Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012 | Permalink
Δωμάτιο
Είναι αναμφίβολα συγκλονιστικό το μυθιστόρημα της Ιρλανδής (που ζει στον Καναδά πλέον) συγγραφέως Emma Donoghue, με τίτλο «ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ» («Room»), (Εκδ. Ψυχογιός, (ωραία) μετάφρ. Ε.Τσιρώνη, σελ.422), μια σπαρακτική (αλλά με πολύ χιούμορ και έμπνευση) ιστορία εγκλεισμού και απεριόριστης αγάπης, η οποία δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο ακόμα και τον πλέον αποστασιοποιημένο αναγνώστη.

Ο Τζακ γιορτάζει τα 5α του γενέθλια και νιώθει μεγάλο παιδί πια, μόνο που δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε τις προηγούμενες μέρες γιατί ζει σε έναν περιορισμένο κόσμο μόνο που αυτός δεν το γνωρίζει. Ο κόσμος του είναι ένα Δωμάτιο, μια μικρή αποθήκη κάπου στις Η.Π.Α., μέσα σε ένα αγρόκτημα, ειδικά κατασκευασμένη για μακροχρόνιο εγκλεισμό. Εκεί ζει με την 26άχρονη μητέρα του, η οποία απήχθη 7 χρόνια πριν (στα 19 της) από έναν άγνωστο και από τότε υποχρεώθηκε να ζήσει φυλακισμένη, ικανοποιώντας τις σεξουαλικές ορέξεις του απαγωγέα της, ο οποίος φροντίζει κάθε Κυριακή να παρέχει στην ιδιότυπη «οικογένειά του», τις προμήθειες που θα τους κρατήσουν ζωντανούς.

Αφηγητής του βιβλίου είναι ο Τζακ και μέσα από τα μάτια του και την γλώσσα ενός πανέξυπνου και ολοζώντανου πεντάχρονου παρακολουθούμε την ιστορία. Ο Τζακ αισθάνεται «βασιλιάς» μέσα στον κόσμο αυτόν. Βλέπει στην τηλεόραση τον «ψεύτικο κόσμο» γιατί ο δικός του είναι αυτός που γνωρίζει ως αληθινό. Η μοναδική του επικοινωνία με το σύμπαν είναι ένας φεγγίτης, όπου παρατηρεί τις αλλαγές της μέρας, τις ακτίνες του ήλιου, το φως του φεγγαριού. Μέσα από την τηλεόραση, βλέπει τους «φίλους του», την «Ντόρα» και τον «Μπομπ τον Μάστορα», τα «Σούπερ Ζωάκια» και τον «Μπάρνι», τους οποίους «αγκαλιάζει» καθημερινά. Ο Τζακ είναι «ευτυχισμένος» μέσα στον κόσμο αυτόν, θηλάζει αρκετές φορές την μητέρα του, ξαπλώνει μαζί της, τραγουδάνε μαζί, κατασκευάζουν λέξεις (τις «λεξόπιτες») – θεωρεί ότι «έχει χιλιάδες πράγματα» να κάνει καθημερινά. Το μόνο του πρόβλημα είναι τα βράδια που έρχεται ο «ΣαταΝικ» (πανέξυπνη απόδοση του «Old-Nick») και πρέπει να κοιμηθεί κλεισμένος στην Ντουλάπα, ακούγοντας το κρεβάτι να τρίζει.

«Σήμερα έχει Ντόρα, γιούπι. Η Ντόρα είναι σε μια βάρκα που σχεδόν παραλίγο να τρακάρει μ’ένα καράβι, πρέπει να κουνήσουμε τα χέρια μας και να φωνάξουμε «Πρόσεχε» αλλά η Μαμά δεν το κάνει. Τα καράβια είναι μονάχα Τηλεόραση και το ίδιο είναι η θάλασσα, εκτός απ’όταν φτάνουν εκεί τα κακά μας και τα γράμματα. Ή ίσως για την ακρίβεια να σταματάνε να είναι αληθινά τη στιγμή που φτάνουν εκεί, δεν ξέρω. Η Αλίκη λέει ότι αν είναι στη θάλασσα μπορεί να πάει σπίτι με το σιδηρόδρομο, που είναι το παλιομοδίτικο τρένο. Τα δάση είναι Τηλεόραση και οι ζούγκλες επίσης και οι έρημοι και οι δρόμοι και οι ουρανοξύστες και τα αυτοκίνητα. Τα ζώα είναι Τηλεόραση εκτός από τα μυρμήγκια και την Αράχνη και τον Ποντικό, αλλά αυτός γύρισε πίσω τώρα. Τα μικρόβια είναι αληθινά, και το αίμα. Τα αγόρια είναι Τηλεόραση αλλά μοιάζουν λίγο με μένα, ο εγώ στον Καθρέφτη ούτε κι αυτός είναι αληθινός, μονάχα μια εικόνα. Μερικές φορές μου αρέσει να λύνω την αλογοουρά μου και να ρίχνω τα μαλλιά μπροστά και να βγάζω τη γλώσσα μου από μέσα τους σαν φίδι, κι ύστερα να βγάζω το πρόσωπό μου για να πω μπου.»

Η «Μαμά» (δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της), όμως είναι στα όριά της. Κλεισμένη μέσα από έναν τρελλό, έχοντας μείνει κι άλλη μια φορά έγκυος γεννώντας νεκρό το παιδί, προσπαθεί να κρατήσει τα λογικά της, εκπαιδεύοντας τον Τζακ, μιλώντας του συνέχεια, παίζοντας πολλούς ρόλους ταυτόχρονα, του δασκάλου, του φίλου, του γονιού. Μια συνηθισμένη μέρα τους περιλαμβάνει μαθήματα μαγειρικής, ζωγραφική, μαστορέματα, μερικές ώρες τηλεόραση που χρησιμεύει για εκπαιδευτικούς σκοπούς, πολύ τραγούδι από Eminem μέχρι παιδικά τραγουδάκια, και το βράδυ κοιτώντας τον φεγγίτη και αναβοσβήνοντας το φως μπας και κάποιος,κάπου δει το παιχνίδισμα και συγκινηθεί.

Ο Τζακ είναι ένα πανέξυπνο παιδί, ξέρει να μετράει και να κάνει πράξεις, έχει πολλές γνώσεις για την ηλικία του αλλά του λείπουν οι «βασικές» έννοιες. Αγαπάει όμως υπερβολικά την «Μαμά» του για να της αρνηθεί την υλοποίηση ενός πλάνου δραπέτευσης που περιέχει αρκετό ρίσκο. Και ως εκ θαύματος, τα καταφέρνουν και σώζονται. Τι γίνεται όμως στον αληθινό κόσμο; Τι θα συναντήσουν εκεί; Και πως θα προσαρμοστεί ο Τζακ – που αποκαλείται αμέσως από τα Μέσα, «παιδί-μπονσάϊ»;

Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την ιστορία της από την φρικιαστική υπόθεση του αυστριακού Γ. Φριτζλ ο οποίος κρατούσε επί 24 χρόνια έγκλειστη την κόρη του κάνοντας μαζί της 7 παιδιά. Θα μπορούσε να είναι ένα θρίλερ, στο στυλ του «Παραδεισένια οστά» της Sebold, αλλά η Ντόναχιου ξεφεύγει από την παγίδα του εφιαλτικού ρεαλισμού, και παραδίδει ένα διαυγέστατο, εξαιρετικό μυθιστόρημα, το οποίο παρά το στενόχωρο του θέματος και την αναπόφευκτη συγκινησιακή φόρτιση που έρχεται αυθόρμητα, έχει πολύ χιούμορ, ευρηματικές εκφράσεις και εντυπωσιακή διαχείριση της ιστορίας, η οποία εκεί που πάει να ξεφύγει, από την στιγμή της απόδρασης και μετά, επανέρχεται και τοποθετείται σε πλαίσια συμβατά με το κλίμα του βιβλίου.

Το βιβλίο (που ήταν στην short-list του βραβείου Man-Booker για το 2010), σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο (εξαντλητικό και ιδιαίτερα κουραστικό) με άλλο μάτι και όπως λέει σε κάποια στιγμή ο (μπαφιασμένος) Τζακ: «Μου φαίνεται πως ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου είναι απλώς επανάληψη.» Η αφήγηση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες από την πλευρά του αναγνώστη, ο οποίος γνωρίζοντας ότι μιλάει ένα πεντάχρονο με διαφορετική έτσι κι αλλιώς αντίληψη (λόγω ηλικίας και συνθηκών) μπορεί να κατανοήσει περισσότερα από αυτά που διαβάζει. Το εύρημα της Ντόναχιου, τόσο απλό αλλά και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα «αιχμαλωτίζει» κατά κάποιο τρόπο το μυθιστόρημα, αλλά από την άλλη γίνεται και το «όχημα» για περαιτέρω σκέψεις και προβληματισμούς για τις σχέσεις γονέα-παιδιού και κυρίως την ηθική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση της ιστορίας που διαβάζεται μονορούφι…

«Στον κόσμο βλέπω ανθρώπους που είναι σχεδόν πάντα στρεσαρισμένοι και δεν έχουν χρόνο (…) Στο Δωμάτιο, η Μαμά κι εγώ είχαμε χρόνο για όλα. Μάλλον ο χρόνος απλώνεται πάνω σε όλο τον κόσμο πολύ πολύ λεπτά, σαν βούτυρο στο ψωμί, στους δρόμους και στα σπίτια και στις παιδικές χαρές και στα μαγαζιά, έτσι που να υπάρχει μόνο μια λεπτή στρώση απ’αυτόν σε κάθε μέρος, και μετά όλοι πρέπει να βιαστούν για να φτάσουν στο επόμενο.»

Υ.Γ. Ωραία παρουσίαση του ίδιου βιβλίου (σύμπτωση, πριν από λίγες μέρες) από το blog της καλής φίλης Sue.
Υ.Γ.(2) Το εξαιρετικό site του βιβλίου εδώ.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

CROSBY, STILLS, NASH & YOUNG – Teach your children
 
Τρίτη, Μαρτίου 27, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 27, 2012 | Permalink
Ο Λεμούριος
«Εάν δεν ξέρεις ποιος είναι το κορόϊδο, τότε είσαι εσύ…»

Γραμμένη για τους New York Times, σε συνέχειες δεκαπέντε επεισοδίων, η νουβέλα του Benjamin Black (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του τεράστιου Βρετανού συγγραφέα John Banville), με τον περίεργο τίτλο, «Ο ΛΕΜΟΥΡΙΟΣ»(The Lemur), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Φακίνου, σελ.137), διαφέρει από τις δύο προηγούμενες αστυνομικές ιστορίες που κυκλοφόρησε με αυτό το ψευδώνυμο ο συγγραφέας,δηλαδή των εξαιρετικών «Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς» και «Ο ασημένιος κύκνος», στις οποίες κυριαρχεί η μυθιστορηματική περσόνα του ιατροδικαστή Κουίρκ. Εδώ «πρωταγωνιστεί» η πόλη της Νέας Υόρκης και περισσότερο η ατμόσφαιρα, ο «Λεμούριος» είναι μια αυτόνομη ιστορία, χαλαρής αστυνομικής υφής – παρά την ίντριγκα και το whodunit του θέματος.

Ο Λεμούριος είναι ένα σπάνιο ζώο με διαστάσεις μεγάλης γάτας και ρύγχος που θυμίζει αλεπού και συναντάται πλέον μόνο στην Μαδαγασκάρη. Η λατινική του ονομασία σημαίνει «πνεύμα της νύχτας» λόγω των εκτυφλωτικών του ματιών. Αυτό το ζώο θυμίζει στον διάσημο κάποτε μεγαλοδημοσιογράφο Τζων Γκλας, ο ερευνητής που προσέλαβε για να τον βοηθήσει στην βιογραφία που έγραφε εκείνος για τον πεθερό του Γουίλιαμ «Μεγάλο Μπιλ» Μαλχόλαντ. Ο Γκλας είναι ένα συμβιβασμένος άνθρωπος που έχει παρατήσει την επιτυχμένη καριέρα του και την φήμη που είχε χτίσει τόσα χρόνια για να «καθήσει» πάνω στην χλιδή και στην άνετη ζωή που του προσφέρει ο πεθερός του, μεγιστάνας, ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εταιρίας τηλεπικοινωνιών που φέρει τα’όνομά του αλλά με αμφισβητούμενο παρελθόν, αφού διετέλεσε πράκτορας της CIA. Ο Γκλας αναλαμβάνοντας να γράψει την βιογραφία του ήξερε (παρά την προτροπή του Μαλχόλαντ να μη κρύψει τίποτα) ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει μακριά με την έρευνα. Κάποιος του συστήνει λοιπόν, ένα σαϊνι των υπολογιστών και κορυφαίο ερευνητή, τον Ντίλαν Ράϊλι, ο οποίος υπόσχεται ότι σε μια εβδομάδα θα έχει βρει αρκετά στοιχεία για την ζωή του Μαλχόλαντ.

Όταν όμως μετά από μια εβδομάδα, οι δύο άντρες συνομιλούν, ο Γκλας δεν πιστεύει στ’αυτιά του όταν ακούει τι του λέει ο Ράϊλι:
«Κάποτε ήσουν αυθεντικός, Γκλας. Πολλοί από εμάς πιστεύαμε σ’εσένα, ακολουθούσαμε το παράδειγμά σου. Κοίταξε τώρα πως κατάντησες». Ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Μπορείς να ξεπουληθείς στον πεθερό σου τον πράκτορα, αν το θες. Πες στον κόσμο πόσο εξαιρετικός τύπος είναι, η μη αναγνωρισμένη ψυχροπολεμική συνείδηση της Δύσης, ο άνθρωπος που υποστήριζε τις διαπραγματεύσεις με τον Κάστρο και ένα ασφαλές πέρασμα του Αλιέντε στη Ρωσία – λες και θα ήθελε εκείνος να πάει – τέτοιος ανόητος! Άντε λοιπόν γράψε τη διαθήκη του και πούλα τη ψυχή σου για ένα μάτσο δολάρια. Γνωρίζω όμως κάτι το οποίο θα σας διαλύσει, και νομίζω ότι πρέπει να με πληρώσεις, νομίζω ότι θα με πληρώσεις, ώστε να μη βγει παραέξω.» Ο Γκλας προσπάθησε να μιλήσει, αλλά σώπασε πάλι. «Και να σου πω και κάτι ακόμα; Νομίζω ότι ξέρεις τι ξέρω. Νομίζω ότι ξέρεις πολύ καλά για τι ακριβώς μιλάω, για εκείνο το μοναδικό σημείο που είναι ικανό να γκρεμίσει τη μικρή, πολιτισμένη και βολική συμφωνία σας. Κάνω λάθος;»
«Σου τ’ορκίζομαι», είπε ο Γκλας, ένα λαχάνιασμα μάλλον αυτήν τη φορά παρά ένα κρώξιμο, «σου τ’ορκίζομαι πως δεν έχω ιδέα τι μπορεί να ανακάλυψες».
«Σωστά». Έγνεφε τώρα με το μακρόστενο κεφάλι του. Ο Γκλας μπορούσε να τον δει καθαρά με τη φαντασία του, τα χείλη σουφρωμένα, το ξανθό γενάκι να σαλεύει, τα ξαφνιασμένα μάτια του να λάμπουν οργισμένα. «Σωστά. Το επόμενο τηλεφώνημα που θα λάβεις γι’αυτό το θέμα, δε θα είναι από εμένα».»

Ο Ράϊλι ζητάει από τον πανικοβλημένο Γκλας την μισή αμοιβή από το 1.000.000 δολάρια, τα χρήματα που έχει υποσχεθεί ο Μαλχόλαντ για την συγγραφή της βιογραφίας. Αλλά τα γεγονότα τον προλαβαίνουν, και όντως το επόμενο τηλεφώνημα που λαμβάνει ο Γκλας, δεν προέρχεται από τον πονηρό «Λεμούριο», αλλά ταυτόχρονα είναι λίγο διαφορετικό από αυτό που περιμένει. Η αστυνομία τον ενημερώνει ότι είναι ο τελευταίος άνθρωπος που συνομίλησε με τον Ράϊλι προτού εκείνος πέσει νεκρός μέσα στο διαμέρισμά του, από μια σφαίρα στο μάτι. Ο Γκλας έχει ισχυρό άλλοθι και η αστυνομία δεν τον υποπτεύεται, αλλά τότε ποιος μπορεί να έχει δολοφονήσει τον ερευνητή του, τη στιγμή που εκείνος δεν είχε πει τίποτα για την πρόσληψή του σε κανέναν;

Η νουβέλα κυριαρχείται από το αίσθημα πανικού και ενοχών που έχει καταλάβει τον Γκλας, ο οποίος υποπτεύεται τους πάντες για τον φόνο, φοβάται για το τι μπορούσε να είχε ανακαλύψει ο Ράϊλι, κυρίως τον τρομάζει το γεγονός, εάν είχε μάθει ο πεθερός του για την παράνομη σχέση που διατηρεί ο Γκλας με μια νεαρή ζωγράφο θα κινδύνευε να απωλέσει όχι μόνο την τεράστια αμοιβή που τον περίμενε για την βιογραφία αλλά και την πλούσια ζωή που απολάμβανε με έναν «βολικό γάμο» όπου όχι μόνο εκείνος αλλά και η σύζυγός του, η σικάτη Λουίζ έκανε τη ζωή της και προσπαθούσε να προωθήσει τον (αντιπαθέστατο) γιό της, από τον πρώτο της γάμο, στην προεδρία του ομίλου. Όταν δε διαπιστώνει ότι πριν από κάποια χρόνια, ο αφοσιωμένος και ικανότατος συνεργάτης του Μαλχόλαντ στην απογείωση της εταιρίας είχε βρεθεί νεκρος με μια σφαίρα στο μάτι (όπως ο Ράϊλι) αλλά είχε καταχωρηθεί επισήμως ως αυτόχειρας, τότε νιώθει τον κλοιό γύρω του να στενεύει αφόρητα.

Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να μπει σε κάποιον αγωνιώδη ρυθμό, παρά το κλειστοφοβικό και ομιχλώδες θέμα. Οι χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικοί, η πλοκή δείχνει να σκοντάφτει και να μην απογειώνεται, παρά την δυναμική και έξυπνη αρχή και τον σκελετό της μυθοπλασίας που θυμίζει κλασσική ιστορία της Αγκάθα Κρίστι - υπάρχει και ένα «κλείσιμο του ματιού» στο εμβληματικό «Οριάν εξπρές» της τελευταίας. Η αστυνομική ιστορία εν ολίγοις, μπορεί να απογοητεύσει τους φανατικούς του είδους, με τον ήρεμο ρυθμό της και το χαλαρό φινάλε (το οποίο περιέργως για θρίλερ το ξεχνάς αμέσως …).

Το στοιχείο που θα γοητεύσει όμως κυρίως εκείνους που θαυμάζουν την γραφή του Μπάνβιλ / Μπλακ, είναι το στυλ που είναι ασυναγώνιστο και η δημιουργία μιας «υπνωτιστικής» ατμόσφαιρας που νιώθεις να σε παρασέρνει, παρά το σύντομο του βιβλίου. Ο εξαιρετικός συγγραφέας περιγράφει υπέροχα την Νέα Υόρκη – κάποιες στιγμές νιώθεις ότι μαγεύεται από την γοητεία της πόλης -, οι διάλογοι είναι έξυπνοι και σπιρτόζοι, οι λεπτομέρειες των κινήσεων και κάποιων σημείων των διαμερισμάτων και των αντικειμένων είναι υπέροχες, αλλά η τελική αίσθηση είναι ότι η νουβέλα μπορεί να διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα αλλά θυμίζει έντονα έργο γραμμένο κατά παραγγελία και τελικά δεν είναι αντάξια των απαιτήσεων από ένα βιβλίο όχι μόνο του Μπάνβιλ αλλά και του alter-ego του Μπέντζαμιν Μπλακ.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

OLETA ADAMS – New York state of mind
 
Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2012 | Permalink
Jo Nesbø
Προσπαθώ να καταλάβω τι έχει πιάσει το αναγνωστικό κοινό σε όλο τον κόσμο με την Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Τι το «εξωτικό» και τι το «καινούργιο» φέρνουν οι αρκετοί συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών από τις χώρες του μακρινού Βορρά, που έλκουν τόσο πολύ τους οπαδούς των θρίλερ; Ομολογώ ότι οι γνώσεις μου γύρω από την μοντέρνα λογοτεχνική σκηνή αυτών των χωρών (γενικότερα) είναι περιορισμένη. Ανήκω στους ελάχιστους βιβλιόφιλους που δεν υπέκυψαν στις «σειρήνες και δεν διάβασαν το «Κορίτσι με το τατουάζ» του (πρόωρα χαμένου) Σ. Λάρσον (είδα όμως και τις δύο (ωραίες) κινηματογραφικές βερσιόν του, και δεν σταμάτησα εκεί αλλά είδα όλη την τριλογία), δεν τρέφω καμμία συμπάθεια για τον Χ. Μάνκελ (παρά τις προσπάθειές μου δεν βλέπω καμμία γοητεία στη γραφή του), και τον ήρωα του, επιθεωρητή Βαλάντερ (είδα όμως την εξαιρετική τηλεοπτική σειρά, όπου ο Κ.Μπράνα δίνει ρέστα), και γενικώς είμαι λίγο επιφυλακτικός με το θέμα.

Η περιέργεια με ώθησε να διαβάσω δύο μυθιστορήματα του συγγραφέα που αποτελεί το πιο «καυτό» όνομα στον χώρο παγκοσμίως, του Νορβηγού Jo Nesbø (γεν.1960), ο οποίος παρά του ότι ξεκίνησε σχετικά αργά (στα 37 του), το συγγραφικό του έργο (ήταν δημοσιογράφος ειδικευμένος στο οικονομικό ρεπορτάζ), δείχνει μια πραγματική μηχανή παραγωγής οικουμενικών best-seller, με βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, ήδη οι ιστορίες του παίρνουν τον δρόμο για την μεγάλη οθόνη (το Headhunters είναι η πρώτη από αυτές) και το μέλλον του προβλέπεται (εμπορικά) λαμπρό.

Τα δύο βιβλία του Νέσμπο με τα οποία θα ασχοληθώ, είναι το «ΝΕΜΕΣΙΣ» («Sorgenfri»,2002) και το «ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ» («Marekors»,2003), και τα δύο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση (από τα Αγγλικά), της )Γ.Αρβανίτη (σελ. 586 και 548 αντίστοιχα. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία και στα δύο βιβλία - πέραν του εμφανούς που είναι ο ήρωας - είναι κλασσικές «whodunit» ιστορίες, πολυεπίπεδες και με αρκετές και συνεχείς ανατροπές, ξέφρενη δράση, κινηματογραφικό ρυθμό, πολλούς χαρακτήρες, βία και αγωνία, ελάχιστη πρωτοτυπία, αρκετό χιούμορ και ειρωνία, μεγάλες δόσεις της καθημερινότητας του Όσλο, ωραίες και μοιραίες γυναίκες, ενδιαφέροντες χαρακτήρες με πολλές ψυχολογικές αναφορές.

Ο ήρωας του Nesbø, είναι ο αστυνομικός επιθεωρητής Χάρι Χόλε, ένας χαρακτήρας αρκετά μακριά από τα «πρότυπα» του είδους. Με εμφανή προβλήματα αλκοολισμού, ο πανύψηλος και ολίγον ατσούμπαλος Χάρι είναι: «Ο μοναχικός λύκος, ο μέθυσος, το τρομερό παιδί του τμήματος και, με μοναδική εξαίρεση τον Τομ Βόλερ, ο καλύτερος ντετέκτιβ του έκτου ορόφου». Μονίμως με το ένα πόδι εκτός αστυνομίας αφού παραμένει εκεί μόνο με την ανοχή του διοικητή του, ο οποίος ξέρει ότι ο Χάρι με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του θα βρεί πάντα την άκρη, παρά τις συνεχείς αναφορές για «ανάρμοστη συμπεριφορά», ο ήρωας μας δεν διστάζει να βουτήξει στα βαθιά, μη φοβούμενος τα λάθη, συνεχώς ισορροπώντας στα όρια. Στο «Νέμεσις», ο συγγραφέας εισάγει έναν δεύτερο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, την ευφυέστατη αλλά «άχρωμη» και ιδιόμορφη Μπέτε Λεν, η οποία έχει ένα μοναδικό χάρισμα, μπορεί να θυμηθεί όποιο πρόσωπο είδε στη ζωή της, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αναλύει λοιπόν εικόνες στο βίντεο, φωτογραφίες και δεδομένα – μια ψιλοαπροσάρμοστη λοιπόν μεγαλοφυία, όπως και η αντίστοιχή της Λίσμπετ Σαλάντερ στα βιβλία του Λάρσον. Οι δυό τους κάνουν ένα εξαιρετικό δίδυμο, έχοντας και κάτι κοινό, την αναζήτηση του δολοφόνου κάποιου σημαντικού προσώπου στη ζωή τους. Ο Χάρι αναζητάει απεγνωσμένα – πέραν από κάθε υπόθεση που του παρουσιάζεται από καιρού εις καιρόν – τον δολοφόνο της συνεργάτιδας του, της Έλεν, η οποία σκοτώθηκε πριν από καιρό και ακόμα οι συνθήκες της δολοφονίας της παραμένουν σκοτεινές (η ιστορία αυτή κυριαρχεί στο μυθιστόρημα του Nesbo, «Ο Κοκκινολαίμης») και για την οποία υποψιάζεται τον συνάδελφό του Τομ Βόλερ και η Μπέτε προσπαθεί να βρει τον δολοφόνο του πατέρα της, ενός ικανότατου αστυνομικού που σκοτώθηκε σε μια ληστεία τράπεζας πριν από μερικά χρόνια και αποτέλεσε, η δολοφονία του, την αφορμή για την κόρη του να καταταχθεί στο σώμα.

Το «Νέμεσις» ξεκινάει με μια άγρια ληστεία τραπέζης στο κέντρο του Όσλο. Ο ληστής, σκοτώνει με μια σφαίρα στο κεφάλι την ταμία και φεύγει με την λεία. Όσο κι αν αναλύουν το βίντεο από το εσωτερικό τηλεοπτικό κύκλωμα, ο Χάρι και η Μπέτε άκρη δεν βρίσκουν ενώ μετά από λίγες ημέρες κι άλλη μια ληστεία με τα ίδια χαρακτηριστικά αλλά χωρίς φόνο αυτή τη φορά, δείχνει ότι ο ληστής είναι πολύ ικανός και έξυπνος. Τον ίδιο καιρό, ο Χάρι ξυπνάει σπίτι του με κενό μνήμης και χωρίς κινητό. Το μόνο που θυμάται από την προηγούμενη βραδιά ήταν ότι πήγε σπίτι της παλιάς του ερωμένης, της πρωτοποριακής καλλιτέχνιδος Άννας Μπέτσεν. Μετά από λίγο πληροφορείται ότι η Άννα βρέθηκε νεκρή στο κρεββάτι της με μια σφαίρα στο κεφάλι. Όλα δείχνουν αυτοκτονία αλλά τα στοιχεία που ενοχοποιούν τον Χάρι είναι αρκετά και ιδιαιτέρως εμφανή, ενώ μετά από λίγες ώρες, ένα mail έρχεται στον υπολογιστή του, εκβιάζοντάς τον.

Ο Χάρι λοιπόν ασχολείται με δύο υποθέσεις ταυτόχρονα που φαινομενικά είναι άσχετες μεταξύ τους. Και αν για την πρώτη υπάρχουν κάποια στοιχεία που (με την βοήθεια της Μπέτε) οδηγούν σε κάποια λύση, για τον θάνατο της Άννας όλα δείχνουν μπερδεμένα και αδιέξοδα. Συν τοις άλλοις, ο συνάδελφός του, Τομ Βόλερ κάνει τα πάντα για να αποδείξει ότι ο Χάρι είναι ο υπεύθυνος για τον θάνατο της Άννας, η οποία είχε τσιγγάνικη καταγωγή οπότε εμπλέκονται στο παιχνίδι της εκδίκησης για τον «δολοφόνο» της, ο θείος της, ο ιδιοφυής ληστής τραπεζών Ράσκολ που φυλακισμένος πλέον κινεί τα νήματα από μέσα και δέχεται να βοηθήσει τον Χάρι με τις γνωριμίες του να βρει τον άνθρωπο που ληστεύει τις τράπεζες αν εκείνος του βρει τον ένοχο για τον φόνο της ανηψιάς του.

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, και υπάρχει αγωνία και συνεχείς ανατροπές στην πλοκή, όπου ακόμα και όταν ο αναγνώστης πιστεύει ότι βρέθηκε κάποια άκρη στο επόμενο κεφάλαιο τα δεδομένα αλλάζουν και κάποιος καινούργιος ύποπτος ξεπροβάλλει. Ο συγγραφέας είναι και μουσικός οπότε μοιραία υπάρχει ένα σχεδόν πλήρες soundtrack, ροκ μουσικής και όχι μόνο (αφού ο κυνικός και σκληρός φασιστοειδής Τόμ Βόλερ ακούει μόνο Prince), κυνηγητά και έντονη βία, ενώ δεν λείπουν οι ερωτικές σκηνές και το χιούμορ.

Στο «Αστέρι του Διαβόλου», τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά αλλά εξίσου μπερδεμένα και αδιέξοδα. Στο μυθιστόρημα αυτό που η δράση του τοποθετείται αμέσως μετά την «Νέμεση» (οπότε ο αναγνώστης διευκολύνεται αν τα έχει διαβάσει μ’αυτή τη σειρά, χωρίς όμως αυτό να είναι τελείως απαραίτητο), ο Χάρι εν μέσω καύσωνα (Νορβηγικού, 30 βαθμούς δηλαδή) και άδειου από κόσμο που τρέχει στις παραλίες, Όσλο βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά περίεργων δολοφονιών, νεαρών γυναικών. Κάθε 5 ημέρες και ένα θύμα. Όλες με ένα δάχτυλο λιγότερο και με ένα κόκκινο διαμάντι σε σχήμα αστεριού σε κάποιο σημείο του σώματος ή ακόμα και στο δάχτυλο του χεριού που λείπει και ποτέ δεν είναι το ίδιο. 5 φόνοι, ανά 5 ημέρες, και 5 δάχτυλα, 5 και οι πλευρές του αστεροειδούς διαμαντιού. Η υπόθεση ανατίθεται στον ευρισκόμενο σε δυσμένεια (λόγω ακατάσχετης μέθης και συνεχών αναφορών για τη συμπεριφορά του) Χάρι και στον προαχθέντα αστέρα του τμήματος, τον όμορφο και αθλητικό αλλά κτήνος και απάνθρωπο Τομ Βόλερ,(ο οποίος παραμένει ο βασικός ύποπτος και η εμμονή του Χάρι να αποδείξει ότι βρίσκεται πίσω από τον φόνο της συνεργάτιδος του Έλεν).
Οι δύο «άσπονδοι φίλοι» πρέπει τώρα να συνεργαστούν στενά και με την βοήθεια των ερευνών της Μπέτε Λεν να βρουν την άκρη. Ο Βόλερ προσεγγίζει τον Χάρι και του προτείνει όταν φύγει από το σώμα – διότι η εντολή απόλυσής του είναι «προς υπογραφή» ήδη – να δουλέψει γι’αυτόν «καθαρίζοντας» το τοπίο από τους «εγκληματίες» και τα υπόλοιπα αποβράσματα που η Δικαιοσύνη αφήνει έξω με ελαφριές (κατά την άποψή του) ποινές. Ο Χάρι βρίσκει την ευκαιρία να λύσει τους λογαριασμούς του με τον Βόλερ και η τελική τους σύγκρουση, όπως και η βεντέτα τους, θα επηρεάσουν όχι μόνο την λειτουργία του τμήματος αλλά και την επίλυση της υπόθεσης του serial killer για την ταυτότητα του οποίου έρχονται σε κατ’ευθείαν αντιπαράθεση.

Όπως και στη «Νέμεση», έτσι και στο «Αστέρι του Διαβόλου», ο συγγραφέας «παίζει» με την αποκάλυψη του «κατά συρροή δολοφόνου» αφού ο ένοχος δεν είναι αυτός που οδηγούν όλα τα στοιχεία αλλά κάποιος άλλος, τον οποίον ακόμα και οι πιο «υποψιασμένοι» αναγνώστες δεν θα φανταστούν. Σκληρό και βίαιο, με πολλά στοιχεία παρωδίας και γελοιογραφίας, όπου ο συνεχώς «τύφλα» Χάρι είναι μια γκροτέσκα προσωπικότητα που κουράζει, αλλά με ωραία ίντριγκα και σπαζοκεφαλιά, το μυθιστόρημα του Νέσμπο εστιάζει στην διερεύνηση του χαρακτήρα του Τομ Βόλερ, στον οποίον δίνεται (δικαίως) ιδιαίτερο βάρος. Το πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο είναι αρκετά αιχμηρό, το Όσλο μετατρέπεται σε μια πόλη που φοβίζει, ο ρατσισμός και ο νεοναζισμός είναι εμφανείς.

Και τα δύο μυθιστορήματα είναι καλά, διαβάζονται γρήγορα και ο ρυθμός παρασέρνει τον αναγνώστη όπως σε κάθε καλό page-turner. Ο Nesbo αποδεικνύεται ένας ιδιαίτερα ιδιοφυής συγγραφέας που ξέρει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον χωρίς να στηρίζεται σε προφανείς ευκολίες και «εξωτισμούς». Οι καταστάσεις που περιγράφει είναι αληθοφανείς και οι χαρακτήρες έχουν κάποιο υπόβαθρο. Δεν τον ενδιαφέρει να δώσει στοιχεία για το Όσλο, και στα δύο μυθιστορήματα, η δράση λαμβάνει χώρα στο κέντρο της πόλης, η οποία παρουσιάζεται απρόσωπη και δίχως ταυτότητα, κάτι που θα διευκόλυνε μια διεθνή κινηματογραφική μεταφορά οπουδήποτε υποθέτω.

Χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές απαιτήσεις τα βιβλία του Nesbo – δυστυχώς δεν μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχα Αμερικανών, Βρετανών ή Γάλλων συγγραφέων – προσφέρονται για ανέμελες αναγνώσεις, καλοκαιρινές ή μη, κρατώντας τον αναγνώστη σε εκγρήγορση (παρά την φλυαρία) και το ενδιαφέρον του αμείωτο δίνοντάς του και μια στοιχειώδη ποιότητα γραφής πράγμα που εξηγεί εν μέρει την παγκόσμια αποδοχή, όλα τα υπόλοιπα είναι θέματα marketing και επικαιρότητας που αποτελούν αντικείμενο άλλης κουβέντας.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

PRINCE – Purple rain
 
Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2012 | Permalink
Νέμεσις
«Άλλες φορές είσαι τυχερός, άλλες όχι. Κάθε βιογραφία βασίζεται στην τύχη και, αρχής γενομένης από την σύλληψή μας στη μήτρα της μητέρας μας, η τύχη – η τυραννία του απρόοπτου – ορίζει τα πάντα.»

Εκεί που λέω, «πάει, τελείωσε…», εκεί με διαψεύδει ο Philip Roth. Ένας συγγραφέας που πλησιάζει τα 80, και ο οποίος μου φαινόταν κουρασμένος και (τραγικά) επαναλαμβανόμενος, έρχεται με το πρόσφατο μυθιστόρημα του, «ΝΕΜΕΣΙΣ», («Nemesis»), (Εκδ. Πόλις, (εξαιρετική) μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.309), - του οποίου το σπαρακτικό τρίτο μέρος, αυτές οι τελευταίες ουσιαστικά 55 σελίδες συγκλονίζουν - να μας χαρίσει ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία της μεγάλης του συγγραφικής σταδιοδρομίας.

Οι μοιραίες επιλογές που κάνουμε στηριζόμενοι σε παρορμήσεις ή σε πράγματα που θεωρούμε εκείνη τη στιγμή σωστά, ή, το πεπρωμένο καθορίζουν τη μοίρα μας; Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ροθ, ο αθλητικός και γεμάτος από ζωή, Γιουτζήν (Μπάκυ) Κάντορ, εικοσιτριάχρονος καθηγητής φυσικής αγωγής σε ένα (εβραϊκό) προάστιο του Νιούαρκ το μακρύ, καυτό καλοκαίρι του ’44 θα βρεθεί μπροστά σε επιλογές αλλά και σε χτυπήματα που θα του αλλάξουν τη ζωή για πάντα. Απαλλαγμένος από την στρατιωτική θητεία λόγω της υψηλής του μυωπίας, διακατέχεται ήδη από τις ενοχές που αυτός έχει μείνει πίσω και οι κολλητοί του πολεμάνε στο ευρωπαϊκό μέτωπο, έτσι λοιπόν προσφέρει όσο μπορεί στην κοινότητα, διευθύνοντας το υπαίθριο κέντρο άθλησης, απασχολώντας δημιουργικά τα παιδιά της περιοχής. Αγαπητός από όλους, λόγω της κοινωνικότητάς του και του ειλικρινούς του ενδιαφέροντος για το καθένα από αυτά, ήταν ένα είδος προτύπου για γονείς και παιδιά.

Όταν χτύπησε όμως η πολιομυελίτιδα, - μια ιδιαίτερα διαδεδομένη ασθένεια της εποχής, ας μη ξεχνάμε τον Πρόεδρο Ρούσβελτ, ο οποίος ήταν το πιο γνωστό της θύμα – την περιοχή και τα παιδιά (οι μαθητές του) άρχισαν να προσβάλλονται το ένα μετά το άλλο, και η υστερία και ο πανικός αναπτυσσόταν με τρελλούς ρυθμούς, ο Κάντορ ανήμπορος να βοηθήσει, αισθανόταν ενοχές για το αν αυτό που κάνει, να μαζεύει για άθληση και παιχνίδι τα παιδιά είναι το σωστό. Η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, η πανέμορφη Μάρσια, είναι ομαδάρχης σε μια κατασκήνωση στα βουνά και τον ειδοποιεί ότι «άδειασε» μια θέση, που είναι ότι πρέπει γι’αυτόν, συν το γεγονός ότι θα περάσουν μαζί ένα διάστημα σε ένα ρομαντικό περιβάλλον. Ο Κάντορ αισθάνεται ότι δεν πρέπει να αφήσει τα «παιδιά του», και την κοινότητα που δοκιμάζεται αλλά από την άλλη δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία να βρεθεί μόνος με την Μάρσια και να ξεφύγει από το νοσηρό περιβάλλον. Επιλέγει την «φυγή» και πηγαίνει στο ειδυλλιακό μέρος γεμάτο δάση και λίμνες, μακριά από αρρώστειες, υστερίες και καύσωνες.

Περνάει μερικές ευτυχισμένες μέρες, όλο το πρωινό αθλοπαιδιές, κολύμπι και παιχνίδια και το βράδυ, ερωτικές στιγμές με την Μάρσια, σε ένα νησάκι που δεν υπάρχει ψυχή. Όμως η ευτυχία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ και το πρώτο κρούσμα πολιομυελίτιδας χτυπάει την κατασκήνωση και μάλιστα τον πιο αθλητικό και ευχάριστο νέο, που κοιμόταν στην ίδια σκηνή μαζί του. Σύντομα η ασθένεια εξαπλώνεται και σε άλλα παιδιά. Οι ενοχές τότε ξεχυλίζουν τον Κάντορ, η συνέχεια της ιστορίας θα είναι άκρως δραματική καθώς θεωρεί ότι αυτός είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση του ιού, δεν το αισθάνεται σαν ένα «παραλογισμό της φύσης» αλλά μέσα στην βαθιά του καλοσύνη και την υψηλή αίσθηση ευθύνης που τον διακατέχει θεωρεί ότι με κάποιον (μικρό ή μεγάλο) τρόπο είναι υπεύθυνος για την εξάπλωση της ασθένειας όχι μόνο στην κατασκήνωση αλλά και στο κέντρο άθλησης της συνοικίας του – δηλαδή παντού.

Το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ροθ, χωρίζεται σε 3 μέρη. Και αν στα δύο πρώτα που καταλαμβάνουν πάνω από τα 2/3 του βιβλίου, η δράση κυλάει κάπως υποτονικά και ο αναγνώστης είναι συνεχώς σε αναμονή, ότι κάτι ιδιαίτερα τραγικό θα συμβεί στον καλοσυνάτο και αφελή ήρωα του, έρχεται το συγκλονιστικό τρίτο μέρος να ανεβάσει την ένταση και να απογειώσει την τραγικότητα και προσδίδοντας διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο δράμα. Το τρίτο μέρος εκτυλίσσεται αρκετά χρόνια μετά, το 1971 και ο απρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος μέχρι τότε, εμφανίζεται – παίρνει σάρκα και οστά, στο πρόσωπο ενός από τους μαθητές (και θαυμαστές) του Κάντορ στο κέντρο άθλησης του προαστείου, ο οποίος χτυπήθηκε κι αυτός από την σοβαρή ασθένεια και ο οποίος μας περιγράφει την πορεία του πάλαι ποτέ «χρυσού παιδιού» της περιοχής και την μεταμόρφωσή του σε έναν παραιτημένο (εκτός των άλλων) άνθρωπο.

Το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος κατ’αυτόν τον τρόπο αλλάζει και η πικρία του Κάντορ ξεχειλίζει. Πικρία για την «άδικη μοίρα», για τον Θεό που είναι (κατ’αυτόν) φορέας Κακού και άδικος. Ο Κάντορ πλέον είναι ένας παράλογος και μισότρελλος άνθρωπος – κυριευμένος από τις (αναιτιολόγητες αλλά γερά ριζωμένες μέσα του) ενοχές του, από την πικρία για την καταστροφική πορεία της ζωής του.

«… Το κακοποιό πνεύμα είναι πανίσχυρο. Έβλεπα ότι ο Μπάκυ αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μια παντοδύναμη ύπαρξη που η φύση και ο σκοπός της δεν συνάγεται από αδιάσειστες ιστορικές αποδείξεις, σταχυολογημένες στη διάρκεια μιας ζωής πάνω στον πλανήτη Γη, στα μέσα του εικοστού αιώνα. Αντιλαμβανόταν τον Θεό ως μια παντοδύναμη ύπαρξη, που δεν αποτελεί μια μονάδα με τρεις υποστάσεις, όπως στον Χριστιανισμό, αλλά με δύο, άρρηκτα ενωμένες – έναν αρρωστημένο γαμιόλη και μια μοχθηρή μεγαλοφυία.
Η ιδέα ενός τέτοιου Θεού ήταν, για μένα τον άθεο, εξίσου γελοία με το να πιστεύει κανείς στις θεότητες που στηρίζουν δισεκατομμύρια άλλους ανθρώπους – όσο για την εξεγερση του Μπάκυ ενάντια σ’Εκείνον, μου φαινόταν παράλογη, απλώς και μόνο επειδή δεν εξυπηρετούσε τίποτα. Το ότι η επιδημία πολιομυελίτιδας που έπληξε τα παιδιά της συνοικίας Γουίκγουέικ και της κατασκήνωσης Ίντιαν Χιλ ήταν μια τραγωδία δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Έπρεπε να μετατρέψει την τραγωδία σε ενοχή. Έπρεπε να βρει μια αναγκαιότητα πίσω από όσα συνέβησαν. Είχε ξεσπάσει μια επιδημία, κι εκείνος ένιωθε την ανάγκη να εντοπίσει την αιτία της. Έπρεπε να αναρωτηθεί γιατί. Γιατί; Γιατί; Το ότι ήταν κάτι άσκοπο, τυχαίο, εξωφρενικό, τραγικό, δεν τον ικανοποιεί. Το ότι οφειλόταν σε έναν μεταδοτικό ιό, δεν τον ικανοποιεί. Αντίθετα αυτός ο μάρτυρας του γιατί, αναζητά απεγνωσμένα ένα βαθύτερο αίτιο και ανακαλύπτει το γιατί είτε στον Θεό είτε στον εαυτό του ή, μέσα από μια μυστηριώδη, μυστικιστική διαδικασία, στη φρικτή σύμπραξη και των δύο, στη συνένωσή τους σε έναν μοναδικό ολετήρα.»

Είναι ένα μυθιστόρημα με τυπικές «Ροθικές» καταστάσεις, Εβραίοι, Νιούαρκ, δημιουργικοί νεαροί γεμάτοι με αίσθηση του καθήκοντος, κλασσικές μικροαστικές εβραϊκές οικογένειες με δυναμικές πατρικές φιγούρες, απουσιάζει όμως ένα στοιχείο που χαρακτήρισε τον μέγιστο συγγραφέα τα τελευταία χρόνια – η έντονη ενασχόλησή του με το σεξ (που είχε καταντήσει λογοτεχνικό ανέκδοτο πλέον). Στην αρχή ο αναγνώστης νομίζει ότι θα διαβάσει μια παρωδία, μια τραγικοκωμωδία στο ύφος της ταινίας των (πολύ επηρεασμένων από τον Ροθ), αδερφών Κοέν με τίτλο «A serious man», αλλά στην πορεία διαφαίνεται η μοναδική ικανότητα και η αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του Ροθ, όταν ελέγχει απόλυτα το θέμα του οδηγώντας το προς την κορύφωση χωρίς ευκολίες και μελοδραματισμούς με έξοχη οικονομία λόγου, απλά και σχεδόν χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πως βρέθηκες εκεί, στο σημείο που η συγκίνηση να σε κυριεύει και να σε συγκλονίζει. Τι εκπληκτικό μυθιστόρημα, αλήθεια…





Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.


FRANK SINATRA – I’ll be seeing you

Η επιλογή του τραγουδιού που συνοδεύει το ποστ, δεν είναι τυχαία – ποτέ άλλωστε δεν είναι. Το υπέροχο αυτό τραγούδι (η πρωτότυπη εκτέλεση, και τεράστια επιτυχία του 1944, είναι του Bing Crosby-αλλά το προτιμώ με τον «Μεγάλο»), «ακούγεται» συνεχώς στο μυθιστόρημα, αφού αποτελεί το «αγαπημένο» τραγούδι του ζευγαριού Κάντορ-Μάρσια, «σφραγίζοντας» την ερωτική τους ιστορία.
 
Σάββατο, Μαρτίου 10, 2012
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 10, 2012 | Permalink
Για μια χούφτα βινύλια
Περισσότερο κοινωνικό σχόλιο και λιγότερο αστυνομικό μυθιστόρημα, παρ’ότι ακολουθεί όλους του κανόνες ενός κλασσικού «who done it» βιβλίου, το πρώτο (και πολυσυζητημένο, πολυδιαβασμένο, πολυδιαφημισμένο) μυθιστόρημα της εξαιρετικής μεταφράστριας, Χίλντας Παπαδημητρίου, με τον (συμβολικό αλλά) ωραίο τίτλο, «ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΒΙΝΥΛΙΑ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 383), είναι ένα ευχάριστο και συναρπαστικό page-turner βιβλίο, που ακόμα κι αν κάποιος μπορεί να έχει αντιρρήσεις για την λογοτεχνική του ποιότητα, δεν μπορεί να μην παρασυρθεί και να μη γοητευθεί από την ζωντάνια των περιγραφών του κέντρου της Αθήνας, την ωραία μουσικοφιλία που διαπερνάει τις σελίδες του και τους χαρακτηριστικούς τύπους / ήρωες της ιστορίας.

«Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το τσιγάρο που κάπνιζε ακόμη, αλλά η κίνησή του έμεινε στη μέση. Το βαρύ σιδερένιο τασάκι που του είχαν κάνει δώρο στα γενέθλιά του, μια μινιατούρα της ροζ Cadillac του Έλβις, προσγειώθηκε με δύναμη στο κρανίο του. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε, πριν πάει να συναντήσει τον αγαπημένο του Χάντερ Τόμσον στην κόλαση των γραφιάδων του ροκ, ήταν μια γνωστή φωνή να τραγουδάει:

Bang!Bang! Maxwell’s silver hammer
Came down upon his head.
Bang!Bang! Maxwell’s silver hammer
Made sure that he was dead.»

Ο συλλέκτης δίσκων βινυλίου Σταμάτης Παυλίδης, δολοφονείται μέσα στο διαμέρισμά του. Όλα τα εμφανή στοιχεία δείχνουν ότι τον σκότωσε κάποιος άνθρωπος του στενού του περιβάλλοντος και οι υποψίες του νεαρού αστυνομικού Χάρη (Χαρίδημου) Νικολόπουλου, στρέφονται στην ιδιόρρυθμη «παρέα» των φανατικών του βινυλίου που περνούσαν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα από το «Rip it up», το δισκάδικο του Φώντα στην οδό Σίνα – στο όριο των «δύο κόσμων», των Εξαρχείων και του Κολωνακίου. Είναι η πρώτη υπόθεση που αναλαμβάνει ο χοντρούλης και «μαμάκιας» Χάρης και πέφτει πάνω σε γνωστούς και συγγενείς , τους οποίους έχει να δει πάνω από μια δεκαετία και που του θυμίζουν την παιδική του ηλικία. Στο δισκάδικο δουλεύει η Τατιάνα, εξαδέλφη του αγαπημένη που πέρναγαν μαζί τα καλοκαίρια τους έξω από την Ναύπακτο, ενώ ο Φώντας (ο ιδιοκτήτης και πρώην ραδιοερασιτέχνης και πολλά άλλα), ήταν σύζυγος της Σόνιας, της μεγαλύτερης αδελφής της Τατιάνας, που σνόμπαρε ανέκαθεν τον ατσούμπαλο Χάρη, αποκαλώντας τον, «Βαρύγλυκο»…

Η υπόθεση στην αρχή φαντάζει σχετικά εύκολη, αλλά σύντομα διαπιστώνεται ότι πριν από κάποιο χρονικό διάστημα και άλλος από την «παρέα» των φανατικών του βινυλίου βρέθηκε νεκρός από ακαθόριστα αίτια, ενώ μια-δυό μέρες μετά την δολοφονία του Παυλίδη, μια μοτοσυκλέττα παρασέρνει άλλον έναν συλλέκτη και τον αφήνει στον τόπο. Κοινό στοιχείο των δολοφονηθέντων ένα ξύλινο κουτί με περίεργα σχέδια και που μπορεί να περιέχει μέσα από χασίσι μέχρι καπνό για στριφτά και που βρίσκεται στα σπίτια τους. Ο Χάρης βρίσκεται μπλεγμένος, σε μια υπόθεση που του φαίνεται παράλογη, αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία προς τις ικανότητές του και το πρόσωπό του όχι μόνο από τους συναδέλφους του αλλά και από αυτούς που τον γνώριζαν από παλιά και οι οποίοι δείχνουν να ξέρουν κάτι παραπάνω από αυτά που του λένε ενώ μέσα από τις εμμονές και την αντίδραση προς την εξουσία των διαφόρων κολλημένων που συναντάει όλοι λίγο-πολύ του φαίνονται (ή είναι) ύποπτοι.. Συν τοις άλλοις έχει και το προσωπικό του θέμα, αφού δείχνει να ξεπερνάει την εγγενή δειλία του προς το άλλο φύλο, φλερτάροντας στενά μια ωραιότατη συνάδελφό του, την Μαρίτα, που τον βοηθάει στις έρευνες.

Η μουσικοφιλία παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο στην ιστορία. Η λατρεία των ηρώων/πρωταγωνιστών προς το βινύλιο, ο φανατισμός τους και η μονομανία τους, περιγράφονται εξαιρετικά από την συγγραφέα. Ατάκες και δίσκοι, κομμάτια από το παρελθόν, η περιφρόνηση προς τα mp3 και τις «μοντέρνες» μορφές ακρόασης, αποδεικνύονται συναρπαστικά και εισάγουν τον αναγνώστη σε ένα περίκλειστο κόσμο ανθρώπων που μπορούν να κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν ένα συλλεκτικό βινύλιο – όπως όλοι οι φανατικοί συλλέκτες από πίνακες μέχρι βιβλία άλλωστε.

Στα (πολύ) θετικά σημεία του βιβλίου και έξοχη ανάμιξη του αστικού τοπίου στην εξέλιξη της ιστορίας. Το κέντρο της Αθήνας, οι περιοχές γύρω από την πλατεία Εξαρχείων, η «no man’s land» που καθορίζεται από την οδό Σίνα, τα ταβερνάκια στα Πετράλωνα, η κίνηση στους δρόμους, παίρνουν ζωή μέσα από την σπιντάτη και ρυθμική γραφή της Παπαδημητρίου. Μπορεί κάποιες στιγμές, οι συνεχείς αναφορές (σαν να διαβάζεις Αθηνόραμα), σε ζαχαροπλαστεία και μενού κουτουκιών να κουράζουν αλλά δεν ενοχλούν, διότι δεν γίνονται με τρόπο κάποιας αφελούς επίδειξης αλλά εντάσσονται έξυπνα μέσα στην κατασκευή του puzzle.


Η Παπαδημητρίου δεν αποφεύγει τις λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές – μάλλον τις επιδιώκει. Ο τίτλος του βιβλίου θυμίζει Σέρτζιο Λεόνε, ο αστυνόμος Νικολόπουλος είναι ένας νεαρός Χαρίτος (του Μάρκαρη), το έγκλημα θυμίζει Γιάννη Μαρή, η μουσικοφιλία τα μυθιστορήματα του Nick Hornby. Όλα αυτά είναι συμπαθητικά και παιχνιδιάρικα , αν και η δοσολογία δεν είναι πάντοτε ακριβής και καμμιά φορά το συνεχές «κλείσιμο του ματιού» γίνεται τικ.
Υπάρχουν πολλά κλισέ, που καλύτερα θα ήταν να αποφεύγονταν (αν και μάλλον αυτό είναι (τελικά) αναπόφευκτο για κάθε αστυνομική ιστορία). Όλοι είναι καλοί – δύσκολα θα αντιπαθήσεις κάποιον από τους ήρωες, οι γυναίκες είναι όλες (μα όλες) εναλλακτικές και υπέρ της υγιεινής διατροφής, από την («eat,pray,love») πανέμορφη και αινιγματική Σόνια, την «σιγανοπαπαδιά» συναισθηματική Τατιάνα, (ωραίο το εύρημα με το εφηβικό ημερολόγιο), έως την (σχεδόν τέλεια για να είναι αληθινή) αστυνόμο Μαρίτα. Οι ανδρικοί χαρακτήρες, όλοι «αιώνιοι έφηβοι» (δείγμα γυναικείας λογοτεχνίας), που οι καιροί τους έχουν προσπεράσει, με τα μουσικά κολλήματά τους (ακόμα και ο «χλιαρός και ξενέρωτος» Χάρης, που μόνο συλλέκτη δεν τον λές, έχει μανία με τους Beatles), αντιφατικοί και ενδιαφέροντες, μπορεί να μένουν ανολοκλήρωτοι λογοτεχνικά αλλά αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της «φυλής των συλλεκτών βινυλίου» με τους δικούς τους κώδικες και την δική τους γλώσσα.

Η νοσταλγία κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Συνεχείς αναφορές σε μουσικούς και συγκροτήματα, άρωμα δεκαετιών ’70 και ’80, πράγματα που στους νέους αναγνώστες μπορεί να φανούν εξωτικά αλλά σε κάποιους να τους ξυπνήσουν αναμνήσεις και να τους θέλξουν. Η Παπαδημητρίου σε ένα μυθιστόρημα που δεν θυμίζει πρωτόλειο – δείγμα της εμπειρίας της στον λογοτεχνικό χώρο – κερδίζει το στοίχημα με τον αναγνώστη, ο οποίος στο τέλος θα παραβλέψει την χαλαρή αστυνομική υφή, το μπουρδουκλωμένο φινάλε, τις συνεχείς επαναλήψεις εκφράσεων και καταστάσεων, γοητευμένος από την βόλτα στο κέντρο της πόλης και από τους «ατίθασους» χαρακτήρες της ιστορίας που δύσκολα υποτάσσονται σε κανόνες.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

JIM CAPALDI – Don’t let them control you
 
Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012 | Permalink
Η δύναμη του "Κακού"
Ένα μικρό αριστούργημα είναι η νουβέλα του μεγάλου Αυστριακού (εβραϊκής καταγωγής), συγγραφέα Joseph Roth (1894-1939), με τίτλο «Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ – μέσα σε μια νύχτα -», («Beichte eines Mörders, erzählt in einer Nacht»), (Εκδ. Άγρα, (εξαιρετική) μετάφρ. Μ.Αγγελίδου, σελ.200), που γράφτηκε το 1936, όταν ο συγγραφέας ήταν εξόριστος στο Παρίσι και συμπυκνώνει μέσα σε λίγες σελίδες, την ποιότητα της γραφής και το απαράμιλλο (και μοναδικό στην έννοια ότι είναι απολύτως πρωτότυπο) στυλ που τον καθιέρωσε με μοναδικά μυθιστορήματα, όπως, «Το εμβατήριο Ραντέτσκυ», «Hotel Savoy», «Ο θρύλος του Αγίου Πότη» και άλλα πολλά που πρόλαβε και έγραψε στη σύντομη ζωή του.

Η νουβέλα εκτυλίσεται μέσα σε ένα μακρύ και ατελέιωτο βράδυ, σε μια ταβέρνα(καπηλειό) του Παρισιού. Ο αφηγητής, ένας εμιγκρές γερμανόφωνος που μιλάει τα Ρώσικα βρίσκεται εν μέσω μιας παρέας που ακούει την εξομολόγηση ενός ογκώδους Ρώσου, του Σεμιόν Γκολούπτσικ, που είναι γνωστός στους τακτικούς θαμώνες της ταβέρνας, ως «ο δολοφόνος». Ο Γκολούπτσικ, αφού πρώτα σοκάρει τον αφηγητή λέγοντας του ότι εργαζόταν για την Οχράνα, την διαβόητη μυστική Αστυνομία του Τσάρου, βρίσκει ευήκοα ώτα και αποφασίζει να περιγράψει τις περιπέτειες του, και πως έφτασε εδώ που έφτασε.

«Εγώ για παράδειγμα έχω σκοτώσει – αλλά θεωρώ τον εαυτό μου καλόν άνθρωπο. Ένα τέρας, μ’άλλα λόγια μία γυναίκα, κύριοι, μ’έσπρωξε στο φόνο»

Ο Γκολούπτσικ μεγάλωσε σε μια φτωχική οικογένεια σε μια μακρινή επαρχία της Ρωσίας. Σύντομα έμαθε ότι ο πραγματικός του πατέρας ήταν ο Πρίγκιπας Κραπότκιν, ο οποίος είχε «σπείρει» αρκετά παιδιά στις αγροτικές περιοχές όπου είχε την τεράστια κτηματική περιουσία του. Ο Γκολούπτσικ, όταν μεγαλώνει λίγο, αποφασίζει να πάει στην Οδησσό, στον πύργο του Πρίγκιπα και να διεκδικήσει το μερίδιο που θεωρεί ότι του ανήκει. Όταν φθάνει στην Οδησσό, τον προσεγγίζει ένας μυστηριώδης τύπος, ο Λάκατος που του βάζει λόγια στο τι (και πως), να ζητήσει από τον Κροπάτκιν. Ο Γκολούπτσικ αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τον «πατέρα» του, ο οποίος του παρουσιάζει και έναν νεαρό, νόθο κι αυτό τέκνο, τον οποίο όμως έχει αναγνωρίσει ως διάδοχό του και άξιο να φέρει τ’όνομά του. Ο Γκολούπτσικ θεωρεί τον νεαρό Κραπότκιν ως μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο του και αποφασίζει να τον βγάλει από τη μέση για να αναγνωρισθεί εκείνος ως διάδοχος του Πρίγκιπα, αλλά μπλέκει με τις Αρχές και το μόνο που καταφέρνει είναι να του γίνει η χάρη και να προσληφθεί από την Μυστική Αστυνομία (την Οχράνα) και να αρχίσει να δουλεύει ως πράκτορας.

Μετά από κάποιες περιπέτειες, ο Γκολούπτσικ αποστέλλεται στο κλιμάκιο της Οχράνα στο Παρίσι και εκεί – αφού θα πρέπει να παρακολουθεί τους εχθρούς του Τσαρικού καθεστώτος και να κυκλοφορεί με ψεύτικη ταυτότητα -του δίδεται από τους ανωτέρους του, το όνομα «Κραπότκιν», μια ειρωνία της μοίρας, να «κληρονομήσει» (δια της τεθλασμένης) το όνομα που ανέκαθεν διεκδικούσε…Στο Παρίσι, ο Γκολούπτσικ θα ερωτευτεί παράφορα την πανέμορφη Λουτεσιά, που είναι μοντέλο για έναν διάσημο μόδιστρο, αλλά στον δρόμο του θα βρει πάλι τον νεαρό Κραπότκιν αλλά και τον διαβολικό Λάκατος που εμφανίζεται σε όλες τις κρίσιμες περιόδους της ζωής του, για να τον συμβουλέψει και να τον καθοδηγήσει.

Ο Γκολούπτσικ είναι σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας και ηθικού προβληματισμού. Όλα αυτά που κάνει, οι παρανοϊκές του ενέργειες, οι χαφιεδισμοί του, τον οδηγούν ταχύτατα στην εξαθλίωση. Ψάχνει συνεχώς να βρει τον εαυτό του μέσα από εμμονές, προδοσίες και πλαστοπροσωπίες. Όταν θα καταδώσει την αγνή και ιδεολόγο Εβραιοπούλα Χάννα Λέα Ρίφκιν θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά πλέον θα είναι πολύ αργά για να κάνει πίσω, βουτηγμένος μέσα στην εξαχρείωση του πάθους του.

Η «Ντοστογιεφσκικού» ύφους νουβέλα του Ροτ, όπου μέσα από τη ζωή ενός κατεστραμμένου πλέον ανθρώπου βλέπουμε την δύναμη του Κακού (που συμβολίζεται από την δαιμονική φιγούρα του μυστηριώδους Λάκατος) και την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης, παρασέρνει τον αναγνώστη με την σαγήνη της αφήγησης, τους ολοζώντανους χαρακτήρες και παρά το γκροτέσκο φινάλε (το οποίο έρχεται και «δένει» απόλυτα με την ιστορία) σε ένα κείμενο γεμάτο ποίηση και πάθος, δυναμισμό και ασύλληπτο ανθρωποκεντρισμό (που θα μπορούσε να το είχε γράψει και ο Αλμπέρ Καμύ), που περιγράφει με απλό και σπαρακτικό τρόπο τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

«Όταν έφτασε σ’αυτό το σημείο της αφήγησής του, ο Γκολούμπτσικ σώπασε για λίγο. Η σιωπή του μας φάνηκε πως κράτησε ακόμα περισσότερο, επειδή δεν άγγιξε το ποτό του, δεν ήπιε ούτε γουλιά. Εμείς πάλι ίσα που βρέξαμε τα χείλη μας, από ντροπή ή διακριτικότητα, αφού εκείνος δεν κοίταξε καν το δικό του ποτήρι. Ήταν, λοιπόν, η σιωπή του διπλή κατά κάποιον τρόπο. Ο αφηγητής που διακόπτει την ιστορία του και δεν φέρνει καν στα χείλη το ποτήρι που έχει εμπρός του, προξενεί στους ακροατές του μιαν αμηχανία αλλόκοτη, ένα μούδιασμα περίεργο. Κι εμείς, οι ακροατές του Γκολούμπτσικ, νιώσαμε μουδασμιένοι. Ντρεπόμασταν να τον κοιτάξουμε στα μάτια και μείναμε με τα βλέμματα καρφωμένα στα ποτήρια μας, σαν ανόητοι. Αν είχαμε τουλάχιστον το τίκ-τάκ ενός ρολογιού να σπάει τη σιωπή! Αλλά όχι! Κανένα ρολόι δεν χτυπούσε, καμμιά μύγα δεν πετούσε. Κι από τον σκοτεινό δρόμο, έξω, τίποτα δεν περνούσε τα βαριά σιδερένια ρολά. Ήμασταν στο έλεος της θανάσιμης εκείνης σιωπής. Αιωνιότητα, αιωνιότητες αμέτρητες έμοιαζε να’χουν περάσει από τη στιγμή που ο Γκολούμπτσικ έπιασε να μας διηγείται την ιστορία του. Αιωνιότητες, λέω, κι όχι ώρες. Όλοι ρίχναμε που και που κλεφτές ματιές προς το ρολόι του τοίχου κι ας ξέραμε πως ήταν χαλασμένο. Και μας φαινόταν πως δεν είχε σταματήσει μόνο το ρολόι, αλλά ο ίδιος ο χρόνος• πως πάνω στο άσπρο καντράν του οι δείκτες δεν ήταν απλώς μαύροι, ήταν πιο μαύροι ακόμα. Μαύροι κι άραχλοι, σαν την αιωνιότητα. Ασάλευτοι στην πεισματωμένη, κακόβουλη σχεδόν ακινησία τους, μας φαινόταν πως έμεναν έτσι από κακία καθαρή – κι όχι επειδή το ρολόι ήταν χαλασμένο. Σαν να’θελαν ν’αποδείξουν ότι η ιστορία που μας έλεγε ο Γκολούμπτσικ ήταν μια ιστορία παντοτινής θλίψης, μια ιστορία παντοτινής απελπισίας, που δεν εξαρτιόταν ούτε από το χρόνο ούτε από τον τόπο, μια ιστορία αιώνια, που δεν την ένοιαζε το πέρασμα της νύχτας και της μέρας. Κι αφού ο χρόνος είχε σταθεί ακίνητος, έπαψε κι ο τόπος στον οποίο βρισκόμασταν να υπακούει στους νόμους και τους περιορισμούς που αφορούν το χώρο. Ήταν λες και δεν πατούσαμε στη γη, λες και πλέαμε στα ταραγμένα νερά της αιώνιας θάλασσας. Λες κι ήμασταν σε καράβι – κι είχαμε θάλασσα τη νύχτα.»




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

SAMUEL BARBER – Adagio for Strings
 
Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2012 | Permalink
Ανατριχίλες...
Κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει στο Χάντρεντς, την παλιά αριστοκρατική έπαυλη της αγγλικής επαρχίας. Ο γιατρός Φάραντεϊ το καταλαβαίνει αμέσως, μόλις τον καλούνε να κοιτάξει την μικρή καμαριέρα που δηλώνει άρρωστη. Μέσα στον πανικό της εκείνη του λέει: «Αχ, γιατρέ μου, δεν είναι σαν τα σπίτια τ’ανθρωπινά! Είναι θηρίο.», Ο γιατρός συνειδητοποιεί ότι τίποτα πλέον δεν θυμίζει την έπαυλη που είχε επισκεφθεί παιδάκι σε μια γιορτή πριν από 30 χρόνια και περιηγήθηκε (λόγω της μητέρας του που παλιά δούλευε εκεί) στον χώρο κάνοντας και μια μικροζημιά. Η Αγγλία μόλις έχει βγει νικήτρια αλλά πληγωμένη από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση των Εργατικών έχει κερδίσει τις εκλογές και η παλιά αριστοκρατία βλέπει τα εισοδήματά της να εξαφανίζονται γοργά. Η ίδια η έπαυλη έχει εμφανή τα σημάδια κατάρρευσης και παρακμής ενώ τα εναπομείναντα μέλη της παλιάς αρχοντικής οικογένειας των Έιρς ζούν μέσα στην ένδεια και τις αναμνήσεις περασμένων μεγαλείων.

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται το εξαιρετικό «γκόθικ» μυθιστόρημα της αγγλίδας συγγραφέως, Sarah Waters με τίτλο «ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ» («Little strangers»), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Ά.Κορτώ, σελ.486), ένα συναρπαστικό ιστορικό βιβλίο αλλά περισσότερο μια θαυμάσια «ιστορία φαντασμάτων», με κοινωνικές προεκτάσεις και συμβολισμούς, όπου μετά την μακρόσυρτη και λεπτομερέστατη εισαγωγή, από την ώρα που αρχίζει η δράση, οι ανατριχίλες είναι συνεχείς και το παραμικρό φύσημα του αέρα έξω, είναι ικανό να σε τινάξει από την καρέκλα σου…

Οι εποχές έχουν αλλάξει και τα παιδιά των πρώην υπηρετών του Χάντρεντς είναι πλέον γιατροί, έτσι είναι κάπως ασυνήθιστο στους εναπομείναντες αριστοκράτες της περιοχής να βλέπουν τον γιατρό Φάραντεϊ να κάθεται ισότιμα στο τραπέζι της οικογένειας ή να προσκαλείται σε δείπνο. Είναι όμως τέτοια η μοναξιά και η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή των ενοίκων του Χάντρεντς που ένας ευγενής και ήρεμος άνθρωπος όπως ο γιατρός (που ικανοποιεί επιτέλους το παιδικό του όνειρο να μπαινοβγαίνει στο επιβλητικό αυτό σπίτι), τους γίνεται σιγά-σιγά απαραίτητος.
Η διαχείριση του κτήματος έχει περάσει στα χέρια του Ρόντρικ, του γιού της οικογένειας που είναι λίγο πάνω από τα 20. Σοβαρά τραυματισμένος από την θητεία του στην αεροπορία, ο Ροντρικ πασχίζει να κρατήσει ότι μπορεί, πουλώντας κομμάτια του κτήματος, βοηθώντας παρά την αναπηρία του στις γεωργικές εργασίες. Στις δουλειές τον βοηθάει η μεγάλη του αδερφή, η Κάρολαϊν, μια εκκεντρική και πανύψηλη γυναίκα, με ελάχιστα στοιχεία θηλυκότητας, η οποία όμως είναι αυθόρμητη και αρκετά έξυπνη για να συνειδητοποιεί το αδιέξοδο της κατάστασης. Η μητέρα τους, το τρίτο μέλος της οικογένειας, μια αριστοκρατικότατη κυρία, προτιμάει να ζει στο παρελθόν με τις αναμνήσεις των μεγάλων δεξιώσεων που γίνονταν στην έπαυλη. Ο θάνατος της πρωτότοκης κόρης, της Σούζαν, που πέθανε στα 7 της από διφθερίτιδα αρκετά χρόνια προτού γεννηθούν τα άλλα δύο της παιδιά, την έχει σημαδέψει ανεπανόρθωτα.

Σ’αυτό το κλίμα της παρακμής, ο Φάραντεϊ δείχνει γοητευμένος και θέλει να βοηθήσει πραγματικά την οικογένεια αλλά κάτι αντιδράει στην παρουσία των «ξένων» στο σπίτι και θα εκδηλωθεί με τραγικές συνέπειες σε μια μικρή γιορτή που διοργανώνουν οι Έιρς στην έπαυλη προσκαλώντας μια νεόπλουτη οικογένεια που αγόρασε και αναπαλαίωσε μια γειτονική έπαυλη. Το κοριτσάκι τους τραυματίζεται σοβαρά στο πρόσωπο από τον άκακο σκύλο της Κάρολαϊν που κάτι απροσδιόριστο τον μετέτρεψε σε αγρίμι. Τα φαινόμενα πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό, όταν ο Ρόντρικ εισάγεται με σοβαρές ψυχικές διαταραχές σε μια κλινική και πυκνώνουν καθώς ο γιατρός Φάραντεϊ δείχνει ανοιχτά το ενδιαφέρον του για την Κάρολαϊν – επιβεβαιώνοντας τις φήμες στο χωριό περί επικείμενου γάμου - και οι δυό τους αρραβωνιάζονται.

Η συγγραφέας αποδεικνύεται μαέστρος στην δημιουργία της ατμόσφαιρας τρόμου, καθώς χτίζει με μοναδική αρχιτεκτονική την κλιμακούμενη αίσθηση φρίκης και δέους μπροστά στο «άγνωστο». Σημάδια στους τοίχους (Σ ΣΣ ΣΣΣΣ ΣΣ Σ ΣΣ ΣΣΣ), μουντζουρωμένα παιδικά γράμματα, φτερουγίσματα, ήχοι και ψίθυροι, απροσδιόριστα τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα, καθρέφτες που πάλλονται, πόρτες που κλειδώνονται μόνες τους, σκιές στους διαδρόμους… Όλα δείχνουν ότι η μικρή (και πεθαμένη από χρόνια) Σούζαν προσπαθεί να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ο Φάραντεϊ προσπαθεί να τα εξηγήσει όλα αυτά με κυνικό, επιστημονικό τρόπο αλλά πάντα η σκέψη του κολλάει στο ανεξήγητο, σε κάτι που υπερβαίνει τις θεωρίες.
«…Η ιδέα ότι τα πεθαμένα του ενός και του άλλου πλανώνται στους αιθέρες, με τα θολωμένα τους μάτια καρφωμένα στο τι κάνουν οι επί γης συγγενείς τους, δεν καταπίνεται με τίποτα. Αλλά…αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά κατά κάποιο τρόπο απελευθέρωσαν μια ορισμένη…ψυχική δύναμη;…Στο κάτω κάτω, το υποσυνείδητο έχει πολλές σκοτεινές κόχες δυστυχίας. Φαντάσου πως κάτι αποκολλάται απ’τη κόχη του. Ας το ονομάσουμε – σπόρο. Κι ας υποθέσουμε ότι οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη του σπόρου, που μεγαλώνει, σαν το παιδί στη μήτρα. Σε τι μπορεί να εξελιχθεί το μικρό αυτό ξένο σώμα; Μπορεί να γίνει ένας σκιώδης εαυτός; ένας Κάλιμπαν, ή ένας κύριος Χάιντ. Ένα πλάσμα υποκινούμενο απ’όλες τις νοσηρές παρορμήσεις κι ορέξεις που ο συνειδητός νους ήλπιζε ότι είχε αποκρύψει δια παντός αισθήματα όπως φθόνος, κακία, σύγχυση…». Τι συμβαίνει λοιπόν; Υστερική συμπεριφορά; Σεξουαλική στέρηση; Εφηβικές φαντασιώσεις της μικρής καμαριέρας; Η είναι η παθολογική ζήλεια και το ανικανοποίητο του γιατρού Φάραντεϊ που τα δημιουργεί όλα;

Ο χαρακτήρας του Φάραντεϊ, αφηγητής της ιστορίας, από άχρωμος και απλώς παρατηρητής στην αρχή αποδεικνύεται κομβικός στην εξέλιξη της ιστορίας. Από γονείς που θυσιάστηκαν (κυριολεκτικά) για να μπορέσει να σπουδάσει γιατρός και να υπερβεί την κοινωνική του τάξη, προβάλλει ως μελλοντικός κάτοικος της έπαυλης ώσπου να κατανοήσει ότι το κοινωνικό χάσμα παραμένει αγεφύρωτο παρά την εξαθλίωση της οικογένειας Έιρς και της τραγικής μοίρας τους. Η Κάρολαϊν τον βλέπει ως διέξοδο διαφυγής της από αυτό το σπίτι που την έχει καταπλακώσει και εκείνος φαντάζεται μεγαλεία μπροστά του – η αυθόρμητη αντίδραση της, θα τον φέρει με σκληρό τρόπο μπροστά στην πραγματικότητα. Η μετεξέλιξη της μεταπολεμικής βρετανικής κοινωνίας περνάει μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος που είναι πολύ παραπάνω από μια τρομακτική ιστορία φαντασμάτων, είναι ένα έξοχο κοινωνικό σχόλιο.

Η ομοιότητα με το «Στρίψιμο της βίδας» του Χ.Τζέημς αλλά και ιστοριών του Πόε είναι εμφανής – κάποιος αμερικανός κριτικός πολύ εύστοχα έγραψε ότι «το μυθιστόρημα της Γουότερς, απέχει ένα «στρίψιμο της βίδας» από την «Πτώση του οίκου των Άσερ», με την μαγεία του «υπερφυσικού», του «ανεξήγητου» να κυριαρχεί. Η ικανότατη συγγραφέας σε ένα βιβλίο που απουσιάζει κάθε ίχνος σεξουαλικότητας (η Γουότερς διαφημίζεται ως «ομοφυλόφιλη συγγραφέας» λες κι αυτό έχει καμμία σημασία…) και χρησιμοποιώντας παλιές (και ίσως ξεχασμένες) συνταγές κατορθώνει να μας χαρίσει ένα πολύ σύγχρονο «παλιομοδίτικό» θρίλερ που διαβάζεται με κομμένη (και λίγα λέω…) την ανάσα.




Hosted by kiwi6.com file hosting.
Download mp3 - Free File Hosting.

JOHN LUNN – DOWNTON ABBEY Theme