Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2014 | Permalink
2 σπαρακτικά βιβλία - μαθήματα αγάπης...
Συνήθως τα βιβλία που περιγράφουν προσωπικές οικογενειακές καταστάσεις φέρνουν τον αναγνώστη τους σε αμήχανη θέση. Διαβάζοντας μια βιογραφία ή αυτοβιογραφία πολλές φορές νιώθεις να εισβάλλεις σε προσωπικά πεδία, να "κοιτάς από μια κλειδαρότρυπα". Θέλει λεπτό χειρισμό από την πλευρά του συγγραφέα να μπορέσει να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες, έτσι ώστε να μπορέσει από τη μια να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και από την άλλη να μπορέσει να περιγράψει όσο γίνεται πιο αποστασιοποιημένα οδυνηρές (εν πολλοίς) καταστάσεις. Την θαυμαστή αυτή ισορροπία την πετυχαίνουν δύο σπαρακτικά βιβλία που κυκλοφόρησαν την προηγούμενη χρονιά από συγγραφείς εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους οι οποίοι όμως βίωσαν (ο καθένας από την πλευρά του) μια τραγική οικογενειακή ιστορία.

Με το υπέροχο "Η ΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ" (Εκδ.Πόλις, σελ.69), ο επί πολλά χρόνια διευθυντής της Νέας Εστίας, νομικός και φιλόσοφος Σταύρος Ζουμπουλάκης (Λακωνία, 1953) εξιστορεί την δύσκολη ζωή της αδερφής του Γιούλας η οποία πάλεψε επί δεκαετίες με την επιληψία για να πεθάνει το καλοκαίρι του 2012 από καρκίνο στα εξήντα της χρόνια, ενώ στο θαυμάσιο "ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ" (Εκδόσεις Πατάκη, σελ.252), ο πολύ νεότερός του (αλλά εμφανώς περισσότερο εξωστρεφής) συγγραφέας και μεταφραστής Αύγουστος Κορτώ (Θεσ/νίκη, 1979) περιγράφει με εντελώς διαφορετικό τρόπο την ζωή της μητέρας του η οποία υπέφερε από μανιοκατάθλιψη και αυτοκτόνησε πριν από 12 χρόνια,  λίγο προτού κλείσει τα 50 της χρόνια. Ο ένας (ο Ζουμπουλάκης) προσεγγίζει το θέμα από φιλοσοφική πλευρά, ο άλλος (ο Α.Κορτώ) το προσεγγίζει από λογοτεχνική πλευρά, το αποτέλεσμα δικαιώνει (αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη) και τους δύο - κερδισμένος στο τέλος ο αναγνώστης που απολαμβάνει δύο προσωπικά (πιο πολύ δεν γίνεται) κείμενα.

Ο Ζουμπουλάκης στο βιβλίο του (το οποίο διαβάζεται απνευστί), κινείται σε δύο επίπεδα, από τη μια εκείνος και πως βιώνει την οδυνηρή ασθένεια του ανθρώπου που αγαπούσε (και στα παιδικά του χρόνια θαύμαζε) περισσότερο από κάθε άλλον, και από την άλλη εκείνη, η Γιούλα και πως προσπαθούσε να ζήσει όσο "φυσιολογικότερα" μπορούσε μέσα σε μια οικογένεια που προσπαθούσε να κρύψει το πρόβλημα (ο δε ιερωμένος πατέρας τους, αρνείτο να παραδεχθεί την αλήθεια) μέχρι κάποια στιγμή.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ της ιστορίας της αδερφής του, τα βασανισμένα της χρόνια, τις κρίσεις της, τις σχέσεις της και τελικά τον θάνατό της και των υπαρξιακών, φιλοσοφικών και θεολογικών του αναζητήσεων και προβληματισμών. Εξ'αρχής τίθεται το ερώτημα μέσα του, περί "καλοσύνης" (ή "σκληρότητας") του Θεού, για την δύναμη της πίστης, για τον πόνο, την συγχώρεση και τελικά την απώλεια. Απορρίπτει τον λαϊκισμό που έχει κυριαρχήσει στην θρησκεία και την αφόρητη τυπολατρία. Οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις τον οδηγούν στην ευαισθησία και τους προβληματισμούς που αναπτύσσει στα κείμενά της η Σιμόν Βέιλ και στην υπαρξιακή ματιά του Καμύ, ενώ στο βιβλίο υπάρχουν πολλές αναφορές σε φιλοσόφους και κείμενα.

"Την αρρώστια της αδερφής μου δεν είχα άλλον τρόπο να τη συζητήσω με τον εαυτό μου, να αναμετρηθώ μαζί της, να την κατανοήσω, να την εξημερώσω, παρά μόνο με τη χριστιανική διδασκαλία και πίστη. Αυτή ήταν η πατρική κληρονομιά, αυτός ήταν ο κόσμος μου. Το ερώτημα ήταν βέβαια ένα: πως γίνεται ο Θεός της αγάπης, ο Θεός που απαιτεί την αγάπη, να δείχνει τόση σκληρότητα στην αδερφή μου. Το ερώτημα ήταν δραματικά συγκεκριμένο, η σκληρότητα του Θεού απέναντι στην αθώα και αγαπημένη μου αδερφή, αλλά περιείχε μέσα του τη γενίκευση. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχω αλλάξει άποψη. Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό: η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού. Όλα τα άλλα είναι διανοητικές περιέργειες. Πως να απαντήσει  όμως στο ερώτημα αυτό ένα παιδί δεκαπέντε-δεκάξι χρονών, που λατρεύει την αδερφή του; Ζητούσα λοιπόν καθημερινά και επίμονα το θαύμα. Ήθελα να'ρθει η στιγμή που θα τα αλλάξει όλα, εκζητούσα εκείνο το ευθέως, το παραχρήμα του θαύματος, που διάβαζα στα Ευαγγέλια. Γιατί όχι και στην αδερφή μου; Ήθελα να γίνει και στην πραγματικότητα αυτό που τόσο συχνά έβλεπα στα όνειρά μου, ότι η Γιούλα ήταν τελείως καλά και γελούσαμε."

"Η αδερφή μου", αυτό το μικρό και λιτό βιβλιαράκι είναι ένα θεραπευτικό αφήγημα όχι μόνο για όποιον βίωσε στην οικογένειά του παρόμοιες καταστάσεις αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, αφού είναι από αυτά τα βιβλία με τα οποία νιώθεις ψυχική γαλήνη και ανάταση, κλείνοντας τις σελίδες του νιώθεις την ανάγκη να ξαναγυρίσεις σ'αυτές, να ξαναδιαβάσεις τα κομμάτια που σου έκαναν εντύπωση, να προβληματισθείς και να σκεφθείς.

Δεν διαφέρουν πολύ τα συναισθήματα που σου προκαλεί η ανάγνωση του τόσο τρυφερού "μυθιστορήματος" του Αύγουστου Κορτώ. "Το βιβλίο της Κατερίνας". Ο τρόπος γραφής και το ύφος όμως είναι διαφορετικά, περισσότερο άμεσα και σκληρά που όμως ο αυτοσαρκασμός και το (άφθαστο) χιούμορ του Κορτώ δίνουν τις απαραίτητες ανάσες στο κείμενο.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση (ένα λογοτεχνικό εύρημα, όπου ο αφηγητής είναι η νεκρή πλέον Κατερίνα), δίνουν τον τόνο της οικογενειακής τραγωδίας, καθώς ο συγγραφέας πιάνει την ιστορία από την αρχή, ξεδιπλώνει τα καλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα, την κληρονομικότητα της σχιζοφρένειας και με τη φωνή της  μητέρας του ξετυλίγει το κουβάρι όχι μόνο του κοινού τους βίου αλλά και της ζωής της γενικότερα. Περιστατικά σκληρά (ορισμένα θα μπορούσες να τα πείς απάνθρωπα) διαδέχονται σκηνές κωμικές, διότι ο Κορτώ πολύ εύστοχα αποφορτίζει την (διάχυτη) συγκίνηση με αυτόν τον πολύ άμεσο, προφορικό λόγο που χαρακτηρίζει τα κείμενά του, είτε μυθιστορήματα είναι αυτά, είτε χρονογραφήματα.

«Αυτό το βιβλίο δεν έχει σκοπό να πληγώσει κανέναν, εκτός απ’αυτούς που θα το διαβάσουν.
Αυτό το βιβλίο, θα πούν, είναι γεμάτο ψέματα· κακοήθειες, ανακρίβειες, παραχάραξη της οικογενειακής μας ιστορίας από ένα μυαλό χολωμένο κι άρρωστο, που γυρεύει εκδίκηση για τον θάνατο που μόνο του επέλεξε.
Ωστόσο εμένα αυτή είναι η αλήθειά μου, κι από κεί και πέρα, ο καθείς ας διαλέξει τη λήθη που του ταιριάζει, που τον ανακουφίζει·  έτσι είναι, αν έτσι νομίζουνε.
Αυτό το βιβλίο με διαλύει.
Αυτό το βιβλίο έχει σκοπό να με διαλύσει, να με κάνει κομμάτια.
Μέσα στα κομμάτια μου είμαι.»

Η σκιά της μητέρας, η περσόνα της που «εμφανιζόταν» σε πολλά από τα μυθιστορήματα του Κορτώ, εμφανίζεται εδώ ως ηρωίδα νεοελληνικής τραγωδίας, «αιχμαλωτίζοντας» τον αναγνώστη ο οποίος μπαίνει κυριολεκτικά μέσα στο διαταραγμένο μυαλό της (λογοτεχνικά εμβληματικής αυτής) ηρωίδας. Το πένθος κυριεύει το βιβλίο και μόνο με τον αυτοσαρκασμό που χαρακτηρίζει τον λόγο του συγγραφέα και τα εμβόλιμα κεφάλαια της οικογενειακής πινακοθήκης κωμικοτραγικών χαρακτήρων παίρνεις ανάσες.


Το «Βιβλίο της Κατερίνας» είναι ένα βιβλίο το οποίο εμπεριέχει όλη την συγγραφική πορεία του Α.Κορτώ. Βιβλίο «αγαπησιάρικο» και τρυφερό, ψυχοφθόρο και ιαματικό μαζί. Είναι μυθιστόρημα μαθητείας, βιογραφία, αυτοβιογραφία, σπάραγμα και ψυχοθεραπεία, σίγουρα το καλύτερο βιβλίο του συγγραφέα. Νιώθεις ότι το (πλούσιο και χειμαρρώδες) συγγραφικό του ταλέντο ωριμάζει και είναι έτοιμο πλέον για μια νέα πορεία, αφήνοντας πίσω τις εμμονές και τις «χειροπέδες» του παρελθόντος. Μετά από 18 βιβλία (μια απίστευτη παραγωγικότητα) και ακόμα σε νεαρή ηλικία, ο Αύγουστος Κορτώ, ωριμότερος και πιο αληθινός από ποτέ, παραδίδει ένα έργο που δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν.


 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 24, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 24, 2014 | Permalink
Κόρσακοφ
Όταν η μνήμη αρχίζει να σ’εγκαταλείπει ή να απουσιάζει εντελώς πρέπει να δημιουργήσεις τις αναμνήσεις σου. Τι είναι αλήθεια από αυτά που θυμάσαι και τι τεχνητό δημιούργημα; Με αυτό το ερώτημα να αιωρείται συνεχώς και αδιαλείπτως, ξεκινάει και ολοκληρώνεται η ανάγνωση του υπέροχου ατμοσφαιρικού μυθιστορήματος «ΚΟΡΣΑΚΟΦ», του Γάλλου συγγραφέα και δημοσιογράφου Eric Fottorino (Νίκαια,1960), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Στ.Καββάλου, σελ.457), του οποίου το γοητευτικό «Κινηματογραφικά φιλιά» είχε προκαλέσει αίσθηση όταν είχε εκδοθεί στη χώρα μας πριν από μερικά χρόνια.

«…Το σύνδρομο Κόρσακοφ είναι το Αλτσχάιμερ των νέων. Με μια μεγάλη ωστόσο διαφορά…Ένας εγκέφαλος που πάσχει από Αλτσχάιμερ δεν είναι πλέον σε θέση να αναπτύξει το παραμικρό σενάριο ζωής και βιογραφίας. Ο άρρωστος βυθίζεται περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα, είναι ένα ναυάγιο της μνήμης, ενώ καταποντίζονται και όλα του τα σημεία αναφοράς. Στην περίπτωση του Κόρσακοφ, ο άρρωστος είναι ακόμα πολύ υγιής, με τους νευρώνες στο φόρτε τους. Τις αναμνήσεις που η αρρώστια κατατρώει, η φαντασία τις αντικαθιστά με ιστορίες αληθοφανείς, αλλά καθαρά επινοημένες…
Συγκρατήστε τα εξής: ένας εγκέφαλος που πάσχει από Κόρσακοφ επινοεί μια ονειρεμένη ζωή. Τα κενά της μνήμης, η μάλλον τα βάραθρα της μνήμης, τα καλύπτει σύμφωνα με τη φαντασία του, με έναν ορθολογισμό ωστόσο που κάνει τη διαφορά.»

Το βιβλίο χωρίζεται σε 3 περιόδους. Στην πρώτη που φέρει τον τίτλο: «Μια Γαλλική οικογένεια», ο ήρωας και αφηγητής Φρανσουά είναι το παιδί μιας «ξεπέτας», μιας τυχαίας σχέσης ενός Μαιευτήρα και μιας 16άχρονης. Ο πατέρας του εβραϊκής καταγωγής από το Μαρόκο με το περίεργο επίθετο Μαμάς (!!) εξαφανίστηκε, διωγμένος από την θρησκόληπτη μητέρα της νεαρής και επιπόλαιας Λίνας που φέρνει στον κόσμο ένα χαριτωμένο αγοράκι δίνοντάς του το επίθετο της οικογένειάς της, Αρντανουί. Ο Φρανσουά μεγαλώνει στο Μπορντώ, σε μια δυσλειτουργική μικροαστική οικογένεια, σε ένα διαμέρισμα με τη γιαγιά του που διοικεί και ανακατεύεται παντού, την μάνα του που είναι σαν αδερφή του, τον ομοφυλόφιλο θείο του που κάποια στιγμή αυτοκτονεί. Οι έντονες τάσεις φυγής του και η συνεχής αναζήτηση του πατέρα που τον φαντάζεται σε φωτογραφίες και σε πρόσωπα αγνώστων σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες ζωής τον υποχρεώνουν να ωριμάσει γρήγορα. Κάποια στιγμή η Λίνα ερωτεύεται τον Μαρσέλ Σινιορέλλι και ο μικρός Φρανσουά με την μητέρα του θα μετακομίσουν στο σπίτι του νέου της εραστή, ο οποίος (σε αντίθεση με τους προηγούμενους άντρες που πέρασαν από τη ζωή της), την παντρεύεται και ο Φρανσουά επιτέλους αποκτάει έναν πατέρα και μια καινούργια ταυτότητα, πλέον λέγεται Φρανσουά Σινιορέλλι.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, εκτυλίσσεται 30 περίπου χρόνια αργότερα στο Παλέρμο της Ιταλίας με τίτλο «Ένας σολομός στο Παλέρμο». Εδώ, η αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη,  και ο Φρανσουά Σινιορέλλι είναι ένας διάσημος νευρολόγος με ειδίκευση στην «Μελαγχολία», που η μοίρα του παίζει ένα άσχημο παιχνίδι, αφού το σύνδρομο «Κόρσακοφ» που παρακολουθούσε στο νοσοκομείο και μελετούσε τις επιπτώσεις του, προσβάλλει τον ίδιο στην πιο δημιουργική του ηλικία, τα 40 του χρόνια. Ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα και αφήνεται στην δημιουργία αναμνήσεων, στην δημιουργία μύθων εστιάζοντας με εμμονή στο πρόσωπο που τον εντυπωσίασε περισσότερο από όλους στην παιδική του ηλικία, στον Φόσκο Σινιορέλλι, τον πατέρα του Μαρσέλ και τυπικά πλέον παππού του, μια φιγούρα που στα μάτια του μικρού δεκάχρονου παιδιού πρόβαλλε ως bigger than life χαρακτήρας – ένας άνθρωπος που ζούσε στην Τυνησία και «ήξερε την Σαχάρα καλύτερα από τις αλεπούδες της ερήμου», ενώ «στις αλμυρές λίμνες αντίκρισε πράματα και θάματα».

«Το Κόρσακοφ εισβάλλει εντός μου σαν ανακούφιση, μια χάρη σαν αντίδωρο, το σημάδι μιας ανέλπιστης τύχης. Δεν πρόκειται να το παλέψω. Το Κόρσακοφ είναι εδώ για να με λυτρώσει. Θα είμαι ο συνένοχός του. Τις κακές μου αναμνήσεις , τις τρομερές εικόνες που με στοιχειώνουν από τη μεγάλη νύχτα των Αρντανουί, τους τις προσφέρω αφειδώς. Μπορεί να τα σαρώσει όλα. Εκτός από τον Φόσκο, τον παππού μου, τον καβαλάρη της ερήμου. Τώρα πια, μόνο εκείνος αξίζει να ζεί ακόμα στη μνήμη μου.»

Στην τρίτη περίοδο του βιβλίου, η οποία έχει ως τίτλο "Ο καβαλάρης της αλμυρής λίμνης"),επανέρχεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση και ο Φρανσουά έχει πλέον αφεθεί στην κατασκευή ενός μύθου. Ο Φόσκο είναι η εμμονή του, θα επινοήσει τη ζωή του γύρω από αυτόν και θα φτιάξει ένα υποκατάστατο του απόντα πατέρα, ένα πρότυπο φυγής και περιπέτειας. Ο Φόσκο σβήνει τα πάντα, το επίθετο Αρντανουί, τον Μαμά, τον μοναχικό βίο στο Παλέρμο και προβάλλει ως «το Γεράκι της Ερήμου», καθώς παρακολουθούμε τις περιπέτειές του στην Τυνησία την δεκαετία του ’50. Είναι η ταραγμένη εποχή της μετάβασης του κράτους από Γαλλική αποικία στην ανεξαρτησία και ο Φόσκο νεαρός και δυναμικός προσπαθεί να διαφυλάξει την Κοινότητα που διοικεί από τις φασαρίες που βλέπει να έρχονται καθώς βρίσκεται εν μέσω φύλαρχων, διακίνησης όπλων προς την Αλγερία, ταραχών που χρειάζονται μια σπίθα να ξεσπάσουν. Η αφήγηση είναι σαν παραμύθι, γεμάτη ηρωισμούς και περιπέτειες.


Ο Φοτορινό στήνει με μαεστρία την πλοκή του βιβλίου του. Με μοναδικό στυλ και μια διάχυτη μελαγχολία καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, σαγηνεύει τον αναγνώστη σ’αυτό το παιχνίδι κατασκευής αναμνήσεων και αναζήτησης ταυτότητας.Ο Φόσκο που διηγείται στον μικρό Φρανσουά αναμνήσεις που μπορεί να είναι αληθινές, μπορεί και όχι, ο πατέρας Μαμάς που τον γνωρίζει μεγάλος πια και απογοητεύτεται καθώς δεν βρίσκει σημεία επαφής, οι αποτυχημένες του προσπάθειες δημιουργίας ευτυχισμένης οικογένειας, οι σχέσεις με τον γιό του και οι σκηνές βίας, η ζωή στο Παλέρμο ψάχνοντας τις ρίζες των Σινιορέλλι. Που είναι η «αλήθεια» και τι υπάρχει πίσω απ’όλα αυτά;

«Το Κόρσακοφ δεν είναι αρρώστια. Είναι μια θεραπεία ενάντια στον πόνο.»

Στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα που είναι πολλά πράγματα μαζί, μεταφυσικό, bildungsroman, υπαρξιακό, στοχαστικό, τοιχογραφία εποχής, ο Φοτορινό θέτει συνεχώς αυτό το ερώτημα: «είναι αρρώστια ή ευλογία το Κόρσακοφ;». Ο ήρωας/αφηγητής του αφήνεται στον μύθο και μας παρασύρει μαζί του σε ένα ταξίδι. Η ποιητικότητα και ο λυρισμός συντείνουν στην απόλαυση του βαθιά υπαρξιακού κειμένου που μετεωρίζεται μεταξύ «αληθινού» και «κατασκευασμένου», μεταξύ λήθης και φαντασίας όπου ο αναγνώστης το μόνο που έχει να κάνει είναι να αφεθεί στην γοητεία του κειμένου και στην αφήγηση ενός ονείρου με την φωνή του Τζόνι Χαλιντέι σαν μουσική υπόκρουση-ανάμνηση της παιδικής ηλικίας.







 
Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2014 | Permalink
Υπάρχει τελικά;
«ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ: Άρχισε να διαμορφώνεται το 1871-72. Λέγεται ότι ο δήμαρχος Παναγής Κυριακός τίμησε μ’αυτόν τον τρόπο την κόρη του, της οποίας το όνομα ήταν Βικτωρία. Από την πλατεία αρχίζει και η οδός Ελπίδος, ίσως από το όνομα της άλλης κόρης του δημάρχου. Κατ’άλλη εκδοχή το όνομα δόθηκε στην πλατεία προς τιμήν της βασίλισσας της Αγγλίας, Βικτωρίας. Γνωστή και ως πλατεία Κυριακού, από το όνομα του δημάρχου Αθηναίων Παναγή Κυριακού (1870-1879), ο οποίος ήταν κάτοικος της περιοχής. Έχει υπόγειο σταθμό των Η.Σ.Α.Π., ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1948 και μιμείται τον σταθμό της Βικτώριας του Λονδίνου. Χαρακτηριστικό του αθηναϊκού σταθμού τα γερμανικά κεραμεικά πλακίδια που κοσμούν τους τοίχους, αντίστοιχα μ’αυτά του σταθμού της Ομόνοιας. Μετά την αποκατάσταση του, διατηρούνται τα κλιμακοστάσια, οι αρχικές επιγραφές και το παλιό ρολόι, που είχε τοποθετηθεί όταν πρωτολειτούργησε ο σταθμός. Έχει κηρυχθεί διατηρητέος. Η πλατεία Βικτωρίας υπήρξε το επίκεντρο της μεσοαστικής Αθήνας τη μεταπολεμική περίοδο. Οδηγήθηκε σε παρακμή από τη δεκαετία του 1980.» Από το βιβλίο «ΑΘΗΝΑ – Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» των Θαν.Γιοχάλα – Τον. Καφετζάκη, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Η πολύ καλή νουβέλα του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Τσίρμπα (Αθήνα,1976) με τίτλο, «Η ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ», (Εκδ. Νεφέλη, σελ.61) έχει ως επίκεντρο της,  την περιοχή της πλατείας Βικτωρίας στο κέντρο της Αθήνας, μια αστική συνοικία που παρακμάζει τις τελευταίες δεκαετίες και μέσω μιάς «συνομιλίας» και αναγκαστικής συνύπαρξης δύο αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων σε ένα τρένο θίγει θέματα όπως η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η βία. Κινούμενη σε δύο επίπεδα η νουβέλα του Τσίρμπα, εκτός της κεντρικής ιστορίας του τρένου,  στην αφήγηση σε δεύτερο επίπεδο, παρεμβάλλονται εγκιβωτισμένες, 5 «μαύρες» ιστορίες «καθημερινότητας» οι οποίες ενισχύουν την δυναμική της κεντρικής ιστορίας.

Οι δύο άγνωστοι του σύντομου ταξιδιού προς την Αθήνα θα παραμείνουν έτσι (άγνωστοι και ανώνυμοι) μέχρι το τέλος. Ο ένας θα μιλάει ακατάπαυστα με γλώσσα λαϊκή, «καφενειακή» θα την έλεγες, και ο άλλος θα ακούει χωρίς να σχολιάζει, χωρίς να ενίσταται μπροστά στις «κουλαμάρες» που ακούει. Σκέψεις που λέγονται φωναχτά, απόψεις ακραίες βγαίνουν από το στόμα του ομιλητή. Ένας οχετός ξενοφοβίας και ρατσισμού, για τους «ξένους», τους «άλλους» που έχουν εγκατασταθεί στους δρόμους γύρω από την πλατεία Βικτωρίας, για τις πολυκατοικίες που είναι γεμάτες από αλλοεθνείς, για τον τρόπο που μπορούν να εξολοθρεύσουν τους «εισβολείς», για τις δουλειές που έχουν χαθεί εξαιτίας τους. Απόψεις που ακούμε γύρω μας, το αυγό του φιδιού που έχει σκάσει και έχει δείξει το πρόσωπό του (και όχι μόνο). Ο ακροατής στέκεται αμήχανος (και ίσως ελαφρώς φοβισμένος αλλά κάπου γοητευμένος), μπροστά σ’αυτόν τον αηδιαστικό χείμαρρο. Το μόνο που καταφέρνει κάποια στιγμή να του πεί είναι ότι στην πραγματικότητα «πλατεία Βικτωρίας» δεν υπάρχει στα χαρτιά. Αυτό αρκεί βέβαια για να ταρακουνήσει πρόσκαιρα τον συνομιλητή του, ο οποίος αισθάνεται εκείνη τη στιγμή ότι χάνει την ταυτότητά του, αλλά συνεχίζει απτόητος. Κατά τα άλλα, ο ακροατής ανέχεται παθητικά με κάποια δυσφορία που εκδηλώνεται με κρυφές ματιές γύρω του, τις απόψεις του συνομιλητή του. Κοιτάζει το smartphone του για μηνύματα και ανυπομονεί να φθάσει σπίτι του στην ασφάλεια των τεσσάρων τοιχών του.

«Συνεχίζει ακάθεκτος. Συνεχίζω απτόητος να σβήνω τα σκουπίδια από το κινητό μου. /Κάλυψη Μυστηρίου/Σετ αποφλειωτών/Speed Dating Exclusive/Τεστ Αλλεργίας της Άνοιξης/Παγουράκι με Μοναδικό Design/
«Το άγαλμά μας ένα μάτσο κουτσουλιές και ορνιθοσκαλίσματα. Όλα τα λεφτά όμως είναι οι μουριές, ρε φίλε. Δυο σειρές μουριές σε κάθε πλευρά με κάνα δυάρι-τριάρι μέτρα απόσταση μεταξύ τους. Καταλαβαίνεις τι φυσικά γκολπόστ είναι αυτά; Ούτε να βάζεις πέτρες κάτω ούτε τίποτα. Παίζαμε μπάλα και είχαμε κανονικά τέρματα με ολόκληρους κορμούς για δοκάρια. Μπάλα με πατημένο κουτάκι κόκα κόλας. Αλλά τα δοκάρια, δοκάρια. Πες μου εσύ σε ποια πλατεία μπορούσες να βάλεις γκολ στο γάμα; Και πάνω από το συντριβάνι, δίπλα από την είσοδο του ηλεκτρικού ήταν γεμάτο τραπεζάκια. Καφετέριες. Οι πρώτοι μου καφέδες. Σαβόι, Μαξίμ. Το Σαβόι είναι Λε Παλμιέ και το Μαξίμ, Γκούντυς τώρα. Και ο Φλόκας στη γωνία, έκλεισε. Γκούντυς, ρε φίλε, και Έβερεστ και για να πας για κατούρημα, εγώ που είμαι ντόπιος, κάτοικος, πρέπει να αγοράσω κάτι υποχρεωτικά και μου δίνουνε κωδικό ρε για την πόρτα της τουαλέτας μαζί με την απόδειξη. Πιν για το κατούρημα, ρε φίλε. Γιατί πάνε όλοι οι κατρουλήδες και τα χέζουνε όλα τζαμπατζιλέ και αγανακτήσανε οι άνθρωποι και βάλανε πάσγουορντ στο βεσέ. Σου λέει, θέλεις να χέσεις, πάρε τουλάχιστον ένα τσίζμπεργκερ. Και αυτοί αντί να πάρουνε τσίζμπεργκερ χέζουνε μετά στο γκαζόν. Που να χέσεις αν δεν έχεις σπίτι κι αν δεν έχεις δίευρω για τσίζμπεργκερ; Και τα τραπεζάκια τα διώξανε. Για να ελευθερώσουνε την πλατεία, λέει. Και τώρα είναι εκεί οι μαύροι με τα σιντί και τις ζώνες και τις τσάντες. Βγαίνεις από το τρένο και πέφτεις γραμμή απάνω τους».»

Τα 5 επιμέρους κείμενα που συμπληρώνουν τη νουβέλα, έξυπνα κατανεμημένα διακόπτοντας την αφήγηση του τρένου, δεν λειτουργούν απλώς συμπληρωματικά αλλά εντάσσονται αρμονικά στο βιβλίο, ενισχύοντας την δυναμική του και τονίζοντας το κεντρικό του θέμα που είναι η (συνεχώς παρούσα) βία, η εξαθλίωση, η ανεργία, η ανέχεια. 2-3 από τις εγκιβωτισμένες ιστορίες του Τσίρμπα, είναι εξαιρετικές – «Ανάμεσα σε δείκτη και μέσο», «Η ευτυχία είναι σάντουιτς», «Άλλο ένα βράδυ» συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα της κεντρικής ιστορίας της νουβέλας.

Ο μονόλογος του "ΚΔΩΑ" αφηγητή είναι ανατριχιαστικός και προκαλεί συναισθήματα απέχθειας και οργής, από την άλλη ο παθητικός ακροατής δεν είναι τίποτε άλλο από την λογοτεχνική ενσάρκωση του μεσοαστού κάτοικου της πόλης, που τα βλέπει (ή αρνείται να τα δεί-αναλόγως...) όλα αυτά που γίνονται γύρω του, που τα ακούει αλλά επιλέγει (ή αναγκάζεται, αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση) να περιχαρακωθεί στο αυτιστικό του σύμπαν βρίσκοντας ασφάλεια στην οθόνη του κινητού του.

Η νουβέλα του Τσίρμπα, εξαιρετική και ρεαλιστικότατη απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας, καλοκουρδισμένη και με ωραίο αφηγηματικό ρυθμό σε μια γλώσσα πολύ ενδιαφέρουσα, συναρπάζει και προβληματίζει με τη θεματική της. Ο νέος συγγραφέας κερδίζει τις εντυπώσεις με την πρώτη του εμφάνιση κάνοντάς μας να ανυπομονούμε για την συνέχεια του έργου του.

_______________________________________________________________

Ακούστε την συνομιλία μου με τον Γ.Τσίρμπα στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, στο podcast που ακολουθεί. Η συζήτηση λαμβάνει χώρα την δεύτερη ώρα της εκπομπής. Την πρώτη ώρα διαβάζουμε το κείμενο του Σ.Ντάγκερμαν  "Η ανάγκη μας γιαπαρηγοριά" και το ένθετο "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου".



 
Τετάρτη, Ιανουαρίου 15, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 15, 2014 | Permalink
Το ωραίο ατύχημα
Η εξαιρετική συλλογή των 22 διηγημάτων/αφηγημάτων του Τάσου Γουδέλη (Αθήνα,1949), με τίτλο "ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ" (Εκδ. Κέδρος, σελ. 221) , είναι ένα βιβλίο που σε γοητεύει και δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου – αυτό είναι το πρώτο συναίσθημα που σε καταλαμβάνει ως αναγνώστη, ότι βρίσκεσαι δηλαδή μπροστά σε μια ιδιαίτερη περίπτωση αφηγηματικού λόγου που ακόμα κι αν δεν μπορείς να τον κατανοήσεις πλήρως, σε «αιχμαλωτίζει» με την γοητεία της γλώσσας.

«Πολλές ιστορίες σφραγίζουν τις πόρτες πίσω τους, επιτρέποντας να συγκρατήσεις μόνο ό,τι είδες στο φως. Αναζητάς μάταια τη συνέχεια: κάτι, τέλος πάντων, ενθαρρυντικό, που θα σε έφερνε κοντά τους. Εκείνες, όμως, κλειστές στον εαυτό τους αλαζονικά, κρατούν αποστάσεις, χαράζοντας άβατα όρια μεταξύ σας. Τις παρακολουθείς, λοιπόν, από μακριά στη σύντομη τροχιά τους, που επαναλαμβάνεται χωρίς παρέκκλιση. Σαν να περιμένουν τον Αλεξανδρινό που θα τις εικονίσει μετωπικά και μόνο.
Καθημερινά περιστατικά, απίστευτες ειδήσεις, που χάνονται μόλις ειπωθούν, σαν τη φευγαλέα οπτασία του Τριφό, απρόσιτη και επικίνδυνα ιδανική.
Από την άλλη, ίσως από αντίδραση, τις υποτιμάς για να μη νιώσεις αποξενωμένος, χωρίς φίλους στον ύπνο σου. Βαθιά, όμως, ξέρεις ότι αυτή η τιμωρία που σου επιβάλλουν δείχνει την αξία τους. Εντέλει, ίσως να μη χρειάζεται να τις πλησιάσεις αλλά να τις κρατήσεις ήσυχες στη φραγή τους. Κι ας σε επισκέπτονται αυτές, όποτε θέλουν, με το μισό τους πρόσωπο. Μετά, περισσότερο για να ηρεμήσεις, πείθεις τον εαυτό σου ότι δεν σε αφορούν ολόκληρες. Και δεν χρειάζεται να επινοήσεις τις προεκτάσεις τους. Γιατί θα έπρεπε να ενώσεις κάτι θρυμματισμένο στον αέρα.»

Η ατμόσφαιρα κυριαρχεί στις ιστορίες του βιβλίου. Μια ατμόσφαιρα ποιητική και καθαρά εσωτερική με πολύ μελαγχολία, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Η πλοκή υπάρχει αλλά δεν τοποθετείται με την συνηθισμένη ρεαλιστική έννοια του όρου «μύθος» ή «ιστορία», εξάλλου ουδόλως αυτό ενδιαφέρει τον συγγραφέα, ο οποίος αφήνει τον αναγνώστη να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω ή να κοιτάξει «πίσω από τον καθρέφτη», να εξελίξει την «πλοκή». Δια του τρόπου ή της τεχνικής αυτής, ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι παθητικός, πρέπει να είναι ενεργός η συμμετοχή του, άρα και η προσοχή και αφοσίωσή του καθώς διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου.


Ο Γουδέλης συνδιαλέγεται συνεχώς με συγγραφείς και σκηνοθέτες στα αφηγήματά του. Άνθρωπος που πατάει με το ένα πόδι στη λογοτεχνία (συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας ο ίδιος) και με το άλλον στον κινηματογράφο (σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, θεωρητικός της ιστορίας του σινεμά) δεν αρνείται, ούτε εγκαταλείπει τις επιρροές του. Πόε, Προυστ (κυρίως), Τ.Μαν, Τ.Χάρντι, Ντοστογιέφσκι, Μοντέν, Κάφκα, Σβέβο, Χ.Τζέιμς αλλά και πολλούς άλλους βλέπουμε να περνάνε από τις σελίδες του είτε σε πρώτο, είτε σε δεύτερο επίπεδο. Πολάνσκι, Γουέλς, Κιούμπρικ, Τουρνέρ (και όλη η «μυθολογία» των B-Movies) είναι σε πρώτο πλάνο με αναφορές και παραπομπές, χωρίς όμως αυτό να προκαλεί τον αναγνώστη που (ενδέχεται να) αγνοεί το έργο των ανωτέρω, ούτε να χρησιμεύει ως στοιχείο εντυπωσιασμού και επίδειξης γνώσεων, αντίθετα μάλιστα.

Εκτός από τις 2 πρώτες ιστορίες, την πρώτη με τίτλο «Γοτθικό» όπου ήρωας είναι ο συγγραφέας Ε.Α.Πόε και το δεύτερο αφήγημα με τίτλο «Αντάλλαγμα» όπου έχουμε μια πλήρη ιστορία/ανάμνηση από ένα οικογενειακό άλμπουμ αναμνήσεων, οι υπόλοιπες 20 ιστορίες είναι περισσότερο ποιητικές με συναισθήματα που δεν εκφράζονται αλλά παραμένουν σε μια βαθιά εσωτερική κατάσταση. Ο χρόνος ή μάλλον το πέρασμά του απασχολούν έντονα τον συγγραφέα ενώ εντυπωσιάζει η λιτότητα του κειμένου, η υπαινικτικότητα (το τόσο πολύτιμο βρετανικό understatement, το οποίο θα έπρεπε να διδάσκεται στους Έλληνες δημιουργούς), η απουσία κάθε περιττού στοιχείου.

«Είχα πάντα την αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή ήταν μια αφήγηση με διάφορους επιλόγους, που δεν τους σφράγιζε η γνωστή κι ανιαρή επιβεβαίωση των πολλαπλών προσώπων μας, αλλά αντίθετα η διαπίστωση ότι εκείνη είχε την ικανότητα να κρατά και από τον εαυτό της κρυφό το ένα και μοναδικό προφίλ της.
Οπότε εξουδετέρωνε κάθε παιχνίδι με ορισμούς, δίνοντας την αίσθηση εκείνου, που, ενώ ξέρει καλά τη γεωγραφία ενός δωματίου, πριν το διασχίσει στο σκοτάδι, ανάβει πάλι το φως. Οι κινήσεις της, λοιπόν, έκρυβαν και μια αβεβαιότητα: που την αντιλαμβανόσουν, φαινομενικά, σαν κάτι ξένο στην ιδιοσυγκρασία της: σαν την ασυνήθιστη ερυθρίαση μιας ερωτικής εξτρεμίστριας ή το φόβο ενός ασκημένου σχοινοβάτη. Όμως, ταυτόχρονα και σαν ένα απόλυτα χρωματικό ημιτόνιο της προσωπικής της μουσικής. Κι αυτό γιατί η αόρατη διεύθυνση μέσα της ενορχήστρωνε μελωδίες και θορύβους, εναρμονισμένα σχεδόν τέλεια σε μια αθώα σύνθεση, που την προστάτευε. Έτσι, έδειχναν να ζουν αρμονικά οι συχνοί θυμοί με την γλυκύτητα, η μόνιμη διέγερση με την (σπάνια) κατατονία, το υπόκωφο με το γοερό, η ζήλια με τη συγκατάβαση.
Φεύγοντας από κοντά της εξαντλημένος, δεν αναζητούσες το αντίδοτο κάπου αλλού, γιατί ήξερες ότι το κρατούσε εκείνη. Ακόμα και όταν αποφάσιζες να μην επιστρέψεις, ένιωθες ανίκανος να τη μειώσεις, γιατί, όπως λένε, μιλάμε ειρωνικά μόνο για κάτι που έχει πεθάνει.»

Η Γυναίκα ως αντικείμενο πόθου, ως μητέρα, ως ντίβα, ως ερωμένη, ως σύζυγος, ως μυστήριο, ως ανέφικτο, διαρκές ζητούμενο κυριαρχεί στις αφηγήσεις του Γουδέλη. Υπάρχουν ακόμα ιστορίες για τον γιό, το διαδίκτυο, τον πατέρα πάντα με μια χαμηλότονη και λιτή υπαρξιακή διάθεση και ατμόσφαιρα. Όπως έγραψε άλλωστε ο Παπαγιώργης – εκφράζοντας με τον ιδανικότερο τρόπο το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα: «ο Γουδέλης δεν καταφεύγει, όπως θα περίμενε κάποιος, σε αφηρημένες πρόζες στις οποίες δεν υπάρχουν: υπόθεση, δραματικότητα και αφήγηση. Απεναντίας, προτιμά τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ παραστάσεως και εσωτερίκευσης, όπου κατά κάποιον τρόπο μεσολαβεί ένας μετεωρισμός που παρευθύς βρίσκει καταφύγιο στη γνωστή μας αφηγηματική ροή. Με άλλα λόγια, είμαστε πολύ κοντά και συνάμα πολύ μακριά από το νόημα…»

Αυτός ο «μετεωρισμός» του συγγραφέα, αυτό το «κυνήγι της σκιάς», του αδιόρατου και  αφηρημένου, η γοητεία του ψίθυρου και της σιωπής είναι που μετατρέπουν την ανάγνωση αυτής της υπέροχης συλλογής διηγημάτων σε μυσταγωγία, σαγηνεύοντας και «τυλίγοντας» τον αναγνώστη που επιθυμεί να ξεφύγει από τα καθιερωμένα και να αποπειραθεί να διαβάσει κάτι διαφορετικό, χαμηλότονο και απαιτητικό – μόνο κερδισμένος μπορεί να βγεί.

_______________________________________________________________________


Παρακολουθήστε την συζήτηση με τον Τάσο Γουδέλη γύρω από το «Ωραίο ατύχημα» και όχι μόνο, στο podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 11/1/14. Μετά την κουβέντα μας, υπάρχει η υπόλοιπη ύλη της εκπομπής με ποιήματα των Τσίζεκ, Dylan Thomas, Cesare Pavese, ένα απόσπασμα από την «Λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» του Κ.Τσίζεκ και βέβαια το ένθετο «Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου».

Καλή ακρόαση

 
Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2014 | Permalink
"Πού ήσουν εσύ. Πού ήμασταν όλοι"...
«Αναγκάζομαι να συμπεράνω ότι δεν συνέβη κάτι το αποφασιστικό στη ζωή μου μέχρι σήμερα χωρίς να είναι κάπου παρών ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αυτό δεν είναι κάτι το ωραίο ή το άσκημο. Είναι κάτι το αληθινό.»

Ένα μυθιστόρημα για την Ιταλία του Μπερλουσκόνι; Μάλλον κάτι πολύ περισσότερο από ενδιαφέρουσα ιδέα, τουλάχιστον για τους κατοίκους της "φαιδράς πορτοκαλέας" αφού οι ομοιότητες με τα καθ'ημάς είναι τόσο εμφανείς που προκαλούν εντύπωση. Έτσι λοιπόν το καλογραμμένο και ωραιότατο "ΠΟΥ ΗΣΑΣΤΑΝ ΟΛΟΙ" ("Dove eravate tutti"), του νεότατου Ιταλού συγγραφέα, Paolo Di Paolo (Ρώμη, 1983), (Εκδ.Ίκαρος, μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδη, σελ.260) δεν προσφέρει μόνο μια ευανάγνωστη (και εύπεπτη) ιστορία αλλά ταυτόχρονα προσφέρεται για συγκρίσεις, προβληματισμούς και σε αφήνει με μια μελαγχολική διάθεση.


Ο ήρωας του βιβλίου, νεαρός Ίταλο από τη στιγμή που άρχισε να καταλαβαίνει γύρω του, στα 11 του χρόνια μέχρι σχεδόν τα 30 του μια πολιτική κατάσταση στη χώρα του γνωρίζει, τον "Μπερλουσκονισμό". Οι κυβερνήσεις του ιδιόρρυθμου αυτού τύπου (που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο ήταν κάτι σαν καρτούν), που κυριάρχησε στη πολιτική σκηνή (και όχι μόνο) της Ιταλίας, συνδέονται με τις σημαντικότερες στιγμές στη ζωή του νεαρού. Καθώς θυμάται το παρελθόν, δεν υπάρχει κάτι άλλο στη μνήμη του (παρά "Μπερλουσκόνι 1,2,3,4), οπότε αποφασίζει ως πτυχιακή του εργασία, μιας και σπουδάζει Ιστορία να ασχοληθεί με αυτή την περίοδο τώρα που η "εποχή της αφθονίας και της φούσκας" δείχνει να έχει παρέλθει και ο κόσμος να αλλάζει σιγά-σιγά.

«Κι εγώ; Να με εδώ, έτοιμος να κληρονομήσω το τίποτα.»

Όμως πρώτα έχει αλλάξει η ζωή του εξαιτίας ενός τυχαίου και φαινομενικά ασήμαντου γεγονότος από αυτά που συμβαίνουν δίπλα μας καθημερινά. Ο πατέρας του, ο καθηγητής Τραμοντάνα που μόλις συνταξιοδοτήθηκε, χτυπάει ελαφρά με το αυτοκίνητό του, έξω από το σχολείο που υπηρέτησε για χρόνια, έναν παλιό μαθητή του. Οι γονείς του μαθητή μηνύουν τον Τραμοντάνα, τον κατηγορούν για δόλο κάτι που δεν φαίνεται παράλογο δεδομένης της (αποκαλυπτόμενης μέρα με τη μέρα) βεντέτας που υπήρχε μεταξύ τους. Η δε κόρη του και αδερφή του Ίταλο, που πηγαίνει ακόμα στο σχολείο έχει φιλική σχέση με τον νεαρό, γνωστό κωλόπαιδο του σχολείου. Δεν αργεί να αποκαλυφθεί δε, μια φήμη που είχε διασπείρει ο νεαρός στο σχολείο ότι ο καθηγητής κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής είχε περάσει τη νύχτα του με μια συνάδελφό του.
Όλα αυτά ανοίγουν τον "ασκό του Αιόλου" για την ήρεμη και μικροαστική οικογένεια του Ίταλο. Η μητέρα του αποφασίζει να πάει ένα ταξίδι στο Βερολίνο να ηρεμήσει, ο δε πατέρας του μετά το συμβάν συμπεριφέρεται ως κεραυνοβολημένος και κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του προσπαθώντας να βρεί εκδότη για ένα μυθιστόρημα που έχει γράψει αρνούμενος να προχωρήσει σε αυτοέκδοση όπως του συστήνουν όλοι.

Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο και ουσιαστικά η (αρκετά υποτυπώδης και μάλλον χλιαρή) πλοκή του μυθιστορήματος του Ντι Πάολο. Υφολογικά χρησιμοποιείται ως αφορμή για ν'αναπτύξει ο συγγραφέας την βασική του ιδέα να μιλήσει για την περίοδο 1990-2010, αυτήν την εικοσαετία της επίπλαστης ευμάρειας, της αποθέωσης του κιτς και της φούσκας, των μεγαλεπήβολων τηλεοπτικών show, της ψευτογκλαμουριάς και της αποθέωσης οτιδήποτε επιφανειακού και επίπλαστου. Η Ιταλία παρομοιάζεται (εξαιρετικά επιτυχημένα) ως ένα "κρουαζιερόπλοιο", οι δε κάτοικοί της "υπνωτισμένοι" και "αποβλακωμένοι" να χορεύουν σε ένα ρυθμό που το ντέφι κράταγε ο "μεγάλος γητευτής"...

«Όταν ανεβήκαμε στο κρουαζιερόπλοιο, βγήκαμε στα ανοιχτά. Προς τα πού πηγαίναμε; Αδύνατο να καταλάβουμε. Μείναμε όμως στο πλοίο για είκοσι χρόνια. Όταν οι διακοπές τελείωσαν, όλοι θέλαμε να βάλουμε τα κλάματα, σαν σε διαφήμιση. Όμως κάποιος πρέπει να είπε ότι μπορούσαμε να μείνουμε. Ότι μπορούσαμε να μην κατέβουμε. Εκείνος θα εξακολουθούσε να μας διασκεδάζει, να χαμογελάει, να τραγουδά.
Μια μέρα, όμως, κι ενώ όλα φαίνονταν ότι θα διαρκούσαν έτσι για πάντα, ο Αρχηγός θέλησε να κατέβει.
…Μόλις θα έβγαινε από τη σκηνή ο Αρχηγός, δεν θα υπήρχε πλέον μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα, για είκοσι χρόνια, ήταν αυτός. Το μεγάλο μυθιστόρημα που κανένας Ιταλός συγγραφέας δεν είχε καταφέρει να γράψει. Το πιο λαμπρό, το πιο περιπετειώδες, το πιο απρόβλεπτο, το πιο ογκώδες και πρωτότυπο μυθιστόρημα που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Το πιο άχρηστο, όπως όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα. Το πιο επικίνδυνο.
Πως ήταν ο τίτλος της βιογραφίας του; Μια ιταλική ιστορία.
Η Ιταλία θα έμενε χωρίς ιστορίες. Τα φώτα του κρουαζιερόπλοιου είχαν σβήσει. Βγαίνοντας από τη σκηνή, ο Αρχηγός θα έπαιρνε μαζί του πολλά, πάρα πολλά πράγματα.
Μαζί και τα νιάτα μου.»

Ο Ντι Πάολο χρησιμοποιεί στην αφήγησή του κόμικς, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής, περιγράφοντας την αποπολιτικοποίηση όχι μόνο της γενιάς του αλλά και όλης της χώρας. Η κυριαρχία της τηλεόρασης που κατά την πλειοψηφία της ελεγχόταν από τον Μπερλουσκόνι, οι πληρωμένες πένες που κατακεραύνωναν όποιον διαφωνούσε, το κυνήγι του χρήματος και της δόξας, και ακολούθως το απότομο ξύπνημα και η συνειδητοποίηση ότι κάτι πήγαινε στραβά και ακολούθως "η εγκατάλειψη του πλοίου που βούλιαζε" περιγράφονται με γλαφυρό και έξυπνο τρόπο από τον νεαρό συγγραφέα, ενώ το φινάλε με τη χιονισμένη μετά από πολλά-πολλά χρόνια Ρώμη είναι ιδιοφυές - το χιόνι που σκεπάζει τις "αμαρτίες" του παρελθόντος και εξαγνίζει τα πράγματα...

Το μυθιστόρημα δεν εντυπωσιάζει με την πλοκή και την ιστορία του, αλλά σε κερδίζει με το ωραίο του στυλ, τη γλώσσα και την εξαιρετική του δομή που δείχνουν ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο εν τη γενέσει του. Ο νεαρός Ντι Πάολο με αυτό του το βιβλίο κέρδισε το (μεγάλο και επιβλητικό) βραβείο Strega στη χώρα του, ευτύχησε στην ελληνική του παρουσία από την υπέροχη έκδοση του Ίκαρου και την εξαιρετική μετάφραση του Α.Χρυσοστομίδη.

«Κράτησα ορισμένα πρωτοσέλιδα σαν κειμήλια και λείψανα.
Όταν αμφέβαλα για την ύπαρξη του παρελθόντος, όταν έσφιγγα τα δόντια και έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει, ότι το παρελθόν δεν υπάρχει, οι σελίδες αυτές έλεγαν μια και βέβαια υπάρχει, ανόητε, είναι όλα γραμμένα εδώ.
Το παν είναι να υποκαταστήσεις τη σύνδεση μεταξύ των παγκόσμιων γεγονότων και του εαυτού σου.
Θα πρέπει να χαράξεις μια παγκοσμιο-προσωπική χρονολογία. Κοίτα προσεκτικά αυτή τη σελίδα, αυτόν τον τίτλο. Αυτή τη μικρή διαφήμιση. Τις προγνώσεις του καιρού.
Στο σημείο αυτό δοκίμασε να θυμηθείς.
Που ήσουν εσύ. Πού ήμασταν όλοι.»