Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2012 | Permalink
Λύτρα


Είναι διαμαντάκι η σπαρακτική νουβέλα του David Malouf (Αυστραλία,1934) με τίτλο «ΛΥΤΡΑ» («Ransom»), (Εκδ. Πατάκη, (ωραία) μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.238). Ένα βιβλίο που ξαναγράφει την εικοστή τέταρτη ραψωδία (την Ω δηλαδή), της Ιλιάδας, με λυρισμό και τρυφερότητα, σεβόμενο απόλυτα το πνεύμα του αξεπέραστου αυτού έργου και τον μύθο του, συμπληρώνοντάς τον με τον ιδανικότερο τρόπο που ένας σύγχρονος συγγραφέας θα μπορούσε να βρεί.



Ο Όμηρος κλείνει την Ιλιάδα με μία από τις συγκινητικότερες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο γηραιός βασιλιάς της Τροίας Πρίαμος, «ταπεινώνεται» μπροστά στον Αχιλλέα, ο οποίος εκδικούμενος τον θάνατο του Πάτροκλου, έχει σκοτώσει τον Έκτορα, μακελέψει το πτώμα του, το οποίο έχει πάρει μαζί του. Ο Πρίαμος πηγαίνει μόνος του στον Αχιλλέα κουβαλώντας σε ένα ταπεινό κάρο πλούσια λύτρα, τον πείθει να του παραδώσει τον νεκρό Έκτορα και συμφωνούν σε μια πολυήμερη εκεχειρία για να γίνει με άνεση η πυρά και η ταφή της σωρού πίσω στην Τροία.



«Θυμήσου τον πατέρα σου θεόμορφε Αχιλλέα.

Έχει κι αυτός τα χρόνια μου, στο άχαρο κατώφλι

των γερατιών· ίσως κι αυτόν γείτονες βασανίζουν

κι από τ’άδικό και το κακό κανείς δεν τον γλιτώνει.

Ωστόσο αυτός ακούγοντας πως ζωντανός του είσαι

χαίρεται μέσα στη ψυχή κι ελπίζει κάθε μέρα

το γιο να τον ξαναδεί να φτάνει από την Τροία.

Όμως εγώ είμαι άμοιρος, που γέννησα αντρείους

γιους μες στην απλωτή Τροία και δε μου μένει ούτ’ένας!

Πενήντα γιοί μου βρίσκονταν, οι Αχαιοί σαν ήρθαν·

δεκαεννιά μου είχαν βγει απ’την κοιλιά την ίδια,

κι άλλες γυναίκες γέννησαν τους άλλους στο παλάτι.

Των πιο πολλών τα γόνατα τα τσάκισε ο Άρης·

κι αυτόν που τον ξεχώριζα, που έσωζε το κάστρο,

καθώς τη γη προστάτευε, σκότωσες συ πριν λίγο,

τον Έκτορα. Για χάρη του φτάνω στα πλοία τώρα,

να μου δώσεις το σώμα του· πολλά σου φέρνω λύτρα.

Σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε κι εμένα,

θυμήσου τον πατέρα σου· πιο δύστυχός του είμαι·

άντεξα αυτά που θνητός κανείς δεν έχει αντέξει,

άντρα που γιούς μου σκότωσε τα χέρια να φιλήσω!»  (Όμηρος - ΙΛΙΑΔΑ μετάφρ. Θ.Μαυρόπουλος)



Αδύνατον να υπερβείς αυτό το αριστουργηματικό κείμενο. Ο Μάλουφ δεν προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο. Προσαρμόζει την αφήγησή του στον σύγχρονο αναγνώστη. Κόβει τις πολλές θεϊκές παρεμβάσεις, επικεντρώνεται στον Πρίαμο. Την απογοήτευσή του για τον θάνατο του αγαπημένου του Έκτορα, την φρίκη του για την συμπεριφορά του Αχιλλέα. Τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, πως διασώθηκε από μία από τις πολλές καταστροφές της Τροίας, πως πήρε το όνομα του – περιστατικό που αναφέρεται στη «Βιβλιοθήκη», βιβλίο που αποδίδεται στον Απολλόδωρο

Μεγάλο μέρος της αφήγησης περιλαμβάνει το «ταξίδι» του Πρίαμου με το κάρο το οποίο μεταφέρει τα λύτρα. Εκεί έγκειται και η μεγαλύτερη «αυθαιρεσία» (εάν μπορεί κάποιος να την αποκαλέσει έτσι) του Μάλουφ, στο αρχικό κείμενο του Όμηρου. Την θέση του Ιδαίου, του κήρυκα του βασιλιά της Τροίας, παίρνει ένας αγωγιάτης, λαϊκός τύπος, ο Σόμαξ, ο οποίος επιλέγεται από τους ανθρώπους της Αυλής, λόγω ενός από τα άλογά του, της Καλλιστούς. Η διαδρομή με το κάρο, και η αναγκαστική εκ των συνθηκών παρέα με τον αμόρφωτο και απαίδευτο αυτόν άνθρωπο, θα «γλυκάνει» τον Πρίαμο, θα του θυμίσει πράγματα απλά και ανθρώπινα, την γεύση ενός γλυκού φτιαγμένου με ταπεινά υλικά, την απόλαυση να κάθεσαι στην όχθη ενός ποταμού με τα πόδια γυμνά. Έχουν χάσει και οι δύο γιούς, η διήγηση του αγωγιάτη για τον θάνατο του ενός από αυτούς θα κάνει τον (μέχρι τότε) ψυχρό και υπερόπτη βασιλιά να αναθεωρήσει πολλές από τις απόψεις του για τους ανθρώπους, για τη ζωή.



Για τον Πρίαμο (αλλά και για τον αφελή αμαξά) η κουραστική αυτή διαδρομή είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Για τον συγγραφέα το ταξίδι των δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων έχει μεγαλύτερη σημασία από την συνομιλία μεταξύ Αχιλλέα και Πρίαμου. Ο Σόμαξ θα γνωρίσει τον Αχιλλέα, τους φοβερούς και τρομερούς Μυρμιδόνες του και όταν εκατοντάχρονος πλέον θα διηγείται την ιστορία στα καπηλειά κανείς δεν θα τον πιστεύει.



Ο Μάλουφ παραλληλίζει τον πόνο και την συντριβή του Αχιλλέα για τον χαμό του αγαπημένου του Πάτροκλου, του συντρόφου του, των παιδικών του χρόνων, του αδερφικού του φίλου, με τον θρήνο και την μοναξιά του Πρίαμου για τον χαμό του Έκτορα, του πιο ικανού από τα παιδιά του. Είναι και οι δύο άνθρωποι που αντιλαμβάνονται ότι το τέλος τους πλησιάζει, άνθρωποι πλέον μισοί, γι’αυτό δεν χρειάζονται πολλά για να καταλάβει ο ένας τον άλλον, σε μια σπαρακτική και συγκινητική συνάντηση.



Ο συγγραφέας πρωτάκουσε την ιστορία κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου, το 1943 στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας, όταν ήταν μαθητής και πάνω από 60 χρόνια μετά αποφασίζει να την ξαναγράψει – είναι μια ιστορία Πολέμου, του κάθε πολέμου.



Γραμμένη με λυρικό και απλό τρόπο, ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις γκροτέσκες σκηνές, η νουβέλα του Μάλουφ, συγκινεί και συναρπάζει, συμπληρώνει με τον τρόπο του τον Όμηρο και φέρνει τους ήρωές του πιο κοντά στην σύγχρονη εποχή, δίνοντάς τους σάρκα και οστά, ενώ δίνει στην πασίγνωστη ιστορία, σε έναν από τους ωραιότερους λογοτεχνικούς μύθους που έχουν γραφτεί, έναν άλλον, διαφορετικό αέρα.














 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2012 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - The Christmas show

Χρόνια πολλά σε όλους. 

Η ειδική εκπομπή με τα "πειραγμένα" Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και με παραγωγό και παρουσιάστρια την Aura Voluptas, είναι εδώ.

Πολλή και διαφορετική εορταστική μουσική με αρκετή κουβέντα και ανάγνωση του τελευταίου διηγήματος που έγραψε ο μέγας Τρούμαν Καπότε (και ήταν Χριστουγεννιάτικο!) από τον οικοδεσπότη.

Καλή ακρόαση.


 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2012 | Permalink
"Μεταποίηση" + "Αλάτι Κόκκινο"


Η έξοχη (δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη) συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Μαλεσίνα Λοκρίδος, 1983), με τίτλο «ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ», (Εκδ. Κέδρος, σελ.119), περιέχει 12 σύντομα διηγήματα, τα οποία έχουν περισσότερο «ζουμί» από 12 μυθιστορήματα νεοελλήνων συγγραφέων. Ολιγοσέλιδα (τα περισσότερα 6-7 σελίδων), και με πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε βυθίζουν σε περίεργους και τελείως προσωπικούς κόσμους παρασέρνοντάς σε, σε ένα ταξίδι μέσα στο μυαλό και την φαντασία του πολλά υποσχόμενου νεαρού συγγραφέα.



Η βία, τα φονικά, η εκδίκηση – κυρίως η αδερφοκτονία και τα ψυχολογικά προβλήματα διατρέχουν τις σελίδες της συλλογής. Διηγήματα που διαπερνούν ταχύτατα τον χρόνο και τον χώρο σαν κινούμενες εικόνες ενός αριστοτεχνικού βιντεοκλίπ. Γαυγάμηλα, Σαραντάπορο, Τεχεράνη, σύγχρονος κόσμος. Ο Κάϊν, οι εργάτες στα ορυχεία, ο έγκλειστος στο ψυχιατρείο, ο αδερφός που βγαίνει από τον τάφο για να πάρει εκδίκηση, ένας ψυχάκιας που βγήκε από τις σελίδες του «American Psycho»του Έλλις, καταστάσεις που θυμίζουν κόμικ του Μοέμπιους, ένας τσιρκολάνος-τέρας που βγήκε από τις εικόνες του Freaks της ταινίας του Browning.



«Είχα γεννηθεί σαράντα δύο χρόνια πριν, σ’ένα χωριό απ’το οποίο έχω μόνο μια αφηρημένη ανάμνηση ενός ονόματος που θυμίζει φτηνή πουτάνα. Ίσως πάλι αυτό να ήταν το όνομα της μάνας μου. Αλλά μπορεί να θυμάμαι και λάθος. Γιατί όταν με πούλησε στον Τράγο ήμουν μόλις τριών. Και θα είχα μείνει τόσο, γιατί με είχε αγοράσει από τη μάνα μου για κρέας. Κρέας για τον Λύκο. Όταν με γύμνωσε όμως για να με σφάξει, είδε τον αδερφό μου που τον κουβαλούσα κολλημένο στη ράχη μου, κι αντί για το Λύκο με πέταξε να με φάνε μάτια πρόστυχα. Και παρ’όλο που τότε ήμασταν ακόμα δύο, μας έδωσε ένα όνομα. Εφιάλτης. Ένα όνειρο που είχε μείνει στη μέση. Γιατί η σάρκα μας είχε ξεχειλίσει από το καλούπι του ονειρευτή μας.

Δεκατρία χρονια τον ανέχτηκα. Αυτόν, το κλουβί του και τα χτυπήματα με τη βουκέντρα στα πλευρά του αδερφού μου. Οι κραυγές του έπειθαν τους θεατές ότι το τέρας δεν ήταν απάτη. Ότι πραγματικά μπορεί να υπάρξει κάτι τόσο απαίσιο. Κι έτσι οι άνθρωποι να είναι ήσυχοι, γιατί γνωρίζουν ότι υπάρχουν άλλοι να κουβαλάνε και το δικό τους μερίδιο στη χυδαιότητα.»



Κείμενα που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο, αντανακλώντας μια «μεταποιημένη» καθημερινότητα, με οριακές και υπερφυσικές καταστάσεις που φέρνουν στο νου, σπλάτερ ταινίες του φανταστικού, ζόμπι που βγαίνουν από τους τάφους τους, ξεσκίσματα σαρκών και μια φρίκη που νιώθεις καθώς βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα που με τόσο θαυμαστό τρόπο πλάθει ο Παπαμάρκος. «Πειραγμένα» παραμύθια, θρύλοι και μύθοι έτσι ώστε να δείχνουν «μοντέρνα» και «σπιντάτα». Το θέμα της ταυτότητας, ο εφιάλτης του εαυτού ως προβολή σε έναν αόρατο καθρέφτη, έτσι ώστε να μετατρέπεσαι σε «Άλλον», έτσι ώστε να παρακολουθείς ως θεατής αυτό που σου συμβαίνει – όταν ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τι διαβάζει ένα ρίγος διατρέχει την ραχοκοκκαλιά του.



Η βία –σε μεγάλες δόσεις αλλά δεν σοκάρει - με κάθε μορφή λειτουργεί πολλές φορές απελευθερωτικά, λυτρώνει τους ήρωες των διηγημάτων του Παπαμάρκου. Η γραφή εναλάσσεται μεταξύ γκροτέσκου και Γκόθικ με στοιχεία κόμικ, σε σπαρακτική και εσωτερική, σε λυρική και σε απόλυτα ρεαλιστική. Παραμένει όμως καθ’όλη τη διάρκεια της συλλογής η αίσθηση της συγκρότησης και του πλήρους ελέγχου του υλικού, της οικονομίας του λόγου και της «απογείωσης» ευδιάκριτα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου λογοτεχνικού ταλέντου.



«Πάντα πίστευα πως τα όντα μικραίνουν όταν στραγγίζουν. Έκανα λάθος. Το σώμα της είχε γεμίσει όλη τη μπανιέρα. Δε χωρούσα πια να μπω μαζί της. Το αίμα της είχε απωθήσει κάθε πιθανή γωνιά που θα μπορούσα να χωρέσω. Ανάμεσα στα πόδια της. Κάτω από τις μασχάλες. Ανάμεσα στις τρίχες. Πίσω από το λαιμό. Ο θάνατός της δεν άφηνε κανένα περιθώριο να σταθώ δίπλα της.

Αυτό ήταν που με έθλιβε πιο πολύ απ’όλα. Ή  μάλλον, αυτό ήταν με έθλιβε. Το είχα σκεφτεί πριν. Πριν τη στραγγαλίσω μέχρι λιποθυμίας κι έπειτα της κόψω το λαιμό και την αφήσω να στραγγίξει στην μπανιέρα. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Όταν είσαι ακόμα κοντά σε κάποιον, η εκδίκηση σε ευχαριστεί μόνο ως αναμονή τέλεση. Συχνά την μπερδεύεις με την τιμωρία. Κι αυτό είναι λάθος. Γιατί αν δεν έχεις αποφασίσει να απομακρυνθείς οριστικά, η εκδίκηση σε βιάζει να το κάνεις ακόμα κι αν είσαι ανέτοιμος. Έτσι βρίσκεσαι αποκομμένος. Ακέραιος. Κι ας ζητούσες ακριβώς το αντίθετο μ’αυτή τη φαντασίωση της βίας. Έναν ακόμα δεσμό.

Βυθίστηκα στον καναπέ κι αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Μέχρι να σαπίσει το αίμα. Μέχρι να ποτίσει η βρώμα τη μνήμη, και φέρω πίσω, πάνω μου, ένα κομμάτι της και πάλι. Η μνήμη της όσφρησης ξεθωριάζει πάντα τελευταία.

Όλα τα κομμάτια μου μού ανήκαν ολοκληρωτικά και πάλι. Καθώς η συνειδητοποίηση αυτή βάρυνε μέσα μου, έκλεισα τα μάτια κι απέφυγα κάθε αίσθηση. Παρέδωσα τον εαυτό μου στην ακινησία, από φόβο μην αποδιώξω εκείνο το μέρος της που κύματα κύματα άρχισε να καταλαμβάνει τον χώρο με τη γλυκερή, μεταλλική του μυρωδιά. Μην κι επιτρέψω με την πληρότητα του εγώ μου την άρνηση της ώσμωσης.»

________________________________________________________________

Το μυθιστόρημα του («δεν θέλω να με αποκαλείτε συγγραφέα») Δημήτρη Αλεξίου (Αθήνα, 1974) με τίτλο «ΑΛΑΤΙ ΚΟΚΚΙΝΟ» (Εκδ. Διόπτρα, σελ. 308), δεν διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής πρωτοτυπίας, ούτε προσπαθεί να πετάξει σε μεγάλες λογοτεχνικές σφαίρες. Είναι ένα απλό και «τίμιο» βιβλίο, που χρησιμοποιεί μια χαλαρή αστυνομική ιστορία και ένα αίνιγμα ως πρόσχημα για να αποθεώσει το νησί που λατρεύει ο συγγραφέας, την Σκύρο, όπως επίσης για να απολαύσουμε μερικά ωραιότατα παραμύθια που εγκιβωτίζονται στο μυθιστόρημα, λειτουργώντας παράλληλα με την δράση – στο τέλος δε φωτίζοντάς την.



Την ημέρα του μεγάλου σεισμού που συντάραξε το νησί (Ιούλιος 2001), το πτώμα της δεκαεξάχρονης Καλλιώς βρίσκεται κρεμασμένο σε ένα ξωκλήσι. Η Καλλιώ σημαδεμένη στο πρόσωπο εκ γενετής, ήταν ένα κορίτσι που ζούσε ουσιαστικά μόνο του, περιθωριοποιημένο από την οικογένειά του (που ντρεπόταν για το σημάδι), ιδιόμορφο αλλά για όποιον μπορούσε να δει «πέρα από το σημάδι» πανέμορφο. Λόγω του προβλήματος με τον σεισμό, καλείται στο νησί της Σκύρου, ο αστυνόμος Ψαθάς με τον βοηθό του, υπαστυνόμο Καλαμαράκη για να διελευκάνουν την υπόθεση. Ο Ψαθάς γρήγορα ανακαλύπτει ότι η απόβλητη Καλλιώ είχε μυστική και περίεργη σχέση με έναν Βορειοηπειρώτη, ο οποίος ήταν χρόνια στο νησί, αγαπητός απ’όλη την τοπική κοινωνία. Αλλά όταν ανακαλύπτονται τα πτώματα των (από καιρό πεθαμένων και ουδέποτε δηλωθέντων ως τέτοιων), γονιών του Βορειοηπειρώτη, οι αρχικές υποψίες των Αρχών για το πόσο αναμεμιγμένος ήταν αυτός στον θάνατο της Καλλιώς γίνονται βεβαιότητα.



Η αστυνομική ιστορία δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, η δε ίντριγκα γύρω από το πτώμα της Καλλιώς γρήγορα ξεθυμαίνει, καθώς παρακολουθούμε την ασυνήθιστη παρέα των δύο αστυνομικών, της κόρης του Ψαθά που ήδη έχει έρθει για διακοπές στο νησί να τριγυρίζουν τις παραλίες και τις ταβέρνες δοκιμάζοντας τις τοπικές σπεσιαλιτέ και ανακρίνοντας πολύ χαλαρά, τους γονείς της νεαράς, και τους υπόλοιπους ντόπιους. Ο αναγνώστης δυσκολεύεται με το τοπικό ιδίωμα, μαθαίνει την πλούσια ιστορία του νησιού, τις προλήψεις, τις ιδεοληψίες και τις εσωτερικές διαφορές της κοινωνίας της Σκύρου και την συμπεριφορά της απέναντι στο ζευγάρι των περιθωριοποιημένων νέων.



Εμβόλιμα παρεμβάλλονται τα παραμύθια, 10 τον αριθμό, που θεωρώ ότι είναι τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία του μυθιστορήματος, θα μπορούσαν δε να λειτουργήσουν αυτόνομα σε μια διαφορετική έκδοση. Παραμύθια, εσωτερικοί μονόλογοι της «Φραντσέζας», μιας αλκοολικής γυναίκας που ζούσε κι αυτή στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας και που ήταν η μόνη που είχε μια ανθρώπινη σχέση με την νεκρή Καλλιώ. Το τελευταίο παραμύθι ουσιαστικά αποσαφηνίζει με υπερφυσικό τρόπο τον γρίφο, και μιλάει με σπαραγμό για την ιστορία της νεκρής, για την ιστορία του τόπου.



«Καμμιά φορά δεν αισθάνομαι σίγουρη για τη μνήμη μου. Μπερδεύω ονόματα και τοποθεσίες, πρόσωπα και πράγματα, εποχές και βασίλεια. Θα μου πεις πως είναι δυνατόν κάποιος που πίνει να μη ξεχνάει; Να μην μπερδεύει την αλήθεια με το ψέμα, το όνειρο με την πραγματικότητα, το παραμύθι με την ιστορία; Δεν είναι όμως έτσι. Δεν φταίει το αλκοόλ. Δεν φταίει το ποτό, όσο δυνατό κι αν είναι. Φταίει ο χρόνος που περνάει. Οι άνθρωποι πάντα έλεγαν ιστορίες που κάποιοι τις έζησαν, κάποιοι τις είδαν, κάποιοι τις άκουσαν και κάποιοι άλλοι τις μετέφεραν. Ήταν πάντα ιστορίες που με τον χρόνο έγιναν παραμύθια. Έτσι γίνεται πάντα όταν κανείς πια δεν βρίσκεται να πονάει με την ιστορία. Οι ιστορίες των ανθρώπων γίνονται παραμύθια, όταν το αίμα στεγνώσει. Και καμμιά φορά το παραμύθι γίνεται κι αυτό ιστορία, όταν θέλει να κρύψει το αίμα. Έτσι που μπερδεύονται όλα μεταξύ τους από το χρόνο και τα ξεθωριασμένα συναισθήματα. Πως είναι δυνατόν εγώ να μην μπερδεύομαι, όταν ακόμα κι όσοι έζησαν την ιστορία δεν είναι πάντα σίγουροι για το τι έγινε; Ούτε γιατί.»



Είναι ευδιάκριτη η αντίθεση μεταξύ των παραμυθιών και του μυθοπλαστικού στοιχείου του βιβλίου. Εκεί που η δράση ξεθυμαίνει, και οι συμπεριφορές των αστυνομικών είναι καρτουνίστικες και γραφικές, ενώ οι τουριστικές περιγραφές του νησιού αρχίζουν να κουράζουν, παρεμβάλλονται «τα Παραμύθια της Ειρήνης» και «γλυκαίνουν» τον αναγνώστη, δίνοντας μια διαφορετική κλίμακα στο μυθιστόρημα, από την άλλη όμως, καταδεικνύοντας εμφατικά την ικανότητα του Αλεξίου στην δημιουργία παραμυθιών – ένα είδος που φαίνεται απλό αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο – και δείχνοντας του έτσι, την λογοτεχνική πορεία που οφείλει να ακολουθήσει.



_____________________________________________________________________

Ακούστε αύριο Σάββατο, την Χριστουγεννιάτικη εκπομπή Booktalks στο Amagi radio, στις 2μ.μ. όπως κάθε βδομάδα. Αύριο ο καλεσμένος θα είμαι εγώ, διότι ο παρουσιαστής και παραγωγός θα είναι άλλος. Θα κληρωθούν 2 αντίτυπα του αριστουργήματος του J.R.Tolkin, "ΧΟΜΠΙΤ", ευγενική προσφορά των εκδ. Κέδρος για την εκπομπή. Για να συμμετέχετε στην κλήρωση, στείλτε αύριο e-mail στο amagiradio@gmail.com, αναφέροντας τον τίτλο της εκπομπής BOOKTALKS και την λέξη βιβλίο.
 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2012 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio, εκπομπή Σαββάτου 15/12
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks στο Amagi radio, του Σαββάτου 15/12 όπου καλεσμένος μου (στο δεύτερο μισό της εκπομπής) ήταν ο συγγραφέας Δημήτρης Αλεξίου σε μιά συζήτηση για το τελευταίο του βιβλίο "ΑΛΑΤΙ ΚΟΚΚΙΝΟ" με πολύ γέλιο και καλή μουσική. 

Καλή ακρόαση και ακούτε Amagi radio, κάνει καλό στην ψυχική υγεία!


 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2012 | Permalink
Η ζωή σαν βιντεογκέϊμ


Η βία σε όλες τις μορφές κυριαρχεί στο εξαιρετικό και καθηλωτικό μυθιστόρημα του Stephen Kelman (Λούτον,Αγγλία 1976), με τίτλο «ΑΓΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ» («Pigeon English»), (Εκδ. Μεταίχμιο, (ωραία) μετάφρ.+επίμετρο Κ.Σχινά, σελ.366). Είναι ένα βιβλίο με ήρωα και αφηγητή, ένα εντεκάχρονο αγοράκι, που ζει σε μια λαϊκή συνοικία του Λονδίνου και βιώνει καταστάσεις ακραίες, ισορροπώντας συνέχεια μεταξύ ζωής και θανάτου.



Ο Χάρι έχει φύγει από την Γκάνα με την μητέρα του και την μεγαλύτερη του αδερφή για να γλυτώσουν από τους πολέμους και την φτώχεια. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (πατέρας, μικρότερη αδερφή-βρέφος, γιαγιά) περιμένουν την ευκαιρία τους να φύγουν κι αυτοί ερχόμενοι στο Λονδίνο.

Με τη βοήθεια ενός μαφιόζου συμπατριώτη τους, βολεύονται σε ένα διαμέρισμα ενός συμπλέγματος πανύψηλων εργατικών πολυκατοικιών στο Πέκαμ, μια συνοικία του Λονδίνου, από αυτές που φοβάσαι να διαβείς. Για τον Χάρι όμως όλα είναι πρωτόγνωρα και μαγικά. Το συνεχές ζεστό νερό, η τηλεόραση με τα εκατοντάδες κανάλια, τα βίντεογκέιμς, τα αθλητικά παπούτσια, το ασανσέρ που εκτινάσσεται με ταχύτητα προς τα επάνω. Η μητέρα του πιάνει δουλειά σε κάποιο νοσοκομείο και τα δύο παιδιά εγγράφονται στο τοπικό σχολείο.

Εύστροφος και προσαρμοστικός ο Χάρι, βλέπει ότι στους δρόμους επικρατεί ένα άλλο είδους πολέμου, και ότι οι συμμορίες είτε των συνομιλήκων του, είτε των μεγαλύτερων του παιδιών κυριαρχούν στους δρόμους και στο σχολείο, τρομάζοντας όχι μόνο τους συνομιλήκους του, εξευτελίζοντάς τους σε καθημερινή βάση αλλά και τους μικροκαταστηματάρχες της περιοχής και τους ενοίκους των γιγαντιαίων μπλοκ πολυκατοικιών.



Ο μικρός Χάρι αισθάνεται προστάτης της οικογένειας. Όταν ένα αγόρι, συμμαθητής του στο σχολείο βρίσκεται μαχαιρωμένο έξω από μια αλυσίδα φαγητού, ξυπνάνε στη μνήμη του εικόνες που έζησε στον τόπο του – απλά του φαίνεται αδιανόητο να πεθαίνει κάποιο παιδί για ένα χάμπουργκερ! Τις συμμορίες τις βλέπει καθημερινά, κάνει παρέα με τα μέλη τους, συμμετέχει σε μερικές αλητείες, αλλά γενικώς προβληματίζεται με αυτά που βλέπει, τις παράλογες συμπεριφορές και τους αναίτιους τσαμπουκάδες. Με ένα φιλαράκι του, θα δουν ως παιχνίδι την ανακάλυψη του ενόχου για τον φόνο του συμμαθητή τους. Μαζεύουν δακτυλικά αποτυπώματα με διάφορες αστείες δικαιολογίες, ψάχνουν στο πάρκο της περιοχής, αλλά αυτή τους η συμπεριφορά θα ενοχλήσει τα μέλη των συμμοριών και η κατάσταση αρχίζει να «γέρνει λίγο επικίνδυνα» για τον πανέξυπνο Χάρι.



«Όλοι λένε πως έχουμε πόλεμο, αλλά δεν τον έχω δει ακόμη. Άπειροι πόλεμοι γίνονται συνέχεια:



Πόλεμοι

Παιδιά εναντίον Δασκάλων.

Γυμνάσιο Νόρθγουελ Μέινορ εναντίον Γυμνασίου Λίμπριτζ.

Παρέα της Φάρμας Ντελ εναντίον Παρέας του Λιούζι Χιλ.

Emo εναντίον Sunshine.

Άρσεναλ εναντίον Τσέλσι.

Μαύροι εναντίον Λευκών.

Αστυνομία εναντίον Παιδιών.

Θεός εναντίον Αλλάχ.

Τσίκεν Τζο εναντίον KFC.

Γάτες εναντίον Σκύλων.

Άλιεν εναντίον Κυνηγών.



Δεν έχω δει κανέναν από αυτούς τους πολέμους. Άμα γινότανε πόλεμος θα το καταλάβαινες γιατί θα έσπαζαν όλα τα παράθυρα και τα ελικόπτερα θα είχαν όπλα πάνω τους. Ούτε που έχουν όπλα τα ελικόπτερα, μονάχα προβολείς. Ούτε νομ΄ζω πως έχουμε πόλεμο. Δεν το έχω δει.

Ούτε που ξέρω με ποια πλευρά είμαι. Κανένας δεν μου είπε ακόμη. Εναντίον σημαίνει πως είσαι αντίπαλος.»



Τρομακτικό και ταυτόχρονα διασκεδαστικό, με έναν ακαταμάχητο ήρωα (τον μικρούλη Χάρι), το μυθιστόρημα του (πρωτοεμφανιζόμενου στην Βρετανική λογοτεχνική σκηνή) Κέλμαν, υπαλλήλου του Δήμου, αφορμάται από ένα φρικώδες περιστατικό που συνέβη το 2000 στο Πέκαμ (την συνοικία που διαδραματίζεται το βιβλίο), - και όπως ωραία το περιγράφει η Κ.Σχινά στο κατατοπιστικότατο επίμετρο του βιβλίου - όταν ο μικρός Αφρικανός, Νταμιλόλα Τέιλορ δολοφονήθηκε ενώ γύριζε σπίτι από ένα απογευματινό μάθημα. Οι δράστες ήταν δύο παιδιά, δώδεκα και δεκατριών χρόνων, οι οποίοι του είχαν στήσει ενέδρα, τον κυνήγησαν, τον χτύπησαν με σπασμένο μπουκάλι και ο μικρός ξεψύχησε στα σκαλιά της εργατικής πολυκατοικίας όπου διέμενε. Συνολικά τριανταδύο (32) νεαροί (μικρά παιδιά) σκοτώθηκαν στη δεκαετία 2000-2010 από συμμορίες νεαρών.



Το παιδί-ήρωας του μυθιστορήματος του Κέλμαν είναι ένα γλυκύτατο και πανέξυπνο αγοράκι που στην ηλικία που είναι, θεωρεί την ζωή ως ένα βιντεοπαιχνίδι. Τον απασχολούν όχι μόνο τα συνηθισμένα για την ηλικία του θέματα – αν θα κάτσει το κοριτσάκι που του αρέσει στην τάξη, στο διπλανό του θρανίο, αν τα παπούτσια Diadora είναι καλύτερα από τα Nike Air κ.ο.κ. Η περιέργειά του και η ανέμελη σκανταλιά της ηλικίας του είναι αυτά που θα του δημιουργήσουν προβλήματα.



Η αφήγηση του 11χρονου σε σπασμένα Αγγλικά («pigeon English» όπως είναι και ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου) διαφέρει από την γλώσσα που χρησιμοποεί η Ντόναχιου στο (αριστουργηματικό) «Δωμάτιο» ή από αυτήν του Σάφραν Φόερ στο (συγκλονιστικό)«Εξαιρετικά δυνατά&απίστευτα κοντά». Η γλώσσα του Χάρι είναι ακατέργαστη, γεμάτη Γκανέζικους ιδιωματισμούς, μια γλώσσα του δρόμου και ίσως γι’αυτό μέσα από την απλότητα και τις εκφράσεις ενός σχεδόν αυτοσχέδιου ιδιώματος αναδεικνύεται εντονότερα η φρίκη της ανεξέλεγκτης κοινωνικής βίας που κυριαρχεί σ’αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα, το οποίο ήταν στην μικρή λίστα (short list) του βραβείου Man-Booker για το 2011, ενώ τα δικαιώματα έκδοσης του αποτέλεσαν σημείο διαμάχης μεταξύ 12 εκδοτικών οίκων, καταλήγοντας στον Bloomsbury με τις φήμες να οργιάζουν για εξαψήφιο ποσό εξαγοράς!



Το βιβλίο είναι όμως πάνω απ’όλα ένα μυθιστόρημα με έντονο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και αποτελεί αφορμή για στοχασμό και πολλές συζητήσεις πάνω στο θέμα της τυφλής και ανεξέλεγκτης βίας των μεγαλουπόλεων. Την βία που την διακρίνει ο φανατισμός και η οργή προς την κοινωνία των έντονων ταξικών διαφορών που έχουν επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στον «πολιτισμένο» κόσμο, την βία της απόγνωσης μπροστά σε ένα μέλλον που φαντάζει αδιέξοδο και χειρότερο από το παρόν. Την έκδοση του βιβλίου στην Μ.Βρετανία το 2010, ακολούθησαν τα μεγάλα επεισόδια στα προάστεια του Λονδίνου το καλοκαίρι του 2011, για τους περισσότερους ακατανόητα και παράλογα, αλλά για όποιον διαβάσει το μυθιστόρημα του Κέλμαν εξηγήσιμα και ίσως όχι τόσο αιφνιδιαστικά στο τέλος.




 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2012 | Permalink
Δουβλινιάδα ή ένα αφιέρωμα στην πραγματική λογοτεχνία


Είναι τόσο όμορφη αυτή η ελεγειακή «ΔΟΥΒΛΙΝΙΑΔΑ» («DUBLINESCA»), το μυθιστόρημα του σπουδαίου Καταλανού συγγραφέα Enrique Vila-Matas (Βαρκελώνη 1948), (Εκδ. Καστανιώτη, (έξοχη) μετάφρ. Ν.Παπανικολάου, σελ.308), που δεν θέλεις να τελειώσει. Γεμάτο αγάπη και πάθος για την λογοτεχνία, στο γνώριμο ύφος του Βίλα-Μάτας που στα περισσότερα βιβλία του προσπαθεί να επικοινωνήσει με άλλα λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς, η ιστορία ενός εκδότη «καλών» βιβλίων που νιώθει τελματωμένος συγκινεί και προβληματίζει όχι μόνο τους φανατικούς αναγνώστες αλλά και κάθε ευαίσθητο άνθρωπο.

Ο Σαμουέλ Ρίβα, ο ήρωας της ιστορίας, μας συστήνεται από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου. 30 χρόνια εκδότης αναγκάζεται να κλείσει τον πολύ ποιοτικό εκδοτικό του οίκο ο οποίος βάδιζε κατευθείαν για χρεοκοπία. Αρνούμενος να υποταχθεί στις απαιτήσεις των ημερών με τα αφελή μπεστ-σέλερς που έχουν κατακλύσει την αγορά και σε συνδιασμό με την ανικανότητα του να χειριστεί σωστά τα οικονομικά του, μαζί με το αλκοόλ που του είχε καταστρέψει την υγεία τον ανάγκασαν να πάρει αυτή την απόφαση. Φανατικός της «καλής λογοτεχνίας», παθιασμένος αναγνώστης κι ο ίδιος είδε με φρίκη την επέλαση των γκόθικ μυθιστορημάτων, των ιστοριών με βαμπίρ, αισθανόμενος ότι ανήκει πλέον ο ίδιος στο παρελθόν.

Ο Ρίβα είναι πλέον ένας άνθρωπος στα όρια της κατάθλιψης, ένας «σβησμένος άνθρωπος». Κλεισμένος στο σπίτι, περνάει ώρες μπροστά σε ένα κομπιούτερ – διασθανόμενος ότι μετατρέπεται σε «χικικομόρι», τους Ιάπωνες νεαρούς «αυτιστικούς της πληροφορικής» που είναι απομονωμένοι και κλεισμένοι σε ένα σπίτι, σ’ένα δωμάτιο ασχολούμενοι μόνο με τον υπολογιστή τους, γεμάτοι θλίψη υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης. Ο Ρίβα ζει με τις λογοτεχνικές αναμνήσεις του, ζει μέσα από τα βιβλία που έχει διαβάσει, και παρότι δεν είναι πάνω από εξήντα χρόνων, νιώθει ηλικιωμένος και «τελειωμένος». Στους γηραιούς και κλεισμένους στο σπίτι γονείς του δεν έχει πει τίποτα για την τύχη του εκδοτικού του οίκου, ενώ ακόμα και κάποιες προσκλήσεις σε λογοτεχνικά συνέδρια που λαμβάνει (αφού διατηρεί το κύρος του) δεν του λένε απολύτως τίποτα.

«Πάνε χρόνια τώρα που η ζωή του είναι σαν εκδοτικός κατάλογος. Και του είναι όντως πια πολύ δύσκολο να καταλάβει ποιος πραγματικά είναι. Και πάνω απ’όλα, το δυσκολότερο είναι να μάθει ποιος πραγματικά κατάφερε να γίνει. Ποιος ήταν αυτός που υπήρχε εκεί προτού αρχίσει να δουλεύει στις εκδόσεις; Πού βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος που άρχισε σταδιακά να κρύβεται πίσω από τον έξοχο κατάλογο και τη συστηματική ταύτιση με τις πιο ελκυστικές φωνές του καταλόγου αυτού; Του έρχονται τώρα στο νου κάποια λόγια του Μωρίς Μπλανσό, κάποια λόγια που ξέρει καλά εδώ και καιρό: «Κι αν το να γράφεις βιβλία σημαίνει να γίνεσαι αναγνώσιμος για όλους και ακατανόητος για τον εαυτό σου;»

Ο ήρωας μας, έχει κόψει το ποτό εδώ και καιρό και προσπαθεί να καταπολεμήσει τη μοναξιά του, κάνοντας βόλτες στην βροχερή Βαρκελώνη (η βροχή πέφτει καθ’όλη τη διάρκεια του βιβλίου), συναντώντας κάποιους συγγραφείς φίλους του. Ένα όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη, τον καθοδηγεί να πάρει μια απόφαση που φαίνεται στην αρχή εκκεντρική αλλά ιδιαίτερα γοητευτική. Να μεταβεί με 3 φίλους του συγγραφείς στο Δουβλίνο, πόλη που ποτέ στη ζωή του δεν είχε επισκεφθεί και εκεί, στην πατρίδα του Τζόις και του Μπέκετ, να «κηδέψουν» την έντυπη λογοτεχνία, να ορίσουν την μέρα που το πνεύμα του Γουτεμβέργιου πέθανε οριστικά ενταφιάζοντας το, στην πόλη του ύψιστου λογοτεχνικού αριστουργήματος, του θρυλικού «Οδυσσέα». Η ημερομηνία δε που επιλέγει είναι η 16η Ιουνίου, η γνωστή στους οπαδούς του Τζόις (και όχι μόνο), «Bloomsday», ημέρα που εορτάζεται στο Δουβλίνο με αναγνώσεις του «Οδυσσέα», έτσι ώστε η ανάγνωση του έκτου κεφαλαίου του βιβλίου, με την κηδεία του Πάντι Ντίγκναμ να συμπέσει με την κηδεία της τυπογραφίας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα χρονικό διάστημα 3 μηνών και αν το μεγαλύτερο μέρος (ουσιαστικά τα 2/3) καταλαμβάνουν τα γεγονότα στο Δουβλίνο και στο ταξίδι που κάνουν οι 4 φίλοι, πλοκή δεν υπάρχει παρά μόνο σκέψεις του Ρίβα για τη λογοτεχνία, αναφορά σε συγγραφείς (Ώστερ, Τζόις, Μπόρχες, Μπέκετ, Λάρκιν, Μπάνβιλ, Μπρένταν Μπήαν, Μάγκρις), ταινίες και σκηνοθέτες που ο ήρωας λατρεύει, την ταύτιση με τον Σπάιντερ του Κρόνενμπεργκ (την πιο καταθλιπτική ταινία του σκηνοθέτη), τους χαρακτήρες των ταινιών του Αντονιόνι, την ατμόσφαιρα των ταινιών του Λιντς. Το μυθιστόρημα βρίθει διακειμενικών αναφορών, λογοτεχνικών παραπομπών που ενδέχεται να προβληματίσουν κάποιον μη επαρκή γνώστη του κόσμου που περιγράφεται στις σελίδες του, αλλά το στυλ του Βίλα-Μάτας είναι τόσο σαγηνευτικό που κυριολεκτικά κολλάς στην ανάγνωση του βιβλίου.

Ο Ρίβα κατά την διάρκεια της υποτυπώδους (κατά τ’άλλα) ιστορίας, πραγματοποιεί μια ουσιαστική αλλαγή στη ζωή του. Εκ των προτέρων γνωρίζει ότι θα λατρέψει το Δουβλίνο και πριν από το ταξίδι ακόμα σκέφτεται μια μακροχρόνια διαμονή στην μαγική αυτή πόλη. Παλεύοντας με την ακατανίκητη επιθυμία του για ποτό, με την τάση του για κατάθλιψη και απομόνωση, ψάχνοντας (νοητικά) τον «ιδανικό αναγνώστη» που θα αναβιώσει την «καλή λογοτεχνία», βρίσκει την ευκαιρία με το ταξίδι αυτό να συμφιλιωθεί με τα φαντάσματά του, να γελάσει και να ζήσει. Γραμμένο με πολύ χιούμορ (μαύρο ως επί το πλείστον βεβαίως), το βιβλίο του Βίλα-Μάτας σε ορισμένα κομμάτια του κυριολεκτικά απογειώνεται σε επίπεδα μεγάλης λογοτεχνικής ποιότητας.

«Θεωρεί τον εαυτό του τόσο αναγνώστη όσο και εκδότη. Από τις εκδόσεις τον απομάκρυνε κυρίως η υγεία του, αλλά πιστεύει ότι έφταιγε εν μέρει και το χρυσόμαλλο δέρας του γκόθικ μυθιστορήματος, που δημιούργησε τον ηλίθιο μύθο του παθητικού αναγνώστη. Ονειρεύεται μια μέρα όπου θα καταρρεύσει το καταραμένο το μπεστ-σέλερ και θ’ανοίξει ο δρόμος για την επανεμφάνιση του ταλαντούχου αναγνώστη και θα τεθούν πάλι επί τάπητος οι όροι του ηθικού συμβολαίου μεταξύ συγγραφέα και κοινού. Ονειρεύται μια μέρα όπου θα μπορέσουν να πάρουν και πάλι ανάσα οι εκδότες λογοτεχνίας, εκείνοι που είναι απόλυτως αφοσιωμένοι στον ενεργό αναγνώστη, εκείνο τον αναγνώστη που είναι αρκετά ανοιχτός ώστε να αγοράσει ένα βιβλίο και ν’αφήσει να σκιαγραφηθεί στο νού του μια συνείδηση ριζικά διαφορετική από τη δική του. Πιστεύει ότι αν απαιτείται ταλέντο από έναν εκδότη λογοτεχνίας ή από ένα συγγραφέα, πρέπει να απαιτείται και από τον αναγνώστη. Διότι, ας μη γελιόμαστε, το ταξίδι της ανάγνωσης περνάει πολλές φορές από πεδία δύσκολα που απαιτούν από τον αναγνώστη να διαθέτει την ικανότητα να συγκινηθεί επειδή είναι νοήμων, να έχει τη θέληση να κατανοήσει τον άλλο και να προσεγγίσει μια γλώσσα διαφορετική απ’αυτήν της καθημερινής μας τυραννίας. Όπως λέει ο Βιλέμ Βοκ, εν είναι τόσο απλό να νιώσεις τον κόσμο όπως τον ένιωσε ο Κάφκα, έναν κόσμο όπου δεν επιτρέπεται η μετακίνηση και στον οποίο είναι αδύνατον να πας ακόμα κι απ’τον έναν οικισμό στον άλλο. Οι ίδιες ικανότητες που απαιτούνται για να γράψει κανείς απαιτούνται και για να διαβάσει. Οι συγγραφείς απογοητεύουν τους αναγνώστες, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο: και οι αναγνώστες απογοητεύουν τους συγγραφείς όταν αποζητούν σ’αυτούς μονάχα την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος είναι όπως τον βλέπουν οι ίδιοι…»

Παρά τις συνεχείς αναφορές στον Τζόις και στον Μπέκετ, και αν ο «Οδυσσέας» του πρώτου καθοδηγεί τα βήματα του Ρίβα, το μυθιστόρημα ουσιαστικά εμπνέεται από το γνωστό ποίημα του Φίλιπ Λάρκιν «Δουβλινιάδα» (το οποίο παρατίθεται παρακάτω) καθώς το θεωρεί: «το μεγάλο νεκρώσιμο άσμα για την τιμημένη γριά πουτάνα της λογοτεχνίας». Οι χαρακτήρες του σχεδόν αριστουργηματικού αυτού βιβλίου παρότι στην αρχή φαίνονται γκροτέσκοι, αποδεικνύονται ολοζώντανοι και καθοριστικοί στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ ο (τόσο συμπαθής) Ρίβα είναι ένας τυπικός και χαρακτηριστικός λογοτεχνικός ήρωας που ταιριάζει στον κόσμο του Βίλα-Μάτας με το πάθος του για λογοτεχνία.

Εν κατακλείδι ένα μυθιστόρημα το οποίο ουσιαστικά απευθύνεται κυρίως στους λάτρεις της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης, όπως εξάλλου, τα περισσότερα βιβλία του συγγραφέα το οποίο θεωρώ ότι είναι το καλύτερο του έργο μέχρι στιγμής.

__________________________________________________________
 
Το ποίημα παρατίθεται στην μετάφραση (υποθέτω της Ν.Παπανικολάου) όπως υπάρχει μέσα στο βιβλίο.

Down stucco sidestreets,
Where light is pewter
And afternoon mist
Brings lights on in shops
Above race-guides and rosaries,
A funeral passes.

The hearse is ahead,
But after there follows
A troop of streetwalkers
In wide flowered hats,
Leg-of-mutton sleeves,
And ankle-length dresses.

There is an air of great friendliness,
As if they were honouring
One they were fond of;
Some caper a few steps,
Skirts held skillfully
(Someone claps time),

And of great sadness also.
As they wend away
A voice is heard singing
Of Kitty, or Katy,
As if the name meant once
All love, all beauty.

(Στα απόμερα δρομάκια με τα σοβαντισμένα σπίτια,
Όπου το φως είναι γκρίζο
Κι η απογευματινή ομίχλη υποχρεώνει
Τα μαγαζιά ν’ανάψουν τα φώτα
Πάνω σε εγχειρίδια και ροζάρια,
Περνάει μια κηδεία

Μπροστά πάει το κάρο,
Μα πίσω ακολουθεί
Μια στρατιά από πόρνες του δρόμου
Με λουλουδάτα πλατύγυρα καπέλα,
Μανίκια φαρδιά πάνω και στενά στον κάρπο
Και φουστάνια μέχρι τον αστράγαλο.

Υπάρχει μια υπέροχη φιλική ατμόσφαιρα,
Λες και τιμούσαν κάποια αγαπημένη.
Ορισμένες σηκώνουν επιδέξια τις φούστες
Και κάνουν πηδηχτά βηματάκια
(κάποια χτυπά τα χέρια για να δείξει πως ήρθε η ώρα).

Υπάρχει όμως και κλίμα μεγάλης θλίψης.
Καθώς συνεχίζουν την πορεία τους,
Ακούγεται μια φωνή να τραγουδάει
Για την Κίτυ, ή Κέιτυ,
Λες και κάποτε το όνομα σήμαινε
Όλη την αγάπη, όλη την ομορφιά.)




 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 8/12
Ακούστε το podcast της εκπομπής του Σαββάτου 8/12/2012, όπου στο δεύτερο μισό της εκπομπής, καλεσμένος μου ήταν ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Διονύσης Μαρίνος.
 




Καλή ακρόαση
 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2012 | Permalink
Τελευταία πόλη


Επικίνδυνο πράγμα οι «δυστοπίες». Μπορούν να σε απογειώσουν ως συγγραφέα (και έχουμε παραδείγματα πολλά στην ιστορία της λογοτεχνίας), μπορούν όμως και να σε κάνουν να χαθείς μέσα σε πολυδαίδαλα μονοπάτια από τα οποία δεν μπορείς να βγείς. Ευτυχώς ο σχετικά καινούργιος στα ελληνικά γράμματα, συγγραφέας (και δημοσιογράφος), Διονύσης Μαρίνος (1971, Αθήνα), με το μόλις δεύτερο βιβλίο του, την νουβέλα «ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΛΗ» (Εκδ. Γαβριηλίδη, σελ.101), ξεπερνάει τον σκόπελο των (αναπόφευκτων) συγκρίσεων με σχεδόν όμοια μυθιστορήματα και με την δύναμη της απλότητας στην αφηγηματική του φόρμα, τα καταφέρνει μια χαρά.


«Μας είπαν πρόσφυγες. Μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Και αυτοί που μας ονόμασαν έτσι πρόσφυγες θα γίνουν μια μέρα.»


Βοσνία, περίοδος εμφυλίου πολέμου. Ένα νεαρό ζευγάρι και ένα παιδί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους για να σωθούν. Το χωριό τους ισοπεδώνεται και πρέπει να διαβούν ένα βουνό για να φθάσουν στη θάλασσα. Θεωρούν ότι αν τα καταφέρουν μπορεί να τη γλυτώσουν. Δεν είχαν βγεί έξω από τα όρια της πόλης τους μέχρι τότε, δεν είχε χρειαστεί. Περνούσαν καλά, ήταν ευτυχισμένοι και αισθανόντουσαν ασφαλείς. Μέσα σε λίγες μέρες, ο κόσμος τους διαλύεται και αυτοί πρέπει να κάνουν μια μεγάλη πορεία.


Με το μικρό παιδί στην πλάτη ή στα χέρια, σκίζουν τα χέρια τους, πληγιάζουν τα πόδια τους, τα αποθέματα τροφής λιγοστεύουν. Είχαν ονόματα, στον δρόμο τά’χασαν κι αυτά, πλέον ανώνυμοι. Φρόντιζε ο ένας τον άλλον, στον δρόμο, τα βλέμματα τους γίνανε όσο περνούσε ο χρόνος εχθρικά.

Στη θάλασσα που την βλέπουν πρώτη φορά στη ζωή τους, βρίσκουν κάποιες καλύβες. Οι κάτοικοί τους έχουν εξαφανιστεί κι αυτοί. Η μόνη ελπίδα, μια μεγάλη πόλη - λιμάνι, που φυλάσσεται ακόμα καλά, οι συγκρούσεις δεν έχουν φτάσει μέχρι εκεί. Στην πορεία διαπιστώνουν με φρίκη, ότι έχουν στα χέρια τους ένα περιζήτητο περιουσιακό αγαθό, το παιδί τους. Δεν υπάρχουν παιδιά, εκλείπει το είδος. Μπαίνοντας κακήν-κακώς στη πόλη, όπου όλοι τους κοιτάνε και στρέφουν το βλέμμα μακριά, ξορκίζοντας το κακό, ο άντρας πρέπει να βρει καταφύγιο, και ίσως ένα πλοίο για να διαφύγουν. Ο πόλεμος όμως πλησιάζει, η πλήρης καταστροφή είναι κοντά.


«Από τη μέρα που έπεσε η πρώτη σφαίρα, η οσμηρή ανάσα του ολέθρου τύλιξε όλη τη χώρα με την αποφορά του. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, οι φυλές, που μέχρι πρότινος ζούσαν αρμονικά φτιάχνοντας ένα πανσπερμικό ψηφιδωτό από διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και συνήθειες, ανακατεύονταν σαν πολυκαιρινά φαγητά στο βαθύ χωνευτήρι της καταστροφής. Δίχως οίκτο, χωρίς καμιά ελπίδα, άνθρωποι πνιγμένοι στο αίμα έφευγαν από τα σπίτια τους, αποχαιρετούσαν τα υπάρχοντά τους και όσα εν καιρώ ειρήνης είχαν καταφέρει να φτιάξουν με κόπο και ιδρώτα. Δεν υπήρχε δρόμος που να μη μεταφέρει νεκρά κουφάρια ή άλλα που περπατούσαν σαν αποχαυνωμένα ζόμπι, έτοιμα κι αυτά να παραδώσουν την τελευταία τους ανάσα. Σιλουέτες που κάτι τους έλειπε, ένα χέρι, ένα πόδι, μια σωτήρια ελπίδα. Χωριά είχαν ερημώσει από τις επιδρομές των στρατιωτών, που ό,τι έβρισκαν μπροστά τους με μια αταβιστική μανία το έκαιγαν, το συνέθλιβαν, το βίαζαν με τόσο τραχιά αποκτήνωση, που τίποτα από την ανθρώπινη ουσία δεν είχε απομείνει σε αυτόν τον τόπο. Εκτός και είχε μείνει το μεδούλι της, που, έτσι σπασμένο όπως ήταν, άφηνε να χυθούν ελεύθερες οι βλέννες του μίσους και της μισαλλοδοξίας.

Οι μάχες μαίνονταν για τα καλά πέρα από τα βουνά και όλοι έλεγαν με τρόμο πως ήταν θέμα χρόνου να επεκταθούν και στην πεδιάδα, κι αν επιβεβαιωνόταν ο απευκταίος χρησμός, τότε θα σήμαινε πως ο εμφύλιος πόλεμος είχε για τα καλά γενικευτεί και δεν επρόκειτο να μείνει πάνω σ’αυτή την έρημη γη κουφάρι ανθρώπου για να πιστοποιήσει του τρόμου το χυμένο δηλητήριο.

Αδερφός σκότωνε αδερφό.

Πατέρας το γιό.

Αξετύλιχτος καπνός είχε απλωθεί σαν τέντα πάνω από τη χώρα σπέρνοντας γλώσσες φωτιάς, που όλο και απλωνόταν, περνούσε τα σύνορα, άγγιζε τις κλωστές του ουρανού.»


Ο συγγραφέας πατώντας πάνω σε δύο εμβληματικά αφηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπως «ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ» του Γ.Χειμωνά και το «ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΧΩΡΑ» του Δ.Δημητριάδη και ακολουθώντας τη δομή του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Κόρμακ Μακάρθυ «Ο ΔΡΟΜΟΣ», ξεδιπλώνει με την αφήγηση του άλλοτε ποιητική και άλλοτε ρεαλιστική, επιτυγχάνοντας στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, με ωραία δομή, έτσι ώστε να κολλήσεις πάνω στην ιστορία και να μη θέλεις να την αφήσεις μέχρι το τέλος.


Η ιστορία της «Τελευταίας πόλης» δεν έχει ημερομηνία, δεν έχει χρονικό πλαίσιο-κόψτην και βάλτην κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, κατά τη διάρκεια του Αμερικάνικου Εμφύλιου (του πιο αιματηρού της ιστορίας), κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου. Το χάος είναι το ίδιο, η κοινωνική αποσύνθεση, η φρίκη δεν διαφέρουν.

Ένας συνεχής σπαραγμός, η έννοια της απώλειας, οι άνθρωποι που μεταλάσσονται στους «δύσκολους καιρούς» κυριαρχούν στη νουβέλα του Δ.Μαρίνου. Οι ήρωες ουσιαστικά είναι καταδικασμένοι από την αρχή, η μόνη τους ελπίδα είναι η θάλασσα που προβάλλει σαν η «υπέρτατη φυγή», το ακροτελεύτιο καταφύγιο μιας ανθρώπινης τραγωδίας ενός παράλογου εμφυλίου (αλλά και ποιος εμφύλιος δεν είναι παράλογος, ποια ανθρώπινη τραγωδία δεν είναι παράλογη), πέρα από εποχές και πέρα από χρονικά σημεία της ιστορίας.


«Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα.»  Γ.Χειμωνάς «Οι χτίστες»


  
 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2012 | Permalink
BOOKTALKS @ Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 1/12
Ακούστε το podcast της εκπομπής του Σαββάτου 1/12, όπου καλεσμένη μου ήταν η εξαιρετική μεταφράστρια και πολύ καλή συγγραφέας Χίλντα Παπαδημητρίου. 

Δύο ώρες γεμάτες κουβέντα για βιβλία, μουσική και κινηματογράφο, ενώ τα τραγούδια που ακούγονται είναι όλα επιλογές της Χίλντας. Καλή ακρόαση.

  BOOKTALKS-AMAGI RADIO ΕΚΠΟΜΠΗ7 by librofilo 

Υ.Γ. Η εκπομπή ξεκινάει μετά το 4΄λεπτό και ολοκληρώνεται περίπου στο 1.58΄


 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012 | Permalink
Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων


Υπόδειγμα αναγνωστικής απόλαυσης είναι το υπέροχο μυθιστόρημα «Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΩΝ» ("LE CLUB DES INCORRIGIBLES OPTIMISTES") του συγγραφέα (και σεναριογράφου), JEAN-MICHEL GUENASSIA (Γαλλία, 1950), (Εκδ. Πόλις, (ωραιότατη) μετάφρ. Φ.Βλαχοπούλου, σελ.707). Ένα βιβλίο τυπικό δείγμα «μυθιστορήματος μαθητείας ή ενηλικίωσης» (bildunsroman), με χορταστική και πλούσια αφήγηση, έξοχη αναπαράσταση μιας ταραγμένης εποχής για την Γαλλία – τέλος δεκαετίας του 50, αρχές/μέσα δεκαετίας του ’60 που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ του «προσωπικού», μιάς τραγικής οικογενειακής ιστορίας και του «γενικού», της παγκόσμιας ιστορίας μέσα από τις ζωές των πολιτικών προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στο «πεφωτισμένο» μεταπολεμικό Παρίσι, το οποίο βίωνε στο πετσί του το δράμα της Αλγερίας.

«Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατευθείαν αν θα σου αρέσει ή όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι.»

Ο ήρωας της ιστορίας, ο Μισέλ Μαρινί είναι ένας βιβλιοφάγος έφηβος το 1959. Διαβάζει λογοτεχνία μετά μανίας, παραμελεί τα μαθήματά του προς χάριν της, ακόμα και μέσα στη τάξη έχει στα πόδια του ένα βιβλίο το οποίο διαβάζει, ενώ περπατάει στο δρόμο διαβάζοντας και κινδυνεύοντας να πάθει κάποιο ατύχημα. Ζει σε μια προβληματική αστική οικογένεια, όπου οι δύο γονείς του, λόγω της έντονης κοινωνικής τους αντίθεσης – ο πατέρας γιός Ιταλού μετανάστη, ερωτεύεται την κόρη του αφεντικού του, στην επιχείρηση ηλεκτρικών ειδών, εκείνη μένει έγκυος, οπότε παντρεύονται (μετά από χρόνια αφού μεσολαβεί ο Β Παγκόσμιος πόλεμος). Ο Μαρινί αναλαμβάνει την διεύθυνση της επιχείρησης με εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά δεν γίνεται ουσιαστικά ποτέ δεκτός στο κοινωνικό περιβάλλον της οικογένειας της νύφης.
Ο μικρός Μισέλ πνεύμα πολύ ανήσυχο και περιπετειώδες, περνά πολλές ώρες σε ένα καφέ όπου παίζει με πολύ πάθος ποδοσφαιράκι, αλλά η περιέργεια του, τον ωθεί να διαβεί «τον Ρουβίκωνα», μια πόρτα μέσα στο καφέ, όπου έβλεπε διάφορους σιωπηλούς τύπους να μπαίνουν με χαμηλωμένο κεφάλι. Η «αποκοτιά» του αυτή, θα του αλλάξει τη ζωή, καθώς εισέρχεται σε έναν διαφορετικό κόσμο, μια ιδιότυπη σκακιστική λέσχη, της οποίας τα (περισσότερα τουλάχιστον) μέλη είναι πολιτικοί πρόσφυγες από διάφορες χώρες του Ανατολικού μπλοκ, αλλά και από τα Βαλκάνια – υπάρχει και κάποιος από την Ελλάδα, ενώ κάπου στο βάθος θα διακρίνει δύο εμβληματικές μορφές της Αριστερής διανόησης, τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ, οι οποίοι περνάνε κάποιες ώρες, παίζοντας σκάκι και γράφοντας σημειώσεις, ενώ δεν παραλείπουν να βοηθάνε οικονομικά κάποιους από τους πρόσφυγες.

«Είχαν επιλέξει τον δρόμο της ελευθερίας, εγκαταλείποντας γυναίκα, παιδιά, οικογένεια και φίλους. Γι’αυτό και δεν υπήρχαν γυναίκες στη Λέσχη. Τις είχαν αφήσει πίσω στη χώρα τους. Ήταν φαντάσματα, παρίες, χωρίς χρήματα, με πτυχία που δεν αναγνωρίζονταν. Κρατούσαν τις γυναίκες, τα παιδιά και τη χώρα τους φυλαγμένα σε μια γωνιά του μυαλού τους και της καρδιάς τους. Τους έμεναν πιστοί. Μιλούσαν ελάχιστα για το παρελθόν, απορροφημένοι καθώς ήταν απ’τον αγώνα της επιβίωσης και την προσπάθεια να δικαιολογήσουν την επιλογή που είχαν κάνει. Είχαν απαρνηθεί άνετα σπίτια και υψηλές θέσεις. Δεν είχαν φανταστεί ότι η επόμενη μέρα θα ήταν τόσο τόσο δύσκολη. Ορισμένοι είχαν ξεπέσει, μέσα σε λίγες ώρες, και από ανώτεροι αξιωματικοί προστατευόμενοι της κυβέρνησης ή καταξιωμένοι διευθυντές δημόσιων επιχειρήσεων, είχαν γίνει άστεγοι. Αυτή η κατρακύλα τους ήταν αφόρητη, όσο και η μοναξιά και η νοσταλγία που τους βασάνιζε. Κάποιοι άλλοι κατέληξαν, μετά από πολλές περιπλανήσεις στη Γαλλία, όπου τους δόθηκε πολιτικό άσυλο. Οι συνθήκες ήταν καλύτερες απ’ό,τι στις χώρες που τους είχαν απορρίψει. Ήταν η πατρίδα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αρκεί να έραβαν το στόμα τους και να μην είχαν υπερβολικές απαιτήσεις. Δεν είχαν τίποτα, δεν ήταν τίποτα, αλλά ήταν ζωντανοί. Στην πατρίδα τους, αυτό ήταν σαν λάιτμοτιφ: «Είμαστε ζωντανοί και ελεύθεροι». Όπως μου είπε μια μέρα ο Σάσα: «Η διαφορά ανάμεσα σ’εμάς και τους άλλους είναι ότι εκείνοι είναι ζωντανοί κι εμείς επιζώντες. Όταν έχεις επιζήσει, δεν έχεις δικαίωμα να παραπονιέσαι για την τύχη σου· θα ήταν ύβρις γι’αυτούς που έμειναν πίσω».
Στη Λέσχη, δεν χρειάζονταν να δώσουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν για κάτι. Ήταν εξόριστοι μεταξύ εξορίστων και δεν ήταν απαραίτητο να μιλήσουν για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. Βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Ο Πάβελ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να νιώθουν περήφανοι που κατάφεραν επιτέλους να πραγματώσουν το κομμουνιστικό ιδεώδες: ήταν ίσοι.
-Τι πιο σημαντικό να ζητήσει κανείς;»

Ο Μισέλ αρχίζει να πηγαίνει καθημερινά στη Λέσχη – οι φωνές, τα γέλια, οι τσακωμοί, οι συζητήσεις αποτελούν γι’αυτόν ένα κόσμο μαγικό, τελείως διαφορετικό από την οικογενειακή του ζωή, την οποία υποκαθιστά με αυτήν της Λέσχης. Προσπαθεί να μάθει σκάκι παρατηρώντας (και καταγράφοντας) τις κινήσεις κάποιων από τους πολύ επιδέξιους παίκτες που υπάρχουν εκεί μέσα και ακούει τις αφηγήσεις των μελών. Ο Ίγκορ, ο Βέρνερ, ο Ίμρε, ο Πάβελ, ο Βλάντιμιρ, ο Λεονίντ ξεδιπλώνουν τις ζωές τους, την προσωπική τους περιπέτεια και ο Μισέλ ακούει προσεκτικά, βρίσκεται μέσα σε ένα ζωντανό μυθιστόρημα και το βιώνει όσο καλύτερα μπορεί.

«Η λήθη μας τρομάζει. Όμως η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας. Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν.»

Η χρονική περίοδος που καλύπτει το βιβλίο είναι περίπου 5 χρόνια, από τον Οκτώβριο του ’59 έως τον Ιούλιο του ’64 και την αποφοίτηση του Μισέλ από το σχολείο. Σ’αυτά τα 5 χρόνια, ο νεαρός θα δει, την οικογένειά του να διαλύεται μετά την επανάσταση του μεγαλύτερου αδερφού του, Φρανκ και την φυγή του από το σπίτι, οι γονείς του θα απομυθοποιηθούν μπροστά στα μάτια του. Θα ερωτευτεί και θα πονέσει, θα διαβάσει πολύ, θα δει εκατοντάδες ταινίες, θα ακούσει χιλιάδες φορές τους ροκ&ρολ δίσκους που θα αγοράσει. Πάνω απ’όλα όμως, μέσα από την γνωριμία του, με αυτούς τους αντιφατικούς ανθρώπους, θα δει τι σημαίνει πραγματική ζωή, θα μάθει τα πολιτικά παιχνίδια και τις ισορροπίες τους – ακόμα και μέσα στη Λέσχη υπάρχουν δύο τάσεις, δύο πλευρές που μια «σφάζονται» και την άλλη «αγκαλιάζονται», αυτοί που συνεχίζουν να υποστηρίζουν τυφλά τον κομμουνισμό και οι άλλοι που είναι οι φανατικότεροι αντικομμουνιστές. Ο Μισέλ θα βιώσει την «ανθρώπινη μοίρα», ενώ η επαφή του με τον αινιγματικό Σάσα, τον «απόβλητο» της Λέσχης, θα τον ωριμάσει, πρόωρα μεν αλλά ουσιαστικά.

Το βιβλίο του Γκενασιά, βαδίζοντας στα μονοπάτια του μεγάλου αστικού Γαλλικού μυθιστορήματος, του 19ου αιώνα, είναι ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, που θα αγγίξει όλο το φάσμα των αναγνωστών. Από τον πιο απαιτητικό μέχρι τον πλέον αδαή. Η ζωντάνια του είναι τέτοια, η γοητεία που αποπνέει, ο (σχεδόν κινηματογραφικός) ρυθμός του που εναλάσσεται μεταξύ χαλαρότητας και γρήγορης αφήγησης, σε κάνει να αμελείς, να αφήνεις πίσω την (αναπόφευκτη για τόσο πολύ υλικό) φλυαρία που δείχνει να επικρατεί κάποιες φορές, μερικούς «χάρτινους» χαρακτήρες που δεν έχουν λόγο ύπαρξης στην πλοκή όπως και τον υπερβολικό όγκο πληροφοριών που νιώθεις κάποιες φορές να «μπουκώνει» το βιβλίο.

«Υπάρχουν βιβλία που θα’πρεπε να απαγορεύεται να τα διαβάσεις πολύ μικρός. Που είτε τα προσπερνάς είτε απλώς τα διατρέχεις. Το ίδιο ισχύει και για μερικές ταινίες. Θα’πρεπε να συνοδεύονται από μια ετικέτα που να γράφει: δείτε το ή διαβάστε το, αφού πρώτα έχετε ζήσει.»

Η μεταπολεμική ιστορία της Γαλλίας, η Γκωλική διακυβέρνηση, ο πόλεμος της Αλγερίας και οι επιπτώσεις του στην καθημερινότητα, η ζωή κατά την Σταλινική περίοδο όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στις χώρες-δορυφόρους του καθεστώτος περιγράφονται εξαιρετικά μέσα από την πένα του συγγραφέα που αποδεικνύεται αφηγητής ολκής. Εξίσου όμως ελκυστικές για τον αναγνώστη είναι οι γεμάτες χιούμορ και τρυφερότητα στιγμές της καθημερινότητας που δίνουν μεγάλες ανάσες στον όγκο της αφήγησης. Οι σκηνές με τον πατέρα του Μισέλ, η αγορά της καινούργιας Citroen DS (που στην πιο κρίσιμη φάση θα αφήσει στον δρόμο τον πατέρα-Μαρινί), ο (σαν βγαλμένος από ταινία της νουβέλ-βαγκ) υπέροχος μυθιστορηματικός χαρακτήρας της Σεσίλ, ο εφηβικός έρωτας με την (ομοίως φανατική βιβλιόφιλη) Εβραία, Καμίγ και ο πόνος του αποχωρισμού, το πάθος για την φωτογραφία και το ροκ&ρολ του Μισέλ και οι συζητήσεις με τον Σάσα του οποίου η ιστορία είναι μακράν η πλέον σπαρακτική στο βιβλίο.

Είναι ένα βιβλίο που θα σύστηνα ανεπιφύλακτα σε όποιοιον μου ζητούσε «κάτι να διαβάσει». Δικαιότατα το μυθιστόρημα του Γκενασιά γνωρίζει τέτοια επιτυχία στη χώρα μας, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό που αγαπάει τις μεγάλες αφηγήσεις, τα βιβλία που μας πηγαίνουν στις ρίζες της κλασσικής λογοτεχνίας με το συναίσθημα και την αυθεντικότητα, τα βιβλία που δεν χρειάζεται να γίνονται μελοδραματικά για να συγκινούν και τα οποία σε κάνουν μεν δυστυχισμένο όταν τα τελειώσεις αλλά από την άλλη η πληρότητα που νιώθεις μέσα σου είναι πραγματικά ανεκτίμητη.


__________________________________________________________________________

Ο Γκενασιά θα είναι την Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου (στις 8 μ.μ.), στον Ιανό, για μια «συνομιλία» με τον Α.Χρυσοστομίδη. Πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή στο χθεσινό (2/12), Βήμα της Κυριακής (στην Λ.Κουζέλη), μπορείτε να δείτε εδώ.