Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017 | Permalink
Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος
“Έτσι κατάλαβα πως τίποτα σταθερότερο δεν υπάρχει στον κόσμο από την ίδια την αστάθεια.”

Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Hans Jacob Christoffel Von Grimmelshausen (Έσση 1621 ή 1622 - Ρένχεν 1676), “ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ ΣΙΜΠΛΙΚΙΣΙΜΟΣ” (“Der Abenteuerliche Simplicissimus Teutsch”) - (Εκδόσεις Εξάντας, μετάφρ. Γ.Κοιλής, σελ. 861), εκδόθηκε το 1669 (γράφτηκε ένα χρόνο πριν) στην Γερμανία και σχεδόν 350 χρόνια αργότερα στη χώρα μας. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που προκύπτει από τον υποψήφιο αναγνώστη, αγοραστή του βιβλίου, είναι κατά πόσον ένα βιβλίο του 17ου αιώνα μπορεί να τον αφορά. Ποια μπορούν να είναι τα στοιχεία εκείνα που θα τον σαγηνεύσουν και θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του ώστε να ολοκληρώσει την ανάγνωση αυτού του ογκώδους έργου.


Στην ερώτηση: Τι είναι λοιπόν ο “Σιμπλίκιος", η απάντηση φαίνεται εύκολη αλλά στην πραγματικότητα μόνο τέτοια δεν είναι. Πως να ταυτοποιήσεις ένα μπαρόκ μυθιστόρημα που αποτελείται από 6 βιβλία, το οποίο φαντάζει ανοικονόμητο και ακατάταχτο ως είδος στην ολότητά του; Επιφανειακά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, είναι ένα μυθιστόρημα που δείχνει αυτοβιογραφικό, το οποίο όμως περιέχει εντός του, πολλά διαφορετικά στοιχεία, τα οποία το καθιστούν ουσιαστικά πολυφωνικό διότι η προσωπικότητα του ήρωα/αφηγητή μεταβάλλεται διαρκώς κατά τη διάρκεια των βιβλίων - γεγονός που το καθιστά και ιδιαιτέρως μοντέρνο. Ο ήρωας, ο άνθρωπος που στο μεγαλύτερο μέρος του αποκαλείται Σιμπλίκιος (“απλός”), αλλάζει από αφελή σε πανούργο, από δειλό σε τολμηρό, από αγνό σε δολοπλόκο, από σαλό σε γνωστικό ευρισκόμενος σε διαρκή κίνηση, σε έναν αέναο στροβιλισμό.

Το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος είναι ο Γερμανικός εμφύλιος του 17ου αιώνα, που έγινε γνωστός ως “Τριακονταετής πόλεμος” (1618-1648) ενώ η δράση του εκτείνεται λίγα χρόνια μετά το τέλος αυτού καταλήγοντας σε ένα είδος πρώιμου "Ροβινσώνα Κρούσου".
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τον Σιμπλίκιο - τον ήρωα, από την παιδική του ηλικία έως την οικειοθελή του απομόνωση σε ώριμη ηλικία, αηδιασμένο πια από τον κόσμο στον οποίο έζησε, ταξίδεψε, ταλαιπώρησε και ταλαιπωρήθηκε. Η ιστορία ξεκινάει όταν ένα δεκάχρονο αγόρι βλέπει στρατιώτες να εισβάλλουν στο αγρόκτημα όπου ζούσε με τους γονείς του και να τους κακοποιούν. Εκείνος διαφεύγει στο δάσος όπου διασώζεται από έναν ερημίτη, έναν άνθρωπο που θα του διδάξει τα βασικά της ζωής, θα του μάθει γραφή και ανάγνωση, και θα τον μυήσει στον Χριστιανισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το παιδί δεν ήξερε καν το όνομά του και ο ερημίτης του έδωσε το όνομα “Σιμπλίκιος”.

“Αντί για τα περιττά ουρλιαχτά σου, ακολούθησε καλύτερα τα τελευταία μου λόγια: με τον καιρό να γνωρίζεις ολοένα και καλύτερα τον εαυτό σου. Ακόμα κι άμα γενείς γέρος σαν τον Μαθουσάλα, μην την αφήσεις ετούτη την άσκηση, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι κολάζονται επειδή δεν έχουνε κατά νου πως ήσανε και πως θα μποράγανε ή θα' πρεπε να γενούνε.”

Ο ερημίτης σύντομα πεθαίνει και ο Σιμπλίκιος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την καλύβα στο δάσος όπου ζούσαν και να πάει στο κοντινότερο χωριό ψάχνοντας για τροφή και στέγη. Ο Εμφύλιος όμως μαίνεται και σύντομα θα βρεθεί στην αρχή αιχμάλωτος και ύστερα υπηρέτης σε διάφορες στρατιωτικές ομάδες. Ανάλογα με την έκβαση της μάχης ή τις περιστάσεις θα περάσει από τον έναν στον άλλον είτε ως υπηρέτης, είτε ως ιπποκόμος, είτε τέλος ως τζουτζές ή σαλός διασκεδάζοντας τον κόσμο. Εμφανίζεται ως αφελής και λίγο αργός στο μυαλό αλλά είναι το αντίθετο από αυτό καθώς παρακολουθεί πάντα και επιλέγει κάποιες κινήσεις που θεωρεί ότι θα τον ευνοήσουν στη συνέχεια. Αυτό βέβαια δεν γίνεται πάντα και έτσι καταλήγει άλλοτε στη φυλακή, άλλοτε μελλοθάνατος, άλλοτε ανέστιος και πένης. Βλέπει όλη τη φρίκη του πολέμου, την μισαλλοδοξία, και τα πλιάτσικα, τον τυχοδιωκτισμό και τις λυκοφιλίες, την εκμετάλλευση των ανθρώπων και την κακία τους, την κατεργαριά τους και την ανάγκη τους για επιβίωση. Δεν έχει σημασία ποιος στρατός και ποια πλευρά μάχεται, η κατάσταση είναι η ίδια. Ο αναγνώστης του 21ου αιώνα δεν γνωρίζει ή θα πρέπει να ψάξει καλά για να παρακολουθήσει τα πραγματολογικά στοιχεία πίσω από τις μάχες και τις διαδρομές του ήρωα από μέρος σε μέρος, από στρατό σε στρατό, τι σημασία όμως έχουν αυτά;

“Στην κύρια μάχη γύρευε ο καθένας να προλάβει τον θάνατό του σκοτώνοντας όποιον έβρισκε μπροστά του. Οι φριχτοί πυροβολισμοί, το κροτάλισμα από τις πανοπλίες, το σπάσιμο από τις λόγχες και οι τσιρίδες, τόσο των λαβωμένων όσο κι εκείνων που κάμνανε επίθεση, φτιάχνανε μαζί με τις τρομπέτες, τα ταμπούρλα  και τις πίπιζες μια μουσική που να σου σηκώνεται η τρίχα! Τίποτα άλλο δεν έβλεπες εξόν από πυκνό καπνό και μια σκόνη που έμοιαζε λες και γύρευε να σκεπάσει τη φρίκη των λαβωμένων και των νεκρών. Μέσα στο θρήνο και τον οδυρμό αυτών που αποθαίνανε, άκουγες και τις χαρωπές κραυγές αυτών που ήσανε ακόμα γιομάτοι θάρρος. Μέχρι και τα αλόγατα λες κι αγριεύανε για να υπερασπιστούνε τα αφεντικά τους και με πάθος μεγάλο κάμνανε ένα χρέος που από ανάγκη εκτελούσανε. Μερικά τα έβλεπες να πέφτουνε νεκρά κάτω από τους κύρηδές τους, μέσα στις πληγές που είχανε άδικα δεχτεί ως αμοιβή για τις πιστές τους υπηρεσίες. Άλλα πέφτανε για τον ίδιο λόγο απάνω στους καβαλάρηδές τους και έτσι είχανε στο θάνατό τους την τιμή να τα κουβαλάν εκείνοι τους οποίους κουβαλούσανε όσο ζούσανε. Άλλα πάλι, αφού τα είχανε απαλλάξει από το γενναίο φορτίο που τα πρόσταζε, παρατάγανε τους ανθρώπους μέσα στην οργή και τη μανία τους, αφηνιάζανε και γυρεύανε στην ανοιχτή πεδιάδα την παλιά τους λευτεριά."

Ο Σιμπλίκιος μεγαλώνοντας θα γίνει ένας πολύ εμφανίσιμος νέος, θα κάνει και θα χάσει περιουσία, σε ένα χωριό θα τον τυλίξουν και θα παντρευτεί αλλά σύντομα και στην προσπάθειά του να αποκτήσει ξανά κάποια χρήματα που είχε δώσει να του φυλάνε, θα βρεθεί στο Παρίσι αιχμάλωτος. Από εκεί αρχίζουν οι περιπέτειές του εκτός Γερμανίας, μέσω των οποίων θα διασχίσει τη μισή Ευρώπη, θα αρρωστήσει, θα γίνει αγνώριστος από τις ασθένειες και τις κακουχίες, θα περιπλανηθεί από δω κι απο κεί. Θα φτάσει στη Ρωσία, στους Τάταρους, στην Κίνα, στην Ιαπωνία. Είναι ένας πολυμήχανος Οδυσσέας του 17ου αιώνα που θα περάσει από περιπέτειες και θα βιώσει πρωτόγνωρες καταστάσεις, όμως ποια θα είναι η Ιθάκη του;

Τα όρια του κόσμου στον Σιμπλίκιο είναι τελείως ασαφή και ακαθόριστα. Ο σημερινός αναγνώστης (μιας και αυτό είναι το αρχικό ερώτημα που οφείλουμε να μη ξεχνάμε), παρακολουθεί την δράση (η οποία είναι συνεχής) σαν να παρακολουθεί μια περιπετειώδη και άκρως διασκεδαστική (διότι ο Σιμπλίκιος έχει κατά βάση πλάκα, γελάς πολύ) κινηματογραφική ταινία, οι εικόνες του Φον Γκριμελσχάουζεν είναι ολοζώντανες και οι περιγραφές τόσο έντονες που νιώθεις να βρίσκεσαι μέσα τους. Είναι οι εικόνες ενός κόσμου άγνωστου σε εμάς, ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια με φαγητά, αυτοσχέδια φάρμακα, πλάσματα της φαντασίας, τόπους που παραπέμπουν σε θρύλους και ομιχλώδεις σκηνές από το σινεμά.

Το χιούμορ και η ειρωνεία κατακλύζουν τα 6 βιβλία που απαρτίζουν το μυθιστόρημα. Ο ρυθμός αφήγησης είναι καταιγιστικός και παρά τις άπειρες παρεκκλίσεις της ιστορίας και την ακατάσχετη λογοδιάρροια και φλυαρία, δεν ξεστρατίζει, ο συγγραφέας είναι ευρηματικός και ευφυέστατος στον χειρισμό των καταστάσεων που ακόμα και οι πλέον γκροτέσκες δείχνουν απόλυτα ελεγχόμενες. Το πολύ ενδιαφέρον εξάλλου στη δομή του μυθιστορήματος συνολικά είναι ότι τα βιβλία διαφέρουν μεταξύ τους, τα δύο πρώτα εντάσσονται στο είδος του Πικαρέσκου (λογοτεχνικό είδος που ήκμασε τον 17ο και 18ο αιώνα με χαρακτηριστικότερα έργα, τον “Δον Κιχώτη” του Θερβάντες, τον “Τρίστραμ Σάντι” του Στερν), ενώ τα υπόλοιπα είναι στην αρχή ρεαλιστικά με σκληρές περιγραφές καταστάσεων, για να καταλήξει στο τέλος ένα μυθιστόρημα που κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει στην λογοτεχνία του Φανταστικού.

Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μικρά κεφάλαια των 4-5 σελίδων το καθένα με χιουμοριστικές προμετωπίδες, οι οποίες περιγράφουν αυτά που θα ακολουθήσουν. Ο Σιμπλίκιος είναι ένα τυπικό μπαρόκ βιβλίο, το οποίο είναι όμως και πολλά άλλα μαζί. Μυθιστόρημα μαθητείας, ταξιδιωτικές αφηγήσεις, περιπετειώδες αφήγημα, σε πολλά σημεία μπορεί να σταθεί ο προσεκτικός αναγνώστης. Θα αναγνωρίσει στοιχεία που βρήκε σε μεταγενέστερα λογοτεχνικά έργα, απόδειξη της μεγάλης επιρροής του βιβλίου στην κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τα είδη όμως δεν επηρεάζουν, ούτε καθορίζουν την απόλαυση του κειμένου η οποία είναι δεδομένη.

"Πράγματα παράξενα γένονται σε τούτον τον άστατο κόσμο! Λέγουνε συνήθως: Τη γνώση αν είχα τη στερνή, φίσκα θα το'χα το πουγκί. Εγώ όμως λέγω: Αν πάντα πηγαίνεις με των καιρών τα νερά, τότε σύντομα θα γενείς κι εσύ τρανός και μέγας. Είναι κάποιοι φραγκοφονιάδες και σπαγγοραμένοι (καθότι αυτούς τους τιμητικούς τίτλους δίνουνε στους τσιγκούνηδες) που γρήγορα μπορούνε να γενούνε πλούσιοι επειδή ξεύρουνε κάποιο κόλπο. Για το λόγο αυτόν, όμως, κανένας δεν γένεται μέγας - το αντίθετο συμβαίνει, καθώς πέφτει σε εκτίμηση χαμηλότερη από όση είχε πριν, όταν ήτανε φτωχός. Εκείνος όμως που νογάει μέγας και τρανός να γενεί, αυτόν τον ακολουθάνε και τα πλούτη καταπόδι."

Ο “Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος” αποτελεί το μεγαλύτερο έργο του Φον Γκριμελσχάουζεν, ουσιαστικά είναι ένα έργο ζωής του συγγραφέα, ένα βιβλίο που παρέμενε ανώνυμο για περίπου 150 χρόνια μέχρι να αποδειχτεί ότι ο Γκριμελσχάουζεν ήταν ο συγγραφέας του. Διαβάζοντας στο επίμετρο του βιβλίου για την ζωή του συγγραφέα διαπιστώνουμε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία πέρασαν στην πλοκή του μυθιστορήματός του. Το βιβλίο έχει γνωρίσει πολλές εκδόσεις στην Γερμανία, ενώ έχει γίνει και όπερα (η οποία παρατίθεται παρακάτω).



Η μετάφραση του Γιάννη Κοιλή είναι έργο ζωής και θα πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε Γερμανικά του 17ου αιώνα και ο μεταφραστής επίλεξε να κατασκευάσει ένα ιδίωμα που να θυμίζει την γλωσσική μας παράδοση με στοιχεία από “Το Χρονικόν του Μωρέως”, τα “Απομνημονεύματα” του στρατηγού Μακρυγιάννη, τον “Ερωτόκριτο” του Κορνάρου.
Η εξαιρετική ελληνική έκδοση με την οποία ξεκίνησε η νέα εποχή της "Λευκής σειράς" των εκδόσεων Εξάντας, είναι η κυκλοφορία σε ένα τόμο των 6 από τα 10 συνολικά βιβλία που απαρτίζουν την saga του Σιμπλίκιου. Τα βιβλία 1 έως 5 και την "Συνέχεια του Περιπετειώδους Σιμπλικίσιμου". Τα υπόλοιπα είναι το "Αλήτισσα Μάνα Κουράγιο" (που ενέμπνευσε τον Μπ.Μπρεχτ στο ομώνυμο θεατρικό του έργο), "Ο παράξενος Σαλταδόρος", "Η θαυμαστή Φωλιά" σε δύο μέρη. Είναι ένα εγχείρημα δύσκολο που στην αρχή ξενίζει τον αναγνώστη, ο οποίος αργότερα το συνηθίζει και το απολαμβάνει, κυρίως δε εκπλήσσεται από την εφευρετικότητα του μεταφραστή, ο οποίος έκανε το έργο κυριολεκτικά δικό του, απόδειξη της μακροχρόνιας (σχεδόν μια εικοσαετία) ενασχόλησής του με αυτό και της ισχυρής του άποψης για την εργασία που επιτέλεσε. Το επίμετρο του Γιάννη Κοιλή, των 26 σελίδων, που συνοδεύει την έκδοση είναι εκπληκτικό και απόλυτα κατατοπιστικό. Ένα έργο που περίμενε τον εκδότη που θα τολμούσε επενδύσει επάνω του και να το κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά, γνωρίζοντας ότι πολλοί θα μιλήσουν γι' αυτό, αλλά ελάχιστοι θα το αγοράσουν και ακόμα πιο λίγοι θα το διαβάσουν.


Η απάντηση λοιπόν στο αρχικό ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή αφορά τον σημερινό αναγνώστη η έκδοση του Σιμπλίκιου στα ελληνικά, είναι ουσιαστικά μια λέξη “Λογοτεχνία” (με Λ κεφαλαίο) και βρίσκεται ολοκληρωμένη, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μοναδικά διατυπωμένη από τον σπουδαίο Τόμας Μαν: “Πρόκειται για ένα σπάνιου είδους μνημείο της λογοτεχνίας και της ζωής, το οποίο δίχως καθόλου να χάσει την ικμάδα του, επιβίωσε για κοντά τρεις αιώνες και θα αντέξει για πολλούς ακόμη· ένα πεζογράφημα ακούσιου μεγαλείου, πολύχρωμο, άγριο, ωμό, διασκεδαστικό, μες στον έρωτα και στα κουρέλια· ένα έργο που κοχλάζει από ζωή, που μιλάει στον ενικό με το θάνατο και το διάβολο, το οποίο καταλήγει στη συντριβή και την ολοσχερή αποστροφή απέναντι σ' έναν κόσμο που σπαταλήθηκε μέσα στο αίμα, τη ληστεία, την ηδονή· αθάνατο όμως μέσα στην άθλια λαμπρότητα των αμαρτιών του.”

Βαθμολογία: 92/ 100


 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2017
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2017 | Permalink
Οι ιστορίες του Σόμερσετ Μωμ
Η σχέση μου με τον Βρετανό συγγραφέα Somerset Maugham (Παρίσι 1874 – Νις 1965), ήταν μάλλον αδιάφορη. Διάβασα κάποια μυθιστορήματά του, την δεκαετία του 80 (μάλλον από κακές μεταφράσεις), όπως το μείζον (και μάλλον γνωστότερο έργο του) “Η ανθρώπινη δουλεία” (“Of Human bondage”) και το έλασσον “Κουαρτέτο”· δεν μου είπαν τίποτα. Ήταν διαφορετικές οι λογοτεχνικές αναζητήσεις τότε βέβαια, περισσότερο στραμμένες σε μοντερνιστές και πολύ διαφορετικούς συγγραφείς, οι δε κινηματογραφικές ταινίες που στηρίχτηκαν σε κάποια βιβλία του, δεν μπορώ να πω ότι με συγκίνησαν ιδιαιτέρως. Τον Μωμ, τον είχα τοποθετήσει στη (τεράστια) λίστα με τους συγγραφείς που θεωρούμε μεγάλους αλλά οι οποίοι δεν μας εκφράζουν, δεν έχουν να μας προσφέρουν κάτι. Όπως αποδείχτηκε ήταν τεράστιο λάθος, εκτός και αν οι προτιμήσεις μου έχουν αλλάξει τόσο πολύ καθώς περνάνε τα χρόνια.

Αφορμή για να ξαναθυμηθώ και να ασχοληθώ με τον Σόμερσετ Μωμ, υπήρξε η έκδοση μιας νουβέλας του (μπορείς να το πεις και μεγάλο διήγημα), πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Άγρα. Η “ΒΡΟΧΗ” (μετάφρ. Π.Ισμυρίδου, σελ. 100) με εντυπωσίασε πολύ, και ανέσυρα από την στοίβα με τα αδιάβαστα την συλλογή διηγημάτων του, “ΧΟΝΟΛΟΥΛΟΥ” (μετάφρ. Π.Ισμυρίδου, σελ. 326), που είχε κυκλοφορήσει πριν από περίπου 2 χρόνια και εκεί μαγεύτηκα τελείως, αντιλαμβανόμενος πλέον ότι, δεν μπορούσα να αντισταθώ στην γοητεία της γραφής του. Η “Βροχή” μάλλον δεν συμπεριελήφθη στον τόμο της “Χονολουλού” λόγω έκτασης, αλλά κινείται στο ίδιο ύφος, των “Διηγημάτων της Ανατολής” (όπως έγιναν γνωστά τα διηγήματα του συγγραφέα που κινούνται χωροταξικά στην Ασία), και ουσιαστικά αποτελεί μέρος της ίδιας ενότητας.


Το σκηνικό στο οποίο βρίσκονται οι χαρακτήρες της “Βροχής”, επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε ιστορία της “Χονολουλού”. Βρετανοί που βρίσκονται για κάποιους λόγους στα νησιά Σαμόα (“Βροχή”) ή στο Βόρνεο, την Μαλαισία, στους Τροπικούς γενικότερα ("Χονολουλού"), βρίσκονται αντιμέτωποι με καταστάσεις πρωτόγνωρες, για τις οποίες ενημερώνονται είτε από τις διηγήσεις κάποιων παλαιότερων συμπατριωτών τους, είτε εμπλέκονται οι ίδιοι προσωπικά.

Στην “Βροχή”, μια από τις γνωστότερες και πιο επιτυχημένες νουβέλες του Σόμερσετ Μωμ, που κυκλοφόρησε το 1921, και η οποία έχει εκδοθεί αρκετές φορές στη γλώσσα μας, λόγω των πολύ επιτυχημένων κινηματογραφικών της μεταφορών, πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι δύο ζευγάρια πολύ αντίθετων ανθρώπων, που ένωσε η πλήξη του ταξιδιού προς τα νησιά Σαμόα.
Ο γιατρός Μακφαίηλ με την σύζυγό του έκαναν χαλαρή παρέα με τον ιεραπόστολο Ντέηβιντσον και την σύζυγό του μέσα στο πλοίο λόγω της ταυτόσημης κοινωνικής τους θέσης, αλλά πλέον η υποχρεωτική παραμονή του πλοίου σε ένα νησάκι που ανήκε στις Η.Π.Α. λόγω υποψίας χολέρας, και η απομόνωση των επιβατών σε ένα πανδοχείο του λιμανιού τους αναγκάζει να βρίσκονται συνεχώς μαζί.
Στο πανδοχείο καταφθάνει και μια επιβάτις της δεύτερης θέσης, η πόρνη Σέηντι Τόμσον, μια γυναίκα που κάνει αισθητή την παρουσία της, με τις μουσικές της και τα συνεχή πάρτι στο δωμάτιο της. Ο ιεραπόστολος αφηνιάζει κυριολεκτικά και προσπαθεί να φέρει “στον ίσιο δρόμο” τη νεαρή γυναίκα, με την σύμφωνη γνώμη της συζύγου του, η οποία δείχνει περισσότερο φανατισμένη από εκείνον. Το ζεύγος Μακφαίηλ παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι λόγω της δειλίας του γιατρού, παρά την φανερή δυσφορία του. Κατ' αρχήν φαίνεται ότι ο ιεραπόστολος που έχει κινήσει τις τοπικές αρχές θα μπορέσει να καθυποτάξει την ατίθαση γυναίκα, είναι όμως τελικά έτσι;

" "Της έδωσα κάθε δυνατή ευκαιρία. Την προέτρεψα να μετανοήσει. Το κακό φωλιάζει μέσα της."
Σώπασε προς στιγμήν, κι ο γιατρός Μακφαίηλ είδε τα μάτια του να σκοτεινιάζουν και το χλομό πρόσωπό του να αποκτά ύφος σκληρό και άτεγκτο.
"Ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσω το μαστίγιο με το οποίο ο Κύριος έδιωξε τους τοκογλύφους και τους αργυραμοιβούς από τον οίκο του Θεού".
Βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο, με το στόμα σφιγμένο και τα μαύρα ρύδια τους σουφρωμένα.
"Θα την καταδιώξω, ακόμα και αν τρέξει να κρυφτεί στα πέρατα της Γης".
Έκανε απότομα μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Την άκουσαν ξανά να κατεβαίνει στο ισόγειο.
"Τι σκοπεύει να κάνει;" ρώτησε η κυρία Μακφαίλη.
"Δεν ξέρω". Η κυρία Ντέηβιντσον έβγαλε τα γυαλιά της μύτης και τα καθάρισε. "Όταν ασχολείται με το έργο του Κυρίου, δεν ζητώ ποτέ εξηγήσεις".
Αναστέναξε ελαφρά.
"Τι έχετε;"
"Θα φτάσει στα όρια της αντοχής του. Τον εαυτό του δεν τον φροντίζει"."

Η συνέχεια θα είναι δραματική, και καθώς η βροχή πέφτει συνεχώς χωρίς να σταματάει ποτέ, ενισχύοντας την αποπνικτική ατμόσφαιρα της ιστορίας, το αίσθημα της ασφυξίας που περιγράφει ο συγγραφέας μεταφέρεται στον αναγνώστη. Τα καταπιεσμένη πάθη ψάχνουν εναγωνίως να βρουν διέξοδο και η ένταση είναι υπόγεια ενώ η σχέση εξουσίας και εξουσιαζόμενου αλλά και η  πάλη τους, είναι συνεχής καθ' όλη την διάρκεια αυτής της νουβέλας που είναι από τα πιο εμπορικά και αναγνωρισμένα έργα του σπουδαίου συγγραφέα.

Στην εξαιρετική συλλογή διηγημάτων “Χονολουλού", τα 9 διηγήματα που την απαρτίζουν είναι κυριολεκτικά ένα κι ένα, με μερικά ανάμεσά τους να βρίσκονται σε αριστουργηματικό επίπεδο. Προσεκτικά επιλεγμένα, σχηματίζουν ένα συμπαγές και πολύ ομοιογενές σύνολο ιστοριών, με τις οποίες βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα της ζέστης και της υγρασίας των Τροπικών. Σχεδόν όλα τα διηγήματα εκτυλίσσονται στην Μαλαισία και στο Βόρνεο, πάντα πρωταγωνιστές τους είναι Βρετανοί οι οποίοι βρέθηκαν εκεί, είτε ως ξεπεσμένοι και απένταροι πλέον αριστοκράτες που προσπαθούν να ξεφύγουν από την χρεωκοπία στη χώρα τους, είτε ως τυχοδιώκτες καριερίστες, ταπεινής καταγωγής, που πήγαν να εργαστούν ως επιστάτες και κατάφεραν να φτιάξουν περιουσία. Οι άνθρωποι αυτοί, κάνουν παρέα μεταξύ τους και μεταφέρουν τις ευρωπαϊκές συνήθειες στον καινούργιο τόπο, αρνούμενοι ως επί το πλείστον να προσαρμοστούν ή να κατανοήσουν τους ντόπιους, στους οποίους φέρονται ως ζώα.

Κατ' αυτόν τον τρόπο σε πρώτο επίπεδο σχεδόν σε όλες τις ιστορίες έχουμε την πολιτιστική αντίθεση και την αδυναμία επικοινωνίας, όπως και την δύναμη της φύσης και του τοπίου που επιβάλλεται στους ανθρώπους που διαμένουν εκεί, τους επηρεάζει στην καθημερινότητά τους, εισβάλλει στις ζωές τους. Είναι η εποχή της παρακμής της Βρετανικής αυτοκρατορίας, λίγα χρόνια προτού χάσει οριστικά όλες τις κτήσεις της, και οι άνθρωποι αυτοί, φαίνονται στις περισσότερες των ενεργειών τους κωμικοί, κάποιες φορές γκροτέσκοι, σχεδόν γελοιογραφίες ανάμεσα στους ζωντανούς και ενεργητικούς ντόπιους. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν ερωτικά πάθη που υποβόσκουν, η πλήξη της αποικίας, η δύναμη της εξουσίας που εκδηλώνεται με κάθε τρόπο, πολύ ποτό και οι κοινωνικές αντιθέσεις των Βρετανών που αντί να εκμηδενίζονται λόγω της απόστασης από την "πατρίδα", διογκώνονται.

6 από τα διηγήματα είναι μεγάλης έκτασης, πάνω από 30 σελίδες, ενώ 3 δεν υπερβαίνουν τις 10 σελίδες. Πάντα κάποιος διηγείται μια ιστορία σε έναν ανύποπτο επισκέπτη του μετά από το φαγητό ή κατά την διάρκεια της χαλάρωσης σε μια βεράντα με ένα κοκτέιλ. Βεβαίως δεν μπορούμε να πούμε ότι όλα τα διηγήματα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ποιότητας, ξεχωρίζουν 4-5 χωρίς να υστερούν πολύ τα υπόλοιπα. Διηγήματα όπως τα “Μάκιντος”, το διάσημο “Απομακρυσμένος σταθμός”, το αστυνομικής υφής (και ισάξιο με μεγάλα νουάρ μυθιστορήματα) “Τα χνάρια στη ζούγκλα” και τα “Ναυάγια” μπορούν να τοποθετηθούν σε πολύ υψηλές λογοτεχνικές σφαίρες, ενώ ο αναγνώστης δεν γίνεται να μη σταθεί και στο υπέροχο και άκρως βιβλιοφιλικό “Ο σάκος των βιβλίων” ή στο ευφυέστατο “Ο παντογνώστης".

Ο Μωμ το δήλωνε ανέκαθεν, ήταν ένας αυθεντικός story teller, ένας “παραμυθάς” και αυτό ήταν το μεγαλύτερο προσόν του. Τα διηγήματά του, έχουν αρχή, μέση, τέλος, είναι πλήρεις ιστορίες, όπου ο συγγραφέας ελέγχει απόλυτα το θέμα του και τον ρυθμό στην αφήγηση, νιώθεις ότι δεν του ξεφεύγει τίποτα και όπως γράφει στην εισαγωγή της “Χονολουλού”: “Από τις απαρχές της ιστορίας, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω από υπαίθριες φωτιές ή στην αγορά για να ακούσουν ιστορίες. Αυτή η επιθυμία μοιάζει βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη ύπαρξη όσο και το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Ουδέποτε υποκρίθηκα ότι ήμουν κάτι άλλο από παραμυθάς. Χαίρομαι να αφηγούμαι ιστορίες και έχω πει πολλές. Δυστυχώς για μένα, η αφήγηση μιας ιστορίας χάριν της ιστορίας και μόνο αποδοκιμάζεται από τη διανόηση. Προσπαθώ να υπομείνω σταθερά την κακοτυχία μου.”

Οι διάλογοι στα διηγήματα του είναι υπέροχοι, οι περιγραφές ολοζώντανες – ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να έχει μπροστά του τον συγγραφέα, ο οποίος του αφηγείται ιστορίες. Στις πάντα ενδιαφέρουσες ιστορίες του Μωμ, η πλοκή παίζει μεγάλο ρόλο, ο συγγραφέας δεν στέκεται ιδιαίτερα στην ψυχογράφηση των χαρακτήρων του, δεν έχει στιγμές ενδοσκόπησης, φροντίζει ώστε η ιστορία να ρέει σαν παραμύθι και το φινάλε της, είτε να εκπλήσσει, είτε να προκαλεί εντύπωση. Δεν ήταν τυχαία η σύγκριση με τον Μοπασάν και οι δύο συγγραφείς δείχνουν να κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, στο ίδιο επίπεδο, ενώ οι θαυμαστές των ιστοριών του Τζ. Κόνραντ θα διακρίνουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, χωρίς βέβαια ο Μωμ να φτάνει σε ένταση τον μεγάλο Αγγλοπολωνό.

"Ορισμένοι διαβάζουν για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, γεγονός αξιέπαινο, άλλοι για ευχαρίστηση, γεγονός αβλαβές, αλλά δεν είναι λίγοι αυτοί που διαβάζουν από συνήθεια, γεγονός που, κατ' εμέ, ούτε αβλαβές ούτε αξιέπαινο είναι. Ανήκω σ' αυτή την ελεεινή κατηγορία. Οι συζητήσεις γρήγορα μου προκαλούν πλήξη, τα παιχνίδια με κουράζουν, και οι στοχασμοί μου, που, όπως μας λένε, συνιστούν, για έναν άνθρωπο εχέφρονα, ανεξάντλητη πηγή απόλαυσης, πολύ γρήγορα στερεύουν. Τότε αναζητώ το βιβλίο μου όπως ο οπιομανής την πίπα του. Ελλείψει άλλου αναγνώσματος, ο κατάλογος των στρατιωτικών πρατηρίων ή τα δρομολόγια των σιδηροδρόμων μου φτάνουν και μου περισσεύουν, και έχω περάσει, πράγματι, πολλές απολαυστικές ώρες με τη συντροφιά τους. Υπήρξε εποχή που δεν έβγαινα ποτέ απ' το σπίτι δίχως έναν κατάλογο παλαιοβιβλιοπωλών στην τσέπη. Δεν έχω γνωρίσει πιο ζουμερό ανάγνωσμα. Αυτός ο τρόπος ανάγνωσης, αναμφίβολα, δεν είναι λιγότερο αξιόμεμπτος από την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, και δεν παύει να με εκπλήσσει η οίηση με την οποία οι επίμονοι αναγνώστες περιφρονούν όσους δεν ξέρουν γράμματα. Από ποιάς αθανασίας τη σκοπιά θεωρείται καλύτερο το να έχεις διαβάσει χίλια βιβλία από το να έχεις οργώσει ένα εκατομμύριο αυλάκια; Ας παραδεχτούμε ότι το διάβασμα είναι για μάς ναρκωτικό εκ των ων ουκ άνευ: Ποιός άνθρωπος αυτής της συνομοταξίας δεν γνωρίζει την ταραχή που τον κυριεύει, όταν έχει στερηθεί επί μακρόν το διάβασμα, την αγωνία και τον εκνευρισμό, τον αναστεναγμό της ανακούφισης που του προκαλεί η θέα μιας τυπωμένης σελίδας; Ας είμαστε, λοιπόν, εξίσου ταπεινοί με τους δυστυχισμένους σκλάβους της σύριγγας ή του ποτού." ("Ο σάκος των βιβλίων")

Καλή, κλασσική λογοτεχνία χωρίς μοντερνισμούς και πειραματισμούς με την γλώσσα είναι τα διηγήματα του Μωμ. Με την “Βροχή” και την “Χονολουλού” ο αναγνώστης θα αισθανθεί την μαγεία της ωραίας αφήγησης, του συγκροτημένου ρυθμού, της υπέροχης ατμόσφαιρας, την δύναμη του υπαινικτικού λόγου και της καλοδιατυπωμένης πρότασης, της γοητευτικής πλοκής και θα τα απολαύσει όπως μια ωραία συζήτηση με μια καλή συντροφιά με ιστορίες που δεν παλιώνουν ποτέ όπως η αυθεντική λογοτεχνία.

Βαθμολογία: "ΒΡΟΧΗ"           81/100

                   "ΧΟΝΟΛΟΥΛΟΥ" 84/100


 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2017
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2017 | Permalink
Illska Το Κακό
Το θαυμάσιο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα ILLSKA TO KAKO”, του Ισλανδού συγγραφέα Eiríkur Örn Norðdahl (Ρέικιαβικ, 1978) – (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. (από τα γαλλικά) Ρ. Γεωργακοπούλου, σελ. 564), είναι από εκείνα τα βιβλία που εμπεριέχουν έναν ολόκληρο κόσμο εντός τους. Χρησιμοποιώντας μια αρχικά κοινότοπη ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, ο ευφυέστατος (όπως αποδεικνύεται) συγγραφέας, αναμιγνύει στοιχεία της νεότερης ιστορίας της Ευρώπης, μαζί με το σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο της χώρας του για να καταδείξει την πολυπλοκότητα του ανθρώπου και του ιστορικού γίγνεσθαι.


Το Illska, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που έκαψε ένα σπίτι από έρωτα. Είναι επίσης η ιστορία τριών αποπροσανατολισμένων ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους μέσα από τον άλλον. Είναι η ιστορία της σφαγής των Εβραίων μιας μικρής Λιθουανικής πόλης.Είναι η ιστορία της σχετικότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά είναι και η ειρωνεία της ανθρώπινης κωμωδίας. Είναι ένα βιβλίο για την αναζήτηση ταυτότητας και της αίσθησης του ανήκειν. Είναι τέλος, και μια φιλοσοφική αναζήτηση του “Κακού”, ως έννοια αλλά και ως συνέχεια μέσα στην Ιστορία.

Η Άγκνες είναι παιδί Λιθουανών, απ' όπου η μάνα της έχει εβραϊκή καταγωγή, οι οποίοι έφυγαν από την μικρή τους πόλη για να μεταναστεύσουν στην Ισλανδία. Προσπαθεί επί χρόνια να ολοκληρώσει την Διδακτορική της διατριβή πάνω στο Ολοκαύτωμα, χρησιμοποιώντας ως κεντρικό στοιχείο στην εργασία της, την εξολόθρευση του Εβραϊκού πληθυσμού στην πόλη καταγωγής της, το Γιούρμπαρκας της Λιθουανίας. Ζει στο Ρέικιαβικ μαζί με τον Όμαρ, έναν χαοτικό νεαρό, ο οποίος προσπαθεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα με τον δικό του αποξενωμένο τρόπο. Η Άγκνες παρ' ότι ερωτευμένη με τον Όμαρ, έλκεται από τον Άρνορ, τον οποίον γνωρίζει για τις ανάγκες της έρευνάς της, διότι ο Άρνορ είναι μια κατηγορία από μόνος του. Νεοναζί διανοούμενος, με σαγηνευτικό λόγο και αντιφατική συμπεριφορά. Η Άγκνες θα υποκύψει στην γοητεία του και σύντομα θα μείνει έγκυος. Από ποιόν όμως; Αφού βασανιστεί με το “να το κρατήσω ή να το ρίξω” επιλέγει την πρώτη λύση και φέρνει στον κόσμο, τον Σνόρι. Ο Όμαρ που προσπαθεί να προσαρμοσθεί στις νέες ανάγκες της σχηματισμένης πλέον οικογένειας, θα αντιληφθεί βλέποντας την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της Άγκνες ότι υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο στη σχέση τους. Βρίσκοντας κάποιες αποδείξεις, θα φύγει από το σπίτι και σε μια στιγμή παραφροσύνης, θα του βάλει φωτιά.

Η Άγκνες, ο Όμαρ, ο Άρνορ και ο Σνόρι είναι τα τέσσερα πρόσωπα του δράματος πρωταγωνιστώντας στο ένα μέρος του βιβλίου του Νόρδνταλ. Παράλληλα όμως ο συγγραφέας αφηγείται και την ιστορία των δύο Λιθουανικών οικογενειών που από την μοιραία όσο και τραγική ένωσή τους, ήρθε στον κόσμο η Άγκνες. Των πρώην συνεταίρων Λουκάουσκας και Μπανάϊ στο τυπογραφείο του Γιούρμπαρκας της Λιθουανίας και μέσα από αυτούς την ιστορία της εξολόθρευσης του Εβραϊκού πληθυσμού (γύρω στους 2.000) της μικρής πόλης από τους ντόπιους πολιτοφύλακες και τους Ναζί. Εκεί όπου ο παππούς της σκότωσε τον Εβραίο προπάππου της, κι εκεί όπου συνετελέσθη ένα μαζικό έγκλημα, από τα τόσα που έγιναν στον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Εξάλλου η Λιθουανία ήταν ένας τόπος μαρτυρίου για τους Εβραίους με αφανισμό του (περίπου) 75% όσων ζούσαν εκεί.

Μια μέρα με ρώτησαν για την εικόνα που έχω για τον εαυτό μου. Ήμουν αυτή που νόμιζα ότι είμαι ή αυτή που οι άλλοι έβλεπαν σε μένα; Η απάντηση που έδωσα τότε ήταν η ακόλουθη: ήμουν αυτή που, στο μυαλό μου, οι άλλοι έβλεπαν σ' εμένα. Οι φιλόσοφοι μιλούν για τον Άλλο, με κεφαλαίο Α, εκείνο το φανταστικό άτομο που κάθεται κάπου στην κορφή ενός εξίσου φανταστικού βουνού και που ρίχνει το βλέμμα του πάνω μας, με το στόμα συνέχεια ανοιχτό, έκπληκτο και αυστηρό. Αν και φανταστικός, ο Άλλος είναι εξίσου πραγματικός. Αντιπροσωπεύει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε στα μάτια των άλλων – ο Άλλος είναι το μάτι στον τοίχο, η κλειδαρότρυπα, το ματάκι της πόρτας, η κάμερα του υπολογιστή. Αν κάπου βρίσκει πραγματική υπόσταση είναι σ' αυτές τις κρυμμένες κάμερες παρακολούθησης, εκείνο το καχύποπτο μάτι που μας σκέπει χωρίς ποτέ να μας λέει αυτό που σκέπτεται. Που ποτέ δεν μας ζητάει φωτιά ή δεν μας ρωτάει τι ώρα είναι, αλλά που, παρ' όλα αυτά, μας παρατηρεί, κρυμμένο σε κάθε γωνιά του δρόμου.”

Ποιοί είναι όμως οι χαρακτήρες των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στην ιστορία; Η Άγκνες αισθάνεται ότι την βλέπουν σαν ξένη παντού. Είτε στην Ισλανδία, είτε στην πόλη καταγωγής της στη Λιθουανία, δεν αισθάνεται να ανήκει πουθενά. Η ανασφάλεια την κυνηγάει συνεχώς, όπως και η αδυναμία της να ολοκληρώσει οτιδήποτε αναλαμβάνει. Ο Άρνορ, παιδί που μεγαλώνει χωρίς πατέρα, ουσιαστικά μαζί με την πολύ νεαρή, άστατη και εναλλακτική μητέρα του, θα προκαλεί συνεχώς τραγωδίες είτε ως παιδί, είτε  ως “ώριμος”(;) άνδρας. Θεωρεί τον εαυτό του κάτι το σπουδαίο αλλά δεν είναι παρά ένας κακομοίρης. Ο Όμαρ έχει την αίσθηση ότι αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται. Σε όλο το μυθιστόρημα συμπεριφέρεται ως ελαφρώς μεθυσμένος και αφήνεται στην δυναμική των γεγονότων, ανίκανος να κατανοήσει τι συμβαίνει γύρω του (και γι' αυτό εκπλήσσεται συνεχώς). Ο Νόρδνταλ εισάγει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου και την φωνή του Σνόρι, του βρέφους που παρατηρεί τα πάντα, τις αλλαγές πάνω του αλλά και στους άλλους.

Όλα αυτά τα συνδέει ο συγγραφέας σε μια ορμητική και δυναμική αφήγηση, η οποία δεν ακολουθεί συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, πηγαίνοντας συνεχώς μπρος-πίσω με άλματα στο παρελθόν. Η Άγκνες της εβραϊκής καταγωγής, κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, έχει ρίζες και στους θύτες και στα θύματα της σφαγής, και τώρα, σε ένα άκρως ειρωνικό παιχνίδισμα της μοίρας, βρίσκεται εμπλεκόμενη σε μια ερωτική ιστορία με έναν νεοναζί και έναν παθητικό άνθρωπο.
Ο Νόρδνταλ είναι σαφής μέσα από την αφήγησή του. Το Κακό συνεχίζεται απλά αλλάζει πρόσωπο, και ο μέσος άνθρωπος είναι το ίδιο υπεύθυνος με τους ηγέτες που επιλέγει. Δίνει παραδείγματα από την Ισλανδία του τότε και του τώρα (χώρα που τους κατοίκους της θεωρούσε ο Χίτλερ και οι υπόλοιπες ναζιστικές κεφαλές ως κατεξοχήν Άριους), από την Σκανδιναβία και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης όπου αναβιώνει ο εθνικισμός, και η ακροδεξιά προελαύνει με ένα λαϊκιστικό παραλήρημα.

Τα δύο παράλληλα επίπεδα της αφήγησης, αλλάζουν συνεχώς φόντο και με μικρά κεφάλαια δεν αφήνουν τον αναγνώστη να πάρει ανάσα. Η Ισλανδία της ευμάρειας, της οικονομικής άνεσης και των μεγάλων δανείων, μετατρέπεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μια χώρα-κόλαση, όπου οι περισσότεροι χάνουν τα σπίτια τους και το νόμισμα αλλάζει ισοτιμία συνεχώς. Το Γιούρμπαρκας άλλοτε τόπος μαρτυρίου και μαζικής παράνοιας, είναι πλέον ένας ειδυλλιακός τουριστικός προορισμός όπου εκεί που ανοίγονταν ομαδικοί τάφοι και γίνονταν εκτελέσεις γίνονται φεστιβάλ μουσικής. Η ειρωνεία και το χιούμορ (κυρίως για τους Ισλανδούς, το κρύο στη χώρα, τις ερημικές εκτάσεις), είναι διαρκώς παρόντα στο εξαιρετικό μυθιστόρημα, όπως και η ζωντάνια στην αφήγηση.


Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν ότι οι απόψεις τους φαίνονται λογικές κι ότι οι ιδέες τους μπορεί να γίνουν αποδεκτές. Άλλωστε, οι γνώμες των περισσοτέρων είναι όντως λογικές, και είναι συχνά αποτέλεσμα μακράς σκέψης· όσο για τις ιδέες τους, είναι σε γενικές γραμμές αποδεκτές. Προφανέστατα, όμως, δεν είναι πάντοτε έτσι. Ορισμένοι αναπτύσσουν καμιά φορά απεχθείς απόψεις, ιδέες για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι κάποιοι θα μπορούσαν να τις ενστερνιστούν (όπως εκείνη που συνίσταται στο να σκοτώσεις έξι εκατομμύρια Εβραίους – τέτοιου είδους πράγματα ξεπερνούν κάθε όριο). Αλλά, αν και οι απόψεις τους δεν είναι πάντα λογικές, οι άνθρωποι θέλουν οπωσδήποτε να τους δώσουν μια κάποια επίφαση λογικής. Να γιατί ξεκινάνε τόσες φράσεις τους λέγοντας: “Δεν είμαι (τέτοιου ή άλλου τύπου εξτρεμιστής), αλλά...” Όλοι μας θέλουμε να εκπέμπουμε μια εικόνα λογικού και ψυχικά ισορροπημένου ανθρώπου, ακόμη κι όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτή η εικόνα είναι το αντίθετο της πραγματικότητας.”

Το “Illska” είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, μεγάλης πνοής και οριζόντων, που με τον ρυθμό του σε επηρεάζει, σε προβληματίζει, μπαίνει μέσα σου. Ο συγγραφέας εναλλάσσει την γλώσσα του, από κοφτή και σύγχρονη σε φιλοσοφική σε κάποια κομμάτια, ενώ ο προβληματισμός που αναπτύσσει δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα που μπορεί να μη φτάνει την αξία των δύο εκπληκτικών σύγχρονων βιβλίων με τα οποία μπορεί να συγκριθεί, την “Κεντρική Ευρώπη” του Βόλμαν, και, το Omega Minor του Βεράχεν, αλλά σίγουρα είναι από τα σημαντικότερα βιβλία του 2017 που εκδόθηκαν στην χώρα μας.

Βαθμολογία 85 / 100