντρωθεί, εισβάλλει ο νεοφερμένος (μόλις το ίδιο απόγευμα) Βρετανός Γουόλτερ Μούντι που έχει φτάσει στον τόπο αυτόν με τον ίδιο σκοπό που φτάνουν όλοι, μόνο που εκείνος έχει έρθει τελείως απροετοίμαστος, σχεδόν τυχαία. Έχει φτάσει με το πλοίο ενός εκ των εμπλεκομένων στην παράλογη (όπως φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση) ιστορία και καθώς το καθαρό του πρόσωπο και η αφελής ματιά του, κερδίζουν την εμπιστοσύνη των παρευρισκομένων, γίνεται μάρτυρας των αφηγήσεών τους και της διασταύρωσης στοιχείων που κάνουν γύρω από τα τραγικά συμβάντα.

Τι συνέβη λοιπόν, δεκαπέντε ημέρες πριν και τους έχει ταράξει όλους; Ο αποτυχημένος (όπως θεωρείτο από την τοπική κοινότητα) ερημίτης χρυσοθήρας Κρόσμπι Γουέλς, βρίσκεται νεκρός στην καλύβα του, ενώ την ίδια ώρα μια οπιομανής πόρνη, η Ανν Γουέδερελ κείτεται λιπόθυμη στη μέση του δρόμου που οδηγεί στην πόλη, συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη φυλακή – όταν συνέρχεται δεν θυμάται τι συνέβη και κατέρρευσε, ενώ την ίδια ημέρα εξαφανίζεται από την πόλη ο πλούσιος και ιδιοκτήτης ενός κεντρικού ξενοδοχείου, ο νεότατος Έμερυ Στέινς που όλη η πόλη ζήλευε την καλή του τύχη. Το μυστήριο γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, όταν στην καλύβα του χρυσοθήρα, ανακαλύπτεται η ύπαρξη ενός θησαυρού που είχε κρυμμένο ο μακαρίτης. Λίγες ημέρες αργότερα καταφθάνει στην πόλη μια γυναίκα που όλοι γνώριζαν ως ιδιοκτήτρια ενός πορνείου, η Λίντια Γκρίνγουεϊ, η οποία διατείνεται ότι είναι η χήρα του εκλιπόντος και ότι το κανονικό της όνομα είναι Λίντια Γουέλς, απαιτώντας να της αποδοθεί η έκταση και το χρυσάφι που βρέθηκε στην καλύβα. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η ανανήψασα Ανν Γουέδερελ, αναζητάει απεγνωσμένα τον Έμερυ Στέινς, διατείνεται ότι οι δυο τους είναι ερωτευμένοι και υποστηρίζει ότι είναι κάπου ζωντανός.

Οι 12 άνδρες που είναι συγκεντρωμένοι στο ξενοδοχείο εμπλέκονται ο καθένας με τον τρόπο του στην ιστορία, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο και αφηγούνται ο καθένας από τη πλευρά του, την δικιά του εκδοχή των γεγονότων  το πριν και το μετά. Ο Γουόλτερ Μούντι γίνεται έτσι ο ακροατής όλων των συνισταμένων που συντείνουν στην περίεργη εμπλοκή του καπετάνιου του πλοίου με το οποίο ο ίδιος έφθασε στην Χοκιτίκα, του Φράνσις Κάρβερ, ο οποίος όμως λίγο αργότερα βλέπει το καράβι του να βυθίζεται στα ανοιχτά του κόλπου. Η ιστορία μπερδεύεται όλο και περισσότερο, ενώ τα πολλά παρακλάδια της την εκτρέπουν σε αρκετές παράλληλες ιστορίες που όλες τελικά θα ενωθούν στην λύση του μυστηρίου.

Οι αφηγήσεις των 12 ανδρών γύρω από τα γεγονότα του δεκαπενθημέρου από την εύρεση του πτώματος του Κρόσμπι Γουέλς στην καλύβα, κρατάνε περίπου ως την μέση του βιβλίου. Για σχεδόν 500 σελίδες παρακολουθούμε ουσιαστικά μια κυκλική αφήγηση γύρω από την ίδια ιστορία. Βεβαίως όλο το βιβλίο ακολουθεί έναν κυκλικό αφηγηματικό τρόπο (που έκανε κάποιους να τον συγκρίνουν με τον τρόπο του Μπόρχες – καμία σχέση), ενώ στο δεύτερο μισό του βιβλίου γίνεται μια αναδρομή στο κοντινό παρελθόν έτσι ώστε να κατανοήσουμε πως φθάσαμε ως εδώ.

Η τεχνική της Κάτον είναι εντυπωσιακή και η δομή του βιβλίου εντυπωσιάζει ακόμα και τον πλέον δύσπιστο αναγνώστη. Μέσα από τις διαφορετικές φωνές των αφηγητών και των παράλληλων αλλά συνδεόμενων ιστοριών τους (ένας Κινέζος χρυσοχόος, ένας Μαορί ανιχνευτής, ένας φαρμακοποιός που εισάγει όπιο, ένας τραπεζικός υπάλληλος, ένας ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων και προαγωγός, ένας ναυτιλιακός πράκτορας, ο εφημέριος των φυλακών, ένας δικαστικός κλητήρας, ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας, ένας εμπορικός αντιπρόσωπος, ένας Κινέζος που είχε τον τεκέ της περιοχής, ένας ξενοδόχος), η συγγραφέας μας δίνει ένα πανόραμα των κοινωνικών σχέσεων της κωμόπολης, του πυρετού του χρυσού, της διαφθοράς, των παιχνιδιών γύρω από τον χρυσό αλλά και της καταφυγής στο όπιο.

Οι περιγραφές της Κάτον συνδυάζονται και με αστρολογικά στοιχεία (που ουδόλως επηρεάζουν την ανάγνωση του ογκώδους κειμένου, απλά διευκολύνουν ή φωτίζουν κάποια πράγματα). Οι 12 αφηγητές αντιπροσωπεύουν τον ζωδιακό κύκλο – ο καθένας τους και ένα ζώδιο, ο αστρολογικός χάρτης για κάθε μήνα του 1866 χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον κάθε χαρακτήρα, την επίδραση του ενός στον άλλον - ενώ οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ιστορίας και από έναν πλανήτη με την αντίστοιχη επίδρασή του (π.χ.Γουόλτερ Μούντι=Λογική, Φράνσις Κάρβερ=Δύναμη, Λίντια Γουέλς=Πόθος κ.ο.κ.).

Η αφηγηματική δεινότητα της Κάτον κερδίζει τον αναγνώστη. Επηρεασμένη από τους μεγάλους συγγραφείς του 19ου αιώνα, Ντίκενς, Ρ.Λ.Στήβενσον (κυρίως) και με όλα τα τυπικά στοιχεία ενός “παλιομοδίτικου” μυθιστορήματος, τοποθετώντας στην αρχή του κάθε κεφαλαίου μια σύνοψη των πιο καίριων στοιχείων του, όπως ήταν η συνήθεια στα Βικτωριανά μυθιστορήματα, αυτόματα σε εισάγει σε ένα άλλο σύμπαν, το οποίο όμως το κάνει γοητευτικότερο βάζοντας μοντερνιστικά στοιχεία στην πλοκή. Δεν είναι παράξενο που στο σκεπτικό της βράβευσης αναφέρεται το βιβλίο ως ένα “Kiwi Twin Peaks”, διαβλέποντας την επίδραση της υπνωτιστικής ατμόσφαιρας που έχει στις κινηματογραφικές του ιστορίες ο μέγας David Lynch ενώ κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει την επιρροή στην ανέλιξη της ιστορίας, από τηλεοπτικές σειρές όπως το Breaking Bad και το Wire (το τελευταίο μετά από δήλωση της συγγραφέως!).

Είναι γεγονός βέβαια, ότι στο πρώτο μισό του βιβλίου, η φλυαρία είναι δεδομένη, όπως και οι πλατειασμοί στην αφήγηση – και είναι αναπόφευκτο αυτό, λόγω της επαναληπτικής δομής της ιστορίας. Κάποιες στιγμές ένιωσα ότι είχα φθάσει στα όριά μου, καθώς η ιστορία δεν προχωρούσε, και η συγγραφέας έκανε συνεχώς κύκλους. Στο δεύτερο μισό όμως αισθάνεσαι ότι αυτοί οι κύκλοι λειτουργούσαν ως στρόφιγγες και σε πετάνε με δύναμη μέσα στα γεγονότα για να στροβιλισθείς μαζί με τους ολοζώντανους ήρωες της σαγηνευτικής ιστορίας.

“Τα αληθινά συναισθήματα είναι πάντα κυκλικά – είτε κυκλικά είτε παράδοξα – απλούστατα επειδή τα αίτια και οι εκφράσεις τους είναι τα δυο μισά του ίδιου ακριβώς πράγματος! Η αγάπη δεν μπορεί να υποβαθμισθεί σε έναν κατάλογο των γιατί, και ένας κατάλογος των γιατί δεν μπορεί να συντεθεί σε αγάπη. Όποιος διαφωνεί μ' αυτό δεν υπήρξε ποτέ ερωτευμένος – όχι αληθινά.”


“Τα φώτα” είναι ένα έξοχο δείγμα αφηγηματικού μυθιστορήματος που πατάει πάνω στις κλασσικές λογοτεχνικές δομές. Αστυνομική ίντριγκα, ερωτική ιστορία, ρομαντισμός, κοινωνικό πλαίσιο, ωραίοι διάλογοι, συνεχείς ανατροπές, καλοί και κακοί, οικολογικά και κοινωνικά μηνύματα σε ένα ιδιαίτερα πολυπρόσωπο σκηνικό όπου ορισμένες μικρο-ιστορίες τονίζονται λιγότερο από τις άλλες (με αποτέλεσμα να σου μένουν αναπάντητα ερωτήματα στο τέλος παρά τις 1000 σελίδες για κάποιους από τους ήρωες), άλλες τονίζονται σε βαθμό κουραστικό. Παρά λοιπόν, τις επιμέρους ενστάσεις, οφείλω να πω ότι απόλαυσα την ανάγνωσή του, είναι ένα πολύ ωραίο και χορταστικό μυθιστόρημα - περιμένω με ανυπομονησία την τηλεοπτική μεταφορά του.


 
Τρίτη, Αυγούστου 09, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 09, 2016 | Permalink
Με τον τρόπο του Μπόρχες
Μια νουβέλα που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από πολύ μεγάλους συγγραφείς όπως ο Jorge Luis Borges (αν εκείνος δεν έγραφε μόνο κείμενα μικρού μεγέθους) η ο Italo Calvino, είναι το έξοχο “ΝΕΑ ΦΙΝΛΑΝΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ” (“Nuova grammatica Finlandese”), του Ιταλού συγγραφέα Diego Marani (Φεράρα,1959), (Εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Δήμ.Δότση, σελ.226). Είναι ένα ιδιόρρυθμο βιβλίο, που σε κερδίζει από την πρώτη του σελίδα, με ένα υπέροχο λογοτεχνικό εύρημα, που στην πραγματική ζωή αποτελεί εφιάλτη για τους περισσότερους ανθρώπους, και που κάποιο ξένοι κριτικοί βλέπουν ομοιότητες με τις ταινίες του Κ.ΝόλανMemento” και “Inception”, αλλά μάλλον μοιάζει περισσότερο με (ή ακολουθεί τον) μύθο του Κάσπαρ Χάουζερ.

Μια ξένη γλώσσα δεν είναι παρά μια μάσκα, μια δανεική ταυτότητα. Και πρέπει να την προσεγγίζεις κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις και να μην πέφτεις ποτέ στην πλάνη να προσαρμοστείς σ'αυτήν, απαρνούμενος τους δικούς σου ήχους για να μιμηθείς κάποιους άλλους. Όποιος αφήνεται σ'αυτόν τον πειρασμό, κινδυνεύει να χάσει τη μνήμη του, το παρελθόν του, χωρίς να πάρει κάποιο άλλο γι' αντάλλαγμα.”

1943, Β παγκόσμιος πόλεμος και ένας άνδρας βρίσκεται αναίσθητος και σοβαρά τραυματισμένος στο λιμάνι της Τεργέστης, από τους ναύτες ενός γερμανικού πολεμικού πλοίου. Ο άνδρας δεν έχει ταυτότητα πάνω του, δεν μπορεί να μιλήσει και η αμνησία του είναι βαριάς μορφής. Ένα μεγάλο κομμάτι του αυχένα του είχε υποστεί βαριές κακώσεις και το τραύμα είχε καταστρέψει τη γλωσσική του μνήμη και την ικανότητα του να αρθρώνει ήχους. Ο Πέτρι Φρίαρι, ο οποίος είναι νευρολόγος και γιατρός του πλοίου και που είναι Φινλανδικής καταγωγής, βρίσκει ραμμένο στο αμπέχονό του τραυματία, το όνομα Σάμπο Κάργιαλαϊνεν, και πάνω του ένα μαντήλι με τα αρχικά Σ.Κ. Θεωρεί ότι ο άντρας που βρίσκεται μπροστά του είναι Φινλανδός.
Καθώς ο ασθενής αρχίζει να συνέρχεται και να αναλαμβάνει δυνάμεις, ο Φρίαρι αρχίζει να του μαθαίνει από την αρχή την υποτιθέμενη γλώσσα του. Ο “Σάμπο” μαθαίνει γρήγορα και ο γιατρός θεωρεί προσωπικό του στοίχημα την ανάρρωση του “συμπατριώτη” του. Όταν ο ασθενής μπορεί να επικοινωνήσει έστω υποτυπωδώς και η υγεία του έχει καλυτερεύσει πολύ, ο Φρίαρι τον στέλνει μέσω Γερμανίας στο Ελσίνκι θεωρώντας ότι το περιβάλλον της Φινλανδικής πρωτεύουσας θα βοηθήσει τον “Σάμπο” να βρει κομμάτια της μνήμης του ή και ακόμα την οικογένειά του.

Ο “Σάμπο” βρίσκεται στο Ελσίνκι καθώς το γερμανικό μέτωπο καταρρέει και οι Ρώσοι πλησιάζουν επικίνδυνα την φιλική προς τον Άξονα Φινλανδία. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο που νοσηλεύεται θα γνωρίσει έναν φανατισμένο Λουθηρανό εφημέριο ο οποίος θα του μιλάει για τους Φινλανδικούς μύθους, θα γνωρίσει και μια ευαίσθητη και τρυφερή νοσοκόμα ενώ, καθώς η υγεία του έχει βελτιωθεί, θα κυκλοφορεί στους δρόμους κάνοντας θελήματα για δημοσιογράφους και στρατιωτικούς. Θα μπορεί πλέον να συνεννοείται στα Φινλανδικά, αλλά το πρόβλημα της ταυτότητάς παραμένει. Θα αρχίσει να ψάχνει για την ανακάλυψη της αλήθειας, κάτι που θα έχει τεράστιο κόστος και απέραντη πικρία.

Η σωστή λέξη. Εκεί βρίσκεται η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Η μνήμη είναι αναπόσπαστη από το λόγο. Ο λόγος ανασύρει τα πράγματα από τη σκιά. Μάθε τις λέξεις και θα ξαναβρείς τη μνήμη σου.”


Φιλοσοφικό μυθιστόρημα με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ είναι το εξαίρετο διαμαντάκι του Ντιέγκο Μαράνι. Από την αρχή γνωρίζουμε ότι ο ήρωας, ο άνθρωπος χωρίς μνήμη έχει πεθάνει και ο Φρίαρι διαβάζει τις σημειώσεις που βρέθηκαν στο δωμάτιο του κάποια χρόνια αργότερα.
Ο γιατρός Φρίαρι, είναι ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα καθώς ο σοσιαλιστής πατέρας του χάθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Φινλανδικού εμφυλίου, το 1918 και η μητέρα του πήρε τον νεαρό τότε Πιέτρι, που ήταν φοιτητής Ιατρικής και πήγαν στο Αμβούργο σε συγγενείς. Είχε να δει τη χώρα του από τότε που ήταν 23 χρονών, αλλά δεν είχε ξεχάσει τη γλώσσα και συγκινείτο στη θέα οτιδήποτε Φινλανδικού. Ήταν περισσότερο η εσωτερική του ανάγκη που τον έκανε να θεωρήσει τον ετοιμοθάνατο άντρα Φινλανδό και να τον φροντίσει, παρά οποιοδήποτε άλλο στοιχείο. Μήπως όμως δεν τον έσωσε αλλά ουσιαστικά του εξέτρεψε τη ζωή προς κάτι αδιέξοδο και χαοτικό;

Είναι αλήθεια, κι εγώ θα ήθελα να φύγω για τη Φινλανδία. Να εκμεταλλευτώ τη σύγχυση του πολέμου για να διαγράψω από προσώπου γης το νευρολόγο του στρατιωτικού νοσοκομείου του Αμβούργου και να τον αντικαταστήσω με το φοιτητή του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι πριν από είκοσι έξι χρόνια. Όμως αυτό ήταν πλέον αδύνατον. Δεν περνάνε έτσι είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια. Η μνήμη κυλάει σαν λάβα πάνω στις αναμνήσεις διατηρώντας τες, ναι, μόνο που τις παρασύρει μαζί της για πάντα. Από τη μνήμη, την οποία ο συγγραφέας αυτών των σελίδων επιζητούσε χωρίς επιτυχία, εγώ ακόμη και σήμερα δεν έχω καταφέρει να απελευθερωθώ. Η μνήμη είναι το τίμημα του πόνου που πληρώνω καθημερινά, όταν ξυπνάω σ' αυτό τον κόσμο και δέχομαι να ζήσω. Γιατί, δεν ξέρω. Ίσως επειδή είναι πιο εύκολο να γεννιέσαι παρά να πεθαίνεις. Ίσως λόγω της νοσηρής περιέργειας που έχει κάθε άνθρωπος, ακόμη και στον πόνο, να δει πως θα τελειώσει.”

Γραμμένο απλά με υπαινικτικό ύφος (έτσι ώστε να σου δημιουργεί διαρκώς την αίσθηση ότι ο συγγραφέας είναι Αγγλοσάξονας), με αξιομνημόνευτη οικονομία λόγου και με ένα καθηλωτικό ρυθμό, το ιδιόρρυθμο και σαγηνευτικό μυθιστόρημα του Μαράνι μιλάει για τη γλώσσα, την απώλεια, τη μνήμη, την αναζήτηση ταυτότητας και εαυτού, το παρελθόν και το μέλλον, την παράνοια του πολέμου, την δύναμη της αγάπης, τη γλώσσα και την διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Στοιχεία για την ιστορία της Φινλανδίας – τις δραματικές μέρες που ακολούθησαν την κατάρρευση του μετώπου και την επέλαση των Σοβιετικών, για την κουλτούρα της μακρινής χώρας ανακατεύοντας μύθους των Σαμάνων, εθνικά έπη και την κυριαρχία του Λουθηρανισμού. Η “Νέα Φινλανδική γραμματική” είναι ένα πανέξυπνο, μελαγχολικό και στοχαστικό βιβλίο-έκπληξη (που υποστηρίζεται ιδανικά από εξαιρετική μετάφραση), πραγματική απόλαυση για τον αναγνώστη.

Αυτό που μας μένει από τους άλλους είναι στην πραγματικότητα μόνο η ανάμνηση της αντανάκλασης μας πάνω τους. Περνάμε τη ζωή μας προσπερνώντας τους άλλους χωρίς ποτέ να τους γνωρίζουμε πραγματικά. Ακόμη κι από τα πρόσωπα και τα πράγματα που μας είναι πιο αγαπητά δεν αποκομίζουμε παρά μια εμπειρική γνώση, σαν αυτή που αποκτά ο εντομολόγος από την πεταλούδα που καρφιτσώνει με τη βελόνα σε μια σελίδα της συλλογής του. Μπορούμε να περιγράψουμε το χρώμα των ματιών ή των μαλλιών των αγαπημένων μας, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μέσα στο πλήθος το βάδισμά τους, τη φιγούρα τους, να διακρίνουμε αλάνθαστα τη μυρωδιά ή τη φωνή τους. Όταν είναι μακριά, μας λείπουν, νιώθουμε σακατεμένοι, σαν να μας έχουν στερήσει ένα κομμάτι του εαυτού μας. Κι όμως σ'αυτό τον κόσμο  δεν είναι ποτέ αληθινά δικοί μας. Γιατί η εξάρτηση που επιδιώκουμε τους καταστρέφει, τους μετατρέπει σε αντικείμενα που δεν διαθέτουν δική τους ζωή. Στη μάταιη προσπάθεια να καταστήσουμε λιγότερο επώδυνο το μυστήριο του θανάτου θέλουμε να κυριεύσουμε, να ρουφήξουμε τη ζωή όσο γίνεται περισσότερο. Δεν συνειδητοποιούμε ότι σ' αυτό τον κόσμο σκοτώνουμε ότι πιστεύουμε πως αγαπάμε."




 
Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2016 | Permalink
Νόρα Γουέμπστερ
Ιρλανδία, τέλη δεκαετίας του 60, η χώρα από τη μια εκσυγχρονίζεται και προοδεύει, από την άλλη οι συντηρητικές και μικροαστικές αντιλήψεις παραμένουν λες και βρισκόμαστε στις αρχές του αιώνα. Μια γυναίκα, η Νόρα Γουέμπστερ είναι η ηρωίδα του πολύ ενδιαφέροντος αλλά άνισου, ομώνυμου μυθιστορήματος “ΝΟΡΑ ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ (“NORA WEBSTER”) του πολύ καλού συγγραφέα Colm Toibin (Ιρλανδία, 1955), (Εκδ.Ίκαρος, (έξοχη) μετάφραση και επίμετρο Αθ.Δημητριάδου, σελ.447).

Η Νόρα Γουέμπστερ είναι μια γυναίκα μέσης ηλικίας, που ο σύζυγός της Μόρις, αξιοσέβαστος και πολύ αγαπητός καθηγητής, έχει πεθάνει αφήνοντας την σύζυγό του, μόνη με τα τέσσερα παιδιά τους, δύο κορίτσια που σπουδάζουν και δύο μικρά αγόρια, το ένα σε εφηβική ηλικία, το άλλο μικρότερο. Οι συγγενείς και οι φίλοι στην αρχή “πνίγουν” κυριολεκτικά τη Νόρα με τις συνεχείς επισκέψεις τους (“Δεν τους βαρέθηκες πια; Δεν είναι ώρα να κόψουνε τις επισκέψεις;” της λέει ένας γείτονας στην πρώτη σελίδα του βιβλίου...), την συμβουλεύουν, προσπαθούν να την καθοδηγήσουν πως να αντιμετωπίσει την απώλειά της. Όλοι από αδερφές και θείες, μέχρι τους γείτονες έχουν άποψη για το τι πρέπει να κάνει τώρα η Νόρα, πως να πορευθεί. Εκείνη το μόνο που επιθυμεί είναι να την αφήσουν ήσυχη.

Οι πρώτες της ενέργειες εκπλήσσουν τους πάντες. Πουλάει το παραθαλάσσιο εξοχικό που λάτρευαν εκείνη κι ο Μόρις, όπως άλλωστε και τα παιδιά τους, ενώ δεν θα αρνηθεί την πρόταση για εργασία που της προσφέρουν τα παλιά (προτού παντρευτεί) αφεντικά της σε μια αναπτυσσόμενη εταιρία της πόλης. Η Νόρα Γουέμπστερ εργαζόμενη ξανά, μετά από 20 χρόνια και βάλε, ξαφνιάζοντας τα ίδια της τα παιδιά, που (κυρίως τα δύο μικρά αγόρια) την κοιτάνε πλαγίως, ενώ όταν θα αλλάξει και τα μαλλιά της οι ματιές των άλλων γυναικών θα είναι φαρμακερές.

Το μυθιστόρημα διαπερνάει η θλίψη που αισθάνεται, που βιώνει η ηρωίδα του, όπως και η ασφυξία από τον κοινωνικό περίγυρο και την οικογένεια  (με την ευρύτερη έννοια). Τα βλέμματα και η καχυποψία των συντοπιτών της που ο καθένας προσπαθεί να την καθοδηγήσει, να τη συμβουλεύσει, η πανταχού παρούσα εκκλησία, η αρχέγονη δυσπιστία απέναντι στη γυναίκα που χηρεύει σε νέα σχετικά ηλικία, τα παιδιά που αντιδρούν το καθένα διαφορετικά, η οικονομική δυσπραγία που την υποχρεώνει σε ενέργειες (όπως η πώληση του σπιτιού), που γνωρίζει ότι θα προκαλέσουν συζητήσεις, έρχονται και “κάθονται” πάνω από τη Νόρα πιέζοντας την.

Το βιβλίο “συνομιλεί” ευθέως με το (πιο επιτυχημένο εμπορικά μυθιστόρημα του συγγραφέα) “Μπρούκλιν” που μεταφέρθηκε την προηγούμενη χρονιά στον κινηματογράφο. Η ηρωίδα του Μπρούκλιν μεταβαίνει στην Αμερική για να ξεφύγει από τον επαρχιακό μικρόκοσμο και την καταπιεστική μητέρα της (η οποία κάνει ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό πέρασμα από το “Νόρα Γουέμπστερ”), ενώ η Νόρα θα μείνει εκεί, εγκλωβισμένη στη πόλη της – θα βγει δε για πρώτη φορά στο εξωτερικό πηγαίνοντας με τη θεία της σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στην Ισπανία. Θα μείνει εκεί σε ένα κόσμο γεμάτο παπάδες και καλόγριες που καθορίζουν τις ζωές των κατοίκων, γεμάτο με μικροκακίες και μικροαντιθέσεις, κουτσομπολιά και μεθυσμένες βραδιές στις τοπικές παμπ.

Μια πλήρης και αλησμόνητη λογοτεχνική ηρωίδα, η Νόρα Γουέμπστερ θα βρει τη δύναμη να αντέξει, θα επιβιώσει χρησιμοποιώντας τον δυναμικό της χαρακτήρα, θα γίνει δεκτή ως αυτόνομη προσωπικότητα, θα συγκρουστεί, θα βγει νικήτρια. Ο συγγραφέας δείχνει με μαεστρικό τρόπο πως η ηρωίδα του θα βγει από την απόγνωση και την θλίψη, θα “βγάλει το κεφάλι της στην επιφάνεια”, δεν θα φοβηθεί να συγκρουστεί.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται και ο έτερος μεγάλος πρωταγωνιστής του που δεν είναι άλλος από την ίδια τη χώρα του συγγραφέα. Η Ιρλανδία και η καθημερινότητα της επαρχιακής ζωής, οι κάτοικοι και η αδάμαστη και σαγηνευτική της φύση, ο καθολικισμός, το αλκοόλ, το ατίθασο πνεύμα των κατοίκων αλλά και το κουτσομπολιό, τα στενά οικογενειακά δεσμά περιγράφονται με υπέροχο τρόπο και είναι από τα στοιχεία που καθηλώνουν τον αναγνώστη.


Με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία να υπάρχουν στο βιβλίο, το μυθιστόρημα του Τομπίν, εκτυλίσσεται χωρίς πολλή δράση, καθώς μεταφέρει ουσιαστικά τις σκέψεις και τα συναισθήματα της ηρωίδας του. Ίσως θα λειτουργούσε καλύτερα ως νουβέλα, 200 σελίδων παρά ως ένα μυθιστόρημα διπλάσιας έκτασης όπως είναι. Εξαιρετικά ενδιαφέρον ως προς την ψυχολογική σκιαγράφηση του κεντρικού του χαρακτήρα, αφήνει τους υπόλοιπους ήρωες σε δεύτερο πλάνο, καθώς και τις κοινωνικές αλλαγές που περνάνε στην τοπική κοινωνία με τον συνδικαλισμό στην εταιρία που δουλεύει η Νόρα ή τον εμφύλιο που εντείνεται στον Βορρά. Ο ρυθμός του βιβλίου είναι αργός και υποτονικός αλλά η όλη αίσθηση που σου αφήνει το μυθιστόρημα είναι γλυκιά χάρη στην δύναμη της αφήγησης και στην γοητεία των περιγραφών, διότι δεν μπορούμε να λησμονούμε ότι ο Τομπίν είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας.