Πέμπτη, Οκτωβρίου 31, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 31, 2013 | Permalink
BOOKTALKS@AMAGI RADIO - Εκπομπή Σαββάτου 26/10/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@amagi radio, της 26/10/13. 

Στην εκπομπή διαβάσαμε ένα διήγημα των Ρ.Μπολάνιο και Β. Γουλφ, ποίηση Γ.Σεφέρη και Ν.Δ.Καρούζου, ακούσαμε το ένθετο "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου" ενώ έγινε κι ένα επετειακό αφιέρωμα στο '40 μέσα από το συγκλονιστικό "Πλατύ ποτάμι" του Γ.Μπεράτη. 

Καλή ακρόαση!

 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013 | Permalink
«Illud aspicis non vides» («Δεν βλέπεις αυτά που μπορείς να δείς»)


Η αίσθηση της απώλειας, ο φόβος μπροστά στο άγνωστο, ο έρωτας, η πατρική αγάπη και φροντίδα, η μοναξιά και η εγκατάλειψη, η αναζήτηση ταυτότητας. Και δεν είναι μόνο αυτά τα θέματα, που πραγματεύεται το υπέροχο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του εξαιρετικού (και πολυβραβευμένου) συγγραφέα Peter Carey (Αυστραλία, 1943) με τον υπαινικτικό τίτλο, «Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ» («The Chemistry of Tears»), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Α.Μαντόγλου, σελ.295).


Η Κάθριν είναι ωρολογοποιός στο (φανταστικό) Μουσείο Σουίνμπερν στο κέντρο του Λονδίνου. Εκείνο το πρωινό της άνοιξης του 2010 που φτάνει στο γραφείο της, πληροφορείται ότι ο εραστής της επί 13 χρόνια και συνάδελφός της, Μάθιου, έχει βρεθεί νεκρός. Ο Μάθιου ήταν παντρεμένος, είχε και δύο μεγάλα παιδιά, η Κάθριν νιώθει να φεύγει η γη κάτω από τα πόδια της, να ανατρέπεται η καθημερινότητά της. Συνειδητοποιεί ότι είναι 50 ετών και έχει μείνει τελείως μόνη. Αναπολεί τις αξέχαστες στιγμές με τον Μάθιου, τις αποδράσεις τους, είναι έτοιμη να πέσει σε κατάθλιψη πνίγοντας τον πόνο της στο ποτό. Ο προϊστάμενός της, ο Έρικ δείχνει να είναι ο μόνος που γνωρίζει τη σχέση της και αντιλαμβάνεται την κατάστασή της. Για να μπορέσει να συνεφέρει την (ικανότατη στη δουλειά της) Κάθριν, της αναθέτει την επιδιόρθωση και συντήρηση ενός «αυτόματου» («automaton») όπως αποκαλούντο οι μηχανισμοί που μιμούντο κινήσεις ανθρώπινων σωμάτων ή ζώων (πρόδρομοι των ρομπότ) τους αιώνες πριν τον ηλεκτρισμό.

«Πράγματι, ειλικρινά, όποιος έχει ποτέ παρατηρήσει κάποιο επιτυχημένο αυτόματο, όποιος έχει δεί τις απόκοσμα αληθοφανείς κινήσεις του και έχει έρθει αντιμέτωπος με τα μηχανοκίνητα μάτια του, ποτέ δεν ξεχνά εκείνο τον πρωτόγνωρο φόβο, εκείνη τη σύγχιση για το τι είναι έμψυχο και τι ζωντανό. Ο Καρτέσιος είχε πεί πως τα ζώα ήταν αυτόματα. Πάντα πίστευα πως η απειλή της Ιεράς Εξέτασης και μόνο τον είχε εμποδίσει να πεί το ίδιο πράγμα και για τους ανθρώπους.»

Η Καθριν ψάχνοντας και ξετυλίγοντας τις συσκευασίες διαπιστώνει ότι βρίσκεται μπροστά σε μια μηχανική πάπια, πολύπλοκη αλλά μάλλον σε καλή κατάσταση με εξαρτήματα που παραπέμπουν σε κατασκευή των μέσων του 19ου αιώνα. Το πιο ενδιαφέρον εύρημά της όμως είναι 11 πυκνογραμμένα τετράδια, μέρος της δωρεάς ενός τύπου από την Καρλσρούη της Γερμανίας.
«Όλα τα συναισθήματά μου ήταν οριακά, εντούτοις αυτός ο ιδιότυπος γραφικός χαρακτήρας απέσπασε την τρυφερή συμπάθειά μου, καθώς συμπέρανα πως ο γράφων είχε εξωθηθεί στα άκρα. Δεν ήξερα ακόμα πως το όνομά του ήταν Χένρι Μπράτλινγκ, αλλά δεν είχα καμία αμφιβολία πως ήταν άντρας, και ένιωθα οίκτο γι’αυτόν, πριν ακόμα διαβάσω λέξη.»



Τα τετράδια του Χένρι Μπράντλινγκ ξετυλίγουν την ιστορία του. Ενας Βρετανός πλούσιος γαιοκτήμονας της εποχής από οικογένεια εφευρετών και πρωτοπόρων, ασχολείται με μηχανικές κατασκευές. Έχει υποσχεθεί στον μικρό άρρωστο γιό του Πέρσι ένα αντίγραφο της περίφημης «Νήσσας του Βοκανσόν» (ο Ζαν ντε Βοκανσόν (1709-1782) ήταν ένας Γάλλος εφευρέτης, ο οποίος κατασκέυασε το 1739 ένα από τα πρώτα αυτόματα, όπως η προαναφερόμενη πάπια που πήρε το όνομά του.) Εχοντας ήδη απωλέσει την κόρη του και υπό την πίεση της συζύγου του, που του τονίζει ότι πρέπει να τηρήσει την υπόσχεσή του και να φέρει στον Πέρσι μια «πάπια-αυτόματο», μεταβαίνει στην Καρλσρούη της Γερμανίας – τόπο κατασκευής του ρολογιού-Κούκος, όπου θεωρεί ότι θα βρεί κάποιον ικανό τεχνίτη να του κατασκευάσει τη Νήσσα και είναι διατεθειμένος να πληρώσει ένα σημαντικό ποσό για την υλοποίηση της επιθυμίας του. Εκεί πέφτει στα χέρια του επιτήδειου και μυστηριώδη χερ Σάμπερ, ενός πολυτεχνίτη και αλαζόνα τυχοδιώκτη, ο οποίος βοηθούμενος από ένα παιδί-θαύμα, του υπόσχεται κάτι ακόμα καλύτερο από το πρωτότυπο.



Η αφήγηση του Κάρεϊ μοιράζεται μεταξύ της ιστορίας του ευρισκόμενου σε αδιέξοδο Χένρι Μπράντλινγκ ο οποίος παραμένει στο σκοτάδι αναμένοντας τα αποτελέσματα των προσπαθειών των περίεργων τύπων που έχει μπλέξει και ήδη δώσει τα λεφτά του, και της αλκοολικής πλέον Κάθριν να ανασυστήσει με τη βοήθεια μιας νεαράς βοηθού (που εχει τοποθετήσει ο Έρικ δίπλα της και η οποία δείχνει ελαφρώς παρανοϊκή) το αυτόματο που υπάρχει μέσα στις κούτες. Η Κάθριν και ο Χένρι δύο άνθρωποι που τους χωρίζουν περίπου 150 χρόνια, αποκτούν μια μορφή επικοινωνίας μέσα από τα ημερολόγια, «συνομιλούν» ουσιαστικά μεταξύ τους. Ο πόνος και η απόγνωση που νιώθουν, η μια βιώνοντας την απώλεια και ο άλλος έχοντας ήδη χάσει το μικρό κοριτσάκι του και μη γνωρίζοντας αν θα προλάβει τον ασθενή γιό του, τους αλλάζουν, γίνονται βίαιοι με τους άλλους, η μεν Κάθριν αντιδράει με άσχημο τρόπο, είτε στον προϊστάμενό της, είτε στη βοηθό της, ο δε Χένρι βγάζει όλη την προκατάληψή του απέναντι στους Γερμανούς χωρικούς, στον τρόπο ζωής τους, ενώ δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει βία μέσα στην απόγνωσή του.

Οι δύο ήρωες του Κάρεϊ θα βρούν στο άψυχο αλλά πανέμορφο (όπως αποδεικνύεται από την ανασύστασή του) αντικείμενο την ομορφιά που επιζητούν, την ηρεμία της ψυχής τους. Η Κάθριν ενώνοντας αργά-αργά τα κομμάτια θα σταθεί στα πόδια της ενώ ο Χένρι που βυθίζεται μέσα στην παράλογη και γεμάτη κομπασμούς και ασυνέπειες χρονικές ιστορία του χερ Σάμπερ, στις καθυστερήσεις και στα μυστήρια που περιβάλλουν το περιβάλλον στο οποίο φτιάχνεται η πάπια (που μπορεί να είναι και κύκνος τελικά) θα καταλάβει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του και τη ζωή του. Τελικά τι είναι αυτό που θα αποκαλυφθεί; Τι υπάρχει μέσα στον πολύπλοκο μηχανισμό του; Και που βρίσκεται η αλήθεια πίσω από αυτή την φιλόδοξη κατασκευή που θα εντυπωσιάσει στην ολοκλήρωσή της όλο τον κόσμο; «Illud aspicis non vides» είχε χαραχθεί πάνω στο ασημένιο και πανέμορφο ράμφος, «Δεν βλέπεις αυτά που μπορείς να δείς», και αυτό τα λέει όλα…

Φιλοσοφικό και πολύπλοκο το μυθιστόρημα του Κάρεϊ, θέτει με την αμφισημία του και το συνεχές παιχνίδι «αλήθειας, ψέμματος», τον αναγνώστη συνεχώς μπροστά σε διλήμματα. Η Κάθριν και ο Χένρι, δύο άνθρωποι που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα υλικά αντικείμενα παρά για τις ψυχές των ανθρώπων θα αναγκαστούν εκ των συνθηκών να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους, με προκλήσεις πρωτόγνωρες γι’αυτούς, να βγάλουν από μέσα τους πράγματα που δεν γνώριζαν, να κάνουν συμβιβασμούς, να στοχαστούν, να σκεφτούν. Αποσπώντας με συναισθηματικό τρόπο την συμπάθεια του αναγνώστη – μεν Κάθριν με την βίαιη ανατροπή της ζωής της, την συντριβή της και τον θρήνο της, ο δε Χένρι, ανήμπορος σύζυγος και στοργικός αλλά αδύναμος πατέρας που κυνηγάει ένα σχεδόν άπιαστο όνειρο για να υλοποιήσει μια αφηρημένη ιδέα και να προσφέρει κάτι στον γιό που δεν ξέρει αν θα ξαναδεί, ο ικανότατος συγγραφέας, μας ξεδιπλώνει δύο χαρακτήρες εύθραυστους και με ελαττώματα, η Κάθριν που φέρεται τόσο άσχημα σε όποιον προσπαθεί να την πλησιάσει, που πίνει μέχρι λιποθυμίας, ο δε Χένρι που βγάζει μια απίστευτη βιαιότητα τσακίζοντας στο ξύλο τον ογκώδη χερ Σάμπερ, έτσι στα ξαφνικά, αλλά και τόσο ζωντανούς με τους οποίους συμπάσχεις και αγωνιάς.

Υπάρχουν πολλές εξαιρετικές σκηνές στο μυθιστόρημα. Οι σπασμωδικές αντιδράσεις της Κάθριν στο άκουσμα του θανάτου του αγαπημένου της, η άφιξη του Χένρι στη Γερμανία, οι γκροτέσκοι χαρακτήρες που γνωρίζει εκεί, η γνωριμία της Κάθριν με τους δύο γιούς του εραστή της και η κουβέντα της μαζί τους, η απόγνωση του Χένρι μέσα στον «σιωπηλό» Μέλανα Δρυμό, το τελευταίο εκπληκτικό κεφάλαιο με την ανασύνθεση του αυτόματου, ο σπαραγμός της Κάθριν, ο καύσωνας στο ανοιξιάτικο Λονδίνο που έρχεται σε αναλογία με την οικολογική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού που συμβαίνει εκείνες τις μερες που αναπαριστά ο συγγραφέας – ευδιάκριτο και πυκνό σχόλιο για την άκρατη τεχνολογική εξέλιξη που καταστρέφει τον πλανήτη, ακολουθώντας την «ανάγκη» και την περιέργεια του ανθρώπου για περίπλοκες μηχανικές κατασκευές.

«Η χημεία των δακρύων» είναι τελικά ένα ελεγειακό και πολύ απαιτητικό όπως και φιλόδοξο μυθιστόρημα, από τα καλύτερα του πολύ σημαντικού και πολυβραβευμένου συγγραφέα (πολύ δυνατή υποψηφιότητα για κάποιο προσεχές Νόμπελ). Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που μεταφέρεται η δράση και η αφήγηση από τον κόσμο των σκοτεινών κεντροευρωπαϊκών παραμυθιών μέσα από το ημερολόγιο του Χένρι στην ασφυκτική καθημερινότητα του κεντρικού Λονδίνου και στο σκονισμένο εργαστήριο της θρηνούσας Κάθριν σε ένα βιβλίο που επιδιώκει την συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη και οδηγεί σε μια υπέροχη αναγνωστική απόλαυση.

Γενικώς ο Κάρεϊ είναι ένας εξαίσιος συγγραφέας. Η λεπτότητα της γραφής του, η εξαιρετική του δομή σε συνδιασμό με τα συναρπαστικά θέματα που επιλέγει και η δύναμη των περιγραφών του, κυρίως σε ανοιχτά τοπία, είναι εντυπωσιακή. Μπορεί να προτιμώ τα «Αυστραλέζικα» βιβλία του (κυρίως τα αριστουργηματικά «Όσκαρ και Λουσίντα» και «Η αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλι») αλλά δεν μπορώ να υποτιμήσω τα εξίσου σημαντικά (και θαυμάσια) «Ο πλαστογράφος», «Ο παράνομος εαυτός του», «Κλοπή, μια ερωτική ιστορία».

Όποιος δεν έχει ασχοληθεί μαζί του, μάλλον χάνει πολλά.




 
Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2013 | Permalink
"...Once i wanted to be the greatest..."


Στο μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια (Αθήνα, 1973) με τίτλο «ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ», (Εκδ. Απόπειρα, σελ.443), ο συγγραφέας αναλαμβάνει ένα ρίσκο και καλεί τον αναγνώστη του να συμμετάσχει σ’αυτό, σε ένα ιδιότυπο αναγνωστικό μπρα-ντε-φερ. Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλά (ίσως, αλλά, θα είναι ελάχιστα), μυθιστορήματα όπου ο ήρωας (η ηρωίδα στην περίπτωση μας) να προκαλεί τα νεύρα του αναγνώστη τόσο πολύ όσο η περίπτωση της Ντίνας (ηρωίδας του βιβλίου) – και εδώ ακριβώς έγκειται η πρόκληση αλλά και η ανάγκη για συμμετοχή σ’αυτό το «παιχνίδι» όπως σε κάποιο θεατρικό δρώμενο όπου ο θεατής καλείται να συμμετάσχει στο έργο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.


Βρισκόμαστε στο πρώτο εξάμηνο του 2009 (ο μυθιστορηματικός χρόνος θα είναι αυτό το «εαρινό εξάμηνο»), και η Ντίνα, μια 20χρονη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής στο Ρέθυμνο, εκπάγλου καλλονής και (σπαταλημένης ίσως, αλλά) μεγάλης ευφυίας, η οποία θα μπορούσε να διάγει μια άνετη φοιτητική ζωή (με ότι ο όρος αυτός, συνεπάγεται στην νεότερη Ελλάδα), αφού δεν φαίνεται να έχει κανένα οικονομικό πρόβλημα – ο χήρος πατέρας, ιδιοκτήτης Ιταλικού ρεστοράν στην Καλλιθέα (πιτσαρίας υποτιμητικά από την αγνώμονα κόρη) στέλνει χρήματα, δεν πολυανακατεύεται στην καθημερινότητα ή στην παρακολούθηση των σπουδών της Ντίνας. Γιατί λοιπόν η νεαρά φέρεται ως μεγάλη ντίβα και θεωρεί ότι ο κόσμος θα έπρεπε να υποκλίνεται στο διάβα της; Γιατί κανείς δεντην ανέχεται; Γιατί είναι τόσο ανταγωνιστική, έχει πάντα «το ζωνάρι λυμένο» για καυγά, αρπάζει τους άντρες από τις φίλες της, βρίζει τον πατέρα της ζητώντας του όλο και περισσότερα χρήματα (και όταν εκείνος αρνείται να της τα δώσει, πιάνει δουλειά σε σαντουιτσάδικο και κάποια στιγμή βάζει χέρι και στο ταμείο), δεν παρακολουθεί τα μαθήματα που την αφήνουν παντελώς αδιάφορη παρά μόνο όταν βλέπει έναν νόστιμο και νέο καθηγητή, τον οποίο γουστάρει εμφανώς η (καθώς πρέπει) φίλη της, σπεύδει στο μάθημά του με απώτερο σκοπό να τον σαγηνεύσει;

Η ηρωίδα του Στόγια, προκαλεί και ζεί έντονα την κάθε στιγμή στην ζωή της. Θα πιεί τα ποτά της μέχρι τελικής πτώσης, θα κάνει σεξ σαν να μην υπάρχει αύριο, θα διεκδικήσει αυτό που πιστεύει ότι δικαιούται, είτε άντρας είναι αυτός, είτε οτιδήποτε άλλο. Ζει στα όρια συνεχώς. Τραυματίζεται, σηκώνεται, προχωράει, τσακώνεται, την λέει σε όλους και θεωρεί ότι έχει δίκιο σε όλα. Θα μπουκάρει (κυριολεκτικά) σε μια θεατρική ομάδα, η οποία ανεβάζει το (πρωτοποριακό για την εποχή του) έργο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, ένα άκρως απαιτητικό θεατρικό έργο που απαιτεί έντονο «σωματικό» παίξιμο, θα ενθουσιαστεί από τον σκηνοθέτη, θα νομίζει ότι βρήκε τον μέντορά της σ’αυτή τη ζωή και από την πρώτη πρόβα θα τα δώσει όλα, όταν δε η πρωταγωνίστρια αρνηθεί να υπακούσει στον μονομανή Ορέστη (τον σκηνοθέτη που πιστεύει ότι είναι τουλάχιστον μεγαλοφυία), θα είναι η Ντίνα που θα μπει μπροστά (θα προτάξει τα ωραία της στήθη by all means), θα πάρει τον πρώτο ρόλο και θα διεκδικήσει με λύσσα τον έρωτα του.

Η ανώμαλη προσγείωση από την μικρή αλλά έντονη (όπως όλες άλλωστε) σχέση της με τον Ορέστη, η απογοήτευσή της από αυτόν, το απότομο ξύπνημά της από τη ζωή που έχει χτίσει, θα την ξυπνήσουν και θα αποφασίσει να αλλάξει αντιδρώντας και σ’αυτή την περίπτωση με τον προσωπικό της ακραίο τρόπο. Θα μπορέσει όμως να τα «καταφέρει»; Το πικρό φινάλε του βιβλίου 3 χρόνια αργότερα, δεν επιτρέπει αισιοδοξία και αποπνέει ματαιότητα, του τύπου «η ζωή δεν είναι κόμικς, μωρό μου»…


Ο Στόγιας δημιουργεί μια ηρωίδα «bigger than life», ριψοκινδυνεύει (ως κάθε δημιουργός ενός αμφιλεγόμενου και παθιασμένου έργου), να κλείσει ο αναγνώστης το βιβλίο πριν την 100η του σελίδα αγανακτισμένος με τα «έργα και τις ημέρες» της ακάματης Ντίνας, αλλά από τη μια με την ολοζώντανη και γεμάτη πειστικούς διαλόγους αφήγησή του, και από την άλλη με το σαρκαστικό του χιούμορ και την φρεσκάδα της ματιάς του κερδίζει το στοίχημα και στο τέλος «επιβάλλει» την ηρωίδα του, η οποία μπορεί να μη γίνεται συμπαθής αλλά προβληματίζει και εντυπωσιάζει τον αναγνώστη.

Η Ντίνα είναι ένας χαρακτήρας αποπροσανατολισμένος, που όλα στη ζωή του έχουν έρθει βολικά. Μπήκε άνετα στη σχολή (προφανώς όχι της πρώτης της επιλογής, μιας που το θέατρο είναι η μεγάλη της αγάπη), το παίζει όπως θέλει (επαναστάτρια, προκλητική, ακραία, εξεγερμένη, εναλλακτική, ψαγμένη, διανοούμενη, θεογκόμενα) έχοντας την οικονομική ασφάλεια ότι με τις μαλαγανιές της, ο πατέρας της θα συνδράμει την κατάλληλη στιγμή. Με εντυπωσιακή αυταρέσκεια,  έχει μάθει να γίνεται το δικό της και να κατακτά ότι στόχο βάζει. Δεν ξέρει τι θέλει, δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα για το τι συμβαίνει στην κοινωνία παρά μόνο στον μικρόκοσμό της, σκύβει το κεφάλι και ορμάει σταν ταύρος σε υαλοπωλείο σε οτιδήποτε της κάτσει (μάλλον καρφωθεί) στο μυαλό. Δεν φοβάται τη σύγκρουση, την επιδιώκει – τρέφεται από αυτήν (διότι την θεωρεί άλλο ένα πεδίο όπου μπορεί να δείξει την αυτοδιαφημιζόμενη «ανωτερότητά της»). Η (αναπόφευκτη) «ένταξή της» στην κοινωνία όταν έρθει θα είναι απότομη και η συνειδητοποίηση των σφαλμάτων και των υπερεκτιμήσεων ορισμένων πραγμάτων και ανθρώπων θα προκαλέσει τραύματα, βαθιά μέσα της το γνωρίζει, αλλά προχωράει…

Το μυθιστόρημα, κατακλύζεται από μουσική (στο YouTube υπάρχει μεγάλο μέρος του «soundtrack», ενώ η έκδοση συνοδεύεται και από ένα cd με μουσική του Α.Τσαγκάρη, ειδικά γραμμένη για το βιβλίο), είναι γραμμένο με ύφος ανάλαφρο, αλλά αυτά που περιγράφει είναι πολύ ουσιαστικά. Η πανεπιστημιακή κοινότητα της πόλης του Ρεθύμνου παρουσιάζεται με διαύγεια και χιούμορ, το κοινωνικό πλαίσιο (βρισκόμαστε λίγο μετά τον Δεκέμβρη του 2008) είναι συνεχώς παρόν χωρίς όμως να βγαίνει στο προσκήνιο – τα έντονα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης δεν έχουν αρχίσει ακόμα, απλά είναι ορατά στον ορίζοντα, ενώ οι σελίδες που αναφέρονται στην θεατρική παράσταση είναι εξαιρετικές και ολοζώντανες καθηλώνοντας τον αναγνώστη.

Το ιδιότυπο αυτό «μυθιστόρημα μαθητείας» (bildungsroman) του Γ.Στόγια, (το οποίο κυκλοφόρησε πρώτα σε συνέχειες στο διαδίκτυο από το blog που δημιουργήθηκε γι’αυτόν τον λόγο (earinoexamino.wordpress.com - εξάλλου ο συγγραφέας είναι πολύ ενεργός στα κοινωνικά δίκτυα), γνώρισε επεξεργασία και επιμέλεια και εκδόθηκε τελικά πριν λίγους μήνες), μας γνωρίζει μια αντιπαθή και αλλοπρόσαλη ηρωίδα που όμως προκαλεί συζητήσεις, προκαλεί το ενδιαφέρον ακόμα και του πιο αποστασιοποιημένου (όπως πιστεύω ότι είμαι) αναγνώστη, ζητάει την συμμετοχή του, την ενεργητική του ανάγνωση. Σ’αυτήν λοιπόν την απεικόνιση έγκειται η αξία ενός βιβλίου που μας κεντρίζει και μας ωθεί σε προβληματισμούς και σκέψεις όχι μόνο για τη νεότητα αλλά και για τη ζωή την ίδια.






 
Πέμπτη, Οκτωβρίου 17, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 17, 2013 | Permalink
BOOKTALKS@AMAGI RADIO - Εκπομπή Σαββάτου 12/10/13
Ακούστε το podcast  της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 12/10. 

Στην εκπομπή ακούστηκε ένα μικρό αφιέρωμα στην Alice Munro, οι τελευταίες στιγμές του Τσε Γκεβάρα μέσα από την γλαφυρή περιγραφή του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, από το εξαιρετικό του βιβλίο γύρω από τον Τσε, το ένθετο της εκπομπής "Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου και διαβάσαμε αποσπάσματα από το βιβλίο του Τσ.Τοντορόφ "Η λογοτεχνία σε κίνδυνο". 

Καλή ακρόαση

 
Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2013 | Permalink
Καλοκαίρι δίχως άντρες

Εκείνο που θαυμάζεις περισσότερο απ’όλα (και δεν είναι λίγα), στο έξοχο μυθιστόρημα της Siri Hustvedt (Η.Π.Α.,1955), που έχει ως τίτλο «ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΔΙΧΩΣ ΑΝΤΡΕΣ» («The summer without men»), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.262), είναι ότι παρά το γεγονός ότι είναι ουσιαστικά ένα βιβλίο που στο μεγαλύτερο του μέρος ασχολείται με θέματα όπως η ερωτική απόρριψη, ο θάνατος, η μοναξιά, τα γηρατειά, η τρέλλα, το κάνει με έναν τρόπο αισιόδοξο και ζωντανό, ευφυέστατο και σαγηνευτικό.

«Είναι αδύνατον να προβλέψεις την εξέλιξη μιας ιστορίας όσο τη ζείς· δεν έχει σχήμα ακόμα, είναι μια υποτυπώδης διαδοχή λέξεων και πραγμάτων ας το παραδεχτούμε: Δεν ξαναβρίσκουμε ποτέ αυτό που ήταν πράγματι. Το μεγαλύτερο μέρος της χάνεται. Κι εντούτοις, έτσι όπως κάθομαι στο γραφείο μου και προσπαθώ να ξαναφέρω στο μυαλό μου εκείνο το σχετικά πρόσφατο καλοκαίρι, ξέρω ότι έγιναν αλλαγές που επηρέασαν όσα ακολούθησαν. Μερικές διακρίνονται σαν εξογκώματα σε ανάγλυφο χάρτη, τότε όμως δεν ήμουν σε θέση να τις αντιληφθώ επειδή έβλεπα τα πράγματα μέσα από τη μονοτονία της καθημερινής ζωής. Ο χρόνος δεν είναι έξω από μας, αλλά εντός μας. Μόνο εμείς ζούμε με παρελθόν, παρόν και μέλλον, και το παρόν είναι πολύ σύντομο για να το αισθανθούμε, ούτως ή άλλως· το αντιλαμβανόμαστε εκ των υστέρων, και τότε ή είναι κωδικοποιημένο ή έχει σβυστεί από το μυαλό μας. Εκ των υστέρων συνειδητοποιούμε τι έχει συμβεί.»

Όταν η ποιήτρια και καθηγήτρια στο Κολούμπια, Μία Φρέντρικσεν συνειδητοποιεί ότι ο επι τριάντα χρόνια, σοβαρός και εξαίρετος επιστήμων σύζυγός της, ο Μπόρις, της ζητάει μια «ανάπαυλα» από τον γάμο τους για να ζήσει τον έρωτά του με μια αρκετά μικρότερή του Γαλλίδα (και μάλιστα το εννοεί σοβαρά), καταρρέει. Νοσηλεύεται για ένα μικρό διάστημα σε μια Ψυχιατρική κλινική και όταν βγαίνει αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορεί (για την ώρα) να επιστρέψει στη Ν.Υόρκη, αποφασίζει να νοικιάσει ένα εξοχικό σπίτι στην μικρή επαρχιακή πόλη της Μιννεσότα, εκεί όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Η μητέρα της ζει πλέον σε έναν οίκο ευγηρίας και η ζωή με τους ήρεμους ρυθμούς της επαρχίας, θεωρεί ότι θα της κάνουν καλό στην εύθραυστη ψυχολογική και πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Ως καταξιωμένη ποιήτρια και βραβευμένη (με ένα ασήμαντο βραβείο) η Μία προσκαλείται από τον τοπικό πολιτιστικό σύλλογο να διδάξει Ποίηση για το καλοκαίρι. Στο μάθημά της παρουσιάζονται επτά νεαρές έφηβες που άλλες ήρθαν με τη θέλησή τους, και άλλες τις έστειλαν οι μανάδες τους. Δίπλα στο σπίτι της Μία μένει μια νεαρή μητέρα, η Λόλα με τα δύο μικρά της παιδάκια και τον αρκετά βίαιο σύζυγό της.
Αυτός είναι ο περίγυρος της μικρής κοινωνίας στην οποία θα ζήσει η Μία αυτό το καλοκαίρι. Μια παρέα συμπαθέστατων και πολύ ενδιαφερόντων κατά τ’άλλα γιαγιάδων που είναι ένα σκαλοπάτι πριν τον θάνατο, ένα μάτσο σαχλοκόριτσα που προσπαθούν να γράψουν δακρύβρεχτα στιχάκια και ένα προβληματικό ζευγάρι με δύο υπέροχα παιδάκια. Από την άλλη υπάρχει η ηθοποιός κόρη της Μία, η Νάνσυ που προσπαθεί να ρίξει γέφυρες μεταξύ του πατέρα και της μητέρας της και ένας μυστηριώδης τύπος, «ο κύριος Κανένας» με τον οποίο η Μία επικοινωνεί με e-mails, και που ενώ στην αρχή βγαίνει κάποιου είδους ανταγωνισμός από την πλευρά του, με τον καιρό τα e-mails γίνονται πιο προσωπικά, οι συζητήσεις πιο ουσιαστικές.

Μέσα σ’αυτή την αφόρητη και μάλλον αποκρουστική «μπαναλιτέ» της κεντρικής ιστορίας, (μια γυναίκα σε μέση ηλικία εγκαταλείπεται από τον σύζυγό της που «τρελλάθηκε» από τα βυζιά μιας πολύ νεότερης γυναίκας), η Χούστβεντ κεντάει. Παίρνει την ηρωίδα, μορφωμένη και ευαίσθητη, η οποία όμως έχει φθάσει στο χαμηλότερο στάδιο αυτοεκτίμησης και ανασφάλειας και την παρακολουθεί στην προσπάθειά της να ανακάμψει χωρίς υστερίες (εντάξει, λίγες) και «κατινιές» (λίγο περισσότερες αλλά συνηθισμένες).
Η Μία με οδηγό το πνεύμα της, αντιμετωπίζει την καθημερινότητά της με χιούμορ και σπιρτάδα. Είναι η «μικρή» στην παρέα των γιαγιάδων, που κάποιες από αυτές έχουν τρομερό ενδιαφέρον, συζητάει ως ίση με την μητέρα της που της εξομολογείται στιγμές με τον πατέρα της, μικρά περιστατικά του βίου τους. Από την άλλη αντιμετωπίζεται ως γηραιά σοφή κυρία από τις μικρούλες μαθήτριές της που έχουν σχηματίσει μια ομάδα «κακοποιώντας» την πιο ευαίσθητη από τα κορίτσια που παρακολουθούν τα μαθήματα Ποίησης, ενώ βοηθάει και την νεαρή γειτόνισσά της, την Λόλα σχεδόν σαν μεγαλύτερη αδερφή της, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του γάμου της και την ανάπτυξη των μικρών παιδιών της.

«Η εσκεμμένη άγνοια μεταμφιέζει τη θλιβερή πραγματικότητα: Εννοείς ότι έχουμε φορτωθεί ο ένας τον άλλο δια βίου; Μα σήμερα είναι διαφορετικά, λέει ο λογικός αναγνώστης. Αυτό γινόταν τους παλιούς καιρούς. Είμαστε πιο φωτισμένοι από τον Διαφωτισμό, ζούμε στον 21ο αιώνα, με τα μαραφέτια και τα γκάτζετ μας, την ταχύτατη σύνδεση με το διαδίκτυο και το διαζύγιο κοινή συναινέσει. Χο!Χο!Χο! είναι η απάντησή μου. Οι πόνοι του έρωτα δεν έχουν τέλος. Πέστε μου μια εποχή, κι εγώ θα σας διηγηθώ μια δακρύβρεχτη ιστορία συζυγικών σχέσεων που πήγαν κατά διαβόλου. Μπορώ πραγματικά να κατηγορησω τον Μπόρις για την Ανάπαυλά του, για την ανάγκη του να αδράξει τη μέρα, επειδή αρπάχτηκε από την ευκαιρία της ανάπαυλας όσο υπήρχε ακόμα χρόνος πριν γεράσει οριστικά; Μήπως δεν δικαιούμαστε όλοι μας να κάνουμε τρέλες, να πηδηχτούμε και να διασκεδάσουμε;»

Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αναγνώστης καθοδηγείται από την συγγραφέα με σχετικά ανάλαφρο τρόπο σε δύσβατα μονοπάτια. Ποιήματα, λογοτεχνικά αποσπάσματα, γράμματα, εξομολογήσεις και ένα Βικτωριανό στυλ αφήγησης, όπου η συγγραφέας απευθύνεται πολλές φορές στον αναγνώστη της με χιούμορ και στυλ: «Πώς να το πω; Ρωτάει η θλιμμένη, παλαβή, κλαψιάρα αφηγήτριά σας;». 
  
Ο θάνατος που είναι διαρκώς παρών μέσα από τις ζωές των γηραιών κυριών, η μοναξιά και η εγκατάλειψη, η απώλεια και η αναζήτηση ταυτότητας, θέματα που που χρειάζονται ιδιαίτερο χειρισμό, μέσα από την γραφή και το ύφος της εξαιρετικής συγγραφέως (συζύγου του Paul Auster), ισορροπούν αρμονικά σε ένα σύνολο που δεν σε καταθλίβει αλλά σε γεμίζει. 


Η Χούστβεντ προτάσσει Ρίλκε και Μπλέικ, Τζέιν Όστιν και Έμιλυ Ντίκινσον παρέα με Κάρυ Γκράντ και Χόλιγουντ, μιλάει για την θεωρία της λογοτεχνίας χωρίς να κουράζει, για τις αναγνωστικές διαφορές αντρών και γυναικών, για το πώς αντιμετωπίζουν την ίδια τη ζωή τα δύο φύλα, σε ένα ακραιφνές λογοτεχνικό μείγμα που μπορεί να δείχνει χαοτικό και αδιέξοδο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ολοζώντανο, ευφυέστατο μυθιστόρημα που η λυρικότητα και το χιούμορ του σε γοητεύουν τόσο πολύ που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2013 | Permalink
Ξεκαθάρισμα "παλιών λογαριασμών"

«Το πρόβλημα με την εποχή μας είναι ότι το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν…»P.Valery
  
Μόνο πρωτόλειο δεν θυμίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γρηγόρη Αζαριάδη (1951, Αθήνα) με τίτλο «ΠΑΛΙΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ» (Εκδ. Γαβριηλίδη, σελ.466) που είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε και εξέδωσε στα 60 του χρόνια! Κι όμως αν κάποιος το διαβάσει χωρίς να ξέρει τίποτα για τον συγγραφέα, εύκολα θα θεωρήσει ότι είναι ένα ώριμο μυθιστόρημα με μια στέρεη και καλά δομημένη ιστορία από κάποιον δοκιμασμένο στον λογοτεχνικό χώρο.

Μια κατάληψη διαρκείας για 8 μήνες στο Κολλεγιακό τμήμα (Deree) του Αμερικάνικου Κολέγιου της Αθήνας, ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη λίγα χρόνια (το 76-77), μετά την πτώση της Χούντας, άγνωστο εν πολλοίς αφού η κάλυψη του από τον Τύπο της εποχής ήταν ανύπαρκτη, αποτελεί την αφορμή για τα περιστατικά που περιγράφει ο Αζαριάδης στο βιβλίο του. Η αποχή που αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός μεγέθους, για τα δεδομένα του ιδρύματος, και προκάλεσε επερώτηση στην Γερουσία των ΗΠΑ ήταν «κατόρθωμα» μιας μικρής ομάδας αντιεξουσιαστών φοιτητών οι οποίοι τα χρόνια που ακολούθησαν στελέχωσαν πολυεθνικές εταιρίες, συνεργάστηκαν με το Δημόσιο αναλαμβάνοντας «δουλειές», η γνωστή ελληνική ιστορία δηλαδή (να μη γελιόμαστε).

Πάνω σ’αυτό το γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του (μιας κι ο ίδιος ήταν ένας εκ των μελών της ομάδας αντιεξουσιαστών φοιτητών), ο συγγραφέας «χτίζει» τον καμβά της μυθοπλασίας, μεταφέροντας την δράση 40 χρόνια αργότερα, όταν μια σειρά από 4 δολοφονίες, δύο επιφανών επιχειρηματιών που ανακατευόντουσαν με κρατικές μπίζνες, ενός μεγαλοδικηγόρου και ενός μεγαλογιατρού, οι οποίοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και εκτός από φιλική σχέση είχαν και επαγγελματική, καθώς και η μέθοδος εκτέλεσης τους που ήταν παρόμοια (μια σφαίρα στην καρδιά) στρέφουν την αστυνομική έρευνα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τις δολοφονίες προσπαθεί να εξιχνιάσει ο Υπαστυνόμος Μίραλης, ήρωας του βιβλίου, ένας αντισυμβατικός αστυνομικός, «ψαγμένος» και «εναλλακτικός» με ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Ο Μίραλης με την βοήθεια ενός εκ των προϊσταμένων του, του Αστυνομικού Διευθυντή Βεργίνη, και τις συμβουλές ενός πρώην αστυνομικού – του «Βαρόνου» -  που δείχνει να γνωρίζει καλά λεπτομέρειες γύρω από την ομάδα αυτή του Κολεγίου, μαθαίνει ότι ο καθοδηγητής (και πραγματική επαναστατική φιγούρα) της ομάδας των ανήσυχων (πάλαι ποτέ) εξεγερμένων νεαρών (οι οποίοι δεν είχαν κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο, απλά ήθελαν να κάνουν την εξέγερση τους) ήταν ένας μυστήριος τύπος, ο οποίος έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης και ήταν και ο μόνος που δεν είχε «ενταχθεί στο σύστημα» του εύκολου πλουτισμού. Αυτός ο ένας αποτελεί και τον κύριο ύποπτο της ιστορίας, αυτόν που (κατά τον υπαστυνόμο) προβαίνει στη σειρά των εκκαθαρίσεων, λειτουργώντας ως «νέμεσις».

Ο υπαστυνόμος αρχίζει να κατανοεί τις αιτίες των φόνων. Με τον χρόνο αντιλαμβάνεται το σκεπτικό του δολοφόνου, στις συζητήσεις του με τον μυστηριώδη και σκοτεινό «Βαρόνο», και με τις νοητικές προκλήσεις που του βάζει εκείνος, μπορεί να διαφωνεί με τη μέθοδο αλλά σε πολλά σημεία συμφωνεί με την ιδεολογική κατεύθυνση στην οποία οδηγείται η «κάθαρση». Βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα στην ιστορία, ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του διωκόμενου που δείχνει να έχει ένα είδος επικοινωνίας μαζί του, μέσα από τα παρηκμάζοντα στέκια των αντιεξουσιαστών της δεκαετίας του 80, έχει εφιάλτες και παραισθήσεις όσο οδηγείται προς τη μοιραία συνάντηση και την οριστική (;) λύση της ιστορίας.

«…Το κακό είναι ότι ξεπούλησαν τα επαναστατικά ιδανικά σε μια νυχτιά. Το χειρότερο όμως είναι ότι στη διαδικασία της μετάλλαξης και της ανέλιξής τους στην άρχουσα τάξη χρησιμοποίησαν ακριβώς τα ίδια μέσα που υποτίθεται ότι ήθελαν να εξαφανίσουν απ’τη σάπια κοινωνία. Δηλαδή, μέσα απ’τη διαφθορά, τις μίζες και την εξαγορά ανθρώπων και συνειδήσεων, έχτισαν μια αυτοκρατορία πιο βρόμικη απ’αυτήν που ήθελαν να καταργήσουν. Αυτό αποτελεί τραγική ειρωνία. Οι τύποι επιδιώκουν την αλόγιστη συσσώρευση χρήματος κι εξουσίας στα θησαυροφυλάκια, στα δικά τους και των τραπεζών. Κι αυτό αποτελεί ύβρη.»
«…Στην κοινωνία μας υπάρχουν νόμοι που ποτέ δεν εφαρμόζονται, σε όλα τα επίπεδα. Απ΄τον απλό πολίτη που, μόλις παίρνει μια κλήση για υπερβολική ταχύτητα, τρέχει στον γνωστό τροχόμπατσο να την σβήσει, μέχρι τον μικροκομπιναδόρο ελεύθερο επαγγελματία που κρύβει έσοδα στην κάλπικη φορολογική του δήλωση. Απ’το μεγαλοβιομήχανο, που ταίζει τους αργυρώνητους διευθυντές της εφορίας και τους δικαστές, μέχρι την κάθε μεγάλη εταιρεία, ελληνική ή πολυεθνική, που μέσω της δημιουργικής λογιστικής παρουσιάζει τα οικονομικά αποτελέσματα που την βολεύουν για ν’αποφύγει τη φορολόγηση των υψηλών κερδών της. Όλα αυτά με την πλήρη ανοχή ενός ανίκανου κράτους. Ζούμε σ’ένα βρομερό, δύσοσμο περιβάλλον, όπου βασιλεύει μια ήρεμη αίσθηση ατιμωρησίας. Κανείς δεν πληρώνει τις συνέπειες των παράνομων πράξεών του και συνεπώς όλοι…»
«Συνεχίζουν να παρανομούν, αφού δε διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο να το πληρώσουν ποτέ», διέκοψε ο υπαστυνόμος. «Rolo Tomassi
… «Μέσα λοιπόν σ’αυτή τη λοβοτομημένη κοινωνία, εμφανίζεται ένας τύπος που λέει: «Όχι ρε πούστη μου, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η νιρβάνα του καναπέ και της κριτικής του σαββατόβραδου. Και τη Δευτέρα άντε πάλι στη δουλειά να καταπίνω την εκμετάλλευση και την καταπίεση του κάθε αφεντικού, που κλέβει σε βάρος της κοινωνίας. Και ν’αδιαφορώ και να σκύβω το κεφάλι για να μη με απολύσει». Και λέει ακόμα: «Δεν μπορώ ν’ανέχομαι άλλο τους μεγαλόσχημους βιομηχάνους που εκμεταλλεύονται εργαζόμενους και δωροδοκουν κρατικούς λειτουργούς για να εξασφαλίσουν οποιαδήποτε έργα. Φοροδιαφεύγουν αξιοπρεπώς και ταυτόχρονα παραδίδουν μαθήματα ηθικής για να σωθεί ο τόπος». Και τι κάνει ο τύπος; Το’πες πριν. Rolo Tomassi! Αποφασίζει να στοιχείωσει τον εφησυχασμένο ύπνο των διεφθαρμένων αυτής της κοινωνίας. Αυτό θέλει να κάνει, τελικά. Να ορθώσει το ανάστημα και να πεί ξεκάθαρα και με συγκεκριμένες πράξεις αυτά που τόσο πολλοί κρατάνε ερμητικά κλειστά στα σαλόνια των σπιτιών τους.»

Το μυθιστόρημα του Αζαριάδη είναι ουσιαστικά ένα πολιτικοκοινωνικό βιβλίο που χρησιμοποιεί σε πρώτο επίπεδο την αστυνομική πλοκή και δράση. Με ωραία δομή και ύφος, ο συγγραφέας αφηγείται μια ελεγειακή ιστορία εκδίκησης αλλά και μνήμης, αφού η δεύτερη είναι συνεχώς παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις του μύθου. Τα γεγονότα αποτελούν από μόνα τους ευδιάκριτο κοινωνικό σχόλιο, ενώ ο δημιουργός δεν διστάζει να πάρει θέση και να μη λειτουργήσει ως εξωτερικός παρατηρητής ή ως ένας απλός καταγραφέας μιας ιστορίας αλλά να σχολιάσει κι αυτός μέσα από τους ήρωές του την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας.


Με πολλές (και εμφανείς) επιρροές από το Γαλλικό πολάρ, δηλαδή το αστυνομικοκοινωνικό μυθιστόρημα που απογειώθηκε από μάστορες όπως οι Μανσέτ, Ιζζό, Ρεϊνάλ, του πολύ καλού Στ. Γκάγκα, αλλά και την (ίσως αναπόφευκτη) επίδραση των Μάρκαρη και Μαρή κυρίως στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Υπαστυνόμου Μίραλη και της οικογένειάς του, το βιβλίο του Αζαριάδη τα αφομειώνει όλα αυτά με δημιουργικό τρόπο και καταφέρνει να δημιουργήσει μια πλοκή που κρατάει σε αγωνία τον αναγνώστη ακολουθώντας το παραδοσιακό «βρες τον δολοφόνο» (whodunit κατά τα βρετανικά πρότυπα), αν και ο προσεκτικός παρατηρητής δεν θα προβληματιστεί ιδιαίτερα στην ανακάλυψη του «ενόχου». Η ανατροπή όμως του φινάλε και η απρόσμενη κατάληξη της ιστορίας δίνει ένα στοιχείο έκπληξης που δεν το πολυφαντάζεσαι.

Υπάρχουν βέβαια και οι ατέλειες σε ένα βιβλίο που θα ήταν πολύ πιο λειτουργικό αν έλειπαν 100 περίπου σελίδες (το 1/5 του περίπου). Αρκετός λυρισμός σε περιγραφές που είναι μάλλον περιττός, σχετική φλυαρία σε κάποιους διαλόγους και σκηνές που δεν προσφέρουν κάτι στην εξέλιξη της ιστορίας, επανάληψη κάποιων λεπτομερειών που στην αρχή δείχνουν χαριτωμένες (τα παγωμένα κρουασάν από την καντίνα, οικογενειακές σκηνές που δεν εξυπηρετούν τίποτα κλπ), οι αστυνομικοί που δείχνουν ιδιαίτερα μορφωμένοι και «ψαγμένοι». Ο Αζαριάδης μάλλον ήθελε να «τα πει όλα» με τη μία και αυτό είναι σε πολλά σημεία εμφανές.

Αυτά όμως δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία στο κάτω-κάτω. Η εξαιρετική πλοκή του μυθιστορήματος, η καλοδουλεμένη χρήση της γλώσσας και των ρεαλιστικών διαλόγων, ο καλοκουρδισμένος ρυθμός με τα κινηματογραφικά στοιχεία, καθιστούν τους «Παλιούς λογαριασμούς» - μια ιστορία που ήταν στο συρτάρι για πάνω από 3 δεκαετίες - , ένα εντυπωσιακό πρώτο δείγμα γραφής ενός ανθρώπου που δεν είχε ασχοληθεί μέχρι την ωριμότητά του με τη λογοτεχνία και ο οποίος παρά την μεγάλη του ηλικία δείχνει ότι έχει να προσφέρει αρκετά πράγματα ακόμα στο λογοτεχνικό είδος που επέλεξε να υπηρετεί.

_________________________________________________

Την συζήτησή μου με τον Γρηγόρη Αζαριάδη στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks στο Amagi radio, που είχαμε το Σάββατο 5/10, αλλά και την υπόλοιπη εκπομπή μπορείτε να την ακούσετε στο podcast παρακάτω. Καλή ακρόαση


 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2013 | Permalink
Τίτλοι τέλους


Οι ιστορίες γύρω από δημοσιογράφους και εφημερίδες ή τηλεοπτικούς διαύλους, είναι πολύ δημοφιλείς στη μεγάλη ή μικρή οθόνη με εξαιρετικές και πολύ ενδιαφέρουσες παραγωγές (π.χ. η σειρά «Newsroom» που ξεκίνησε την προηγούμενη χρονιά είναι θαυμάσια), οπότε ένα μυθιστόρημα γύρω από τους ανθρώπους που δουλεύουν για μια εφημερίδα θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο και ευρηματικό για να καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη. Αυτό το «στοίχημα» το κερδίζει ο σχετικά νέος Αγγλοκαναδός συγγραφέας Tom Rachman (Λονδίνο 1974) με το πανέξυπνο και σπινθηροβόλο μυθιστόρημά του «ΤΙΤΛΟΙ ΤΕΛΟΥΣ» («The Imperfectionists»), (Εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Ε.Μαρωνίτη, σελ.383).

Μια εφημερίδα που αργοπεθαίνει και οι ιστορίες 11 ανθρώπων που δουλεύουν σ’αυτήν είναι το θέμα του βιβλίου. 11 ιστορίες αυτόνομες που θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως διηγήματα αφού η σύνδεση μεταξύ τους είναι χαλαρή. Το νήμα που τις ενώνει είναι μια όχι συνηθισμένη εφημερίδα, ένα καπρίτσιο του μεγαλοεκατομμυριούχου Σάιρους Οτ, ο οποίος την δεκαετία του ’50 αποφασίζει (για ομιχλώδεις λόγους που δεν αποσαφηνίζονται παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου), να ιδρύσει μια διεθνή αγγλόφωνη εφημερίδα η οποία θα έχει έδρα την Ρώμη και παγκόσμια διανομή. Τα  καθοριστικά χρονικά στάδια της πορείας της εφημερίδας τα οποία κατανέμονται μεταξύ των ιστοριών των 11 χαρακτήρων αποτελούν τον συνεκτικό ιστό που λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των ιστοριών οι οποίες διαθέτουν ένα προσωπικό χαρακτήρα.

Το μυθιστόρημα του Ράχμαν λειτουργεί ως ένα μεγάλο παράθυρο από το οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί τις ιστορίες ανθρώπων που άλλος λίγο, άλλος πολύ καθόρισαν την πορεία της εφημερίδας και που η εφημερίδα καθόρισε την πορεία της ζωής τους. Η κρίση του Τύπου όμως σε συνδιασμό με την παγκόσμια οικονομική κρίση επιφέρουν αναπόφευκτες αλλαγές που θα έχουν επιπτώσεις στην καθημερινότητα των ηρώων/χαρακτήρων όπως και στη συνέχιση της λειτουργίας της εφημερίδας.

Ένας γηραιός ανταποκριτής στο Παρίσι, ο Λόιντ Μπέρκο, ο οποίος έχει αποξενωθεί από τα παιδιά του εκτός από τον αινιγματικό του γιό για τον οποίον έχει μια λανθάνουσα εντύπωση για το τι ακριβώς κάνει στη ζωή του, ψάχνει κάποιο θέμα που θα τον κρατήσει «ζωντανό» επαγγελματικά. Ένας νεαρός δημοσιογράφος, ο Άρθουρ Γκοπάλ, ο οποίος γράφει την στήλη των «Νεκρολογιών», κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Ελβετία μαθαίνει κάποιο τραγικό νέο που θα του αλλάξει τη ζωή. Η Χάρντι Μπέντζαμιν, δημοσιογράφος του Οικονομικού ρεπορτάζ, που θα γνωρίσει έναν περίεργο τύπο, τελείως διαφορετικό από εκείνη, ο οποίος θα την παρασύρει σε μια αντισυμβατική ερωτική σχέση. Ο αρχισυντάκτης ύλης, Χέρμαν Κοέν, ο οποίος έχει μανία με τις ακριβείς διατυπώσεις, με την σωστή χρήση της γλώσσας, θα δεχτεί την επίσκεψη ενός παλιού του φίλου, τον οποίον ανέκαθεν θαύμαζε για το πνεύμα του αλλά η πραγματικότητα θα τον προσγειώσει ανώμαλα. Η αρχισυντάκτρια και «ψυχή» της εφημερίδας, Κάθλιν Σόλσον που διαπιστώνει ότι ο «οικόσιτος» σύζυγός της την απατάει και προσπαθεί να επανασυνδεθεί με ένα παλιό της αμόρε, ο οποίος είναι πλέον στις υπηρεσίες του Μπερλουσκόνι και τον οποίον «παρενοχλεί» η Ρούμπι Ζέιγκα μια προβληματική γυναίκα (κανονική «Δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές»), αγχωμένη για το επαγγελματικό της μέλλον, που δουλεύει στην εφημερίδα και είναι ηρωίδα μιας από τις ιστορίες.

Υπάρχει επίσης ο νεαρός επίδοξος δημοσιογράφος Ουίνστον Τσέουνγκ που ζει στο Κάιρο και προσπαθεί να πάρει τη θέση του ανταποκριτή της εφημερίδας και ο οποίος δέχεται την επίσκεψη ενός βετεράνου ρεπόρτερ που εισβάλλει στη ζωή του, στον χώρο του και στο τέλος του τρώει τη θέση σε μια εκπληκτική ιστορία. Ο Διευθυντής Σύνταξης Κρεγκ Μένζις που έχει προβλήματα με την νεαρή φιλενάδα του Άνικα όταν λόγω της πλήξης που αυτή αισθάνεται μένοντας μόνη στο διαμέρισμά τους αρχίζει μαθήματα φωτογραφίας και μπλέκει σε μια παρανοϊκή σχέση με έναν Ιταλό ο οποίος την μηνύει για αθέτηση υπόσχεσης σε μια ιστορία θεότρελλη και άκρως διασκεδαστική.

Η κορυφαία (ίσως) ιστορία (Πιραντελικού ύφους) του βιβλίου είναι αυτή με ηρωίδα την αριστοκρατική Ιταλίδα Ορνέλα ντε Μοντερέκι ίσως την φανατικότερη αναγνώστρια της εφημερίδας, σε βαθιά γεράματα η οποία έχει προσαρμόσει τη ζωή της στην ανάγνωση της εφημερίδας, με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο:
«Διαβάζει ανελλιπώς όλα τα φύλλα της εφημερίδας από τότε που ο σύζυγός της, ο Κόζιμο ντε Μοντερέκι, μετατέθηκε στο Ριάντ, το 1976. Εκείνος ως Ιταλός πρέσβης, ταξίδεψε χωρίς περιορισμούς στη Σαουδική Αραβία. Αλλά εκείνη, ως γυναίκα, ουσιαστικά ήταν περιορισμένη σε μια φρουρούμενη περιοχή για Δυτικούς, ενώ οι δυο γιοί της πήγαιναν στο ολοήμερο διεθνές σχολείο. Από ανία, ξεκίνησε να διαβάζει την εφημερίδα από τα τέλη της δεκαετίας του 70 – άλλωστε ήταν ένα από ελάχιστα διαθέσιμα ξένα έντυπα στο βασίλειο. Και καθώς ποτέ της δεν έμαθε την τεχνική της ανάγνωσης μιας εφημερίδας, τα διάβαζε όλα με τη σειρά, σαν να ήταν βιβλίο, κάθε στήλη μέχρι το τέλος, από τα αριστερά προς τα δεξιά, τη μία σελίδα μετά την άλλη. Δεν άφηνε άρθρο που να μην το διαβάσει, ενώ αρνιόταν να προχωρήσει αν δεν το είχε προηγουμένως τελειώσει, με αποτέλεσμα να χρειάζεται πολλές μέρες μέχρι να τελειώσει ένα φύλλο. Στην αρχή ήταν πολλά αυτά που δεν καταλάβαινε. Το βράδυ έκανε ερωτήσεις στον Κόζιμο, αρχικά τις βασικές, όπως: «Που είναι η Άνω Βόλτα;». Στη συνέχεια οι απορίες της έγιναν πιο σύνθετες, όπως: «Εφόσον οι Ρώσοι και οι Κινέζοι είναι κομμουνιστές, γιατί διαφωνούν;». Μέχρι που άρχισε να θέτει ερωτήματα για το ρόλο των Παλαιστινίων στα εσωτερικά της Ιορδανίας, για τις διαμάχες μεταξύ των αντιπάλων του Απαρτχάιντ, αλλά και την οικονομία της προσφοράς. Ορισμένες φορές ο Κόζιμο αναφερόταν σε ένα γεγονός στο οποίο εκείνη δεν είχε ακόμη φτάσει, χαλώντας την έκπληξη, οπότε και του έδωσε αυστηρές οδηγίες να μη του ξεφεύγει τίποτα, ακόμα κι αν το’φερνε η κουβέντα. Έτσι, ξεκίνησε η βαθμιαία μετατόπισή της από το παρόν.

Διαβάζοντας επί ένα χρόνο την εφημερίδα, έμεινε έξι μήνες πίσω. Όταν στην δεκαετία του 80 επέστρεψαν στη Ρώμη, εκείνη παρέμενε εγκλωβισμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Όταν απέξω ήταν η δεκαετία του ’90, εκείνη άρχισε να γνωρίζει τον πρόεδρο Ρέιγκαν. Όταν τα αεροπλάνα χτύπησαν τους Δίδυμους Πύργους, εκείνη παρακολουθούσε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα έξω από το διαμέρισμα είναι 18 Φεβρουαρίου του 2007. Μέσα, η ημερομηνία παραμένει 23 Απριλίου του 1994.»

Το μυθιστόρημα κλείνει με δύο από τις καλύτερες ιστορίες, αυτήν της Άμπεϊ Πινόλα, ΔιευθύντριαςΟικονομικού τμήματος της εφημερίδας η οποία πηγαίνοντας με το αεροπλάνο στα κεντρικά της ιδιοκτήτριας εταιρίας στην Ατλάντα των ΗΠΑ, βρίσκεται να συνταξιδεύει δίπλα-δίπλα με κάποιον συντάκτη που πριν λίγες ημέρες είχε απολύσει. Μια σπαρταριστή ιστορία με κυνικό και ειρωνικό χιούμορ που τσακίζει, ενώ, το μυθιστόρημα του Ράχμαν ολοκληρώνεται με την ιστορία του εγγονού του ιδρυτή, του νεότατου Όλιβερ Τοτ που η μοίρα τον επέλεξε να είναι αυτός, ο πλέον αδιάφορος προς την λειτουργία της εφημερίδας που δεν είχε διαβάσει ποτέ του να βάλει την ταφόπλακα στην έκδοση της αναστέλλοντας την λειτουργία της.

Η εφημερίδα (της οποίας τον τίτλο δεν θα μάθουμε ποτέ), λειτουργεί ως μια οικογένεια, ένα σπίτι, δυσλειτουργικό και προβληματικό αλλά είναι μια εστία ασφάλειας, ένα σημείο αναφοράς. Οι ζωές των εργαζόμενων καθορίζονται από την πορεία της, από την λειτουργία της. Στα μάτια τους είναι κάτι σημαντικό αλλά για τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμα και για τους ιδιοκτήτες της, μια απρόσωπη εταιρία με πολλές δραστηριότητες στις ΗΠΑ, είναι απλά νούμερα/αριθμοί. Οι καιροί έχουν αλλάξει, το όραμα του ιδρυτή Σάιρους Οτ έχει σβήσει, οι αναγνώστες έχουν μειωθεί δραματικά, η πορεία είναι προδιαγεγραμένη.

Ο συγγραφέας επηρεασμένος από το ύφος μεγάλων σατιρικών συγγραφέων κεντάει στις λεπτές αποχρώσεις μεταξύ δράματος και κωμωδίας, εκεί όπου όλα κρέμονται σε μια κλωστή μεταξύ γέλιου και κλάματος. Οι χαρακτήρες του βαθιά ανθρώπινοι, διαφορετικοί αλλά οι περισσότεροι ψυχαναγκαστικοί και εμμονικοί είναι ολοζώντανοι – στέκονται δε αυτόνομα ως προσωπικότητες- το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια έξοχη συλλογή διηγημάτων – κάποιες δε από τις ιστορίες προσφέρονται για ανθολόγηση.

Οι «Τίτλοι τέλους» (ετοιμάζεται η κινηματογραφική του μεταφορά με τα δικαιώματα να φθάνουν σε μεγάλα οικονομικά ύψη!),  είναι ένα ευφυές μυθιστόρημα, ο Ράχμαν άνθρωπος των εφημερίδων ο ίδιος, κάνει ένα απολύτως επιτυχημένο ντεμπούτο στη λογοτεχνική σκηνή με ένα καλοδουλεμένο βιβλίο που κερδίζει με την αμεσότητά του (βοηθάει η ρέουσα μετάφραση της Ε.Μαρωνίτη σ’αυτό), την διαχείριση του υλικού του, τον υπέροχο ρυθμό που δίνει στο βιβλίο (το οποίο όσο προχωράει γίνεται όλο και καλύτερο, σε σημείο να αισθάνεσαι λύπη όταν ολοκληρώνεται) και το πανέξυπνο χιούμορ που κατακλύζει τις σελίδες του.