Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014 | Permalink
Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου
Δεύτερο  μυθιστόρημα του συγγραφέα, Γρηγόρη Αζαριάδη (Αθήνα,1951), «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ» (Εκδ.Γαβριηλίδη, σελ.365), σχεδόν αμέσως (ένα χρόνο και κάτι) μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο «Παλιοί λογαριασμοί», το οποίο είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση και παρά τις αδυναμίες του, είχε δείξει ότι, ο συγγραφέας διαθέτει την «αστυνομική» φλέβα στην πλοκή και την δομή της ιστορίας που αναπτύσσει. Τα ίδια πάνω κάτω συναισθήματα προκαλεί και η ανάγνωση του δεύτερού του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου παραμένουν οι αρετές που επισημάνθηκαν στο πρώτο αλλά και οι ίδιες αδυναμίες παρά την περισσότερο σφιχτοδεμένη πλοκή που διακρίνει κανείς στο δεύτερο.

Στην «Τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου», το θριλερίστικο στοιχείο είναι πολύ έντονο και οι αναφορές στην σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα πολλές. Τρείς σύζυγοι εξεχόντων οικονομικών παραγόντων της χώρας ενημερώνονται από ισάριθμους φακέλους που φτάνουν στα χέρια τους με μυστηριώδη τρόπο, για τις ατασθαλίες των συζύγων τους. Παρανομίες, λαμογιές, κομπίνες μεγάλες ή μικρές – πράγματα που λίγο πολύ βέβαια υποψιάζονταν, καθώς η τεράστια χλιδή της ζωής τους ήταν βέβαιο ότι δεν προέκυπτε από νόμιμα έσοδα. Εκείνο όμως που δεν ήξεραν και ο φάκελος επιβεβαίωνε με τρόπο που δεν μπορούσε να διαψευστεί, ήταν ότι οι πανίσχυροι άντρες τους είχαν παρέμβει στην προσωπική τους ζωή με τρόπο καθοριστικό. Και οι τρείς γυναίκες είχαν δεί κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, πολυαγαπημένα τους πρόσωπα να πέφτουν θύματα της εκδικητικότητας των συζύγων τους, είτε ο ένας ήταν εραστής, ο οποίος έμεινε παράλυτος μετά από βίαιο ξυλοδαρμό, είτε ο άλλος ήταν ξάδερφος πολύ αγαπημένος, ο οποίος φυλακίστηκε για ναρκωτικά χωρίς να έχει σχέση, είτε η άλλη ήταν κολλητή που βιάσθηκε πολλές φορές από κάποιον και από τότε είναι έγκλειστη ψυχιατρικού ιδρύματος.

Αποφασίζουν λοιπόν, να σκοτώσουν τους συζύγους τους, χτυπώντας τους στο πιο ευάλωτο σημείο τους, που ήταν η αδυναμία τους για τις γυναίκες. Αργά αλλά μεθοδικά οι κυρίες, φθάνουν στον στόχο τους, και τα τρία λαμόγια, ο ένας πρώην συνδικαλιστής και νυν βουλευτής, ο άλλος Αρεοπαγίτης δικαστικός με μεγάλη προβολή και ο τρίτος με μεγάλη διαφημιστική εταιρία, εφημερίδες και τηλεοπτικό κανάλι, όλοι τους πάμπλουτοι και με πολλά βίτσια σεξουαλικά ή μη,  με φρουρούς ασφαλείας να τους ακολουθούν βρίσκονται νεκροί από μια σφαίρα στο μέτωπο. Κοινό σημείο και στις τρείς δολοφονίες, η παρουσία μιας γυναίκας στον τόπο του εγκλήματος και η εμφανής πρόθεση του θύματος για σεξ (ουσιαστικά με τα παντελόνια κάτω δηλαδή).

Την υπόθεση αναλαμβάνει το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας και πιο συγκεκριμένα η αστυνόμος Τρύπη, δευτερεύων (αλλά σημαντικός) χαρακτήρας του προηγούμενου βιβλίου του Αζαριάδη. Η Τρύπη προσπαθεί να ξετυλίξει το μπερδεμένο κουβάρι των δολοφονιών, όπου όλοι οι ύποπτοι έχουν ισχυρά άλλοθι, και τα θύματα δεν ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί ότι δεν ήταν αθώα. Οικονομικά σκάνδαλα και διαπλοκές βγαίνουν στην επιφάνεια, ενώ η έφεση των θυμάτων στις σεξουαλικές αναζητήσεις δίνει έναν πιπεράτο τόνο στην υπόθεση με πορνεία, παιδεραστία και ερωτικά παιχνίδια να βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο. Μέσα σε όλη αυτή την μπλεγμένη ιστορία, που στην αρχή μοιάζει να έχει πολιτικές προεκτάσεις, βρίσκεται έμμεσα αναμεμιγμένη και η μεγάλη ντίβα της θεατρικής σκηνής Μαρίνα Φιλίππου, η οποία προετοιμάζει την τελευταία της παράσταση βαριά χτυπημένη από την επάρατη νόσο. Τι ρόλο παίζει η Μαρίνα Φιλίππου στην ιστορία και πως θα καταφέρει η αστυνόμος Τρύπη να επιλύσει το δύσκολο παζλ των δολοφονιών που παραπέμπουν σε μεθόδους τρομοκρατικών οργανώσεων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου;

«Μίλησαν για την τραγική οικονομικοπολιτική συγκυρία, την πορεία μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων προς την πενία και την εξαθλίωση και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της χώρας.
«Σκατά, ρε Αγαμέμνονα, σκατά», είπε κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι ο Βεργίνης. «Μια ζωή θα τρώμε σκατά, θα λέμε «ευχαριστώ» και θα σκύβουμε το κεφάλι. Και κάθε τέσσερα χρόνια, θα εκφράζουμε την άποψή μας ψηφίζοντας στις εκλογές λευκό ή άκυρο».
Ο Παρισιάδης τον κοίταξε με σκοτεινό βλέμμα.
«Να θυμάσαι, φίλε, ότι υπάρχουν και κάποιοι λίγοι αμετανόητοι, λυ αντί να ζήσουν μια ζωή μες στα σκατά προτιμούν να πεθάνουν βουτηγμένοι στο αίμα…»

Το μυθιστόρημα του Αζαριάδη έχει γρήγορη και σφιχτοδεμένη δράση, ρυθμό, και ευδιάκριτο αστυνομικό ύφος με ακρίβεια στις αναπαραστάσεις σκηνών, δείγμα δουλειάς και προσοχής στην λεπτομέρεια. Η ιστορία μπορεί να μη φτάνει στο ενδιαφέρον του θέματος του πρώτου του βιβλίου, αλλά και εδώ είναι αρκετά συναρπαστική και κρατάει τον αναγνώστη. Το κοινωνικό σχόλιο είναι έντονο και μπορούμε να μιλήσουμε για ένα μυθιστόρημα σύγχρονο της Ελλάδας του Μνημονίου, με την κοινωνική ισοπέδωση και τα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα που βγαίνουν συνεχώς στην επιφάνεια ισοπεδώνοντας το πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Από την άλλη, το βιβλίο (παρότι επιμένω, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον), δείχνει να «υποφέρει» από φλυαρία κάποια πράγματα μένουν μετέωρα και αναπάντητα, η δε κεντρική ιστορία μοιάζει «μπουκωμένη» και θολή. Παρά τις λεπτομερείς καταγραφές των εγκλημάτων, των ερευνών, νιώθεις ότι συνεχώς κάτι μένει απέξω, κάτι διαφεύγει ή μοιάζει επιπόλαια τοποθετημένο. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες είναι εδώ περισσότερες από τους «Παλιούς λογαριασμούς»,  οι χαρακτήρες περισσότερο στερεοτυπικοί, και οι διάλογοι ακόμα πιο καταγγελτικοί και συνηθισμένοι, γεμάτοι με ευκολίες και δημαγωγίες που δείχνουν αδιέξοδες και αχρείαστες στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ μάλλον κουράζουν οι  συνεχείς επαναλήψεις (σε σημείο εμμονής) προτάσεων και σκηνών (πόσες φορές θα κάνει «καυτό ντους που πέφτει ευεργετικά πάνω στο κορμί της» η αστυνόμος Τρύπη, πόσα μπαγιάτικα κρουασάν μπορεί να αντέξει ο μέσος αστυνόμος και πόσες bitches νεαρές και αδίστακτες δικηγορίνες υπάρχουν στην πιάτσα;).

Ο Αζαριάδης με τα δύο του μυθιστορήματα, δείχνει ότι βαδίζει με στέρεα βήματα στον δρόμο που χάραξε ο Μάρκαρης. Οι ιστορίες του είναι πάντα ενδιαφέρουσες και προτρέπουν σε σκέψη και συζήτηση ενώ οι προβληματισμοί του δεν μπορούν να αφήσουν αδιάφορο κανέναν παρά την τάση που έχει να «ξεφεύγει» σε ορισμένα σημεία. Το είδος του μεσογειακού πολιτικοαστυνομικού μυθιστορήματος (του «πολάρ» όπως έχει καθιερωθεί η ονομασία του), που έχει επιλέξει να υπηρετήσει μπορεί να τον οδηγήσει σε πολύ καίρια και ουσιαστικά μυθιστορήματα αλλά δεν παύει να «υπακούει» σε κάποιους κανόνες που ενδεχομένως να είναι δεσμευτικοί για την ανάπτυξη των ιστοριών του - είναι στο χέρι του πάνω σε τι μονοπάτι θα τραβήξει και πως θα χειριστεί το πάντα ενδιαφέρον υλικό του.


 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21, 2014 | Permalink
Ο Φάρος
Εντυπωσιακό ντεμπούτο στην Βρετανική λογοτεχνία έκανε πριν από μόλις δύο χρόνια η Alison Moore (Μάντσεστερ,1971) με το μυθιστόρημά της «Ο ΦΑΡΟΣ», ("The Lighthouse"),  (Εκδόσεις Ίκαρος, μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ.213),  με το οποίο κατάφερε να εισβάλλει στην μικρή λίστα (short list) του πολύ σημαντικού βραβείου Booker καταφέρνοντας να εκτοπίσει μεγάλα ονόματα από αυτήν. Διαβάζοντας αυτό το χαμηλότονο μυθιστόρημα, που ακολουθεί τον ρυθμό ενός μπολερό υπάρχουν πολλά στοιχεία που σε ελκύουν και άλλα που νιώθεις να σε ενοχλούν, η τελική όμως εντύπωση (στην οποία συμβάλλει το εκπληκτικό φινάλε) είναι πολύ θετική και ίσως να είναι από αυτά τα βιβλία-βραδυφλεγείς βόμβες που σιγά-σιγά εκρήγνυνται μέσα σου.

«Ο Φάρος», είναι ένα βιβλίο που μιλάει για μοναχικούς ανθρώπους με κεντρικό χαρακτήρα/ήρωα, τον (λίγο πάνω απ'τα σαράντα) Φουθ, ο οποίος εργάζεται ως Χημικός σε μια εταιρία που παράγει τεχνητές οσμές,  έναν άνθρωπο αφελή και αδιάφορο, άχρωμο και άοσμο, με «χλωμό πρόσωπο και ποντικί μαλλιά», ο οποίος μετά τον χωρισμό του από την σύζυγό του Άντζελα – η οποία ουσιαστικά τον πετάει έξω από το σπίτι - πραγματοποιεί ένα ταξίδι πεζοπορίας στην κοιλάδα του Ρήνου, από αυτά τα πολύ δημοφιλή στην Δυτική Ευρώπη, με το οποίο χρησιμοποιείς ως αφετηρία ένα ξενοδοχείο σε κάποια πόλη, οι αποσκευές σου μεταφέρονται στον επόμενο σταθμό σου κι εσύ καλύπτεις περπατώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή κάθε μέρα. Η αφετηρία του Φουθ, είναι το ξενοδοχείο με το χαρακτηριστικό (και άκρως συμβολικό) όνομα «Χελχάους» στο οποίο οικοδέσποινα είναι η Έστερ μια σαραντάρα χυμώδης γυναίκα, που ζει έναν δυστυχισμένο γαμήλιο βίο με τον πολύ βίαιο σύζυγό της φροντίζοντας να εκτονώνει τις σεξουαλικές της ορμές με τυχαίους ενοίκους του ξενοδοχείου.

Ο Φουθ στην περιπατητική διαδρομή του ανασυνθέτει τη ζωή του. Τον χωρισμό των γονιών του, την ερωτική σχεδόν σχέση με την μητέρα του, που εξαφανίστηκε ένα ωραίο πρωινό από το σπίτι, την σχέση του και τον γάμο του με την παλιά του συμμαθήτρια Άντζελα, τα μαθητικά του χρόνια, τον πατέρα του και ένα παρόμοιο ταξίδι που είχαν κάνει πριν χρόνια μαζί – σε μια σχεδόν ίδια κατάσταση, ακριβώς μετά τον χωρισμό του με τη μητέρα του. Στην τσέπη του κουβαλάει και συνεχώς χαϊδεύει  ένα σπασμένο γυάλινο μπουκαλάκι αρώματος σε σχήμα Φάρου, που περιείχε το άρωμα που χρησιμοποιούσε η μητέρα του…

Ο Φουθ ζει στο παρελθόν και συνεχώς επιστρέφει σ’αυτό. Σκηνές από διακοπές με τροχόσπιτο με τους γονείς του, η ζωή με τον πατέρα του σε ένα άδειο σπίτι, η συνεχής απόρριψη από αυτόν, η γνωριμία του με την Άντζελα που του θυμίζει την μητέρα του, η λευκή πρώτη νύχτα του γάμου του. Καθώς ο Φουθ περπατάει χωλαίνοντας (τον χτύπησαν τα παπούτσια) και διασχίζει τα γερμανικά δάση, οι μνήμες γίνονται πιο σκοτεινές, η ζωή του έχει αποκτήσει αυτό το γκρίζο χρώμα της δυστυχίας, οι αδελφοί Γκριμ με τα βίαια παραμύθια τους δεν είναι πολύ μακριά απ’όλα αυτά.
Από την άλλη η μιζέρια του Φουθ έχει ένα σχετικό αντίστοιχο της στην μαύρη ζωή της Έστερ, που βλέπει την ομορφιά της να χάνεται καθώς περνάνε τα χρόνια, δέσμια των επιλογών της αφού εγκατέλειψε τον αρραβωνιαστικό της για να παντρευτεί τον αδερφό του, τον Μπέρναρντ και έτσι εγκλωβίστηκε σε μια ζωή μοναχική με πολύ ξύλο και ευκαιριακό σεξ.
Η μοίρα αυτών των δύο ανθρώπων θα συναντηθεί, όμως όχι με τον τρόπο που η συγγραφέας μας αφήνει να νομίζουμε κατά την διάρκεια της αφήγησής της αλλά με ένα θριλερίστικο φινάλε που σου κόβει την ανάσα.

"Όταν ξαναβρέθηκαν στο αυτοκίνητο, ο πατέρας του Φουθ έδωσε τον φάρο στη μητέρα του Φουθ, η οποία θαύμασε τη θήκη και το φιαλίδιο που περιείχε,ενέκρινε το άρωμα, έβαλε μερικές σταγόνες στους καρπούς και στον λαιμό της. Προτού καλά καλά απομακρυνθούν από το σπίτι, το αυτοκίνητο πλημμύρισε άρωμα βιολέτας.
Εκεί ψηλά στους βράχους της Κορνουάλης, με τον ασημένιο φάρο στο ένα χέρι, και με το βουλωμένο μπουκαλάκι στο άλλο, ο Φουθ γύρισε με το πάσο του εκεί που είχε αφήσει τους γονείς του. Η μητέρα του ήταν ακόμη ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά, το πρόσωπό της στραμμένο στον ήλιο. Ο πατέρας του αγνάντευε τη θάλασσα και σε μια στιγμή ο Φουθ τον άκουσε να λέει, "Το κέρας ομίχλης ηχεί ανά τριάντα δευτερόλεπτα".
"Έχεις ιδέα πόσο σε βαριέμαι;" είπε η μητέρα του.
Έπεσε σιωπή, μετά ο πατέρας του άρχισε να μαζεύει αθόρυβα τα πράγματα του πικνικ. Όταν πια έκλεισε το καπάκι του φορητού ψυγείου, ανασηκώθηκε και κοίταξε τη γυναίκα του. Ο Φουθ παρακολουθούσε τους γλάρους που τσακώνονταν πάνω από τα υπολείμματα του γεύματός τους, μετά έσκυψε και κοίταξε το χέρι του και είδε ότι το γυάλινο φιαλίδιο είχε σπάσει μέσα στην παλάμη, το μαξιλαράκι από σάρκα κάτω από τον αντίχειρα είχε σκιστεί. Το πτητικό περιεχόμενο του φάρου τον έτσουζε έτσι όπως έβρεχε την πληγή του, κυλούσε μέσα από τα δάχτυλά του μουσκεύοντας τις μπότες του, και το άρωμα έφευγε από πάνω του σαν εκατομμύρια μικροσκοπικά μπαλόνια που δραπέτευαν προς τον ουρανό.
Για πολύ καιρό είχε τη συνήθεια να φέρνει την παλάμη του στη μύτη του γυρεύοντας το άρωμα της βιολέτας."

Εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο στην ωραία νουβέλα της Μούρ είναι η λιτότητα, η χαμηλότονη και ήρεμη αφήγηση, η οποία έχει έναν αργό και εξελικτικό ρυθμό, ο οποίος κορυφώνεται στις τελευταίες 10 σελίδες του βιβλίου οδηγώντας σε ένα απρόσμενο τέλος, θριλερίστικης υφής. Η συγγραφέας ψυχογραφεί εξαντλητικά τον ήρωά της μέσα από τις μνήμες που κουβαλάει, τα προβλήματα της παιδικής του ηλικίας, της εφηβείας, του γάμου του με μια γυναίκα που την παντρεύτηκε επειδή ακριβώς του θύμιζε την μητέρα του, η συνεχής απόρριψη από τον πατέρα, οι κοινές διακοπές όταν τους εγκατέλειψε η μητέρα του, όπου κάθε βράδυ μια ξένη γυναίκα κοιμόταν στο δωμάτιο τους, και τέλος το άρωμα που περιείχε η θήκη του μπουκαλιού που τον συνδέει με την παιδική του ηλικία.

Παίρνοντας πολλά στοιχεία από το ομώνυμο βιβλίο της Β.Γουλφ ("Μέχρι τον φάρο"), ίσως το εμβληματικότερο και δημοφιλέστερο της μεγάλης αυτής συγγραφέως, η Μουρ εστιάζει κι εκείνη στις λεπτομέρειες, στα παιχνίδα της μνήμης, όλα αυτά τονίζονται από την (εξαιρετική) μεταφράστρια Α.Δημητριάδου στο ωραίο επίμετρο του βιβλίου. 
Ο ήρωας όμως της Μουρ, αυτός ο ανασφαλής και μισοκακόμοιρος Φουθ, παραείναι αφανής και χλωμός για να μείνει ως μορφή, ως φιγούρα στην μνήμη του αναγνώστη, παρ'ότι κερδίζει την συμπάθειά του, είναι ένα πρόσωπο τόσο «αντιλογοτεχνικό» που η συγγραφέας μάλλον καλά κάνει και επαναλαμβάνει συνεχώς το όνομά του μήπως το ξεχάσουμε και αυτό αποτελεί ένα σημαντικό μειονέκτημα ενός σκληρού, μελαγχολικού όμορφου μυθιστορήματος που οι σελίδες του για την οδύνη και την απώλεια δείχνουν σημάδια μεγάλης λογοτεχνικής αξίας.






 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 17, 2014 | Permalink
Η ζωή στα προάστια
Με την έκδοση της εξαιρετικής συλλογής διηγημάτων "Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ  και άλλες ιστορίες", (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Κ.Καλογρούλη, σελ. 220), δίνεται η ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να γνωρίσει το έργο ενός από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, τον σπουδαίο John Cheever (1912-1982) - ένα έργο που χαρακτηρίζεται από τον αριστοτεχνικό τρόπο περιγραφής της ζωής της μεγαλούπολης (της Ν.Υόρκης πιο συγκεκριμένα), των μεγαλοαστικών προαστίων, των κοκτέιλ πάρτι και της επιφανειακής ζωής. Τον αποκαλούσαν "Τσέχοφ των Προαστείων" και "Δάντη της προαστιακής ζωής", χαρακτηρισμοί που δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, αν και το έργο του μεγάλου αυτού συγγραφέα πηγαίνει πολύ παραπέρα.

Οι 9 ιστορίες της συλλογής είναι ενδεικτικές του ύφους του Τσίβερ διότι δεν περιλαμβάνουν μόνο "ιστορίες του Σέιντι Χιλ" (ενός επινοημένου μεγαλοαστικού προαστίου της Ν.Υόρκης) αλλά και διηγήματα γραμμένα παλαιότερα, όπου η δράση εκτυλίσσεται στην πόλη. Ιστορίες για ανθρώπους που βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι της ζωής τους, μεσήλικες που ξαφνικά κάτι κάνει κλικ μέσα τους και ανατρέπουν τα πάντα, άνθρωποι που νομίζουν ότι περνάνε καλά ή ότι τα έχουν όλα και συνειδητοποιούν την ρευστότητα των πραγμάτων. Ιστορίες για ανθρώπους που έχουν κάθε μέρα μια πρόσκληση για πάρτι, αλλά είναι  στην πραγματικότητα μόνοι, για ανθρώπους που δουλεύουν στην πόλη και παίρνουν τον προαστιακό κάθε απόγευμα, την ίδια ώρα να γυρίσουν σπίτι τους, να πιούν το κοκτέιλ και να κουρέψουν το γκαζόν τους σε ζωές ίδιες κι απαράλλαχτες με συζύγους στα πρόθυρα της υστερίας και του αλκοολισμού.

 "Αν υπάρχουν κάποιοι που σιχαίνομαι, είναι οι αδύναμοι και συναισθηματικοί τύποι - όλοι εκείνοι οι μελαγχολικοί άνθρωποι που λόγω υπερβολικής συμπόνιας για τους άλλους δεν γεύονται την ηδονή της ίδιας τους της ουσίας και περιπλανιούνται στη ζωή χωρίς ταυτότητα, σαν ανθρώπινη ομίχλη, νιώθοντας οίκτο για όλους γύρω μας. Ο ανάπηρος ζητιάνος στην Τάιμς Σκουέαρ με τα λιγοστά μολύβια που πουλάει, η γριά με το ρουζ στο πρόσωπο που μιλάει μόνη της στο σταθμό του τρένου, ο επιδειξίας στις δημόσιες τουαλέτες, ο μέθυσος που έχει καταρρεύσει στα σκαλιά του μετρό, όλοι αυτοί κάνουν κάτι περισσότερο από το να ερεθίζουν τα συναισθήματα οίκτου και συμπόνιας αυτών των τύπων, καθώς με μία και μόνο ματιά μεταμορφώνονται οι ίδιοι σε αυτά τα κακόμοιρα και δυστυχισμένα πλάσματα. Η έρημη , εγκαταλειμμένη ανθρωπότητα σκοντάφτει στις ανολοκλήρωτες ψυχές τους, αφήνοντάς τους στο λυκόφως σε μια κατάσταση που μοιάζει πολύ με σκηνή από εξέγερση σε φυλακές. Απογοητευμένοι από τον εαυτό τους, βρίσκονται πάντα σε ετοιμότητα να απογοητευτούν από όλους εμάς, και θα χτίσουν ολόκληρες πόλεις, ολόκληρα δημιουργήματα και ουράνιους θόλους, από δακρύβρεχτη απογοήτευση.  Το βράδυ στο κρεβάτι τους σκέφτονται με τρυφερότητα τον μεγάλο νικητή της κλήρωσης που έχασε το λαχείο του, τον μυθιστοριογράφο του οποίου το magnum opus κάηκε κατά λάθος με τα σκουπίδια, και τον Σάμιουελ Τίλντεν, που έχασε τις εκλογές για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών απ' τα μαγειρέματα του σώματος των εκλεκτόρων. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σιχαινόμουν αυτή τη συντροφιά, ήταν διπλά επίπονο για μένα να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να είμαι μέλος της. Κια βλέποντας ένα γυμνό δέντρο στο φως των αστεριών, σκέφτηκα: Πόσο θλιβερά είναι όλα!"

Στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο, παρακολουθούμε την ιστορία μιας διαφορετικής Χόλι Γκολάιτλι, μιας φαινομενικά αφελούς και "ελαφριάς" κοπέλας που καταστρέφει όποιον είναι δίπλα της, απολαμβάνοντας το ("Καψουροτράγουδο"), ένα ζευγάρι αστών που το καινούργιο τους ραδιόφωνο, τους επιτρέπει να παρακολουθούν την ζωή των γειτόνων τους σε ένα σατιρικό και ταυτόχρονα εφιαλτικό διήγημα προπομπό των ιστοριών με τα reality shows του τέλους του 20ου αιώνα ("Το τεράστιο ραδιόφωνο"). Στο "Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς" έχουμε μια ιστορία γεμάτη ειρωνία και χιούμορ, η οποία εχει τη μορφή συμβολικού παραμυθιού ενώ στο έξοχο "Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων",μέσα σε ελάχιστες σελίδες έχουμε την ανάπτυξη μιας στέρεας και δομημένης ιστορίας απότομης διάψευσης ονείρων και προσγείωσης στην πραγματικότητα και σκληρότητα του κόσμου της show business.

Τα υπόλοιπα 5 (και καλύτερα) διηγήματα της συλλογής ανήκουν στην σειρά των "ιστοριών του Σέιντι Χιλ", όπου αναπτύσσεται  η ικανότητα του συγγραφέα να περιγράφει τους ανθρώπους που ζούν "οχυρωμένοι" και "ασφαλείς" στα μεγαλοαστικά προάστια της Νέας Υόρκης, την κενότητα της ζωής τους, τα αδιέξοδα και την ασφυξία τους πίσω από την βιτρίνα της ευμάρειας και της οικονομικής άνεσης.

Στον υπέροχο "Διαρρήκτη του Σέιντι Χιλ", ένας οικογενειάρχης αστός χάνει (από δικιά του ευθύνη) την δουλειά του, και καθώς τρέχουν οι οικονομικές υποχρεώσεις της πολυέξοδης ζωής στην οποία έχει συνηθίσει, και δουλειά δεν βρίσκει, αρχίζει να εισβάλλει στα αφύλαχτα πολυτελή σπιτια των φίλων του και να τους κλέβει. Σύντομα τον κυριεύουν οι τύψεις για τις κλοπές αυτές-γεγονός πρωτόγνωρο γι'αυτόν που έχει κάνει χειρότερες "αμαρτίες" αλλά ακριβώς  γι'αυτήν είναι που νιώθει χάλια και εγκληματίας. Ένα εύστοχο σχόλιο με σάτιρα που τσακίζει,  πάνω στην "καπιταλιστική ηθική" και την "αγιοποίηση" του χρήματος.

Ο συγκλονιστικός "Εξοχικός σύζυγος" είναι η ιστορία ενός ανθρώπου μεσήλικα που ένα αεροπορικό ατύχημα του αλλάζει τον τρόπο σκέψης και συνειδητοποιεί ότι θα μπορούσε να έχει πεθάνει χωρίς να έχει ουσιαστικά ζήσει. Γυρίζοντας σε κατάσταση σοκ σπίτι του, αντιλαμβάνεται ότι ουδείς ενδιαφέρεται για την περιπέτειά του, κανείς δεν τον προσέχει, κανείς δεν τον ακούει. Με τις αισθήσεις του οξυμμένες και τον εσωτερικό του κόσμο αντεστραμμένο, εμφανώς σε "κρίση μέσης ηλικίας", ερωτεύεται μια μικρούλα baby-sitter αλλά σύντομα διαπιστώνει ότι θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της βολεμένης ζωής του ή μιας πλήρους ανατροπής και έντρομος καταφεύγει στις υπηρεσίες ενός ψυχαναλυτή για να επανέλθει στην "ομαλότητα". "...φύσηξε τη μύτη του σ ένα μαντίλι, έψαξε στις τσέπες του για τσιγάρα, σπίρτα, για οτιδήποτε, και είπε βραχνά, με δάκρυα στα μάτια: "Είμαι ερωτευμένος, Δρ Χέρτσογκ"."

Στο πιο γνωστό διήγημα της συλλογής, τον "Κολυμβητή", ο οποίος είχε μεταφερθεί εξαιρετικά στον κινηματογράφο, (με τον μεγάλο Μπ.Λάνκαστερ ίσως στονκαλύτερο ρόλο της καριέρας του), ο Τσίβερ μέσα σε 15 μόνο σελίδες, περιγράφει την ιστορία του Νεντ Μέριλ που "...μια από εκείνες τις Κυριακές του καλοκαιριού που όλοι κάθονται λέγοντας: "Ήπια πολύ χθες βράδυ" ξεκινάει  μια περίεργη διαδρομή, αφού συνειδητοποιεί ότι οι  πισίνες των γειτονικών και όχι μόνο σπιτιών του προαστίου αν τις βάλεις στη σειρά σχηματίζουν ένα ποτάμι, οπότε αποφασίζει να τις διασχίσει κολυμπώντας τις κατά μήκος. Ο αθλητικός Νεντ, εισβάλλει έτσι σε φιλικά η μη σπίτια καταπατώντας το σύμβολο πλούτου και επίδειξης του καθενός (την πισίνα), πίνοντας ποτά στην διαδρομή του, συμμετέχοντας σε πάρτι - καθυστερώντας ή ίσως αρνούμενος να παραδεχτεί την θλιβερή του προσωπική ιστορία.

Ο μεσήλιξ και ευτραφής πάμπλουτος, αυτοδημιούργητος σύζυγος του "Μονάχα πες μου ποιός ήταν", με την νεότατη και ευειδή σύζυγο, νιώθει το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια του, όταν κατά τη διάρκεια ενός κοκτέιλ πάρτι διαπιστώνει αυτό που ήταν καιρό τώρα μπροστά του, ότι η σύζυγός του τσιλιμπουρδίζει σε ένα ειρωνικό διήγημα που μοιάζει με τις καλύτερες στιγμές ενός Φιτζέραλντ.

Τέλος, στο καλύτερο ίσως διήγημα της συλλογής, το αριστουργηματικό "Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ" έχουμε την δομή του θρίλερ, όταν ο ήρωας, ένας φιλήσυχος επιφανειακά οικογενειάρχης νιώθει να παρακολουθείται όταν βγαίνει από το γραφείο του από την πρώην γραμματέα του, μια εμφανώς διαταραγμένη ψυχολογικά κοπέλα, την οποία φλέρταρε και αφού κοιμήθηκε μαζί της, την επόμενη μέρα απέλυσε χωρίς δικαιολογία. Τώρα την βλέπει συνεχώς πίσω του, μπαινοβγαίνει σε μπαρ και τη στιγμή που επιβιβάζεται στο τρένο των 5.48 για να πάει σπίτι του την βλέπει στο απέναντι κάθισμα να τον απειλεί με ένα περίστροφο. Εδώ ο Τσίβερ δεν αποδεικνύεται μόνο μάστορας της υπαινικτικής γραφής αλλά και δεινός χειριστής του ψυχολογικού θρίλερ καθώς ο φόβος του ήρωα της ιστορίας κατακλύζει την ατμόσφαιρα και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη.



Ο Τσίβερ συνομιλεί στα διηγήματά του με τον Κάρβερ και τον Τσέχοφ, τον Απντάικ και τον Φιτζέραλντ, ενώ έρχονται έντονα στο νου οι πίνακες του Ε.Χόπερ και η τηλεοπτική σειρά "Mad Men". Το εύθραυστο "Αμερικάνικο όνειρο", οι μικροκοινωνίες (πρότυπα) των προαστίων, η φαινομενικά αδιατάρακτη "ηρεμία" και "ασφάλεια" των επαύλεων με τις πισίνες και τα μπάρμπεκιου, οι διαδρομές με τον προαστιακό, οι ερωτικές ιστορίες μεταξύ γειτόνων, τα μικροσκάνδαλα και η απεριόριστη κατανάλωση ποτού περιγράφονται με υπαινικτικότητα και ακρίβεια, ολοζώντανα και πειστικά.

Με ακρίβεια εντομολόγου ο Τσίβερ, παρατηρεί συμπεριφορές και σκέψεις, πρακτικές και (τυπικά) ασήμαντες λεπτομέρειες, οι οποίες όμως καθορίζουν την ρευστότητα της ατμόσφαιρας των ιστοριών του. Ανασφάλεια και αίσθηση ότι κάτι απειλεί την δεδομένη ηρεμία της ζωής των ηρώων του κατακλύζουν τις σελίδες του βιβλίου συμβάλλοντας στην απόλαυση του καλοκουρδισμένου κειμένου, μετατρέποντας την ανάγνωσή του σε εμπειρία. Δεν γνωρίζω αν στα μυθιστορήματά του (έγραψε 5, με γνωστότερο το "Falconer" που εκδόθηκε το 1977 και αναμένεται να εκδοθεί εντός του 2014 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη και αυτό) με τα οποία κατέκτησε την εμπορική επιτυχία, είναι καλύτερος, αλλά, τα διηγήματά του είναι τόσο εντυπωσιακά που δεν ξέρω τι παραπάνω μπορεί να περιμένει κανείς.




 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 12, 2014 | Permalink
Τι είναι το "Λεξικό Αναμνήσεων";
«ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ (Βιογραφικού): Μόνο από σύμπτωση θα έρθει το τέλος στη γενέθλια πόλη. Ταξίδεψε, δούλεψε, αγάπησε αλλού. Όπου βρίσκεται, απλώνει γύρω τη χώρα του και εκεί θα πεθάνει. Εργάστηκε παράγοντας και μεταφέροντας λέξεις, εικόνες, ιδέες από άτομο σε άτομο, από ξένους σε Έλληνες, από δικούς μας σε άλλους. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και τις αδελφές της, τη γιαγιά, τη νονά, τη μητέρα της και άλλες γυναίκες, στις οποίες οφείλει τα πάντα. Είχε καλούς φίλους. Ο πατέρας του τον λάτρευε και έλειπε διαρκώς στη δουλειά του. Αποφάσισε νωρίς να μη κάνει παιδιά. Αν είχε γιό, θα ήταν Ιρλανδός, αν και θα προτιμούσε κόρη. Τον ενδιέφεραν τα λεξικά, η φυσική, η ψυχολογία της γνώσης, η πολιτική οικονομία, η ιστορία του πολιτισμού, οι διεθνείς σχέσεις και οι περιοδικές εκδόσεις. Όπου βρέθηκε, δοκίμασε να ζήσει ως ιθαγενής, γνωρίζοντας ότι οι Έλληνες παραμένουν δεμένοι στο κατάρτι της ιστορίας. Αν περισσεύουν περιουσιακά στοιχεία, μια επιτροπή μπορεί να μοιράζει μικρά ποσά σε άτομα που θέλουν να ξεχάσουν όσα γνωρίζουν για να μάθουν κάτι καινούργιο.»

Πώς να κατατάξει κανείς το υπέροχο «ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ» του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα (Θες/νίκη, 1951), (Εκδ.Μελάνι, σελ.215); Απόπειρα αυτοβιογραφίας ή Βιογραφικό λεξικό; «Αλφαβητικό μυθιστόρημα» όπως παιγνιωδώς λέει ο συγγραφέας κάπου μέσα στο κείμενό του ή Άσκηση μνήμης σε μικρά αυτόνομα κεφάλαια; Μήπως τελικά δεν έχει καμία σημασία ο ορισμός, η ταυτότητα ενός κειμένου;  Διότι όπως και να το πεις, η αναγνωστική αίσθηση παραμένει η ίδια, γλυκόπικρη και απολαυστική, χαλαρωτική και ανάλαφρη, ουσιαστική και πυκνή.

«POST-ANCIENT: «Θα λέγατε ότι είστε post-modern;» ρώτησαν σε μια συνέντευξη. «Θα έλεγα ότι είμαι post-ancient» απάντησα.»

Ο Χουλιάρας στο ιδιότυπο βιβλίο του συνομιλεί κατευθείαν με τον Μπόρχες και τον Πάβιτς («Λεξικό των Χαζάρων») ενώ κάπου στο βάθος ακούγονται οι (λογοτεχνικές) φωνές του Τζόυς και του Προυστ, του Μέλβιλ και του Τουέιν, του Φιτζέραλντ και του Τζ.Σουίφτ.  Μέσα στις 200 και κάτι σελίδες του βιβλίου, υπάρχουν λήμματα με τη μορφή ενός λεξικού τα οποία είναι κατά βάση, συνειρμικά γραμμένα, άλλα με ποιητικό τρόπο και άλλα με περισσότερο περιγραφικό, οδηγούν τον (ανυποψίαστο κατ’αρχήν) αναγνώστη σε ταξίδια μνήμης και λήθης, σε φράσεις που εντυπωσιάζουν και στέκεσαι για ώρα πάνω τους, αινιγματικές και αμφίσημες, χιουμοριστικές και στοχαστικές.

«ΕΠΙΤΑΦΙΟ: Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος που θα ήθελε να είμαι εγώ.»

Τόποι και συγγραφείς, γεύσεις γλυκών και φαγητών, πρόσωπα και σκηνές από τα παιδικά χρόνια, γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, τα ταξίδια, οι άνθρωποι που συνάντησε, συνομιλίες με αγνώστους και φίλους, ο μονίμως απών πατέρας, η μητέρα, η νονά, η γιαγιά, η Θεσσαλονίκη και η Νέα Υόρκη, η Ιρλανδία, το πρώτο αυτοκίνητο, ο πρώτος έρωτας, το κανταίφι στη θέση της Προυστικής μαντλέν, τα ζαχαροπλαστεία που τον σημάδεψαν, μυρωδιές ξεχασμένες που ξανάρχονται στο μυαλό. Ανακατεμένα όλα, χωρίς να ακολουθούν κάποια ροή με ένα μουσικό ρυθμό που σε παρασύρει σαν ένας χορός που θέλεις δεν θέλεις θα ακολουθήσεις τα βήματά του.

«…Στη δική μου περίπτωση, ίσως επειδή είχα κρυφακούσει πολύ μικρός πόσο ώριμος, όπως έλεγαν, ήμουν, μου πήρε χρόνια να κατακτήσω την ανωριμότητά μου.»

Λήμματα με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό σε μια λιτή αλλά περιεκτική γραφή, η οποία έχει πολλές υπερεαλιστικές πινελιές. Ο λόγος του Χουλιάρα, κάποιες φορές εξομολογητικός και χαμηλότονος (σαν να σου ψιθυρίζει στο αυτί), κάποιες φορές παιγνιώδης και με μια αθωότητα παιδική,  ενίοτε φιλοσοφικός και στέρεος, άλλοτε ρευστός και με έναν ποιητικό κυματισμό που συγκινεί, σε ένα ύφος που αλλάζει συνεχώς μεταξύ μεταμοντέρνου και κλασσικού, με μια αδιόρατη μελαγχολία να αιωρείται στην ατμόσφαιρα παρά το πολύ και ωραίο χιούμορ που παραμονεύει σαν άτακτο παιδάκι να ξετρυπώσει μέσα από την κάθε σελίδα.

«ΓΕΛΟΙΟ & ΣΟΒΑΡΟ: Στην εποχή μας το γελοίο δυστυχώς έχει χάσει τη σοβαρότητα που διέθετε άλλοτε.»

Το βιβλίο έχει διαλόγους, καταγραφές ονείρων, αποφθέγματα (τα περισσότερα εξαιρετικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, εικόνες από την παιδική ηλικία,  κείμενα δοκιμιακού χαρακτήρα. Όλα έχουν ένα twist μέσα τους, μια δόση υπερρεαλιστική που τα απογειώνει και τους αλλάζει κατεύθυνση και προοπτική. Οι αναμνήσεις της βρεφικής ηλικίας ανακατεύονται με τις επαγγελματικές εμπειρίες στις πρεσβείες που υπηρέτησε ή στο Χάρλεμ που δίδασκε για ένα διάστημα, η γεύση του κανταιφιού μπερδεύεται με τη γεύση του χαλβά Φαρσάλων που οδηγεί στον Ιούλιο Καίσαρα και τους στρατιώτες του που θα μεθούσαν με τη τσίκνα των ψητών της περιοχής. Στοχασμοί περί γραφής και ανάγνωσης, για την Αμερική των σπουδών και της επαγγελματικής αποκατάστασης, για την Ελλάδα της επαρχίας.

«ΤΡΑΓΩΔΙΑ & ΚΩΜΩΔΙΑ: Η τραγωδία της ανθρώπινης ζωής είναι ότι πρόκειται για κωμωδία.»

Το «Λεξικό Αναμνήσεων» είναι ένα βιβλίο στο οποίο (δεν μπορείς παρά να) επανέρχεσαι, να μη το αφήνεις να «ξεκουράζεται» στην βιβλιοθήκη σου. Στα λήμματα του δεν θα βρείς απαντήσεις, ούτε επίδειξη γνώσεων όπως στα καθιερωμένα λεξικά που γνωρίζεις. Θα βρείς στοχασμό, ρομαντισμό, αυτοσαρκασμό και μια αβάσταχτη γοητεία της γραφής και του λογοτεχνικού στυλ που θα σε κρατήσουν δεμένο μαζί του για πολλά-πολλά χρόνια.

«ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ: Μετανιώνω που δεν έχω κάνει περισσότερα λάθη.»









 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2014 | Permalink
Ο μυστικός λόγος
Η δεύτερη συγγραφική απόπειρα θεωρείται πάντα κρίσιμη για την καριέρα ενός συγγραφέα, ίσως δυσκολότερη δε από την πρώτη. Όταν λοιπόν με την πρώτη σου προσπάθεια έχεις δημιουργήσει τέτοια αίσθηση, όταν το βιβλίο σου γνωρίζει παγκόσμια κριτική και εμπορική επιτυχία, θέλει πολύ ιδιαίτερο χειρισμό η έκδοση του δεύτερου, τη στιγμή δε που αποφασίζεις ότι αυτό θα είναι συνέχεια του πρώτου τότε το εγχείρημα γίνεται βουνό. Αυτό ήταν λίγο-πολύ το «στοίχημα» για τον νέο συγγραφέα Tom Rob Smith, ο οποίος εντυπωσίασε πριν από μερικά χρόνια με το εξαιρετικό θρίλερ  «ΠΑΙΔΙ 44», το οποίο αποδείχτηκε ότι αποτελεί το πρώτο μέρος μια τριλογίας με τον ίδιο ήρωα, και συνεχίζει στην ίδια πορεία με το δεύτερο μέρος το οποίο έχει ως τίτλο «Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ» (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Ουρ.Παπακωνσταντοπούλου, σελ.585), ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα αγωνίας και δράσης, που στέκεται σχεδόν ισάξια δίπλα στο (μάλλον αξεπέραστο) «Παιδί 44».

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο ίδιος, ο Λέο Ντεμίντοφ και η δράση εκτυλίσσεται σε μια εξόχως ενδιαφέρουσα περίοδο, στο τέλος της Σταλινικής περιόδου και κατά τη διάρκεια της «αποσταλινοποίησης» του καθεστώτος, της ανόδου του Χρουστσόφ στην εξουσία και της Ουγγρικής εξέγερσης κατά της Σοβιετικής κατοχής.
Η ιστορία ξεκινάει με ένα σημαντικό φλασμπάκ στο 1949, όταν σε μια πολύ βίαιη σκηνή ο πράκτορας της κρατικής ασφάλειας Λέο, συλλαμβάνει έναν ιερέα της Ορθόδοξης εκκλησίας και την σύζυγό του (της οποίας ο Λέο ήταν ερωμένος), οι οποίοι στέλνονται στα γκουλάγκ. Ο πραγματικός μυθιστορηματικός χρόνος είναι το 1956 και ο Λέο με την σύζυγό του Ραίσα εχουν υιοθετήσει 2 μικρά κορίτσια, την Ζόγια και την Ελένα, τα οποία επέζησαν από μια επιδρομή των ανδρών του και της (μπροστά στα μάτια τους) εκτέλεσης των γονιών τους. Η Ζόγια, η μεγαλύτερη αρνείται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και ψάχνει την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση από τον Λέο, τον άνθρωπο που τους έχει δώσει στέγη και την (υποτιθέμενη) οικογενειακή ζεστασιά αλλά από την άλλη δεν παύει να είναι ο υπεύθυνος για την ορφάνια της, ενώ η μικρότερη, η Ελένα δείχνει να προσαρμόζεται στη νέα ζωή.
Ο Λέο πλέον, προίσταται του τμήματος ανθρωποκτονιών, μιας υπηρεσίας που την κοιτάνε με μισό μάτι, οι άνθρωποι της KGB. Είναι ακριβώς οι ημέρες που ο Χρουστσόφ ο νέος ηγέτης της ΕΣΣΔ, «ρίχνει μια βόμβα» στο συνέδριο του Κόμματος, με την ομιλία του με τίτλο «Για τις συνέπειες της Προσωπολατρίας» τον περίφημο «Μυστικό Λόγο» ή «Μυστική Έκθεση» (όπως είναι περισσότερο γνωστός) με τον οποίο ουσιαστικά αποκαλύπτει ένα καλά κρυμμένο και φυλαγμένο μυστικό, ότι δηλαδή, ο «Μεγάλος Πατερούλης» ήταν υπεύθυνος για τον εκτοπισμό και τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, για τα γκουλάγκ και τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, για τον μαζικό χαφιεδισμό μιας κοινωνίας φοβισμένης, για τις Δίκες και τις εκτελέσεις.

"-Είμαστε όλοι ένοχοι, σωστά; Και το ξέρει καλά αυτό. Ομολογεί επιλεκτικά. Από πολλές απόψεις, πρόκειται για κλασική κατάδοση. Ο Στάλιν είναι ο κακός - εγώ είμαι ο καλός. Εγώ έχω δίκιο - εκείνοι κάνουν λάθος.
-Παρακινεί τον κόσμο να μισήσει ανθρώπους σαν εμάς - σαν τον Νικολάι κι εμένα. Μας εμφανίζει σαν τέρατα.
- Ή αποδεικνύει ότι όντως είμαστε τέρατα. Βάζω και τον εαυτό μου μέσα, Λέο. Ισχύει για όλους όσοι ανήκουν στο σύστημα, όλους όσοι συμβάλλουν στη λειτουργία του. Και δεν μιλάμε για πέντε έξι ονόματα. Μιλάμε για εκατομμύρια. Ανθρώπους που είτε ενεπλάκησαν ενεργά είτε δια της συνενοχής τους. Έχεις σκεφτεί το ενδεχόμενο ότι οι ένοχοι ξεπερνούν σε αριθμό τους αθώους; Ότι οι αθώοι μπορεί να είναι μειονότητα;"

Ο Λέο βρίσκεται ενώπιον μιας σειράς αυτοκτονιών και ανθρωποκτονιών παλαιών στελεχών της KGB (ακριβέστερα της MGB της υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας που προϋπήρχε της πρώτης), πρώην συναδέλφων του. Στα χέρια τους βρίσκονται αντίτυπα του «Μυστικού Λόγου», και αναφορές στη δράση τους. Σύντομα διαπιστώνει ότι οι συγκεκριμένες περιπτώσεις  δεν ήταν τόσο τυχαίες ο πραγματικός στόχος ήταν εκείνος, καθοδηγούντο δε από μια οργάνωση ανθρώπων του υποκόσμου, με αρχηγό την πρώην ερωμένη του και σύζυγο του ιερέα που είχε συλλάβει, η οποία είχε δραπετεύσει από τα γκουλάγκ και είχε αλλάξει όνομα, από Ανίσγια όπως την ήξερε σε Φράιρα, έχοντας αναπτύξει ηγετικές (και όχι μόνο) ικανότητες παρακινημένη από το μίσος της για τον Λέο, τον άνθρωπο που είχε διαλύσει την οικογένειά της.

"-Τι νόημα έχουν όλα αυτά; ρώτησε ο Λέο.
-Όταν οι αστυνόμοι είναι εγκληματίες, οι εγκληματίες πρέπει να γίνουν αστυνόμοι. Οι αθώοι πρέπει να ζούν υπόγεια μέσα στα σκατά της πόλης, ενώ οι κακοί ζουν σε ζεστά διαμερίσματα. Ο κόσμος έχει έρθει τα πάνω κάτω - εγώ απλώς τον ξαναγυρίζω στη σωστή του θέση."

Σύντομα και σχετικά εύκολα, τα μέλη της οικογένειας του Λέο πέφτουν στα χέρια της συμμορίας και εκείνος καλείται να τους σώσει. Ακολουθεί μια πραγματική οδύσσεια από τα γκουλάγκ της Σιβηρίας μέχρι τους δρόμους της Βουδαπέστης κατά την διάρκεια της Ουγγρικής εξέγερσης. Ο Λέο πνιγμένος από τις ενοχές του παρελθόντος προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα από τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται στα ενδότερα του Κρεμλίνου, την αδίστακτη βία της ομάδας της Φράιρα, το ασίγαστο μίσος της θετής του κόρης της Ζόγια που εκτιμάει περισσότερο την απαγωγέα της από εκείνον, τις δολοπλοκίες πίσω από την πλάτη του. Μυστικά θαμμένα στο παρελθόν βγαίνουν στην επιφάνεια καθώς εκατομμύρια άνθρωποι αίφνης αποκτούν την ελευθερία τους, αρχεία ανοίγονται αλλά το παλιό καθεστώς στέρεα δομημένο δεν επρόκειτο να αφήσει τόσο εύκολα την εξουσία.

Το μυθιστόρημα του Ρομπ Σμιθ ακολουθεί έναν κινηματογραφικό ρυθμό και είναι γεμάτο δράση, διαλόγους, σκηνές εντυπωσιακές, δολοπλοκίες. Ο συγγραφέας αναπαριστά εκπληκτικά τη ζωή στα γκουλάγκ της Σιβηρίας και τις συμπλοκές στους δρόμους της Βουδαπέστης ενώ η παγωμένη και ομιχλώδης ατμόσφαιρα στους δρόμους της Μόσχας σε κατακλύζει στις σκηνές που διαδραματίζονται εκεί. Πατώντας γερά πάνω σε κλασσικούς της περιπετειώδους ή κατασκοπικής λογοτεχνίας όπως τον Κόνραντ και τον Λε Καρέ παραδίδει ενα αριστοτεχνικά σχεδιασμένο και πλήρως καλοκουρδισμένο θρίλερ που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.


Ατομική ενοχή απέναντι στην συλλογική ενοχή. Ποιό είναι το μερίδιο του καθενός που εμπλέκεται ή ζει σε τόσο επικίνδυνους καιρούς; Ο χαρακτήρας του Λέο - ένας ήρωας που κάνει μια από τις αντιπαθέστερες και πιο βρώμικες δουλειές στην ιστορία της λογοτεχνίας, ο οποίος γίνεται συμπαθής, είτε υπό το βάρος των μεγάλων ενοχών που τον κατακλύζουν, είτε με τον προσωπικό του αγώνα για να προστατέψει τους αγαπημένους του κυριαρχεί (όπως και στο "Παιδί 44") στην ιστορία. Το βιβλίο (όπως τα περισσότερα άλλωστε του ιδίου ύφους) έχει υπερβολές υπερηρωισμού σε στύλ "πράκτορα Bourne" και πολλές διακλαδώσεις που σε πνίγουν, αλλά είναι τέτοια η εξέλιξη της ιστορίας και οι πολύ ενδιαφέρουσες ανατροπές που σε ωθούν να παραβλέψεις αυτά που σ'ενοχλούν.
Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος του πρώτου του βιβλίου, κυρίως στην ψυχολογική ένταση που χαρακτήριζε εκείνο αλλά εντυπωσιάζει  η εξαιρετική αναπαράσταση του κλίματος της εποχής, η Οργουελιανή ατμόσφαιρα του πρώτου μισού της ιστορίας και η ένταση του δεύτερου μισού. Περιττό να πω βέβαια ότι ανυπομονώ για την ολοκλήρωση της τριλογίας (το 3ο βιβλίο με τίτλο "Agent 6" κυκλοφόρησε στο εξωτερικό το 2011).





 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 04, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 04, 2014 | Permalink
BOOKTALKS AT AMAGI RADIO - Εκπομπή Σαββάτου 1/2/14
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 1/2/14. 

Στην εκπομπή ακούστηκε ένα διήγημα του Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλου, ποιήματα του C.Milosz, ένα απόσπασμα από το υπέροχο αφήγημα του Στ.Ζουμπουλάκη "Η αδερφή μου" και το ένθετο της εκπομπής "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου". 

Στο δεύτερο μέρος συζητήσαμε με τον δημιουργό των εκλεκτών εκδόσεων "Περισπωμένη", Σωτ.Σελαβή.

Καλή ακρόαση