Τρίτη, Ιουλίου 26, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 26, 2022 | Permalink
Miss Blandish i suppose

 

Θεωρήθηκε το βιαιότερο λογοτεχνικό βιβλίο που έχει εκδοθεί, ενώ ο George Orwell (ναι, ο γνωστός!), το χαρακτήρισε ως «βουτιά στο βόθρο» (αναγνωρίζοντας όμως την λογοτεχνική του αξία). Ο λόγος για ένα αρχετυπικό γκανγκστερικό θρίλερ, το σπουδαίο pulp μυθιστόρημα «ΟΧΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΣ ΜΠΛΑΝΤΙΣ» («No orchids for Miss Blandish»), του James Hadley Chase (1906 Λονδίνο – 1985 Ελβετία), κυκλοφόρησε πριν αρκετούς μήνες στα ελληνικά σε μια έκδοση σε νέα (εξαιρετική) μετάφραση και (κατατοπιστικότατο) επίμετρο του Ανδρέα Αποστολίδη, από τις εκδόσεις Άγρα (σελ. 331), για τέταρτη φορά (οι τρεις προηγούμενες ήταν από τα «Βίπερ» το «Λυχνάρι» και τον «Εξάντα»).


Ο θρύλος της άκρατης βιαιότητας που συνοδεύει το «Όχι ορχιδέες…» δεν είναι τυχαίος. Εκδόθηκε το 1939, ακολουθώντας την επιτυχία ιδιαίτερα σκληρών βιβλίων όπως «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» του Cain και γκαγκστερικών ταινών της δεκαετίας όπως «Ο σημαδεμένος» και το «Angels with dirty faces» ή και το εκπληκτικό «Little Caesar», αντικατοπτρίζει την εικόνα μιας κοινωνίας που βγαίνοντας από την μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-32, κάνει τα πάντα για το χρήμα, και οι απαγωγές ήταν σε ημερήσια διάταξη.
 
Η δεσποινίς Μπλάντις συμπληρώνει τα 24 της χρόνια. Είναι κόρη του μεγιστάνα του Κάνσας σίτι κ.Μπλάντις που η περιουσία του εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα εκατό εκατομμύρια δολάρια. Την ημέρα των γενεθλίων της, ο πατέρας της θα της χαρίσει ένα περιδέραιο με τα διαμάντια της οικογένειας, που η αξία τους υπολογίζεται στα 50.000 δολάρια. Το νέο διαδίδεται, αλλά, η μις Μπλάντις ζώντας σε ένα κόσμο άνεσης και ασφάλειας, μέσα στην αφέλειά της, φοράει το περιδέραιο και βγαίνει το βράδυ με τον αρραβωνιαστικό της να διασκεδάσει.
Μια συμμορία μικροκακοποιών, του Ράιλυ και του Μπέηλυ, που ενημερώνεται από έναν κοσμικό δημοσιογράφο για τις κινήσεις της, στήνει καρτέρι και σκοτώνοντας τον αρραβωνιαστικό της, αρπάζει την μις Μπλάντις αλλά γίνονται αντιληπτοί από την συμμορία της αδίστακτης Μα Γκρίσσον που μπορεί να μην είναι η μεγαλύτερη της πόλης, αλλά είναι από τις πιο επικίνδυνες. Με καθοδηγητή την Μα και αρχιεκτελεστή τον γιο της, τον ψυχοπαθή παθολογικό δολοφόνο Σλιμ Γκρίσσον και μέλη διάφορους απελπισμένους άντρες, πρώην φυλακισμένους, σωματοφύλακες, πιστολάδες, διαρρήκτες και έναν γιατρό αλκοολικό που είχε χάσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, η συμμορία της Γκρίσσον αποτελούσε το ιδανικό σκηνικό παράνοιας για να γίνει της μουρλής.
 
«Έσπρωξαν τη μις Μπλάντις κάτω από το σκληρό φως μιας λάμπας που κρεμόταν από το ταβάνι. Της είχαν κλείσει τα μάτια με μπαμπάκι και μονωτική ταινία. Την κρατούσε ο Έντυ. Είχε αφεθεί ολοκληρωτικά πάνω του. Το χέρι του Έντυ ήταν σφιχτό και ζεστό πάνω στο μπράτσο της. Ήταν η μόνο επαφή που είχε μέσα στο σκοτάδι.
Η Μα Γκρίσσον κοιτούσε από την καρέκλα της την κοπέλα. Πριν φύγουν από του Τζώννυ, ο Έντυ τής είχε τηλεφωνήσει να της πει ότι επέστρεφαν. Είχε το χρόνο να αποτιμήσει τι σήμαινε αυτή η απαγωγή για την ίδια και τη συμμορία της. Με προσεκτικό χειρισμό και με λίγη τύχη θα αποκτούσαν ένα εκατομμύριο δολάρια πριν από το τέλος της βδομάδας. Τα τελευταία τρία χρόνια έχτιζε συστηματικά τη φήμη της συμμορίας της. Δεν είχαν βγάλει πολλά χρήματα, αλλά δεν τα πήγαιναν κι άσχημα. Οι άλλες συμμορίες τη θεωρούσαν τρίτης κατηγορίας. Τώρα, λόγω της κομψής κοκκινομάλλας κοπέλας, θα γίνονταν η πιο πλούσια συμμορία και ο πλέον καταζητούμενος δημόσιος εχθρός του Κάνσας Σίτυ.»
 
Η συμμορία της Γκρίσσον, δεν δυσκολεύεται να αρπάξει με τη σειρά της, την μις Μπλάντις από τους αρχικούς απαγωγείς της σφαγιάζοντάς τους, και να διαπραγματευτεί με τον Μπλάντις το ποσό των λύτρων. Έχοντας θάψει τον Ράιλυ και τον Μπέηλυ, στρέφουν την προσοχή των Αρχών σε αυτούς κι εκείνοι περνάνε απαρατήρητοι. Ο Μπλάντις απελπίζεται από την αδυναμία της Αστυνομίας να βρει κάτι και υποκύπτει στην απαίτηση για ένα εκατομμύριο δολάρια για να απελευθερώσει την κόρη του. Η Μα Γκρίσον δεν είχε σκοπό να παραδώσει την απαχθείσα εξαρχής, όμως ο τρελάρας Σλιμ Γκρίσον, έχει ερωτευτεί την πανέμορφη κοπέλα και την θέλει ολοκληρωτικά δική του, απειλώντας ακόμα και την μητέρα του για να την προστατέψει. Η μις Μπλάντις είναι μονίμως ναρκωμένη από τις ενέσεις που της κάνει ο γιατρός της συμμορίας, ενώ με τα χρήματα που παίρνουν από την απαγωγή, αγοράζουν ένα κλαμπ που το μετατρέπουν σε απόρθητο φρούριο, με κρυφές εξόδους και θωρακισμένες πόρτες, ενώ η άτυχη κοπέλα βρίσκεται κλειδωμένη σε ένα πολυτελές δωμάτιο, όπου μόνο ο Σλιμ έχει το δικαίωμα εισόδου.
 
Ο Μπλάντις απογοητευμένος και απελπισμένος, θεωρώντας ότι η κόρη του είναι πλέον νεκρή, στρέφεται προς έναν πρώην επιτυχημένο δημοσιογράφο και νυν ιδιωτικό ερευνητή, τον Ντέηβ Φέννερ για να εξιχνιάσει την υπόθεση. Ο Μπλάντις πιστεύει (δικαιολογημένα) ότι αν ζει η κόρη του, θα είναι μια γυναίκα τραυματισμένη από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες, ενώ δίνει μια πλουσιοπάροχη αμοιβή στον Φέννερ να βρει την άκρη με την ιστορία – όπου όλοι θεωρούν ότι τα χρήματα τα έχει λάβει η αρχική συμμορία, που δεν βρίσκονται πουθενά (αφού είναι όλοι τους νεκροί). Ο Φέννερ δεν έχει παρά να ακολουθήσει την πορεία του χρήματος, και τη ζωή της εντυπωσιακής στριπτιζέζ Άννας Μποργκ, φιλενάδας του Ράιλυ, που τον ψάχνει εναγωνίως για να εξιχνιάσει την υπόθεση, σε μια θεαματική εξέλιξη της ιστορίας με απρόσμενο φινάλε.
 
«Έχω έναν φάκελο με όλα τα δεδομένα. Αυτόν θέλω να μελετήσω. Ένα πράγμα από την αρχή με παραξένεψε. Γνώριζα προσωπικά τον Ράιλυ και τον Μπέηλυ. Έπεφτα συνέχεια πάνω τους σε καταγώγια και μπαρ όταν έβγαινα να μαζέψω πληροφορίες για τη δουλειά μου. Ήταν ψιλικατζήδες. Από που έως που βρήκαν το θράσος να κάνουν απαγωγή; Κι όμως φαίνεται ότι την έκαναν. Δεν βγαίνει πάντως νόημα. Αν ξέρατε τους κακοποιούς με τον τρόπο που τους ξέρω εγώ, το ίδιο συμπέρασμα θα βγάζατε. Το περισσότερο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι μια μικροληστεία τράπεζας. Τέλος πάντων. Απήγαγαν την κόρη σας. Μετά αναρωτιέμαι πώς μπόρεσαν να εξαφανιστούν από προσώπου γης; Πώς και δεν έχει φανεί ούτε ένα δολάριο από τα λύτρα; Με τι χρήματα ζούνε οι απαγωγείς, αν όχι από τα λύτρα;»
 
Το «Όχι ορχιδέες…», είναι το πρώτο μυθιστόρημα, του Άγγλου Rene Lodge Brabazon Raymond, που έμελλε να γίνει γνωστός με το ψευδώνυμο James Hadley Chase, ως ένας εκ των κυριότερων εκπροσώπων του αμερικανικού νουάρ χωρίς να πατήσει ποτέ το πόδι του στην Αμερική (και μάλιστα πριν το Google)! Εργαζόμενος στην εμπορία βιβλίων την δεκαετία του ’30, είδε την τεράστια επιτυχία των ιστοριών με γκάνγκστερς και αποφάσισε να γράψει κάτι ανάλογο. Το πέτυχε και με το παραπάνω αφού θεωρείται πλέον ως ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του «καθαρού νουάρ», αν και στο βιβλίο αυτό, βασίστηκε εν πολλοίς στο εξαιρετικό «ΙΕΡΟ» του W.Faulkner που κυκλοφόρησε το 1931 (μια απόπειρα στο αστυνομικό μυθιστόρημα από τον σπουδαίο συγγραφέα) και στη βάση του έχει μια παρόμοια ιστορία. Εκεί όμως που ο Φώκνερ «ξεστρατίζει» δίνοντας μεγάλη «λογοτεχνικότητα» στην ιστορία του, ο Chase δεν δίνει δεκάρα για κάτι τέτοιο. Στο βιβλίο του κυριαρχεί η δράση, το πιστολίδι, η βία, η απανθρωπιά και η ιλιγγιώδης πλοκή με συνεχείς ανατροπές.


Το σημαντικό, στην έκδοση που κρατάμε στα χέρια μας, είναι ότι η μετάφραση γίνεται από την έκδοση του 1961 και όχι από την πρώτη του 1939 που είναι βιαιότερη αλλά και τολμηρότερη (πυροδοτώντας μια διαμάχη που κρατάει ακόμα, για το ποια εκδοχή είναι καλύτερη), όπως αναφέρει ο μεταφραστής του βιβλίου Ανδρέας Αποστολίδης στο λεπτομερές επίμετρό του. Υπήρξαν μεταξύ 1939 με 1961 διάφορες εκδοχές του βιβλίου, σε μια δε (αυτή του 1948) έχει αλλαχθεί το τέλος για να γραφτεί και συνέχεια. Η έκδοση του 1961 έχει «στρογγυλέψει» λίγο ορισμένα άκρως σοκαριστικά στοιχεία (που όμως δίνουν πολλές διαστάσεις στην ιστορία) αλλά είναι ως βιβλίο περισσότερο ισορροπημένο και πιο σύγχρονο. Το πρωτοποριακό για την εποχή του, στυλ του Chase, διαφαίνεται σε μια σκηνή της έκδοσης του 1939, όταν περιγράφει μια σκηνή σφαγής από τον ψυχοπαθή Σλιμ ως εξής: «Δεν ήθελε να πεθάνει. Όχι με τον τρόπο που θα τον σκότωνε ο Σλιμ. Είχε ξαναδεί το στιλέτο του Σλιμ. Το σπέρμα μέσα του άρχιζε να αναβλύζει. Ως προς αυτό δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Του ήρθε απρόσμενα ως ανακούφιση. Ένιωσε για τελευταία φορά την έκσταση που τού ήταν τόσο αναγκαία στη σύντομη ζωή του. Ένιωσε τους μυς του να χαλαρώνου μέσα της κι έπειτα η ατσάλινη λεπίδα τα έσβησε όλα.» Στην έκδοση του 1961, όλα αυτά έχουν απαλειφθεί: «Ο Ρόκκο μέσα στη ζαλάδα του διαισθάνθηκε τον κίνδυνο∙ βρισκόταν μια ανάσα από το θάνατο. Γύρισε ανάσκελα με σηκωμένα τα χέρια για να προστατευτεί. Ο Σλιμ πλησίασε χαμογελώντας πλατιά. Η μις Μπλάντις είδε το μαχαίρι να γυαλίζει στο χέρι του και έκλεισε τα μάτια της. Άκουσε τον Ρόκκο να κλαψουρίζει. Οι ήχοι που ακολούθησαν την έκαναν να γονατίσει με τα χέρια στ’ αυτιά της. Κάθε μουντός κρότους που αντηχούσε κάθε φορά που το μαχαίρι χωνόταν στο κορμί του Ρόκκο, την έκανε να συνταράσσεται σύγκορμη.»
 
Μπορεί το βιβλίο να είναι γεμάτο στερεότυπα – οι κακοί είναι πάρα πολύ κακοί, οι καταστάσεις είναι ακραίες, αλλά είναι τέτοια η ένταση και η ζωντάνια της ιστορίας, που ο αναγνώστης καθηλώνεται σε συνδυασμούς με τους απολαυστικούς, άκρως κυνικούς και ιδιαίτερα σαρκαστικούς διαλόγους, ενώ η πρωτοτυπία του Chase φαίνεται σε δύο καθοριστικά στοιχεία: Καταρχάς, δεν μαθαίνουμε ποτέ το μικρό όνομα της μις Μπλάντις, κάτι που συνάδει με την γενικότερη αοριστία γύρω από αυτήν. Παρότι είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, γύρω από την οποία γίνεται όλος ο χαμός, παραμένει ένας χαρακτήρας αινιγματικός και διφορούμενος, χωρίς ουσιαστικά προσωπικότητα, με τον συγγραφέα να μην ξεκαθαρίζει τι ακριβώς συνέβαινε με τον Σλιμ (τι έκανε μαζί της στο δωμάτιο), μέχρι ποιο βαθμό εκείνη συμμετείχε ή αντιδρούσε, πόσο ισχυρά ήταν τα ναρκωτικά… Επίσης, ο Chase εισάγει τον «ήρωα» που θα επιλύσει την ιστορία, τον ιδιωτικό ερευνητή Φέννερ λίγο πριν από τη μέση του βιβλίου, κλείνοντας το μάτι στο κοινό που ζητάει απεγνωσμένα έναν «ήρωα» να ξεκαθαρίσει την ιστορία.
 
Διάλογοι κοφτοί, ατμόσφαιρα σαγηνευτική, ιστορία με συνεχείς ανατροπές και ένα φινάλε εκπληκτικό, το «ΟΧΙ ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΣ ΜΠΛΑΝΤΙΣ» είναι ένα έξοχο pulp μυθιστόρημα, πολύ πιο «σύγχρονο» από τις χιλιάδες αστυνομικές ιστορίες που κατακλύζουν τους πάγκους των βιβλιοπωλείων, αποδεικνύοντας την δύναμη που έχουν οι μεγάλοι νουάρ συγγραφείς.
Το βιβλίο έχει μεταφερθεί δύο φορές στη μεγάλη οθόνη, τελείως αυθαίρετα το 1948 με τον ομώνυμο τίτλο και πολύ καλά το 1971 από τον πολύ καλό Robert Aldrich με τίτλο «The Grissom gang».
 
Βαθμολογία 87 / 100


 
Τρίτη, Ιουλίου 19, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 19, 2022 | Permalink
"Με τον Νίκο Καρούζο"
«...η τέχνη μας η φριχτότερη του εγώ μεταμφίεση» Ν.Δ.Καρούζος

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του «ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ» (εκδ. Loggia, σελ. 369), ένιωθα μετέωρος! Επί μέρες προσπαθούσα να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου και να ξεκαθαρίσω μέσα μου, τα συναισθήματα που μου άφησε η μαρτυρία της ζωγράφου και εικονογράφου βιβλίων, Εύας Μπέη (1943, Λειβαδιά). Δεν θα έγραφα αυτό το κείμενο, αν δεν αποφάσιζα να ασχοληθώ μαζί του ως γνήσιο λογοτεχνικό έργο, δεν ήθελα να αφεθώ στην ευκολία να γράψω ουσιαστικά (με αφορμή το βιβλίο), ένα κείμενο για τον Ν.Δ.Καρούζο – έναν ποιητή που περιλαμβάνεται στους αγαπημένους μου.
Είχα ακούσει πολλά και διαβάσει ακόμα περισσότερα για αυτό, το (αισθητικά υπέροχο) κόκκινο βιβλίο που εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, και η πλειοψηφία των ανθρώπων που το αγόρασε μέχρι τώρα, είναι οι θαυμαστές της ποίησης του Ν. Καρούζου – ελάχιστοι στάθηκαν στην συγγραφέα του βιβλίου, που όμως δεσπόζει σε αυτό, όπως ακόμα λιγότεροι ανέφεραν ότι έχουμε μπροστά μας, μια έξοχη απόπειρα αυτομυθοπλασίας («autofiction»).


Ο τίτλος «ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ» είναι σαφής, τα λέει όλα, και δεν επιτρέπει παρεξηγήσεις. Είναι μια ημερολογιακή καταγραφή της σχέσης της Εύας Μπέη με τον σπουδαίο ποιητή, αλλά όχι μόνο αυτή – εξάλλου καλύπτει λίγες περισσότερες από τις μισές σελίδες του βιβλίου. Είναι κι ότι ακολούθησε μετά, στη ζωή της τελευταίας συντρόφου του Ν.Δ.Καρούζου, μετά τον θάνατό του και την προσπάθεια της για επιβίωση και επαγγελματική καθιέρωση.
 
«Πώς μπορούν να συνυπάρχουν άραγε οι πιο αντιφατικές ιδιότητες στον ίδιο άνθρωπο την ίδια στιγμή; Ένα μόνιμο υπόστρωμα αθεράπευτης, βαθιάς μοναξιάς και καχυποψίας και ταυτόχρονα μια εγγύτητα που ποτέ δεν έχω συναντήσει σε άλλον άνθρωπο. Ένιωθα να εγκαταλείπει τον εαυτό του και να μου παραδίδεται όπως ποτέ κανείς μέχρι τότε.»
 
Ήταν το έτος 1981, εκείνος είναι 55 ετών (γεννημένος το 1926) κι εκείνη είναι 37 ετών, όταν γνωρίζονται ουσιαστικά – είχαν προηγηθεί κάποιες τυπικές συναντήσεις σε γκαλερί. Η Μπέη ζωγράφος, εκτός και εντός των λογοτεχνικών κύκλων. Ο Ν.Δ.Καρούζος ένας από τους περισσότερο εμβληματικούς και επιδραστικούς ποιητές που έβγαλε αυτή η χώρα (αλλά ίσως και ο πιο «ακατάταχτος» καθώς δεν ανήκει πουθενά, όντας αυθύπαρκτος), γεννήθηκε στην Αργολίδα και προερχόταν από πατέρα αριστερό δάσκαλο που διώχτηκε στον Εμφύλιο, και μητέρα που ήταν κόρη ενός μορφωμένου ιερέα και δάσκαλου. Ιδιαίτερα διαβασμένος (στα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια διάβασε όλη την βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του), γνώρισε την εξορία και το στρατόπεδο Μακρονήσου, ως μέλος της ΕΠΟΝ. Παντρεύτηκε δύο φορές – ο γάμος του με την Μ.Μεϊμαράκη (1927-1990) διήρκεσε από το 1963 έως το 1980 ενώ ο γιος της, ο ιστορικός και καθηγητής Πανεπιστημίου,  Α.Σαββίδης κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του.
Από το 1981 όταν η ερωτική σχέση της Εύας Μπέη με τον Καρούζο, θα ξεκινήσει – αυθόρμητα και άστραπιαία, μετά από μια επίσκεψή του στο σπίτι της για να δει το έργο της -, έως το 1990 που πέθανε ο ποιητής, θα είναι μαζί, σε μια σχέση γεμάτη εντάσεις και πάθος, όπου η Μπέη βρέθηκε εγκλωβισμένη στα δίχτυα μιας «bigger than life» προσωπικότητας, ενός ανθρώπου που δεν έμπαινε σε καλούπια.

«Μα είναι κι ο άλλος έρωτας, ο γενετήσιος.

Τι να σου κάνει αυτός… Αν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στη μελαγχολία μου»

Ν.Δ.Καρούζος («Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη»)

Ο Ν.Δ.Καρούζος, σε όλη του τη ζωή, υπήρξε Ποιητής – και μόνο αυτό. Είναι δύσκολο για κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί με το έργο του, ούτε έχει παρακολουθήσει συνεντεύξεις του, να καταλάβει. Τον ενδιέφερε μόνο η ποίηση, οι λέξεις, η γλώσσα και αδιαφορούσε για όλα, τα καθημερινά ή τα υλικά θέματα. Ζούσε πολύ φτωχικά σε ένα υπόγειο της οδού Σούτσου, με ελάχιστα πράγματα μέσα, δεν ενδιαφερόταν για ανέσεις, ή πράγματα που αφορούν την ατομική ιδιοκτησία, χρήματα, σπίτια, κλπ. Η Μπέη περιγράφει την ζωή της με έναν «μύθο» (γιατί αυτό ήταν ο Καρούζος στην Αθήνα της δεκαετίας του ’80), χωρίς να τηρεί χρονική σειρά. Διαβάζουμε για την δυσκολία της σχέσης, την εξάρτηση του από το ποτό (το σοκ που την προκάλεσε όταν αντελήφθη πόσο έπινε), τις ατελείωτες νύχτες στα μπαρ, τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την λάμψη του, θυμώνει μ’ εκείνους που «τον πότιζαν» για να μιλάει, και εκείνοι να σημειώνουν, ήταν ένας άνθρωπος που δεν κράταγε τίποτα μέσα του, τα μοιραζόταν όλα με έναν παιδισμό που ξαφνιάζει.
 
«Η αναπνοή του είναι δύσκολη, συνέχεια είναι κουρασμένος, όταν όμως βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο, αποκτά μια ασυνήθιστη ζωηρότητα, μια ενεργητικότητα εκρηκτική, γίνεται το κέντρο ∙ οι γύρω ακολουθούν γοητευμένοι, μέχρι που πέφτουν νοκ άουτ, κανείς δεν μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό του, και κάνουν μέρες να ξαναεμφανιστούν. Φαίνεται πως είναι αφάνταστα κουραστικό όταν συνεχώς κάποιος άλλος δίνει τον τόνο, κι ο Νίκος, στην καθημερινότητά του, ακόμα κι ασάλευτος και κοιμισμένος, πάντα εκείνος δίνει τον τόνο. Ίσως γι’ αυτό νιώθω συνέχεια εξαντλημένη.»

Η Μπέη περιγράφει με αφοπλιστικό και ιδιαίτερα γλαφυρό ύφος, τις νύχτες μεθυσιού, τις εκρήξεις, τις απογοητεύσεις του Καρούζου όταν συνειδητοποιούσε (ή μάλλον θυμόταν διότι το ήξερε από παλιά) πόσο έξω από τα πράγματα βρίσκεται, πόσο εκτός από βραβεία και την κρατική αναγνώριση. Περιγράφει τη ζωή μιας αστής και ήσυχης κοπέλας δίπλα σε έναν χείμαρρο, σε έναν αυθεντικό μπήτνικ ποιητή, που ήταν ικανός να σκίσει τα χειρόγραφά του όταν ένιωθε ανικανοποίητος – στο τσακ και χάρη στην Μπέη σώθηκε το χειρόγραφο του βραβευμένου έργου του «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη». Περιγράφει τις στιγμές γεμάτες γλύκα αλλά και με εμφανή πικρία, τις πολλές στιγμές έντασης και θυμού, απογοήτευσης και αδιεξόδων για να οδηγηθεί στην εξαιρετική περιγραφή της ασθένειας του ποιητή από καρκίνο του πνεύμονα και τον ένα χρόνο που άντεξε με απίστευτη αξιοπρέπεια τις θεραπείες, το ταξίδι στο Λονδίνο, την νοσηλεία στην Αθήνα και τέλος τον θάνατό του.
 
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου, η Μπέη περιγράφει πως κατάφερε να σταθεί στα πόδια της, μετά την τόσο έντονη δεκαετία που έζησε. Περιγράφει πως καταπολέμησε τις ανασφάλειές της, πως θα αλλάξει τη ζωή της διδάσκοντας σε ένα σχολείο στη Νίκαια, πως ασχολήθηκε περισσότερο με την τέχνη της, πως αγάπησε τις γάτες, ενώ εξιστορεί την περιπέτεια της υγείας της, από την οποία βγήκε πιο δυνατή.
 
«Ποτέ δεν ένιωσα την ύπαρξή μου ν’ αμφισβητείται τόσο έντονα, από παντού, όσο εκείνη την εποχή αμέσως μετά τον θάνατο του Νίκου. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τόσο πολύ να κινδυνεύω, άοπλη κι εκτεθειμένη. «Μα είναι τόσο βλάκας;» έφτανε στ’ αυτιά μου να λέγεται από ανθρώπους που ούτε με είχαν δει καν, ενώ, όσοι με γνώριζαν, με θεωρούσαν θύμα. Υπήρξαν πολλοί που περίμεναν – σχεδόν μου την είχαν στημένη, θα έλεγα – να δουν πώς «θα εκμεταλλευτώ» την κατάσταση, τι θα εξαργυρώσω, όμως οι πιο κοντινοί, ή τουλάχιστον αυτοί που έβλεπα συχνότερα, όλοι με τον τρόπο τους με ωθούσαν να καθίσω στην άκρη, να βρω μια δουλειά, ό, τι να’ ναι, τέλος πάντων, αρκεί να μπορώ να συντηρηθώ, «κι ύστερα να κοιτάξω κι εγώ τον εαυτό μου», όπως σε κοινή επωδό κατέληγαν, λες κι ήταν συνεννοημένοι. Για τέχνη κουβέντα.»
 
Τα θραύσματα μνήμης που παραθέτει μέσα από τις χειρόγραφες σημειώσεις που κρατούσε η Μπέη όλα αυτά τα χρόνια, ένα ημερολόγιο που όπως αναφέρει ο εκδότης της Loggia, Νίκος Κουφάκης «απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από πρόχειρα σημειώματα και χαρτάκια…όλα φυλαγμένα σε ένα συρτάρι», που κάποια στιγμή αναποδογύρισε κατά λάθος, και η συγγραφέας του βιβλίου μάζεψε σε μια πλαστική σακούλα! Είναι όμως αυτά τα «θραύσματα», οι ημερολογιακές καταγραφές που καταδεικνύουν μεγάλες συγγραφικές ικανότητες. Διότι μπορεί το μεγάλο ενδιαφέρον του βιβλίου να έγκειται στην περιγραφή αυτών των 9 χρόνων που διήρκεσε η σχέση με τον Καρούζο, αλλά είναι η εξιστόρηση των υπόλοιπων 30 χρόνων που έχει τεράστιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
 
Η Μπέη με στοχαστικό ύφος και ιδιαίτερα παρατηρητικό βλέμμα (ως ζωγράφος), πάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί, ούτε καλλιγραφεί τα γεγονότα. Τα παραθέτει όπως τα σκέπτεται και ενδεχομένως κάποιες λεπτομέρειες να τραβάνε σε μάκρος (προσωπικά με εξόντωσαν), αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ακόμα κι ο πιο καχύποπτος αναγνώστης, την ικανότητα της συγγραφέως στην καταγραφή της πορείας προς την αυτογνωσία, την έξοχη εικόνα των διαφορετικών περιόδων στη ζωή της, την διαύγεια και την ζωντάνια της αφήγησης.
 

«Το δύσκολο είναι ν’ αδειάσεις το κεφάλι σου από κάθε σκέψη. Θυμάμαι πόσο είχα παραξενευτεί στην αρχή, όταν συνειδητοποίησα ότη την τέχνη τη σκέφτεσαι βασανιστικά όλες τις άλλες ώρες εκτός από τις στιγμές που την ασκείς. Εκείνη την ώρα δεν θυμάσαι ούτε το όνομά σου καλά καλά ∙ αν με ρωτούσαν ξαφνικά πόσο χρονών είμαι, θα μπορούσα να πω τριάντα χρόνια λιγότερα ή πενήντα περισσότερα. Είμαι εγώ με τον φόβο πως δεν είμαι κανένας, ενώ λαχταρώ να είμαι ο καθένας.»

 
Το «ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ», είναι ένα βαθιά ανθρώπινο και κάποιες φορές σπαρακτικό βιβλίο, που δεν μας κάνει σοφότερους γύρω από τον ποιητή – εξάλλου γι’ αυτό υπάρχουν τόσα αφιερώματα, τόσες συνεντεύξεις, τόσο οπτικό υλικό, αλλά δεν είναι αυτό το μείζον. Το σίγουρο είναι ότι, μας δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε ένα καθηλωτικό αφήγημα, και να γνωρίσουμε μια εξαιρετική αφηγηματική φωνή.

«… Μη με διαβάζετε

όταν έχετε δίκιο.

Μη με διαβάζετε όταν

δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

Ώρα να πηγαίνω

δεν έχω άλλο στήθος»

Ν.Δ.Καρούζος («Ρομαντικός επίλογος»)


Βαθμολογία 85 / 100



 
Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2022 | Permalink
"Κυριακή της Μητέρας"
Η «Κυριακή της Μητέρας» ήταν μια μέρα που οι Χριστιανοί τιμούσαν την εκκλησία όπου βαπτίστηκαν («Mother Church»), και την επισκέπτονταν. Ως γιορτή, υπήρχε από τον Μεσαίωνα στη Μεγάλη Βρετανία και τις χώρες της Κοινοπολιτείας, και γιορταζόταν την τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής. Το έθιμο ξεχάστηκε, έως το 1913 που χάρις στην πρωτοβουλία της Βρετανίδας Κόνστανς Σμιθ, αναβίωσε όχι μόνο ως ημέρα αφιερωμένη στην εκκλησία αλλά και στις επίγειες μητέρες και την φύση, μιμούμενο την Αμερικανική γιορτή του «Mothers day». Η «Κυριακή της Μητέρας» γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στον μεσοπόλεμο ως οικογενειακή γιορτή και ήταν αργία για το υπηρετικό προσωπικό. Σήμερα οι περισσότεροι την αποκαλούν «Ημέρα της Μητέρας» («Mothers Day»), με τον Αμερικάνικο όρο να έχει επικρατήσει.

«Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της. Πέρασε το χέρι του πάνω από την κοιλιά της, σαν να σκούπιζε και να απομάκρυνε αόρατη σκόνη. Έπειτα ακούμπησε εκεί τον αναπτήρα και το τασάκι, κρατώντας την ταμπακιέρα. Πήρε δυο τσιγάρα από τη θήκη, έβαλε το ένα στα προτεταμένα, κατσουφιασμένα της χείλη. Τα χέρια της ήταν ακόμη μπλεγμένα πίσω από το κεφάλι της. Άναψε το δικό της, έπειτα το δικό του. Κι έπειτα, αφήνοντας ταμπακιέρα και αναπτήρα στο κομοδίνο, ξάπλωσε πλάι της, ενώ το τασάκι ισορροπούσε ανάμεσα στον αφαλό της και σε ό,τι εκείνη την εποχή αυτός αποκαλούσε χαρούμενα, χωρίς περιστροφές, μουνί της.
Πούτσος, αρχίδια, μουνί. Απλές βασικές λέξεις.
Ήταν 30 Μαρτίου. Ήταν Κυριακή. Ήταν η μέρα που κατά παράδοση ήταν γνωστή ως Κυριακή της Μητέρας.»


Σε αυτή την γιορτινή μέρα στηρίζεται η βάση της αφήγησης, της εξαιρετικής νουβέλας του σημαντικότατου Άγγλου συγγραφέα Graham Swift (1949, Λονδίνο), με τίτλο «ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ» («Mothering Sunday») – (εκδόσεις Μίνωας, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ. 159). Το κύριο μέρος της μυθιστορηματικής «δράσης» εκτυλίσσεται τη συγκεκριμένη ημέρα του 1924, που αλλάζει τη ζωή της ηρωίδας του βιβλίου, αλλά σε μια αφηγηματική ροή με πολλά μπρος – πίσω στον χρόνο, το βιβλίο αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετο από αυτό που αρχικά πιστεύει ο αναγνώστης.
 
30 Μαρτίου, 1924, μια ασυνήθιστα ζεστή ημέρα, σαν καλοκαιρινή. Είναι η Κυριακή της Μητέρας, η γιορτή όπου το υπηρετικό προσωπικό παίρνει άδεια να επισκεφτεί τις μητέρες τους, τους δικούς τους ανθρώπους – ουσιαστικά είναι η μοναδική ημέρα του χρόνου, που παίρνουν άδεια όλοι μαζί. Η Τζέιν, μια νέα ευφυέστατη κοπέλα 22 ετών, δεν προτίθεται να επισκεφτεί κανένα συγγενή της, έχει κανονίσει κάτι πολύ καλύτερο. Να περάσει μερικές ώρες με τον Πολ Σέρινγκαμ, τον μοναδικό (εναπομείναντα) κληρονόμο μιας αριστοκρατικής Αγγλικής οικογένειας, που έχει χάσει τα δύο μεγαλύτερα αγόρια της στον πόλεμο που τελείωσε πριν έξι χρόνια, και ο οποίος είναι αρραβωνιασμένος με την Έμμα, την κόρη της πάμπλουτης οικογένειας των Χόμπντεϊ. Η Τζέιν και ο Πολ, έχουν ερωτική σχέση αρκετά χρόνια, λίγο καιρό μετά την πρόσληψή της από την οικογένεια Νίβεν, που διαμένουν σε ένα γειτονικό κτήμα με τους Σέρινγκαμ. Η τραγική σύμπτωση των δύο αριστοκρατικών οικογενειών του Berkshire, είναι ότι έχουν χάσει από δύο αγόρια η κάθε μια κι ότι βρίσκονται σε ψυχολογική διάλυση και οικονομική παρακμή. Τώρα οι δύο οικογένειες, είναι καλεσμένες να περάσουν την Κυριακή τους στους Χόμπντεϊ αφήνοντας άδειες τις επαύλεις τους, καθώς λείπει και το υπηρετικό τους προσωπικό.
 
Η Βρετανική κοινωνία έχει αρχίσει να αλλάζει μετά τον πόλεμο αλλά όχι τόσο, ώστε να δεχτεί μια ερωτική σχέση μεταξύ ενός «αφέντη» και ενός «δουλικού», έτσι οι δύο περιστασιακοί εραστές ήταν η πρώτη φορά που θα συνευρίσκονταν στο σπίτι των Σέρινγκαμ. Και πράγματι, ο πύργος ήταν άδειος, υπήρχε κρύο σνακ στο τραπέζι της κουζίνας και οι δύο νέοι απολάμβαναν γυμνοί ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά με τόση άνεση χρόνου. Ο Πολ όμως έπρεπε να φύγει, να φάει το μεσημέρι στο Λονδίνο με την Έμμα. Η Τζέιν, τον παρατηρεί να ντύνεται αργά, θαυμάζει την ομορφιά του και το στυλ του, της προτείνει να μείνει όσο θέλει μέχρι το απόγευμα, να φάει το κολατσιό που έχουν αφήσει για εκείνον και μετά να γυρίσει στους Νίβεν. Καθώς ο Πολ φεύγει με το γρήγορο αυτοκίνητο του, έχοντας ήδη αργοπορήσει στο ραντεβού, η Τζέιν δεν γνωρίζει τι θα επακολουθήσει, δεν περιμένει ότι ο θάνατος παραμονεύει, και η ζωή της, από εκεί και πέρα θα είναι εντελώς διαφορετική.
 
«Αλλά ήταν αυτά τα μικρά μπιχλιμπίδια, αυτά τα αγορίστικα κοσμήματα που φαινόταν να τον διεκδικούν τώρα, να τον επιβεβαιώνουν. Δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. Ρολόι τσέπης. Μανικετόκουμπα. Αφού ντυνόταν και πριν να φύγει, θα έπαιρνε την ταμπακιέρα του με το μονόγραμμα και τον αναπτήρα του. Θα περνούσε τη βούρτσα από τα μαλλιά του, θα χρησιμοποιούσε τη χτένα από ταρταρούγα. Οι δυο αδελφοί του πρέπει να είχαν πάρει μαζί τους ένα σύνολο από τέτοια πράγματα – τα περισσότερα πρόσφατα αγορασμένα για να τονωθεί το ηθικό τους – όταν διέσχισαν τη Μάγχη για τη Γαλλία απ’ όπου δεν επέστρεψαν ποτέ. Πινέλα ξυρίσματος με λαβή από ελεφαντόδοντο, τέτοια πράγματα. Αυτοί, οι αδελφοί, βρίσκονταν τώρα πάνω στο τραπέζι της τουαλέτας μέσα σε ασημένιες κορνίζες. Τις είχε προσέξει μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Πρέπει να ήταν ο Ντικ και ο Φρέντι. Και οι δυο με καπέλα αξιωματικών. Δεν τους είχε ξαναδεί. Μα πως θα μπορούσε;
Τους είχε κοιτάξει ενώ εκείνος ξεκούμπωνε τα ρούχα της.»


Ο τριτοπρόσωπος αργός αφηγηματικός ρυθμός του Swift, ακολουθεί τις αναμνήσεις της Τζέιν, όταν εκείνη, είναι πλέον μια γηραιά κυρία. Ανακαλεί με λεπτομέρειες τα γεγονότα εκείνης της μέρας, γεγονότα για τα οποία δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν. Η Τζέιν είχε γίνει πλέον μια επιτυχημένη συγγραφέας. Το μικρό κορίτσι που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο – και του είχε αποδοθεί το (τεχνητό) επίθετο «Φέαρτσάιλντ» -, χωρίς γονείς και ξεκίνησε να δουλεύει ως καμαριέρα στα 14 της, είχε εξασκήσει την παρατηρητικότητα και την περιέργειά της για τους άλλους. Της άρεσε να διαβάζει, και ο κ. Νίβεν ευτυχώς παρατήρησε αυτή την τάση της, και της έδωσε απεριόριστη πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του. Τώρα στα ογδόντα της χρόνια, μετά από σπουδές στην Οξφόρδη – καθώς οι περιστάσεις την είχαν βοηθήσει και σ’ αυτό -, θα θυμηθεί τις αδιόρατες λεπτομέρειες, εκείνης της μοιραίας ημέρας.
 
Στις λεπτομέρειες και στη σημασία των «λέξεων», εντοπίζεται κυρίως, η γοητεία που ασκεί αυτό η ολιγοσέλιδη νουβέλα. Η Τζέιν βρίσκεται γυμνή στο κρεβάτι – πρώτη φορά απολαμβάνει το σώμα της να ξαπλώνει σε σεντόνια που δεν είχε ονειρευτεί να απολαύσει, απολαμβάνει το γυμνό σώμα και τα ωραία ρούχα του Πολ, τα αντικείμενα που βρίσκονται διάσπαρτα στο χώρο, να περιπλανιέται γυμνή στην τεράστια έπαυλη, να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Ο Swift ξετυλίγει αργά το κουβάρι των αναμνήσεων, την σημασία που είχαν λόγια ή πράγματα που εκείνη την ώρα πέρασαν φευγαλέα από μπροστά της.
 
Η Τζέιν στην ωριμότητά της, προσπαθεί να βρει απαντήσεις στις ερωτήσεις ενός δημοσιογράφου για την επιρροή του Τζόζεφ Κόνραντ στο συγγραφικό της ύφος, κι απ’ την άλλη, στέκεται στις λέξεις, πως ειπώθηκαν, τι νόημα είχαν, ενώ θυμάται εκείνη την Κυριακή και την επίδραση που είχε στη συγγραφική της καριέρα, παρότι μεσολάβησαν ενδιάμεσα οι σπουδές, ένας γάμος, ένας ακόμα πόλεμος και πρώτες συγγραφικές της απόπειρες.
 
«Θα γινόταν συγγραφέας και επειδή ήταν συγγραφέας, ή επειδή αυτό ήταν που την έκανε να γίνει συγγραφέας, τη βασάνιζε αδιάκοπα η αστάθεια των λέξεων. Μια λέξη δεν ήταν ένα πράγμα, όχι. Ένα πράγμα δεν ήταν μια λέξη. Αλλά με κάποιο τρόπο λέξεις και πράγματα ήταν αδιαχώριστα. Άραγε τα πάντα ήταν μια μεγαλειώδης επινόηση; Οι λέξεις ήταν σαν ένα αόρατο δέρμα που τύλιγε τον κόσμο και του προσέδιδε πραγματικότητα. Ωστόσο δεν θα μπορούσες να πεις ότι ο κόσμος δεν θα ήταν εκεί, ότι δεν θα ήταν αληθινός αν αφαιρούσες τις λέξεις. Στην καλύτερη περίπτωση φαινόταν ότι τα πράγματα ευλογούσαν τις λέξεις που τα όριζαν και τα διέκρινα, και ότι οι λέξεις ευλογούσαν τα πάντα.»
 
Ο
Swift ως μέγας στυλίστας, επικεντρώνεται στην ελεγειακή ατμόσφαιρα του βιβλίου, στις μνήμες, στη σημασία των στιγμών, στην πορεία προς την αυτογνωσία της ηρωίδας του. Αναπαριστά με ζωντάνια και γλαφυρότητα, την Αγγλική εξοχή του μεσοπολέμου, ενώ με υπαινικτικό ύφος σκιαγραφεί τις αλλαγές στην κοινωνία της εποχής που προσπαθεί να συνέλθει από τη σφαγή του μεγάλου πολέμου με τις συνθήκες ζωής να μεταβάλλονται ταχύτατα.
 
Η «Κυριακή της Μητέρας», μας συστήνει ξανά τον Graham Swift, υπενθυμίζοντας μας πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι, και στους πιο προσεκτικούς αναγνώστες θα θυμίσει έντονα την «Εξιλέωση» το μεγάλο μυθιστόρημα του Μακγιούαν, όπως και τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα του 19ου αιώνα. Η χαμηλότονη νουβέλα του Swift, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (με φοβερό καστ), είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό έργο, που τονίζει την σημασία κάποιων μοιραίων γεγονότων, στέκεται στα καλά κρυμμένα μυστικά που μπορεί να τα έχεις κρύψει βαθιά αλλά κάποια στιγμή θα τα θυμηθείς ξανά, επισημαίνει την σημασία των βιβλίων στην διαμόρφωση ενός χαρακτήρα. Είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, που αθόρυβα εισέρχεται εντός του αναγνώστη όπως μόνο τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, μπορούν να κάνουν.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
 
Κυριακή, Ιουλίου 03, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιουλίου 03, 2022 | Permalink
"Τα πτώματα δεν πληρώνουν"
Είναι γνωστό σε όσους με διαβάζουν χρόνια, ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν αποτελεί προτεραιότητα στις αναγνωστικές μου επιλογές. Είναι μάλλον εμφανές επίσης, ότι δεν παρασύρομαι από τις πολύ νέες κυκλοφορίες (που τις περισσότερες φορές «σηκώνουν πολλή σκόνη» λόγω marketing), αφήνω κάποιο χρόνο να περάσει μέχρι να ασχοληθώ με κάποιο βιβλίο (ναι, κρατάω λίστα) και δύσκολα χαλάει αυτό. Για τον μόνο συγγραφέα, που παρεκκλίνω από τις συνήθειές μου, είναι ο Δημήτρης Μαμαλούκας. Το γεγονός ότι, τον θεωρώ τον καλύτερο αστυνομικό συγγραφέα της χώρας, δεν αποτελεί τον μοναδικό λόγο, είναι επίσης και καλός φίλος και έχω την περιέργεια να δω τι έχει γράψει – διότι ο Μαμαλούκας, δεν είναι ο συγγραφέας που θα εκδώσει βιβλίο κάθε χρόνο, το παλεύει, και μπορεί εκ πρώτοις, οι περισσότερες ιστορίες του, να δείχνουν απλές, δεν είναι όμως. Για τον προσεκτικό αναγνώστη, αυτό φαίνεται, αλλά οι περισσότεροι τείνουν να το ξεχνούν.
 
Στο νέο του (φρεσκότατο) μυθιστόρημα, με τίτλο «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ» (εκδ. Κέδρος, σελ.205), ένατο στη σειρά από τα βιβλία ενηλίκων που έχει γράψει (διότι είναι και επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων), ο Δημήτρης Μαμαλούκας (1968, Αθήνα), επιστρέφει σε ένα είδος που το κατέχει πολύ καλά, το hard-boiled αστυνομικό μυθιστόρημα, δίνοντας έμφαση στην ατμόσφαιρα και στον ρυθμό που θα απογειώσει τη δράση.


Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Νετούνο δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, δεν είναι καν ένας ιδιόρρυθμος επαγγελματίας. Είναι κάτι σαν ξωτικό, σαν άνθρωπος μιας άλλης εποχής, που έχει προσγειωθεί ανάμεσά μας. Θα μπορούσε κανείς να τον προσδιορίσει γύρω μεταξύ 40 με 50, δεν θυμάται πολλά πράγματα από το παρελθόν, αλλά στη μνήμη του επανέρχονται, σαν στιγμιότυπα, εικόνες από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 που δεν συνάδουν με την εμφάνισή του, ούτε με την δηλωμένη ηλικία του. Ο Νετούνο επίσης είναι δεινός δρομέας μέσων και μεγάλων αποστάσεων, αλλά κυρίως, είναι ένας άνθρωπος κυριολεκτικά μοναχικός (με όλη την έννοια της λέξης). Ζει σε ένα υπόγειο μπούνκερ που υπήρχε από την περίοδο του πολέμου, στο οικόπεδο που αγόρασε και το οποίο βρίσκεται κάτω από ένα σπίτι. Στο μπούνκερ (που έχει τρία υπόγεια επίπεδα) έχει τα πολυτελή παλαιά αυτοκίνητα που κατέχει (άλλο ένα από τα πάθη του), όπως και τον πανίσχυρο ηλεκτρονικό υπολογιστή του (που έφτιαξε μόνος του), από τον οποίο επιδίδεται στη βιομηχανική κατασκοπεία από την οποία βιοποριζόταν, παρότι δήλωνε «ιδιωτικός ντετέκτιβ».
 
«Που πας, Νετούνο;
Στη λήθη πάλι;
Μπορεί και στην καταστροφή σου.
Είναι αλήθεια πως συχνά αποζητούσε την καταστροφή, το απόλυτο τέλος. Ένιωθε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, πως ήταν ένας απελπισμένος άνθρωπος. Κι αυτό τον έκανε επικίνδυνο, αφού ένας απελπισμένος άνθρωπος δε δείλιαζε μπροστά σε τίποτα.»
 
Η μοναδική πραγματική περίπτωση που ταιριάζει με τον τίτλο του επαγγέλματός του, που ανέλαβε, ήταν η εξιχνίαση της απαγωγής ενός μικρού παιδιού στο παρελθόν. Αυτή την περίπτωση θυμάται η παλιά του ερωμένη, Κυριακή ή Σάντι, που του τηλεφωνεί έντρομη ένα πρωινό. Ο δωδεκάχρονος γιος της απήχθη με τους απαγωγείς να αφήνουν ως ενθύμιο (και ως υπόμνηση για το τι είναι ικανοί να κάνουν) ένα κομμάτι από το αυτί του στον κήπο. Οι απαγωγείς αξιώνουν 1.800.000 ευρώ ως λύτρα, χρήματα που γνωρίζουν καλά, ότι ο σύζυγος τής Σάντι, ο «Κόφτης» είχε κλέψει πριν χρόνια μαζί με τον αδελφό του, σε μια υπόθεση που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.
 
Η προθεσμία που δίνουν οι απαγωγείς είναι ελάχιστη, ο μικρός είναι διαβητικός και χρειάζεται την ινσουλίνη του για να ζήσει και η όλη ιστορία γίνεται στη Λάρισα, όπου διαμένουν σε μια πολυτελή κατοικία ο «Κόφτης» με την Σάντι. Τα 1.800.000 υπάρχουν και είναι καλά κρυμμένα κάπου στον Θεσσαλικό κάμπο και ο Νετούνο πρέπει να επιλύσει μια υπόθεση που δείχνει να «μπάζει» από πολλές πλευρές.
 
Καταρχάς, ποιοι είναι οι απαγωγείς και πως έφθασαν στο να γνωρίζουν ότι ένας επιχειρηματίας της επαρχίας έχει στη κατοχή του ένα τέτοιο ποσόν; Ο Μαμαλούκας κάνει από την αρχή γνωστά τα δεδομένα. Ο Μαρκ, ο «Γάλλος» πληροφορείται κατά τύχη την ύπαρξη των 1,8 εκατομμυρίων και προσλαμβάνει δύο πληρωμένους εκτελεστές τον Μπιλ και τον Χίκοκ, (όπου εδώ ο συγγραφέας «κλείνει το μάτι» στον υποψιασμένο αναγνώστη, καθώς το όνομα «Μπιλ Χίκοκ» παραπέμπει στον διαβόητο πιστολέρο του 19ου αιώνα «Άγριο Μπιλ Χίκοκ») – οι δύο όμως σύγχρονοι πιστολάδες δεν ενδιαφέρονται για ιστορικά στοιχεία, έχουν έρθει στην Ελλάδα να κάνουν τη δουλειά τους και να φύγουν, ενώ ο Χίκοκ μπορεί ταυτόχρονα να ικανοποιεί και το «βίτσιο» του, να φωτογραφίζει νεκρά ζώα χτυπημένα από οχήματα στους δρόμους.
 
«Όταν έφτασαν στο αμάξι έμενε η τελευταία κίνηση, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες. Ο Χίκοκ έβγαλε τον σουγιά του. Είχε ακόμα ίχνη από τα σπλάχνα του σκύλου. Το έκανε με μια αποφασιστική κίνηση. Κι έπειτα τράβηξε δύο φωτογραφίες με την Polaroid. Στη συνέχεια ο Μπιλ επέστρεψε στη βίλα και ανέβηκε ξανά στον μαντρότοιχο. Έριξε κάτι στο γκαζόν και επέστρεψε.
Σε λίγα λεπτά είχαν φύγει. Λίγο παρακάτω άναψαν τα φώτα του αυτοκινήτου και ακολούθησαν τις οδηγίες του GPS που είχε δεχτεί με SMS ο Μπιλ στο κινητό που του είχε δώσει ο Γάλλος.
Εύκολη δουλειά, σκέφτηκε πάλι.
Σε όλο τον δρόμο που είχαν να διανύσουν θα αντάλλαζε ελάχιστες κουβέντες με τον Χίκοκ. Κάποια στιγμή ενώ οδηγούσε, ο Μπιλ θα σκεφτόταν ότι σε δύο μέρες όλα θα είχαν τελειώσει. Όπως ανέφεραν  και οι οδηγίες. Δεν άντεξε και το είπε στον Χίκοκ. Εκείνος απάντησε μονολεκτικά.
«Ωραία».
Ο Μπιλ και ο Χίκοκ. Επαγγελματίες. Χαμένοι στην ελληνική επαρχία μια ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα.»
 
Ο Νετούνο που το όνομά του σημαίνει «Ποσειδώνας» στα ιταλικά, δεν θυμάται να έχει καμιά σχέση με την Ιταλία, όμως έρχονται στην επιφάνεια, ιταλικές εκφράσεις, κάποιες φορές από μέσα του μετράει στη γλώσσα αυτή, έχει πίνακες από εκεί, ακούει μετά μανίας τραγούδια της χώρας, όπως και κόμικς και άλλα. Γενικότερα όπως αναφέρω παραπάνω, έχει κάποια μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο από αυτά είναι, ένα ανεξήγητο χάρισμα που δεν εξηγείται επιστημονικά, αλλά έχει μάθει να ζει με αυτό. Όταν χάνει τις αισθήσεις του, ο χρόνος γυρίζει πίσω για 17 δευτερόλεπτα, κάτι που του επιτρέπει, αν προλάβει, να αποτρέψει επικίνδυνες καταστάσεις.


Στο βιβλίο του Δημ. Μαμαλούκα, οι ήρωες βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σχοινί, με τις καταστάσεις να είναι οριακές. Όλοι κινούνται στα ασαφή όρια μεταξύ καλού και κακού (μάλλον προς το δεύτερο), όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παρανομούν. Στις 200 σελίδες του βιβλίου, όπου η δράση εκτυλίσσεται μέσα σε ένα καυτό Αυγουστιάτικο τριήμερο στον Θεσσαλικό κάμπο, δεν υπάρχει χρόνος για χαλάρωση, ο χρόνος είναι πιεστικός με τις προθεσμίες που θέτει ο απαγωγέας, τα πτώματα είναι πολλά, οι επικίνδυνες καταστάσεις συνεχείς, η βία ξεχειλίζει – όπως και το αίμα -, ενώ οι διάλογοι είναι κοφτοί και ο ρεαλισμός των γεγονότων, δεν επιτρέπει διάλειμμα για στοχασμό, ούτε για πολλές ανάσες.
 
Το να συνθέσει ένας συγγραφέας, ένα τόσο μεστό μυθιστόρημα σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο σελίδων, απαιτεί ένταση στις σελίδες του, εκτός από μαστοριά και γνώση του είδους. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ», η ένταση και ο καταιγιστικός ρυθμός, που σε συνδυασμό με τον ρεαλισμό, τη ζωντάνια της αφήγησης και την αληθοφανή ιστορία, δημιουργούν ένα ακαταμάχητο κοκτέιλ απόλαυσης και παθιασμένης αναγνωστικής ευωχίας, που θα ήταν ιδανικό υλικό για έναν ικανό σκηνοθέτη να μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
 
Το μυθιστόρημα του Δημ. Μαμαλούκα, που είναι χαρακτηριστικό δείγμα της pulp αστυνομικής λογοτεχνίας στα πρότυπα των μεγάλων του είδους, με επιρροές και από το Γαλλικό polar, έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με κάποια προηγούμενά του, κυρίως με τον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού» και την «Μοναξιά της Ασφάλτου» - προσοχή, όχι θεματικά, αλλά στο ύφος -, ενώ επιτυγχάνει την ένταση ενός εκ των καλυτέρων του, τού μάλλον παραγνωρισμένου «Κοπέλα που σε λένε Φίνι».
Στο «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ», δεν θα βρούμε επιρροές από τηλεοπτικές σειρές τύπου «C.S.I.», ούτε στερεοτυπικές ψευδοεγκληματολογικές αναλύσεις που λες και βγήκανε από τις εκπομπές της Αγγελικής Νικολούλη, ούτε καν να παρακολουθούμε τις εμμονές του ήρωα σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο – όχι ότι λείπουν οι χαρακτηριστικές εμμονές του συγγραφέα με τα malts, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ρολόγια, τον Paolo Conte, ενώ έχει προστεθεί το τρέξιμο, κάτι που ο συγγραφέας επιδίδεται μετά μανίας τα τελευταία χρόνια.
 
Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα, μπορεί να μην είναι καλύτερο από το προηγούμενο (και μάλλον το πιο πλήρες βιβλίο του συγγραφέα) «Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών», αλλά εκείνο ήταν ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο και δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο σύγκρισης. Το γεγονός είναι, ότι «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ» είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα, που η κλισέ φράση «δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου», βρίσκει εδώ, την πλήρη εφαρμογή της. Είναι ένα βιβλίο με αρχή, μέση, τέλος, με μια καθηλωτική ιστορία που (παρότι ως αναγνώστης πάντα θέλεις περισσότερο), μέσα στις μόλις 200 σελίδες της αναπτύχθηκε ιδανικά, χαρίζοντάς μας έναν αινιγματικό λογοτεχνικό ήρωα, που θα μας απασχολήσει και στο μέλλον.
 
Βαθμολογία 85/ 100