Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013 | Permalink
Όμορφος κόσμος


Όταν δύο επιτυχημένοι συγγραφείς που υπηρετούν το ίδιο λογοτεχνικό είδος, ενώνουν τις δυνάμεις τους να γράψουν ένα μυθιστόρημα, παρά το ενδιαφέρον της ίδέας, πιστεύω ότι ο κίνδυνος να αποτύχει το εγχείρημά τους, είναι πολύ μεγάλος. Ευτυχώς στην περίπτωση των δύο (διαφορετικής γενιάς) βραβευμένων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας, της (έμπειρης) Dominique Manotti (Παρίσι, Γαλλία 1942) και του μυστηριώδους τύπου που υπογράφει με το ψευδώνυμο D.O.A. (Dead On Arrival – εμβληματικήαστυνομική ταινία του 1950 που έχει γνωρίσει πολλές διασκευές), (Λυών, Γαλλία 1968), οι οποίοι συνεργάστηκαν για να γράψουν το πολιτικό-αστυνομικό θρίλερ με τίτλο «ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (Lhonorable societe), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ.Γ.Στρίγκος,σελ.422), αυτό που τελικά προέκυψε, ήταν ένα έξοχο κινηματογραφικού ύφους βιβλίο, το οποίο «τρομάζει» με την επικαιρότητα της ιστορίας, τον ρεαλισμό της και τον κυνισμό της.



Είναι μια ιστορία της απόλυτης διαπλοκής – πιο πολύ δεν έχει. Ανακατεμένοι όλοι, υποψήφιοι πρόεδροι της Δημοκρατίας, τα πολιτικά επιτελεία των κομμάτων,  μεγαλοεπιχειρηματίες, μυστικές υπηρεσίες, καλοί μπάτσοι – κακοί μπάτσοι, ακτιβιστές οικολόγοι, χάκερς, εφημερίδες και κανάλια σε μια ιστορία που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν.



Γαλλία, προεκλογική περίοδος – για την ακρίβεια βρισκόμαστε στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης και της δεύτερης. Οι δύο υποψήφιοι για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο συντηρητικός Γκερέν και ο Σνεντέρ ο σοσιαλιστής υποψήφιος μάχονται λυσσαλέα για την εξουσία. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν Γκερέν αλλά όλα κρέμονται από μια κλωστή.



Τρείς νεαροί ακτιβιστές οικολόγοι, ο Ερουάν, ο Ζυλιέν και η Σάφφρον, «μπαίνουν» στον υπολογιστή του Μπ.Σουμπίζ, ενός σημαίνοντος στελέχους της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας της Γαλλίας, ενεργοποιώντας και την κάμερα του laptop του. Οσο υποκλέπτονται οι φάκελοι, κι ενώ ο Σουμπίζ έχει φύγει από το σπίτι για να πάει σε δείπνο που οργανώνει η σύντροφός του Μπ.Μπορζέξ, νομική σύμβουλος ενός μεγάλου επιχειρηματικού κονσόρτσιουμ, δύο κουκουλοφόροι εισβάλλουν με τον ίδιο ακριβώς σκοπό – να υποκλέψουν κι αυτοί τα αρχεία από το laptop. Ένα ατύχημα όμως στον δρόμο υποχρεώνει τον (άτυχο) Σουμπίζ να τροποποιήσει το πρόγραμμά του γυρίζοντας σπίτι. Πέφτει πάνω στους δύο κουκουλοφόρους, και πάνω στη συμπλοκή χάνει τη ζωή του. Όλα καταγράφονται από την κάμερα που είχαν ενεργοποιήσει οι οικολόγοι, οι οποίοι μετά το αρχικό σοκ, αποθηκεύουν τα γεγονότα σε ένα στικάκι. Οι κουκουλοφόροι φεύγουν παίρνοντας μαζί τους το laptop και σύντομα διαπιστώνουν ότι είχε ενεργοποιηθεί μηχανισμός υποκλοπής και ενεργοποίηση της κάμερας.



Οι τρεις χάκερς διαβλέποντας ότι θα μπλέξουν εξαφανίζονται. Η υπόθεση της δολοφονίας ανατίθεται στον αστυνόμο Παρίς, έναν μελαγχολικό και σκεπτόμενο άνθρωπο, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα στον γάμο του. Οι έρευνες της αστυνομίας ξεσκεπάζουν την αληθινή ταυτότητα του θύματος, το οποίο αποκαλύπτεται ότι υπηρετούσε στην ΕΥΠ (την Υπηρεσία Πληροφοριών δηλαδή) και ήταν αποσπασμένος στην Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας επιφορτισμένος με την διελεύκανση μιας υπόθεσης με πολλά παρακλάδια στην οποία εμπλέκεται άμεσα ο όμιλος Πικό-Ρομπέρ στον οποίο οργανική θέση έχει η Μπορζέξ, η σύντροφος του Σουμπίζ. Σκαλίζοντας λίγο τα αρχεία τους, οι αστυνομικοί βλέπουν ότι μια ομάδα ακτιβιστών οικολόγων εναντιώνεται δυναμικά στις προσπάθειες κατασκευής πυρηνικού αντιδραστήρα και στρέφουν τις υποψίες τους προς τα εκεί και κυρίως στον Ερουάν, ο οποίος τους είχε απασχολήσει και στο παρελθόν με τη δράση του.



Από την άλλη και οι Μυστικές Υπηρεσίες έχουν κάθε λόγο να ενοχοποιήσουν τους Οικολόγους, αφού δικοί τους άνθρωποι ήταν οι δύο κουκουλοφόροι που σκότωσαν τον Σουμπίζ για να κλέψουν τα αρχεία του. Στην ιστορία εμπλέκεται και ο πατέρας της νεαρής Σάφφρον, της μιας από τους τρεις Οικολόγους, ο Νηλ Τζόουνς-Σάμπερ ο οποίος ανησυχεί διότι η κόρη του δεν δίνει σημεία ζωής. Ο Τζόουνς-Σάμπερ παλαιός πολεμικός ανταποκριτής και νυν δημοσιογράφος γαστρονομίας έχει τις άκρες στο Παρίσι και ξέρει πώς να βρει πληροφορίες, όσο βλέπει την κόρη του να στοχοποείται από τις εφημερίδες για την υπόθεση του Σουμπίζ τόσο ψάχνει όλο και περισσότερο.



Ο Παρίς σύντομα διαπιστώνει ότι οι Οικολόγοι αποκλείεται να είναι υπεύθυνοι για τον φόνο. Όλα οδηγούν στον Πικό-Ρομπέρ, τον επιχειρηματικό όμιλο (που δουλεύει η Μπορζέξ), ο οποίος διοικείται από την Ελιζά Πικό-Ρομπέρ, στενή φίλη του Γκερέν, του φαβορί των εκλογών και νυν Υπουργού των Οικονομικών της χώρας. Τα στοιχεία όσο περνάνε οι μέρες δείχνουν μια τεράστια διαπλοκή μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματικών κύκλων. Το στικάκι που ψάχνουν όλοι, τα αρχεία του Σουμπίζ που πλέον είναι σε χέρια τρελλαμένων Οικολόγων αλλά και των Μυστικών Υπηρεσιών, ο Ερουάν που διαβλέπει την ευκαιρία για ένα χτύπημα στην καρδιά του συστήματος, τα επιχειρηματικά συμφέροντα που κατευθύνουν τον Τύπο και τα πολιτικά παιχνίδια μεταξύ υποψηφίων όλα πρέπει να κουκουλωθούν και να λυθούν πριν την κρίσιμη Κυριακή των εκλογών.



Φαίνεται μπερδεμένο αλλά δεν είναι. Μόλις ξεμπερδέψεις με τα ονόματα και στο «ποιος-κάνει-τι», το μυθιστόρημα κυλάει και σε παρασύρει σε ένα τρελλό γαϊτανάκι συμφερόντων και διαπλοκής από το οποίο κανείς δεν βγαίνει σώος και αβλαβής. Οι δύο συγγραφείς, η καθηγήτρια Ιστορίας Μανοτί και ο D.O.A., που δηλώνει φανατικός των κόμικς,του κινηματογράφου και του Τζ.Ελρόυ, χειρίζονται με εκπληκτική επιδεξιότητα και απόλυτα συγκροτημένα (σαν είναι ένας) το θέμα τους, ισορροπούν άνετα με τα πολιτικά παιχνίδια και δεν χαρίζονται σε κανέναν. Ουδείς από τους εμπλεκόμενους είναι αθώος ή "έχει δίκιο", ούτε οι Οικολόγοι, ούτε οι Πολιτικοί – οι σελίδες με την «διαπραγμάτευση» των δύο υποψηφίων είναι συγκλονιστικές – ούτε ο Τύπος, ούτε οι επιχειρηματικοί όμιλοι με τις ύποπτες αγοραπωλησίες μετοχών και εταιρειών.



Σύντομες προτάσεις, πολλή δράση, λίγες περιγραφές ίσα-ίσα για να μπει κανείς στο κλίμα του βιβλίου, σκηνές που θυμίζουν ωραίο κινηματογραφικό πολιτικό θρίλερ αλλά και κοινωνική ευαισθησία που συνεχίζει την παράδοση του καλού Γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, των Ρενάλ, Μανσέτ, Ιζζό. Οι χαρακτήρες είναι στέρεοι και ευδιάκριτοι, ο «οικολόγος-τρομοκράτης» Ερουάν, η «χαμένη στο διάστημα» Σάφφρον,ο ευαίσθητος Παρίς, ο Νηλ Τζόουνς-Σάμπερ, η μοιραία Σονιά Γκερέν (σύζυγος του υποψήφιου Προέδρου, η οποία διαδραματίζει ρόλο στην πλοκή), η (θέλω-τόσο-να-αναρριχηθώ-αλλά-την-πάτησα-σαν-βλάκας) Μπορζέξ.



Θαυμάσιο μυθιστόρημα με το οποίο περνάς καταπληκτικά «βουτηγμένος» στον ρυθμό του, ενώ «τσακίζει» η κυνικότητα και ο ρεαλισμός του - στο δε (εξαιρετικό) φινάλε μια ανατριχίλα σου διαπερνάει την ραχοκοκκαλιά καθώς συνειδητοποιείς πόσο ευδιάκριτα οικείες μας είναι πλέον τέτοιες καταστάσεις που κάποτε νομίζαμε ότι υπήρχαν μόνο στη φαντασία κάποιου ευφυούς σεναριογράφου.


 
Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 29, 2013 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio - Podcast εκπομπής Σαββάτου 26/1/13
Ακούστε εδώ την εκπομπή του Σαββάτου 26/1. Είναι ένα αφιέρωμα στον μεγάλο συγγραφέα Roberto Bolano (1953-2003), με αφορμή το ποστ μου για το βιβλίο του με τίτλο "2666".

Στην εκπομπή ακούμε στοιχεία για τη ζωή του συγγραφέα και το έργο του. Διαβάζω κριτικές και αποσπάσματα από τα βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας και όπως πάντα υπάρχει πολλή μουσική.

Καλή ακρόαση.


 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013 | Permalink
2666


«Μία όαση φρίκης εν μέσω μιάς ερήμου ανίας» Ch.Baudelaire ή «Η φρίκη!Η φρίκη» J.ConradΚαρδιά του σκότους»)


Παρομοιάζω την ανάγνωση του εμβληματικού «μυθιστορήματος» του Roberto Bolano (Σαντιάγο,Χιλή 1953- Βαρκελώνη,Ισπανία 2003), που έχει ως τίτλο «2666», (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. (άθλος) Κ.Ηλιόπουλος, σελ.1166) με την ενστικτώδη απόφαση να πραγματοποιήσεις ένα ταξίδι χωρίς σκοπό, για το οποίο δεν γνωρίζεις τον προορισμό, ούτε που θα σε βγάλει και τι θα βρείς στον δρόμο σου. Θα συναντήσεις ευθείες αλλά και δύσκολες διασταυρώσεις, καλοκαιρία αλλά και καταιγίδα. Όταν θα καταλάβεις ότι η διαδρομή τελείωσε και ότι έφτασες κάπου, θα νιώσεις πλήρης αλλά και μπερδεμένος, ικανοποιημένος («μεστός αισθημάτων») αλλά και με μια απροσδιόριστη θολούρα ή ζαλάδα στο κεφάλι. Όπως και να’χει, από δω και πέρα αναγνωστικά δεν θα’σαι ο ίδιος.



Το 2666, κύκνειο άσμα του Μπολάνιο, του μεγάλου αυτού συγγραφέα, ο οποίος έφυγε νεότατος και (όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται αυτό) πάνω στο δημιουργικότερο σημείο της ζωής του, αποτελείται από 5 αυτόνομα μυθιστορήματα, τα οποία αν και μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά, αποτελούν μια ενιαία, χαλαρή βεβαίως, ενότητα. Χρησιμοποιώντας το ίδιο ύφος που είχε επιτυχημένα δοκιμάσει στους εξαιρετικούς «Άγριους Ντετέκτιβ», όπου (όπως και στο 2666), υπάρχουν ιστορίες μέσα στις ιστορίες, εγκιβωτισμένα μυθιστορήματα, αναφορές σε συγγραφείς και έργα και μια επιφανειακά χαλαρή (αλλά ουσιαστικά τελείως συγκροτημένη) δομή, το 2666 έχει τη μορφή ενός παζλ, όπως θα μπορούσε κάποιος να πει, αλλά είναι κυρίως ένα έργο σοφίας και διανόησης όπου τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του (ενδεικτικά ο συγγραφέας πριν τον θάνατό του άφησε ξεκάθαρες οδηγίες για την δομή της έκδοσης), ακόμα κι ο τίτλος που αποτελεί ένα αίνιγμα για τον αναγνώστη και αποσαφηνίζεται μόνο στις σημειώσεις του Ισπανού εκδότη.


Τα πέντε μέρη


1.Οι κριτικοί

Το 2666 ξεκινάει με την ιστορία 4 λογοτεχνικών κριτικών, «κολλημένων» (κυριολεκτικά) με έναν Γερμανό συγγραφέα-φάντασμα, τον Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Οι κριτικοί αυτοί, ένας Γάλλος, ένας Ισπανός, ένας Ιταλός (ακινητοποιημένος σε αναπηρική καρέκλα) και μια Αγγλίδα, αφιερώνουν τη ζωή τους, τον χρόνο τους σε αναζήτηση του Αρτσιμπόλντι, ο οποίος ενώ στην αρχή (κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 διαβαζόταν από ελάχιστους) με τον χρόνο, το έργο του έχει γίνει cult, γνωρίζει αρκετές ανατυπώσεις και ελκύει όλο και περισσότερους σε σημείο να υπάρχουν δημοσιεύματα για υποψηφιότητα στα Βραβεία Νόμπελ!

Οι κριτικοί ταξιδεύουν στην Γερμανία, συζητάνε με τους εκδότες των έργων του συγγραφέα, ερωτεύονται την Αγγλίδα συνάδελφό τους, μπλέκουν όλοι μαζί σε ένα σεξουαλικό γαϊτανάκι, αλλά ο στόχος παραμένει – να βρουν τον Αρτσιμπόλντι, ο οποίος πανύψηλος, ογκώδης και ασπρομάλλης είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητος... Η αναζήτησή τους, τους οδηγεί στο Μεξικό και στην παραμεθόρια πόλη Σάντα Τερέζα, στην οποία έχουν πληροφορηθεί εθεάθη ο Αρτσιμπόλντι. Στην πόλη αυτή δεν επιτυγχάνουν τίποτα αλλά η προσωπική τους ζωή αλλάζει.



2.Αμαλφιτάνο

Μέσα στις γνωριμίες που κάνουν με την ακαδημαϊκή κοινότητα της πόλης, είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής Αμαλφιτάνο, ήρωας του δεύτερου βιβλίου. Ο Αμαλφιτάνο που αναρωτιέται κι ο ίδιος τι ακριβώς ζητάει στη μέση του πουθενά, είναι ο μόνος από όσους συνάντησαν οι λογοτεχνικοί κριτικοί στην Σάντα Τερέζα που είχε κάποια γνώση για τον Αρτσιμπόλντι χωρίς όμως να ενθουσιάζεται για το έργο του.

Ουσιαστικά ο Μπολάνιο σ’αυτό το βιβλιο δεν ασχολείται με τον άγνωστο και εξαφανισμένο συγγραφέα, αλλά με την ψυχολογική κατάσταση του Αμαλφιτάνο, τον οποίον έχει εγκαταλείψει η σύζυγός του,  και διαμένει με την δεκαεπτάχρονη (πανέμορφη) κόρη του, την Ρόζα, η οποία βγαίνει κάθε βράδυ με άγνωστους τύπους. Ο Αμαλφιτάνο περνάει μια φάση ισχυρής κατάθλιψης, ευρισκόμενος σε ένα συνεχές limbo, ζώντας σε ένα συνεχές όνειρο που τις περισσότερες φορές υποκαθιστά την πραγματικότητα.



3.Φέητ

Το κλίμα (και το στυλ γραφής) αλλάζει τελείως στο 3ο μέρος, όπου ο Μπολάνιο εισάγει έναν καινούργιο χαρακτήρα, τον έγχρωμο δημοσιογράφο μιας εφημερίδας του Χάρλεμ της Ν.Υόρκης, τον Κουίνσι Γουίλιαμς, που όλοι τον αποκαλούν Όσκαρ Φέητ.  Είναι δημοσιογράφος του κοινωνικοπολιτικού ρεπορτάζ, ο οποίος όμως βρίσκεται απεσταλμένος της εφημερίδας του στην Σάντα Τερέζα για να καλύψει έναν αγώνα πυγμαχίας (λόγω ξαφνικού θανάτου του αθλητικού ρεπόρτερ της εφημερίδας).

Ο Φέητ που βαριέται αφόρητα την πυγμαχία τριγυρίζει πίνοντας και συνομιλώντας με διάφορους τύπους είτε ντόπιους, είτε δημοσιογράφους που καλύπτουν τον αγώνα και κατ’αυτόν τον τρόπο ενημερώνεται (και από διάφορες τυχαίες ερωτήσεις εδώ κι εκεί) για τους φόνους που συμβαίνουν στην Σάντα Τερέζα και τα περίχωρα της, νεαρών κοριτσιών (κυρίως). Ο δημοσιογράφος θέλει να ασχοληθεί με το θέμα αλλά η άρνηση της εργοδοσίας του (μιάς και δεν εμπλέκεται κάποιος μαύρος/μαύρη σ’αυτούς) τον αφήνει μετέωρο. Μέσα στην παρέα με την οποία διασκεδάζει, γνωρίζει την Ρόζα, την κόρη του Αμαλφιτάνο, την οποία προσπαθεί να τραβήξει από εκεί.



4.Εγκλήματα

Το κλίμα μέσα στο οποίο μας εισαγάγει μερικώς ο Μπολάνιο με το τρίτο βιβλίο του έχει ήδη μερικώς διαμορφωθεί, είναι όμως σ’αυτό το μέρος, το 4ο που η ατμόσφαιρα γίνεται εφιαλτική, καθώς ο συγγραφέας παραθέτει με κυνικό και γυμνό τρόπο - τα εγκλήματα, παρελαύνουν κατά σειρά (αρχίζοντας από τον Ιανουάριο του ’93) μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη, σ’αυτή την εφιαλτική λιτανεία, των σχεδόν 400 σελίδων.

Τα εγκλήματα είναι συνεχή και τα περισσότερα από αυτά μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν είναι όλα ανεξιχνίαστα, αφού κάποια από αυτά είναι φονικά πάθους μεταξύ συζύγων ή εραστών. Ο Μπολάνιο σπάει (με ευφυία) την ροή των φόνων, εισάγοντας στην πλοκή αστυνομικούς, δημοσιογράφους, μέντιουμ ή αναφέροντας με περισσότερες λεπτομέρειες κάποιες από τις υποθέσεις. Τα περισσότερα (σχεδόν το 80%) των δολοφονημένων κοριτσιών ήταν εργάτριες στις «μακιλαδόρας», τα εργοστάσια «φασόν» που αποτελούν τον κύριο βιομηχανικό κορμό της παραμεθόριας πόλης, τα οποία είναι τα περισσότερα αμερικανικών συμφερόντων, που εκμεταλλεύονται τους χαμηλούς (εξευτελιστικούς) μισθούς και την φορολογία.

Σε πολλούς από τους φόνους, οι μάρτυρες αναφέρουν θηριώδη και πολυτελή μαύρα τζιπ που πετάνε τα πτώματα, ύποπτοι υπάρχουν, δημοσιογράφοι σκαλίζουν τις υποθέσεις, άκρη δεν βγαίνει. Συλλαμβάνεται όμως ένας ύποπτος, ένας Γερμανός σαραντάρης, ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού με κομπιούτερς, ο οποίος έχει τα χαρακτηριστικά του Αρτσιμπόλντι (!). Ο Χάας (έτσι ονομάζεται ο Γερμανός) υποστηρίζει την αθωότητα του, τα εγκλήματα συνεχίζονται και μετά τον εγκλεισμό του, αλλά έχοντας μπλέξει με την Μεξικάνικη γραφειοκρατία και την (εν πολλοίς) ανίκανη και διεφθαρμένη αστυνομία της πόλης, παραμένει στην φυλακή.



5.Αρτσιμπόλντι

Στο 5ο βιβλίο, μεταφερόμαστε στην Γερμανία του μεσοπολέμου (1920), όπου γεννιέται ο Χανς Ράιτερ από πατέρα κουτσό και μάνα μονόφθαλμη.

«Δεν έμοιαζε παιδί αλλά ένα φύκι. Ο Κανέττι, αλλά και ο Μπόρχες νομίζω, δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, είπαν ότι όπως ακριβώς η θάλασσα ήταν το σύμβολο και ο καθρέφτης των Άγγλων, το δάσος ήταν η μεταφορά  μέσα στην οποία ζούσαν οι Γερμανοί. Από τον κανόνα αυτόν έμεινε έξω ο Χανς Ράιτερ από την ώρα που γεννήθηκε. Δεν του άρεσε η στεριά και ακόμα λιγότερο τα δάση. Δεν του άρεσε ούτε η θάλασσα, ή μάλλον αυτό που οι κοινοί θνητοί αποκαλούν θάλασσα και στην πραγματικότητα είναι μόνο η επιφάνεια της θάλασσας, τα κύματα που σηκώνει ο άνεμος που σιγά σιγά μετατρέπονται σε μια μεταφορά για την ήττα και την τρέλλα. Του άρεσε όμως ο βυθός της θάλασσας, εκείνη η άλλη γη, γεμάτη κάμπους που δεν ήταν κάμποι, κοιλάδες που δεν ήταν κοιλάδες και φαράγγια που δεν ήταν φαράγγια.»


Ο Χανς Ράιτερ, παιδί που παράτησε το σχολείο μικρός, θα καταταχθεί στον στρατό όταν ξεσπάει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος, και θα πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο. Εκεί σε ένα χωριό, μέσα στη κρυψώνα ενός σπιτιού, θα ανακαλύψει τα ημερολόγια ενός Ρώσου αντικαθεστωτικού - του διανοούμενου και συγγραφέα Άνσκυ - τα οποια είναι ουσιαστικά προσχέδια βιβλίων επιστημονικής φαντασίας – στα ημερολόγια αναφέρεται το όνομα του Ιταλού ζωγράφου της Αναγέννησης, Αρτσιμπόλντο, του οποίου οι πίνακες κατέκλυσαν τα οράματα του Ρώσου έγκλειστου.

Γυρίζοντας από το μέτωπο, στην κατεστραμμένη χώρα του, το έχει αποφασίσει θα γίνει συγγραφέας υιοθετώντας το περίεργο όνομα Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Βρίσκει εκδότη στο πρόσωπο ενός ιδιόρρυθμου ηλικιωμένου Εβραίου που μετά τον πόλεμο ξαναγύρισε στο Αμβούργο να ανασυστήσει τον εκδοτικό του οίκο, και ο οποίος γοητεύεται από τα περίεργα και εκκεντρικά μυθιστορήματα του μυστηριώδους νέου.

Τα βιβλία όμως δεν πουλάνε τίποτα, κανείς δεν ασχολείται μαζί του. Ο εκδότης του στέλνει χρήματα, του παρέχει διευκολύνσεις, η σύζυγός του (την οποία ο Ράιτερ-Αρτσιμπόλντι γνώριζε από την παιδική του ηλικία αφού η οικογένειά της είχε έναν πύργο στην περιοχή), ακόμα και μετά το θάνατό του, τον προσέχει και δίνει εντολή τα βιβλία του να εκδίδονται. Η σύζυγος του εκδότη και η Ίνγκεμποργκ, η μισότρελλη κοπέλα που ερωτεύεται ο Αρτσιμπόλντι θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, όπως και η ανακάλυψη μετά από δεκαετίες της αδερφής του, της Λόττε, η παρουσία της οποίας θα κλείσει τον κύκλο των 5 ιστοριών δίνοντας μιαν άλλη μορφή στο βιβλίο και κλείνοντας πολλά από τα κενά που δημιουργήθηκαν στον αναγνώστη.
_______________________________________________



Οι δύο άξονες πάνω στους οποίους δομείται το έπος του Μπολάνιο, είναι ο από τη μία, ο χαρακτήρας του άγνωστου και μυστηριώδους συγγραφέα, του Αρτσιμπόλντι, ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας ο οποίος φέρνει έντονα στη μνήμη, τον υπέροχο συγγραφέα-φάντασμα του μεσοπολέμου, ο οποίος υπέγραφε ως B.Traven, και ζούσε στο Μεξικό ως φυγάς από την Γερμανία (μάλλον όπως συγκλίνουν οι πληροφορίες που διέρρευσαν τις τελευταίες δεκαετίες), και από την άλλη, οι δολοφονίες των γυναικών στην Σάντα Τερέζα – μυθιστορηματικό όνομα της παραμεθόριας πόλης Σιουδάδ Χουάρες, όπου τα εγκλήματα παραμένουν ανεξιχνίαστα ακόμα και μέχρι σήμερα.

Ο Μπολάνιο στο 2666 αφήνει τα πάντα ανοιχτά, καμμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται – όχι επειδή δεν πρόλαβε, αλλά επειδή ήταν επιλογή του. Ακόμα και στις τελευταίες 40-45 σελίδες όπου διαφαίνεται ένα φινάλε στον ορίζοντα, όταν οι δύο κεντρικοί άξονες του μυθιστορήματος τέμνονται, ακόμα και τότε στην κορύφωση της αγωνίας, το βιβλίο κλείνει σε ένα μεγαλειώδες και απογειωμένο τέλος…



Ουσιαστικά όμως οι 5 ιστορίες (τα 5 βιβλία) διέπονται από την παρουσία του μυστηριώδους συγγραφέα, του Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Το όνομα και η επιρροή του ζωγράφου Αρτσιμπόλντο δεν είναι ένα απλό και ανέμελο εύρημα του πανέξυπνου Μπολάνιο, είναι ένα από τα «κλειδιά» του βιβλίου.

Ο Αρτσιμπόλντο έγινε γνωστός από την ιδιομορφία στην τεχνική του να ζωγραφίζει πορτραίτα όπου τα στοιχεία ενός προσώπου δεν απεικονίζονται με ρεαλισμό αλλά απαρτίζονται από αντικείμενα, φρούτα, βιβλία, λαχανικά, ένα είδος «εικόνας μέσα στην εικόνα», που μπορεί να την εκλάβει ο θεατής με διάφορους τρόπους, μπορούν να αντιπροσωπεύουν την «χαρά» αλλά και τον «τρόμο», εξαρτάται από ποια γωνία τα βλέπεις ή ποια είναι η ψυχολογική σου κατάσταση την δεδομένη στιγμή – σ’αυτήν την τεχνική βασίζεται ο Μπολάνιο στην αρχιτεκτονική του έπους του. Τα ετερόκλητα στοιχεία που συνωστίζονται στο βιβλίο, οι 5 διαφορετικές ιστορίες, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας πίνακας του Αρτσιμπόλντο. Η μαγεία, η ικανότητα του συγγραφέα είναι ότι κατασκευάζει ένα βιβλίο με την τεχνική ενός ζωγράφου. Πως μπορεί κανείς να μην υποκλιθεί σ’αυτό;



Ο αναγνώστης στέκει ενεός μπροστά στην ορμή και την ζωντάνια της γραφής, μπροστά στην ευφυία του συγγραφέα και της δημιουργίας του. Το 2666 είναι το μυθιστόρημα που θα έγραφε ο Μπόρχες αν ήθελε – ο Μπολάνιο αποτελεί (χρησιμοποιώ ενεστώτα διότι οι μεγάλοι συγγραφείς δεν πεθαίνουν ποτέ), την τομή στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία που δεν συνέχισε ο Μάρκες με τα «100 χρόνια μοναξιά», ο Λιόσα με τον «Πόλεμο της συντέλειας του κόσμου», ο Σάμπατο με το «Περί ηρώων και τάφων» και ο Κορτάσαρ με το «Κουτσό (Rayuela.



Ο Ελρόυ συναντάει τον Χ.Μέλβιλ και ο Ζέμπαλντ τον Κάφκα, τα λογοτεχνικά είδη ανακατεύονται δημιουργικά και πανέξυπνα. Από το Campus novel, με την «αεράτη» και γεμάτη χιούμορ ματιά στο ακαδημαϊκό κατεστημένο και στις λογοτεχνικές εμμονές και αναζητήσεις της πρώτης ιστορίας, μεταφερόμαστε στον μινιμαλισμό και στην υπαρξιακή αγωνία της δεύτερης για να περάσουμε από την μοντερνιτέ της τρίτης ιστορίας, στο δημοσιογραφικό και κοφτό ύφος των «Εγκλημάτων» όπου το σαν ρεπορτάζ κείμενο επιτείνει τη φρίκη και την δυσφορία η οποία κατακλύζει τον αναγνώστη για να περάσουμε ανυποψίαστοι στην μαγεία του πέμπτου μέρους, όπου το στυλ είναι ενός «μυθιστορήματος μαθητείας» σαγηνευτικού και αντάξιου των μεγάλων κλασσικών αφηγήσεων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.



Ο «λογοτεχνικός λαβύρινθος» του Μπολάνιο έχει ατέλειες. Είναι χαοτικός και υπάρχουν χάσματα και πλατιασμοί, ενώ κάποιοι χαρακτήρες με την ίδια ευκολία που εμφανίζονται, έτσι εξαφανίζονται από την πλοκή, όλα αυτά όμως δικαιολογούνται από την έκταση του βιβλίου, ας μη ξεχνάμε ότι είναι ένα κολοσσιαίο έργο σχεδόν 1200 σελίδων. Ίσως καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο απ’ότι ίσως χρειάζεται, και μάλλον, το μέρος του «Αμαλφιτάνο» (2ο βιβλίο) μοιάζει ξεκομμένο από το σύνολο, ενώ αυτή η πλημμύρα εννοιών, αναφορών και συμβολισμών, σε μπουκώνει αλλά από την άλλη σε γεμίζει σε σημείο να αισθάνεσαι την αναγνωστική πληρότητα που λίγα βιβλία μπορούν να σου προσφέρουν.



Ένας ιδιόμορφος λυρισμός αλλά και ανθρωπιά, κατακλύζει τις σελίδες του αριστουργηματικού έπους του Μπολάνιο. Το (όχι και τόσο αόρατο αν το καλοσκεφτείς) νήμα της βίας και της φρίκης, από την βία των Ναζί στην φρίκη των εγκλημάτων της Σιουδάδ Χουάρες πίσω στα κρεματόρια της Ναζιστικής θηριωδίας  τι σχέση έχουν με την λογοτεχνία και την μαγεία της τέχνης γενικότερα; Ερωτήματα που βασανίζουν τον σκεπτόμενο αναγνώστη καθώς διαβάζει, ενώ η δύναμη του κειμένου και η ασφυξία της ατμόσφαιρας τον κρατάνε σε εκγρήγορση έτσι ώστε να μη μπορεί να εφησυχάσει ξέγνοιαστος απολαμβάνοντας το σαγηνευτικό αυτό κείμενο.



Η ματαιότητα της ζωής, η εγγύτητα του θανάτου, ο ρόλος της λογοτεχνίας και το (θεμελιώδες) ερώτημα για την χρησιμότητά της στον σύγχρονο κόσμο, όλα αυτά (και πολλά άλλα) επανέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στη ροή της αφήγησης, αριστοτεχνικά τοποθετημένα από τον συγγραφέα. Το χιούμορ που εναλάσσεται με τον σπαραγμό, η μακρά αφήγηση που διαδέχεται την κοφτή γλώσσα, κρατάνε αγκυλωμένο τον αναγνώστη, ο οποίος πολλάκις αισθάνεται παγιδευμένος μέσα σε ένα στοιχειωμένο όνειρο, ταξιδευτής σε ένα μαγικό ταξίδι, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του ότι πρόσθεσε στον αναγνωστικό του βίο ακόμα ένα σημείο αναφοράς.



«Ήταν άθεος και εδώ και πολλά χρόνια δεν διάβαζε πια κανένα βιβλίο, παρότι στο σπίτι του είχε μια αξιοπρεπέστατη βιβλιοθήκη για θέματα της ειδικότητάς του, κι επίσης βιβλία Φιλοσοφίας, ιστορίας του Μεξικού, και ορισμένα μυθιστορήματα. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι δεν διάβαζε πια ακριβώς επειδή ήταν άθεος. Ας πούμε ότι η αποφυγή της ανάγνωσης ήταν το ανώτατο σκαλοπάτι της αθεΐας ή τουλάχιστον μιας αθεΐας όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν. Εφόσον δεν πιστεύεις στον Θεό, γιατί να πιστέψεις ένα κωλοβιβλίο; σκεφτόταν.»



 
Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013 | Permalink
Booktalks στο Amagi radio - Podcast εκπομπής Σαββάτου 19/1/2013
Ακούστε το podcast  της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 19/1, όπου υπήρχε ένα μίνι-αφιέρωμα σε έναν "συγγραφέα-φάντασμα", τον B.Traven (δες το ποστ που είχα αφιερώσει στο θέμα αυτό), και η συνομιλία μου με την Ευγενία Μπογιάνου, συγγραφέα της ωραίας συλλογής διηγημάτων "Κλειστή Πόρτα".

Καλή ακρόαση


 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013 | Permalink
Ιστορίες μοναξιάς


Καθώς βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα των τριών ιστοριών που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου στη λογοτεχνία, Γιώργου Μητά (Λειβαδιά, 1966), η οποία έχει τον ιδιόμορφο τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΛ» (Εκδ. Κίχλη, σελ.140), ούτε στιγμή δεν σου περνάει από το μυαλό, ότι διαβάζεις το πρωτόλειο ενός νεοέλληνα συγγραφέα. Ωριμότητα στη γραφή, ευαισθησία που συναντάς σε (λογοτεχνικές) φωνές που σε συγκίνησαν στο παρελθόν (Κ.Μάνσφηλντ, Β.Γούλφ, Χ.Τζέημς), χαμηλότονο ύφος χωρίς «στολίδια» και περιττά πράγματα, συνθέτουν ένα γοητευτικό και «αγαπησιάρικο» βιβλιαράκι, σκέτο διαμάντι.

Η πόλη του Χαλ, ένα παρηκμασμένο λιμάνι της Βόρειας θάλασσας, στην Αγγλική επαρχία. Έχει χάσει από χρόνια (στη συνείδηση του κοινού), το πρώτο συνθετικό του πλήρους ονόματος της, Kingston-Upon-Hull , η κάποτε «Πόλη του Βασιλιά» μεγάλο μεταφορικό κέντρο εμπορευμάτων και αλιείας, που ανηλεώς βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου («The Hull blitz»), βλέπει πλέον το λιμάνι (άλλοτε πηγή πλούτου και ευμάρειας) να φυτοζωεί, τις τεράστιες αποθήκες να στέκουν άδειες και θλιβερές και ολόκληρες γειτονιές να έχουν ρημάξει.
Μέσα σ’αυτό το γκρίζο και μελαγχολικό τοπίο, τοποθετεί τους ήρωες των ιστοριών του ο Μητάς (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό «Διαβάζω» για το 2012). Νεαροί μεσογειακής προέλευσης, ένας Ισπανός, ένας Έλληνας και ένας Τούρκος απ΄τη μεριά του Αιγαίου, βρίσκονται για σπουδές στην πόλη και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αλλεπάλληλα αρχικά σοκ που υφίστανται τις πρώτες μέρες τους στο Χαλ. Ο γκρίζος ουρανός, η συνεχής βροχή, οι άδειοι δρόμοι μόλις νυχτώνει, η τοπική προφορά που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δεν ξέρεις τη γλώσσα, οι διαφορετικές συνήθειες.

«Οι δρόμοι του Χαλ το βράδυ είναι έρημοι και παγωμένοι. Τον ξένο που θα βγεί να περπατήσει στην Cottingham Road μετά τη δύση του ηλίου τον συντροφεύουν η ομίχλη, το τσουχτερό κρύο και τα σιωπηλά αιωνόβια δέντρα, που υψώνουν τα μπλεγμένα κλαδιά τους στον σκοτεινό ουρανό. Τα πεζοδρόμια, εγκαταλειμμένα από τους πρωινούς διαβάτες, αντανακλούν στον νυχτερινό παγετό το ασθενικό φως που απλώνουν γύρω τους οι φανοστάτες. Όταν ο άνεμος πέφτει και παύει ν’ακούγεται το συριστικό βουητό του, το κρύο μοιάζει να επικάθεται βουβό και απειλητικό πάνω στις σκοτεινές προσόψεις των σπιτιών και στους ξύλινους φράχτες, επιβάλλοντας μια απόκοσμη σιωπή. Αν βρίσκεσαι έξω τέτοια ώρα, εισαι αναγκασμένος να γυρίσεις γρήγορα σπίτι, καθώς δεν υπάρχει ούτε ένα κατάστημα ανοιχτό να τραβήξει με τα φώτα την προσοχή σου. Κι όταν το άγαλμα της Παρθένου ξεπροβάλλει υποβλητικό και πένθιμο μέσα από την ομίχλη, πάνω στο φωτισμένο υπέρθυρο του ναού των μεθοδιστών, βιάζεις το βήμα για να βρεθείς στη ζεστασιά του δωματίου σου το συντομότερο δυνατό, με την αλλόκοτη αίσθηση του τελευταίου ζωντανού ανθρώπου στον πλανήτη.»

Υπάρχει ένα κοινό σημείο στις τρεις ιστορίες, η σχέση του «ξένου», του φοιτητή εν προκειμένω, με τον "άλλον", είτε αυτός είναι με τη μορφή μιας γηραιάς κυρίας, είτε ενός νεαρού φοιτητή (που δεν είναι από το Χαλ βέβαια, αλλά είναι Βρετανός), είτε ένας καταθλιπτικός μεσήλικας. Μέσα από τη σχέση αυτή οι ήρωες των ιστοριών του Μητά, καταπολεμούν (όσο μπορούν) την μοναξιά τους, γνωρίζουν την διαφορετική κουλτούρα, γνωρίζουν όμως και τον εαυτό τους – οι ιστορίες λοιπόν, μπορούν να αναγνωσθούν και ως μαθήματα αυτογνωσίας και συντροφικότητας, όπου μέσα από τις αντιθέσεις προκύπτει η ανθρωπιά και η αλληλοκατανόηση, η ικανότητα για συνύπαρξη και η ανάγκη για το ανθρώπινο χέρι που θα απλωθεί την κατάλληλη (;) στιγμή.

Η κυρία Ρότζερς της πρώτης ιστορίας που έχει ως τίτλο «Κεντρική Βιβλιοθήκη» ζει μια πολύ μοναχική και «περίκλειστη» ζωή, χωρίς συναναστροφές και φιλίες. Κάνει βόλτες ή πάει για ψώνια με το ποδήλατό της, ενώ απασχολείται ως ταξιθέτρια στην κινηματογραφική λέσχη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Χαλ. Τακτικός (ίσως ο τακτικότερος τους τελευταίους μήνες) θαμώνας της λέσχης είναι ένας νεαρός Ισπανός φοιτητής, ο οποίος της χαμογελάει και την χαιρετάει κάθε φορά που πηγαίνει εκεί – νιώθει ότι είναι ο μόνος που την «βλέπει», που δεν του είναι αόρατη.
Η κα Ρότζερς επιθυμεί διακαώς να προσκαλέσει τον φοιτητή για ένα φλυτζάνι τσάϊ για να του ανταποδώσει μ’αυτόν τον (τυπικά Βρετανικό) τρόπο την ευγενική του συμπεριφορά. Όταν έρχεται αυτή η στιγμή, και μετά το τσάι ακολουθεί το κονιάκ, ο συγγραφέας πραγματοποιεί ένα κινηματογραφικό «fade-out» – δεν γνωρίζουμε την συνέχεια της βραδιάς , επανερχόμαστε όταν η κα Ρότζερς ξυπνάει στον καναπέ του σαλονιού της «λουσμένη στο φως του πρωινού» γεμάτη χαρά. «Στηρίζεται στους αγκώνες και κοιτάζει γύρω της., προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα τη χρυσή αχλή. Αναγνωρίζει το σαλόνι της. Είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, σκεπασμένη πρόχειρα με δυό κουβέρτες. Οι κουρτίνες αφήνουν ένα μεγάλο άνοιγμα, απ’όπου ξεχύνεται ο καταρράκτης του φωτός. Στ’αριστερά της, η αντανάκλαση του ήλιου στον καθρέφτη της ντουλάπας εξαϋλώνει σχεδόν το δωμάτιο μέσα σε μια χρυσαφένια έκρηξη.»

Στην δεύτερη ιστορία, με τίτλο «Ντόναλντ και Τζόυ» περιγράφεται η χαλαρή φιλική σχέση μεταξύ ενός έλληνα μεταπτυχιακού φοιτητή και του Ντόναλντ, ενός Σκωτσέζου πρωτοετή φοιτητή Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Χαλ, ο οποίος συνοδεύεται από το σκυλί του, την Τζόυ - ένα σκυλί για τυφλούς, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή από τα μάτια της. Και οι δύο αισθάνονται απομονωμένοι και αμήχανοι σε ένα ξένο τόπο – ο Ντόναλντ πρώτη φορά φεύγει από την ασφάλεια του σπιτιού του, προσπαθεί να ανοίξει τα φτερά του.
Όταν εκείνο το μοιραίο βράδυ, ο νεαρός έλληνας θα συναντήσει τον Ντόναλντ στο κλάμπ παρέα με κάποιον συμφοιτητή του και δύο όμορφες κοπέλλες, διακρίνει στην έκφραση του Ντόναλντ ότι κάτι έχει αλλάξει. Ο νεαρός τυφλός φίλος του είναι ερωτευμένος με τη μία από τις κοπέλλες, αλλά λίγο αργότερα που εκείνη θα χορέψει με τον φίλο του Ντόναλντ, ο έλληνας θα τους δει να χαϊδεύονται – ο Ντόναλντ βεβαίως δεν έχει καταλάβει τίποτα, αλλά τις προσεχείς ημέρες – εβδομάδες, η στιγμή της συνειδητοποίησης του ανέφικτου της προσπάθειάς του δεν θα αργήσει βουλιάζοντας τον σε μια βαθιά μελαγχολία. Η συναισθηματική «εκπαίδευση» του νεαρού Σκωτσέζου θα είναι απότομη και σκληρή και όλο αυτό το βάρος θα τον συνθλίψει. «Παρουσίαζε την εικόνα ενός ανθρώπου που, ενώ παλεύει με καταστάσεις που τον ξεπερνούν, έχοντας επιστρατεύσει τις εφεδρείες των δυνάμεών του, πασχίζει να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του. Ήταν καταπονημένος. Είχε αδυνατίσει πολύ, το περήφανο παράστημά του είχε καμφθεί, το πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο, και στο δροσερό, όμορφο στόμα ζωγραφιζόταν μια έκφραση πόνου, νευρικότητας και αγωνίας. Μολοταύτα, ένα καινούργιο φως, ένα νέο, σκληρό αλλά ανεκτίμητο φορτίο έμοιαζε να ενδημεί στο πρόσωπό του, προσδίδοντάς του μια διαφορετική λάμψη και ομορφιά. Η Τζόυ, με το παραπονεμένο βλέμμα, τη νευρική κίνηση των αυτιών και τη χαμηλωμένη ουρά, συμπλήρωνε την εικόνα.»

Η τρίτη ιστορία με τον τίτλο «Ένα ποτήρι μπίρα» κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την συλλογή διηγημάτων του Μητά. Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι βρίσκονται να συγκατοικούν σε ένα σπίτι του Χαλ. Ο μεσήλικας (θηριώδης σε εμφάνιση) Στηβ πρώην χτίστης, νοικιάζει ένα δωμάτιο στον Αζίζ, τον Τούρκο απ’το Κουσάντασι που βρίσκεται τελείως έξω από τα νερά του στην πόλη. Ο Στηβ γεμίζει τον διστακτικό Αζίζ με ψεύτικες ιστορίες από ταξίδια σε όλα τα μέρη της γης, με μυθικά κατορθώματα και μικρούς ηρωισμούς για να καλύψει την δυστυχία και την μοναξιά που τον περιβάλλει. Όταν ο Αζίζ διαπιστώνει ότι ο Στηβ που τον προσκαλεί καθημερινά στις 7.30 για ένα ποτήρι μπίρα στην κοντινή παμπ, δεν πηγαίνει ούτε κι εκείνος εκεί, αποφασίζει να τον ακολουθήσει διακριτικά, να μάθει που εξαφανίζεται κάθε βράδυ (καμιά φορά κι ολόκληρη τη νύχτα) για να ξεκλειδώσει το μυστικό του.
Αυτό που ανακαλύπτει, το ανύπαρκτο της ζωής του Στηβ, θα είναι πιο εκκωφαντικό κι από τον ισχυρότερο κρότο. Καθώς ακολουθεί τον Στηβ στις αποβάθρες, ο Αζίζ θα έρθει αντιμέτωπος με τις δικές του φοβίες, τους δικούς του εφιάλτες και τη στιγμή που ο Στηβ θα βγάλει την απεγνωσμένη κραυγή, τον τελευταίο λυγμό, αυτός ανήμπορος να τον βοηθήσει θα «μαρμαρώσει» συνειδητοποιώντας την δικιά του αδυναμία. «Ο Αζίζ έμεινε να κοιτά σαν μαγνητισμένος την έρημη αποβάθρα, τους σκούρους όγκους των αποθηκών, τους σκελετωμένους γερανούς, τα θλιβερά κουφάρια των πλοίων. Είχε αποδεχτεί την πρόσκληση – και ήταν εκεί, μόνος μέσα στη Νύχτα. Ο συγκάτοικός του είχε χαθεί – δεν υπήρχε ίχνος ζωής σ’εκείνο τον έρημο τόπο. Το θάρρος στράγγιξε από την καρδιά του. Προς στιγμήν ένιωσε ότι όλα, ο ερχομός του στην Αγγλία, η γνωριμία με τον Στηβ, η αλλόκοτη ζωή του ασπρομάλλη γίγαντα και η ατέλειωτη αποψινή περιπλάνηση δεν είχαν παρά έναν και μοναδικό σκοπό: να τον οδηγήσουν εκεί, μπροστά στον Φόβο, εκεί που ποτέ πριν δεν είχε τολμήσει να πάει – και τώρα θα έπρεπε να συνεχίσει μέχρι το τέλος, ή να κάνει πίσω και να φύγει, όσο ήταν καιρός.»

Μέσα από τις σελίδες μοναξιάς των εξαιρετικών ιστοριών του Γ.Μητά, αναπνέει η ελπίδα και η πίστη στη ζωή. Διαβάζοντας το βιβλίο είχα την αίσθηση ότι μεταφερόμουν σε σκηνικό κάποιας ταινίας του Κεν Λόουτς. Μουντός και γκρίζος ο ουρανός, δυστυχισμένοι και ξεζουμισμένοι άνθρωποι, όλα παγωμένα και ακίνητα με τον ποταμό Χάμπερ βρώμικο και άσχημο να δίνει την απαραίτητη πινελιά της βαριάς θλίψης, το Χαλ ουσιαστικός πρωταγωνιστής του βιβλίου βαραίνει με τη σκιά του τις σελίδες.
Οι ιστορίες με τις οποίες παρουσιάζεται στα ελληνικά γράμματα ο συγγραφέας, αποπνέουν ευαισθησία και καλαισθησία, κομψότητα ύφους και αριστοτεχνικής γραφής, σκληρής δουλειάς με στέρεες λογοτεχνικές βάσεις αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας και των κυριότερων εκπροσώπων αυτής. Ακόμα και το «γοτθικό» ύφος του τελευταίου διηγήματος, έρχεται και δένει απόλυτα με το χαμηλότονο και μινιμαλιστικό στυλ των προηγούμενων ιστοριών συνεχίζοντας την περιγραφή των αισθημάτων των ηρώων κάτω από τον σκούρο ουρανό της παρακμάζουσας πόλης του Γιορκσάιρ. Μακάρι η λογοτεχνική διαδρομή του (ιδιαίτερα σεμνού) συγγραφέα να είναι ανάλογη.


_______________________________________

Στην εκπομπή Booktalks που παρουσιάζω κάθε Σάββατο στο Amagi radio, ο Γ.Μητάς ήταν καλεσμένος μου στις 12 Ιανουαρίου. Είχαμε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα γύρω από το βιβλίο αλλά και για την διαμονή του στο Χαλ. Ακούστε την εκπομπή στο podcast που βρίσκεται παρακάτω. Καλή ακρόαση

 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013 | Permalink
Διασυρμός


Ελεγειακό και λυρικό, παραληρηματικό και άναρχο, ερωτικό και παθιασμένο, γεμάτο χιούμορ και ζωντάνια, είναι το θαυμάσιο μυθιστόρημα του συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, (Τρίκαλα, 1960), με τον εύγλωττο τίτλο «ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ», (Εκδ. Εστία, σελ.183). Είναι ένα βιβλίο που το διαπερνά απ’άκρη σ’άκρη, η φράση-motto «Δύο ειδών άνθρωποι υπάρχουν: Εμείς!», η οποία συμπυκνώνει την κοσμοθεωρία του ήρωα (ουσιαστικά μυθιστορηματική περσόνα του συγγραφέα), Νίκου Βελή.

Ακατάσχετο name-dropping διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου, σχεδόν χάνεις τον λογαριασμό. Έλληνες και ξένοι συγγραφείς, ποιητές, μουσικοί, τραγούδια, μπαρ, ταβέρνες, εστιατόρια, αίθουσες κινηματογράφων παρελαύνουν με ρυθμό δαιμονικό μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη. Μέρη του κέντρου της Αθήνας (όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της νουβέλας), Εξάρχεια (Καλλιδρομίου και οι γύρω δρόμοι), Πατησίων, Ακαδημίας – η παρέα των «ηλεκτρολεττριστών» (ένας πρωτότυπος όρος δημιούργημα του συγγραφέα) υπό το σύνθημα «Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε» ερωτεύονται παθιασμένα (πάντα υπό τη φράση του Μπρετόν «ο έρωτας θα είναι συγκλονιστικός ή δεν θα υπάρχει καθόλου» - ή κάπως έτσι τέλος πάντων, ανάλογα τον μεταφραστή), τσακώνονται για πράγματα τύποις επουσιώδη (ποιος δίσκος του Captain Beefheart είναι ο καλύτερος) αλλά στην ουσία εξαιρετικά σημαντικά για την ύπαρξή τους, κλαίνε στις ταινίες που τους συγκινούν, κάνουν φάρσες, γνωρίζουν φάτσες σε καφενεία και μπαρ με τις οποίες μπορούν να κολλήσουν για μέρες/μήνες.

Το μυθιστόρημα - ιδιότυπο "Αθηναιογράφημα", του Μπαμπασάκη διατρέχει τις δεκαετίες 80 και 90 – ουσιαστικά ξεκινάει από το 1991 αλλά αναφέρεται ο πρότερος (έντιμος ή όχι) βίος – και φθάνει έως τις μέρες μας, χωρισμένο σε κεφάλαια που αναφέρονται σε χρονολογίες. Βεβαίως η αρχή είναι το τέλος, αφού το πρώτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε μια σπαρταριστή διαδικτυακή συνομιλία μέσω Facebook (η οποία έλαβε χώρα μόλις προ μερικών μηνών), υποδεικνύοντας ότι αυτές οι 183 σελίδες θα μπορούσαν να αποτελούν και ένα work in progress, ένα βιβλίο εν εξελίξει, το οποίο δεν σταματάει αλλά συνεχίζεται εις το διηνεκές. Η γραφή είναι (απολύτως ελεγχόμενα) παραληρηματική και «αυτόματη», οι φράσεις επαναλαμβάνονται τονίζοντας την ζωντάνια και την «κίνηση» του κειμένου και παρά το πολύ και ωραίο χιούμορ, η μελαγχολία διαπερνά την ραχοκοκκαλιά του βιβλίου, ένα ελεγειακό ύφος που (κυρίως για όσους από εμάς ζήσαμε και κινηθήκαμε πάνω κάτω στα ίδια μέρη) μεταδίδεται στον αναγνώστη μεταφέροντας (όπως σωστά διατύπωσε η φίλη Ιφιγένεια Θεοδωρίδου) την αίσθηση ενός «υπέροχου ρέκβιεμ».

«Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη ως Νεαρού Ηλεκτρολεττριστή: Σπουδάζει. Τα παρατάει. Προτιμάει αυτοδίδακτος αυτοσχέδιος αυτοβιογραφούμενος. Ένας συνδυασμός Παπαδιαμάντη, Ντοστογιέφσκι, Σελίν, και με έναν τρόπο που το μυστικό του μονάχα ο Thomas Pynchon κατέχει, θα γίνει πρωτοπόρος καταβυθιζόμενος στην παράδοση, θα γίνει καινοτόμος από λατρεία για το παλιό που χάνεται, θα γίνει αιωνίως νεανίας γερνώντας πολύ πιο γρήγορα από τους παλιόφιλούς του. Οι αντιφάσεις είναι, ενίοτε, οι νότες στην παρτιτούρα όπου από το χάος γεννιέται μορφή και από την σκόρπια ζωή δομείται μια νέα αρχιτεκτονική.»

Ο ερωτισμός είναι διάχυτος στο βιβλίο. Συνεχώς πέφτουμε πάνω στην (δάνεια όπως αναφέρει ο συγγραφέας) υπέροχη έκφραση «γυναικογυναίκα μου» καθώς ο ήρωας αναφέρεται συνεχώς κατ’αυτόν τον τρόπο στην σύζυγό του, ο λυρισμός – υπόκλιση στον θεό Έρωτα είναι διάχυτος στην ατμόσφαιρα καθώς έτσι με απολύτως ερωτικό τρόπο (και ευγενή σεβασμό) παρελαύνουν οι θηλυκές παρουσίες στο βιβλίο, «δυναμώνοντας» το αίσθημα γοητείας και έλξης που σου ασκεί η ανάγνωση των σελίδων.

«Δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ότι δεν έχουμε ζήσει.»

Ο «Διασυρμός» είναι μια απολύτως επιτυχημένη απόπειρα να αποτυπωθεί η ατμόσφαιρα της εποχής, μιας περιόδου 30 ετών υπό το πρίσμα και την (απολύτως) προσωπική ματιά (όχι σε γεγονότα πολιτικοκοινωνικά - αυτά απουσιάζουν εντελώς) σε καταστάσεις και δρώμενα μιας ζωής λογοτεχνικής γεμάτης πάθος και ποτό – πολύ ποτό. Κάποιοι από τους «ήρωες» του βιβλίου τα κατάφεραν και πορεύονται δυνατότεροι πλέον προσαρμοσμένοι στους ρυθμούς της εποχής, «ενταγμένοι» ή μη, σοφότεροι και πιο ήρεμοι, άλλοι χάθηκαν νωρίς – ο μέγας Καρούζος, ο Βακαλόπουλος, ο Λάγιος, η Αθήνα δεν είναι πια αυτή που ήταν, οι «κακομούτσουνοι» εξακολουθούν να υπάρχουν γύρω (τους / μας) και ο Μπαμπασάκης, «διασυρόμενος» και αιωνίως αυτοσαρκαζόμενος, αλλά πάντα «αιχμάλωτος των βιβλίων» έγραψε ένα σαγηνευτικό (και ιδιαιτέρως εθιστικό) μυθιστόρημα με υπέροχο «soundtrack» (αφού τα μουσικά κομμάτια που παρελαύνουν στις σελίδες του είναι κορυφαία), από το οποίο δεν μπορείς να ξεκολλήσεις.

«Και κοπανάγαμε, παρέες, μες στη μέση της Δεκαετίας του Ογδόντα, τα πλήκτρα της γραφομηχανής, γράφοντας ενίοτε όλοι μαζί, το δικό μας Βιβλίο της Ανησυχίας, ξεσκισμένα μελοδράματα να είναι και δανεικοί καημοί, και αίνοι στον οίνο, και εικονοστάσια ανωνύμων αγίων, αλλά και πολυσέλιδα πορτρέτα των Αγαπημένων και τα εκδίδαμε πάντα σχεδόν ταυτόχρονα εμείς της παρέας, στους ίδιους εκδότες, καθώς έτσι δέναμε το ατσάλι της φιλίας, και έτσι μετά προχωρούσαμε στην κατασκευή και καταχώρηση αναμνήσεων, μιας και η ζωή άλλο δεν είναι παρά η επινόηση του μέλλοντός μας και η αναδημιουργία του παρελθόντος και το γόνιμο rocknroll circus του παρόντος, για σκέψου, με βιβλία δικά μας στις προθήκες από πιτσιρικάδες, μόλις που είχε βγεί απ΄το αβγό η Δεκαετία του Ογδόντα και σκάμε στο κουρμπέτι, μειράκια, ο Τζώρτζης με το βιβλίο του για τον Bob Dylan, ο Μανώλης ο Νταλούκας με το δικό του για τον Jim Morrison, και ο ταπεινός σας ανταποκριτής από τα μέτωπα του πυρός όπου μανιάζει η μάχη της Δημιουργικότητας ενάντια στην μπαφιασμένη Οκνηρία, το δικό του για την Marilyn Monroe, για φαντάσου, κι ύστερα, μεθυσμένοι και τίγκα στη λογοτεχνία (τίγκα στον Αγιονικοκαρούζο και στην λοκομοτίβα Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης), εκστασιασμένοι από τα αεροπλανικά κόλπα που έκαναν κάτι μυστήριοι παίκτες/ρέκτες του σινεμά (θυμήσου το All that Jazz, φαντάσου μας να ξετρελαινόμαστε με το Αλονζανφάν, δέξου ότι μας διασάλευσε για πάντα το Τρένο της Μεγάλης Φυγής), οδηγηθήκαμε στον παλμό των ερτζιανών, ραδιοπειρατές αρχικά, κι έπειτα επίσημοι στο Ραδιομέγαρο, ο δανδής Θοδωρής Μανίκας με το «Άς το να κυλάει», ο βελούδινος Βακαλόπουλος ο Χρήστος να μας ξεναγεί στον μαγικό κήπο των Kinks, του λόγου μου να υπογράφω την εκπομπή-σύνθημα «Κάντε Πέρα την Εσπέρα» στο Δεύτερο Πρόγραμμα.»

________________________________________________________
 
Ακούστε σε podcast την εκπομπή Booktalks, της 5ης Ιανουαρίου 2013 (πρώτη εκπομπή της χρονιάς), στην οποία ήταν καλεσμένος ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα όχι μόνο για τον «Διασυρμό» αλλά γενικότερα για την λογοτεχνία και την μουσική. 
Σας υπενθυμίζω ότι η εκπομπή μεταδίδεται κάθε Σάββατο στις 2μ.μ., από το διαδικτυακό ραδιόφωνο Amagi Radio. Καλή ακρόαση









 
Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2013 | Permalink
Booktalks at Amagi radio - Εκπομπή του Σαββάτου 29/12/12
Η εκπομπή του Σαββάτου 29/12, τελευταία της χρονιάς που έφυγε, με καλεσμένο τον συγγραφέα, δημοσιογράφο και παρεμβατικό Blogger, Μανώλη Ανδριωτάκη, είναι online.

Στην εκπομπή κάναμε μια μικρή αναγνωστική ανασκόπηση του 2012, ακούσαμε πολλή μουσική και συζητήσαμε όχι μόνο για βιβλία αλλά και για πολλά (θέλω να πιστεύω ενδιαφέροντα) θέματα. Καλή ακρόαση



 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2013 | Permalink
Το πρόβλημα Σπινόζα


«Ένας ελεύθερος άνθρωπος που ζει ανάμεσα στους ανίδεους πασχίζει όσο περισσότερο μπορεί ν’αποφεύγει την εύνοιά τους.»

Μπορεί ο δημοφιλέστατος (στη χώρα μας) ψυχίατρος και συγγραφέας, Irvin D. Yalom (Η.Π.Α.,1931) να μην είναι ο τόσο μεγάλος συγγραφέας που οι πιστοί του θεωρούν ότι είναι, δεν είναι όμως σίγουρα κάποιος που μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον λάτρη της λογοτεχνίας. Κάποια από τα έργα του είναι πολύ καλά, κάποια είναι μέτρια, σε άλλα βαριέσαι και τη ζωή σου διαβάζοντάς τα. Πολυγραφότατος και πληθωρικός, τολμάει συχνά-πυκνά να «αναμετρηθεί» με μεγάλα πνεύματα της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας με τα μυθιστορήματά του («Όταν έκλαψε ο Νίτσε» ή το εξαιρετικό «Η θεραπεία του Σοπενάουερ»), τα οποία ουσιαστικά χρησιμοποιεί ως «όχημα» για να περάσει τις βασικές αρχές της ψυχανάλυσης.
Στο πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ» («The Spinoza problem»), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Ε.Ανδριτσάνου, σελ.506), ένα (ομολογουμένως) σαγηνευτικό βιβλίο, ο συγγραφέας εξετάζοντας παράλληλα δύο τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, τον μεγάλο φιλόσοφο και πρωτοπόρο για την εποχή του, Μπαρούχ Σπινόζα (1632-1677) και τον θεωρητικό του Ναζισμού Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (1893-1946), φωτίζει πολλά σκοτεινά σημεία της ζωής του μεγάλου φιλόσοφου, αποτυπώνοντας με το γνώριμο του ύφος πως θεμελιώθηκε η αντισημιτική προπαγάνδα των Ναζί μέσω της εμμονής ενός ιδιοφυούς αλλά φανερά διαταραγμένου ανθρώπου.

Για τον Ρόζενμπεργκ που σ’όλη του τη ζωή προσπαθούσε να επιλύσει το «πρόβλημα Σπινόζα», ο Β Παγκόσμιος πόλεμος του πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία. Να πάρει την βιβλιοθήκη του μεγάλου φιλόσοφου, από το σπίτι όπου πέρασε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του, σε ένα χωριό έξω από το Άμστερνταμ, έτσι ώστε να διερευνήσει αυτό που τον βασάνιζε χρόνια τώρα, να μάθει τις επιρροές του Σπινόζα. Από αυτό το γεγονός – της αρπαγής της βιβλιοθήκης του φιλοσόφου -πήρε την αφορμή ο Γιάλομ να ασχοληθεί από τη μια με τη ζωή και τις ιδέες του Σπινόζα, εξετάζοντας από την άλλη τις απαρχές της αντισημιτικής προπαγάνδας.

Για τον Σπινόζα λίγα είναι τα ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία μπορεί να βασιστεί κάποιος. Καταγόμενος από εκλεκτή Εβραϊκή οικογένεια, ο νεαρός Μπαρούχ, θεωρείτο ο πλέον ιδιοφυής και μελετηρός μαθητής, ενώ η ενασχόλησή του με την οικογενειακή επιχείρηση εισαγωγής μπαχαρικών και ξηρών καρπών από χώρες της Ανατολής δεν τον εμπόδιζε να στοχάζεται, να προβληματίζεται και να σχολιάζει γύρω από την ύπαρξη του Θεού, την Βίβλο, το τελετουργικό της συναγωγής. Οι ιδέες του, τις οποίες δεν φοβόταν να συζητήσει ελεύθερα – τόνιζε τα μυθολογικά στοιχεία της Τορά, βρίσκοντάς τα «μη λογικά», προκαλούσε με ερωτήσεις όπως «Μπορεί ο Μωυσής να έγραψε για τον ίδιο του τον θάνατο;» - τον έφεραν σε ρήξη με το Ραβινικό κατεστημένο της τεράστιας εβραϊκής κοινότητας του Άμστερνταμ, αφού προσπαθούσε μέσα από «λογικά» επιχειρήματα να συζητήσει θέματα θεολογικά και χωρίς πολιτικά παιχνίδια – το γεγονός αυτό προκάλεσε τον «Αφορισμό» του, σε ηλικία μόλις 23 ετών. Από εκείνο το σημείο, από αυτή την τρυφερή ηλικία έζησε απομονωμένος, αφού η απόφαση αυτή, του στερούσε το δικαίωμα ακόμα και της απλούστερης συναναστροφής με κάθε Εβραίο, ακόμα και με την ίδια του την οικογένεια. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα που φιλοξενήθηκε από μια Χριστιανική οικογένεια, αποσύρθηκε σε ένα χωριό, μόνος με τα βιβλία του, ασχολούμενος (για βιοποριστικούς λόγους) ως οπτικός και γράφοντας τα βιβλία του, τα οποία δεν εκδίδοντο με το όνομά του. Ο Σπινόζα διακήρυσσε τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, θεωρούσε ότι ο Θεός ισοδυναμεί με την Φύση και ότι, τα πάντα ακολουθούνε τους νόμους αυτής. Ιδέες πρωτοποριακές για την εποχή τους, οι οποίες αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του «Διαφωτισμού» που όμως προκάλεσαν την μήνιν όχι μόνο των Εβραίων (αυτοί έτσι κι αλλιώς τον είχαν αποβάλλει από την κοινότητά τους) αλλά και των Χριστιανών. Ο Σπινόζα έζησε μια μοναχική και ουσιαστικά άγνωστη ζωή μέχρι τον θάνατό του σε ηλικία μόλις 45 ετών, και τα στοιχεία που υπάρχουν για τον βίο του είναι ελάχιστα, η ζωή του μυθιστορηματικά δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, οι ιδέες του όμως τεράστιο.

«Και είναι απολύτως επιτρεπτό, από το ανώτατο δίκαιο της Φύσης, όλοι οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν τη σαφή λογική, για να προσδιορίσουν πώς να ζούν με τρόπο που θα τους επιτρέψει να ευδοκιμήσουν.»

Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, με Εσθονική καταγωγή και Εβραϊκές ρίζες, από μικρός διαμορφώνει την εθνικιστική ιδεολογία του. Φανερά επηρεασμένος από το βιβλίο του Τσάμπερλεν που είχε ως τίτλο «Τα θεμέλια του 19ου αιώνα», ένα ψευδοϊστορικό αντισημιτικό κείμενο (το οποίο όμως είχε τεράστια επίδραση σε πολύ κόσμο), περί υπεροχής της «Αρείας φυλής», βρίσκεται να εργάζεται ως δημοσιογράφος-αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Παρατηρητής», η οποία αποτέλεσε την εμπροσθοφυλακή του Χίτλερ στην προσπάθεια του να καταλάβει την εξουσία. Ως θαυμαστής του Γκαίτε στη νεαρή του ηλικία, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θαυμασμό του ειδώλου του, για τις ιδέες του Σπινόζα. Δεν μπορεί να κατανοήσει πως γίνεται αυτός ο κολοφώνας του Γερμανικού πνεύματος,να επηρεάστηκε από έναν Εβραίο και σ’όλη του τη ζωή θα προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να αποδείξει ότι οι ιδέες του Σπινόζα δεν ήταν δικές του αλλά ήταν αποτέλεσμα λογοκλοπής των κειμένων των αρχαίων Ελλήνων. Μια ζωή θα προσπαθήσει να επιλύσει το «Πρόβλημα Σπινόζα» (όπως συνεχώς λέει) χωρίς όμως επιτυχία.
Από την άλλη, με τις ιδέες του επηρεάζει και (κατά μεγάλο βαθμό) ρετουσάρει και ουσιαστικά διαμορφώνει την ιδεολογία του Ναζισμού. Είναι δίπλα στον Χίτλερ μέχρι τη στιγμή που εκείνος θα ανελλιχθεί στην εξουσία. Μετά όπως σχεδόν όλοι όσοι γνώριζαν τον Χίτλερ προτού αποκτήσει τις εξουσίες που είχε, περνάει σε δεύτερη μοίρα, γράφοντας και εκδίδοντας όμως το δεύτερο πιο επιτυχημένο εθνικοσοσιαλιστικό βιβλίο (που πολλοί διάβασαν αλλά ουδείς κατάλαβε), με τίτλο «Ο μύθος του 20ου αιώνα», ιδεολογικό θεμέλιο του Ναζισμού και «αιτιολόγηση» του ολοκαυτώματος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα είναι υπεύθυνος για την ERR («Einsatztab Reichsleiter Rosenberg»), την οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος για την «συλλογή» αντικειμένων τέχνης από τα μουσεία των κατακτηθέντων πόλεων.Θα εκτελεστεί μετά την Δίκη της Νυρεμβέργης.

Ο Γιάλομ γνωρίζοντας την δυσκολία του εγχειρήματός του, καθώς δεν υπάρχει αρκετό υλικό για μυθοπλαστική κατασκευή, εισάγει στο βιβλίο του δύο χαρακτήρες, οι οποίοι συνδέονται φιλικά με τους ήρωες, συζητώντας μαζί τους εξαντλητικά, ουσιαστικά ψυχαναλύοντάς τους, ο Φράνκο, υπαίτιος και αφορμή της περιπέτειας του Σπινόζα, ο οποίος εξελίσσεται σε μοναδικό του φίλο μέσα από τα χρόνια και που οι διάλογοι μεταξύ τους κάνουν κατανοητή την φιλοσοφία του δεύτερου, και ο ψυχίατρος Φρήντριχ, ο οποίος γνωρίζοντας τον Ρόζενμπεργκ από παιδί, προσπαθεί μέσω της ψυχοθεραπείας να τον ηρεμήσει (διότι το να τον «βοηθήσει» είναι αδύνατον), ενώ προσπαθεί να του κάνει την φιλοσοφία του Σπινόζα πιο κατανοητή.
Ο Γιάλομ ακολουθεί αυτό το στυλ γραφής στα περισσότερα βιβλία του, αλλού με μεγαλύτερη, αλλού με μικρότερη επιτυχία. Στο «Πρόβλημα Σπινόζα», αυτή η μέθοδος τις περισσότερες φορές πετυχαίνει αφού οι «ψυχαναλυτικές» συζητήσεις είναι συνήθως ενδιαφέρουσες, αλλά υπάρχουν και σημεία όπου ο αναγνώστης κουράζεται από την φλυαρία και την συχνή επανάληψη εννοιών και όρων.

Οι χαρακτήρες των Σπινόζα και Ρόζενμπεργκ, οι δύο αντίθετοι πόλοι – το Καλό και το Κακό, αναδεικνύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ως εξαιρετικοί μυθιστορηματικοί ήρωες, ενώ οι φιλοσοφικές συζητήσεις ιδιαίτερα λεπτομερείς και αναλυτικές βοηθάνε τον μέσο αναγνώστη να κατανοήσει τις βασικές αρχές της φιλοσοφίας του Σπινόζα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον βέβαια έχει και η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ενός καθαρού ιδεολόγου του Σκότους και φανατικό ρατσιστή.

«Αν βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν συμφωνούν καθόλου με τη φύση μου, δεν θα μπορώ καθόλου να προσαρμοστώ σ’εκείνους χωρίς να μεταβάλω σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό μου.»

Οι σελίδες του βιβλίου που αναφέρονται στον Αφορισμό του Σπινόζα, η εσωτερική του πάλη, η απομόνωσή του που ακολουθεί, είναι συγκλονιστικές, ενώ δεν πάνε πίσω τα κομμάτια του βιβλίου που περιγράφουν την προσπάθεια του μονήρη και καταθλιπτικού Ρόζενμπεργκ να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες του, τα οποία προσφέρουν δραματουργική ένταση και δράση. Η μυθιστορηματική αναπαράσταση του Άμστερνταμ του 17ου αιώνα είναι εξαιρετική, ενώ οι συζητήσεις των Χίτλερ-Ρόζενμπεργκ και η απεικόνιση της εποχής της ανόδου του πρώτου στην εξουσία προβληματίζουν και μας διδάσκουν για το πώς δημιουργείται «το αυγό του φιδιού».

Εν κατακλείδι, ένα πολύ ωραίο ιστορικό-φιλοσοφικό μυθιστόρημα, το οποίο παρά τον έντονο διδακτισμό του και τις κάπως κουραστικές ψυχαναλυτικές συζητήσεις (που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του) με φορμαλιστικό ύφος που θυμίζουν «θεραπείες», είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ως προς την σύλληψη, αποδίδει πολύ ζωντανά τους ιστορικούς χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα των δύο εποχών και πετυχαίνει απόλυτα στην απόδοση του πνεύματος του Μπαρούχ Σπινόζα.


 _____________________________________________________

Θα ήθελα να ευχηθώ στους αναγνώστες και φίλους του blog, το 2013 να είναι καλύτερο από την προηγούμενη χρονιά σε όλα τα επίπεδα, προσωπικά, επαγγελματικά αλλά και με περισσότερη αναγνωστική απόλαυση. Από αυτό εδώ το ιστολόγιο, θα προσπαθήσω να συμβάλλω σ’αυτό.