Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021 | Permalink
"Ο κουτσός άγγελος" σχεδόν 20 χρόνια μετά

 

Σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση (2002), εκδόθηκε ξανά φέτος «Ο ΚΟΥΤΣΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ» (σελ.482) του Αλέξη Πανσέληνου (Αθήνα, 1943), ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της τελευταίας 40αετίας, και ένα από τα δυο-τρία καλύτερα μυθιστορήματα του εξαίρετου συγγραφέα. Είναι πάντα χρήσιμο να επανεκδίδονται τα σπουδαία ελληνικά βιβλία, ώστε να πραγματοποιούν μια νέα εμπορική πορεία και να τα γνωρίζουν νεότεροι αναγνώστες, οπότε η φροντισμένη (και με νέα επιμέλεια) έκδοση του Μεταίχμιου, ήρθε την κατάλληλη εποχή για να μας υπενθυμίσει ότι τα καλά βιβλία δεν παλιώνουν ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.


Ξαναδιάβασα τον «Κουτσό Άγγελο», στα πλαίσια της Λέσχης Ανάγνωσης του Librofilo & Co, που συντονίζω – η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκέμβρη. Η δεύτερη ανάγνωση πάντα σου δίνει μια διαφορετική προοπτική, όταν δε έχουν μεσολαβήσει και δυο δεκαετίες τότε, ως ωριμότερος αναγνώστης προσέχεις κάποιες λεπτομέρειες που ενδεχομένως ξέφυγαν από την πρώτη (ίσως και βιαστική) ανάγνωση του 2002. Σε πολλές περιπτώσεις, ο αναγνώστης απογοητεύεται, άλλος άνθρωπος ήσουν τότε, άλλος τώρα – το αναγνωστικό «timing» δε, είναι πάντα διαφορετικό, εδώ όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Επανεκτίμησα αυτό το λογοτεχνικό επίτευγμα του Α.Πανσέληνου και (είναι σίγουρο ότι) απόλαυσα το βιβλίο περισσότερο τώρα, με συνεπήρε η μοναδική του ατμόσφαιρα της Αθήνας της Κατοχής, που παραμένει η μεγαλύτερή του αρετή, χωρίς αυτό, να μειώνει τα πολλά άλλα υπέροχα σημεία του.
 
«Ο κουτσός άγγελος», είναι ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται (όπως αναφέρω λίγο παραπάνω) στην Κατοχική Αθήνα. Ο Ελληνοαμερικανός ιδιωτικός ντετέκτιβ Άγγελος Σωτηρίου, έχει φθάσει στην πατρική του γη, λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου και τα γεγονότα του 1940 τον βρίσκουν εγκλωβισμένο στην Αθήνα. Φέρνει επάνω του τα τραύματα από τον ταραχώδη βίο του στη Νέα Υόρκη, όταν ερωτευόμενος την λάθος κοπέλα, ο μαφιόζος Ιταλοαμερικανός πατέρας της, όχι μόνο τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι καθιστώντας τον κουτσό δια βίου, αλλά και τον ευνούχισε. Στην Αθήνα ήδη πριν τον πόλεμο, οι δουλειές του είναι περιορισμένες – κάτι υποθέσεις παρακολουθήσεων απατημένων συζύγων, υποθέσεις κληρονομιάς κλπ. Το γραφείο του βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά από το διαμέρισμα που νοικιάζει και ζει μια ζωή μοναχική σε μια πόλη που μετά την έλευση των Ναζί, βυθίζεται γρήγορα στην πείνα και στο σκοτάδι.
 
Μια μέρα όμως, το 1942 κατά την διάρκεια του μεγάλου λιμού, εμφανίζεται ξαφνικά στο γραφείο του, ένας γηραιός κύριος, ο κ.Αγάθος, που του προσφέρει αρκετές χρυσές λίρες για να προστατεύσει τον Μπεράτη, έναν ιδιοφυή και γερμανοσπουδαγμένο μουσικό της όπερας, όχι μόνο από ενδεχόμενα μπλεξίματα με τις Αρχές Κατοχής αλλά και από την πείνα. Δεν είναι όμως μόνο τα πολύτιμα νομίσματα το δέλεαρ. Ο Αγάθος θα του δώσει κι ένα φάρμακο, το οποίο καθιστά τον Σωτηρίου ιπτάμενο, του δίνει δηλαδή τις ιδιότητες ενός Άγγελου. Ο ντετέκτιβ στα πλαίσια της αποστολής του, θα γνωρίσει τον Μπεράτη και μέσω αυτού, θα συνάψει κοινωνικές σχέσεις και με το ζευγάρι των Κανέληδων, γειτόνων του στην πολυκατοικία που διαμένει, ένα ζεύγος αριστερών δικηγόρων που κυρίως εκείνη, η κ. Κανέλη του φερόταν περιφρονητικά θεωρώντας τον «χαφιέ της Ασφάλειας». Ο Μπεράτης και η Κανέλη είναι εραστές και παρά την δεδομένη έλξη του Σωτηρίου προς εκείνη που τον περιφρονεί, θα υποχρεωθεί να προστατεύσει τον παράνομο έρωτά τους.
 
«Ήταν κι οι μέρες τέτοιες – μη πάει και τελείως στο κακό ο νους σας. Τον ίδιο εκείνο καιρό που ο θάνατος πετούσε στον ουρανό της πόλης, ο δίδυμος αδερφός του ο έρωτας έτρεχε στους κρύους και έρημους δρόμους της. Όσο το φάντασμα με το δρεπάνι ακουγόταν να θερίζει στα πλαϊνά τα σπίτια και στα απέναντι, τόσο οι γυναίκες δίνονταν στον έρωτα για να κρατηθούνε στη ζωή. Μικρές, μεγάλες, παντρεμένες κι ανύπαντρες, κορίτσια του σχολείου και υπάλληλοι σε καταστήματα, όλες είχαν εκείνο το περίεργο βλέμμα, όλες υπέφεραν δεινά όχι απ’ την πείνα μόνο αλλά κι απ’ τη μεγάλη εκείνη φλόγα που έχουν η ψυχή και το σώμα να μείνουν ζωντανά. Όσο τα πρόσωπα στενεύανε, τα μάτια πάνω τους έμοιαζαν όλο και μεγαλύτερα. Το βλέμμα στυλωνόταν πάνω σου ερευνητικό, περίμεναν την προσφορά ή βιάζονταν να την κάνουν οι ίδιες. Κάθε γωνιά λιγάκι σκοτεινότερη στον δρόμο, κάθε έρημος κήπος ή σβηστό φανάρι, κάθε κόχη κάτω από σκάλες, κάθε αφώτιστος διάδρομος σε έρημο μέγαρο, ήταν το ίδιο καλά.»


Ο Μπεράτης όμως έχει πέσει στη δυσμένεια του Γερμανού αρχιμουσικού Φρόμπεργκερ, ο οποίος τον γνώριζε από το Βερολίνο και η αντιπαράθεσή τους ήταν κυρίως μουσική, καθώς ο Έλληνας μουσικός πειραματιζόταν με την ατονική μουσική και είχε επιλέξει καλλιτεχνικούς δρόμους που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση όχι μόνο με τα γούστα του Γερμανού αλλά και του Ναζιστικού καθεστώτος θεωρούμενη ως «παρακμιακή μουσική». Ο Σωτηρίου χωρίς να παίρνει θέση σε τίποτα, εκτελεί (ή τουλάχιστον προσπαθεί σκληρά να φέρει εις πέρας) την αποστολή του. Φέρνει βόλτα Αθήνα και Πειραιά για να βρει τροφή, συναντιέται με ύποπτους τύπους, δωσίλογους, συνεργάτες του καθεστώτος, προσπαθεί να σώσει γυναίκες από την πορνεία, γνωρίζει τον Παλαμά λίγο πριν πεθάνει, ενώ σε καίρια σημεία της διαδρομής του, συναντάει τον κ. Αγάθο με διάφορες μορφές και ταυτότητες, πάντα με χρήματα στις τσέπες και με τις κατάλληλες γνωριμίες.
 
Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου με την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλοκή, έχει την μορφή (το «φορμάτ») του νουάρ, της αστυνομικής ιστορίας, που όμως χρησιμεύει περισσότερο ως όχημα, ως μέσο για να ειπωθεί η ιστορία που χρησιμοποιεί τον μύθο του Φάουστ. Το κυριότερο προσόν του βιβλίου, εκείνο που χαράσσεται βαθιά στη μνήμη του αναγνώστη, είναι η ατμόσφαιρα των χρόνων της Κατοχής. Ποτέ σε ελληνικό μυθιστόρημα, δεν έχει αποτυπωθεί τόσο έντονα και τόσο ζωντανά το κλίμα και ο ζόφος της Αθήνας των χρόνων εκείνων. Με τα δρώμενα να εξελίσσονται μεταξύ των μικρών ή μεγάλων δρόμων του κέντρου της Αθήνας (κυρίως Γενναδίου, Ζωοδόχου Πηγής, Εμμ. Μπενάκη, Χ. Τρικούπη, Φειδίου, Πανεπιστημίου), αλλά και σε εξαιρετικά δυναμικές σκηνές στην Τρούμπα του Πειραιά και τους γύρω δρόμους, στο Θησείο και αλλού, ο αναγνώστης ζει και αναπνέει τις ημέρες εκείνες.
 
«Ήτανε ν’ απορείς μέσα σ’ όλον αυτό το θάνατο που έτρεχε στους δρόμους πώς γινόταν να δουλεύουν δικαστήρια κι εφορίες, τα λίγα μαγαζιά που δεν είχαν τι να πουλήσουν σ’ ανθρώπους που δεν είχαν με τι να αγοράσουν. Τα θέατρα επίσης έπαιζαν καθημερινά. Η μόνη διαφορά ήταν πως οι ώρες των παραστάσεων είχαν μετακινηθεί νωρίς το απόγευμα εξαιτίας της παγωνιάς και της απαγόρευσης κυκλοφορίας που κάθε τόσο επιβαλλόταν. Έργα ανέβαιναν καινούργια, ο κόσμος έτρεχε. Για εισιτήρια έδινες μυθικά ποσά σε εξευτελισμένες δραχμές. Την καλύτερη θέση εξασφάλιζαν τα φαγώσιμα. Τα ταμεία των θεάτρων θύμιζαν αποθήκη μπακάλικου. Οι βεγγέρες κρατούσαν ως το πρωί. Μαζεύονταν για να ζεσταθούν και για να νιώσουν πιο δυνατοί μες στον κίνδυνο.»
 
Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες – όπου υπάρχουν πολλές «συγγένειες» με πρόσωπα ιστορικά – ζουν στα όρια τους, οι αισθήσεις είναι οξυμμένες, ο ερωτισμός έντονος σαν να μην υπάρχει αύριο με εικόνες σπαρακτικές και ολοζώντανες να μεταφέρονται στον αναγνώστη χωρίς μελοδραματισμούς ή κραυγές. Αποδίδεται με θαυμαστό τρόπο, ο διχασμός πολιτικός και κοινωνικός της εποχής, η διαρκής και αβάσταχτη πείνα, ο αγώνας για επιβίωση, οι συγκεντρώσεις σε σπίτια για το ελάχιστο φαγητό που μοιράζεται, οι πολιτικές ζυμώσεις, οι πολιτικές αφέλειες και η ανά πάσα στιγμή προσγείωση στην πραγματικότητα, σε ένα υπαινικτικό πολιτικό σχόλιο που περνάει υποδόρια.
 
Δεν έχει τόση σημασία, η αναφορά στα πραγματολογικά στοιχεία, που όμως προκαλούν τον αναγνώστη να ψάξει για το ποιος είναι ποιος στο βιβλίο – οι «συγγένειες» που αναφέρω παραπάνω. Ο Μπεράτης είναι ο Σκαλκώτας, ο αρχιμουσικός Φρόμπεργκερ είναι ο Φουρτβαίνγκλερ, ο Ροδόλφος είναι ο Κάρολος Κουν, ο Κορνήλιος είναι ο Βεάκης, η συνταγματάρχης Σίτσα είναι η διαβόητη Ναζί Σίτσα Καραϊσκάκη, ενώ πολλά στοιχεία του (πατέρα του συγγραφέα) Ασημάκη Πανσέληνου βρίσκουμε στον ιδεολόγο δικηγόρο Κανέλη.
 
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Άγγελος Σωτηρίου, μορφή αινιγματική, που νιώθει «ξένος» σε μια πόλη που αποδεικνύεται μάλλον αφιλόξενη γι’ αυτόν, είναι ένας άνθρωπος αποξενωμένος, που απλά παρατηρεί και σχολιάζει. Η «αναπηρία» του, τον εμποδίζει να εμπλακεί σε συναισθηματικές καταστάσεις περισσότερο απ’ ότι μπορεί, είναι ένας άνθρωπος που προτάσσει την επιβίωση ως βασικό του στόχο και κάνει ότι είναι δυνατό για να το πετύχει. Δίνοντάς του φτερά, ο Πανσέληνος μεταφέρει το βιβλίο από τον απόλυτο ρεαλισμό και τον ζόφο, σε μια κατάσταση του «Φανταστικού», αποδραματοποιώντας το μυθιστόρημα και την (βαριά από το θέμα της) ιστορία, προσδίδοντας τόνους χιούμορ και αποφόρτισης, ενώ με την μορφή του κ. Αγάθου, «παίζει» με έναν χαρακτήρα που είναι ένας «από μηχανής Θεός» αλλά είναι και ταυτόχρονα ένας «Διάβολος».
 
Το βιβλίο συνδέεται με την τελευταία λογοτεχνική δημουργία του αειθαλούς συγγραφέα, «Τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια», που εκτυλίσσονται στην Αθήνα της δεκαετίας του ’50, αποτελώντας μία άτυπη συνέχεια του «Κουτσού Άγγελου», ενώ η μουσική διαρκώς παρούσα και στα δύο βιβλία, αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστές του τελευταίου, μαζί με τις ωραίες συζητήσεις περί Τέχνης, όπου παρατίθενται οι διαφορετικές θεωρίες, η κόντρα των ιδεολογιών και ο διχασμός σε αυτούς τους δύο κόσμους.
 
«Ο κουτσός άγγελος», έργο λογοτεχνικής ωριμότητας του Α. Πανσέληνου, γραμμένο με απλότητα και εκπληκτικό αφηγηματικό ρυθμό, είναι ένα στιβαρό και πολυδιάστατο βιβλίο για όλα τα είδη αναγνωστών. Ένα ψύχραιμο και διαυγές, πολύ σημαντικό ελληνικό μυθιστόρημα που είναι ήδη (και δικαίως) κλασσικό.
 
Βαθμολογία 87 / 100


 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2021 | Permalink
"Οι εμπρηστές"

 

Δεν ξέρω αν η Αμερικανοκορεάτισα συγγραφέας R.O.Kwon (που γεννήθηκε στη Σεούλ της Ν.Κορέας και στην ηλικία των 3, η οικογένειά της μετανάστευσε στις ΗΠΑ), έχει ως πρότυπό της την Βραζιλιάνα Κλαρίσε Λισπέκτορ, που αμφίσημο απόφθεγμά της («Στον πάτο κάθε πράγματος υπάρχει το αλληλούια»), προτάσσει στην εισαγωγή του πρώτου μυθιστορήματός της, με (τον επίσης αμφίσημο) τίτλο «ΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ» («The Incendiaries»), λέξη που (στα Αγγλικά) σημαίνει όχι μόνο εκείνους που προκαλούν έναν εμπρησμό, αλλά και τους αγκιτάτορες (τους καθοδηγητές). Η αμφισημία διαπερνάει το έργο της Λισπέκτορ, κάτι το ομιχλώδες και ακαθόριστο χαρακτηρίζει και το βιβλίο της Kwon (και κάθε ομοιότητα προσώρας σταματάει εκεί), που η διαφήμιση το θέλει να γράφεται για δέκα χρόνια, και μετά την πολυαναμενόμενη έκδοσή του το 2018 να μπαίνει σε διάφορες λίστες μεγάλων βραβείων. «Οι εμπρηστές» (σελ.233), εκδόθηκαν στα ελληνικά στα μέσα της χρονιάς από τις εκδόσεις Δώμα, σε (υπέροχη ως συνήθως) μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου.


 
Με ένα «εκρηκτικό» (στην κυριολεξία) θέμα ασχολείται η Kwon στους «Εμπρηστές». Ένα ακριβό Αμερικανικό κολέγιο, μια αδιέξοδη ερωτική ιστορία, ένας ημιπαράφρων καθοδηγητής, μια θρησκευτική σέκτα, τρομοκρατικές ενέργειες και ένας αφηγητής που προσπαθεί να καταλάβει τι και πως έμπλεξε σε όλα αυτά. Όσοι όμως νομίζουν από τα παραπάνω, ότι θα διαβάσουν μια νουβέλα ανατομίας του φανατισμού, με πάθη και εντάσεις, «πλανώνται πλάνην οικτράν», διότι την Αμερικανοκορεάτισα συγγραφέα δεν την ενδιαφέρει τόσο πολύ η ένταση και η πλοκή, αλλά το στυλ και ο ρυθμός της αφήγησης.
 
«Κτήρια γκρεμίστηκαν. Άνθρωποι πέθαναν.» λέει στην αρχή του βιβλίου της, η συγγραφέας. Οι πολύ νεαροί ήρωές της, πληρώνουν τις συνέπειες των μπερδεμένων εφηβικών τους χρόνων, τις μετέπειτα επιλογές τους, με γεγονότα που οδηγούν σε τραγωδίες. Και αυτή είναι η ιστορία ανθρώπων φανατισμένων και χαμένων μέσα στις προσωπικές τους τραγωδίες.
 
Τρεις άνθρωποι, τρεις μυθιστορηματικοί ήρωες. Ο αφηγητής Γουίλ, η Φοίβη που βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας, φωτίζοντας ή σκοτεινιάζοντάς την, και ο «καθοδηγητής» Τζων Λιλ. Αυτά είναι τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου.
Ο Γουίλ, είναι το κλασσικό «καλό παιδί», που πηγαίνει στο κολέγιο των ονείρων του, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, προερχόμενος από μια μικρή επαρχιακή πόλη της Καλιφόρνια, και που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα με δυσκολία, σπουδάζοντας και δουλεύοντας τα βράδια σε ένα ρεστοράν. Βοηθάει την ανήμπορη μητέρα του, στέλνοντας της χρήματα, κι από την άλλη προσπαθεί να συγχρωτιστεί με τους ευκατάστατους συμφοιτητές του, καλύπτοντας με μυστήριο την οικονομική του ανέχεια. Το μεγαλύτερο όμως μυστικό το κρατάει κρυφό απ’ όλους και αφορά το παρελθόν του σε μια θρησκευτική σέχτα Ευαγγελιστών, την οποία παράτησε καθώς δεν βρήκε τις απαντήσεις που γύρευε.
 
Η Φοίβη Λιν, είναι το πρόσωπο που γύρω του περιστρέφονται όλοι κι όλα. Θελκτική και διψασμένη για ζωή, η Κορεατικής καταγωγής νεαρή φοιτήτρια, κουβαλάει τις δικές της πληγές. Η μητέρα της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα όπου οδηγός του οχήματος ήταν η κόρη της και αυτό η Φοίβη δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Προσπαθεί να λησμονήσει το πιανιστικό της ταλέντο, πηγαίνοντας από πάρτι σε πάρτι, και κάπου σε ένα από αυτά, γνωρίζει τον δειλό και άπειρο Γουίλ, ο οποίος την ερωτεύεται τρελά με το που την αντικρύζει. Οι δυο τους θα ζήσουν έντονες ερωτικές στιγμές, οι πληγές όμως που κουβαλάνε είναι πολλές και τα μυστικά της ζωής τους που ξεδιπλώνονται αργά, θα δυσκολέψουν την κατάσταση.
 
Το τρίτο και καθοριστικό πρόσωπο για τη σχέση των δύο νέων, είναι ο μυστηριώδης Τζων Λιλ, πρώην φοιτητής στο ίδιο κολέγιο και αργότερα επιδόθηκε σε ακτιβισμό στην Ασία, (υποτίθεται δε, ότι) πιάστηκε αιχμάλωτος στην Βόρεια Κορέα και φυλακίστηκε σε γκουλάγκ εκεί, γυρίζοντας στην πατρίδα του, ενώ περιφέρεται πάντα ξυπόλητος, και μιλάει με γρίφους ως σύγχρονος Προφήτης και αναγεννημένος Χριστιανός. Ο Τζων Λιλ έχει δημιουργήσει την «Τζεϊτζά» (που στα Κορεατικά σημαίνει «Υποταγή») και έχει βάλει ως στόχο τις αμβλώσεις, σχεδιάζοντας να οδηγήσει τους οπαδούς του σε τρομοκρατικές ενέργειες στις κλινικές που γίνονται τέτοιες επεμβάσεις.
 
Η Φοίβη δεν θ’ αργήσει να προσηλυτισθεί από τον Τζων Λιλ, που αρνείται να δεχθεί μετά τις πρώτες συναντήσεις τον Γουίλ στον κλειστό κύκλο της σέχτας του, οδηγώντας την σχέση μεταξύ των δύο ερωτευμένων νέων σε ρήξη. Ο Γουίλ θα προσπαθήσει να καταλάβει τι συμβαίνει, αδυνατώντας να κατανοήσει την αλλαγή της Φοίβης. Η τραγική κατάληξη της ιστορίας δεν θα δώσει απαντήσεις – έτσι κι αλλιώς γνωρίζουμε από την αρχή του μυθιστορήματος του τι θα συμβεί.


 
«Είχε ξαπλώσει με τους οπαδούς του στο ξέφωτο. Τα πουλιά πετούσαν μια αριστερά, μια δεξιά, σαν να μαντάριζαν τρύπα. Το γαλάζιο στερέωμα θα μπορούσε να είναι ένα τεράστιο σκίσιμο στο προπέτασμα που χώριζε την ομάδα από το σχέδιο Του. Μακάρι, συλλογίστηκε, μακάρι ο Θεός να ήταν τόσο ορατός, μακάρι οι σκοποί του να ήταν τόσο σαφείς. Όμως, ακόμα και μ’ εκείνον, ο Θεός σιωπούσε, και ο Τζων Λιλ αναγκάστηκε να καλύψει την απουσία: να τους μιλάει αντ’ Αυτού.
Ξέρω, είπε, ότι θέλετε να σας πως ποιο είναι το επόμενο βήμα. Ξέρω ότι ίσως νιώθετε μπερδεμένοι, ίσως και φοβισμένοι. Η αλήθεια είναι… Σώπασε. Ανακάθισε και κοίταξε τα ταραγμένα πρόσωπα. Η αλήθεια. Όλοι τους είχαν προσφύγει σ’ αυτόν, τσακισμένοι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γιατρέψουν τις πληγές τους. Κι επειδή ο πόνος παίρνει διάφορες μορφές, εκείνος προσπάθησε να γίνει αυτό που χρειάζονταν οι ακόλουθοί του. Με άλλα λόγια, μεταμορφώθηκε σε αυτό που έβλεπαν σ’ εκείνον οι οπαδοί του. Μάζεψε μια χούφτα χώμα. Λεπτό μαλακό χώμα, ποτισμένο με το αίμα του Χριστού. Έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό, που τώρα ήταν έρημος. Ξεφύσηξε και άφησε το χώμα να πέσει. Η τρύπα δεν έκλεισε. Η αλήθεια είναι…»
 
Ο Γουίλ σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, προσπαθεί να κατανοήσει τις ενέργειες της Φοίβης, προσπαθεί να καταπολεμήσει την απελπισία του. Αναπολώντας την κοινή τους ζωή, τις συνομιλίες τους, κάποιες κινήσεις, κάποιες λεπτομέρειες που τού είχε αφηγηθεί για το παρελθόν της, κάνοντας επίσης έναν απολογισμό για τα δικά του λάθη, τα μυστικά που έκρυβε για καιρό και δεν της έλεγε, την γνωριμία τους με τον Τζων Λιλ και πόσο τον υποτίμησε στην αρχή, θεωρώντας ότι το ενδιαφέρον του για την Φοίβη ήταν μόνο ερωτικό, ουσιαστικά θρηνεί και παραδέχεται την αδυναμία του να καθορίσει τα γεγονότα. Είναι σαφές από την αρχή της ιστορίας, ότι ο ίδιος είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής, χαμένος μέσα στα όνειρα και την φαντασία του, τους δογματισμούς και την αφέλειά του. Αυτό όμως αποτελεί και μια από τις αδυναμίες της νουβέλας της Kwon, ότι ο λιγότερο ενδιαφέρων χαρακτήρας μεταξύ των τριών, είναι κι ο αφηγητής που αδυνατεί να εισχωρήσει στα βαθύτερα ένστικτα και πράξεις των δύο άλλων ηρώων, της Φοίβης και (κυρίως) του Τζων Λιλ – που θα πίστευε κανείς ότι πάνω του θα στηριζόταν το βιβλίο. Ίσως η συγγραφέας προσπάθησε να εφαρμόσει το τρικ του Φ.Σ.Φιτζέραλντ με τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» με τον αφηγητή Νικ Κάραγουέι να περιγράφει τις ζωές άλλων και κυρίως του Γκάτσμπυ, όμως η Kwon απέχει (πολύ ακόμα) από το να είναι Φιτζέραλντ.
 
Η ουσία όμως του μυθιστορήματος της Kwon, είναι η ανάμιξη πολιτικής και πίστης. Ο φανατισμός, η ψυχολογική βία που ασκείται στους αποσυντονισμένους νέους, το διάχυτο μίσος για τα πάντα, περιγράφονται στο βιβλίο με οξύνοια και γλαφυρότητα, χωρίς όμως η συγγραφέας να επεκταθεί περισσότερο, αρνούμενη (από επιλογή) να δώσει άλλη διάσταση στο βιβλίο της, που στερείται πλοκής και «απογείωσης», σαν κάτι να το συγκρατεί.
 
«Οι εμπρηστές» είναι ένα αξιοπρόσεκτο λογοτεχνικό έργο στο οποίο παρουσιάζονται μερικά εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Στυλάτη αφήγηση, ωραίες εικόνες της πανεπιστημιακής ζωής, ωραίος ρυθμός και δομή, ενώ το βιβλίο προσφέρει πολλή τροφή για σκέψη για ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και καίριο πρόβλημα, αυτό του θρησκευτικού φανατισμού που (κυρίως στις Η.Π.Α.) γνωρίζει άνθηση σε ταραγμένους καιρούς και ιδιαίτερα τώρα με την εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων. Το μυθιστόρημα έχει ουσία, πυκνότητα και οικονομία λόγου, αλλά αφήνει τον αναγνώστη σε αμηχανία, καθώς η δομή υπερτερεί της ουσίας, η προσπάθεια άψογης κατασκευής βαραίνει πάνω στην ζωντάνια που θα απαιτούσε ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα. Πάντως η R.O.Kwon δείχνει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση που θα μας απασχολήσει στο μέλλον.
 
Βαθμολογία 78 / 100


 
Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2021 | Permalink
Η ιστορία σαν πίνακας κυβισμού ("Σπασμένος Καθρέφτης" της Μερσέ Ροδορέδα)
Ένα λογοτεχνικό έργο για άτυχους έρωτες και μοιραία πάθη, ,με ταυτόχρονη εξιστόρηση της ακμής και παρακμής μιας οικογένειας δεν το λες και ιδιαίτερα πρωτότυπο. Είναι όμως από αυτή την κοινοτοπία μιας οικογενειακής ιστορίας που προβάλλει ο δυναμισμός και η γοητεία, του υπέροχου μυθιστορήματος της Καταλανής εμβληματικής συγγραφέως, Merce Rodoreda i Gurgui (1908, Βαρκελώνη – 1983, Ζιρόνα), με τον τίτλο «ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» («Mirall Trencat») – (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Ευριβιάδης Σοφός, σελ.373), που έρχεται μετά το δημοφιλέστερο βιβλίο της, το αριστουργηματικό «Πλατεία Διαμαντιού», που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια στα ελληνικά, να δείξει με εμφαντικό τρόπο, το πόσο μεγάλη συγγραφέας ήταν.


 
Η «saga» της Ροδορέδα, καλύπτει χρονολογικά, μια μεγάλη περίοδο, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το τέλος του Εμφυλίου πολέμου και έχει ως κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα, την Τερέζα Γκοντάι, η οποία εκμεταλλεύθηκε τα φυσικά της χαρίσματα για να πραγματοποιήσει δυο εξαιρετικά επιτυχημένους οικονομικά γάμους, να αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια, να κατοικήσει σε έναν επιβλητικό γοτθικό πύργο και να ηγηθεί μιας οικογένειας από την οποία στο τέλος του βιβλίου, δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς.
 
Τρεις γενιές της οικογένειας των Βαλντάουρα περνάνε από την αφήγηση της Ροδορέδα. Αν πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ορισμένα τυχαία γεγονότα συντελούν σε αυτή την κατάσταση. Η Τερέζα Γκοντάι, κόρη ιχθυοπώλισσας, ερωτεύτηκε έναν όμορφο φανοκόρο, με τον οποίον κάνει ένα παιδί. Εκείνος όμως ήταν παντρεμένος και τα πράγματα δεν φαίνονται καλά για την πτωχή πλην τίμια κοπέλα. Όμως ο γηραιός τραπεζίτης Νικολάου Ροβίρα, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και την ζητάει σε γάμο – το μόνο που μπορεί να της προσφέρει είναι η αμύθητη περιουσία του. Η Τερέζα βλέπει την τύχη να της χαμογελάει, ενώ στο μεταξύ, πείθει τον πρώην εραστή της να αναγνωρίσει το παιδί κι εκείνη να γίνει η νονά του. Ο μικρός Ζεζούς δεν θα μάθει ποτέ ποια ήταν η πραγματική του μητέρα, αλλά η Τερέζα θα παρακολουθεί διακριτικά την ανάπτυξή του και θα βοηθάει οικονομικά την οικογένεια του πατέρα του. Ο Νικολάου Ροβίρα μετά από λίγο χρονικό διάστημα θα μας αφήσει χρόνους και η νεαρή χήρα θα είναι μια μοιραία και πολύφερνη νύφη πλέον, αλλά με ένα μυστικό να την κατατρέχει σε όλη της τη ζωή.
 
Ο διπλωμάτης Σαλβαδόρ Βαλντάουρα, έχει κι αυτός ένα μυστικό – δηλαδή, όχι και τόσο «μυστικό» αφού όλη η καλή κοινωνία της Βαρκελώνης, γνωρίζει ότι η νεαρή Αυστριακή μουσικός που είχε ερωτευθεί στη διάρκεια της θητείας του στην Βιέννη, είχε αυτοκτονήσει χωρίς σοβαρή αιτία. Τώρα, πίσω στη Βαρκελώνη, ο Σαλβαδόρ βλέπει στην Τερέζα μια ευκαιρία να ξεπεράσει τη μελαγχολία που τον κυρίευε μετά τον θάνατο της μουσικού, εκείνη έλκεται από την αριστοκρατική του εμφάνιση και την φινέτσα του. Θα παντρευτούν και ο Σαλβαδόρ θα αγοράσει έναν επιβλητικό πύργο σε ένα αριστοκρατικό προάστιο της Βαρκελώνης, που παίρνει κοψοχρονιά από έναν χρεοκοπημένο Μαρκήσιο, κατόπιν προτροπής του κομψού συμβολαιογράφου Αμαντέου Ριέρα που θα αποτελέσει τον μεγάλο και κρυφό έρωτα της Τερέζα, η οποία βλέπει τον σύζυγό της να χάνεται μέσα στις αναμνήσεις του και να απομακρύνεται διαρκώς από κοντά της. Ο πύργος όμως αυτός, άλλοτε χαρωπός και γεμάτος ανθισμένα λουλούδια, άλλοτε σκοτεινός και «βαρύς», θα αποτελέσει το σκηνικό για τις μοιραίες και τραγικές εξελίξεις που θα καθορίσουν την πορεία της οικογένειας Βαλντάουρα
 
Στον επιβλητικό πύργο, έχει έρθει ως οικονόμος η Αρμάντα. Θα μεγαλώσει ουσιαστικά μαζί με το απέραντο σπίτι και θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα. Η Τερέζα με τον Σαλβαδόρ, θα κάνουν μια κόρη, την Σοφία, η οποία μεγαλώνει ως ένα απόμακρο παιδί που θα γίνει μια ψυχρή και αυστηρή γυναίκα, με μανία για το χρήμα και τα πλούτη, χωρίς ιδιαίτερα συναισθήματα, την οποία οι υπηρέτες του σπιτιού κυριολεκτικά απεχθάνονται. Η Σοφία μεγαλώνοντας θα επιλέξει να παντρευτεί τον Ελλάδι Φαριόλς που ήταν γόνος υφασματεμπόρων και καταστηματαρχών. Ο γάμος θα καθυστερήσει λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Σαλβαδόρ Βαλντάουρα, στο ενδιάμεσο, ο αδιόρθωτος γυναικάς (όπως διαφαίνεται) Ελλάδι, θα ερωτευτεί μια διάσημη χορεύτρια του καμπαρέ – που κάνει καριέρα τραγουδώντας γυμνή – και μαζί της θα κάνει μια κόρη. Όταν παντρεύονται με την Σοφία, τής εξομολογείται το μυστικό του κι εκείνη αποφασίζει να πάρει το μικρό κορίτσι σπίτι τους, υιοθετώντας το, και διαδίδοντας ότι είναι κόρη νεκρού συγγενή τους.
 
«Το βράδυ ονειρεύτηκε ότι ήταν ήδη πλούσια ▪ φορούσε ένα κεντημένο σάλι με πέτρες και μαύρο καλσόν ψαροκόκαλο. Ίσως γι’ αυτό όταν πήγε με τη μητέρα της στο σπίτι του συμβολαιογράφου για να τους διαβάσει τη διαθήκη, η καρδιά της αναπήδησε όταν άκουσε ότι ο πύργος έμενε στη μητέρα της. Δάγκωσε τα χείλη της και χρειάστηκε να βάλει τη μαντίλα μπροστά γιατί είχε ματώσει λίγο. Καθώς περπατούσαν κάτω από τις καστανιές και οι δυο με τα αυστηρά πένθιμα ρούχα τους και τις μαντίλες που τα’ παιρνε ο αέρας πίσω από την πλάτη τους, συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της έμπαινε στον πύργο με διαφορετικό τρόπο: κοίταζε τα δέντρα, τα λουλούδια, τις ροζ μαρμάρινες στήλες που στήριζαν την εξέδρα, τα οικόσημα, και τα αλάβαστρα του χολ ικανοποιημένη. «Η Τερέζα Γκοντάι, χήρα Βαλντάουρα», σκέφτηκε η Σοφία, «σήμερα μπαίνει στο σπίτι της». Μέχρι το χάραμα, εκείνη που είχε γίνει μια από τις πιο πλούσιες κοπέλες της Βαρκελώνης, έκλαιγε από οργή και ντροπή γιατί ο πατέρας της την είχε εξαπατήσει.»
 
Την ίδια περίοδο όμως, είναι έγκυος και η Σοφία και γεννάει ένα αγοράκι, τον Ραμόν. Τα δύο παιδιά, η Μαρία και ο Ραμόν, φαίνεται ότι έχουν κάτι το διαβολικό μέσα τους. Σκληρά και αντιπαθητικά, ζωηρά και μοχθηρά, ταλαιπωρούν τους πάντες. Η γέννηση του Ζάουμε από τη Σοφία, ενός παιδιού πρόωρου και φιλάσθενου, θα στρέψει το ενδιαφέρον τους προς τα εκεί, που θα ψάχνουν ευκαιρία να το βασανίσουν και τελικά να το οδηγήσουν προς τον θάνατο, πράξη που πολλοί μέσα στο σπίτι υποψιάζονται, αλλά ουδείς μιλάει.
 
Η πορεία της οικογένειας, μετά από αυτή την τραγωδία θα συνεχιστεί και ο Ζάουμε, γρήγορα θα ξεχαστεί. Η Τερέζα είναι πλέον κατάκοιτη στο κρεβάτι, ο Ελλάδι συνεχίζει τις περιπλανήσεις του σε διάφορα κρεβάτια, αφού πρώτα δοκιμάσει τα θέλγητρα των πιο ελκυστικών υπηρετριών του πύργου, η Αρμάντα (που έχει πέσει θύμα της γοητείας του και πάντα θα του έχει αδυναμία) θα παρατηρεί και θα σχολιάζει τα πάντα, η Μαρία και ο Ραμόν θα συνεχίσουν να βασανίζουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους μέχρι την τραγική εφηβεία τους ▪ τα χρόνια θα περάσουν και οι κοινωνικές εξελίξεις θα είναι καταλυτικές για όλους.
 
«…στο βάθος της συνείδησής του, ο καθένας είναι μόνος με τον εαυτό του.»


 
Το μυθιστόρημα της Ροδορέδα, χωρίζεται σε τρία μέρη με τριτοπρόσωπη αφήγηση, που αλλάζει κέντρο σε κάθε κεφάλαιο, ανάλογα με τον χαρακτήρα που ακολουθεί. Η κινηματογραφική αυτή τεχνική – που συναντάμε βέβαια σε συγγραφείς του 19ου αιώνα αλλά και στα βιβλία της Β. Γουλφ -, προσδίδει ένταση στα γεγονότα που περιγράφονται. Γράφοντας το βιβλίο σε τρίτο πρόσωπο, η συγγραφέας απεικονίζει με κάθε λεπτομέρεια τους διαφορετικούς χαρακτήρες, δίχως όμως να βαρυφορτώνει την ιστορία της με άχρηστες πληροφορίες ή αφηγηματικά χάσματα. Η παρουσία του παρελθόντος που γίνεται εντονότερη όσο προοδεύει το βιβλίο τονίζει το γεγονός ότι τα πράγματα αλλάζουν, αλλά ουσιαστικά παραμένουν τα ίδια.
 
Το πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημα, λειτουργεί όπως γράφει η συγγραφέας στον μακρύ πρόλογό της, ως «ιστός αράχνης» όπου όλοι οι διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες, βρίσκονται μπλεγμένοι.  Ο αναγνώστης γρήγορα θα συμπαθήσει περισσότερο κάποιους, και θα αντιπαθήσει σφόδρα κάποιους άλλους. Μπορεί η Τερέζα να δεσπόζει και η Σοφία να τρομοκρατεί με το ψυχρό της βλέμμα, αλλά είναι ο χαρακτήρας της πιστής υπηρέτριας της Αρμάντα, που βρίσκει χαρές και στα πιο μικρά πράγματα, που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μέσα στο σπίτι, σε ένα σπίτι που έχει τη δικιά του προσωπικότητα, αναδεικνυόμενο ως έτερο δυναμικό πόλο, και για το οποίο εκείνη η ταπεινή γυναίκα θα σταθεί ως φύλακας και προστάτης. Οι σκηνές που εισβάλλουν, οι για ένα μικρό διάστημα νικητές, και διαλύουν τα πάντα με κάποιες πολύ γνωστές φάτσες ανάμεσά τους, είναι συγκλονιστικές.
 
Το γράφει η ίδια η Ροδορέδα: «ένα μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης». Αυτός ο καθρέφτης, στοιχείο φετίχ στο έργο πολλών συγγραφέων – μη ξεχνάμε την εμμονή του Μπόρχες μ’ αυτό -, απεικονίζει την αλήθεια των γεγονότων, κάποιες φορές όμως τα παραμορφώνει, ανάλογα την οπτική γωνία του καθενός. Πόσο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μπροστά σε έναν καθρέφτη; Πόσες φορές δεν μας έχει έρθει η επιθυμία να τον θρυμματίσουμε; Η Ροδορέδα αντικατοπτρίζει θραύσματα ζωής, σαν κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη και αυτή η τεχνική της επιτρέπει μια καλειδοσκοπική αφήγηση, όπου οι φαινομενικά δευτερεύοντες χαρακτήρες μπορεί να αποδειχθούν περισσότερο σημαντικοί από αυτούς που προβάλλονται περισσότερο στην ιστορία που περιγράφει. Τα δύο δαιμονικά αλλά και μοιραία παιδιά, η Μαρία και ο Ραμόν συγκλονίζουν με την ιστορία τους ακόμα και τον πιο αδιάφορο αναγνώστη – και μόνο κλείνοντας το βιβλίο, το συνειδητοποιείς αυτό -, ενώ ο θάνατος του μικρού Ζάουμε, η δολοφονία ουσιαστικά, αποτελεί ένα από τα καίρια σημεία που καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων.
 
«…Από το χολ του πρώτου ορόφου κατέβηκε τη σκάλα με τον καθρέφτη να κοιτάζει προς τα πίσω, έβλεπε τμήματα από το ταβάνι, από το κιγκλίδωμα, σχέδια και γιρλάντες του χαλιού που κάλυπτε τα σκαλοπάτια, όλα ζωντανά και μπερδεμένα, μέχρι που φτάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι έπεσε έτσι όπως ήταν τυλιγμένη μες στις βιολετί πτυχώσεις. Ο καθρέφτης είχε σπάσει. Τα κομμάτια εξακολουθούσαν να είναι μέσα στην κορνίζα, αλλά μερικά είχαν πέσει. Τα μάζευε και τα έβαζε στα κενά που της φαινόταν ότι ταίριαζαν. Μήπως τα ανομοιόμορφα κομμάτια του καθρέφτη αντικατόπτριζαν τα πράγματα όπως ήταν; Ξαφνικά σε κάθε κομμάτι του καθρέφτη είδε χρόνια της ζωής που έζησε σ’ εκείνο το σπίτι. Συνεπαρμένη, σκυφτή στο πάτωμα, δεν το καταλάβαινε. Όλα περνούσαν, σταματούσαν, χάνονταν. Ο κόσμος της έπαιρνε ζωή εκεί μέσα, με όλα τα χρώματα και με όλη τη δύναμή του. Το σπίτι, το πάρκο, τα δωμάτια, ο κόσμος ▪ στη νεότητα, στην ωριμότητα, με την παρουσία της, η φλόγα των κεριών, τα παιδιά. Τα φορέματα, τα ντεκολτέ, με τα πρόσωπα να είναι γελαστά ή θλιμμένα, οι κολλαριστοί γιακάδες, οι γραβάτες με τους τέλειους κόμπους, τα φρεσκολουστραρισμένα παπούτσια που περπατούσαν πάνω σα χαλιά ή στο χώμα του κήπου. Ένα όργιο παρελθόντος, μακρινού, μακρινού… τι μακρινά που ήταν όλα.»

Ιδιαίτερη έμφαση, δίδεται και στα αντικείμενα που κατακλύζουν τον Πύργο των Βαλντάουρα. Τα κοσμήματα (και η μανία της Τερέζας γι’ αυτά που φαίνεται από τις πρώτες ακόμα σελίδες του βιβλίου), το κλουβί για τα πουλιά, οι ντουλάπες, τα πιάτα, τα ποτήρια, οι κουρτίνες, τα κρεβάτια, οι σκάλες, η κουζίνα, τα δέντρα, τα φύλλα της δάφνης, οι τάφοι μέσα στο κτήμα, τα φορέματα, τα παπούτσια, όλα αυτά και πολλά άλλα, τονίζονται και έχουν τη σημασία τους μέσα στην αφήγηση.
 
Άφθονη πλοκή, πληθωρική αφήγηση, πλήθος χαρακτήρων, σε ένα μυθιστόρημα που λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Τίποτα δεν ξεφεύγει, κενό δεν υπάρχει σε αυτή την οικογενειακή
saga. Η συγγραφέας «κεντάει» αλλάζοντας ύφος από το δήθεν ανάλαφρο και χαρωπό της Τερέζας στο ανέκφραστο και αγέλαστο και ενίοτε θυμωμένο ύφος της μεριάς του υπηρετικού προσωπικού, ενώ η σκιά του παρελθόντος πέφτει βαριά πάνω σε όλους, θυμίζοντας διαρκώς την ματαιότητα κάποιων πραγμάτων που σε στιγμές της ζωής μας θεωρούμε σημαντικά.
 
Οι γυναίκες και πάλι βρίσκονται σε πρώτο πλάνο από την Καταλανή συγγραφέα. Όπως με την αλησμόνητη Κολομέτα της «Πλατείας Διαμαντιού», έτσι κι εδώ στον «Σπασμένο Καθρέφτη», είναι όχι μόνο η Τερέζα, αλλά και η Σοφία και η Αρμάντα που προβάλλονται ως βασικές πρωταγωνίστριες. Το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο στο μυθιστόρημα, μπορεί να μην προβάλλεται αλλά είναι ιδιαίτερα υπαινικτικό. Η περίοδος που περιγράφει η Ροδορέδα, είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αλλαγών στην Ισπανική (και Καταλανική) κοινωνία, σε ένα κράτος όπου όλα θα ανατραπούν με έναν από τους βιαιότερους Εμφύλιους στην ανθρώπινη ιστορία. Η σοφή (όσο και ξαφνική) επιλογή του αρουραίου ως μοναδικού κατοίκου και πρωταγωνιστή στο τέλος του βιβλίου, που περιφέρεται μέσα στον ερειπωμένο και προς κατεδάφιση Πύργο, έρχεται να υπερτονίσει την αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
 
Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος της «Πλατείας Διαμαντιού», αυτού του ανυπέρβλητου αριστουργήματός της, αλλά ο «Σπασμένος Καθρέφτης» αποτελεί μια μεγάλη λογοτεχνική στιγμή στη πορεία της έξοχης Καταλανής συγγραφέως. Με θαυμαστή μαεστρία ισορροπεί μεταξύ γοτθικού στοιχείου, ρομαντικής αφήγησης, επικού ύφους, λυρικότητας και ρεαλισμού για να παραδώσει ένα συγκλονιστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα, που είμαστε τυχεροί να το διαβάζουμε στην υπέροχη μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού.

Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Νέα του Σ/Κ στις 4/12/21.
Υ.Γ.2 Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με την μορφή τηλεοπτικής σειράς 13 επεισοδίων, το 2002.

Βαθμολογία 86 / 100