Τρίτη, Ιανουαρίου 26, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 26, 2010 | Permalink
Αμερικάνικο καθαρτήριο
«Κατάγομαι από το Σικάγο. Πήγα στη Νέα Υόρκη, παντρεύτηκα μια κοπέλα που την έλεγαν Ανν και ενώ ήμασταν στη φάση του «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», κάτι συνέβη. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν και αν με ρωτούσατε εκείνη τη στιγμή, θα είχα πει τίποτα, τίποτα δεν συνέβαινε, γιατί για μένα δεν συνέβαινε τίποτα. Στεκόμουν σε ένα μαγαζάκι δίπλα σε ένα βενζινάδικο σε μια γραφική λεωφόρο του Νιου Τζέρσι. Έψαχνα τα γλυκά και τα διάφορα σνακ προσπαθώντας να αποφασίσω τι να πάρω για την Ανν. Εκείνη περίμενε στο αυτοκίνητο. Πηγαίναμε στο σπίτι της μητέρας της και ασφαλώς εγώ θα διάβαζα τις ετικέτες πάνω στα προϊόντα ψάχνοντας να βρω κάτι θρεπτικό. Παρόλο που δεν ήταν όνειρο, το απόκοσμο φως το μαγαζιού το έκανε να φαίνεται σαν να ζούσα στον κόσμο ενός ονείρου, με τη βασική διαφορά ότι, αντίθετα από τον κόσμο των ονείρων, σ’αυτόν εδώ τον κόσμο, στον κόσμο του μαγαζιού, τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβαινε.
Αυτό δεν είναι ακριβές. Συνέβαινε κάτι, απλώς εγώ δεν το έβλεπα. Δεν το έβλεπα επειδή κοίταζα τα ψυγεία και τους διαδρόμους με τα πολύχρωμα προϊόντα. Συγκεντρωνόμουν σε όλες τις πιθανές επιλογές, τις οποίες ύστερα από λίγο είχα περιορίσει σε ένα χοντρό πακέτο φιστίκια, ένα γλυκό με πρωτείνες και ένα αναψυκτικό που υποτίθεται πως έδινε ενέργεια. Όταν πλήρωσα την ταμία, δεν πρόσεξα τα δαχτυλίδια στα χέρια της, ούτε μέτρησα τα ρέστα μου. Όταν πήγα στην πόρτα, δεν πρόσεξα τους λεκέδες από λίπος πάνω στα τετράγωνα καφέ πλακάκια, ούτε τον ουρανό που διαγραφόταν γαλανός μέσα από το παράθυρο. Όταν βγήκα έξω και προχώρησα προς το αυτοκίνητο, το μόνο που πρόσεξα ήταν ότι το αυτοκίνητο έλειπε.»


Αυτές είναι οι εναρκτήριες γραμμές στο φαντεζί και σαγηνευτικό στο θέμα του αλλά μάλλον αδιάφορο τελικά «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ» (American purgatorio) του Αμερικανού συγγραφέα (και άλλα πολλά), John Haskell, (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ.Σ.Ανδρεοπούλου, σελ.275). Ένα μυθιστόρημα αναζήτησης και περιπλάνησης. Αναζήτησης της Ανν αλλά και του εαυτού του αφηγητή- ήρωα του βιβλίου, Τζακ. Περιπλάνησης σε δρόμους, σε χωριά, σε κοινότητες ινδιάνων, σε κοινότητες εναλλακτικές, με ανθρώπους λίγο «αλλού», με ανθρώπους περιπλανώμενους σαν παλιούς προσκυνητές.

Ο Τζακ χάνει την Ανν ουσιαστικά μπροστά στα μάτια του. Γυρίζει σπίτι και πάνω στο γραφείο της, βρίσκει έναν χάρτη των Η.Π.Α. Όταν τον ξεδιπλώνει βλέπει κεντραρισμένη την Ν.Υόρκη και μια γραμμή με μαρκαδόρο που ενώνει την Ν.Υόρκη με το Λέξινγκτον,Κεντάκι που ήταν κλεισμένο σε κύκλο. Από εκεί υπάρχει μια γραμμή προς το Μπόουλντερ,Κολοράντο και μετά υπάρχει ένας κύκλος γύρω από το Σαν Ντιέγκο,Καλιφόρνια, από εκεί που καταγόταν η Ανν. Ο Τζακ παίρνει τον χάρτη, αγοράζει ένα μεταχειρισμένο Nissan Pulsar (καθόλου τυχαία η επιλογή του συγκεκριμένου αυτοκινήτου που κάνει τα δικά του στον δρόμο)και κατευθύνεται προς τις σημειωμένες πόλεις. Στο διάβα του θα συναντήσει διάφορους περίεργους τύπους, θα ξεμείνει από λεφτά, θα καπνίσει και θα πιεί ότι βρει μπροστά του, θα δει τον κόσμο με άλλο μάτι.

Τι συμβαίνει όμως με την Ανν; Είναι νεκρή; Η σκηνή στο βενζινάδικο επανέρχεται συνεχώς στην μνήμη του Τζακ διαφορετικά. Θυμάται λεπτομέρειες, υπήρχε πραγματικά ένα άλλο αυτοκίνητο που ήρθε πολύ κοντά και τους χτύπησε ή το φαντάζεται; Τι ακριβώς έγινε εκείνη την μοιραία στιγμή; Το ταξίδι του Τζακ τον βγάζει από το «comfort zone» του, από την άνεση και την βολή του, τώρα γίνεται πιό προσεκτικός, βλέπει πιό καθαρά ανθρώπους και συμπεριφορές και επιτέλους αρχίζει να σκέφτεται. Οι άνθρωποι που συναντάει είναι λογιών-λογιών. Περίεργα κορίτσια με μακριά ξανθά μαλλιά, διεστραμμένοι γέροι, υπερήλικες και ξεχασμένοι σε άλλη εποχή χίπις, ινδιάνοι ορίτζιναλ και fake.

Η αβεβαιότητα κυριαρχεί στο μυθιστόρημα του Χάσκελ. Αβεβαιότητα για όλα, για την σχέση του ήρωα με την Ανν, για το τι πραγματικά συνέβη στο βενζινάδικο, για την μεχρι τότε ζωή του. Όλα ανατρέπονται στην πορεία του Τζακ στις μεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α. Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 κεφάλαια που έχουν ως τίτλο το καθένα, ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα που σε πρώτη ανάγνωση είναι δύσκολο να κατανοήσεις επακριβώς τι ρόλο παίζουν στο μυθιστόρημα που παραμένει ερμητικά κλειστό και ομιχλώδες ακόμα και μετά το αρκετά ευρηματικό φινάλε του.

Ο Τζακ βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου και ο δρόμος του από την «Κόλαση» στον «Παράδεισο» περνάει μέσα από το «Καθαρτήριο», το ταξίδι στην ενδοχώρα των Η.Π.Α. που είναι και ο «τόπος» των θανάσιμων αμαρτημάτων. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική της Οδύσσειας του Ομήρου σε συνδυασμό με την τριλογία του Δάντη για να περιγράψει την περιπλάνηση του ήρωά του. Οι μονόλογοι του Τζακ όμως είναι κάποιες στιγμές αφόρητα κουραστικοί δοκιμάζοντας τα νεύρα του αναγνώστη, διότι καλή η πρόθεση και η ιδέα αλλά το πράγμα κουράζει τραβώντας σε μάκρος.

Ο Χάσκελ φαίνεται ένας ενδιαφέρων συγγραφέας που υιοθετεί το ζεν ύφος του Μουρακάμι ενώ η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος φέρνει στο νου ταινίες του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, λίγο cool, λίγο «βαθυστόχαστο-μη-μας-πούνε-και-επιφανειακούς» indie feeling. Μέσα στο βιβλίο (το μυαλό του ήρωα) ανακατεύονται ο Μπίλυ Μπαντ του Μέλβιλ, μιά ιστορία του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, απόηχοι από ποιήματα του Κητς – τα βάζουμε όλα στο μίξερ, ε όλο και κάτι θα βγει...Θα το έβλεπα άνετα στο σινεμά, υποθέτω ότι η αλληγορία του συγγραφέα θα λειτουργούσε καλύτερα εκεί, ως μυθιστόρημα δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει.
 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010 | Permalink
The child is father of the man
Αυτός ο στίχος «the child is father of the man» του Wordsworth μου ερχόταν στο μυαλό καθώς βυθιζόμουν στις σελίδες του τόσο γοητευτικού μυθιστορήματος «ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΠΙΑΝΩΝ» του νέου (γεν.1974) Πορτογάλλου συγγραφέα José Luís Peixoto (Εκδ. Ελληνικά γράμματα,μετάφρ. Α.Ψύλλια,σελ.372), μιά οικογενειακή saga δοσμένη με άκρως ποιητικό και λυρικό τρόπο.

Ο Πεϊσότο έκανε αίσθηση στην λογοτεχνική σκηνή της χώρας του με το μυθιστόρημα του «Nenhum olhar», με το οποίο απέσπασε το λογοτεχνικό βραβείο «Ζοζέ Σαραμάγκου» το 2001. Αυτό είναι το πέμπτο (ή έκτο,οι πληροφορίες είναι ασαφείς) μυθιστόρημά του και το πρώτο που εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ο συγραφέας είναι ποιητής, γράφει θεατρικά έργα και παίζει μουσική σε ροκ μπάντα. Όλα αυτά τα στοιχεία αναμιγνύονται στο «Νεκροταφείο πιάνων», όπου η γλώσσα είναι πολλές φορές ποιητική, η μουσική παίζει ρόλο στην πλοκή ενώ η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος έχει πολλά θεατρικά στοιχεία.

Το βιβλίο του Πεϊσότο είναι δύσκολο έως αδύνατο να περιγραφεί με λίγα λόγια. Είναι η ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας μέσα από τις αφηγήσεις δύο ή και τριών ανδρών, ενός πατέρα, ενός γιού ενώ ορισμένες φορές εμπλέκεται και η αφήγηση του εγγονού. Η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική ροή, οι αφηγήσεις εμπλέκονται, τα μπρος-πίσω στον χρόνο είναι συνεχή, σε μιά προσπάθεια (απόλυτα επιτυχημένη) του συγγραφέα να «ενώσει» κατά κάποιο τρόπο τις γενεές χρησιμοποιώντας τον κοινό τόπο απομόνωσης και απόλαυσης που είναι η αποθήκη του ξυλουργείου, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «νεκροταφείο πιάνων».

Ξεκινώντας από την αφήγηση του Πατέρα της οικογένειας που μόλις έχει αποβιώσει και νεκρός πλέον «γυρίζει πίσω τον χρόνο» στις μέρες της νιότης του, που θα μπορούσαν να είναι οι μέρες της νιότης του γιού του, του μικρότερου μέλους της τετραμελούς οικογένειας Λάζαρο και κυρίως μέσα από τα μάτια (και την αφήγηση) αυτού του γιού που αφήνει την τελευταία του πνοή στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών αγώνων της Στοκχόλμης παρακολουθούμε τον αγώνα αυτής της οικογένειας με τα καθημερινά της προβλήματα, τους έρωτες και τα προσωπικά δράματα του κάθε μέλους.

Η οικογένεια διατηρεί ένα ξυλουργείο που πάει από πατέρα σε γιό. Το ξυλουργείο ειδικεύεται στις επιδιορθώσεις πιάνων. Τα πιάνα συσσωρεύονται στην αποθήκη (το νεκροταφείο πιάνων) και τα εξαρτήματά τους χρησιμεύουν ως ανταλλακτικά για επιδιόρθωση πιάνων που έρχονται αντιμετωπίζοντας κάποιο πρόβλημα. Μέσα στην αποθήκη αυτή, που αποτελεί έναν ονειρικό χώρο, τα μέλη της οικογένειας ερωτεύονται, κάνουν σεξ για πρώτη φορά, κάνουν τις απιστίες τους, διαβάζουν, «ξεφεύγουν» από ενοχές, από την οικογενειακή βία, από τις ερωτικές απογοητεύσεις.

Τα πρόσωπα της πολυμελούς οικογένειας Λάζαρο αποκτούν την αυτονομία τους μέσα από τις αφηγήσεις των ανδρών. Η θεόρατη Μάρτα που αφήνεται να παχύνει σε σημείο να μη μπορεί πλέον να κουνηθεί, η ευαίσθητη Μαρία που διαβάζει μανιωδώς ιστορίες αγάπης, ο μονόφθαλμος Σιμάο, γιός – μαύρο πρόβατο της οικογένειας, αδελφός και θείος σε όλα τα στάδια της αφήγησης. Και τέλος ο Φρανσίσκο, ο μαραθωνοδρόμος που είναι το κεντρικό πρόσωπο (αν μπορεί κανείς να το πει αυτό..) της ιστορίας, ο Φρανσίσκο που ερωτεύεται, που μικρούλης τυφλώνει κατά λάθος τον αδελφό του Σιμάο, που μυείται στα μυστικά του νεκροταφείου πιάνων και που «σκάει» τρέχοντας στους δρόμους της Στοκχόλμης την ημέρα που γεννιέται ο γιός του που δεν θα του μιλήσει ποτέ κανείς για τον πατέρα του. Η γοητευτική ιστορία μιάς οικογένειας βιοπαλαιστών στο προάστειο της Μπενφίκα σε μια Λισαβόνα που αιωρείται έξω από χρονικά πλαίσια και συνισταμένες.

«...Από μικρός που ήμουν, τα αγόρια της ηλικίας μου σκέφτονταν τα παιχνίδια, δεν ήθελαν να βρέξει, κι εγώ πάντα, μ’ένα μαύρο βάρος στο στήθος. Για μια στιγμή η Μαρία να λέει κάτι αστείο, η μάνα μας χαρούμενη, εγώ χαρούμενος, κι αμέσως μετά, ή εκείνη την ίδια στιγμή, να σκέφτομαι το μαύρο βάρος: μολύβι: που δεν έφευγε ποτέ απ’το στήθος μου. Νά’ναι ίσως χειμώνας, νύχτα, κουζίνα, και η Μάρτα να μιλά απλώς για κάτι καλό. Ο πατέρας μας μέσα σε μια ικανοποιημένη σιωπή. Κι εγώ, σχεδόν καλά εκτός από το βάρος που ποτέ δεν έφευγε, που ήμουν βέβαιος πως ποτέ δεν θα έφευγε από το στήθος μου. Και ποτέ δεν έφυγε, ποτέ δεν θα φύγει εκείνο το σούρουπο, το φως ανάμεσα απ’τα κλαριά των ροδακινιών, ο αδερφός μου να έρχεται: Σιμάο, Σιμάο: κι εγώ να τον τυφλώνω για πάντα. Μετά από κείνη τη μέρα συνέβη μόνο δύο φορές. Εγώ ήμουν εννιά χρονών, εκείνος δεκαπέντε. Στο δωμάτιο, τσακωνόμασταν, εκείνος βαρέθηκε να με σπρώχνει, με πέταξε πάνω στο κρεβάτι και είπε: με τύφλωσες. Και δεν μπόρεσα τίποτα να του απαντήσω, δεν μπόρεσα να σηκωθώ και να τον βρίσω. Ήμουν δώδεκα χρονών, εκείνος δεκαοχτώ. Στο νεκροταφείο πιάνων, είχαμε μαλώσει για κάποιο λόγο και τον κατηγόρησα πως δεν ήθελε να δουλέψει, του είπα: είσαι ένα παράσιτο. Εκείνος έμεινε ακίνητος να με κοιτάζει, με το μάτι του σταθερό, φτιαγμένο από σίδερο, και είπε: με τύφλωσες. Με διαπέρασαν αυτές οι λέξεις που μου τις είπε μόνο δύο φορές, αλλά κάθε μέρα μετά από κείνο το απόγευμα, όταν ακόμη ήμουν μικρός, όταν η φωνή μου πια άλλαξε, όταν ο πατέρας μας άρχισε ν’αρρωσταίνει, όταν πέθανε, όταν γνώρισα τη γυναίκα μου, κατά τη διάρκεια και πριν και μετά από κάθε μαραθώνιο, καθώς επιδιόρθωνα ένα πιάνο, σε κάθε νότα του πιάνου που χτυπούσε ο χορδιστής, όταν έμαθα πως θ’αποκτούσα παιδί, καθώς αποκοιμιόμουν, καθώς ξυπνούσα, τώρα, ποτέ δεν ξεχνώ και, για να το θυμάμαι για πάντα, πάντα, έχω ένα μαύρο βάρος»

Μπερδεύεσαι στην αρχή, δεν ξέρεις τι διαβάζεις, ποιός αφηγείται, τι γίνεται, αλλά μετά τις πρώτες 50-60 σελίδες αφήνεσαι στην γραφή, στο υπέροχο στυλ, στην κομψότητα του ύφους και στην συναρπαστική καθημερινότητα της οικογένειας, στον λυρισμό και την αποστροφή, στον συναισθηματισμό και την σκληρότητα. Καθώς ο μαραθωνοδρόμος Φρανσίσκο «καταπίνει» τα χιλιόμετρα (ή μάλλον «τον καταπίνουν») παρασυρεσαι σε ένα απρόσμενα απολαυστικό και μοντέρνο βιβλίο που σε αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά. Ένας συγγραφέας εξαιρετικά ενδιαφέρων, δυναμικός και ουσιαστικός που με ανυπομονησία περιμένω να διαβάσω και άλλες δουλειές του.
 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2010 | Permalink
Τρέξε Φίνι, τρέξε...
Ο τόπος: Ένα εργοστάσιο / φυλακή / γκουλάγκ σε μιά no man’s land, μιά «έρημη χώρα», μιά γκρίζα γη καλά φυλαγμένη από την έρημο που την περιβάλλει και τους «δαίμονες» που είναι απ'έξω.
Ο χρόνος: Ακαθόριστος, κάπου στο μέλλον ή στο μακρινό παρελθόν...Μπορεί και στο σήμερα, μπορεί και στο ποτέ.
Τα πρόσωπα:
Η Φίνι, μιά νεαρή κοπέλα που ζει μέσα στο κάτεργο από μικρή. Δεν έχει βγει ποτέ έξω, δεν της επιτρέπεται να βγει. Που δουλεύει στους «τροχούς». Το ίδιο πράγμα, η ίδια κίνηση επαναλαμβόμενη μέχρι να τελειώσει η μέρα. Μετά φαγητό και ύπνος στους ομαδικούς κοιτώνες και ένα όνειρο. Να φύγει, να ελευθερωθεί.
Ο Γκον, ένας όμορφος και πανύψηλος νοσοκόμος. «Ήταν πολύ νέος και ελαφρώς καθυστερημένος. Είχε πρόβλημα στην ομιλία και χαμογελούσε διαρκώς. Το πάνω χείλος του ήταν παραμορφωμένο.» Ο Γκον που αγκαλιάζει,ο Γκον που χαμογελάει,ο χαζός Γκον που ανοίγει τα μεγάλα του χέρια και λέει:«Φφφ...Φίιιινι. Κοπέλα...Κοπέλα που σε λένε Φίνι

Αυτοί οι δύο ταλαίπωροι, είναι οι ήρωες της καινούργιας συγκλονιστικής νουβέλας του καλού μου φίλου Δημήτρη Μαμαλούκα, «ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΣΕ ΛΕΝΕ ΦΙΝΙ» (Εκδ.Α.Α.Λιβάνη, σελ.206), που μόλις κυκλοφόρησε. Ο Μαμαλούκας επιστρέφει με μιά «δυστοπία», ένα βιβλίο από τα καλύτερά του (προσωπικά το κατατάσσω αμέσως μετά τον «Μόστρα»), αλλά και συγχρόνως ίσως το πιό σκληρό και ανατριχιαστικό απ’όσα έχει γράψει. Με την μοναδική του ικανότητα να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας «βυθίζει» τον αναγνώστη σε μιά περιπέτεια με ξέφρενο ρυθμό, σε ένα ταξίδι στα βάθη της κόλασης, σε ένα εφιαλτικό και τελείως κινηματογραφικό μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Η Φίνι αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να επιβιώσει και σκέφτεται μόνο πως θα φύγει από κει μέσα. Ο μύθος λέει ότι μόνο ένας τα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το ορμητικό ποτάμι που είναι και το σύνορο της «Γκρίζας γης», αλλά προτού το διασχίσει τον πιάσανε και για να μην αποκαλύψει τον τρόπο απόδρασης τον τοποθέτησαν σε μια άλλη πτέρυγα. Η Φίνι μεγαλώνει με αυτό στο μυαλό της, την απόδραση, την έμμονη ιδέα της.
Αφού επιβιώνει από τον ομαδικό βιασμό και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο του κάτεργου, αναγκάζεται να γίνει ερωμένη της θηριώδους νοσοκόμας Μέκι, η οποία μετά την ανάρρωσή της, την κρατάει κοντά της τοποθετώντας την στο νεκροτομείο. Στο νοσοκομείο όμως, γνωρίζει τον Κοβάλσκι έναν ετοιμοθάνατο γέροντα ο οποίος της αποκαλύπτει ότι είναι εκείνος που έφτασε στο «παρά πέντε» να τα καταφέρει και της αποκαλύπτει το μυστικό της απόδρασης, την διαδρομή που θα πρέπει να ακολουθήσει. Όπως όμως της λέει, πρέπει να είναι δύο αυτοί που θα φύγουν. Ζευγάρι, ούτε ένας, ούτε τρεις, ώστε ο ένας να βοηθάει τον άλλον.

Διότι:
«Η γκρίζα γη είναι ταυτόχρονα και το τέλος κάθε ελπίδας για απόδραση. Όσο φτάνει το μάτι, δεν είναι τίποτ’άλλο παρά εκατοντάδες χιλιόμετρα άγονης και εντελώς αφιλόξενης γης, καλυμμένης εξολοκλήρου απο χοντρό χαλίκι κι απότομους αιχμηρούς βράχους. Όμως ακόμα και σ’αυτό το εχθρικό περιβάλλον υπάρχει ζωή. Η σκοτεινή πλευρά της γκρίζας γης. Αυτή που βασιλεύει μόλις πέσει το σκοτάδι.
Οι δαίμονες και τα θηρία δεν είναι άλλος ένας μύθος του κάτεργου. Μακάρι να ήταν. Αλλά ως και το χειμώνα, που είμαστε χωμένοι στους υπόγειους παγωμένους θαλάμους, ακούμε τα βαθιά ουρλιαχτά τους και το αίμα μας παγώνει.Αλίμονο, δεν μπορώ να τα περιγράψω,τοσο δυνατά και φριχτά είναι. Κι όπως για την εκεί χώρα, έτσι και γι’αυτά:όποιος τα είδε δεν έζησε για να τα περιγράψει. Οι δαίμονες δεν πλησιάζουν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της περιμέτρου. Μένουν στο σκοτάδι και ουρλιάζουν. Με το πρώτο φως της μέρας εξαφανίζονται όπως εμφανίστηκαν. Κανείς δεν ξέρει που φωλιάζουν, όμως όλοι ξέρουμε πια ότι όποιος βρεθεί τη νύχτα στην γκρίζα γη είναι χαμένος. Και τα ουρλιαχτά που βγάζει όταν τον πιάσουν τα θηρία είναι δέκα φορές πιο ανατριχιαστικά.»


Ο Κοβάλσκι της προτείνει τον Γκον. Μόνο εκείνος με το ύψος και την δύναμή του είναι ικανός να την βοηθήσει, να της βρει μπότες, φαγώσιμα και να την βγάλει εκτός κτιρίου. Πράγματι ο Γκον με την αγαθοσύνη που τον διακρίνει δεν είναι δύσκολο να πειστεί, πρώτα όμως πρέπει να «βγάλουν από τη μέση» το ανθρωπόμορφο τέρας, την Μέκι. Η Φίνι δεν θα διστάσει, ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει, διότι προέχει η σωτηρία της, ο σκοπός της ζωής της.

Η Φίνι και ο Γκον θα τα καταφέρουν και θα βγουν στην «γκρίζα γη». Ο δρόμος προς την λύτρωση, προς την ελευθερία θα είναι γεμάτος με εμπόδια και περιπέτειες. Δαίμονες εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς. Ο αγώνας τους θα τους φέρει πιό κοντά, η Φίνι θα αγαπήσει αυτόν τον χαζούλη που στέκεται δίπλα της, φροντίζοντάς την και σώζοντάς την σε πολλές στιγμές. Μετά την «γκρίζα γη» είναι το βουνό με τα πανύψηλα δέντρα του και κάπου εκεί είναι το ποτάμι και η ελευθερία. Όπως της έχει πει και ο Κοβάλσκι, «το ποτάμι δεν είναι πρόβλημα, όταν φτάσεις μέχρι εκεί θα το περάσεις», το θέμα είναι όμως να φτάσει διότι υπάρχουν και οι περιπολίες... Η ανατροπή του τέλους δίνει μια άλλη διάσταση στο μυθιστόρημα.

Υπαρξιακό θρίλερ, road novel, επιστημονική φαντασία, περιπέτεια καταδίωξης ή ακόμα και ευρηματικό βίντεο-γκέϊμ , όλα αυτά μπορεί να τα σκεφτεί κάποιος διαβάζοντας αυτήν την ευρηματική νουβέλα. Με εμφανείς επιρροές από τον Αμερικάνικο κινηματογράφο και την Αμερικάνικη λογοτεχνία περισσότερο τον Κόρμακ ΜακΚάρθυ (ως προς την ατμόσφαιρα του γκρίζου και την απελπισία του «Δρόμου» και τον εφιάλτη του «Ματωβαμμένου μεσημβρινού), παρά τον Στ.Κινγκ , ο Μαμαλούκας κατασκευάζει έναν εφιάλτη που άλλος αναγνώστης θα τον δει ως νοητικό κατασκεύασμα και άλλος θα παρασυρθεί από τον αγχώδη και φρενήρη ρυθμό της περιπέτειας και αργότερα θα αναλογιστεί τι πραγματικά βίωσε διαβάζοντας αυτό το γοητευτικά σκληρό μυθιστόρημα.

Η γλώσσα του Μαμαλούκα, κοφτή και ασθματική που χρησιμοποίησε αρκετές φορές σε παλαιότερα βιβλία του ο συγγραφέας, εδώ κυριαρχεί και ταιριάζει με τον ρυθμό του μυθιστορήματος.Η Φίνι είναι ένας χαρακτήρας που βγαίνει κατευθείαν από τους πίνακες των φουτουριστών ζωγράφων που τόσο αρέσουν στον συγγραφέα, ή από τους ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ του Τσάπλιν. Η ατμόσφαιρα είναι γκρίζα, σαν την «γκρίζα γη» και μουντή, το δε κάτεργο / εργοστάσιο φέρνει στο νου εικόνες από στρατόπεδα συγκέντρωσης και ότι άλλο βάλει ο νους σου. Δεν υπάρχει φως από πουθενά και αν στο βάθος του τούνελ τρεμοφέγγει κάτι, όσο το πλησιάζει η Φίνι τόσο απομακρύνεται. Απελπισία και πίκρα, αλλά και αναγνωστική απόλαυση με κάτι μάλλον ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο στην ελληνική λογοτεχνία από έναν συγγραφέα με εντελώς προσωπικό ύφος.
 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2010 | Permalink
Ατμοσφαιρικές ιστορίες
Ίσως και να είναι μιά καθαρά προσωπική εκτίμηση αλλά ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας John Banville σαν να «απελευθερώνεται» όταν χρησιμοποιεί το «προσωπείο» του Benjamin Black για να γράψει τις αστυνομικές του ιστορίες με φόντο το σκοτεινό και ομιχλώδες Δουβλίνο της δεκαετίας του 1950. Δεν λέω αν ο Μπλακ είναι καλύτερος ή χειρότερος του Μπάνβιλ (γελοίο ακούγεται όταν μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο αλλά προσπαθώ να τους δω ξεχωριστά! ). Είναι λιγότερο εσωστρεφής, η γραφή του είναι περισσότερο κατανοητή (μήπως θεωρεί-έστω και υποσυνείδητα ότι απευθύνεται σε διαφορετικό κοινό;), το στυλ είναι λίγο πιό «παιχνιδιάρικο» (όσο «παιχνιδιάρης» μπορεί να είναι ο Μπάνβιλ).

Με την δεύτερη ιστορία της σειράς με πρωταγωνιστή τον γιατρό-παθολόγο και ερασιτέχνη ντέτεκτιβ Κουίρκ, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ ΚΥΚΝΟΣ», (Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 312, μετάφρ.Μ.Φακίνου), ο Μπέντζαμιν Μπλακ (Τζων Μπάνβιλ) συνεχίζει την «περιδιάβασή» του στα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχοσύνθεσης του ήρωά του αλλά και των ανθρώπων που τον περιβάλλουν με φόντο την αγαπημένη του πόλη, τα σοκάκια της, την βροχή της και τις μυρωδιές της.

Η ιστορία αυτή, καθ’εαυτή είναι μιά σκέτη μπαναλιτέ. Ένα «συνοικιακό δράμα» όπου το γυμνό πτώμα μιάς γυναίκας ανασύρεται από τα βράχια της παραλίας. Η πνιγμένη λεγόταν Ντίρντρι αλλά χρησιμοποιούσε το όνομα Λόρα Σουάν λόγω του σαλονιού ομορφιάς που διατηρούσε,τον «Ασημένιο Κύκνο». Ο σύζυγος της, ο πλασιέ φαρμακευτικών ειδών Μπίλι ήταν συμμαθητής του Κουίρκ στο σχολείο και του ζητάει ως προσωπική χάρη, να μη γίνει νεκροψία στο πτώμα της συζύγου του και να θεωρηθεί τυχαίος πνιγμός αντί για αυτοκτονία που ήταν το πλέον προφανές – ας μη ξεχνάμε βρισκόμαστε στο σούπερ καθολικό Δουβλίνο των φίφτυς. Ο Κουίρκ όμως είναι ένας πολύ ιδιόμορφος άνθρωπος που δεν του αρέσουν τα «προφανή» και αρχίζει να σκαλίζει την ιστορία αφού στο πτώμα βλέπει μιά μικρή τρύπα από σύριγγα και στα πνευμόνια να μην υπάρχει νερό.

Συν τοις άλλοις, ο Κουίρκ ζει και το προσωπικό του δράμα και την αβάσταχτη μοναξιά του.Η γυναίκα του έχει πεθάνει, το ξεκαθάρισμα που επιχείρησε να κάνει με το παρελθόν στον «Διπλό θάνατο της Κριστίν Φολς» (το πρώτο βιβλίο της σειράς με ήρωα τον γιατρό) έχει συντελέσει στην πλήρη απομόνωσή του από ανθρώπους που θεωρούσε δικούς του, η δε κόρη του που πρόσφατα αναγνώρισε είναι αρκετά ώριμη για να ζει τη ζωή της και όταν μπαίνει στον δρόμο του συνεταίρου της Λόρας Σουάν, του Λέσλι Γουάιτ ενός ώριμου εραστή και απατεώνα και έλκεται από αυτόν, η ζωή της μπλέκεται με την περίεργη ιστορία της δήθεν αυτοκτονίας.

Η πορεία του Κουίρκ προς την επίλυση της ιστορίας δεν θα είναι εύκολη. Η ζωή της Λόρας Σουάν μόνο απλή δεν ήταν από την στιγμή που έμπλεξε με τον Δόκτορα Κρόιτς, έναν «εναλλακτικό» θεραπευτή μυστηριώδους καταγωγής, ο οποίος την συνέστησε στον γοητευτικό γκριζομάλλη Λέσλι Γουάιτ που θα γινόταν συνεταίρος της και όχι μόνο. Στην ιστορία εμπλέκεται και η σύζυγος του Γουάιτ και ο Μπίλι ο ακόμα πιό μπερδεμένος σύζυγος της Λόρας. Η αφήγηση του Μπ.Μπλακ έχει πολλές αναφορές στο παρελθόν, αρκετά μπρος-πίσω διότι κάπως πρέπει να συνδεθεί η ιστορία με το προηγούμενο μυθιστόρημα της σειράς ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης πως και γιατί έφτασε ο Κουίρκ σ’αυτό το ψυχολογικό στάδιο και τι ακριβώς συνέβη ώστε να αναγνωρίσει τώρα την κόρη του. Εξηγήσεις οι οποίες δίδονται επαρκώς στο μυθιστόρημα αλλά καλό θα ήταν όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει πρώτα τον «Διπλό θάνατο της Κριστίν Φολς» για να απολαύσει την ιστορία.

Ο Κουίρκ είναι ένας εκπληκτικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Η εσωτερική του πάλη, οι υπεκφυγές του, οι αδυναμίες του, η ευαισθησία του τον καθιστούν ακαταμάχητο λογοτεχνικό ήρωα. Όσο περισσότερο μπαίνει μέσα στην ιστορία που κάποια στιγμή γίνεται χαοτική και αρκετά kinky, νιώθεις ότι συμπάσχεις με αυτόν τον ασυνήθιστο χαρακτήρα. Το κυριότερο όμως προσόν του μυθιστορήματος είναι η εφιαλτική ατμόσφαιρα που καταφέρνει να συνθέσει ο συγγραφέας, στοιχείο που θαυμάσαμε στο πρώτο βιβλίο της σειράς και το οποίο είναι στα καλύτερά του στον «Ασημένιο Κύκνο».

Διαφορετική συγγραφέας η Δάφνη ντι Μωριέ και μάλλον υποτιμημένη (ίσως και λόγω της διακριτικότητάς της) η θέση της στην παγκόσμια λογοτεχνία. Δεν έχω διαβάσει κάτι δικό της που να μην αξίζει και να μη σε κάνει να θαυμάζεις το απαράμιλλο στυλ της. Έτσι και μ’αυτήν την μάλλον «αυθαίρετη» συλλογή διηγημάτων με τίτλο «ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ», (Εκδ.Μελάνι, μετάφρ. Γ.Αρβανίτη, σελ.367), η οποία δεν έχει κάποια ομοιογένεια και είναι απλά μιά συλλογή 4 ιστοριών από μάλλον διαφορετικές συλλογές διηγημάτων. Ξέρω ότι σίγουρα οι δύο από αυτές υπήρχαν στην Αγγλική έκδοση του «Don’t look now» («Η οδός του Μαρτυρίου» και «Η μεγάλη ανακάλυψη»), γενικά πάντως επειδή η συγγραφέας έγραψε πολλά διηγήματα υποθέτω ότι υπάρχουν (και θα υπάρξουν στο μέλλον) αρκετές διαφορετικές συλλογές διηγημάτων που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα.

Στην (εξαιρετική κατά τ’άλλα) έκδοση του Μελανιού, τα 4 διηγήματα που περιλαμβάνονται, είναι τα «Έρχεται κακοκαιρία» (που δίνει και τον τίτλο της συλλογής) μιά ιστορία ενός μοναχικού καθηγητή που στις διακοπές του στην Κρήτη βρίσκεται μπροστά σε μιά υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Είναι μια ιστορία με υπέροχη ατμόσφαιρα, αρκετά υποβλητική, όπου από στιγμή σε στιγμή περιμένεις να συμβεί κάτι φοβερά δραματικό που έρχεται σε αντίθεση με το γαλήνιο και γαλάζιο τοπίο του κόλπου του Μιραμπέλο και την ειδυλλιακή θέση του ξενοδοχείου.

Το δεύτερο διήγημα έχει τίτλο «Μιά ακραία περίπτωση» και είναι ίσως το γοητευτικότερο της συλλογής. Μιά νεαρή και ανεξάρτητη ηθοποιός μετά τον θάνατο του πατέρα της αποφασίζει να μάθει περισσότερα για έναν φίλο του που χάθηκε ξαφνικά από την ζωή της οικογένειας και ζει απομονωμένος στην Ιρλανδία. Οι εκπλήξεις μπροστά στις οποίες θα βρεθεί και η κατάληξη της ιστορίας θα της αλλάξουν τη ζωή. Μιά ιστορία γεμάτη χιούμορ και ανατροπές, όπου ο φόβος εναλλάσσεται με το χιούμορ και όπου οι κωμικές στιγμές μπερδεύονται με τις αποφάσεις ζωής που καλούμαστε να πάρουμε.

«Ο δρόμος του μαρτυρίου» είναι το πιο αντιπροσωπευτικό διήγημα του ύφους της μεγάλης συγγραφέως και μια πολύ δυνατή ιστορία. Μια ομάδα τουριστών - περιηγητών επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και μέσα από τουριστικές περιηγήσεις στην ιερή πόλη ή και μέσα από έναν «αθώο» βραδινό περίπατο στον «Δρόμο του Μαρτυρίου» βγαίνουν στην επιφάνεια πάθη, φοβίες, συμβαίνουν ατυχήματα άλλα χιουμοριστικά και άλλα παρ’ολίγο τραγικά. Μετά από αυτήν την εκδρομή τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στη ζωή όλων, από τον πανέξυπνο εννιάχρονο μέχρι την ωραιοπαθή γιαγιά του που χάνει την μασέλα της μέσα στο πλήθος.

Το τελευταίο διήγημα με τίτλο «Η μεγάλη ανακάλυψη» είναι ίσως το πιο φιλόδοξο αλλά μάλλον και το πιο άτυχο της συλλογής. Είναι μια ιστορία σε ύφος Επιστημονικής Φαντασίας της δεκαετίας του 60, το οποίο όμως παρά την καλή αρχική του ιδέα δεν ολοκληρώνεται και μένει μετέωρο αφήνοντας μια πικρή γεύση απογοήτευσης στον αναγνώστη. Ένας ψιλοσαλεμένος επιστήμονας προσπαθεί να ελέγξει τις νοητικές ικανότητες με ένα μηχάνημα (πρόδρομο των σημερινών ηλεκτρονικών υπολογιστών) που έχει εφεύρει. Οι προσπάθειες του θα φέρουν στην επιφάνεια μεταφυσικά ερωτήματα και επιπτώσεις που είναι αδύνατον να ελεγχθούν.

Οι ιστορίες της Daphne Du Maurier χαρακτηρίζονται από το υπαινικτικό ύφος, την έλλειψη εντάσεων, την χαλαρή αφήγηση που είναι γεμάτη χιούμορ και την δημιουργία μιάς ιδιαίτερης ατμόσφαιρας όπου λες και όλα βρίσκονται πίσω από μια κουρτίνα, που τραβιέται σιγά-σιγά αποκαλύπτοντάς μας τι κρύβεται από πίσω. Είναι σαν τον καθρέφτη της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Το τι μπορεί να υπάρχει κρυμμένο στο υποσυνείδητο είναι αυτό που απασχολεί την συγγραφέα και η μαγεία της ανακάλυψης του μυστικού ή των πραγμάτων που έχουμε βαθιά καταχωνιάσει μέσα μας. Μιά πολύ μεγάλη δημιουργός που πολλές από τις ιστορίες της και τα μυθιστορήματά της γνώρισαν (και υποθέτω ότι θα γνωρίσουν και στο μέλλον) κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές μεταφορές γιατί η ατμόσφαιρα του φόβου και της προσμονής που καλλιεργείται σε κάνει να θέλεις να «χωθείς» όλο και περισσότερα μέσα σ’αυτές.
 
Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2010 | Permalink
Αρχή με McGregor - ανακάλυψη της τελευταίας στιγμής του 2009
Καλή χρονιά με υγεία και ευτυχία γιά όλους. Η βιβλιοφιλική περιήγηση για το 2010 ξεκινάει σήμερα με την παρουσίαση 2 εξαιρετικών μυθιστορημάτων που διάβασα τις τελευταίες ημέρες του προηγούμενου χρόνου. Και τα δύο ανήκουν σε έναν νεότατο Βρετανό συγγραφέα, τον Jon McGregor ( γεν.το 1976) που με κατέπληξε με την ποιότητα της γραφής του και είμαι σίγουρος οτι θα ασχοληθώ ξανά μαζί του στο μέλλον. Ας τα πάρουμε όμως, από την αρχή.

Ο JON McGREGOR είναι ένας συγγραφέας που εντυπωσίασε με το γοητευτικό πρωτόλειο μυθιστόρημά του «ΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (IF NOBODY SPEAKS OF REMARKABLE THINGS)», (Εκδ.Άγρα, μετάφρ.Α.Δημητριάδου,σελ.310), το οποίο εκδόθηκε το 2002 στην Βρετανία και απέσπασε διάφορα βραβεία ενώ ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker, ενώ καθιερώθηκε με το δεύτερο, τελείως διαφορετικό βιβλίο του που εκδόθηκε το 2006 στην Βρετανία, το υπέροχο, «ΤΟΣΟΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΙΑ ΑΡΧΗ (SO MANY WAYS TO BEGIN)», (Εκδ.Άγρα,μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ.424), υποψήφιο και αυτό για το Booker εκείνης της χρονιάς (2006).

Το «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα», θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον Τζέημς Τζόυς ή και την Βιρτζίνια Γουλφ. Είναι ένα ποιητικό μυθιστόρημα που εμπνέεται από τον Οδυσσέα και την Κα Νταλογουέι αφού αναπαριστά ένα 24ωρο από την ζωή των κατοίκων ενός δρόμου, σε μιά Αγγλική πόλη, την τελευταία ημέρα του καλοκαιριού του 97. Την ημέρα αυτή, στον απρόσωπο αυτό δρόμο έγινε ένα τραγικό συμβάν που έμεινε χαραγμένο σε όσους ήταν παρόντες εκείνη τη στιγμή, με το οποίο όμως δεν ασχολήθηκε καμμία εφημερίδα, δεν απασχόλησε κανένα κανάλι. Ήταν ένα γεγονός σαν τα δεκάδες που συμβαίνουν κάθε μέρα σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Το βιβλίο έχει μιά αργή και σχεδόν «υπνωτιστική» εξέλιξη. Περιγράφει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο σε μιά πολυεπίπεδη αφήγηση την καθημερινότητα των ανώνυμων κατοίκων του δρόμου. Από τα παιδάκια που παίζουν στον δρόμο, τον τύπο που προσπαθεί να βάψει, στο ζευγάρι που κάνει έρωτα, στον νεαρό που φωτογραφίζει τους πάντες και τα πάντα, στους νεαρούς που μετά το ξενύχτι παρακολουθούν μισοκοιμισμένοι την κίνηση του δρόμου μέχρι την κοπέλα που τα αφηγείται όλα αυτά μερικά χρόνια αργότερα. Μετανάστες, σκίνχεντς, ένα ζευγάρι που είναι μαζί 60 χρόνια, γυναίκες που βάζουν μπουγάδα. Η απεικόνιση της καθημερινότητας όπως ένας πίνακας ή όπως ένα ποίημα, σε ένα μυθιστόρημα γραμμένο με τον τρόπο που άλλαξε την παγκόσμια λογοτεχνία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Πως γίνεται ένα μυθιστόρημα σε «αργή κίνηση» να είναι τόσο συναρπαστικό, δεν ξέρω. Υποθέτω ότι αυτό οφείλεται στην απαράμιλλη ικανότητα του συγγραφέα, στην γλώσσα του, στο στύλ του. Είναι μιά αναγνωστική εμπειρία, που σου αφήνει κάποια κενά στην ιστορία αλλά στο τέλος δεν σε νοιάζει γιατί έχεις μαγευτεί από την ευαισθησία και την δύναμη της γραφής.

«...Η σιωπή δεν βάστηξε πολύ, ο κόσμος χύμησε στον δρόμο φωνάζοντας, άνοιξε διάπλατα πόρτες και παράθυρα.
Μιά γυναίκα ήρθε τρέχοντας από πιό κάτω, σταμάτησε στα μισά, έκανε μεταβολή, χειρονομώντας, τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της.
Ο άντρας πάνω στη σκάλα έκανε ένα τηλεφώνημα από το κινητό πριν κατέβει αφήνοντας το τελευταίο παντζούρι μισοβαμμένο.
Άνθρωποι που δεν τους είχα ξαναδεί έβγαιναν από τα σπίτια τους πήγαιναν να δουν.
Όμως εγώ και η άλλη κοπέλα, η Σάρα, δεν σαλέψαμε από τη θέση μας, κοιτούσαμε με το στόμα ανοιχτό.
Αν ήμασταν πιό κοντά ή πιό μικρές, δεν αποκλείεται να είχαμε πιαστεί χέρι χέρι, σφιχτά, αλλά δεν πιαστήκαμε.
Μου φαίνεται ότι έπιασε την μπίρα της κι ήπιε λίγη ακόμη, μου φαίνεται ότι ήπια κι εγώ.
Δεν μπορώ να θυμηθώ, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κοιτάζαμε μέσα από το παραπέτασμα των ποδιών, προσπαθώντας να δούμε τι γινόταν.

Ύστερα από λίγα λεπτά ο θόρυβος στο δρόμο σαν να καταλάγιασε.
Ο ανθρώπινος κόμπος χαλάρωσε,κάνανε στην άκρη.
Ο κόσμος κοίταζε κατά τον κεντρικό δρόμο,κοίταζε το ρολόι του περίμενε.
Θυμάμαι πως πρόσεξα ότι από πέντε-έξι παράθυρα του δρόμου ακουγόταν ακόμη μουσική, μετά πρόσεξα ότι τα τραγούδια ένα ένα σώπαιναν, σαν τα φώτα που σβήνουν στο τέλος της Οικογένειας Ουώλτονς.
Θυμάμαι πως μύριζε κάτι καμένο και είδα ότι τα αγόρια απέναντι είχαν αφήσει το κρέας στη σχάρα.
Έβλεπα τις πρώτες σπείρες του καπνού να παίρνουν τον ανήφορο.
Έβλεπα πρόσωπα στα παράθυρα.
Έβλεπα τον κόσμο να σηκώνει τα μάτια, να κοιτάζει τη μοναδική πόρτα που ήταν ακόμη κλειστή.
Περιμένοντας ν’ανοίξει, ελπίζοντας να μην.»



Το δεύτερο μυθιστόρημα του McGregor με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή», είναι ένα διαφορετικό μυθιστόρημα. Λες και γράφτηκε από άλλον συγγραφέα, εδώ δεν απεικονίζεται η ημέρα, η στιγμή αλλά έχουμε ένα μυθιστόρημα αυτογνωσίας και μαθητείας. Μιά αναζήτηση ταυτότητας, ουσιαστικής και τυπικής, έναν αγώνα συναισθηματικής επιβίωσης που ξεκινάει από την μεταπολεμική Αγγλία για να έρθει στις μέρες μας.

Ο Ντέηβιντ ήταν ένα παράξενο και μονήρες παιδί. Από μικρός έκανε συλλογή μικροαντικειμένων, και το όνειρό του ήταν να φτιάξει το δικό του μουσείο. Στις προσπάθειες του αυτές συνετέλεσε και η διαμονή του στο Κόβεντρυ της Αγγλίας. Μιά πόλη που βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τις Δυνάμεις του Άξονα και σχεδόν ξαναχτίστηκε από την αρχή. Ενθύμια υπάρχουν παντού ακόμα και στην αυλή του σπιτιού που αγόρασαν, από αυτά τα συγκροτήματα που χτίζονταν να στεγάσουν εργάτες που δούλευαν στην ανοικοδόμηση της πόλης,υλικό άφθονο.
Ο Ντέηβιντ πιάνει δουλειά στο μουσείο ως βοηθός Εφόρου αλλά μιά μέρα από ένα τυχαίο γεγονός μαθαίνει ότι δεν είναι παιδί των γονιών του. Μαθαίνει ότι γεννήθηκε στο Λονδίνο από μιά Ιρλανδή μικρή κοπέλα που δούλευε σε ένα πλουσιόσπιτο. Ήταν γόνος μιάς ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και προκειμένουν να εγκαταλειφθεί σε κάποιο ίδρυμα, υιοθετήθηκε από την «μητέρα» του που δούλευε ως νοσοκόμα στο μαιευτήριο. Παθαίνει σοκ και αρχίζει να ψάχνει το παρελθόν του χωρίς επιτυχία. Στο μεσοδιάστημα σε ένα επαγγελματικό του ταξίδι στο Αμπερντήν, στο απώτατο άκρο της Σκωτίας, γνωρίζει την Έληνορ μιά μαθήτρια (τότε) του σχολείου που ονειρεύεται να σπουδάσει γεωλόγος και να φύγει από την πόλη της. Παντρεύονται στα βιαστικά και αρχίζουν την κοινή τους ζωή στο Κόβεντρυ όπου παρά τις προσπάθειές της, η Έληνορ δεν καταφέρνει να γραφτεί στο εκεί Πανεπιστήμιο που ήταν τότε στα σπάργανα. Ο γάμος τους αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα που τα επιτείνουν η κατάθλιψη της Έληνορ και η εμμονή του Ντέηβιντ να βρει την πραγματική του μητέρα που αποβαίνει εις βάρος της επαγγελματικής του ανέλλιξης.

Ένα μυθιστόρημα που μιλάει για καθημερινές απλές καταστάσεις, αλλά με ένα απαράμιλλο στυλ. Το λυρικό ύφος και η ευαίσθητη ματιά του ΜακΓκρέγκορ μετατρέπουν μιά απλή ιστορία σε ένα αριστούργημα. Η ενδο-οικογενειακή βία που ζούσε η Έληνορ να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ηρεμία που της προσφέρει ο Ντέηβιντ και εκείνη να πέφτει σε κατάθλιψη που ούτε η γέννηση της κόρης τους αποτρέπει. Οι σχέσεις του Ντέηβιντ με την «μητέρα» του και η αναζήτηση της βιολογικής του μητέρας που με την βοήθεια της τεχνολογίας βρίσκει ένα διέξοδο. Η πολιτικοοικονομική κατάσταση στο απρόσωπο και βιομηχανοποιημένο Κόβεντρυ, το επαγγελματικό «άδειασμα» του Ντέηβιντ, περνάνε μέσα από το πρίσμα της καθημερινότητας με ηρεμία και σοφία που κανονικά συναντάς σε μεγαλύτερους ηλικιακά συγγραφείς.

Εξαιρετικά δομημένο το βιβλίο μας πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο με το κάθε κεφάλαιο να έχει ως επικεφαλίδα τα αντικείμενα που μαζεύει ο Ντέηβιντ, (Σελίδα κομμένη από την Aberdeen Press & Journal, τσαλακωμένη, Αύγουστος 1968, ή, Δύο τηλεγραφήματα, Νοέμβριος 1939 και Απρίλιος 1940, ή, Ταμπακιέρα κατάλληλη για να φυλάς κουμπιά, χάντρες, παραμάνες, δεκαετία του 1960) κρατώντας τον αναγνώστη σε μιά συνεχή αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω, ενώ η ευφυέστατη ανατροπή του τέλους μας επισημαίνει ότι καλό θα είναι να μην εμπιστεύεται κανείς τυφλά όλες τις πηγές πληροφοριών.

Και τα 2 μυθιστορήματα ευτύχησαν να μεταφραστούν στα Ελληνικά από την πάντα ικανότατη κα Α.Δημητριάδου που έγραψε και ένα έξοχο επίμετρο στο «Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα». Περισσότερες πληροφορίες (βιογραφικό κλπ.) για τον συγγραφέα μπορούμε να βρούμε στην (κατατοπιστικότατη) ιστοσελίδα του με απόψεις και κριτικές για το έργο του καθώς και πληροφορίες για το επερχόμενο μυθιστόρημα του «Even the dogs».