Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2021
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2021 | Permalink
"Ο Μεσάζων"
 «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί.»

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε αυτή την εμβληματική φράση, την έχουμε δει σε σελιδοδείκτες, σε μπλουζάκια, την έχουμε συζητήσει στις παρέες μας, την έχουμε ακούσει από την βαθιά φωνή του Michael Redgrave στο σινεμά, όπως ξεκινάει «Ο ΜΕΣΑΖΩΝ» («The Go-Between»), η θαυμάσια ταινία του Joseph Losey, που έγινε παγκόσμια επιτυχία και προκάλεσε αίσθηση και στη χώρα μας όταν προβλήθηκε. Το βιβλίο όμως που βασίστηκε η ταινία, δεν είχε μεταφραστεί πλήρως στα ελληνικά, παρά μόνο μια μετάφρασή του με περικοπές σε μια paperback έκδοση για να εκμεταλλευτεί το hype της ταινίας.
Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, βρέθηκε ένας εκδότης να σταθεί συνεπής στην αποστολή του, και να εκδώσει αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δεν χρησιμοποιώ εύκολα τον όρο «αριστούργημα», αλλά αυτό ακριβώς είναι, αυτό το φαινομενικά παλαιικό μυθιστόρημα, που ασχολείται με την Βικτωριανή εποχή, σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, παραμένει εξαιρετικά σύγχρονο και επίκαιρο – όπως κάθε κλασσικό μυθιστόρημα. Η ωραία έκδοσή του μυθιστορήματος του Βρετανού Leslie Poles Hartley (1895 Καίμπριτζ – 1972, Λονδίνο), «Ο ΜΕΣΑΖΩΝ» στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε έξοχη μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο (σελ.420) και επίμετρο του Colm Toibin, είναι ένα από τα λογοτεχνικά ορόσημα της χρονιάς που πέρασε.


 

Η ιστορία
 
Το μυθιστόρημα του Χάρτλεϊ, ξεκινάει όταν ο εξανταπεντάχρονος Λίο Κόλστον βρίσκει το παλιό του ημερολόγιο που κρατούσε όταν ήταν έφηβος. Συγκεκριμένα το ημερολόγιο που είχε όταν ήταν δεκατριών χρονών και πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα του καλοκαιριού φιλοξενούμενος της οικογένειας Μόντσλεϊ. Ο Λίο Κόλστον νιώθει ότι τώρα που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, πρέπει να αναβιώσει στη μνήμη του, τις λεπτομέρειες εκείνου του αξέχαστου καλοκαιριού, που σημάδεψε τη ζωή του, να αντιμετωπίσει τα «φαντάσματα του παρελθόντος» που είχε καταπιέσει μέσα του, αλλά κατέστρεψαν τα συναισθήματά του και την ευαισθησία του.
 
Από τις σελίδες του ημερολογίου, μαθαίνουμε ότι ο δεκατριάχρονος Λίο Κόλστον, είναι ένα ευφάνταστο αγόρι, που μετά τον θάνατο του πατέρα του, ζει με την μητέρα του σε μια μικρή πόλη της Αγγλίας. Ασχολείται υπέρ το δέον, με τον ζωδιακό κύκλο, τις κινήσεις των πλανητών, ενώ είναι συνεπαρμένος από αυτά που διαβάζει για τα μαγικά τρικ και τα υπερφυσικά φαινόμενα. Όταν «καταριέται» τους δύο μεγαλόσωμους συμμαθητές του, που του ασκούν bullying κι εκείνοι παθαίνουν ένα ατύχημα, στο σχολείο θεωρείται ένα είδος «μικρού μάγου». Ο συμμαθητής του Μάρκους της αριστοκρατικής οικογένειας των Μόντσλεϊ, θα τον προσκαλέσει για μερικές εβδομάδες διακοπών, στο Μπράνταμ Χολ την εξοχική έπαυλη που νοικιάζουν στην περιοχή του Νόρφολκ.
 
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1900, που προβλέπεται ιδιαίτερα θερμό, με την θερμοκρασία να ανεβαίνει συνεχώς και ο Λίο βρίσκεται για πρώτη φορά στη ζωή του, σε ένα περιβάλλον με κανόνες και ένα ισχυρό εθιμοτυπικό πλαίσιο αλλά με μεγάλους κήπους και φυτά και ερειπωμένες αγροικίες κοντά του – σκηνικό που προσφέρεται για εξορμήσεις και παιχνίδια. Το σπίτι ουσιαστικά «διοικείται» από την αυστηρή κυρία Μόντσλεϊ, ενώ ο τραπεζίτης σύζυγός της, είναι ουσιαστικά απών, ο δε Μάρκους, είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας, έχοντας δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τον Ντένις, έναν αδιάφορο και πολύ σνομπ νεαρό και την πανέμορφη Μάριαν που αποτελεί το κεντρικό σημείο της προσοχής από όλους, καθώς προετοιμάζεται η (μάλλον αναπόφευκτη) ένωσή της με τον Χιού Τρίμινχαμ, τον Λόρδο που στην οικογένειά του ανήκει ολόκληρη σχεδόν η περιοχή.
 
Ο Λίο βρίσκεται μετά από μερικές ημέρες ουσιαστικά μόνος του να τριγυρίζει στις απέραντες εκτάσεις που περιβάλλουν την έπαυλη, αφού ο Μάρκους παθαίνει ιλαρά, και καθηλώνεται στο δωμάτιό του. Ο Λίο αφού θα πάει μαζί με την Μάριαν στο κοντινό Νόριτς να του αγοράσει καλοκαιρινό κοστούμι – είχε πάει με το μοναδικό του χειμωνιάτικο και ο καιρός ήταν πολύ ζεστός -, νιώθει ιδιαίτερα γοητευμένος (και παιδικά ερωτευμένος) με τη νεαρή κοπέλα που όμως τον αφήνει μόνο του μερικές ώρες για «κάποια δουλειά» που έχει.
Ο Λίο σε μια από αυτές τις εξορμήσεις του γύρω από την έπαυλη, γνωρίζει τον Τεντ Μπέρτζες, έναν γυμνασμένο και προσηνή αγρότη, ο οποίος νοικιάζει μια κατοικία κοντά στο Μπράνταμ Χολ. Όταν φθάνει στο Μπράνταμ Χολ και ο Χιου Τρίμινχαμ, ο Λίο νιώθει θαυμασμό για τον επιβλητικό άνδρα, που πολέμησε τους Μπόερς και φέρει μια μεγάλη ουλή στο πρόσωπό του, που τού έχει παραμορφώσει τη μια πλευρά.
Ο Χιου περιβάλλει με στοργή τον μικρό και του δίνει μια επιστολή να παραδώσει στη Μάριαν, εκείνη όμως μόλις την λαμβάνει δεν απαντάει στον Χιου, αλλά ζητάει από τον Λίο να μεταφέρει μια επιστολή στον Τεντ Μπέρτζες κι εκείνος το κάνει με χαρά, διότι είναι πρόθυμος να κάνει ότι του ζητήσει η Μάριαν, μαγεμένος από αυτήν. Ο Τεντ ανταποκρίνεται και τού ζητάει να παραδώσει στη Μάριαν την απάντησή του κι έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι επιστολών που μεταφέρει ο Λίο μεταξύ των δυο τους, ρωτώντας δε την Μάριαν, του απαντάει ότι έχουν «επαγγελματικές συζητήσεις» και του ζητάει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτή την ανταλλαγή γραμμάτων. Όμως μια μισάνοιχτη βιαστικά παραδομένη επιστολή από την Μάριαν στον Λίο, που εκείνος διαβάζει καθώς βλέπει να διακρίνονται τα πρώτα γράμματα, θα ανατρέψει μέσα του όλη την ψευδαίσθηση. Αντιλαμβάνεται ότι η αγαπημένη του Μάριαν, έχει ερωτικό δεσμό με τον Τεντ. Τι θα κάνει πλέον ο «μεσάζων»; Θα τα μαρτυρήσει όλα, προκαλώντας κακό στην Μάριαν; Θα μιλήσει στον Χιου που εξακολουθεί να θαυμάζει ή θα σταματήσει τα «πήγαινε – έλα» μεταξύ των εραστών;
 
Ο Λίο μπορεί να μη γνωρίζει πολλά από τη ζωή, καταλαβαίνει όμως ότι τα πράγματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και όταν του λέει ο Μάρκους – που έχει αναρρώσει πλέον -, ότι σε λίγες ημέρες θα ανακοινωθεί επισήμως ο αρραβώνας μεταξύ του Χιου Τρίμινχαμ και της Μάριαν, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται στη μέση ενός σκανδάλου που θα αναστατώσει τους πάντες εάν μαθευτεί. Κι όταν αυτό ξεσπάσει, η ζωή του Λίο αλλάζει πλέον για πάντα και παίρνει μια τροπή που δεν θα έχει επιστροφή.
 
Μια απόπειρα ανάλυσης του βιβλίου
 
Είναι πολλά τα σημεία, στα οποία πρέπει να σταθεί ο σημερινός αναγνώστης ενός βιβλίου που εν πρώτοις, περιγράφει μια αρκετά «μπανάλ» ιστορία που δεν είναι όμως τόσο ρομαντική όσο δείχνει και περιέχει πολλά στο υπόβαθρό της. Το μυθιστόρημα του Χάρτλεϊ, διαδραματίζεται την αυγή του 20 αιώνα, κυριολεκτικά σε «μια άλλη χώρα». Τα 50 χρόνια που θα περάσουν μέχρι την χρονιά που ο γηραιός πλέον Leo θα αφηγηθεί την ιστορία που τον σημάδεψε, θα είναι γεμάτα από ανατροπές στην κοινωνική δομή. Υπαινικτικά το παρουσιάζει στον επίλογο, όταν ο μοναδικός απόγονος του Τρίμινχαμ θα έχει νοικιάσει το μεγαλύτερο μέρος του πύργου για να μπορέσει να ζήσει. Να μη λησμονούμε ότι, από το 1900 έως το 1950 (τη χρονιά που ο γηραιός Λίο Κόλστον ανοίγει το ημερολόγιο), έχουν ανατραπεί τα πάντα στην Βρετανική κοινωνία. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ρήμαξαν τους πανίσχυρους κάποτε αριστοκράτες και οι μεγάλες εκτάσεις γης δεν ανήκαν πλέον σε ορισμένες οικογένειες. Η αστική τάξη είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού – παρά τη σύντομη διακυβέρνηση των «Εργατικών» του Άτλι μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και τις ανατροπές που επιχείρησε.
 
Το βιβλίο έχει τη δομή ενός καθαρού μυθιστορήματος μαθητείας που διαδραματίζεται σε ένα καυτό καλοκαίρι – από κάθε άποψη. Ο ήρωας είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής, αφού όλα τα γεγονότα περιγράφονται από τη προσωπική του ματιά. Όμως στο τέλος διαπιστώνουμε ότι η ιστορία αυτή έχει προκαλέσει συναισθηματική αναπηρία στον Λίο. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για την μετέπειτα ζωή του αφηγητή, άρα το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή του, ήταν να παίζει τον ρόλο του ενδιάμεσου, του ταχυδρόμου – αυτό ήτανε σε όλη του τη ζωή κι αυτό καλείται να κάνει στα γεράματά του. Ο Λίο στην υπόλοιπη ζωή του θα είναι ένας αποξενωμένος άνθρωπος (με την έννοια που δίνει ο Καμύ στον χαρακτηρισμό).
 
Στο βιβλίο, έχουμε δύο παράλληλες ιστορίες με έντονο κοινωνικό σχόλιο, που διατρέχουν το μυθιστόρημα. Περιγράφεται η εμπειρία ενός αγοριού από μικροαστικό περιβάλλον που προσκαλείται να περάσει μερικές εβδομάδες σε ένα σπίτι της ανώτερης αστικής τάξης και η ερωτική σχέση μεταξύ της πολύφερνης νύφης Μάριαν με τον αγρότη Τεντ, όπου ο Λίο ενεργεί ως μεσάζων με, αποδεχόμενος δε – υποσυνείδητα έστω -, την συνθήκη του κοινωνικού διαχωρισμού ως φυσιολογική, διότι έχει μάθει να ζει σε μια ιεραρχικά δομημένη κοινωνία.  Στο βιβλίο γίνεται σαφές ότι η ανώτερη αστική τάξη που εκπροσωπεί η οικογένεια των Μόντσλεϊ, μιμείται με ακρίβεια και κάθε λεπτομέρεια, το αριστοκρατικό εθιμοτυπικό. Τα γεύματα αναγγέλονται με γκονγκ, το ντύσιμο είναι συγκεκριμένο, η προσέλευση καθορισμένη. Οι Μόντσλεϊ αντιπροσωπεύουν την αστική τάξη που ανέρχεται – των τραπεζιτών, των επιχειρηματιών, των ανθρώπων του χρήματος, οπότε είναι σίγουρο ότι θα «ανέλθουν» με την «ευγένεια» που απαιτείται. Από την άλλη, ο Χάρτλεϊ με πολύ υπαινικτικό ύφος, αναμιγνύει τις τάξεις στο παιχνίδι του κρίκετ και στην γιορτή που ακολουθεί, όχι όμως άναρχα, αλλά με τους όρους που θέτουν οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» και με το δικό τους τυπικό. Η «παραχώρηση» ορισμένων πραγμάτων γίνεται άλλοτε φυσικά, όπως όταν η Μάριαν σηκώνεται να κάτσει στο πιάνο, ελλείψει του πιανίστα ή με τρόπο χλευαστικό – χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο μικρός Μάρκους (ο οποίος μαϊμουδίζει τους τρόπους της οικογένειάς του), λέει στον εμβρόντητο Λίο, αν πρόσεξε ότι «οι αγρότες βρωμάνε».
 
Είναι δεδομένο, ότι όταν κάποιος προσπαθήσει να υπερβεί τα όρια, θα συντριβεί. Το βλέπουμε στην περίπτωση του Τεντ, δεν υπάρχει έστω κι ένας αναγνώστης που πιστεύει ότι η σχέση των δύο εραστών θα ευοδωθεί – η κατάληξη είναι σίγουρη, απλά ο τρόπος εντυπωσιάζει. Όπως δε διαπιστώνεται από το φινάλε του βιβλίου, η προσπάθεια της Μάριαν και του Τρίμινχαμ, να αποφύγουν την «κηλίδα» που έμεινε ανέπαφη, θεωρήθηκε από την τοπική κοινωνία ως αποδεκτή, ο εξευτελισμός αποφεύχθηκε και κατά συνέπεια, η κοινωνική θέση δεν κινδύνεψε. Το κοινωνικό σύστημα δεν μπορούσε να διαρραγεί, έπρεπε να μείνει ως έχει.
 
Το «πατρικό πρότυπο», επίσης κυριαρχεί ως έννοια στο μυθιστόρημα. Στο βιβλίο βλέπουμε τον ήρωα, τον Λίο, να έχει στερηθεί την πατρική φιγούρα στη ζωή του, να μεγαλώνει με την μάλλον απλοϊκή μητέρα του, που της αρέσει το κουτσομπολιό, το μόνο που θυμάται και αναφέρει για τον πατέρα του όταν ερωτάται, είναι ότι ήταν «συλλέκτης βιβλίων». Με τον ρόλο του ως «μεσάζοντα» βρίσκεται στη μέση, μεταξύ δύο ανδρικών προτύπων, του Τεντ και του Τρίμινχαμ. Ο πρώτος είναι ένας γυμνασμένος, όμορφος, δυνατός άνδρας με πάθος, αψύς και στιβαρός, αλλά είναι κατώτερης τάξης, ενώ ο Χιου Τρίμινγχαμ, έχει το κοινωνικό status που θαυμάζει ο Λίο, είναι ήρωας του πολέμου με τους Μπόερς που τροφοδοτεί τη φαντασία του με σκηνές πολέμου, είναι ένας άνθρωπος που έχει στα χέρια του την εξουσία, καθώς κατέχει όλη την περιοχή.
Ο Λίο θα βρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, μετέωρος μεταξύ των προτύπων που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και τον επηρεάζουν. Θα τραυματιστεί από την εμπειρία του στο Μπράνταμ Χολ και καταλήγει να ζήσει μια ήσυχη και μάλλον αδιάφορη ζωή, ούτε ως εραστής, ούτε ως άνθρωπος με κάποια εξουσία στα χέρια του, θα γίνει κι αυτός σαν τον πατέρα του, ένας «συλλέκτης βιβλίων», άχρωμος και δίχως συναισθήματα.
 
«Μου άρεσε και ο Τεντ Μπέρτζες, με έναν τρόπο διστακτικό που ήταν θαυμασμός ανάμεικτος με αντιπάθεια. Όταν ήμουν μακριά του, μπορούσα να τον σκέφτομαι αντικειμενικά σαν ένα χειρώνακτα αγρότη που κανένας στο Μπράνταμ Χολ δεν είχε σε κάποια ιδιαίτερη υπόληψη. Όταν, όμως, βρισκόμουν μαζί του, η φυσική του παρουσία με μάγευε λες και μου ασκούσε μια επιρροή από την οποία δυσκολευόμουν να ξεφύγω. Πίστευα πως ήταν όπως πρέπει να είναι ένας άντρας, όπως θα έπρεπε να γίνω κι εγώ όταν θα μεγάλωνα. Ταυτόχρονα τον ζήλευα, ζήλευα τη δύναμη με την οποία έλκυε τη Μάριαν κι ας μην κατανοούσα τη φύση αυτής δύναμης, ζήλευα εκείνο το άγνωστο κάτι που είχε και που δεν το είχα εγώ. Έμπαινε ανάμεσα σ’ εμένα και στην εικόνα που είχα πλάσει για κείνην. Στις σκέψεις μου ήθελα να τον ταπεινώσω και κάποιες φορές το έκανα κιόλας. Παράλληλα ταυτιζόμουν μαζί του, με αποτέλεσμα να μου είναι αδύνατο να τον φανταστώ σε οποιαδήποτε δυσάρεστη θέση δίχως να νιώσω άβολα κι εγώ, να μην μπορώ να τον πληγώσω δίχως κι εγώ να πληγωθώ. Ταίριαζε μες στη ζωή της φαντασίας μου, με συντρόφευε στο δάσος, ήταν ένας αντίπαλος, ένας σύμμαχος, ένας εχθρός, ένας φίλος – δεν ήξερα τι απ’ όλα.»
 

Το βιβλίο είναι γεμάτο με υπερφυσικά στοιχεία, από το πάθος του Λίο για τα ζώδια, στις κατάρες και τα ξόρκια, έως την διάχυτη μοιρολατρεία που τον διέπει και είναι απότοκο των ενασχολήσεών του. Ο Χάρτλεϊ τα αφήνει όλα στην κρίση του αναγνώστη, χωρίς επεξηγήσεις αν και φροντίζει να καλλιεργήσει το υπερφυσικό στοιχείο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι δύο μοιραίοι εραστές κουβαλάνε μια κατάρα πάνω τους, σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα.
Είναι οι οπτασίες ενός 13χρονου, όπως αντιλαμβανόμαστε, ή, είναι κάτι περισσότερο;  Ο Λίο δεν έχει πραγματική γνώση του κόσμου, τα αναγάγει όλα στο υπερφυσικό – κυρίως όσα δεν κατανοεί και νιώθει ότι μπορεί μέσω των μαγικών του να ελέγξει, από το περιστατικό με του bullying των δύο συμμαθητών του, μέχρι το πάθος της Μάριαν και του Τεντ. Βλέποντας τους ενήλικες ως «Θεϊκά πλάσματα», θεωρεί ότι αυτός είναι ο αγγελιαφόρος τους, ο Ερμής τους όπως τον αποκαλεί σε μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου, ο Τρίμινχαμ.
 
Ο Λίο θα προσγειωθεί απότομα, ως μάρτυρας της σεξουαλικής σκηνής που σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας των δύο εραστών, «απασφαλίζοντας» την βόμβα για το σκάνδαλο που ξεσπάει. Το «κουτάλιασμα» που αντικρύζει και επιτέλους μαθαίνει για το τι ακριβώς πρόκειται, τον σημαδεύει για όλη του τη ζωή, καθώς σπάει ο καθρέφτης και αντικρύζει την ωμή πραγματικότητα, το σεξ δεν είναι πια ένα «μυστήριο» και οι απόψεις του Τεντ που τον σόκαραν όταν τις άκουσε – ότι η αγάπη μπορεί να συνδυαστεί με την σεξουαλική πράξη ή ότι μπορεί να υπάρξει «κουτάλιασμα» πριν τον γάμο, δεν είναι απαραίτητη η παρθενία ή η αγνότητα όπως πρέσβευε η νοοτροπία της εποχής. Στον διάλογό του με τον Τεντ ακούει απόψεις σοκαριστικές για την εποχή ότι μπορεί να υπάρχει «κουτάλιασμα» πριν τον γάμο, ότι η αγάπη μπορεί να συνδυαστεί με την σεξουαλική πράξη – σε αντίθεση με την Παρθενία και την Αγνότητα που πρέσβευε η εποχή. Ο Λίο θα νιώσει πραγματικό σοκ όταν βρίσκεται μπροστά στη θέα των δύο γυμνών κορμιών και αυτό το γεγονός θα τον στιγματίσει για όλη του τη ζωή – «είσαι ξεζουμισμένος, άδειος, χωρίς αγάπη» του λέει η Μάριαν στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, επισημαίνοντας με αυτά τα λόγια, την τροπή που πήρε η ζωή του.
 
«Είχα αρχίσει να βλέπω τον εαυτό μου όχι μόνο σαν διανομέα μηνυμάτων αλλά και σαν επιμελητή του περιεχομένου τους.»
 
Και έτσι ερχόμαστε στην ερωτική σχέση που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Ο Hartley παρουσιάζει τον γάμο στη Βικτωριανή εποχή – άσχετα αν βρισκόμαστε σε μια μεταβατική μετα-Βικτωριανή περίοδο, ο συγγραφέας παραμένει αγνός θαυμαστής της «δαντέλας» -, ως μια κοινωνικο-οικονομική διαδικασία. Ο γάμος της Μάριαν με τον σημαδεμένο αλλά ήρωα του πολέμου και κατέχοντα τους αναγκαίους τίτλους, Λόρδο, είναι μια αναγκαία συναλλαγή που τους βολεύει όλους. Η Μάριαν δεν ερωτάται αλλά δεν έχει αντίρρηση, θα αποδεχθεί την μοίρα της, για να βοηθήσει την οικογένειά της να «ανέλθει κοινωνικά». Ο δε Τρίμινχαμ θα αποδεχτεί τα πάντα – διότι κι αν δεν γνώριζε ή υποψιαζόταν, με το σκάνδαλο που ξεσπάει πρέπει να πάρει θέση -, για να παντρευτεί μια πανέμορφη σύζυγο, με γερό κομπόδεμα που θα τον βοηθήσει να διατηρήσει τις εκτάσεις του.
Με τον ήρωα στον ρόλο του αφελούς μεσάζοντα, ο συγγραφέας δείχνει μέσω των «αθώων» ερωτήσεών του, τον παραλογισμό του θεσμού και την νοοτροπία μιας εποχής.
 
«…η σχέση της Μάριαν και του Τεντ.
Εξαιτίας της πόσο είχε χάσει την αίγλη του, πόσο είχε αποστεγνωθεί από τη χαρά για καθετί άλλο! Γιατί η σχέση αυτή αποτελούσε ένα μέτρο σύγκρισης που μπροστά του τα πάντα ωχριούσαν. Τα χρώματά της ήταν ζωηρότερα, η φωνή της πιο βροντερή, η μαγνητική της έλξη απείρως ισχυρότερη. Ήταν ένα παράσιτο των συναισθημάτων. Όσο υπήρχε αυτή τίποτε άλλο δεν μπορούσε να συνυπάρξει μαζί της ή ανεξάρτητα από αυτήν. Δημιουργούσε μιαν έρημο, δεν μοιραζόταν τίποτα με κανέναν, γύρευε να έχει στραμμένη επάνω της όλη την προσοχή. Κι επειδή ήταν μυστική, δεν συνεισέφερε τίποτα στην καθημερινή ζωή μας δεν γινόταν να συζητηθεί, όπως δεν συζητά κανείς για κάποια ντροπιαστική αρρώστια.
Δεν ήξερα ότι την έλεγαν πάθος. Δεν κατανοούσα τη φύση του δεσμού που ένωνε τους δυο τους είχα, όμως, καταλάβει πολύ καλά τις διεργασίες του. Ήξερα τι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν και τι να εγκαταλείψουν για χάρη του
ήξερα μέχρι ποιου σημείου μπορούσαν να φτάσουν – ήξερα ότι ήταν ικανοί να φτάσουν ως την άκρη του κόσμου. Καταλάβαινα ότι αντλούσαν κάτι από αυτό τον δεσμό που εγώ δεν μπορούσα να αντλήσω: δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τον ζήλευα, ότι ζήλευα, ό,τι ήταν εκείνο που χάριζαν ο ένας στον άλλο, και δεν έδιναν σε μένα. Αλλά αν η έλλειψη εμπειρίας δεν μπορούσε να μου πει τι ακριβώς ήταν, το ένστικτό μου είχε αρχίσει να το ψυχανεμίζεται.»
 
Το ζευγάρι Μάριαν – Τεντ, δονεί με το ερωτικό του πάθος το βιβλίο. Ο αναγνώστης ανυπομονεί πότε θα εμφανιστούν στις σελίδες, αγωνιά με την ερωτική τους ιστορία, παρότι όπως προείπα δεν έχει καμιά αμφιβολία για την κατάληξή της. Ο Χάρτλεϊ τονίζει το παγανιστικό στοιχείο της φύσης που ανθίζει σε αυτό το καυτό καλοκαίρι, που απελευθερώνει τα σώματα, που ερεθίζει τους εραστές. Είναι η Μάριαν μια στυγνή εκμεταλλεύτρια της αθωότητας του Λίο; Του παιδικού έρωτα που έχει γι’ αυτήν και διαφαίνεται καθαρά σε κάθε του ενέργεια; Σίγουρα ναι, αλλά της το συγχωρείς μπροστά στο πάθος που προσπαθεί να καλύψει, στην απελπισία που νιώθει βλέποντας ότι δεν μπορεί να εμποδίσει τις εξελίξεις.
 
Επιρροές, συγγένειες, αντιγραφές…
 
Ο έμπειρος αναγνώστης δεν μπορεί να μη σταθεί στις διάχυτες λογοτεχνικές συγγένειες που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα. Καταρχάς «Ο εραστής της ΛαίδηςΤσάτερλι» του D.H.Lawrence, είναι η πιο κραυγαλέα, καθώς η ιστορία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες, με κυριότερες τη, εκμαυλιστική δύναμη της φύσης, τους χαρακτήρες, όπου ο αγρότης στον «Μεσάζοντα» είναι μια άλλη πλευρά του δασοφύλακα στον «Εραστή…», ενώ, ο ανάπηρος σύζυγος στον «Εραστή…» έχει ομοιότητες με τον σημαδεμένο από τον πόλεμο, άρα με κατεστραμμένο πρόσωπο Λόρδο Τρίμινχαμ, το δε απαγορευμένο πλαίσιο των κοινωνικών συνθηκών καθορίζει τις συμπεριφορές των ηρώων των δύο μυθιστορημάτων.
 
Η ατμόσφαιρα του βιβλίου, ομοιάζει επίσης με την ατμόσφαιρα του εμβληματικού μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ «Ανεμοδαρμένα Ύψη», χωρίς βέβαια η ένταση του πάθους του Τεντ, να αγγίζει στο ελάχιστο το πάθος του Χίθκλιφ και την αυτοκαταστροφική του τάση.
 
Οι λογοτεχνικές επιρροές, είναι επίσης έντονες στο ύφος του L.P.Hartley, ενός συγγραφέα που δεν γνώρισε καμιά άλλη επιτυχία, και ως άνθρωπος ήταν μάλλον υποτιμημένος και χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση. Διακρίνουμε την επιρροή του Henry James, αυτή την έμφαση στη λεπτομέρεια και τον θαυμασμό στις Βρετανικές παραδοσιακές αξίες και συνήθειες, ενώ δεν μπορεί να μη προσέξουμε την επιρροή του Μαρσέλ Προυστ, στις σκηνές μέσα στην έπαυλη, στις σελίδες περιγραφών των φαγητών, των τραπεζιών, των αδιόρατων κινήσεων στα τέια κλπ.
 

Μεγάλο μυθιστόρημα «Ο Μεσάζων» που γνώρισε μια πολύ επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά από τον εξαιρετικό σκηνοθέτη Joseph Losey, το 1971. Στην ταινία είναι έντονη η επίδραση του σπουδαίου συγγραφέα Harold Pinter, ο οποίος έγραψε το σενάριο, τονίζοντας το weird (παράξενο) στοιχείο της ιστορίας, με τα υπερφυσικά στοιχεία, την φύση και τις σιωπές του μακρού καυτού καλοκαιριού. Είναι τέτοια η δύναμη της εικόνας, που δεν μπορείς να βγάλεις από το μυαλό σου διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου, την Τζούλι Κρίστι (στα καλύτερά της) ως Μάριαν και τον (σταρ της εποχής, εξαίρετο ηθοποιό) Άλαν Μπέιτς ως Τεντ, ενώ η υποδόρια δύναμη της μουσικής του Michel Legrand, στοιχειώνει την ταινία – με το μουσικό θέμα να εισέρχεται μέσα σου και να σε ακολουθεί για καιρό.
 
Είναι όμως πολύ σημαντική και η επιρροή του «Μεσάζοντα» σε ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, την «Εξιλέωση» («The Atonement») του πολύ καλού Άγγλου συγγραφέα Ian McEwan, ο οποίος δεν δίσταζε να παραδεχτεί την επιρροή του βιβλίου του Hartley, θεωρώντας το, ως «πηγή έμπνευσης» για την ιστορία που αφηγήθηκε. Βέβαια η ομοιότητα αυτή, υπάρχει κυρίως στην ατμόσφαιρα παρά στην θεματική της «Εξιλέωσης», υπάρχουν όμως και αισθητικές αναλογίες, όπως η έντονη καλοκαιρινή ζέστη, η αχαλίνωτη φαντασία της Μπριόνι (βασικού χαρακτήρα της «Εξιλέωσης»), το ότι γίνεται κι αυτή «αγγελιαφόρος», κι έχει την παιδική περιέργεια να ανακαλύψει τι κάνουν οι μεγαλύτεροί της – εάν όμως ο McEwan επηρεάστηκε από το βιβλίο του Χάρτλεϊ, τι να πει κανείς για την (πραγματικά έξοχη) κινηματογραφική μεταφορά της «Εξιλέωσης» του 2007, όπου ο σκηνοθέτης Joe Wright αντέγραψε αυτούσιες σκηνές από την ταινία του Losey
 
Εν κατακλείδι
 
Μεταφρασμένο υπέροχα από την (πάντα εξαιρετική) Τόνια Κοβαλένκο, το εκπληκτικό «Ο Μεσάζων», είναι ένα βιβλίο, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών που αποκαλούνται «μυθιστορήματα μεγάλης πνοής». Η μνήμη και η σχετικότητά της, το παρελθόν που όντως είναι «μια ξένη χώρα», η χαμένη αθωότητα με την απότομη συνειδητοποίηση του κόσμου, ο διάχυτος ερωτισμός, οι κοινωνικές διαφορές είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν. Όλα αυτά συμπληρώνονται γοητευτικά με την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, με την ατμόσφαιρα που θυμίζει «Γατόπαρδο» του Di Lampedusa (είναι βέβαια τυχαίο που και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν την δεκαετία του ’50 και «κατηγορήθηκαν» για «λατρεία του ρετρό»), το έντονο κοινωνικό  σχόλιο, την κομψότητα του ύφους με την προσοχή στη λεπτομέρεια, την δυναμική της ερωτικής ιστορίας, την πανοραμική ματιά πάνω από τα γεγονότα στην έπαυλη, που θυμίζει κινηματογραφική κάμερα. Ένα βιβλίο που δικαίως θεωρείται πλέον κλασσικό, απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε βιβλιόφιλο.
 
Βαθμολογία 90 / 100


 
 
 
Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2021 | Permalink
Δύο έξοχες λογοτεχνικές φωνές από την Αγκόλα ("Οι διάφανοι" και "Ο πωλητής παρελθόντων")
Την ιστορία της Αγκόλας, αυτής της πρώην Πορτογαλικής αποικίας, μόνο βαρετή δεν την λες. Μια χώρα που από την ίδρυσή της είχε γνωρίσει μόνο την Πορτογαλική διακυβέρνηση (περίπου 500 χρόνια), απέκτησε το 1975 και μετά την πτώση της χούντας του Σαλαζάρ στην «μεγάλη πατρίδα», την ανεξαρτησία της, μετά από δεκαπενταετές σκληρό αντάρτικο. Μετά την ανεξαρτησία της χώρας όμως, ένας πολύ αιματηρός εμφύλιος ακολούθησε, όπου ενεπλάκησαν, Κουβανοί, Σοβιετικοί, Νοτιοαφρικάνοι. Παρά την επικράτηση του MPLA, που υποστηρίχτηκε από την ΕΣΣΔ και την Κούβα, ο εμφύλιος συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμα με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, ενώ οι διάφορες ειρηνευτικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί ή επρόκειτο να υπογραφούν, δεν προχώρησαν. Η χώρα κυβερνήθηκε δικτατορικά από τον Ντος Σάντος για 38 χρόνια, μέχρι το 2017 οπότε διεξήχθησαν εκλογές με νικητή τον Ζοάο Λουρένσο. Με πληθυσμό πάνω από 30 εκατομμύρια κατοίκους, η χώρα έχει, ως πρωτεύουσα την Λουάντα μια πόλη-λιμάνι (που ιδρύθηκε το 1576 – τεράστιο δουλεμπορικό κέντρο κάποτε), που αναπτύσσεται ταχύτατα και όπου κατοικεί το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Οι λευκοί Πορτογάλοι έφυγαν με την ανεξαρτησία της χώρας και πληθυσμοί από τις επαρχίες κατέκλυσαν την περιφέρεια της πόλης, δημιουργώντας τεράστιες παραγκουπόλεις. Η επιρροή της Πορτογαλικής και της Βραζιλιάνικης κουλτούρας είναι εμφανής, όπου αναμεμειγμένη με το Αφρικάνικο στοιχείο, παρουσιάζει μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σύνθεση στη μουσική, στη λογοτεχνία, στις τέχνες γενικότερα – και υποθέτω όχι μόνο εκεί.
 
Οι δύο Αγκολέζοι συγγραφείς με τους οποίους θα ασχοληθώ στο σημερινό κείμενο, δεν είναι άγνωστοι στο ελληνικό κοινό. Διάβασα πριν από ενάμιση χρόνο το καταπληκτικό μυθιστόρημα του Jose Eduardo Agualusa (1960, Ουάμπο, Αγκόλα), «Γενική θεωρία της Λήθης» και με εντυπωσίασε, οπότε δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να μην διαβάσω, το έτερο βιβλίο του που έχει εκδοθεί στα ελληνικά, το παλαιότερο «Ο ΠΩΛΗΤΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ» («O Vendedor de Passados») – (Εκδ. Opera, μετάφρ. Μ. Μπεζαντάκου, σελ.142), ενώ για τον νεότερο Ondjaki (1977, Λουάντα, Αγκόλα), που ακούγονται τόσο καλά λόγια, ήξερα τις καλές εντυπώσεις που είχε αφήσει το προηγούμενο εκδοθέν στη χώρα μας βιβλίο του «Καλημέρα Σύντροφοι», οπότε ήταν μονόδρομος και «υποχρέωση», η ανάγνωση του βραβευμένου (με βραβείο Jose Saramago το 2013) μυθιστορήματος του «ΟΙ ΔΙΑΦΑΝΟΙ» («Os Transparentes
») – (εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Μ. Παπαδήμα, σελ.440). Να τονίσω την εξαίρετη έκδοση και των δύο βιβλίων και τις δύο πολύ καλές μεταφράσεις από τις πολύ ικανές Μπεζαντάκου και Παπαδήμα που συντελούν στην απόλαυση αυτών των υπέροχων μυθιστορημάτων. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, ξεκινώντας από το δεύτερο.


 
Στην πρωτεύουσα της Αγκόλας, Λουάντα διαδραματίζεται το (οργανωμένα) χαοτικό μυθιστόρημα «Οι διάφανοι»του ιδιόμορφου συγγραφέα, που υπογράφει με το ψευδώνυμο Ondjaki, πίσω από το οποίο «κρύβεται» ο συγγραφέας και ποιητής Ντάλου ντε Αλμέιντα. Η πόλη και όσα συμβαίνουν σε αυτήν, βρίσκεται στο προσκήνιο αν και το βλέμμα του συγγραφέα εστιάζει στον μικρόκοσμο μιας ετοιμόρροπης πολυκατοικίας, όπου ο πρώτος όροφος δεν κατοικείται γιατί είναι γεμάτος νερά – σχηματίζοντας ένα είδος πισίνας, ενώ στους επόμενους ορόφους κατοικούν όλων των ειδών οι περίεργοι τύποι – χαρακτηριστικές φιγούρες της πόλης.
 
Η αφηγηματική μέθοδος του Οντζάκι, δεν είναι συνηθισμένη – δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα με αρχή, μέση, τέλος. Η ποιητική μορφή που επιλέγει ο συγγραφέας στην αφήγησή του, δεν έχει παραγράφους, τελείες, η κάθε πρόταση κυλάει / ρέει μέσα στην άλλη σαν να σβήνει, να χάνεται με τον ίδιο τρόπο που ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο «διαφανής» Οντονάτο, από την ταράτσα της πολυκατοικίας που ανεβαίνει συνεχώς, εξαϋλώνεται αργά – αργά, καθώς ότι είχε και για ότι ζούσε στην ζωή του μέχρι τώρα, εξαφανίζεται, χάνεται ενώ η γεμάτη ζωντάνια και θόρυβο πόλη που βρίσκεται στα πόδια του, μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη.
 


«…τα μάτια του Οντονάτο δεν ήξεραν πια να κλαίνε όπως πριν
συχνά ονειρευόταν ότι κατέβαινε τις σκάλες της πολυκατοικίας, ερχόμενος από την ταράτσα, ταλαντευόμενος ολοένα και περισσότερο, με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα σε κάθε πλατύσκαλο, χαμογελώντας και φωνάζοντας για να σφυρίξει ο αέρας πιο δυνατά και τα πουλιά να παραμερίσουν τα φανταστικά σύννεφα που ξέρουν να επινοούν δάκρυα, κατέβαινε, τα πόδια του δεν άγγιζαν πια το έδαφος και στο πρόσωπό του άνθιζε ένα χαμόγελο πονηρού μάγου, που επιπλέον επιδίδεται σε εύκολες μαντείες, εκεί, στον πρώτο όροφο του ονείρου του, όπου, μετά το ήσυχο νερό, το σώμα του γλιστρούσε μ’ έναν τρόμο προσποιητό, το ίδιο κι η κραυγή του, τα χέρια του έπαιζαν πως πιανόντουσαν από μια ανύπαρκτη κουπαστή κι έχανε την ισορροπία του – ωραίο ξύπνημα -, τα γόνατά του έδειχναν το δρόμο της πτώσης και τα ρούχα του έσταζαν, το αριστερό του γόνατο ύψωνε μια αιμάτινη σημαία, τέλος του τρελού τρεχαλητού, και τώρα, ναι, ο λαιμός του μπορούσε να ενορχηστρώσει ένα λυγμό και τα μάτια του, αχ, ο χρόνος της υγρής παιδικής ηλικίας! τα μάτια του μπορούσαν επιτέλους να κλάψουν
από το όνειρό του δεν απέμενε παρά ο ιδρώτας κάτω από τα μπράτσα του, η αβέβαιη αναπνοή του ανθρώπου που προαισθάνθηκε ότι τα δάκρυα είναι το προνόμιο αυτών που μπορούν να κλαίνε από μέσα και απέξω
ο Οντονάτο πέρασε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του, ζάρωσε τα μάτια του, δοκίμασε την άκρη των δαχτύλων του και η θλίψη του έγινε μεγαλυτερη:
τα μάτια του, εδώ και πολύ καιρό, δεν ήξεραν πια να παράγουν αλάτι.»
 
Ιστορίες των κατοίκων της πενταόροφης πολυκατοικίας Μαγιάνγκα, που αναμειγνύονται η μία μέσα στην άλλη, κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Σε αυτό το κτίριο που αν ψάχνεις να το βρεις δεν υπάρχει περίπτωση να μη το δεις, αφού έχει μια τρύπα στη μέση, παρακολουθούμε τις ιστορίες των ενοίκων του – και είναι πολλές.
Ο Οντονάτο που θρηνεί για τις ημέρες που πέρασαν και αναζητάει τον μονίμως στην παρανομία γιο του που έχει εξαφανιστεί, ένας ΠωλητήςΚοχυλιών (ακριβώς έτσι αναγράφεται), ερωτεύεται μια κοπέλα, ενώ με τον μόνιμο συνοδοιπόρο του, τον Τυφλό, τριγυρίζουν την πόλη πουλώντας κοχύλια σε πλούσιους και φτωχούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο και μέσα από τη ματιά τους, περιηγούμαστε στις γειτονιές και στις λεωφόρους της άναρχης πόλης.
Ένας υπουργός συναντάει την ερωμένη του, κάπου μέσα εκεί, ενώ ένας δημοσιογράφος – κάτοικος ενός από τα διαμερίσματα με την σύζυγό του - προσπαθεί να βρει τι κρύβεται πίσω από τις συμφωνίες της κυβέρνησης για ανεύρεση πετρελαίου μέσα στο κέντρο της πόλης. Ένας ταχυδρόμος που στέλνει επιστολές για να του προμηθεύσει η υπηρεσία κάποιο μεταφορικό μέσο, ανοίγει και διαβάζει τα γράμματα που προορίζονται για τους ενοίκους, ενώ στους ορόφους κατοικούν χαρακτηριστικοί τύποι που ο καθένας τους αποτελεί μια ιστορία από μόνος του. Ο ΖοάοΑργάΑργά, ο ΣύντροφοςΜουγγός, η ΜαρίαΗΔυνατή, και πολλοί άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας στριφογυρίζουν και εμπλέκονται μέσα στις ιστορίες ενώ έξω από αυτήν υπάρχει πολιτική διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, εγκληματικότητα, εκμετάλλευση, μανία για πλουτισμό κλπ.


 
«…ο Οντονάτο ξαναγύρισε στην άκρη της ταράτσας, κοίταξε τον ουρανό της Λουάντας, είδε τον κόκκορα να κρύβεται, έπειτα έμεινε ακίνητος, το σώμα του γυάλιζε από τον ιδρώτα στητό σαν καλοσμιλεμένο άγαλμα
-η αλήθεια είναι πολύ πιο θλιβερή, Μπάμπα, δεν είμαστε διάφανοι επειδή δεν τρώμε … είμαστε διάφανοι επειδή είμαστε φτωχοί.»
 
Δεκάδες χαρακτήρες, οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) «διάφανοι» στα βλέμματα της εξουσίας, φτωχαίνουν διαρκώς και προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια πόλη που μεταμορφώνεται σε κάτι ξένο και εχθρικό. Το πανοραμικό βλέμμα του συγγραφέα, στέκεται με πολλή ανθρωπιά πάνω στους (πάντοτε αξιοπρεπείς μέσα στη δυστυχία τους) χαρακτήρες του, και μεταφέρει με λυρισμό και πολύ πάθος ιστορίες από αυτή την «αυλή των θαυμάτων» (με τις πόρτες μονίμως ανοιχτές, όπου όλοι μπαινοβγαίνουν στα διαμερίσματα, μαγειρεύουν, τρώνε, ακούνε μουσική σε μια συνεχή βαβούρα με τις μυρωδιές να κυριαρχούν), που είναι άλλοτε σπαρταριστές και άλλοτε δραματικές. Μπορεί ο μελαγχολικός Οντονάτο να προβάλλει ως μέγιστος μυθιστορηματικός χαρακτήρας, αλλά η ματιά του αναγνώστη στέκεται και σε αρκετούς άλλους δευτερεύοντες ήρωες της ιστορίας που μέσα από τις αφηγήσεις τους συγκινούν και αιχμαλωτίζουν τις αισθήσεις.
 
Γκροτέσκο και πληθωρικό, το μυθιστόρημα του Οντζάκι, ανήκει μάλλον στο είδος του «μαγικού ρεαλισμού» σε συνδυασμό με αυτόν της «ποιητικής πρόζας». Βιβλίο με έντονο κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο που το περνάει χωρίς να κραυγάζει μέσα στις ιστορίες του, αλλά που, σε «παγιδεύει» κυρίως με τον τρομερό μουσικό του ρυθμό – δεν είναι τυχαίο που συγκρίνεται με μια μελωδία τζαζ, διότι αυτό το οργανωμένο χάος που μεταφέρει στο χαρτί ο συγγραφέας, θυμίζει πολύ έντονα τους προγραμματισμένους «αυτοσχεδιασμούς» των μεγάλων μουσικών του είδους. Ήχοι και εικόνες της Αγκόλας, σε μια ατμόσφαιρα που μοιάζει περισσότερο με Βραζιλιάνικο καρναβάλι γεμάτο ρυθμό και ξέφρενες μουσικές, παρά με το γνώριμο Πορτογαλικό μελαγχολικό ύφος. Θα ήταν αδύνατη η απόλαυση της ανάγνωσής τού «Οι διάφανοι»,  αν δεν το μετάφραζε η εξαίρετη Μαρία Παπαδήμα, που «μπήκε» ακριβώς στο κλίμα αυτού του μυθιστορήματος – έκπληξη, το οποίο, σαγηνεύει και θέλγει ακόμα και αν δεν σου ταιριάζει (όπως αφορά την περίπτωσή μου) το λογοτεχνικό του ύφος.
 


Κινούμενο κι αυτό στα πλαίσια του «μαγικού ρεαλισμού», αλλά σε ένα άλλο επίπεδο, «Ο πωλητής παρελθόντων» του Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα είναι ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, παρά την έντονη παρουσία της πόλης σε αυτό. Τον συγγραφέα τον γνωρίσαμε την προηγούμενη χρονιά με το εκπληκτικό και πολυβραβευμένο μυθιστόρημά του «Η γενική θεωρία της λήθης» - το οποίο παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με το βιβλίο του Οντζάκι και τώρα εκδόθηκε στη χώρα μας ένα παλαιότερο βιβλίο του, που ενδυναμώνει την αίσθηση ότι πρόκειται περί μιας εξαιρετικής λογοτεχνικής περίπτωσης.
 


Στην Λουάντα, όλα αλλάζουν και μπορεί το μαύρο να γίνει άσπρο εν ριπή οφθαλμού, όπως και ένας άνθρωπος να μετατραπεί σε ζώο (και τούμπαλιν). Έτσι λοιπόν, ο αφηγητής της ιστορίας είναι μια σαύρα, που κάποτε υπήρξε άνθρωπος και κουβαλάει μνήμες από το παρελθόν. Το όνομα του, Εουλάλιο (γιατί «μιλά με ευφράδεια»), εξάλλου ποιος ονειρεύεται ποιον σε αυτή την ιστορία – οπότε τού δίνουμε ότι όνομα θέλουμε. Περισσότερο σε Λατινοαμερικάνικο ύφος, παρά σε Κεντροευρωπαϊκό – λόγω «Μεταμόρφωσης»>Κάφκα>Έντομο -, το βιβλίο με την σαγηνευτική εξέλιξη της ιστορίας, δεν σε αφήνει να σκεφτείς τις (διάχυτες) επιρροές ούτε στιγμή.
 
« «Είμαι ψεύτης από έφεση» κραύγασε. «Λέω ψέματα με χαρά. Η λογοτεχνία είναι το μέσο που διαθέτει ένας αληθινός ψεύτης για να γίνει κοινωνικά αποδεκτός».
Στη συνέχεια, πιο νηφάλιος πια, και χαμηλώνοντας τη φωνή, πρόσθεσε ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δικτατορίες και τις δημοκρατίες είναι ότι στο πρώτο σύστημα υπάρχει μία μόνο αλήθεια, η αλήθεια που έχει επιβάλλει η εξουσία, ενώ στις ελεύθερες χώρες κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Η αλήθεια, λέει, είναι μια δεισιδαιμονία. Τον Φέλιξ τον εντυπωσίασε αυτή η ιδέα.
«Νομίζω πως αυτό που κάνω εγώ είναι ένα εξελιγμένο είδος λογοτεχνίας» μου εκμυστηρεύτηκε. «Σχεδιάζω κι εγώ μια πλοκή, επινοώ χαρακτήρες, αλλά αντί να τους αφήσω φυλακισμένους μέσα σ’ ένα βιβλίο, του δίνω ζωή, τους ρίχνω μέσα στην πραγματικότητα.» »
 
Η Μπορχεσικής υφής ιστορία που αφηγείται ο Αγκουαλούζα, παίζει διαρκώς με το θέμα της ταυτότητας. Όλα είναι ρευστά και ποιος κρύβεται πίσω από ονόματα και διευθύνσεις; Το μόνο σίγουρο είναι, ότι αυτός που κινεί τα νήματα, είναι ένας αλμπίνος παραχαράκτης, ιδιαίτερα ικανός σε αυτό που κάνει. Ο Φέλιξ Βεντούρα, ειδικεύεται στην «δημουργία παρελθόντων» για αυτούς που θέλουν να έχουν στο βιογραφικό τους, μια αριστοκρατική καταγωγή από την Πορτογαλία ή από την Βραζιλία (που ακούγεται πιο glamorous και εξωτική). Ο Εουλάλιο είναι η σαύρα που βρίσκεται συνεχώς μέσα στο σπίτι, που ο Φέλιξ περνάει τις ώρες του, και βγάζει ένα περίεργο ήχο σαν γέλιο, σχολιάζοντας με τον τρόπο της, τα τεκταινόμενα μέσα σ’ αυτό. Η σαύρα είναι ο μοναδικός φίλος του μοναχικού Φέλιξ που έζησε όλη του τη ζωή μέσα στην γελοιοποίηση και τη μοναξιά λόγω του δέρματός του, και τώρα μιλάει στον γαντζωμένο στους τοίχους Εουλάλιο (το ‘χουν αυτό οι σαύρες), ενώ εισέρχεται ο ένας στα όνειρα του άλλου. Ο αλμπίνος που τον είχαν παρατήσει στα σκαλιά ενός παλαιοβιβλιοπώλη, μεγάλωσε μέσα στα σκονισμένα βιβλία και καλλιέργησε την τέχνη του παραχαράκτη της ιστορίας, μετά τη φυγή του κηδεμόνα του στην Λισαβόνα, αφήνοντας τα φυλλάδιά του σε δημόσια μέρη για όποιον ενδιαφέρεται για ένα παρελθόν που θα του δώσει κύρος.
 
Ο Φέλιξ και ο Εουλάλιο, απολαμβάνουν τη γαλήνη που τους προσφέρει η κοινή στέγη, μακριά από τα προβλήματα και το χάος της Λουάντα, όμως ένας νέος πελάτης, με πολύ χρήμα στη τσέπη, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Συστήνεται ως φωτογράφος που ειδικεύεται στις λήψεις μαχών και ζητάει ένα αληθοφανές παρελθόν και ένα διαβατήριο – κάτι που ο Φέλιξ δεν κάνει συνήθως, αλλά το οικονομικό δέλεαρ είναι μεγάλο. Ο ευφάνταστος Φέλιξ τού δίνει το όνομα Ζοζέ Μπούχμαν, και του προσθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον παρελθόν καταγωγής από ένα απομακρυσμένο χωριό, με μητέρα του, μια Αμερικανίδα ηθοποιό που (δήθεν) εξαφανίστηκε μετά την γέννησή του. Τον ίδιο καιρό με τον Μπούχμαν, αρχίζει να επισκέπτεται το σπίτι και μια όμορφη νεαρή φωτογράφος που ειδικεύεται στις φωτογραφίες με σύννεφα του ορίζοντα, και δείχνει να ενδιαφέρεται για τη δουλειά του Φέλιξ αλλά και για εκείνον προσωπικά.
 


«Μου ‘ρχεται καμιά φορά στο νου ένας απλοϊκός στίχος που τον δημιουργό του δεν τον θυμάμαι. Μάλλον τον ονειρεύτηκα. Ίσως είναι το ρεφρέν κάποιου φάντο, κάποιου τάνγκο, κάποιας παλιάς σάμπας που άκουσα μικρός.
«Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην αγαπάς».
Υπήρξαν πολλές γυναίκες στη ζωή μου, αλλά φοβάμαι πως δεν αγάπησα καμία – ή, εν πάση περιπτώσει, καμία με πάθος▪ ίσως όχι όπως το απαιτεί η φύση. Το σκέφτομαι αυτό με φρίκη. Η τωρινή μου κατάσταση ίσως είναι – με βασανίζει η υποψία – μια ειρωνική τιμωρία. Ή αυτό, ή ήταν απλώς μια απροσεξία.»
 
Ο Μπούχμαν μετά από λίγους μήνες, έχει «ενδυθεί» τη νέα του ταυτότητα, τόσο πολύ, που αναζητάει την μητέρα του στις ΗΠΑ και την Νότια Αφρική, προσπαθώντας να βρει ίχνη της, σε φωτογραφίες. Ξαναγυρνώντας στη Λουάντα, πέφτει πάνω σε έναν άστεγο, που ζει στους υπονόμους της πόλης, και τον φέρνει στον Φέλιξ μια μέρα που είναι και η κοπέλα εκεί. Οι τρείς όμως αυτοί άνθρωποι φαίνεται ότι έχουν ένα κοινό μυστικό από τα χρόνια του Εμφυλίου – το οποίο εν πρώτοις δεν γνώριζαν, όμως όλα δένουν σιγά – σιγά, σε μια ιστορία που αποκτάει δραματική εξέλιξη με απρόβλεπτες συνέπειες.
 
Στυλάτο, με μικρά κεφάλαια που δίνουν ανάσες στην αφήγηση, και γεμάτο από υπέροχες εικόνες, το μικρό αυτό μυθιστόρημα του Αγκουαλούζα, διακατέχεται από το ύφος του μαγικού ρεαλισμού αλλά σε λιγότερο φαντεζί μορφή, καθώς παίζει διαρκώς με το θέμα της αλήθειας και του ψέματος – και στα όρια μεταξύ της κατασκευασμένης ζωής και της πραγματικής. Ισορροπώντας μεταξύ λυρισμού και ρεαλισμού, το πυκνογραμμένο και στιβαρό αυτό βιβλιαράκι, ξενίζει στην αρχή, όταν ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι του αφηγείται μια σαύρα που ήταν άνθρωπος αλλά δεν πρέπει να ξεχνάει (καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης), την πρόταση του Μπόρχες που ανοίγει το βιβλίο: « Αν έπρεπε να ξαναγεννηθώ, θα διάλεγα κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα μ’ άρεσε να είμαι Νορβηγός. Ίσως Πέρσης. Ουρουγουανός όχι, γιατί θα ‘ταν σαν να αλλάζω γειτονιά.»
 
«Η μνήμη είναι ένα τοπίο που το παρατηρούμε από ένα τρένο σε κίνηση.»
 
«Ο πωλητής παρελθόντων», που ξεκινάει ήρεμα και εκτυλίσσεται σε μια αιματηρή μάχη με συνεχείς ανατροπές είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον και συναρπαστικό. Η μνήμη, η ταυτότητα, το κοινωνικό σχόλιο με την επιθυμία των ανώτερων τάξεων να ενδυθούν μια αριστοκρατική καταγωγή, οι ήχοι και οι μουσικές της Λουάντα, μιας χαοτικής πόλης, κυριαρχούν στο βιβλίο, που μπορεί να μη φτάνει στο επίπεδο του εκπληκτικού «Η γενική θεωρία της Λήθης», αλλά, είναι κι αυτό ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, γεμάτο δυναμισμό και ευαισθησία.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία): 84 / 100



 
 
 
 
 
  
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 15, 2021
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 15, 2021 | Permalink
Το "Αμερικάνικο όνειρο" στον 19ο αιώνα ("Η άνοδος του Σάιλας Λάπαμ")
Βιβλίο που γράφτηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, είναι το πληθωρικό μυθιστόρημα «Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΑΪΛΑΣ ΛΑΠΑΜ» («The Rise of Silas Lapham»), του μάλλον λησμονημένου Αμερικανού συγγραφέα και μείζονα Λογοτεχνικού Κριτικού της εποχής, William Dean Howells (1837, Οχάιο – 1920, Νέα Υόρκη). Το μυθιστόρημα του (άγνωστου στη χώρα μας) Χάουελς, που εκδόθηκε το 1885, και θεωρείται ένα από τα καλύτερά του, δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά μέχρι την προηγούμενη χρονιά, που κυκλοφόρησε επιτέλους στη γλώσσα μας, από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά «Orbis Literae»), σε μετάφραση και εισαγωγή Ευγ. Μίγδου (σελ.562), έξοχο επίμετρο του σπουδαίου Henry James, και ένα χρήσιμο κείμενο του συγγραφέα (όλα αυτά, καλύτερα να διαβαστούν μετά την ανάγνωση του βιβλίου).
 

«Η άνοδος του Σάιλας Λάπαμ», θεωρείται ένα «ρεαλιστικό μυθιστόρημα», το οποίο εκφράζει την πεποίθησή τού συγγραφέα του, ότι η μυθοπλασία πρέπει να απεικονίζει τα πράγματα όπως είναι, τον κόσμο όπως είναι, χωρίς εξωραϊσμούς και τεχνάσματα, όπως δε διατυμπάνιζε σε κείμενά του: «αρκετά με τους ήρωες, του ιδανικούς, τους παθιασμένους, του ρομαντικούς – να ασχοληθούμε με τους καθημερινούς, τους απλούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες», για να δώσει έμφαση στην αντίθεση μεταξύ «ρεαλιστικού» και «ρομαντικού» μυθιστορήματος. Στο βιβλίο για το οποίο γράφω, έχει ως κεντρικό χαρακτήρα, έναν τέτοιο άνθρωπο που θέλει να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που μπορεί, προκαλεί τη μοίρα του, θέλει να «απλώσει τα πόδια του έξω από το τραπέζι» και τελικά συντρίβεται, επανερχόμενος στην κατάσταση που του ταιριάζει καλύτερα.
 
Ο Συνταγματάρχης Σάιλας Λάπαμ, θα μπορούσε να θεωρηθεί, «ένας πολύ τυχερός άνθρωπος». Δουλευταράς που έκανε κάθε είδους δουλειά για να ζήσει, παντρεύτηκε την Πέρσις, που ήταν δασκάλα του χωριού στο οποίο έμενε, αποφασίζει να εκμεταλλευτεί ένα κοίτασμα ορυκτής μπογιάς που είχε βρει στο οικογενειακό αγρόκτημα στο Βερμόντ ο πατέρας του, αλλά δεν του είχε δώσει μεγάλη σημασία. Η μπογιά αποδεικνύεται μοναδική, ένα πραγματικό χρυσωρυχείο που δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιό του στην αγορά. Πάνω που τα πράγματα δείχνουν να προχωράνε αρμονικά, ξεσπάει ο Εμφύλιος πόλεμος και ο Λάπαμ κατατάσσεται στις δυνάμεις των Βορείων, όπου φτάνει στο βαθμό του Συνταγματάρχη – κάτι που θα του προσδώσει το απαραίτητο για τις δουλειές του κύρος -, γλυτώνοντας από τον ηρωισμό ενός φίλου του, τον θάνατο. Γυρίζοντας στο χωριό, αποφασίζει να επεκτείνει την εταιρεία, φτιάχνοντας εργοστάσιο παραγωγής της μπογιάς, με έναν συνέταιρο που συμβάλλει μεν οικονομικά, αλλά αποχωρεί μετά από δυο χρόνια. Ήδη όμως το εργοστάσιο έχει απογειωθεί, η μπογιά πουλάει τρελά, και ο Λάπαμ ανοίγει γραφεία όχι μόνο στις μεγάλες Αμερικανικές πόλεις αλλά και σε Ευρωπαϊκές ή Ασιατικές.
 
Πλέον ο Λάπαμ ζει στη Βοστώνη, με την Πέρσις και τις δύο του κόρες, την ευφυέστατη και σπιρτόζα μελαχρινή Πενέλοπι και την μικρότερη καλλονή αλλά μάλλον αφελή Αϊρίν, που τραβάει τα ανδρικά βλέμματα, εντυπωσιάζοντας με την ομορφιά της. Σε κάποιες διακοπές σε μια λουτρόπολη, η μητέρα με τις δύο κόρες, γνωρίζονται με τον Τομ Κόρεϊ, μεγαλύτερο γιο μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας που βρίσκεται σε οικονομική παρακμή. Ο Τομ προσεγγίζει τα δύο κορίτσια και κάνει αρκετή παρέα μαζί τους, ενώ όταν επιστρέφουν όλοι στην Βοστώνη, αρχίζει να επισκέπτεται το σπίτι των Λάπαμ με κάθε αφορμή. Ο Λάπαμ πετάει στα σύννεφα! Χτίζει ήδη μια πολυτελέστατη και άκρως δαπανηρή έπαυλη σε μια σικάτη περιοχή, υπακούοντας σε κάθε απαίτηση του αρχιτέκτονα και βλέπει ότι κάτι σιγοψήνεται μεταξύ του Τομ Κόρεϊ και της Αϊρίν, αν και ο νέος δεν έχει κάνει κάποια κίνηση ακόμα. Από την άλλη, οι Κόρεϊ περνάνε μια ψιλοφρίκη συνειδητοποιώντας τις τους μέλλει να πάθουν, να συγγενέψουν και να περνάνε κάποιες ώρες, με τον «αμόρφωτο» και (κυρίως) «ακαλλιέργητο» ήρωα μας και την οικογένειά του, αλλά δεν μπορούν να εμποδίσουν τον Τομ που δείχνει μαγεμένος από τη συναναστροφή του με τα δύο κορίτσια, ενώ ζητάει κι από τον Σάιλας Λάπαμ, να δουλέψει στην εταιρεία του συμβάλλοντας στις διεθνείς σχέσεις και την εξάπλωση της ορυκτής μπογιάς.
 
«Ο μεταξοΰφαντος γαμήλιος δεσμός αντέχει σε μια καθημερινή τριβή από αδικίες και προσβολές την οποία καμιά άλλη ανθρώπινη σχέση δεν μπορεί να υποστεί αλώβητα▪ και μερικές φορές η δύναμη που συνέχει την κοινωνία μπορεί να φαίνεται στα μάτια της κλονισμένης πίστης ως κατάρα όσων δεσμεύονται άμεσα από αυτή. Δύο άνθρωποι που διόλου δεν αδιαφορούν ο ένας για το δίκιο και τα αισθήματα του άλλου, αλλά αντιθέτως τα στέργουν ως επί το πλείστον, μπορεί να σκίζουν ο ένας τις σάρκες του άλλου μέσα στον ιερό αυτό δεσμό εντελώς ατιμώρητα▪ ενώ αν ήταν δύο οποιοιδήποτε άλλοι δεν θα ξαναμιλιόντουσαν ποτέ ούτε θα βλέπονταν ύστερα από τις προσβολές που θα είχαν ανταλλάξει. Είναι οπωσδήποτε ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο, και αναμφίβολα οφείλει να πείσει τον παρατηρητή για την θεϊκή προέλευση του θεσμού. Αν οι σύζυγοι είναι ευθείς, ντόμπροι άνθρωποι, όπως οι Λάπαμ, δεν ζυγιάζουν τα λόγια τους▪ αν είναι πιο εκλεπτυσμένοι, τα ζυγιάζουν πολύ προσεκτικά, και ξέρουν με ακρίβεια πόσο μακριά θα τα τραβήξουν, και σε ποιο άκρως ευαίσθητο σημείο θα τα σπείρουν με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα.»
 
Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται στη ζωή όπως περιμένουν όλοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας. Καθώς το χτίσιμο της έπαυλης προχωράει, ένας ανταγωνιστής του Λάπαμ εισέρχεται στην αγορά, υποχρεώνοντας τον πανικόβλητο Σάιλας σε μια σειρά από παράτολμες ενέργειες, ενώ ο Τομ που έδειχνε να έχει μια σαφή προτίμηση προς την Αϊρίν, η οποία είχε «δέσει κόμπο» ότι το πράγμα προχωράει, κάνει την ανατροπή και δηλώνει στην εμβρόντητη Πενέλοπι ότι για εκείνη επισκεπτόταν τους Λάπαμ, την αγαπάει και θέλει να την παντρευτεί. Στην οικογένεια των Λάπαμ γίνεται χαμός, με την Πενέλοπι να βρίσκεται προ ενός τεράστιο ηθικού διλήμματος, αφού γνωρίζει τα αισθήματα της Αϊρίν προς τον Τομ και δεν ξέρει τι να κάνει. Η οικογένεια του Τομ, τα χάνει τελείως ενώ στο συνολικό μπλέξιμο συμβάλλει η διαφαινόμενη χρεωκοπία του Σάιλας Λάπαμ, μετά από ένα χρηματιστηριακό κραχ και μια σειρά από ατυχίες.

 
Χρονολογικά τοποθετημένο στη δεκαετία του 1870, το βιβλίο του Χάουελς κινείται σε δύο άξονες. Ο ένας είναι η οικονομική άνοδος και πτώση του Σάιλας Λάπαμ, ο άλλος είναι το «ερωτικό τρίγωνο», των δύο θυγατέρων του με τον Τόμ Κόρεϊ. Και αν το δεύτερο δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη – σχεδόν γνωρίζουμε τι πρόκειται να γίνει στο τέλος -, είναι η πορεία του ήρωα του βιβλίου, που προσδίδει μεγάλη αξία στο μυθιστόρημα.
 
Ο Σάιλας Λάπαμ, είναι ένας χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του Αμερικανικού ονείρου. Ξεκινάει φτωχός, παλεύει με κάθε τρόπο να ανέλθει οικονομικά – δεν είναι ξεκάθαρο από την αρχή τι ακριβώς έκανε με τον συνέταιρό του και γιατί εκείνος τού πούλησε το μερίδιό του αποχωρώντας από την επιχείρηση, σε σημείο όταν επανεμφανίστηκε, η αλύγιστη Πέρσις να υποχρεώσει τον Λάπαμ να τον βοηθήσει. Η ισχυρή επιθυμία του ήρωα να ανέλθει οικονομικά και κοινωνικά ενώνει τους δύο άξονες του βιβλίου. Η ζωή του αποκτάει νόημα όταν βλέπει καθημερινά την πρόοδο των εργασιών στο μέγαρο που χτίζει, το οποίο τραβάει τα βλέμματα των περαστικών με το μέγεθός του και με την (αναγκαία εκ των συνθηκών) συναναστροφή του με την οικογένεια των Κόρεϊ – παρότι ως έξυπνος άνθρωπος βλέπει την αποστροφή στο βλέμμα τους. Είναι άπληστος ο Λάπαμ; Είναι σε μεγάλο βαθμό, και αυτή του η «τύφλωση», θα συντελέσει στην απώλεια της περιουσίας του και ότι έχει οικοδομήσει με την σκληρή του εργασία και κάποιες επιτυχημένες επιχειρηματικά ενέργειες.
 
Ο Λάπαμ είναι όμως κι ένας άνθρωπος πραγματικά καλός. Παλεύει σε όλο το βιβλίο με την συνείδησή του και τις ενοχές του. Θα κοιτάξει να βοηθήσει τον παλιό του συνέταιρο, ενώ στηρίζει οικονομικά και ηθικά την σύζυγο ενός συμπολεμιστή του, ο οποίος έβαλε το κορμί του, για να εμποδίσει την σφαίρα να φτάσει σ’ εκείνον σε μια μάχη στον Εμφύλιο – κάτι που ο Λάπαμ δεν έχει ξεχάσει ποτέ. Η πτώση του, θα τον τραυματίσει, θα τον πονέσει, ταυτόχρονα όμως θα τον ηρεμήσει, καθώς θα συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο που είχε οδηγηθεί η ζωή του, με το ατελείωτο κυνήγι του χρήματος και της «επιτυχίας».
 
«Είναι περίεργο πράγματα αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό. (…) Νομίζουμε πώς είναι υπόθεση εποχών και εθνών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπόθεση μεμονωμένων ατόμων. Ο ένας αδερφός θα γίνει πολιτισμένος κι ο άλλος θα γίνει βάρβαρος. Έχω συναντήσει περιστασιακά νεαρές κοπέλες που ήσαν τόσο βάναυσα, τόσο αλαζονικά και πεισματικά αδιάφορες απέναντι στις τέχνες οι οποίες συνθέτουν τον πολτισμό, που θα έπρεπε κανονικά να ντύνονται με δέρματα άγριων θηρίων και να περπατούν ξυπόλυτες με ρόπαλα στους ώμους. Κι όμως προέρχονταν από καλά σπίτια, και οι γονείς τους τουλάχιστον σέβονταν τα πράγματα που εκείνα τα νεαρά αγρίμια απεχθάνονταν.»
 

Γραμμένο με πολλή ζωντάνια και δυναμισμό, γεμάτο χιούμορ και ενσυναίσθηση, το βιβλίο του Χάουελς διαβάζεται ευχάριστα και περιγράφει έναν λογοτεχνικό ήρωα, που θα προσπαθήσει να διαπεράσει τα όρια που του θέτει η δομή της κοινωνίας της εποχής, καταλήγοντας να συντριβεί. Οι έντονες διαφορές στον 19ο αιώνα, της μεγαλοαστικής τάξης και των παλιών τζακιών με τους ανερχόμενους μικροαστούς και επιχειρηματίες που κυρίως μετά την ισοπέδωση του Εμφυλίου, ξεπρόβαλλαν δυναμικά στις πόλεις του Βορρά, διεκδικώντας με κάθε τρόπο την είσοδό τους στην «καλή κοινωνία», αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα με λεπτομέρεια και διαύγεια.
 
Μπορεί το μυθιστόρημα να έχει επαναλήψεις και πολλές περιττές πληροφορίες – να μη ξεχνάμε ότι σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής, δημοσιεύονταν σε συνέχειες σε ένα περιοδικό, δείγμα της δημοφιλίας του Χάουελς. Ο αναγνώστης όμως περνάει υπέροχα μαζί του, καθώς πέρα από την ωραία πλοκή, υπάρχουν σελίδες ανθολογίας στο βιβλίο, που πέρα από το χιούμορ κρύβουν και δράμα – όπως αυτές του δείπνου που παραθέτουν οι Κόρεϊ, κι όπου ο θρησκόληπτος Λάπαμ με την οικογένειά του, πρώτη φορά δοκιμάζει κρασί με το φαγητό, μεθώντας όπως είναι φυσιολογικό, ρεζιλεύοντας τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ή όπως αυτές που περιγράφει το πόσο καμαρώνει ο ήρωας βλέποντας το σπίτι που χτίζει, περιγράφοντάς το, σε όποιον γνωρίζει.
 
«Η άνοδος του Σάιλας Λάπαμ», με το εμφανές κοινωνικό σχόλιο που περιέχει, είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, με έξοχα δομημένους χαρακτήρες, γλαφυρές περιγραφές και έμφαση στη λεπτομέρεια. Έχει ωραίο ρυθμό και ενδιαφέρουσα (αν και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη) ιστορία, που μας γνωρίζει έναν σημαντικό συγγραφέα, πολύ επιτυχημένο εμπορικά στον καιρό του – τα βιβλία του ήταν πολύ δημοφιλή -, που μπορεί να μη στέκεται στο ίδιο επίπεδο με άλλους δημιουργούς της εποχής του, το βιβλίο του όμως αυτό, είναι ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για τους λάτρεις της κλασσικής λογοτεχνίας.
 
Βαθμολογία 83 / 100


 
 
 
 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2021 | Permalink
"Θραύση κρυστάλλων"
Βιβλίο μαθητείας («bildungsroman»), που έχει την μορφή του «επιστολικού μυθιστορήματος», είναι το νέο (και εμφανώς καλύτερο) λογοτεχνικό έργο του ιδιαίτερα αξιόλογου συγγραφέα Γιώργου Γκόζη (1970, Θεσ/νίκη), με τίτλο «ΘΡΑΥΣΗ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ» - (εκδ. Ποταμός, σελ. 302). Με αυτό του το μυθιστόρημα, ο (ιδιαίτερα σεμνός και μετριόφρων) Γκόζης, εισέρχεται στο χώρο της μεγάλης αφήγησης, μετά από δύο συλλογές διηγημάτων και μιας νουβέλας, είδος που φαίνεται ότι του ταιριάζει υφολογικά, καθώς του δίνει την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις δεδομένες γλωσσικές του ικανότητες.


Ουσιαστικά το βιβλίο του Γιώργου Γκόζη, είναι ένα e-mail (μια ηλεκτρονική επιστολή δηλαδή) προς τον εφηβικό του έρωτα, την Μαρία. Ένα κορίτσι που ερωτεύτηκε πριν εικοσιπέντε περίπου χρόνια, όταν και οι δύο ήταν στα δεκάξι τους, και με το οποίο για διάφορους λόγους χάθηκε με το που τελείωσαν το σχολείο. Μέσα από αυτό το mail, ο σαραντάρης Άρης, ο αφηγητής περιγράφει τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 80, φθάνοντας στον 21ο αιώνα. Είναι μια επιστολή σε 67 κεφάλαια – στιγμιότυπα, μετά την επανασύνδεση των δυο τους, με αφορμή ένα reunion παλαιών συμμαθητών, όπου ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να μιλήσει στον μοναδικό άνθρωπο που ένιωσε να τον καταλαβαίνει.
 
«Είχα σκοπό αυτό το γράμμα προς εσένα να το γράψω αργότερα. Είχα σκοπό αυτό το γράμμα να γίνει ένα βιβλίο για σένα▪ να απευθύνεται σε σένα▪ να σου το αφιερώσω▪ να συμπεριλάβω όλα όσα ήθελα κάποτε, παλιά, Τότε, να σου αφηγηθώ με λόγια. Μυριάδες πράγματα που ήθελα να σε ρωτήσω και που ποτέ δεν τόλμησα▪ να περικλείσει στις σελίδες τού Σήμερα όλα όσα δεν πρόλαβα να σου πω για τα ενδιάμεσα είκοσι πέντε χρόνια του αποχωρισμού μας▪ να σου περιγράψω με λέξεις στο χαρτί όσα αδυνατώ να σου ιστορήσω καταπρόσωπο.(…) Ας είναι αυτό το γράμμα, που σου αποστέλλω τέλη αυτού του Οκτώβρη, το δικό σου βιβλίο. Ας είναι αυτό το βιβλίο μου προς εσένα. Ας είναι αφιερωμένο σε σένα.»
 
Η Μαρία και ο Πατέρας (αναφέρεται πάντα με Π κεφαλαίο,) είναι τα δύο πρόσωπα που μαζί με τον αφηγητή κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Και μπορεί η σχέση ή οι αναφορές στη Μαρία να βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο της ιστορίας, όμως η σχέση με τον πατέρα καθορίζει και σημαδεύει το βιβλίο. Ο Άρης μεγαλωμένος σε μια οικογένεια αριστερών, βλέπει τον πατέρα του, που θαύμαζε, να συντρίβεται μέσα από τα κομματικά παιχνίδια, μετά από ένα λάθος (που μπορεί και να μην ήταν λάθος, αν το εξέταζες εκείνη τη στιγμή που έγινε), να ισοπεδώνεται ψυχολογικά υποχρεώνοντας τον ίδιο να ενηλικιωθεί γρηγορότερα απ’ ότι ίσως περίμενε, να ταλαιπωρηθεί επαγγελματικά, μέχρι να βρει τον δρόμο του.
 
Ο Άρης περιγράφει το πάθος του για την Μαρία, μια παρουσία που τον στοίχειωσε σε όλη του τη ζωή, μέχρι να την συναντήσει ξανά, παρότι είχαν να ειδωθούν τόσα χρόνια, μέσα του σιγόκαιγε η φλόγα. Μια σχέση που «τελείωσε» τυπικά νωρίς και θα καταγραφόταν στη μνήμη και των δύο, ως ένας «πρώτος έρωτας», χρησιμεύει στο να αναπαρασταθεί μια ολόκληρη εποχή, μια Ελλάδα πολύ διαφορετική και τόσο αληθινή.
Η οικογένεια του Άρη, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, πρόγονοι πρόσφυγες πάμπτωχοι, πατέρας που μεγάλωσε δύσκολα, με αριστερές καταβολές, πάντοτε ενταγμένος σε κάποιο κόμμα και με αυτόν τον ελληνικότατο διχασμό που χαρακτήριζε τους περισσότερους από τους παλιούς αριστερούς, στο σπίτι το εικονοστάσι είχε, μια εικόνα κάποιου Αγίου και μια εικόνα του Βελουχιώτη. Η πολιτική του πορεία και αυτή ακολούθησε μια διαδρομή χωρίς εκπλήξεις, από το Κ.Κ.Ε. ως το ΠΑ.ΣΟ.Κ., αυτόν τον δρόμο ακολούθησαν πολλοί. Ο πατέρας του Άρη όμως, δεν μπήκε στο Κίνημα για να πλουτίσει αλλά για να προσφέρει, είχε ήδη μια καλή δουλειά▪ ο κομματικός οργανισμός όμως θα τον απορροφήσει και θα τοποθετηθεί μετά την «Αλλαγή» του ’81 σε έναν κυβερνητικό οργανισμό, σε μια ΔΕΚΟ σε υπεύθυνη θέση.
 
Όλα φαίνονταν ιδανικά, αλλά σύντομα μετά από λίγα χρόνια, η αλαζονεία επικράτησε της ιδεολογίας, η εξουσία είναι γλυκιά και διαφθείρει ακόμα και βράχους. Ο πατέρας του Άρη, δεν μπήκε σε αυτό το παιχνίδι της διαφθοράς, απλά – με περισσή αφέλεια - βοήθησε έναν παλιό και κάποτε έμπιστο φίλο με μια οικονομική διευκόλυνση από τα ταμεία του Οργανισμού. Όταν ο φίλος εξαφανίστηκε, και φανερώθηκε το έλλειμμα, έπρεπε να βρεθεί ένα «μαύρο πρόβατο» - και ποιος συνήθως την πληρώνει σε αυτές τις περιπτώσεις; Αυτός που δεν έχει φροντίσει να «οχυρωθεί», και πιστεύει σε παλιές φιλίες και συνεργασίες. Η τιμωρία ήταν σκληρή και ο Πατέρας δεν συνήλθε ποτέ. Ο Άρης από τη μια βλέπει την Μαρία να ακολουθεί την πορεία που έχει προγραμματίσει γύρω από τις σπουδές της και να φεύγει μακριά, κι από την άλλη υποχρεώνεται να δουλέψει, να τον στηρίξει, να συνεργαστεί μαζί του, με την ζωή του να παίρνει μια τροπή διαφορετική από αυτή που είχε ονειρευτεί.
 
«Εμείς εξακολουθούμε να πορευόμαστε ακάθεκτοι με τις ρωγμές μας από τότε που διαπιστώσαμε πως η θραύση κρυστάλλων εκτός από ασφαλιστήριος όρος στα συμβόλαια οχημάτων είναι και μια οδυνηρή διαπίστωση. Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, με άλλα λόγια κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, αναζητούμε εντός μας τα κομμάτια του μεγάλου καθρέφτη ως Αρχέτυπου, εκείνου που έσπασε και κατακερματίστηκε σε πολλά καθρεφτάκια, σκόρπια πλέον εδώ κι εκεί. Και όσα καταφέρουμε να βρούμε πάλι, αφού τα τοποθετήσουμε όλα μαζί, όλοι μαζί, σε ένα μεγάλο παζλ, προσπαθούμε να συγκολλήσουμε τις κάθε είδους αυτές ρωγμές ώστε να τον κρεμάσουμε ανακλαστικό και απαστράπτοντα στη γιορτή μας, τη γιορτή του Σπασμένου Καθρέφτη.»
 

Το μυθιστόρημα του Γιώργου Γκόζη, σίγουρα έχει πολλές αυτοβιογραφικές στιγμές, αλλά δεν απαιτεί από τον αναγνώστη του, να τις σκεφτεί ή να τις έχει στο μυαλό του. Γραμμένο με σπιρτάδα και πολύ χιούμορ, διάχυτο από μουσικές της περιόδου (περιέχει ολόκληρο
soundtrack με τραγούδια της εποχής και όχι μόνο), προσφέρει (με αφορμή ένα ερωτικό πάθος που παραμένει ζωντανό μετά από δύο και κάτι δεκαετίες) μια πανοραμική ματιά στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο που δεν συνηθίζεται στην ελληνική λογοτεχνία. Σε μια χιουμοριστική τηλεοπτική σειρά, που προβάλλεται αυτόν τον καιρό στην τηλεόραση, μια από τις πρωταγωνίστριες, αναφωνεί κάθε τρεις και λίγο «ΠΑ.ΣΟ.Κ., ωραία χρόνια» - φράση που έχει γίνει viral και σαρκασμός. Αυτά τα «ωραία χρόνια» γεμάτα λαμογιές και χρήματα που μοιράζονταν αφειδώς δεξιά κι αριστερά, τα βλέπουμε από την δραματική τους (και τόσο αληθινή) πλευρά, μέσα από την οδυνηρή ιστορία του ιδεολόγου πατέρα του αφηγητή, χωρίς μελοδραματισμούς, παρά την πολύ συναισθηματική κάποιες στιγμές, φόρτιση του συγγραφέα – που όμως αποφέρει και ίσως τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου, όπως το κεφάλαιο 3 που περιγράφει τι σκότωσε τον πατέρα του «Αιτία θανάτου: Οξύ Κίνημα του Μυοκαρδίου».
 
Η σχέση πατέρα και γιού – κάτι που βλέπουμε πολύ συχνά τελευταία στην ελληνική λογοτεχνία, τα στερεότυπα της ελληνικής οικογένειας, το ερωτικό πάθος που παραμένει, παρότι βρισκόταν σε ύπνωση για πολλά χρόνια, οι πολλές παραπομπές σε βιβλία της εποχής, σε τραγούδια, όλα αυτά μαζί δημιουργούν μια ωραία και ιδιαίτερα νοσταλγική σύνθεση μνήμης και συναισθημάτων. Ο συγγραφέας σε αυτό το «μυθιστόρημα αυτογνωσίας και μαθητείας» (που είναι όμως και ένα στιβαρό πολιτικό μυθιστόρημα), δεν φοβάται να «θραύσει κρύσταλλα», να σκαλίσει, να βγάλει από μέσα του γεγονότα και καταστάσεις επώδυνες και σημαδιακές.
 
Ο Γιώργος Γκόζης (που ασχολείται και με την Θεολογία γράφοντας «Αγιολογικά κείμενα»), περιέγραψε την εποχή αυτή με σατιρικό τρόπο στα διηγήματά του, με τίτλο «Αφήστε με να ολοκληρώσω», την περιγράφει και τώρα με ένταση και ζωντάνια στην «Θραύση Κρυστάλλων». Ευφυέστατα γραμμένο (οι περισσότεροι τίτλοι των 67 κεφαλαίων είναι εκπληκτικοί, ενώ συνήθως παραπέμπουν σε βιβλία, φράσεις, ταινίες) και χωρίς σοβαροφάνεια (αν και αναφέρεται σε πολύ σοβαρές καταστάσεις), με έντονο το στοιχείο του σαρκασμού (αλλά και του αυτοσαρκασμού), με υπέροχη γλώσσα, έγραψε ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα, που παρά τον διδακτισμό που αφήνει πολλές φορές να του ξεφεύγει και τις πολλές (αχρείαστες μάλλον) υποσημειώσεις που σε μερικά σημεία διασπούν την προσοχή του αναγνώστη, είναι απολαυστικό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Είναι ένα βιβλίο που δεν διαφημίζεται ιδιαίτερα, αλλά αξίζει να προσεχτεί, ενώ (σίγουρα) αποτελεί άλμα στην λογοτεχνική διαδρομή του Σαλονικιού συγγραφέα.
 
Βαθμολογία 79 / 100