Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2023 | Permalink
Λάδι σε καμβά
Με το όγδοο μυθιστόρημα του (σε μια λογοτεχνική διαδρομή σαράντα χρόνων) με τίτλο «ΛΑΔΙ ΣΕ ΚΑΜΒΑ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.213)ο εξαιρετικός συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος (Αθήνα 1943), συνεχίζει στο ίδιο ύφος με το πολύ καλό προηγούμενό του βιβλίο «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», να περιγράφει με πανοραμικό τρόπο μια εποχή. 
Και αν στο προηγούμενο «μεταφερόμαστε» στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘50, στο «Λάδι με καμβά» διαβάζουμε μια υπέροχη ιστορία που εκτυλίσσεται στην κύρια μορφή της από τα μέσα της δεκαετίας του 60 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αν και το βιβλίο χρονικά διατρέχει μια περίοδο 35 περίπου χρόνων, έως τις αρχές του 21ου αιώνα.
 

Το «Λάδι σε καμβά», μυθιστόρημα πολυεπίπεδο, έχοντας ως βάση (και αφορμή) την ιστορία του Σπύρου, που τον γνωρίζουμε αισιόδοξο 20άρη και τον αφήνουμε ηττημένο μεσήλικα, μπορεί να θεωρηθεί «μυθιστόρημα μαθητείας» καθώς τυπικά έχει τα στοιχεία που θα το χαρακτηρίσουν ως τέτοιο. Η ιστορία του ήρωα, που θα μπορούσε να είναι η ιστορία ενός οποιουδήποτε νέου που μεγάλωνε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, είναι μια ιστορία διάψευσης ονείρων και απότομης προσγείωσης στην πραγματικότητα, μια ιστορία ενός καθημερινού ανθρώπου που αλλιώς τα ονειρεύτηκε και αλλιώς του ήρθαν.
 
Το βιβλίο θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε δύο μέρη, το ένα φωτεινό, το δεύτερο σκοτεινό. Το καλοκαίρι του ’66, ο Σπύρος σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών και με ταλέντο στη ζωγραφική, φιλοξενείται σε ένα νησί του Αιγαίου (που έχει πολλά στοιχεία της Λέσβου), από την οικογένεια ενός ζωγράφου που διαμένει μόνιμα στο νησί. Ο ζωγράφος Φαίδων Καραλής, φίλος από παλιά του πατέρα του, έχει αποτραβηχτεί εκεί, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου ζει με τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά, την Ειρήνη που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη από τον Σπύρο, τον Τζώρτζη που ήταν συνομήλικός του και την δωδεκάχρονη Γωγώ. Ο Σπύρος προερχόμενος από μια αστική Αθηναϊκή οικογένεια (με τον έμπορο πατέρα του να έχει καταπνίξει την αγάπη του για την μουσική, ασχολούμενος με το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών με ένα μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας), βρίσκεται στο ολοφώτεινο και ξέγνοιαστο καλοκαιρινό τοπίο, με μια παρέα που μπορεί εκ πρώτοις να μην έχει κοινά στοιχεία, αλλά τους ενώνει η νιότη και η δίψα για ζωή.
 
«Τότε, μέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος όλος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών. Μαζί μ’ εμάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαμε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις μπουάτ της Πλάκας, τον Τιπούκειτο, την Απανεμιά, το Συμπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες. Αντί για τις ντιζέζ με τα μικρόφωνα, νέοι τραγουδιστές, κορίτσια και αγόρια που θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές μας στη Σχολή, παιδιά κι εκείνα σαν εμάς, με φωνές απλές, χωρίς στόμφο, έλεγαν τα καινούργια τους τραγούδια πάνω σε στίχους που είχαν καθαρή ποίηση. Το φως μιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε κι εμείς, απομακρυσμένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυμμένοι στις παραμελημένες γειτονιές της, φέρναμε τον καινούργιο.»
 
Σύντομα, ο νεαρός Αθηναίος, θα αποτελέσει «μήλο της έριδος», μεταξύ της Ειρήνης που σπουδάζει στην Αθήνα και δείχνει πιο απελευθερωμένη και της μικρής Γωγώς που τον πολιορκεί με όλο το πάθος της ηλικίας της και είναι ένα παιδί-γυναίκα, ωριμότερη συναισθηματικά από τα χρόνια της, η οποία προσπαθεί να βρει κώδικες προσέγγισης με τον Σπύρο, που δείχνει (και είναι) φανερά αμήχανος αν και υπερβολικά γοητευμένος. Ο Σπύρος νιώθει σωματική έλξη προς την μεγάλη αδελφή με την οποία υπάρχει έντονο ερωτικό παιχνίδι, αλλά βαθιά μέσα του αρχίζει να ερωτεύεται την Γωγώ, που παρά τους περιορισμούς της ηλικίας της, προσπαθεί να έρθει όλο και πιο κοντά του. Η καθοριστική στιγμή του βιβλίου, είναι όταν μετά από ένα βράδυ γλεντιού, ο Σπύρος και η Ειρήνη θα βρεθούν στο κρεβάτι του. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, θα δουν την Γωγώ να έχει ανοίξει την πόρτα του δωματίου και να τους παρατηρεί φρικαρισμένη. Η Γωγώ φεύγει ουρλιάζοντας, κλείνεται στο δωμάτιό της, το σπίτι ξυπνάει και η οικογένεια προσπαθεί να ηρεμήσει τη μικρή που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος υποχρεούται να φύγει – έτσι κι αλλιώς οι διακοπές του τελείωναν αλλά εκείνος νιώθει ιδιαίτερα ταπεινωμένος και ντροπιασμένος. Στο σπίτι του δεν θα πει τίποτα όταν φτάσει, αλλά ένα τηλεφώνημα που γίνεται μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, θα αποκαλύψει την αλήθεια στην οικογένειά του,
 
Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν μια Αθήνα σε σημείο αναβρασμού. Διαδηλώσεις, απεργίες, ο Σπύρος παρακολουθεί τα μαθήματα, κάνει παρέα με συμφοιτητές του που έχουν ταλέντο, φαίνεται ότι θα προχωρήσει σε ένα καλλιτεχνικό ύφος που του ταιριάζει, αλλά, όταν γίνεται το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, η ζωή του αλλάζει. Ο πατέρας του, ως πρώην αριστερός συλλαμβάνεται και στέλνεται εξόριστος στην μακρινή Ανάφη. Ο Σπύρος αναλαμβάνει το μαγαζί που φλερτάρει με την χρεωκοπία, καθώς ήταν παραμελημένο, και η μητέρα του δείχνει ανίκανη να το διαχειριστεί. Ο Σπύρος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μαθημάτων και αυξανόμενων υποχρεώσεων, ενώ η υγεία του πατέρα του χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Πάνω στην απόγνωσή του, θα απευθυνθεί σε έναν αξιωματικό που γνώρισε στο νησί το καλοκαίρι, κι εκείνος θα του ζητήσει ως αντάλλαγμα να γίνει ο πληροφοριοδότης του στη Σχολή. Ο Σπύρος μπορεί να δείχνει ότι συγκατανεύει σιωπηρά για να σώσει τον πατέρα του, αλλά η απόφασή του είναι να μη ξαναπατήσει στη Σχολή, απαρνούμενος το όνειρό του και την Τέχνη που αγαπούσε. Πολλά χρόνια αργότερα, μια έκθεση ζωγραφικής και ένας πίνακας θα του θυμίσουν τη χαμένη του νιότη και τα όνειρα που πήγαν στράφι.
 
«… Όσες όμως φορές (το ήξερα αυτό) είχα επιχειρήσει να αντιγράψω, έβγαινε κάτι άλλο, που είχε λιγότερη σχέση με το ξένο έργο και περισσότερη μ’ εμένα ∙ γιατί κάθε πίνακας, πέρα από το θέμα του, είναι και το σωματικό αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης ατομικότητας, που σημαίνει ακόμα και την ανατομία του χεριού, τον ρυθμό της αναπνοής, την πρόσληψη των χρωμάτων και των σχημάτων από την όραση του κάθε ζωγράφου. Τέλεια αντιγράφει μόνο όποιος τίποτα δεν έχει μέσα του.»



Οι περισσότερες σελίδες του βιβλίου, αφορούν τις ημέρες στο νησί. Η ατμόσφαιρα είναι φωτεινή, έχει πολλές στιγμές ανεμελιάς και αθωότητας, με έντονο το ερωτικό στοιχείο και με νοσταλγικό τόνο. Όταν όμως ο ήρωας επιστρέφει στην Αθήνα, η ατμόσφαιρα του βιβλίου βαραίνει, «τα χρώματα» γίνονται σκοτεινά, το υπαρξιακό στοιχείο κυριαρχεί ενώ υπεισέρχεται το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο με ψύχραιμη περιγραφή των ημερών που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, της επταετίας αλλά και των γεγονότων της Νομικής και του Πολυτεχνείου.

Όλοι οι ήρωες (κεντρικοί ή δευτερεύοντες χαρακτήρες) του βιβλίου, είναι άνθρωποι με ματαιωμένα όνειρα. Ο Σπύρος που η ζωή τον τραβάει άθελά του σε ένα μονοπάτι μιζέριας και μικροαστισμού, ο πατέρας του, που δεν αφήνει το πάθος του για τη μουσική να τον οδηγήσει, αλλά περιορίζεται σε ένα μαγαζί-τάφο των ελπίδων του (το οποίο θα «θάψει» και τον γιο του), ο ζωγράφος Καραλής που απογοητευμένος από τις κλίκες και τους συμβιβασμούς της Αθήνας, θα αποτραβηχτεί με την τέχνη του, στο νησί, είναι άνθρωποι - εκφραστές μιας προσωπικής ήττας, που ενδεχομένως να έχουν μετανιώσει για κάποιες επιλογές τους αλλά πλέον δεν μπορούν να τις αλλάξουν. Ο Σπύρος νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο για «προδοσία» απέναντι στη Γωγώ, το κουβαλάει σε όλη του τη ζωή και αυτοτιμωρείται με την επιλογή που κάνει για το μέλλον του.
 
Ο Πανσέληνος είναι ένας συγγραφέας που στις ιστορίες του εισέρχονται και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο οι Τέχνες, κυρίως η Μουσική. Στο «Λάδι σε καμβά», μπορεί να υπάρχει η μουσική αλλά πρωταγωνιστεί η Ζωγραφική. Γίνονται αναφορές σε γνωστούς ζωγράφους που ξεπήδησαν κατά τη διάρκεια της Χούντας, σε καλλιτεχνικά ρεύματα, ενώ υπάρχουν διάλογοι και προβληματισμός για τις τάσεις στη ζωγραφική. Ο αναγνώστης δε, του βιβλίου, θα βρει στις τελευταίες σελίδες του, και τον πίνακα που θα υπενθυμίσει στον ήρωα του, τις ημέρες του μοιραίου καλοκαιριού. Όπως δήλωσε δε, σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας, το μυθιστόρημά του, μπορεί να αναγνωσθεί και «η ιστορία ενός πίνακα».
 
Ο πανοραμικός τρόπος στο ύφος του Πανσέληνου – κάτι που το κάνει τόσα χρόνια, τόσο καλά -, δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες, με πολύ ζωντανές εικόνες και έξοχες περιγραφές των δρόμων της Αθήνας, χαρακτηρίζουν το βιβλίο που έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, είναι απλά γραμμένο αλλά πρώτιστα διαθέτει πολλά επίπεδα ανάγνωσης σε συνδυασμό με την αφηγηματική άνεση που διακρίνει τον συγγραφέα, η οποία έχει τέτοια δύναμη που, εισέρχεται μέσα στον αναγνώστη, προτρέποντάς τον διαρκώς να σταθεί και να σκεφτεί, να προβληματισθεί και να εστιάσει σε σημεία που ίσως στην αρχή να ξεπεράσει βιαστικά.
Γραμμένο με υπαινικτικό ύφος και αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, το «ΛΑΔΙ ΣΕ ΚΑΜΒΑ», αποδεικνύεται ένα βαθιά υπαρξιακό και ψυχολογικό μυθιστόρημα με ελεγειακά στοιχεία, δείγμα της μαεστρίας του συγγραφέα του.
 
«… Από τότε μετρούσα τη ζωή μου με τα καλοκαίρια. Ο υπόλοιπος χρόνος περνούσε μέσα σε πηχτό σκοτάδι και σε σιωπή, οι χειμώνες ήταν σημαδεμένοι από τις πικρές μέρες του πένθους που ήταν το πένθος της γενιάς μου για μια ζωή που το νήμα της είχε κοπεί πριν ακόμα ξεκινήσει.»
 
 
Βαθμολογία 83 / 100 


 
Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2023 | Permalink
Derek Raymond, "Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά"
Πώς μπορεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς ιδιαίτερη πλοκή να είναι συναρπαστικό; Ο Βρετανός Derek Raymond (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Robin (Robert) Cook) – (Λονδίνο 1931-1994), δίνει την απάντηση, με το έξοχο νουάρ μυθιστόρημά του «ΠΕΘΑΝΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ» («He died with his eyes open»), ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1984 στη Μεγάλη Βρετανία, σηματοδοτώντας την αρχή της σειράς των «Factory Novels» του συγγραφέα, και εκδόθηκε στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς, για πρώτη φορά στη χώρα μας, από τις (πολύ δημιουργικές και ανήσυχες) εκδόσεις Έρμα, σε μετάφραση της Β. Λιακοπούλου και επίμετρο της Χ. Παπαδημητρίου (σελ.292).


Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και στο κέντρο του βιβλίου, είναι ένας αρχιφύλακας που θα αφηγηθεί την ιστορία ενός φόνου που προσπαθεί να εξιχνιάσει παραμένοντας ανώνυμος καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος. Ο σαραντάρης μοναχικός κι απογοητευμένος απ’ όλα, αρχιφύλακας, που προτιμάει να δουλεύει μόνος και χωρίς ιδιαίτερες δεσμεύσεις, υπηρετεί στο Α14, ένα υποτιμημένο τμήμα της Σκότλαντ Γιαρντ που ερευνά ως επί το πλείστον, ανεξιχνίαστες υποθέσεις ή εκείνες που μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με θύματα που συνήθως δεν αναζητάει κανείς. Και η υπόθεση του σφαγιασμένου πτώματος που βρέθηκε σε ένα σκοτεινό δρομάκι μιας υποβαθμισμένης συνοικίας του Λονδίνου ήταν σίγουρα μια από αυτές.
 
Τα χαρτιά που βρέθηκαν στις τσέπες του νεκρού, δείχνουν ότι το όνομά του ήταν Τσαρλς Λόκσλι Άλγουιν Στάνιλαντ, αρκετά μακρύ όνομα για έναν μεσήλικα φτωχοδιάβολο που φαντάζονται όλοι ότι ήταν. Τον αρχιφύλακα από την αρχή τον απασχολεί, η βιαιότητα του φόνουž τι ήταν αυτό που προκάλεσε τόσο μίσος; Γιατί να διαλύσει κάποιος το πρόσωπο ενός ανθρώπου; Το τμήμα Εγκλήματος της Σκότλαντ Γιαρντ αποκλείεται να ασχοληθεί με τον φόνο, αλλά ο αρχιφύλακας είδε στα πράγματα του νεκρού που του παραδόθηκαν, μια σειρά από κασέτες. Αρχίζοντας να τις ακούει, διαπιστώνει έκπληκτος ότι ο νεκρός μιλάει μέσα από αυτές σε ένα είδος ημερολογίου.
 
«Μπορείς να εξηγείς επί μακρόν στους ανθρώπους το νόημα της ζωής, αλλά μήπως δεν κατάλαβες ακόμη ότι ποτέ δεν πρόκειται να βγεις ζωντανός απ’ αυτή; Η ερώτηση, ωστόσο, είναι: Πώς θα πεθάνεις άραγε; Όλοι μας θα χρειαστεί να το αντιμετωπίσουμε αυτό. Το πρόβλημα είναι πώς να το κάνουμε συνειδητά, ηθελημένα, να το σχεδιάσουμε μέχρι την τελευταία στιγμή και να καταγράψουμε τα πάντα. Το καλύτερο θα ήταν αν μπορούσα να καταγράψω τι έγινε την τελευταία στιγμή και αμέσως μετά απ’ αυτή. Αλλά κάποιος άλλος θα κληθεί να καλύψει το κενό – αν ποτέ καλυφθεί.» (απόσπασμα από τις κασέτες του Στάνιλαντ)
 
Ο αφηγητής εξετάζοντας λεπτομερώς το πτώμα, διαπιστώνει ότι ο πενηντάχρονος δεν ήταν από τους συνήθεις τύπους του περιθωρίου που βρίσκονται νεκροί με τέτοιο τρόπο. Τα λεπτά δάχτυλα και τα ωραία γράμματα στις σημειώσεις του, έρχονται σε αντίθεση με τα άθλια ρούχα που φορούσε, ενώ ένα γράμμα από μια τράπεζα που του υπενθυμίζει ένα χρέος, υποδεικνύει μια διαφορετική διεύθυνση κατοικίας από την πολύ φτωχική που βρήκαν στην αρχή. Διαφαίνεται πλέον καθαρά ότι το έγκλημα δεν ήταν για λόγους κλοπής ή αποτέλεσμα κάποιας συμπλοκής, αλλά ήταν ένα καθαρό έγκλημα μίσους.
 
Ακούγοντας διαρκώς τις κασέτες, ο αρχιφύλακας αρχίζει να νιώθει ένα είδος ταύτισης με τον νεκρό. Ο Στάνιλαντ απ’ότι αποδεικνύεται από τις έρευνες ήταν ένας αποτυχημένος συγγραφέας, που κουβαλούσε πολύ πόνο και μοναξιά. Βίωσε μια οικογενειακή τραγωδία και η ζωή του τα τελευταία χρόνια ήταν σε μια διαρκή παρακμή, βυθίζοντάς τον σε μια κόλαση.
 
«Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν με τα μάτια τους κλειστά, αλλά εγώ σκοπεύω να πεθάνω με τα δικά μου ανοιχτά. Όλοι μας, ενστικτωδώς, προσπαθούμε να κάνουμε τον θάνατο λιγότερο δύσκολο για τους εαυτούς μας. Προσωπικά έχω δύο τρόπους: Πρώτον, πίνω. Πίνω για να φτάσω στη λήθη, και μετά σε κάποιου είδους πτώση ή χτύπημα, όταν βρίσκομαι πια μακριά από τη σκέψη και το συναίσθημα. Ο άλλος τρόπος που έχω είναι να εκλογικεύω το βίωμά μου. Αλλά, όσο λογικά και να σκέφτεται κανείς, σύντομα πέφτει σε σύγχυση. Η ύπαρξη είναι τυφλή – ούτε υπέρ ούτε εναντίον σου. Αυτή η αμεροληψία διαψεύδει τα πάντα στο ανθρώπινο βίωμα ∙ δεν υπάρχει αγάπη ή μίσος, χάδια ή επίθεση στη συναλλαγή του ανθρώπου με το καθημερινό. Η ύπαρξη είναι κάτι σαν το χρηματιστήριο αξιών – μπορείς να γελοιοποιήσεις τον εαυτό σου όπως σου αρέσει και να συνεχίσεις μέχρι το σφυροκόπημα.» (απόσπασμα από τις κασέτες του Στάνιλαντ)
 
Ο αρχιφύλακας αντιλαμβάνεται ότι για να βρει τον/τους δολοφόνο/ους, θα πρέπει να ακούσει όλες τις κασέτες. Παθιάζεται και σχεδόν ταυτίζεται με τις σκέψεις (την κραυγή) του Στάνιλαντ, αντιλαμβανόμενος και αυτός, τα λάθη του και την αποξένωσή του από την κόρη του και την πρώην σύζυγό του. Συνειδητοποιεί στη (μοναχική του) πορεία των ακροάσεων, ότι πρέπει να μπει «στην καρδιά του σκοταδιού», να «περπατήσει στα βήματα» του νεκρού, να γνωρίσει την γυναίκα που ήταν μαζί του τον τελευταίο καιρό, να ακολουθήσει τις διαδρομές του, την πορεία του προς τον θάνατο με κίνδυνο, όχι μόνο να κινδυνεύσει κι ο ίδιος, αλλά και η ζωή του (αν επιβιώσει απ’ όλο αυτό) να μην είναι η ίδια πια.
 

Μυθιστόρημα «βρόμικο» και σκοτεινό, γεμάτο απελπισία και μοναξιά, δικαιολογώντας στην κυριολεξία τον όρο «νουάρ», με χαρακτήρες βίαιους, ψυχρούς και απόμακρους. Μυθιστόρημα υπαρξιακό και κυρίως ψυχολογικό θρίλερ, όπου όλα φαίνονται στατικά αλλά ουσιαστικά βρίσκονται σε διαρκή κίνηση.  Τα «ανθρώπινα σκοτάδια» και το «ξεγύμνωμα» ενός ανθρώπου ξεδιπλώνονται με έναν αργό αλλά εθιστικό για τον αναγνώστη ρυθμό, που τον προσκαλούν/προκαλούν να βιώσει μια ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία (από εκεί  που δεν το περιμένεις). Ο θάνατος του Στάνιλαντ δεν ήταν απρόσμενος γι’ αυτόν, τον περίμενε, ήξερε τι θα επακολουθήσει με την τυχοδιωκτική ζωή που έκανε, στον δρόμο που είχε πάρει, μη μπορώντας να σταθεί σε ένα κόσμο τόσο ξένο γι’ αυτόν, σε ένα κόσμο που διαρκώς τον απογοήτευε και τον βύθιζε όλο και περισσότερο στον τάφο του.
 
Το υπέροχο «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά», είναι ένα σκοτεινό μυθιστόρημα, που κερδίζει την συμμετοχή του αναγνώστη με τον υπνωτιστικό ρυθμό που ακολουθεί. Βιβλίο στοχαστικό, γραμμένο με εξαιρετικό στυλ (συγγραφικό δείγμα υψηλής ποιότητας) και δυναμισμό, ρεαλιστικό σε σημείο (πολλές φορές) δυσφορίας, με περιγραφές τόσο ζωντανές (που η (ζεστή) μπίρα που ρέει στην (υποτυπώδη) πλοκή του κυριολεκτικά μυρίζει), και που η μαεστρία του Raymond, το κάνει να φαίνεται απλό ενώ στην πραγματικότητα είναι πολυσύνθετο και ιδιαίτερα απαιτητικό, όπου η δεύτερη ανάγνωση ενδεχομένως να «ξεκλειδώνει» κάποια πράγματα που σε πρώτη ανάγνωση (σίγουρα) διαφεύγουν.
 
«Φυσικά και θα βρωμάω όταν πεθάνω. Θα πρηστώ, όπως όλοι άλλωστε, και δεν θα μείνει τίποτα από μένα. Μόνο που, όπως όλες οι αλήθειες για τον εαυτό μας, είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψει κανείς, και δεν θα μπορούσα να το πιστέψω ούτε σε δέκα χρόνια. Αλλά τώρα είμαι εντάξει και πάλι και είμαι ξανά δυνατός για να μπορώ να μιλάω με διαύγεια στη μηχανή μου.
Αυτός που θεωρεί ότι η συγγραφή είναι ένας ευχάριστος περίπατος σε έναν μεσοαστικό τρόπο ζωής, δεν θα γράψει τίποτα παρά μόνο σκατά.» (απόσπασμα από τις κασέτες του Στάνιλαντ)
 
Όπως γράφει στο (θαυμάσιο) επίμετρό της, η Χίλντα Παπαδημητρίου, ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του Στάνιλαντ - και τα κείμενα που μεταφέρονται από τις κασέτες που ακούει ο αρχιφύλακας -, ουσιαστικά θυμίζει ή περιγράφει τον συγγραφέα του βιβλίου με το πραγματικό του όνομα. Σαν σε βγαλμένη μέσα από τους λογοτεχνικούς μύθους ιστορία, ο Robin Cook προερχόμενος από εύπορη οικογένεια, έκανε τις επιλογές του, ακολουθώντας τον δικό του αυτοκαταστροφικό δρόμο. Γνώρισε την κριτική αναγνώριση με το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1962, με τίτλο «The Crust on its Uppers» ένα κοινωνικό και αρκετά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα γραμμένο σε γλώσσα των Cockneys, αλλά εμπορικά τα πήγε χάλια και ο συγγραφέας του απογοητεύτηκε σε σημείο να παρατήσει ουσιαστικά το γράψιμο και να ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα. Επανερχόμενος όμως στη γραφή, θα γνωρίσει την αναγνώριση από άλλο δρόμοž με την σειρά των «Factory novels», τα νουάρ μυθιστορήματά του δηλαδή, που έγραψε με το ψευδώνυμο Derek Raymond, και όπου το «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά» ήταν το πρώτο από τα πέντε συνολικά, με ήρωα τον ανώνυμο αρχιφύλακα, και που κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Διασημότερο (και ίσως καλύτερο) όλων θεωρείται αυτό με τίτλο «I was Dora Suarez», που ανέβηκε στο National Theater με την μορφή multimedia παράστασης, σε μουσική των Τζέρι και Τέρι Έντουαρντς, με τον συγγραφέα να απαγγέλει – ένα κομμάτι μπορείτε να ακούσετε στο τέλος του κειμένου. Τι τύπος, τι συγγραφέας!
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
 
 
Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2023 | Permalink
HARLEM SHUFFLE ("Μπέρδεμα στο Χάρλεμ")
Παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια την δημιουργική πορεία του πολυβραβευμένου Αφροαμερικανού συγγραφέα Colson Whitehead (Νέα Υόρκη 1969), με συνταρακτικά βιβλία όπως «Ο υπόγειος σιδηρόδρομος» (που έγινε και πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά) και «Τα αγόρια του Νίκελ», είμαι βέβαιος πλέον για την αφηγηματική του δεινότητα και την δημιουργική πνοή των μυθιστορημάτων του. Με το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΣΤΟ ΧΑΡΛΕΜ» («HARLEM SHUFFLE») – (εκδ. Ίκαρος, (ωραία) μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, σελ.450), μπορεί να μην υπερβαίνει τον πήχη που είχε ήδη τεθεί πολύ ψηλά από τα προηγούμενα εξαίσια βιβλία του, αλλά αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία του βιβλίου και του συγγραφέα του.


Τα μυθιστορήματα του Whitehead είναι γεμάτα ιστορικά στοιχεία ž οι ιστορικές συνθήκες, η ζωή των μαύρων στις Η.Π.Α. μέσα στα χρόνια, οι αγώνες τους, η καθημερινότητά τους, διαπερνούν το συνολικό λογοτεχνικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα. Το «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ» δεν έχει την «βαριά» ατμόσφαιρα, ούτε οι ήρωες είναι «βασανισμένοι» όπως αυτοί των προηγούμενων βιβλίων του, αλλά με πρόσχημα μια ιστορία με «αστυνομική χροιά» αφηγείται τον προσωπικό αγώνα του ήρωά του με φόντο σε ένα μεγάλο μέρος του, τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας της Νέας Υόρκης.
 
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του Ρέι Κάρνεϊ σε τρείς (κοντινές) χρονικές περιόδους, από το 1959 έως το 1964. Ο Ρέι έχει μια μικρή έκθεση επίπλων σε μια κεντρική οδό του Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Είναι νέος, αγαπάει υπερβολικά την έγκυο γυναίκα του, Ελίζαμπεθ και έχουν ένα μικρό κοριτσάκι. Ζουν σε ένα λιτό διαμέρισμα που βλέπει τις γραμμές του τρένου, δουλεύουν και οι δύο σκληρά – εκείνος στο κατάστημα, η Ελίζαμπεθ σε ένα γραφείο που οργανώνει ταξίδια για μαύρους (κάτι όχι τόσο απλό εκείνες τις μέρες αφού πρέπει να σχεδιάζει διαδρομές αποφεύγοντας τα σημεία της χώρας που οι πελάτες της δεν είναι καλοδεχούμενοι).
Ήδη το κατάστημα του Ρέι έχει μπει στον πέμπτο χρόνο λειτουργίας του και εμπορεύεται καινούργια και «ελαφρώς μεταχειρισμένα» έπιπλα∙  για να μπορέσει να διατηρηθεί με σχετικά κέρδη, πρέπει να κινείται στα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Ο Ρέι αποδέχεται κλοπιμαία, τα οποία πουλάει σε dealers που γνωρίζει εκτός Χάρλεμ και του έχουν εμπιστοσύνη, βρίσκει τηλεοράσεις και ραδιόφωνα πεταμένα και τα δίνει για επισκευή μεταπουλώντας τα σε «τιμή ευκαιρίας». Οι συνθήκες για έναν μαύρο επιχειρηματία που προσπαθεί να ορθοποδήσει ανταγωνιζόμενος τα μεγάλα καταστήματα επίπλων της πόλης είναι δραματικές – οι τράπεζες δεν δίνουν εύκολα δάνεια σε μαύρους, αναγκάζεται να ακολουθεί πολιτική πιστώσεων στα νεαρά ζευγάρια που μπαίνουν στο μαγαζί του, οπότε το να είναι κλεπταποδόχος σε περιορισμένο πλαίσιο είναι μια λύση.
 
«Ανάμεσα στους σάπιους ο Κάρνεϊ ήταν απλώς ελαφρώς χαλασμένος, στην πράξη και στις φιλοδοξίες. Κάποιο ξεκάρφωτο κόσμημα, τις ηλεκτρονικές συσκευές που έφερναν στο μαγαζί ο Φρέντι και κάποιοι άλλοι τύποι της περιοχής μπορούσε να τα δικαιολογήσει. Τίποτα φοβερό, τίποτα που θα τραβούσε ανεπιθύμητα την προσοχή στο μαγαζί του, στην πρόσοψη που έδειχνε στον κόσμο. Αν ένιωθε ένα ρίγος μετατρέποντας αυτά τα παράνομα αγαθά σε νόμιμα εμπορεύματα, μια ξαφνική ένταση στο αίμα του, σαν να είχε μπει στην πρίζα, αυτό ήταν κάτι που το έλεγχε ο ίδιος, και όχι αντίστροφα. Κι ας ήταν κάτι δυνατό και ιλιγγιώδες. Όλοι είχαν μυστικές γωνιές και σοκάκια που κανένας δεν έβλεπε – αυτό που είχε σημασία ήταν οι μεγάλοι δρόμοι σου και οι λεωφόροι, αυτά που φαίνονταν στον χάρτη τον οποίο είχαν οι άλλοι για σένα. Αυτό το πράγμα μέσα του, που κάπου κάπου κραύγαζε ή τραβούσε ή φώναζε, δεν ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που είχε ο πατέρας του. Εκείνη την αρρώστια που καλούσε κάθε λεπτό στην υπηρεσία της. Την αρρώστια στην οποία υπέκυπτε ο Φρέντι όλο και περισσότερο.»


Η μόνιμη εστία προβλημάτων στη ζωή του Ρέι, είναι το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, ο ξάδελφός του Φρέντι, που ήταν πάντα σαν αδελφός για αυτόν. Ο Φρέντι είναι απατεώνας και ναρκομανής, που προσπαθεί πάντα να πιάσει την καλή. Όταν συμμετέχει σε μια ομάδα ληστών που διαπράττουν μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη διάρρηξη του χρηματοκιβωτίου, του πιο εμβληματικού ξενοδοχείου του Χάρλεμ, δίνει το όνομα του Ρέι στον αρχηγό της ομάδας (έναν μαχαιροβγάλτη από το Μαϊάμι) ως αποδέκτη των κλοπιμαίων. Ο Ρέι (που δεν μπορεί να αρνηθεί την αποδοχή των κοσμημάτων από τους κλέφτες διότι θα κινδύνευε η ζωή του), από την αρχή γνωρίζει ότι κινείται πλέον σε πολύ επικίνδυνους δρόμους – κάτι που σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να αποφύγει, διότι μεγάλωσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν πολύ γνωστός στη πιάτσα των απατεώνων του Χάρλεμ, μπλεγμένος σε διάφορες δουλειές. Το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε ο Ρέι είναι να ακολουθήσει την πορεία του πατέρα του, μπορεί όμως να το αποφύγει και μήπως τελικά «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»;
 
Ο Ρέι με τα κλοπιμαία στο χρηματοκιβώτιό του – κλοπιμαία που δεν μπορεί να σπρώξει λόγω της μεγάλης αξίας τους -, κινείται σε θολά νερά. Η γνωριμία του με έναν από τους ληστές (ο Φρέντι έχει ήδη εξαφανιστεί), τον θηριώδη Πέπερ θα εξελιχθεί σε μια βαθιά σχέση, ενώ η προσπάθειά του για κοινωνική ανέλιξη, μπλοκάρεται προσωρινά, όταν δεν γίνεται δεκτός σε μια κλειστή λέσχη επιχειρηματιών, παρά την δωροδοκία σε κάποιο από τα μέλη της επιτροπής. Η εκδίκηση του Ρέι σε αυτόν τον άνθρωπο, τον σπρώχνει όλο και περισσότερο στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του, διαπιστώνοντας ότι η παρανομία έχει χαραχθεί στο DNA του και δύσκολα θα ξεφύγει.
 
Το μυθιστόρημα του Whitehead, αποκτάει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον, όσο εξελίσσεται. Αν τα δύο πρώτα μέρη, που διαδραματίζονται στις χρονιές 1959 και 1961, είναι πολύ καλά, το τρίτο μέρος, που εκτυλίσσεται το 1964, απογειώνει το βιβλίο. Το 1964 είναι η χρονιά που όλα άλλαξαν στο Χάρλεμ, είναι η χρονιά της μεγάλης αναταραχής. Το καλοκαίρι εκείνο, με αφορμή τη δολοφονία εν-ψυχρώ, ενός μαύρου έφηβου στο Χάρλεμ από (λευκούς) αστυνομικούς, ξέσπασαν μεγάλες ταραχές για μια βδομάδα, επενέβη ο στρατός, περιουσίες καταστράφηκαν, ενώ υπήρξαν δεκάδες τραυματίες και εκατοντάδες συλλήψεις. Ο συγγραφέας περιγράφει τα περιστατικά από την πλευρά του Ρέι, ο οποίος μένει αμέτοχος προσπαθώντας να διαφυλάξει το κατάστημά του και παρατηρεί ψύχραιμα τα γεγονότα, αυξάνοντας το άγχος του για το μέλλον της επιχείρησής του, γνωρίζει όμως ότι πρέπει διαρκώς να κινείται σε αυτή τη γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και θα πρέπει να δεχτεί τις αντιφάσεις του, αν θέλει να επιβιώσει σε αυτό το περιβάλλον.

«Κατέβηκε στο μετρό μέσα στον θόρυβο από την τσιρίδα του συρμού που έφτανε. Ίσως στον δρόμο από πάνω, όπως σε κάποιο παιδικό παραμύθι, τα τεράστια μαύρα γράμματα να αναδιατάσσονταν σχηματίζοντας νέα ονόματα και λέξεις και δέκα χιλιάδες φωτάκια που αναβόσβηναν φανερώνονταν σε μια μεταμεσονύκτια παράσταση που δεν έβλεπε κανείς. Σχηματίζοντας φιλοσοφικές δηλώσεις. Δηλώσεις οικουμενικής αλήθειας. Κραυγές για βοήθεια και κατανόηση. Και ίσως ανάμεσά τους μια επιβεβαίωση με αποδέκτη εκείνον και μόνο εκείνον: ένα τέλειο μήνυμα μίσους, εγγεγραμμένο πάνω στην ίδια την πόλη.»
 
Το βιβλίο έχει δυναμισμό, ζωντάνια και εξαιρετικό ρυθμό (κάτι που είναι χαρακτηριστικό του ύφους του Whitehead) και (σίγουρα) έναν σπουδαίο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Ο Ρέι Κάρνεϊ προβάλλει από τις σελίδες του βιβλίου, ως ένας «bigger than life» αντι-ήρωας, καθώς ο συγγραφέας αργά αλλά σταθερά υφαίνει το ψυχογράφημά του και μας ξεδιπλώνει πτυχές της προσωπικότητάς του.
Τι θέλει ο Ρέι; Να ζει ήρεμα με τους αγαπημένους του, την Ελίζαμπεθ και τα παιδιά του, να μετακομίσουν σε μια καλύτερη περιοχή, να αποτινάξει από πάνω του, την πατρική κληρονομιά της παρανομίας, να μεγαλώσει την επιχείρησή του. Βλέπει όμως καθημερινά, ότι πρέπει να παλέψει με τους όρους του «δρόμου», ότι δεν μπορεί να αποφύγει κάποια πράγματα και έτσι μπλέκει όλο και περισσότερο. Από την άλλη, παρατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό, τη φύση του και βλέπει ότι ορισμένα πράγματα είναι χαραγμένα μέσα του και βγαίνουν στην επιφάνεια.
 
Στο μυθιστόρημα, κάθε σκηνή, κάθε σελίδα αποπνέει καθημερινότητα και ρεαλισμό. Ο συγγραφέας σαν να κρατάει μια κάμερα συνεχώς στα χέρια (έτσι κι αλλιώς το βιβλίο έχει κινηματογραφική δομή και δείχνει έτοιμο για τη μεταφορά του στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη), ακολουθεί τον Ρέι, στις δύσκολες αλλά και στις ανέμελες στιγμές του, στο μαγαζί του και στον δρόμο, στις επαφές του και στις συναντήσεις του. Ο Whitehead με ακρίβεια και λεπτομέρεια περιγράφει τη ζωή ενός μαύρου που προσπαθεί με όποιον τρόπο μπορεί, να επιβιώσει στη Νέα Υόρκη των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’60, μιας εποχής που φαίνεται τόσο μακρινή.
 
«Τίποτα δεν είναι ακέραιο στην πόλη εκτός απ’ τα βράχια στα οποία έχει χτιστεί.»
 
Το «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ», είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα που κυλάει σαν page-turner αλλά με πολλή ουσία μέσα στις σελίδες του. Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και επιβίωσης, που θέτει διαρκώς ερωτήματα για το Καλό και το Κακό, το όρια των ηθικών πράξεων, της νομιμότητας και της παρανομίας. Στο μυθιστόρημα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον αστυνόμο από τον εγκληματία, τον λευκό επιχειρηματία από τον μαύρο παράνομο. Ο χαρισματικός Whitehead, μέσα από τον (τόσο ανθρώπινο και τόσο αντιφατικό) ήρωά του, παραθέτει με ρεαλισμό τα στοιχεία, τονίζοντας την υποκρισία και την αδικία που κυριαρχεί σε μια πόλη, σε μια χώρα, που οικοδομήθηκε χρησιμοποιώντας ότι μπορούσε για να πάει μπροστά.
 
Βαθμολογία 83 / 100