Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2015 | Permalink
Η ανυπέρβλητη γοητεία της Munro
Όταν θέλω να «επιστρέψω» στην αληθινή λογοτεχνία και στην δύναμη της καθαρής αφήγησης, πιάνω ένα βιβλίο της Alice Munro. Ευτυχώς (για εμάς τους αναγνώστες και οπαδούς της γραφής της), ένα βιβλίο της κάθε χρόνο εκδίδεται στη γλώσσα μας, οπότε η επαφή μας μαζί της είναι συνεχής - εξάλλου δεν πάει πολύς καιρός που ασχολήθηκα με άλλη μια συλλογή διηγημάτων της. Τι καλύτερο λοιπόν από τις ιστορίες της γηραιάς (Καναδάς,1931), αλλά θαλερής συγγραφέως;

Η συλλογή διηγημάτων της, με τον τίτλο «ΑΠΟΔΡΑΣΗ» («Runaway»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη, πρόλογος Jonathan Franzen, σελ. 402), παρουσιάζει τις ίδιες αρετές, με τις προηγούμενες συλλογές, ενώ και οι χαρακτήρες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες διαφορές. Γυναίκες κυρίως οι ηρωίδες, που κάνουν κάτι «ανατρεπτικό» σε κάποια φάση της ζωής τους (συνήθως στη νεότητά τους), και μετά από κάποια χρόνια το θυμούνται και στοχάζονται πάνω σ’αυτό το γεγονός που καθόρισε την ύπαρξή τους. Τοπία του Καναδά, αγροτικές περιοχές με δύσκολη ζωή, μοναξιά στις μεγαλουπόλεις και στο κέντρο των ιστοριών πάντα η ανθρώπινη μοίρα. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, κρατάει απόσταση από τα τεκταινόμενα, παρατηρεί με συμπάθεια και χιούμορ, πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο, εστιάζοντας κυρίως στην ηρωίδα του διηγήματος, περιγράφοντας όμως τις συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή ή στο σπίτι της, επικεντρώνεται στις μικρές καθημερινές στιγμές, στις κινήσεις, στις σκέψεις, στα βλέμματα, σε κάποια κουβέντα που ειπώθηκε, σε κάποια κίνηση που έγινε ή δεν έγινε ποτέ.

8 διηγήματα απαρτίζουν την συλλογή αυτή, σαν μικρές νουβέλες περισσότερο, 40 έως 50 σελίδες το καθένα, ενώ 3 από αυτά έχουν την ίδια ηρωίδα σε διαφορετικές φάσεις της ζωής της, έτσι ώστε θα μπορούσαν να συνθέτουν μια σπονδυλωτή νουβέλα (κάτι που έχει ξανακάνει στο παρελθόν η συγγραφέας σε άλλη συλλογή διηγημάτων). Οι τίτλοι των ιστοριών ενδεικτικοί του ύφους της Μανρό, μονολεκτικοί και λιτοί, "Απόδραση", "Πιθανότητα", "Σύντομα", "Σιωπή", "Πάθος", "Ανομήματα", "Φάρσες", "Δυνάμεις".

Σε όλα τα διηγήματα λίγο πολύ, η ηρωίδα επανεξετάζει τη ζωή της, τα λάθη της, τις ωραίες στιγμές, αυτές που έφυγαν από μπροστά της και για μια κουβέντα τις άφησε να περάσουν, τις ενέργειες που έκανε ενστικτωδώς, η μία, να ακολουθήσει έναν άνδρα στην άκρη του πουθενά επειδή τις μιλούσε για τα αστέρια μια κρύα νύχτα πάνω σε ένα τρένο, η άλλη να φύγει από το σπίτι της και να ξαναγυρίσει σχεδόν αμέσως, ηττημένη και δειλή, μια άλλη να παρεξηγήσει μια κίνηση και να φύγει τρέχοντας μακριά στη μοναδική ίσως ευκαιρία που της παρουσιάστηκε στη ζωή της. Η δυσκολία των ερωτικών αλλά και των οικογενειακών σχέσεων, οι μικροπαρεξηγήσεις, οι συμβιβασμοί, οι σιωπές και οι ενοχές σκιαγραφούνται με ακρίβεια και άφθαστη οικονομία λόγου.

Στην "Απόδραση" δεν υπάρχει κάποιο διήγημα που να ξεχωρίζει εμφανώς όπως στις υπόλοιπες συλλογές της Munro. Ίσως το ομώνυμο όμως ("Η απόδραση") λιτό και περιεκτικό να συμπυκνώνει το έργο της μεγάλης αυτής συγγραφέως. Μια γυναίκα που διατηρεί με τον βίαιο σύζυγό της ένα ράντσο σε μια απόμακρη περιοχή του Καναδά, αποφασίζει να τον εγκαταλείψει. Το ανακοινώνει στην συγγραφέα γειτόνισσά της, η οποία μόλις έχει γυρίσει από ένα μεγάλο ταξίδι μετά τον θάνατο του συζύγου της. Εκείνη την βοηθάει να υλοποιήσει την απόφασή της, ειδοποιεί μια φίλη της στο Τορόντο να την φιλοξενήσει, της δίνει ρούχα, την βάζει στο λεωφορείο κι εκείνη μετά από 3 στάσεις, κατεβαίνει κάτω και γυρίζει πίσω στον σύζυγό της γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται ποτέ να βρει το κουράγιο να ξαναφύγει.

Προσπαθώντας να περιγράψεις τις εξαιρετικές ιστορίες της Munro, αισθάνεσαι ότι κάτι σου ξεφεύγει, ότι χάνουν το νόημά τους. Μόνο διαβάζοντας και νιώθοντας τα διηγήματα μπορείς να καταλάβεις την υποδόρια δύναμή τους, την γοητεία των περιεκτικών προτάσεων της μεγάλης αυτής συγγραφέως. Με 5 λέξεις περιγράφονται καταστάσεις που άλλοι συγγραφείς θέλουν σελίδες επί σελίδων:
"Περιγράφοντας αυτό το πέρασμα, αυτή την αλλαγή στη ζωή της, αργότερα, η Γκρέις ίσως έλεγε - και πράγματι έλεγε - πως ήταν σαν μια πύλη να είχε κλείσει πίσω της με μια κλαγγή. Όμως εκείνη την ώρα δεν ακούστηκε καμιά κλαγγή - η συναίνεση απλώθηκε μέσα της σαν κύμα, τα δικαιώματα αυτών που έμεναν πίσω έσβησαν γλυκά.
Η ανάμνηση αυτής της μέρας παρέμεινε καθαρή και λεπτομερής, μολονότι υπήρχαν παραλλαγές στα σημεία που αναπολούσε κάθε φορά.
Σε κάποια από αυτές τις λεπτομέρειες, όμως, πρέπει να έκανε λάθος."


Το βιβλίο συνοδεύει ένα υπέροχο κείμενο για την Munro που έχει γράψει ο μεγάλος Τζόναθαν Φράνζεν, το οποίο καλύτερα να διαβαστεί μετά την ανάγνωση των διηγημάτων (στο τέλος δηλαδή ως επίμετρο, παρά στην αρχή όπως είναι ως πρόλογος). Ένας συγγραφέας της νεότερης γενιάς που μόνο λιτό και ολιγόλογο δεν τον λες, υποκλίνεται μπροστά στην τελειότητα του ύφους της Καναδής συγγραφέως, την θεωρεί δε ως την "μεγαλύτερη εν ενεργεία πεζογράφο της Βόρειας Αμερικής". "Όταν διαβάζω Μανρό μπαίνω σ'αυτή την κατάσταση ήρεμου στοχασμού όπου σκέφτομαι τη δική μου ζωή: τις αποφάσεις που πήρα, τα πράγματα που έκανα και δεν έκανα, το είδος του ανθρώπου που είμαι, την προοπτική του θανάτου. Ανήκει σ' εκείνη τη χούφτα των συγγραφέων, άλλοι εν ζωή, οι περισσότεροι έχουν πεθάνει, τους οποίους έχω στο μυαλό μου όταν λέω ότι η πεζογραφία είναι η θρησκεία μου. Γιατί όσο είμαι βυθισμένος σ' ένα διήγημα της Μανρό, αποδίδω σε έναν απολύτως φανταστικό ήρωα τον ευλαβικό σεβασμό και το ήρεμο, βαθύ ενδιαφέρον που αποδίδω στον εαυτό μου, στις καλύτερες στιγμές μου ως ανθρώπινου όντος."

Τα παλαιότερα posts μου για την Alice Munro εδώ κι εδώ 




 
Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2015 | Permalink
Σαμουράι στην Γλασκώβη
Το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» του Γκ.Γκ.Μάρκες συναντάει τον «Σαμουράι» (ή «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο») του Ζ.Π.Μελβίλ, στο εξαιρετικό νουάρ αστυνομικό μυθιστόρημα του Σκωτσέζου συγγραφέα Malcolm Mackay (Stornoway,1982), με τίτλο «Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ» («The necessary death of Lewis Winter»), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Άλκ.Τριμπέρη, σελ.295), ένα παράξενο και ιδιαίτερα υποβλητικό (αλλά και επιβλητικό) βιβλίο, που αποτελεί, το πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής «Τριλογίας της Γλασκώβης» του ιδίου.


Ο Λιούις Γουίντερ, πρέπει να πεθάνει. Το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο. Είναι ένας δευτεροκλασάτος κακοποιός, που πάντα βρισκόταν στην δεύτερη γραμμή, ποτέ στην πρώτη. Κάνει εμπόριο ναρκωτικών (όχι μεγάλες ποσότητες, μη φανταστείς), ξενυχτάει και πίνει με την πεταχτούλα και πολύ σέξι Ζάρα με την οποία συμβιώνει, και φαίνεται να ετοιμάζει μια μεγάλη δουλειά. Αυτό έχει ενοχλήσει σφόδρα τον «νονό» Πήτερ Τζέιμσον, ο οποίος θεωρεί ότι με την δολοφονία του Γουίντερ θα δοθεί ένα μήνυμα από την «Οργάνωση» προς όποιον τολμήσει να ξεμυτίσει και να κουνηθεί λίγο παραπάνω. Ο αρχιεκτελεστής της Οργάνωσης, Φρανκ ΜακΛίοντ, υποβλήθηκε πρόσφατα σε επέμβαση ισχύου, είναι και εξηντάρης, οπότε κατόπιν σύστασής του, επιστρατεύεται ένα νέο φυντάνι που έχει βγει στην πιάτσα με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ο Κάλουμ ΜακΛίν, ανεξάρτητος killer κάτω από 30 χρονών που ζει μόνος σε ένα διαμέρισμα της Γλασκώβης, δεν κάνει παρέα με κανέναν και αρνείται να ενταχθεί σε κάποια οργάνωση, αναλαμβάνοντας δουλειές «κατ’ αποκοπή», τις οποίες φέρνει εις πέρας με αξιοθαύμαστη ικανότητα. Η συμφωνία κλείνει με συνοπτικές διαδικασίες και η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του Λιούις Γουίντερ έχει αρχίσει.

«Ένα νεύμα του κεφαλιού κλείνει τη συμφωνία. Χωρίς χειραψία, δεν είναι απαραίτητη. Έτσι κι αλλιώς δεν βρίσκονται σε λέσχη ευγενών. Αυτή δεν είναι συμφωνία ευγενών. Είναι δουλειά. Ο Κάλουμ συμφώνησε σε αυτό. Αν αποτύχει, τότε μάλλον θα τιμωρηθεί. Δεν θα δολοφονηθεί. Αν σκοτώσεις κάποιον για την αποτυχία του, ποιος άλλος θα θελήσει να δουλέψει για σένα; Παρ’ όλα αυτά τον κάνεις πέρα. Του κάνεις τη ζωή δύσκολη. Ο Κάλουμ το ξέρει αυτό. Το έχει δει να συμβαίνει σε άλλους. Έχει συμβεί σε ταλαντούχους ανθρώπους. Ως επί το πλείστον συμβαίνει σ’ αυτούς που έχουν μεγάλο στόμα, στους βλάκες που νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά, αλλά δεν μπορούν. Είναι εύκολο να σκοτώσεις έναν άνθρωπο. Είναι δύσκολο να σκοτώσεις έναν άνθρωπο καλά. Αυτοί που το κάνουν καλά το ξέρουν αυτό. Αυτοί που το κάνουν λάθος το μαθαίνουν με τον άσχημο τρόπο. Ο άσχημος τρόπος έχει συνέπειες. Ακόμη και οι ταλαντούχοι πρέπει να είναι προσεκτικοί με αυτό το γεγονός.»

Ο Κάλουμ ΜακΛίν είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος. Ξέρει ότι θα τα καταφέρει στην δουλειά που ανέλαβε, επίσης ξέρει ότι πίσω από αυτήν μπορεί να κρύβεται μια μεγαλύτερη και πιο δεσμευτική συνεργασία και αυτό τον προβληματίζει αλλά δεν θα τον εμποδίσει στο να αφοσιωθεί μέχρι κεραίας στο πρότζεκτ «Λιούις Γουίντερ». Ο Κάλουμ είναι σιωπηλός και αινιγματικός, εσωστρεφής και μονήρης. Προετοιμάζει την δουλειά με απόλυτη ακρίβεια. Εξονυχιστική παρακολούθηση του υποψήφιου θύματος, επιλογή της ώρας και του τρόπου, κανένα συναίσθημα δεν επιτρέπεται, καμία αμφιβολία ακόμα και την στιγμή που θα στέκεσαι απέναντι σ’ αυτόν που θα σκοτώσεις. Καθαρίζεις τα ίχνη (αν έχεις αφήσει), προσέχεις όλες τις κινήσεις σου ακόμα και τις πιο αδιάφορες, κάνεις τη δουλειά. Και μετά περιμένεις την ανταμοιβή σου, δεν βιάζεσαι, δεν τηλεφωνείς, δεν κάνεις κάτι έξω από την καθημερινότητά σου. Απλά περιμένεις…

«Είναι μοναχική δουλειά. Αν θέλεις να την κάνεις καλά, τότε πρέπει να μάθεις να δουλεύεις μόνος σου. Πρέπει να μάθεις να ζεις μόνος σου. Πρέπει να είσαι μοναχικός άνθρωπος. Οι καλύτεροι εκτελεστές έτσι είναι, όλοι. Γίνεται δυσκολότερο όσο μεγαλώνεις. Η ανάγκη να έχεις άλλους ανθρώπους γύρω σου. Η ανάγκη να ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό σου.»

Απλό και αποστασιοποιημένο ύφος, διαύγεια χαρακτήρων και μια ατμόσφαιρα αναμονής που ενισχύεται με την εμμονή στη λεπτομέρεια και τις στακάτες μικρές προτάσεις, χαρακτηρίζουν την πολύ ενδιαφέρουσα γραφή του Mackay. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα είναι στα πρόσωπα και στις κινήσεις τους, όχι στην πόλη που είναι ένα αδιάφορο και ψυχρό σκηνικό που θα μπορούσε να ήταν οπουδήποτε στη Σκωτία.
Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο ψυχρός και ανέκφραστος εκτελεστής Κάλουμ ΜακΛίν που διαβάζει Σόμερσετ Μωμ και παίζει βιντεοπαιχνίδια, η μοιραία και παμπόνηρη Ζάρα, οι αστυνομικοί που εμπλέκονται στην ιστορία, άλλοι διεφθαρμένοι, άλλοι με διάθεση να επιλύσουν μια υπόθεση που φαίνεται απλή αλλά δεν είναι κυριαρχούν στην ιστορία.


Η ένταση του βιβλίου, είναι υποβόσκουσα αλλά ιδιαίτερα υποβλητική. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος εξάλλου είναι «όλα τα λεφτά», ενώ η δράση διεξάγεται  συνήθως τη νύχτα και οι δρόμοι είναι άδειοι, η πόλη είναι έρημη, όλα ταιριάζουν σε σκηνικό φόνου και μυστηρίου.
Ο Mackay περιγράφει με συμπάθεια τους ήρωές του, η γραφή του υιοθετεί έναν κινηματογραφικό τρόπο αφήγησης των γεγονότων ή των συναισθημάτων, καθώς φαίνεται σαν να χρησιμοποιεί μια κάμερα με γενικά και κοντινά πλάνα που εισέρχονται στην κάθε λεπτομέρεια των πράξεων αλλά και των κινήσεων των ηρώων του.

Η συνέχεια με τα υπόλοιπα μέρη της «Τριλογίας της Γλασκώβης» αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον. 


 
Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2015 | Permalink
Επικίνδυνοι έρωτες
Το ωραίο μυθιστόρημα "ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΡΕΖΑ" ("Ultimas tardes con Teresa") του Καταλανού συγγραφέα Juan Marse (Βαρκελώνη, 1933), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Μ.Παλαιολόγου, σελ. 539), το οποίο μεταφράστηκε με μεγάλη καθυστέρηση (σχεδόν 50 χρόνων) στη χώρα μας (πρωτοεκδόθηκε στην Ισπανία το 1966), θεωρείται ως ένα από τα πλέον εμβληματικά βιβλία της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας, πόσο μπορεί όμως να αγγίξει πραγματικά τον σημερινό (και ακόμα περισσότερο τον νεότερο ηλικιακά) αναγνώστη (παρά την δεδομένη και ολοφάνερη αξία του), με τον αργόσυρτο ρυθμό του, τον νατουραλισμό και το ευδιάκριτο πολιτικό του πλαίσιο είναι ένα θέμα προς συζήτηση.


Βαρκελώνη μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '50. Με την Φρανκική δικτατορία να βρίσκεται κοντά στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της στην εξουσία, και με τις πληγές του μακροχρόνιου εμφύλιου να μην έχουν κλείσει ακόμα, οι ταξικές διαφορές είναι εμφανείς σε μια πόλη που αναπτύσσεται και που οι Ευρωπαϊκές επιρροές είναι έντονες στη φοιτητική νεολαία. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Μανόλο ή "Ψευτοκυριλές", ένας πανέμορφος, μαυριδερός (σχεδόν σαν τσιγγάνος) νεαρός άνδρας που κατάγεται από την περιοχή της Μούρθια και ζει κάνοντας μικροκλοπές για έναν μυστηριώδη κλεπταποδόχο, γνωστό ως "Καρδινάλιο", ο οποίος μαζεύει γύρω του νεαρούς της φτωχικής (σχεδόν σαν φαβέλα) συνοικίας του Μόντε Καρμέλο. Ο Μανόλο είναι ο εκλεκτός του, άσος στην κλοπή μοτοσυκλετών, πάντα καλοντυμένος και περιποιημένος δεν δυσκολεύεται να χωθεί σε μια δεξίωση που δίνεται σε μια αριστοκρατική κατοικία. Εκεί γνωρίζει την Μαρούχα, όμορφη μελαχρινή που υποκύπτει αμέσως στην γοητεία του.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Μανόλο και η Μαρούχα γίνονται εραστές, όταν όμως εκείνη τον βάζει κρυφά στο δωμάτιο της πολυτελούς εξοχικής βίλας που διαμένει, ο "λατίνος εραστής" συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται στο δωμάτιο μιας καμαριέρας. Του λέει ότι είναι στην υπηρεσία της αριστοκρατικής οικογένειας Σερράτ και ότι με την κόρη τους, την Τερέζα είχαν κάνει παρέα όταν ήταν παιδιά, τώρα είναι στην υπηρεσία της, αλλά οι σχέσεις τους δεν είναι τυπικές. Η απογοήτευση του Μανόλο ήταν μεγάλη, αλλά πρόσκαιρη, διότι τα θέλγητρα της Μαρούχα ήταν αρκετά, και η σεξουαλική συνεύρεση όχι κάτι το σύνηθες να βρεις εκείνη την εποχή, οπότε ο δεσμός των δύο νέων, περισσότερο σεξουαλικός παρά συναισθηματικός συνεχίζεται, μέχρι το μοιραίο βράδυ που η Μαρούχα χάνει τις αισθήσεις της, ο Μανόλο φεύγει πανικόβλητος από το δωμάτιο και η Τερέζα που διασκέδαζε με έναν φίλο της στην πισίνα του σπιτιού, την μεταφέρει στο νοσοκομείο.

Η Μαρούχα πέφτει σε κώμα και η Τερέζα ξημεροβραδιάζεται στο προσκέφαλό της, ενώ ειδοποιεί τον Μανόλο (γνώριζε βέβαια για την σχέση της καμαριέρας της μαζί του), ο οποίος αρχίζει κι αυτός να επισκέπτεται καθημερινά το νοσοκομείο. Η Μαρούχα δεν παρουσιάζει σημεία αφύπνισης, ενώ η Τερέζα και ο Μανόλο έρχονται όλο και πιο κοντά. Η ξανθιά Τερέζα είναι μια εντυπωσιακή και ατίθαση νεαρή κοπέλα, που σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, μάχεται (όσο μπορεί δεδομένης της σκληρής δικτατορίας) για τις ιδέες της και ανακατεύεται με τις φοιτητικές οργανώσεις, έχει δε μια χαλαρή σχέση με τον συμφοιτητή της Λουίς, που ηγείται της οργάνωσης. Γοητεύεται από τον Μανόλο, όχι μόνο από την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά και από αυτό που πιστεύει ότι εκείνος αντιπροσωπεύει, την εργατική τάξη που δουλεύει σκληρά και δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται και βολτάρουν στις λεωφόρους της Βαρκελώνης και των προαστίων με το διθέσιο αυτοκίνητο της Τερέζας, αλλά όσο έρχονται πιο κοντά ο ένας στον άλλον, οι ταξικές διαφορές, η εμφανής οικονομική δυσπραγία του Μανόλο που προσπαθεί να κόψει τις μικροκλοπές, κάνουν τα προβλήματα να  αυξάνουν και το τέλος θα είναι δραματικό, όπως μπορεί ο καθένας να φανταστεί.


Η αδιέξοδη αλλά θυελλώδης σχέση της Τερέζας με τον Μανόλο περιγράφεται εξαιρετικά από τον Μαρσέ με κινηματογραφικού ύφους εικόνες και σκηνές, ενώ οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες των δύο νέων (κυρίως αυτός του "Ψευτοκυριλέ" Μανόλο) είναι αλησμόνητοι και πολύ δυνατοί. Εύστοχα πολιτικά σχόλια και χιούμορ χαρακτηρίζουν επίσης, το μυθιστόρημα. Η "προοδευτική" μεγαλοαστική τάξη, που έλκεται από το γκροτέσκο και το περίεργο και δήθεν νοιάζεται για τους κοινωνικούς αγώνες, περνάει με ακρίβεια, από την διεισδυτική πένα του Καταλανού συγγραφέα, ενώ από την άλλη ο Μαρσέ, στέκεται με τρυφερότητα στην λούμπεν γειτονιά του Μόντε Καρμέλο με τους λαϊκούς τύπους και τον κόσμο που κάνει τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί.

Είναι πολύ γοητευτική η απεικόνιση της Βαρκελώνης την δεκαετία του 50, οι συζητήσεις, οι διαδρομές με το διθέσιο της Τερέζας, αλλά το μυθιστόρημα είναι σε πολλά σημεία του φλύαρο (σε βαθμό κουραστικό) και μάλλον παλαιικό. Εν κατακλείδι είναι ένα ωραίο και ευκολοδιάβαστο (παρά τον όγκο του) βιβλίο που δεν το διαβάζεις για την εξέλιξη της ιστορίας αλλά για την ατμόσφαιρα που έχει και η οποία κερδίζει τον αναγνώστη, αν και εκείνο που μένει εντονότερα στο μυαλό του είναι οι ακαταμάχητες και τόσο σαγηνευτικές μορφές του Μανόλο και της Τερέζας, οι ταξικές αντιθέσεις σε μια καταπιεσμένη και υποκριτική κοινωνία και το υπέροχο πικρό φινάλε που ολοκληρώνει το δράμα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί (ότι και να κάνει) να υπερβεί τα ταξικά του όρια.

Υ.Γ. Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε με σχετική επιτυχία στην μεγάλη οθόνη, το 1984 από τον Ισπανό σκηνοθέτη Gonzalo Herralde





 
Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2015
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2015 | Permalink
Αχιλλέας Κυριακίδης: "Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας" και "Μουσική και άλλα πεζά"
«Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει»


Εραστής της μικρής φόρμας και της υπαινικτικής γραφής ο συγγραφέας, μεταφραστής, σκηνοθέτης (και πολλά άλλα), Αχιλλέας Κυριακίδης (Κάιρο,1946) με την έκδοση δύο βιβλίων του μέσα σε λίγους μήνες, και τα οποία, αφορούν παλαιότερες δουλειές του, έρχεται να τονίσει την μοναδικότητά του στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Οι έξοχες «Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας» (Εκδ. Κίχλη, σελ.45), μια έκδοση με αφορισμούς και θραύσματα σκέψεων και συζητήσεων είναι ένα λογοτεχνικό «παιχνίδι» ενώ η θαυμάσια «Μουσική και άλλα πεζά» (Εκδ. Πατάκης, σελ.407), είναι μια γνωριμία του νεότερου κοινού που γνώρισε τον Κυριακίδη μέσα από τις πρόσφατες δουλειές του, με το παλαιότερο συγγραφικό του έργο και πιο συγκεκριμένα της περιόδου 1973-1995.

«Η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα. Η κακή λογοτεχνία τα απαντά.»

Οι «Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας», είναι ένας μικρός σε όγκο τόμος, αλλά πολύ μεγάλος σε ουσία, που περιέχει τις σκέψεις και τις ανησυχίες ενός σύγχρονου αναγεννησιακού διανοητή. Σημειώσεις για την λογοτεχνία, την γραφή, τον κινηματογράφο και την σχέση του με την λογοτεχνία, την κριτική, την μετάφραση, την ποίηση, με ένα ύφος άλλοτε ανάλαφρο και παιγνιώδες, άλλοτε στοχαστικό και κρυπτικό, άλλοτε αμφίσημο, άλλοτε ξεκάθαρο.
Ο Κυριακίδης υπερασπίζεται την μικρή φόρμα, το διήγημα έναντι του ογκώδους μυθιστορήματος, το τονίζει αυτό με φράσεις που τον σημάδεψαν – χωρίς να αρνιέται βέβαια την δύναμη των μυθιστορημάτων. Έτσι κι αλλιώς, η αγάπη για την λογοτεχνία διαπερνάει τις σελίδες του μικρού αυτού βιβλίου.

«Ξαναδιαβάζω ένα βιβλίο για να ξαναβρώ μέσα του εκείνον τον παλιό αναγνώστη του που κάποτε έκλεισε τρέμοντας τη Δίκη, συμπόνεσε τον Πρόξενο Φέρμιν, ταυτίστηκε με τον μπορχεσιανό ήρωα του «Νότου», ερωτεύτηκε σφοδρά την Έμμα κι έκλαψε με λυγμούς όταν τελείωσε το Εκατό χρόνια μοναξιά γιατί δεν θα το διάβαζε ποτέ για πρώτη φορά.»

Πολλές από τις σκέψεις και του αφορισμούς, έχουν πρωτοδημοσιευτεί σε βιβλία και σε συνεντεύξεις του Κυριακίδη. Αρκετά από αυτά στην εξαιρετική «Μικρή Περιοχή» που είχε εκδοθεί πριν από μερικά χρόνια, άλλα σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν χάνουν όμως την αξία τους και μπορούν να διαβαστούν ανά πάσα στιγμή, αποσπασματικά ή όχι, σε διαλείμματα από άλλες αναγνώσεις. Κάθε αφορισμός είναι και μια πρόκληση για σκέψη, για γόνιμο προβληματισμό, για συζήτηση.

«Κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό έργο είναι σαν τη μουσική: δεν μπορείς να το αφηγηθείς.»

Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνία τόσο γνώριμα στο έργο του Κυριακίδη, υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό στις «Σημειώσεις…». Ο αναγνώστης δεν νιώθει ότι έχει μπροστά του, έναν άνθρωπο που θέλει να φαίνεται σοφός και να του κουνήσει το δάχτυλο με διδαχές ή έναν άνθρωπο που θέλει να του πει εξυπνάδες και ευφυολογήματα, αλλά έναν συγγραφέα που ψάχνει, αναρωτιέται, προβληματίζεται για την τέχνη του, είτε αυτή λέγεται σκηνοθεσία ταινιών μικρού μήκους, είτε μετάφραση, είτε γράψιμο ενός βιβλίου. Το μικρό βιβλιαράκι-κομψοτέχνημα (εξάλλου οι εκδόσεις Κίχλη είναι εγγύηση καλαισθησίας), αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα για όποιον ενδιαφέρεται για την (καλή) λογοτεχνία.

« «Για χρόνια πλάγιαζε νωρίς, αλλά ένα πρωί, πριν ο πατέρας του τον πάει να πρωτοδεί τον πάγο, ξύπνησε μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο μαμούνι» : Δεν ξέρω αν είμαι ως αναγνώστης αυτό που λένε «επαρκής», ξέρω όμως ότι είμαι επαρκώς φετιχιστής.»

Στην «Μουσική και άλλα πεζά», την συλλογή που περιέχει διηγήματα του Κυριακίδη από τα έργα του που κυκλοφόρησαν στην εικοσαετία 1973-1995, παρακολουθούμε την διαδρομή του συγγραφέα προς την ωριμότητα που κατέκτησε με την έξοχη νουβέλα, "360", που κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση χρόνο. Στον τόμο λοιπόν αυτόν, υπάρχουν 5 συλλογές διηγημάτων, οι 2 από αυτές, οι παλαιότερες, η "Διαφάνεια" του 1973, και, τα "Στοιχεία ταυτότητος" του 1977 δεν περιέχονται ολόκληρες αλλά έχει γίνει ανθολόγηση των κειμένων που χρησιμοποιούνται, ενώ οι συλλογές "Πληθυντικός μονόλογος" του 1984, "Διεστραμμένες ιστορίες" του 1988 και η "Μουσική" του 1995 παρουσιάζονται στην ολοκληρωμένη τους μορφή.

Διαβάζοντας αυτές τις 5 συλλογές διηγημάτων αντιλαμβάνεται κανείς, τον λογοτεχνικό κόσμο του Κυριακίδη, τις συγγραφικές επιρροές του, τις εμμονές και την μανία για την τελειότητα και την αφαίρεση που τον διακρίνει. Οι συλλογές διηγημάτων παρουσιάζονται σε αντίστροφη σειρά, δηλαδή πρώτα βλέπουμε την πιο σύγχρονη "Μουσική" και προχωράμε προς τα πίσω στον χρόνο καταλήγοντας στα κείμενα της "Διαφάνειας". Θα το ερμηνεύσω ως άλλο ένα παιχνίδι από αυτά που συνηθίζει να παίζει ο συγγραφέας με την γνωστή χιουμοριστική διάθεση και τον αυτοσαρκασμό που τον χαρακτηρίζει.

Κάφκα, Καμύ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Βασιλικός, Καλβίνο, Περέκ, Κενό, διακρίνονται μέσα στις επιρροές που ξεχωρίζουν στις πρώιμες συλλογές του Κυριακίδη. Το "παράλογο" και η "παραδοξολογία" είναι εμφανή στο έργο του από νωρίς, ξεφεύγοντας όμως από το γνώριμο για την δεκαετία του '70 σουρεαλιστικό ύφος.  Συμφωνώντας με τον κριτικό λογοτεχνίας Αριστ.Σαΐνη (ο οποίος έγραψε ένα εξαιρετικό επίμετρο με το οποίο κλείνει ο τόμος), θα τολμήσω να πω ότι ο Κυριακίδης ήταν Μπορχεσικός προτού γνωρίσει τον Μπόρχες. Δείγματα αυτής της επιρροής (που γίνεται έντονη μετά την δεκαετία του '80) υπάρχουν και στα διηγήματα των συλλογών της δεκαετίας του '70 προτού καν ασχοληθεί με τις μεταφράσεις των έργων του μεγάλου Αργεντίνου, απλά η γνωριμία με το έργο του Μπόρχες, μπορούμε να πούμε ότι "ήρθε κι έδεσε" δημιουργικά και σχεδόν αυτόματα.

Με μουσικές επιρροές από την παιδική του ηλικία, οι οποίες είναι εμφανείς σε όποιον παρακολουθεί την συγγραφική του πορεία, ο Κυριακίδης στην συλλογή διηγημάτων "Μουσική" (1995) με την οποία ανοίγει ο τόμος, σε μικρά πεζογραφικά διαμαντάκια, ασχολείται με τον Μπαχ, την Τζαζ, τον Πάχελμπελ και τον Κανόνα του, την Όπερα, τον Ντίλαν, τον Τριφό. Σε ένα πανόραμα λόγου και εικόνας μας μεταφέρει στο δικό του σαγηνευτικό σύμπαν από το οποίο χρειάζεται πολλή (και μεγάλη) προσπάθεια να ξεφύγεις. Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει μερικά αλησμόνητα διηγήματα με αγαπημένο μου, το μοναδικό (και απόλυτα Μπορχεσικό) "Cadenza" που παραθέτω αυτούσιο.

«Cadenza
Ιδέα για διήγημα

Ένας άνθρωπος καταδικάζεται για ένα έγκλημα που (όση σημασία κι αν έχει αυτό) δεν διέπραξε. Μετά από πολλά χρόνια στη φυλακή, του συμβαίνει αυτό που προοιωνίζονταν οι χειρότεροι εφιάλτες του: τον ξέχασαν όλοι. Δεν έχει πια επισκέψεις, οι συγκρατούμενοι τον αγνοούν, οι φύλακες προσπερνούν το κελί του σαν να μην υπάρχει. Ο διευθυντής των φυλακών αναγκάζεται να τον ελευθερώσει "ελλείψει φακέλου". Βγαίνει κι είναι σαν χαμένος, δεν ξέρει που να πάει. Δε βρίσκει φίλους, συγγενείς, τίποτα. Ξέρει πως έχει χρέος να ζήσει, αλλά δεν ξέρει πια πως. Σταματά ένα ταξί και ζητά απ' τον οδηγό να τον ξαναπάει πίσω στη φυλακή. Ο ταξιτζής τον παίρνει για τρελό: η φυλακή αυτή έχει κατεδαφιστεί χρόνια εκατό και βάλε.»

Στις εκπληκτικές «Διεστραμμένες ιστορίες» του 1988, η χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα, είναι έντονη και κυριαρχεί στο υπόβαθρο αυτών των 19 μικρών παιγνιωδών κειμένων που απαρτίζουν τη συλλογή. Ο Μινώταυρος είναι ερωτευμένος με την Αριάδνη και σπάει το κεφάλι του Θησέα, η Πηνελόπη περιπλανιέται και ο Οδυσσέας περιμένει ενώ ο Παρασκευάς σκοτώνει τον Ροβινσώνα, ο Άβελ είναι ένας αιμοσταγής δολοφόνος κι ο Ιωνάς ξερνάει από μέσα του το κήτος. Η «παραχάραξη» της ιστορίας ή τι υπάρχει πίσω από τον καθρέφτη, σ’αυτήν την γοητευτική  και «διαφορετική» ιστορική καταγραφή.

«…τώρα μας μένει πια μονάχα μια δοκιμασία κι ύστερα δε με δένει τίποτα, τους δραπετεύω και σε παίρνω όπου μας βγάλει, μόνο που τώρα πρόσεξε μ’αυτόν τον ξένο, πες του πως θα τον βοηθήσεις να με βρει, πως θα του μάθεις όλα τα περάσματα και τις στοές, κι εγώ θ’ακούσω φως μου αν διπλανασάνεις, που θα σημαίνει σήμερα, και τότε θα τον περιμένω στη μικρή στροφή, κι όπως θα μπαίνει κορδωτός κι ανυποψίαστος χάρη σ’εκείνους τους ψευτοχρησμούς που του’δωσες, θα λιώσω το κεφάλι του με μια κοτρόνα, κι αυτά που ήξερε για ημίθεους να τα ξεχάσει. Καλή αντάμωση, μικρό μου. Μινώταυρος.»

Στον «Πληθυντικό μονόλογο» του 1985, την πιο έντονα Μπορχεσική συλλογή διηγημάτων/ιστοριών του Κυριακίδη, υπάρχουν έντονα όλα εκείνα τα στοιχεία της επιρροής του Αργεντίνου συγγραφέα. Οι καθρέφτες, ο «άλλος», το θέμα της ταυτότητας, οι «χαμένες» λέξεις, το παιχνίδι με τον χρόνο.

Οι δύο συλλογές της δεκαετίας του ’70 που ιστορίες τους ανθολογούνται στην «Μουσική και άλλα πεζά», δηλαδή τα «Στοιχεία ταυτότητος» του ’77 και η «Διαφάνεια» του ’73, καθορίζονται από την ατμόσφαιρα την οποία φτιάχνει ο Κυριακίδης. Το Καφκικό σύμπαν και το παράδοξο με τα ασυνήθιστα γεγονότα που συμβαίνουν απηχούν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των χρόνων της Χούντας (τουλάχιστον στην «Διαφάνεια») ενώ είναι έντονο το κινηματογραφικό ύφος του συγγραφέα.

«Όλα έχουν ειπωθεί, κι εμείς δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο απ’το να τα επαναλαμβάνουμε – με παραλλαγές.» Χ.Λ.Μπόρχες

Είναι υπέροχα και τα 2 βιβλία. Η «Μουσική και άλλα πεζά» και οι «Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας» χαρίζουν αξέχαστες αναγνωστικές στιγμές στον αναγνώστη. Ακόμα κι αυτός που δεν έχει διαβάσει ποτέ του κείμενα του Αχιλλέα Κυριακίδη, θα ενθουσιαστεί (ίσως και παραπάνω από τον «υποψιασμένο» αναγνώστη), θα «κολλήσει», θα γυρίσει πίσω τις σελίδες να ξαναδιαβάσει κάτι που του έκανε εντύπωση και δεν φεύγει από το μυαλό του. Άψογος μινιμαλιστής με εντυπωσιακή οικονομία λόγου, ο Κυριακίδης ανακατεύει δημιουργικά τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία, τη μουσική και «βυθίζει» τον αναγνώστη του σε ένα αλησμόνητο ταξίδι των λέξεων.

«Αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα.»


Ακούστε το podcast της συζήτησης μου με τον Αχιλλέα Κυριακίδη στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio. Η συζήτηση έγινε το Σάββατο 27/6, και διήρκεσε μια ώρα. Ήταν η τελευταία εκπομπή της σεζόν, με την οποία ολοκληρώθηκε και ο τριετής κύκλος των εκπομπών Booktalks στην φιλόξενη συχνότητα του Amagi radio 




 
Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2015 | Permalink
Άγρια ήπειρος
Δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β παγκόσμιου πολέμου. Δεν μας έχει απασχολήσει (τουλάχιστον τους περισσότερους από εμάς), τι συνέβη στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Γερμανικό ζυγό, τους μήνες που ακολούθησαν την απελευθέρωσή τους. Οι εικόνες που έχουμε συγκρατήσει από επίκαιρα ή φωτογραφίες της εποχής, είναι, από ζευγάρια που φιλιούνται, στρατεύματα που τα υποδέχονται οι κάτοικοι ραίνοντας τους στρατιώτες με λουλούδια. Η πραγματικότητα όμως ήταν τελείως διαφορετική και ο Βρετανός ιστορικός Keith Lowe, στο αριστουργηματικό του βιβλίο «ΟΛΕΘΡΟΣ, η Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» («Savage Continent»), (Εκδ.Ψυχογιός, μετάφρ. Ι.Χαλαζιάς, σελ.558), μας μεταφέρει με γλαφυρό και πολύ αναλυτικό τρόπο σε μια κατάσταση πολύ διαφορετική από αυτή που είχαμε στο μυαλό μας.


«Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς θεσμούς. Είναι ένας κόσμος όπου τα σύνορα μεταξύ των χωρών δείχνουν να έχουν διαλυθεί, αφήνοντας ένα συμπαγές, ατελείωτο τοπίο πάνω στο οποίο οι άνθρωποι ταξιδεύουν ψάχνοντας για κοινότητες που δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχουν πλέον κυβερνήσεις, είτε σε εθνικό είτε ακόμη και σε τοπικό επίπεδο. Δεν υπάρχουν σχολεία ή πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες ή αρχεία, καμία πρόσβαση σε καμία απολύτως πληροφορία. Δεν υπάρχει κινηματογράφος και θέατρο, και σίγουρα όχι τηλεόραση. Το ραδιόφωνο λειτουργεί περιστασιακά, αλλά το σήμα είναι μακρινό και σχεδόν πάντα σε κάποια ξένη γλώσσα. Κανείς δεν έχει δει εφημερίδα επί εβδομάδες. Δεν υπάρχουν σιδηρόδρομοι ή μηχανοκίνητα οχήματα, δεν υπάρχουν τηλέφωνα ή τηλεγραφεία, ταχυδρομεία, καμία απολύτως επικοινωνία εκτός από όσα περνούν από στόμα σε στόμα.
Δεν υπάρχουν τράπεζες, αλλά αυτό δεν είναι και μεγάλο δυστύχημα αφού το χρήμα δεν έχει πλέον καμία αξία. Δεν υπάρχουν καταστήματα διότι κανείς δεν έχει τίποτα να πουλήσει. Τίποτα δεν φτιάχνεται εδώ: τα μεγάλα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις που υπήρχαν έχουν όλα καταστραφεί ή αποσυναρμολογηθεί, όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα άλλα κτίρια. Δεν υπάρχουν εργαλεία, εκτός από εκείνα που μπορούν να ξεθαφτούν κάτω από τα ερείπια. Δεν υπάρχουν τρόφιμα.
Ο νόμος και η τάξη είναι σχεδόν ανύπαρκτα διότι δεν υπάρχει αστυνομική δύναμη και σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Σε μερικές περιοχές δε φαίνεται πλέον να υπάρχει καμία σαφής αίσθηση για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Οι άνθρωποι παίρνουν μόνοι τους ότι θέλουν δίχως να λογαριάζουν ιδιοκτησία – πράγματι, η ίδια η αίσθηση της ιδιοκτησίας έχει εν πολλοίς εξαφανιστεί. Τα αγαθά ανήκουν μόνο σ’εκείνους που είναι αρκετά δυνατοί για να τα κρατήσουν και σ’εκείνους που είναι πρόθυμοι να τα περιφρουρήσουν με τη ζωή τους. Άνθρωποι με όπλα περιδιαβαίνουν τους δρόμους παίρνοντας ότι θέλουν και απειλώντας όποιον βρεθεί μπροστά τους. Γυναίκες όλων των τάξεων και ηλικιών εκδίδονται για φαγητό και προστασία. Δεν υπάρχει ντροπή. Δεν υπάρχει ηθική. Υπάρχει μόνο η επιβίωση.»

Αυτό λίγο-πολύ το βιβλικό τοπίο καταστροφής περιγράφει ο Lowe σε αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο-μελέτη, το οποίο αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος αφορά την «Κληρονομιά του πολέμου» με 7 κεφάλαια που ενδεικτικά τιτλοφορούνται: «Υλική καταστροφή», «Απουσία», «Εντοπισμός», «Λιμός», «Ηθική καταστροφή», «Ελπίδα», «Τοπίο χάους». Το δεύτερο μέρος έχει τον τίτλο «Εκδίκηση» και είναι μια σκληρή περιγραφή εγκλημάτων, στυγερών φόνων κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, βιαιοπραγιών σε βάρος γυναικόπαιδων, μιας αχαλίνωτης δίψας για αίμα. Το τρίτο μέρος έχει τίτλο «Εθνοκάθαρση» και ο συγγραφέας αφηγείται τις μικρές και μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών ή μαζικών δολοφονιών που συνέβησαν στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία κυρίως) και που είχαν σαν στόχο την εκδίωξη ολόκληρων κοινοτήτων από τα εδάφη στα οποία κατοικούσαν επί αιώνες όπως και την μαζική φυγή των εναπομεινόντων Εβραίων από την Ευρώπη. Το τέταρτο μέρος έχει τίτλο «Εμφύλιος πόλεμος» και μιλάει για τους διάφορους και αρκετούς εμφυλίους στις χώρες της Ευρώπης μετά την λήξη του πολέμου, ανάμεσα τους και ο δικός μας μακροχρόνιος εμφύλιος.


Ουσιαστικά "Ο όλεθρος", είναι μια απαρίθμηση αδικιών και εγκλημάτων, μια καταγραφή της ανθρώπινης κτηνωδίας και είναι ότι πιο λεπτομερές έχω διαβάσει για αυτά τα γεγονότα. Οι πόλεις της Ευρώπης ουσιαστικά δεν υπήρχαν μετά το τέλος του πολέμου. Το 84% των κτιρίων της Βουδαπέστης, είχαν υποστεί ζημιές, το 30% ήταν ακατοίκητα, το 80% του Μινσκ είχε καταστραφεί, η Καέν στη Γαλλία είχε ισοπεδωθεί αφού το 75% της πόλης εξαφανίστηκε από τους βομβαρδισμούς, το Κλάιντμπανκ, μια κωμόπολη στα προάστεια της Γλασκώβης είχε μόνο 8 από τα 12.000 σπίτια του ανέπαφα! Δεν μιλάμε βεβαίως για πόλεις σαν την Δρέσδη, το Στάλινγκραντ, την Σεβαστούπολη, το Αμβούργο που είχαν ολοκληρωτικά καταστραφεί. 18 με 20 εκατομμύρια Γερμανοί είχαν μείνει άστεγοι, 10 εκατομμύρια στην Ουκρανία, ενώ και οι καταστροφές στις γεωργικές εργασίες ή στο φυσικό περιβάλλον (η Ελλάδα έχασε το ένα τρίτο των δασών της κατά την γερμανική κατοχή) ήταν ανυπολόγιστες, οι συγκοινωνιακές υποδομές είχαν διαλυθεί και αυτό είχε σαν συνέπεια οι άνθρωποι να περπατάνε σε επικίνδυνες συνθήκες εκατοντάδες χιλιόμετρα σε αναζήτηση στέγης και φαγητού.

Όποιος νομίζει ότι με το τέλος του πολέμου, έκλεισαν δια παντός τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πλανάται. Συνέχισαν να χρησιμοποιούνται για να στεγάσουν πρόσφυγες, γερμανούς στρατιώτες που ήταν πλέον αιχμάλωτοι, εκτοπισμένους πληθυσμούς στα πλαίσια της μαζικής εθνοκάθαρσης κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη. Σε ορισμένα από αυτά δε, οι χθεσινοί έγκλειστοι είχαν μετατραπεί σε σκληρούς και απάνθρωπους φύλακες στριφογυρίζοντας μέσα σε έναν ατελείωτο κύκλο βίας και φόνων.

Οι άνθρωποι (οι μέχρι πριν λίγα χρόνια "πολιτισμένοι" κάτοικοι της ηπείρου), είχαν εθιστεί στους φόνους, στην αυτοδικία, στην υπεράσπιση των εστιών τους με όπλα, στην δύναμη των όπλων. Ο νόμος της ζούγκλας επικρατούσε και η μανία για εκδίκηση είχε εξαπλωθεί σε όλες τις ομάδες πληθυσμών. Γυναίκες που υπήρχε η υπόνοια ότι είχαν ερωτικές σχέσεις με τους κατακτητές εξευτελίστηκαν, διαπομπεύτηκαν ενώ τα παιδιά που είχαν την ατυχία να γεννηθούν από τέτοιες σχέσεις ταλαιπωρήθηκαν για όλη τους τη ζωή. Άνθρωποι δολοφονήθηκαν επειδή ανήκαν σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμών, χωριά κάηκαν ή άλλαξαν κατόχους.

Ο Lowe περιγράφει με σαφήνεια και άψογο συγγραφικό στυλ τις μάχες, τους σφαγιασμούς, τη θηριωδία των εμφυλίων. Επικεντρώνει στην σκληρότητα της εκδίκησης απέναντι σε Γερμανούς πολίτες, στις απίστευτες θηριωδίες που συνέβησαν μεταξύ Πολωνών και Ουκρανών, στην αντίσταση των Λιθουανών απέναντι στους Σοβιετικούς σε άγνωστα (στους περισσότερους) επεισόδια της ιστορίας, ιδιαίτερα σημαντικά και καίρια για να κατανοήσει κανείς ακόμα και σημερινές επιπλοκές. Δεν παραλείπει δε (όπως είναι η σύγχρονη τάση των νεώτερων ιστορικών), να επικεντρώσει σε μικροιστορίες, μεταξύ διαπλεκομένων ή απλών πολιτών για να τονίσει κάποιες καταστάσεις.

Ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου, επικεντρώνεται στην σημασία των εθνικών μύθων που ταλάνισαν και ταλανίζουν την παγκόσμια ιστορία. Πληθυσμοί που γαλουχήθηκαν με την ιδέα μιας «προγονικής γης» βρήκαν την ευκαιρία να κατοικήσουν εδάφη «ηττημένων χωρών» ή τελείως διαλυμένων περιοχών, επειδή οι τοπικοί θρύλοι τους διαπότισαν με μια τέτοια ιδέα (όπως στην περίπτωση των Τατάρων που επέδραμαν στην Κριμαία), ενώ κάποιες χώρες εκμεταλλεύτηκαν τα επόμενα χρόνια την "ηρωική δράση"  του στρατού τους κατά την διάρκεια του πολέμου για προπαγανδιστικούς σκοπούς (όπως η Μεγάλη Βρετανία) ή με την διόγκωση των αριθμών των νεκρών.

«Το πρόβλημα με τόσο βαθιά εδραιωμένους μύθους είναι ότι αναπόφευκτα καταλήγουν σε σύγκρουση με τους εξίσου εδραιωμένους μύθους κάποιου άλλου. Η εκδίκηση του ενός είναι η δικαιοσύνη του άλλου. Αν οι Γερμανοί Σουδήτες θυμούνται την απέλασή τους από την τσέχικη μεθόριο ως μια εποχή ωμοτήτων, οι Τσέχοι την θυμούνται ως μια εποχή κατά την οποία διορθώθηκαν επιτέλους ιστορικές αδικίες. Αν κάποιοι Πολωνοουκρανοί χειροκροτούν συγγνώμες για την επιχείρηση Βιστούλα στον φιλελεύθερο τύπο, κάποιοι Ουκρανοπολωνοί τις βλέπουν ως εθνική προδοσία. Και αν οι Βρετανοί βλέπουν το βομβαρδιστικό Lancaster ως σύμβολο υπερηφάνειας, πολλοί Γερμανοί το θυμούνται μόνο ως σύμβολο αδιάκριτης καταστροφής.
Ένας αρθρογράφος από τη σερβική εφημερίδα Vreme έγραψε το εξής, μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας:
"Εκδίκηση ή συγχώρεση. Μνήμη ή λήθη. Αυτές οι μεταπολεμικές προκλήσεις δε γίνονται ποτέ σύμφωνα με την ουράνια δικαιοσύνη: θα υπάρξει κι άλλη άδικη εκδίκηση και ανάξια συγχώρεση. Ήδη οι πολιτικές της μνήμης και της λήθης δεν επιδιώκονται με έναν τρόπο που να υπηρετεί την ειρήνη και τη σταθερότητα. Οι Σέρβοι θα ήθελαν να ξεχάσουν ακριβώς αυτά τα πράγματα που οι Κροάτες ή οι Βόσνιοι θα ήθελαν να θυμούνται - και το αντίστροφο. Αν κάποια από τις πλευρές θυμάται ένα γεγονός, το γεγονός αυτό είναι έγκλημα για τον έναν και ηρωικό κατόρθωμα για τον άλλον." »

Θα μπορούσε να είναι μια μυθιστορηματική δυστοπία αλλά εδώ δεν υπάρχει μυθοπλασία, ήταν δυστυχώς η πραγματικότητα, αλλά από αυτό το χάος που επικράτησε για κάμποσα χρόνια μετά την λήξη του Β Παγκόσμιου πολέμου σχηματίστηκε η καινούρια Ευρώπη. Όποιος θέλει να κατανοήσει το τώρα πρέπει να διαβάσει και να καταλάβει τι ακριβώς έγινε στην διάρκεια αυτής της περιόδου που μορφοποίησε την ήπειρο που γνωρίζουμε σήμερα.

Διαβάζοντας κάποιος αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, και το αριστούργημα του Geert Mak "Στην Ευρώπη", όπως άλλωστε και την "Σκοτεινή ήπειρο" του μεγάλου Mark Mazower,  συνειδητοποιεί (εάν το δει στην πραγματική του διάσταση και με την άνεση του χρόνου),  ότι είναι ένα θαύμα ότι η Ευρώπη κατάφερε να βγει από αυτόν τον "όλεθρο" που δημιουργήθηκε για δέκα περίπου ή και παραπάνω χρόνια, το γεγονός δε της συνεργασίας των λαών και της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής ένωσης και του κοινού νομίσματος (με τις ατέλειές του) είναι μια κατάκτηση που δεν πρέπει να πάει χαμένη και να αφεθεί η μοίρα της στις εμμονές και στην ανικανότητα κάποιων.