Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2018
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2018 | Permalink
"Οι Καλοί"

Μετά το πολύ εντυπωσιακό ντεμπούτο της, με το έξοχο «Έθιμα ταφής», οι απαιτήσεις (των αναγνωστών που αγάπησαν το βιβλίο), ήταν πολύ μεγάλες για την Hanna Kent καθώς οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι είναι πολύ δύσκολο να επαναλάβει το πρώτο της εγχείρημα. Η Αυστραλέζα συγγραφέας (Αδελαΐδα, 1985) όμως φρόντισε να διαψεύσει τα προγνωστικά (ή να επιβεβαιώσει τους πιο διορατικούς), διότι το δεύτερό της μυθιστόρημα, με τίτλο «ΟΙ ΚΑΛΟΙ» («The Good People») – (εκδ. Ίκαρος, (έξοχη) μετάφρ. Μ. Αγγελίδου, σελ. 486), είναι εξίσου εντυπωσιακό και συναρπαστικό με το πρώτο της, συγγενεύει αλλά είναι και διαφορετικό, καταδεικνύοντας ότι έχουμε μπροστά μας, μια εξαιρετική συγγραφέα που θα μας απασχολεί για πολλά χρόνια.

Όπως και με τα «Έθιμα ταφής», η Κεντ ασχολείται με ένα αληθινό περιστατικό καταγεγραμμένο στα δικαστικά χρονικά, που συνέβη στην Ιρλανδία και πιο συγκεκριμένα στην κομητεία του Κέρι, το 1826. Όπως αναφέρει η συγγραφέας υπάρχει πλήθος μαρτυριών για τις προσπάθειες στον 19ο αιώνα (υποθέτω και στους προηγούμενους αιώνες), των ανθρώπων να ξορκίσουν τελώνια και να επαναφέρουν στη ζωή, νεκρούς αγαπημένους τους που θεωρούσαν ότι τους είχαν αρπάζει τα ξωτικά και οι νεράιδες. Στο μυθιστόρημά της «Οι Καλοί», η Κεντ περιγράφει ένα από αυτά.



1825, Ιρλανδία, σε ένα χωριό όπου τα σπίτια είναι απομακρυσμένα το ένα από το άλλο και οι συνθήκες ζωής είναι πολύ φτωχικές, η Νόρα Λίχι, μένει χήρα μετά τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, Μάρτιν. Ήδη πριν από λίγους μήνες είχε χάσει και την κόρη της Τζοάνα, που ζούσε μακριά και ο γαμπρός της, ο Τάιγκ, της έφερε στο σπίτι τον εγγονό της τον Μίχολ γιατί δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει μόνος. Ο Μίχολ όμως παρότι τεσσάρων ετών, δεν μιλούσε, ούτε περπατούσε και ούρλιαζε συνεχώς και χωρίς λόγο. Ο γιατρός που είχε έρθει από την κοντινότερη πόλη, είχε σηκώσει τα χέρια, θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι να τον βοηθήσει – τους είπε ότι το παιδί είναι καθυστερημένο και έφυγε. Στο χωριό είχαν αρχίσει να μιλάνε, καθώς η Νόρα έκρυβε τον μικρό από τα μάτια του κόσμου και μόνο δυο τρεις γυναίκες τον είχαν δει, αλλά όλοι άκουγαν τα ουρλιαχτά του. Θεωρούσαν ότι είχε φέρει κακοτυχία στον τόπο, συνδυάζοντάς το με το γεγονός του ξαφνικού θανάτου του Μάρτιν Λίχι. Η Νόρα απελπισμένη, προσλαμβάνει μια νεαρή κοπέλα από άλλη επαρχία, την Μαίρη για να φροντίζει τον μικρό και να την βοηθάει με το σπίτι. Η Μαίρη που στην αρχή σοκάρεται με το θέαμα του παιδιού, καταφέρνει και τον ηρεμεί κάποιες στιγμές, ενώ κοιμάται κοντά του τα βράδια. Οι συγγενείς και γειτόνισσες της Νόρας, την συμβούλευαν συνεχώς να ζητήσει την βοήθεια της γριάς Νανς, της γυναίκας που ασχολείτο με βότανα και μαντζούνια, ξεγεννούσε και θεράπευε μικροτραυματισμούς και επιφανειακές δερματικές ασθένειες, ζώντας απομονωμένη μέσα στο δάσος.

«Η μοιρολογίστρα. Η μαμή. Η μοιράρισσα. Η Νανς άνοιγε το στόμα της και οι άνθρωποι σκέφτονταν το πώς γύριζε η ζωή, πως στράβωναν τα πράγματα και γίνονταν άλλα. Κοίταζαν τ’ άσπρα της μαλλιά κι έβλεπαν το περίεργο φως, ανάμεσα στη νύχτα και στη μέρα. Ήταν η γυναίκα που έφερνε τα παιδιά στο σίγουρο λιμάνι του κόσμου. Και ήταν η σειρήνα που ξέκοβε τα πλεούμενα από τις άγκυρες της ζωής και τα βούλιαζε στα σκοτάδια.
Η Νανς ήξερε πως αν την άφηναν να μένει σ’ αυτή την υγρή καλύβα, τη σφηνωμένη ανάμεσα στο βουνό και στο δάσος και στο ποτάμι είκοσι τόσα χρόνια τώρα, το’ καναν μόνο και μόνο επειδή έβλεπαν σ’ αυτήν το ακατανόητο, αυτό που ούτε καταλάβαιναν ούτε μπορούσαν να καταλάβουν. Η Νανς έστεκε φρουρός στην πύλη ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο και τον άλλον. Το τελευταίο ανθρώπινο τραγούδι, πριν όλα χαθούν στο φύσημα του αγέρα και στις σκιές και στους αλλόκοτους τριγμούς των άστρων. Η Νανς ήταν ο ψαλμός, ο παλιός, ο ψαλμός ο ειδωλολάτρης.
Οι άνθρωποι πάντα φοβούνται αυτό που δεν ξέρουν, σκέφτηκε.»

Η Νανς ήταν μια γυναίκα που την περιφρονούσαν, την φοβόνταν, αλλά και προσέτρεχαν σ’ αυτήν στις δυσκολίες τους. Την θεωρούσαν μάγισσα, θεραπεύτρια και ότι κατείχε υπερφυσικές δυνάμεις. Ο νέος παπάς του χωριού, σε αντίθεση με τον προηγούμενο, προσπαθεί να την εκδιώξει, διαδίδοντας ότι τα βότανα και οι αλειφές της είναι επικίνδυνες για την υγεία των κατοίκων. Οι άνθρωποι που ζουν όμως στο χωριό και στις γειτονικές περιοχές, πιστεύουν στα ξωτικά και στις νεράιδες – από τη μια φοβούνται την δύναμη της εκκλησίας και τις προσταγές του ιερέα, από την άλλη σε κάθε πρόβλημα προστρέχουν στην γριά-Νανς για βοήθεια.

Όταν η Νανς προσφέρεται να βοηθήσει την απελπισμένη Νόρα, για να «θεραπεύσει» τον Μίχολ, εκείνη ανακουφίζεται, βλέπει την γριά σαν την μοναδική της ευκαιρία για σωτηρία του μικρού, και υπακούει σε κάθε εντολή της. Η Νόρα είναι μια θλιμμένη γυναίκα που την έχει κυριεύσει η απελπισία, δεν μπορεί να δει τη ζωή της δίπλα σε ένα παιδί τόσο προβληματικό, προτιμάει να το δει νεκρό παρά να συνεχίζει έτσι τη ζωή του. Οπότε, δέχεται κάθε ακραίο μέσο που η θεραπεία της Νανς απαιτεί, διότι οι πρώτες προσπάθειες αποτυγχάνουν οικτρά, ο Νίχολ κυριολεκτικά βασανίζεται αλλά οι δύο γυναίκες είναι πεπεισμένες ότι θα τον θεραπεύσουν πιστεύοντας ότι δεν είναι ο Μίχολ αυτός που υποφέρει, αλλά ένα σώμα όπου μέσα του κατοικούν ξωτικά, προσπαθούν λοιπόν με κάθε τρόπο να σκοτώσουν τα ξωτικά φέρνοντας πίσω τον μικρό!

«Πόσο κρυμμένη είναι η καρδιά, σκέφτηκε η Νανς. Πόσο φοβόμαστε μη μας δει κανείς όπως είμαστε▪ και πόσο απελπισμένα το ποθούμε.»

Από την αρχή του μυθιστορήματος, γίνεται σαφές ότι έχουμε την σύγκρουση δύο κόσμων, της παραδοσιακής Ιρλανδίας των θρύλων και των παραδόσεων και της νέας κατάστασης, μιας χώρας που προσπαθεί να «εκπολιτισθεί» με την πανίσχυρη εκκλησία να θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η συγγραφέας με μοναδική ικανότητα, θέτει τον αναγνώστη μπροστά σε διλήμματα και ηθικούς προβληματισμούς, πρωτίστως με την ιστορία της Νανς, όπου εκείνη παρουσιάζεται ως η γυναίκα που γνωρίζοντας κάποιες τεχνικές και ξεχωρίζοντας από τις υπόλοιπες, είναι η «μάγισσα», η χρήσιμη αλλά επικίνδυνη επιλογή – σκιαγραφείται δε, ως ένας άνθρωπος που δεν θέλει να κάνει κακό, ούτε να καταραστεί αυτούς που την πολεμάνε, θέλει να θεραπεύει με τους αρχαίους τρόπους που γνωρίζει, ο δε ιερέας παρουσιάζεται ως ένας αντιπαθής λογοτεχνικός ήρωας, που όμως ουσιαστικά έχει δίκιο να είναι επιφυλακτικός και τελείως αντίθετος στα μαντζούνια και στις δεισιδαιμονίες.
Κατά δεύτερο λόγο δε, με την ιστορία της Νόρας όπου ναι μεν είναι η γυναίκα που έχει χτυπηθεί από την μοίρα βλέποντας την κόρη της αρχικά και μετά τον σύζυγό της να πεθαίνουν, από την άλλη είναι φανερή η πρόθεσή της να φτάσει την θεραπεία του εγγονού της μέχρι τα άκρα διακινδυνεύοντας τον θάνατό του. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις προσπάθειες των γυναικών και βρίσκεται συνεχώς μπροστά στο ερώτημα, μεταξύ καλού και κακού σε όλη αυτή την ιστορία.



Όπως και στα «Έθιμα ταφής», η Κεντ ασχολείται και εδώ με μια αγροτική κοινωνία και τα έθιμά της, τις συνήθειές της. Σε αντίθεση με την βαριά και καταθλιπτική (σκοτεινή) ατμόσφαιρα της Ισλανδίας, στο «Οι καλοί» έχουμε μια πιο «φωτεινή» κοινωνία, περισσότερο εξωστρεφή όπου τα παραμύθια και τα στοιχεία της φύσης παίζουν μεγάλο ρόλο. Τα ξωτικά και οι νεράιδες, τα δάση και τα ποτάμια, είναι στην καθημερινότητα της μικρής κοινότητας που περιγράφεται στο βιβλίο. Και οι δύο ιστορίες έχουν πολλή βία, η συγγραφέας εκμεταλλεύεται περιστατικά από δίκες που είχαν απασχολήσει την κοινωνία της εποχής και το κάνει εξαιρετικά.

Η Χάνα Κεντ με το ευφυές λογοπαίγνιο που κάνει με τον τίτλο του βιβλίου («Οι Καλοί» είναι τα ξωτικά που υποτίθεται έχουν αρπάξει τον μικρό Μόχολ, αλλά είναι και «οι καλοί άνθρωποι» με ότι και αν σημαίνει αυτό της μικρής κοινότητας), ασχολείται με την ανάμιξη του παλιού με τον σύγχρονο κόσμο, την εισβολή του «πολιτισμού» σε μια κοινωνία που δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί τις αλλαγές, τα παγανιστικά έθιμα που κυριαρχούσαν στην Ιρλανδία (και είμαι σίγουρος σε κάποιες περιοχές της είναι ακόμα ζωντανά). Δημιουργεί στέρεους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και στέκεται με τρυφερότητα στους χαρακτήρες των τριών ηρωίδων του βιβλίου της (η νεαρή Μαίρη, η βοηθός της Νόρας δεν έχει μικρότερο ρόλο στο κείμενο, ενώ θα καθορίσει ουσιαστικά τις εξελίξεις στην δίκη που κλείνει το βιβλίο), μεταφέρει στον αναγνώστη ολοζώντανες τις αγωνίες και τα άγχη τους.

«Οι Καλοί» είναι ένα έξοχο «page-turner» μυθιστόρημα, με υπέροχη ατμόσφαιρα, συναρπαστική εξέλιξη, εξαιρετική απεικόνιση της εποχής, ζωντανούς χαρακτήρες και ωραίο ρυθμό. Η Χάνα Κεντ έχει μεγάλη ικανότητα στην αφήγηση, είναι (σίγουρα) ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο και η ικανότητά της σε αυτό το είδος, του «γοτθικού» μυθιστορήματος με κοινωνικές και αστυνομικές προεκτάσεις είναι ήδη δεδομένη, δεν ξέρω αν μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά σε μια πιο σύγχρονη μυθοπλασία, αυτό είναι κάτι που θα το δούμε τα προσεχή χρόνια. Και αυτό το βιβλίο (όπως και τα «Έθιμα ταφής») είναι μάλλον προορισμένο για κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά καθώς προσφέρεται από όποια πλευρά κι να το δει κανείς – αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, είναι μια σύγχρονη πραγματικότητα με μεγάλα οικονομικά οφέλη, ενδέχεται όμως να επηρεάσει κάποιες μελλοντικές συγγραφικές αποφάσεις. Καλό είναι βέβαια να μη προτρέχουμε σε αυτές τις σκέψεις και να απολαύσουμε αυτή την ωραία ιστορία.

Βαθμολογία 83 / 100




 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2018 | Permalink
M Train της Πάτι Σμιθ

«Δεν είναι τόσο εύκολο να γράφεις για το τίποτα.»

Μελαγχολία και νοσταλγία, ονειροπόληση και περιπλάνηση του μυαλού και του σώματος. Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία του σαγηνευτικού και (τόσο) υπέροχου «M Train», του memoir της πάντα νέας τραγουδίστριας, ποιήτριας και δημιουργού, εικαστικού και συγγραφέως Patti Smith (30/12/1946, Σικάγο, ΗΠΑ) – (εκδόσεις Κέδρος, μετάφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, σελ.267). Το «M Train» είναι ένα ιδιόρρυθμο βιβλίο μια ασυνήθιστης γυναίκας, που παρά τα χρόνια της παραμένει νέα και ζωντανή, δημιουργική και με τις κεραίες της ανοιχτές. Οι αναμνήσεις μπορεί να βρίσκονται παντού σε κάθε της κίνηση, αλλά και η όρεξή της για ζωή, η περιέργεια για καινούργια πράγματα δεν σταματά ποτέ.

Με την συνοδεία ατελείωτων φλυτζανιών καφέ, καθώς το άρωμά του κυριεύει τα γραπτά της, η Πάτι Σμιθ έγραψε μια αυτοβιογραφική μαρτυρία στο ύφος του αγαπημένου της Β.Γκ.Ζέμπαλντ, μια περιπλάνηση στις αναμνήσεις και την ατμόσφαιρα στιγμών και διαδρομών, που βέβαια δεν ακολουθούν την αυστηρή δομή των ιστοριών του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα, ακολουθώντας περισσότερο μια ονειρική και αποσπασματική διαδοχή σκηνών, αλλά η Σμιθ επισκέπτεται μέρη και περιγράφει τα τοπία στο ταξίδι της, εισάγει φωτογραφίες και βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για πράγματα που δεν περιμένεις – ακριβώς όπως ο Ζέμπαλντ. Στο προηγούμενο βιβλίο της (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος), το «Πάτι και Ρόμπερτ», η Πάτι Σμιθ περιγράφει την ιστορία της σχέσης της με τον πρωτοποριακό φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, όπου περιγράφεται η καλλιτεχνική άνοδος της, εδώ στο «M Train», η Σμιθ είναι μια γυναίκα μόνη, που το μεγαλύτερο μέρος των σκέψεών της αποτελούν οι αναμνήσεις της.

«Άρχισα να περνάω περισσότερο χρόνο στο Dante, αλλά σε αστείες ώρες. Τα πρωινά απλώς έπαιρνα καφέ από το μπακάλικο και καθόμουν στο κεφαλόσκαλο της εισόδου μου. Σκεφτόμουν ότι πρωινά μου στο καφέ Ino όχι μόνο παρέτειναν την αδιαθεσία μου, αλλά της εξασφάλιζαν μια μικρή δόση μεγαλείου. Σε ευχαριστώ, είπα. Έχω ζήσει μέσα στο δικό μου βιβλίο. Ένα βιβλίο που ποτέ δεν σχεδίαζα να γράψω, καταγράφοντας τον χρόνο προς τα πίσω αλλά και προς τα εμπρός. Έχω δει το χιόνι να πέφτει στη θάλασσα και έχω αναζητήσει τα βήματα ενός ταξιδευτή χαμένου από καιρό. Έχω ξαναζήσει στιγμές που ήταν τέλειες μέσα στη σιγουριά τους. Τον Φρεντ ενώ κούμπωνε το χακί πουκάμισο που φορούσε στις εκπαιδευτικές πτήσεις. Περιστέρια που επέστρεφαν για να φωλιάσουν στο μπαλκόνι μας. Την κόρη μας, την Τζέσε, ενώ στεκόταν μπροστά μου με απλωμένα χέρια.
-Ω, μαμά, μερικές φορές νιώθω σαν καινούργιο δέντρο.
Θέλουμε πράγματα που δεν μπορούμε να έχουμε. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε μια συγκεκριμένη στιγμή, έναν συγκεκριμένο ήχο, μια συγκεκριμένη αίσθηση. Θέλω να ακούσω τη φωνή της μητέρας μου. Θέλω να δω τα παιδιά μου όπως ήταν παιδιά. Με μικρά χέρια και σβέλτα πόδια. Όλα αλλάζουν. Το αγόρι μεγάλωσε, ο πατέρας έχει πεθάνει, η κόρη είναι πιο ψηλή από μένα, κλαίει καθώς ξυπνάει από ένα κακό όνειρο. Σας παρακαλώ, μείνετε για πάντα, λέω στα πράγματα που γνωρίζω. Μη φεύγετε. Μη μεγαλώνετε.»


Το βιβλίο που ξεκινάει με την ανάμνηση ενός ταξιδιού που έκανε η Σμιθ με τον σύζυγό της Φρεντ Σόνικ Σμιθ, τον πρώτο χρόνο του γάμου της στην Γαλλική Γουιάνα στο άκρο της Νότιας Αμερικής, εκεί στο Σεν Λοράν ντε Μαρονί που υπήρχαν τα ερείπια της σωφρονιστικής αποικίας που έστελναν τους σκληροπυρηνικούς εγκληματίες πριν τους μεταφέρουν στο Νησί του Διαβόλου. Καθόλου συνηθισμένη επιλογή για ρομαντικό ταξίδι και οι περιπέτειες που συναντούν δεν είναι λίγες, οι περιγραφές των ανθρώπων και του τοπίου είναι εκπληκτικές. Η περιπλάνηση σε άλλους τόπους θα συνεχιστεί με την ομιλία της συγγραφέως σε μια περίεργη και (τελείως μυθιστορηματική) Λέσχη στην οποία ανήκει. Πρόκειται για το Ινστιτούτο Έρευνας Θαλάσσιων και Πολικών ερευνών Άλφρεντ Βέγκενερ με έδρα το Μπρεμερχάφεν της Γερμανίας που έχει μόνο εικοσιεφτά μέλη που τιμούν τη μνήμη του εξερευνητή Άλφρεντ Βέγκενερ. Η ομιλία θα δοθεί στο Βερολίνο και το ταξίδι αυτό θα δώσει την ευκαιρία στην Σμιθ να θυμηθεί μέρη της πόλης που είχε επισκεφθεί στο παρελθόν. Ταξίδια στο Λονδίνο, στο Μαρόκο, στο Τόκιο που θα επισκεφτεί τον τάφο του αγαπημένου της σκηνοθέτη, Ακίρα Κουροσάουα, στο Μεξικό για να επισκεφτεί το σπίτι της Φρίντα Κάλο, θα αποτελέσουν αφορμές για αναμνήσεις και επισκέψεις σε μέρη που πάντα ήθελε να δει και να φωτογραφίσει.

Ενδιάμεσα η Σμιθ, θα αφιερώσει κεφάλαια του βιβλίου σε αναμνήσεις από την οικογένειά της, την μάνα και τον πατέρα της, στον από καιρό πεθαμένο σύζυγό της Φρεντ και στα δύο της παιδιά που είναι ουσιαστικά απόντα από το βιβλίο, καθώς έχουν τραβήξει διαφορετικούς δρόμους. Η Σμιθ θα περιδιαβαίνει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, του Ντιτρόιτ και του Λος Άντζελες, θα πίνει εκατομμύρια καφέδες όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, θα περνάει ατελείωτες ώρες σε δωμάτια ξενοδοχείων αλλά και σπίτι της βλέποντας αστυνομικές σειρές, ανυπομονώντας για το πρώτο επεισόδιο του τελευταίου κύκλου του «The Killing» (της αμερικάνικης βερσιόν), της αγαπημένης της τηλεοπτικής σειράς στην οποία αφιερώνει όχι μόνο σελίδες αλλά και ένα κεφάλαιο του βιβλίου.

«Άραγε τα χαμένα μας αντικείμενα, θρηνούν για μας; Άραγε το ηλεκτρικό πρόβατο ονειρεύεται τον Ρόι Μπάτι; Άραγε το παλιό παλτό μου, γεμάτο τρύπες, θυμάται τις πλούσιες ώρες της συντροφιάς μας; Τις ώρες που πέρασα ξάγρυπνη στο λεωφορείο από την Βιέννη στην Πράγα, τις νύχτες στην όπερα, τους περιπάτους στην ακροθαλασσιά, τον τάφο του Σουίντμπερν στη Νήσο Γουάιτ,τα ις αψιδωτές στοές του Παρισιού, τα σπήλαια του Λουρέ, τα καφέ του Μπουένος Άιρες. Η ανθρώπινη εμπειρία διατρέχει τους κόμπους της ύφανσής του. Πόσα ποιήματα αιμορραγούν από τα κουρελιασμένα μανίκια του. Απέστρεψα το βλέμμα μου μόνο για μια στιγμή, δίνοντας προσοχή σε ένα άλλο παλτό, που ήταν πιο ζεστό και μαλακό, αλλά δεν το αγάπησα. Γιατί χάνουμε τα πράγματα που αγαπάμε και τα αδιάφορα πράγματα προσκολλώνται επάνω μας και γίνονται το μέτρο της αξίας μας όταν φεύγουμε;»

Έχοντας πραγματική εμμονή με το καφέ, και μαθαίνοντας ότι το αγαπημένο της καφέ, το «Ino», ένα μικρό μαγαζί κοντά στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη, όπου είχε το δικό της τραπεζάκι (το εξώφυλλο του βιβλίου αναπαριστά αυτή ακριβώς τη σκηνή, η Σμιθ να κάθεται στο τραπεζάκι της στο Ino), επρόκειτο να κλείσει και ο ιδιοκτήτης να ανοίξει μια καντίνα στο Rockaway beach της Νέας Υόρκης, η Σμιθ δεν θα διστάσει, θα αποκτήσει μερίδιο στην επιχείρηση για να τον βοηθήσει και σε άλλη μια στιγμή υπέροχης παρόρμησης, θα αγοράσει κι ένα ετοιμόρροπο σπίτι στην παραλία αυτή. Το βιβλίο είναι γεμάτο από παρορμητικές ενέργειες, συναισθήματα που κατακλύζουν την συγγραφέα, ατελείωτες βόλτες (και συνεχείς αναφορές στην απόλαυση του καφέ), την συνεχή παρουσία γατιών, αλλά και απέραντη μοναξιά καθώς η Σμιθ είναι ένας άνθρωπος πολύ μοναχικός, που ονειροπολεί συνεχώς, γράφει σε ένα μικρό σημειωματάριο που κουβαλάει μαζί της και φωτογραφίζει.


Μπορεί στο βιβλίο να επικρατεί η ατμόσφαιρα της μελαγχολίας, λόγω των πολλών σελίδων που είναι αφιερωμένες στην σχέση της με τον Φρεντ και τον γάμο τους (οι δύο μουσικοί παντρεύτηκαν το 1976, έκαναν δύο παιδιά και ζήσανε μαζί μέχρι τον θάνατο του Φρεντ, το 1994), την «αδερφή ψυχή» της όπως γράφει, να θυμάται τις στιγμές τους, τις κουβέντες τους, αλλά η Σμιθ είναι ένας αισιόδοξος άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει μοναχικά παρά τις απίστευτες γνωριμίες της και τις πόρτες που είναι πάντα έτοιμες να ανοίξουν γι’ αυτήν όπου και να πάει.

«Είδα το ύφασμα της φόρμας μου να τεντώνεται πάνω στα πεταχτά μου γόνατα. Είμαι ακόμα το ίδιο άτομο, σκέφτηκα, με όλα τα ελαττώματά μου ανέπαφα, με τα ίδια γέρικα κοκαλιάρικα γόνατα, δόξα τω Θεώ. Με ένα ρίγος σηκώθηκα όρθια· ήταν ώρα να πέσω για ύπνο. Το τηλέφωνό μου χτυπούσε, μια ευχή γενεθλίων από έναν παλιό φίλο, που έφτανε από πολύ μακριά. Καθώς έλεγα αντίο συνειδητοποίησα ότι μου έλειπε η συγκεκριμένη εκδοχή του εαυτού μου, η πυρετώδης βέβηλη Πάτι. Είχε πετάξει μακριά, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Προτού πέσω, τράβηξα μια κάρτα από την τράπουλα ταρό μου· Άσος σπαθί - πνευματική δύναμη και ψυχικό σθένος. Ωραία. Δεν την έβαλα πάλι στην τράπουλα, αλλά την άφησα πάνω στον πάγκο μου για να τη δω το πρωί όταν ξυπνούσα.»

Το «M Train» είναι ένα εντυπωσιακό δείγμα καλής λογοτεχνίας, που χτυπάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Δεν είναι μια απλή αυτοβιογραφική μαρτυρία μιας πολύ γνωστής προσωπικότητας των τεχνών, αλλά είναι το βιβλίο μιας προικισμένης συγγραφέως. Μπορεί να φαίνεται αποσπασματικό και με χαλαρή δομή, αλλά ο αναγνώστης δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του, γιατί το στυλ και ο ρυθμός του είναι εξαιρετικός. Οι αναφορές σε συγγραφείς (ο τρόπος που μαγεύεται από το «Κουρδιστό πουλί» του Μουρακάμι είναι αφοπλιστικός), βιβλία, καλλιτέχνες είναι συνεχείς και δείχνουν έναν άνθρωπο που αναζητάει συνεχώς το νέο και το συναρπαστικό στον λόγο και την τέχνη.

Η αιώνια έφηβη (χαρακτηρισμός κλισέ, που ταιριάζει απόλυτα στην προσωπικότητά της) Πάτι Σμιθ, είναι μια στιβαρή συγγραφέας (να μη ξεχνάμε ότι είναι και εξαιρετική ποιήτρια-ορισμένα δε τραγούδια της είναι ποιήματα "ντυμένα" μουσικά) και το «M Train» είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο,  μια έξοχη αυτοβιογραφική μαρτυρία που εκτείνεται πολύ πέρα από το είδος.

Βαθμολογία: 83 / 100


 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2018 | Permalink
"Διασταύρωση Μάγκμπι" και "Ο Σηματωρός"
Το μεσημέρι της 9ης Ιουνίου, του 1865, ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς (1812-1870), μαζί με την ερωμένη του Έλεν (Νέλλυ) Τέρναν (1839-1914), και την μητέρα της επέστρεφαν από την Γαλλία. Γύρω στις 3, το τρένο που τους μετέφερε εκτροχιάστηκε στο Στέηπλχερστ του Κεντ, πιο συγκεκριμένα στη γέφυρα πάνω από τον παραπόταμο Μπελτ, καθώς λόγω εργασιών συντήρησης στη γραμμή, οι ράγες είχαν αποσυρθεί. Μια ασυνεννοησία του επιστάτη του έργου και των μηχανοδηγών που δεν είχαν προειδοποιηθεί για τις εργασίες, οδήγησε σε μια πραγματική καταστροφή, καθώς το τρένο πέρασε με ταχύτητα πάνω από το σημείο και έφυγε από την πορεία του πέφτοντας στον ποταμό. Έξι από τα επτά βαγόνια της πρώτης θέσης καρφώθηκαν στον ποταμό οδηγώντας στον θάνατο δέκα άτομα και στον τραυματισμό περίπου σαράντα, ενώ το έβδομο αιωρείτο στο χείλος του κενού. Σε αυτό το βαγόνι επέβαινε ο Ντίκενς με την συντροφιά του. Μόλις κατάφερε να απεγκλωβιστεί και διαπιστώνοντας ότι οι δύο κυρίες ήταν ανέπαφες, ο Ντίκενς με ένα μπουκάλι ρούμι στο χέρι, προσπάθησε να βοηθήσει τους επιβάτες. Κάποιοι άφησαν στα χέρια του την τελευταία τους πνοή. Το γεγονός αυτό επέδρασε δραματικά στην ψυχολογία του μεγάλου συγγραφέα, καθώς όπως μαρτυρούν αφηγήσεις των στενών του συγγενών, δεν συνήλθε ποτέ, μέχρι τον θάνατό του, το 1870 πέντε χρόνια αργότερα από αυτό το συμβάν.

Δεκαοχτώ μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1866 στο χριστουγεννιάτικο τεύχος του περιοδικού «All the Year Round» που εξέδιδε ο Κάρολος Ντίκενς, δημοσιεύτηκε μια συλλογή διηγημάτων. Η συλλογή αυτή περιείχε οκτώ διηγήματα με ιστορίες γύρω από το ταξίδι με τρένο, τα τέσσερα είναι του ίδιου του Ντίκενς και τα υπόλοιπα τέσσερα τα έγραψαν συνεργάτες του περιοδικού και γνωστοί συγγραφείς της εποχής, οι Άντριου Χάλιντεϊ, Τσάρλς Κόλινς (αδερφός του περίφημου Γουίλκι Κόλινς), Ίσμπα Στρέτον και Αμέλια Έντουαρντς. Τα διηγήματα αυτού του τεύχους απαρτίζουν, την συλλογή που έγινε γνωστή αργότερα ως «ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΜΑΓΚΜΠΙ» («Mugby Junction»)που στην χώρα μας πρωτοκυκλοφόρησε το 2006 σε δύο τόμους από τις εκδόσεις «Ποντίκι» και εκδόθηκε ξανά με την ίδια μετάφραση, του Γ. Μπαρουξή, πριν από μερικούς μήνες από τις εκδόσεις «Ποικίλη Στοά» (σελ. 269). Πριν από δυο περίπου μήνες εκδόθηκε αυτόνομο, το πιο διάσημο από τα διηγήματα της συλλογής, με τίτλο «Ο ΣΗΜΑΤΩΡΟΣ» («The Signalman»), από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση της Μ. Ζαχαριάδου (σελ.53).


Δεν είναι περίεργο που το «The Signalman» (το αφήνω για την ώρα αμετάφραστο, διότι υπάρχουν δύο διαφορετικές – μπορεί και περισσότερες – εκδοχές του τίτλου στα ελληνικά όπως θα δούμε παρακάτω), γνώρισε τέτοια αποδοχή. Η συλλογή «Διασταύρωση Μάγκμπι» είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο από όλες τις πλευρές. Διηγήματα όμορφα, καλογραμμένα, με ωραίο ρυθμό, αν και είναι εμφανής η διαφορά μεταξύ των τεσσάρων που έγραψε ο Ντίκενς με τα υπόλοιπα, όμως το «The Signalman» ξεχωρίζει, διότι είναι μια εκπληκτική αλλόκοτη ιστορία, που στέκεται αυτόνομα και είναι πραγματικά κρίμα που περιορίζεται σε τόσο λίγες σελίδες. Είναι όμως σίγουρο, ότι απολαμβάνεις περισσότερο αυτό το διήγημα, διαβάζοντας τα προηγούμενα τρία του Ντίκενς – αυτό είναι το τέταρτο στη σειρά και μπαίνοντας περισσότερο στην ατμόσφαιρα της συλλογής.

 Τα τρία πρώτα διηγήματα της «Διασταύρωσης Μάγκμπι», έχουν ως ήρωα, έναν ανώνυμο ταξιδιώτη, ο οποίος στις «3 η ώρα μιας βροχερής νύχτας» αποβιβάζεται χωρίς λόγο στον μικρό και δευτερεύοντα σταθμό που ονομάζεται «Διασταύρωση Μάγκμπι». Στις αποσκευές που κουβαλάει υπάρχει το λογότυπο της εταιρίας «Μπάρμποξ Μπράδερς», οπότε ο συγγραφέας χάριν ευκολίας αποκαλεί έτσι τον ήρωά του που αργότερα μαθαίνουμε ότι ονομάζεται Τζάκσον. Ο ταξιδιώτης βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του, ήταν χρηματιστής που παράτησε την πληκτική και μονότονη δουλειά του στο Λονδίνο, προδόθηκε από την γυναίκα που αγαπούσε και τον καλύτερό του φίλο και μπήκε απλά σε ένα τρένο χωρίς προορισμό. Ο σταθμάρχης θα του συστήσει μια πανσιόν να μείνει έστω τη νύχτα, αλλά εκείνος μετά την γνωριμία του το επόμενο πρωί με μια γυναίκα που αγαπάει τη μουσική αλλά δεν έχει όργανο να παίξει, αποφασίζει να μείνει εκεί για περισσότερο διάστημα. Στα επόμενα δύο διηγήματα παρακολουθούμε τον «Μπάρμποξ Μπράδερς» να διασώζει ένα μικρό κοριτσάκι που χάθηκε (ή μήπως όχι;) και να παρακολουθεί μια ξεκαρδιστική συζήτηση σε ένα αναψυκτήριο. Στο επόμενο διήγημα όμως, η έκπληξη περιμένει τον ανυποψίαστο αναγνώστη…

Στον αριστουργηματικό «Σηματωρό» (εκδόσεις Άγρα) ή «Σηματοδότη» (όπως μεταφράζεται στην «Διασταύρωση Μάγκμπι» (εκδόσεις Ποικίλη Στοά») το διήγημα «The Signalman», έχουμε μια ιστορία που βασίζεται στο υπερφυσικό, μια κλασσική ιστορία φαντασμάτων δηλαδή. Τα θέματα της παράνοιας, του ψυχολογικού φόβου και της απομόνωσης θίγονται σε αυτό το μικρό διήγημα των 26-27 σελίδων που έμεινε κλασσικό και είναι ουσιαστικά ένα από τα αρτιότερα δείγματα του είδους, όπως και μία από τις καλύτερες ιστορίες του Ντίκενς.

Ο αφηγητής είναι κι εδώ ανώνυμος, όπως και στα τρία πρώτα διηγήματα της συλλογής αλλά είναι σίγουρο ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, μόνο που εδώ η αφήγηση αλλάζει και γίνεται πρωτοπρόσωπη. Ο συγγραφέας δεν δίνει όνομα ούτε στον Σηματωρό, ο οποίος βρίσκεται συνεχώς μόνος σε έναν απόμερο σταθμό και βασανίζεται από τις συνεχείς εμφανίσεις μιας απόκοσμης μορφής που τον προειδοποιεί μέσω των δονήσεων ενός κουδουνιού που μόνο εκείνος μπορεί να ακούσει, για κάποιο μοιραίο συμβάν που πρόκειται να γίνει σύντομα. Ο αφηγητής παραξενεύεται από την ένταση και τις ανησυχίες του Σηματωρού, αλλά από την άλλη δυσπιστεί με τα λεγόμενά του που θεωρεί ότι προκαλούνται από την πολύωρη καθημερινή απομόνωσή του σε αυτόν τον απομακρυσμένο σταθμό και από την γενικότερη μίζερη αντιμετώπισή του στη ζωή, καθώς στάθηκε άτυχος σε όλο τον επαγγελματικό του βίο μέχρι στιγμής. Ο αφηγητής θέλει να βοηθήσει αλλά δεν μπορεί, όπως ανήμπορος φαίνεται κι ο Σηματωρός μπροστά στην καταστροφή που βλέπει να πλησιάζει αλλά δεν ξέρει που πρόκειται να συμβεί, κι αν τον επηρεάσει άμεσα. Η σκοτεινή και παράλογη ατμόσφαιρα κατακλύζει τον αναγνώστη που μέσα σε λίγες σελίδες καταδύεται σε ένα τούνελ αβεβαιότητας και ανησυχίας.

«Η οδύνη του νού του ήταν ένα θέαμα πραγματικά οικτρό. Επρόκειτο για το ψυχικό μαρτύριο ενός ευσυνείδητου ανθρώπου, πιεσμένου πέραν των ορίων της αντοχής του από μια ακατανόητη ευθύνη στην οποία εμπλέκονταν ζωές.
«Την πρώτη φορά που στάθηκε κάτω από το φανάρι κινδύνου», συνέχισε, σπρώχνοντας πίσω τα μαύρα του μαλλιά και περνώντας τα χέρια ξανά και ξανά από τους κροτάφους του με υπέρτατη πυρετική αγωνία, «γιατί δεν μου είπε που ήταν να συμβεί το δυστύχημα – αφού έπρεπε οπωσδήποτε να συμβεί; Και τώρα πάλι, γιατί δεν μου λέει πως θα μπορούσε να αποτραπεί – εάν αυτό είναι δυνατόν; Τη δεύτερη φορά, γιατί δεν μου είπε: «θα πεθάνει. Ας την κρατήσουν σπίτι», αντί να κρύβει το πρόσωπό του; Εάν, και στις δύο αυτές περιστάσεις, ήρθε μόνο και μόνο για να μου δείξει ότι προειδοποιήσεις του είναι αληθείς ώστε να με προετοιμάσει για την τρίτη, γιατί τώρα δεν με προειδοποιεί ανοιχτά. Κι εγώ, ο Θεός να με βοηθήσει! Ένας απλός σηματωρός είμαι σ’ ετούτον τον απόμερο σταθμό! Γιατί δεν πάει σε κάποιον με κύρος ώστε να γίνει πιστευτός και με δύναμη ώστε να κάνει κάτι;» »

Τα υπόλοιπα τέσσερα διηγήματα της συλλογής, είναι γραμμένα από τους συνεργάτες του Ντίκενς στο περιοδικό «All the Year Round». Το πρώτο διήγημα «Ο μηχανοδηγός», του Άντριου Χολιντέι, αφορά την αφήγηση ενός μηχανοδηγού για τις δυσκολίες του επαγγέλματός του, τις ευαισθησίες του, τα ατυχήματα που συμβαίνουν κατά την ώρα υπηρεσίας του. Στο πολύ καλό δεύτερο διήγημα «Σπίτι χωρίς καθρέφτες» του Τσαρλς Κόλινς, ένας βαριά άρρωστος άνθρωπος ζει σε ένα σπίτι (που βρίσκεται στην Διασταύρωση Μάγκμπι) χωρίς καθρέφτες. Ο γιατρός που θα ασχοληθεί με την περίπτωσή του θα βρεθεί μπροστά σε μια δραματική ιστορία, ενώ το τρίτο διήγημα με τίτλο «Το περιοδεύον ταχυδρομείο» της Ίσμπα Στρέτον (ψευδώνυμο της Σάρα Σμιθ), είναι από τα καλύτερα της συλλογής, έχοντας ως βάση μια ιστορία κατασκοπίας που θα μπορούσε να έχει γράψει ο Τζ.Κόνραντ, καθώς ένα επίσημο έγγραφο από το γραφείο του πρωθυπουργού χάνεται μέσα στο τρένο κατά τη μεταφορά του από έναν ταχυδρομικό υπάλληλο. Βασική ύποπτος είναι μια γυναίκα που ο υπάλληλος που παρουσιάστηκε με άλλη ταυτότητα και μετά εξαφανίστηκε. Μυστήριο και αγωνία συνθέτουν μια ωραία και πολύ περιεκτική περιπέτεια. Το τέταρτο διήγημα με τίτλο «Ο μηχανικός» της (Αιγυπτιολόγου) Αμέλια Έντουαρντς είναι η ιστορία μιας αντρικής φιλίας που θα χαλάσει εξαιτίας μιας γυναίκας.


Τα επτά διηγήματα (βγάζουμε έξω το «The Signalman», ως κάτι τελείως αυτόνομο που ξεχωρίζει) της συλλογής, μπορεί να είναι πολύ καλά χωρίς όμως να είναι πολύ πρωτότυπα, ενώ και τα τρία πρώτα που είναι γραμμένα από τον Ντίκενς, σίγουρα δεν ξεχωρίζουν μέσα από το τεράστιο σε έκταση και σε ποιότητα έργο του. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέψει την δεδομένη αξία τους, καθώς είναι πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, με ωραίο στυλ και φινέτσα. Ιδιαίτερα τα δύο πρώτα με τον «Μπάρμποξ Μπράδερς», έχουν μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα που τα περιβάλλει και ένα εξαιρετικό ψυχολογικό υπόβαθρο για έναν άντρα αποξενωμένο που ξαναβρίσκει την πίστη στη ζωή.

Οι δύο εκδόσεις, της συλλογής από την Ποικίλη Στοά και της Άγρας (για τον «Σηματωρό») είναι πολύ καλές, κυρίως η εισαγωγή (του Simon Bradley), στην έκδοση της Άγρας είναι εξαιρετική, ενώ και η εισαγωγή (υποθέτω του μεταφραστή Γ.Μπαρουξή) στην συλλογή «Διασταύρωση Μάγκμπι» είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική. Ότι και να επιλέξει ο αναγνώστης – εγώ θα πρότεινα και τα δύο -, δεν θα βγει χαμένος, στο δε «Signalman» θα κάνει και μια ενδιαφέρουσα σύγκριση στην προσέγγιση από τους δύο εξαίρετους μεταφραστές, ενώ η ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων θα του δώσει μια σφαιρική άποψη για το νήμα που συνδέει τις ιστορίες του τόμου, και θα του προσφέρει ένα ωραίο αναγνωστικό ταξίδι με τρένο στην Αγγλική επαρχία.

Βαθμολογίες: «ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΜΑΓΚΜΠΙ» 80 / 100
                      «Ο ΣΗΜΑΤΩΡΟΣ» 88 /100



 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2018 | Permalink
"Το Πλέγμα"

Σπονδυλωτό «μυθιστόρημα σε είκοσι μονολόγους» (όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο), ή μια συμπαγής συλλογή διηγημάτων που έχει ένα κοινό νήμα; Το ερώτημα προκύπτει σχεδόν αυθόρμητα με την ανάγνωση του πολυφωνικού βιβλίου «ΤΟ ΠΛΕΓΜΑ» του εξαίρετου συγγραφέα Μιχάλη Μοδινού (Αθήνα, 1950) – (εκδ. Καστανιώτη, σελ.228). Είκοσι μονόλογοι, είκοσι σύντομες ιστορίες στην Αθήνα του 21ου αιώνα, ένα σκηνικό πολύ διαφορετικό από το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα, την έξοχη «Εκουατόρια».


Στην εισαγωγή του βιβλίου, υπάρχει (μεταξύ άλλων) και μια πρόταση του Μισέλ Ουελμπέκ από το μυθιστόρημα του «Τα στοιχειώδη σωματίδια»: «Το καλό συνδέει, το κακό αποσυνδέει. Διαχωρισμός είναι το άλλο όνομα του κακού. Είναι επίσης το άλλο όνομα του ψέματος. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μια θαυμαστή και απέραντη αλληλεπίδραση». Στην «αλληλεπίδραση» που αναφέρει ο αντιφατικός Γάλλος συγγραφέας στηρίζεται η δομή του «Πλέγματος». Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Μοδινού, γνωρίζονται μεταξύ τους (αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από αυτούς), οι ζωές τους είναι μπλεγμένες, δημιουργώντας ένα σύνολο σχέσεων και συνθηκών, σε ένα ιδιότυπο γαϊτανάκι.

Ο Δημήτρης Ωραιόπουλος συνταξιούχος δικαστικός, που βρίσκει ένα νέο ενδιαφέρον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ο «άτυπος» ήρωας του βιβλίου, καθώς όχι μόνο πρωταγωνιστεί σε δύο από τις ιστορίες, αλλά ουσιαστικά γύρω του περιστρέφονται (λιγότερο ή περισσότερο) τα υπόλοιπα πρόσωπα με τις ιστορίες τους άλλες ενδιαφέρουσες, άλλες όχι και τόσο, σκηνές της αθηναϊκής καθημερινότητας σε μια εποχή κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

Οι ήρωες των ιστοριών αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο, τις ερωτικές τους σχέσεις, μπερδεμένες και αξεδιάλυτες, αισθηματικά δράματα, γυναίκες που αισθάνονται ως λογοτεχνικές ηρωίδες και άνδρες που προσπαθούν να το παίξουν εραστές, ενώ η πεζή καθημερινότητα τα διαλύει όλα. Οι παράνομοι εραστές του βιβλίου, γνωρίζονται μεταξύ τους, καθώς έχουν οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις σε αυτό το παιχνίδι του έρωτα που προσπαθεί να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου που ταλανίζει τους μεσήλικες πρωταγωνιστές των ιστοριών του Μοδινού. Ο έρωτας απασχολεί τις σκέψεις τους, προσπαθούν να κρατηθούν από ψήγματα τρυφερότητας και ελάχιστου ενδιαφέροντος, να θυμηθούν ότι υπάρχουν.

«Άλλο θέλω να πω ωστόσο, Βερονίκ, γεννηθήκαμε για να πιστεύουμε ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι αμφίδρομες, ότι το βέλος πρέπει να δείχνει και προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλιώς για τι σχέσεις μιλάμε - είναι θέμα ορισμού, έτσι δεν είναι; Δεχόμαστε ότι το τάιμινγκ μπορεί να μην είναι πάντα το σωστό, ότι οι συγκυρίες μπορεί να καταβαραθρώσουν μια ανοιχτή δυνατότητα, αλλά ότι κάπου μες στην οικονομία του σύμπαντος, ή, για να το χαμηλώσουμε λίγο, της κοινωνίας - του ανθρώπινου οικοσυστήματος όπως το ονόμαζε ο ίδιος ο Πέτρος -, υπάρχει μια πληρωμή, μια ανταμοιβή, ένα σήμα πως η όποια επένδυσή σου δεν είναι ένα τίποτα χαμένο στο τίποτα. Η αναλωθείσα ενέργεια δεν χάνεται, απλώς μεταμορφώνεται, ή έστω υποβαθμίζεται, λέει ένα αξίωμα της φυσικής. Αλλά που βρισκόταν η δική μου σπαταλημένη ενέργεια; Και τι παίρνεις ως απάντηση στις δεήσεις σου από αυτό το σκληρό, αδιάφορο σύμπαν; Τη σιγή, την απόλυτη σιγή. Δεν μοιάζει με αρνητική θρησκευτική εμπειρία, κάτι σαν να προσεύχεσαι στο κενό;»

Οι 19 χαρακτήρες του βιβλίου αφηγούνται αυτόνομους μονολόγους, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Είναι μεσοαστοί με εκλεπτυσμένα γούστα, γνώστες του καλού οίνου, του καλού φαγητού, των ωραίων ρεστωράν.Μέσα από την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα του καθενός συμπληρώνεται ένα παζλ προσωπικοτήτων και ιστοριών που επικεντρώνονται περισσότερο στις σχέσεις (κυρίως τις σεξουαλικές) υφαίνοντας το πλέγμα που μέσα του διασταυρώνονται οι εμπειρίες και η πορεία τους. Μπορεί ο Δημήτρης Ωραιόπουλος να αποτελεί τον κεντρικό πόλο του βιβλίου, αλλά στις ιστορίες εμφανίζεται ο ίδιος ψυχίατρος και το ίδιο κέντρο αισθητικής▪ κατ’ αυτόν τον τρόπο η ευφυής σύλληψη του συγγραφέα εντάσσει τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του σε ένα είδος μικροκοινωνίας, ή κοινότητας ή (όπως έγραψε ο Μ.Πιμπλής στα ΝΕΑ) ένα είδος θιάσου, αν και η ματιά του Μοδινού είναι περισσότερο κινηματογραφική, καθώς ο αναγνώστης νιώθει ότι ο συγγραφέας κρατάει μια κάμερα που κινηματογραφεί από ψηλά τις κινήσεις των ηθοποιών του.


Το «μυθιστόρημα» έχει καλές και κακές στιγμές, κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες, κάποιες κοινότοπες▪ όλες χρησιμεύουν στην οικονομία της αφήγησης, γιατί η προσπάθεια να αποτυπώσεις την καθημερινότητα θα πρέπει να συμπεριλάβει και την κοινοτοπία. Ξεχωρίζουν όμως οι λεπτομέρειες που δείχνουν την ικανότητα του Μοδινού ως συγγραφέα στιβαρού και ιδιαίτερα αξιόλογου σε στιγμιότυπα όπως, η καθαρίστρια της ΕΡΤ, που γυρίζοντας σπίτι της, και βλέπει στο βαγόνι του μετρό έναν παλιό εραστή της και θυμάται την σχέση τους («Μεταβολισμός»), η ιστορία του γέροντα, παλαιού ναυτικού, που κλαίει στα δελτία ειδήσεων και γνωρίζει την σημασία του «Sodade» («Ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου»), ή η ιστορία του μεσήλικα εραστή που ξενερώνει και φεύγει απογοητευμένος ακούγοντας την παρ’ ολίγον ερωμένη του να εκθειάζει τον Μπιν Λάντεν και την πτώση των Δίδυμων Πύργων («Χαμένες προσδοκίες») και αρκετές άλλες ακόμα, που χωρίς να διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στα δρώμενα, δίνουν το στίγμα του βιβλίου.

«Μέσα από το γλιστερό ψιλόβροχο η ασχήμια της πόλης αναδύεται ανεμπόδιστη. «Μοναξιά» είναι η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει αυτά τα απόβραδα. Ο Βασίλης σπρώχνει το σιντί με τη Σεζάρια Εβόρα, η ίδια αυτή λέξη που ακούγεται ως "σοντάντ" ή κάτι τέτοιο επαναλαμβάνεται αενάως και σου πλακώνει την ψυχή με έναν βροντερό λυρικό στόμφο, το "ο" ολοστρόγγλο, το "α" σβήνει στο άπειρο. Πάω να του πω να βάλει κάτι πιο χαρωπό, όμως αλλάζω γνώμη, γυρίζω στον γέρο και του λέω, Τι σημαίνει αυτή η λέξη, μήπως ξέρετε, πατέρα; Μοναξιά, απαντά χωρίς δισταγμό. Αλλά πιο πολύ σημαίνει απώλεια, νοσταλγία, προσδοκία επιστροφής. Μένω άναυδη, κι ο Βασίλης το ίδιο, υποθέτω, γιατί τον βλέπω να διορθώνει το καθρεφτάκι. Μια φορά πιάσαμε στο Κάπο Βέρντε για ένα φορτίο ζάχαρης, συνεχίζει ο γέρος, μιλάνε πορτογαλέζικα εκεί, και στο λιμάνι γνώρισα μια μιγάδα. Περάσαμε μια ολόκληρη βδομάδα μαζί, μου τραγουδούσε με τη βαθιά φωνή της για να με πάρει ο ύπνος, και μετά μου έγραφε μια ζωή ρωτώντας μονότονα αυτή τη λέξη με κεφαλαία, κι από δίπλα θαυμαστικά και καρδούλες, μέχρι να γεμίσει η σελίδα. Δεν επέστρεψα ποτέ, ούτε τήρησα τις υποσχέσεις μου. Δεν γινόταν. Ο Βασίλης μου ήταν μωρό τότε, περίμενε τον πατέρα του. Μόνο πότε πότε έβαζα σ' έναν φάκελο ένα πενηντοδόλαρο για τα παιδιά της - πολλά λεφτά σ' εκείνα τα μέρη. Μην το χαμηλώνεις, λέει στον Βασίλη με απρόσμενη ένταση στη φωνή, και πράγμα περίεργο, τη στιγμή που θα έπρεπε λογικά να κλαίει, τα μάτια του είναι στεγνά σαν την έρημο Σαχάρα και μόνο μια υποπράσινη λάμψη  φωσφορίζει μέσα τους, αν μπορώ να δω καλά - εκτός κι αν είναι οι αντανακλάσεις της πόλης. Απέναντι αριστερά η Πρεσβεία και το Μέγαρο Μουδικής, καιρό έχουμε να περάσουμε νύχτα, πατέρα, λέω για να πω κάτι, πριν ξεσπάσω εγώ σε κλάματα. Και το άγαλμα του Βενιζέλους στο Πάρκο Ελευθερίας, πρώην ΕΤΑ-ΕΣΑ. Ναι, ακούω τη φωνή του να με παρακάμπτει, θυμάμαι μια φορά στο Βαλπαραΐζο...»

Το «Πλέγμα», είναι ένα τολμηρό (ως προς την σύλληψη) βιβλίο, ωραίο ρυθμό, γλώσσα δουλεμένη που αλλάζει ύφος ανάλογα με τον αφηγητή της κάθε ιστορίας, με πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, και μερικές εξαιρετικές ιστορίες που ίσως χάνονται καθώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για νουβέλες ή ακόμα και μυθιστορήματα. Το βιβλίο βρίθει βιβλιοφιλικών αναφορών, Γιόζεφ Ροτ, Γιασμίνα Ρεζά (με ένα θεατρικό της), Ουελμπέκ, ο Κούρτοβικ, η Σχινά, τα αστυνομικά της Άγρας – όλα αυτά περνάνε μέσα από τις ιστορίες των μεσοαστών (ως επί το πλείστον) πρωταγωνιστών τους.
Μετά από τις «μεγάλες αφηγήσεις» των έξοχων μυθιστορημάτων του που εκτυλίσσονταν στην Αφρικάνικη ήπειρο ή το άκρως επιτυχημένο «πείραμα» με την «Σχεδία» (ίσως το καλύτερό του βιβλίο), ο Μοδινός τα καταφέρνει πολύ καλά και με την περιγραφή της καθημερινότητας στην πόλη, σε ένα «μυθιστόρημα» που εμπεριέχει κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό – περισσότερο εμφανή τον πρώτο, υποδόριο τον δεύτερο με ιστορίες που στις καλές στιγμές τους φέρνουν στο νου αυτές του Ρέιμοντ Κάρβερ. Δεν ξέρω ποιον δρόμο θα επιλέξει στην πορεία ο ευφυέστατος (και εξαιρετικός) συγγραφέας, αλλά με το «Πλέγμα» δείχνει ότι μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά και στα «μικρά» αλλά και στα «μεγάλα».

Βαθμολογία 80 / 100