Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2022 | Permalink
Ξενοδοχείο Metropol

 

Γνωρίσαμε τον Γερμανό συγγραφέα Eugen Ruge (1954, Σόσβα Ε.Σ.Σ.Δ) πριν από μερικά χρόνια με το εκπληκτικό (εν πολλοίς) αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Τις μέρες που λιγόστευε το φως», ένα πολύ δυναμικό λογοτεχνικό ντεμπούτο σε μεστή ηλικία, τον ξανασυναντούμε τώρα με το εξίσου συγκλονιστικό του μυθιστόρημα «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ METROPOL»("Metropol") - (εκδ. Κλειδάριθμος, μετάφρ. Γ.Λαγουδάκου, σελ.503), όπου αφηγείται ένα μέρος της οικογενειακής του ιστορίας σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της παγκόσμιας ιστορίας.


Οι ήρωες του «Ξενοδοχείου Metropol», είναι μερικοί από τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν και στο πρώτο βιβλίο, έχουμε πάλι το ζεύγος Βίλχελμ και Σαρλότε, μόνο που εδώ η τριτοπρόσωπη αφήγηση, επικεντρώνεται περισσότερο στο πρόσωπο της Σαρλότε, της γιαγιάς του συγγραφέα, της «Μεξικάνας» γιαγιάς, όπως την θυμάται ο ίδιος και την περιγράφει στις «Μέρες…». Ο συγγραφέας από αρχεία που βρήκε έμαθε ένα καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό, ότι η Σαρλότε και ο Βίλχελμ είχαν ζήσει στην Σοβιετική Ένωση για τεσσεράμισι χρόνια, όπου κατέφυγαν, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί στην Γερμανία.
 
Στο επίκεντρο της ιστορίας που αφηγείται ο Ruge, βρίσκεται το εμβληματικό ξενοδοχείο Metropol. Εντός του εκτυλίσσεται όλη η «δράση» του βιβλίου (ή σχεδόν), διότι εκεί, σε ένα δωμάτιο βρίσκονται έγκλειστοι η Σαρλότε και ο Βίλχελμ για περίπου 16 μήνες. Έγκλειστοι σε ένα «Καφκικό» πλαίσιο, αναμένοντας τη λύτρωση ή την τιμωρία που θα είχε τη μορφή θανάτου ή εκτοπισμού σε κάποιο γκουλάγκ. Μέσα στο ξενοδοχείο μαζί με άλλα μέλη της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα περνάνε τις μέρες τους, βλέποντας νέες «αφίξεις» και ξαφνικές «αναχωρήσεις» σε ένα περιβάλλον τρομοκρατίας και αγωνιώδους αναμονής για ένα χτύπημα στην πόρτα.
 
«… Διότι το Metropol δεν είναι απλώς και μόνο ένα ξενοδοχείο, παρά συνδέεται στενά με την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν οι μπολσεβίκοι έφτασαν από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα, επειδή το μέτωπο πλησίαζε απειλητικά, δεν υπήρχε χώρος για τον κυβερνητικό μηχανισμό που μεγάλωνε γρήγορα, ούτε για γραφεία ούτε για σπίτια (…). Έτσι δημεύτηκαν τα μεγάλα ξενοδοχεία και μετατράπηκαν σε Σπίτια των Σοβιέτ. Συνολικά, περισσότερα από είκοσι κτίρια άλλαξαν λειτουργία κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το Metropol έγινε το Δεύτερο Σπίτι των Σοβιέτ – αμέσως μετά το ξενοδοχείο National, όπου έμενε ο Λένιν.»
 
Είναι το καλοκαίρι του ’36, ο εμφύλιος στην Ισπανία έχει ξεσπάσει, και η ναζιστική κυριαρχία στην Γερμανία είναι πλέον πολύ ισχυρή. Ο Βίλχελμ και η Σαρλότε μετά την φυγή τους από την Ναζιστική Γερμανία, εργάστηκαν στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της Κομιντέρν στη Μόσχα. Όταν βρίσκονταν για την ετήσια άδειά τους στην Κριμαία, ενημερώνονται από τις εφημερίδες ότι ο παλιός τους σύντροφος Αλεξάντερ Έμελ, σημαντικός παράγων του Γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος έχει συλληφθεί από τις Σοβιετικές Αρχές και κατηγορείται ως συνωμότης. Το σοκ για την Σαρλότε είναι τεράστιο. Ο Έμελ ήταν πρότυπο αγωνιστή και παρά την δυσμένεια στην οποία είχε περιέλθει πριν από λίγο καιρό, δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη.
 

Όταν επιστρέφουν από την άδειά τους, διαπιστώνουν ότι το κλίμα έχει αλλάξει, όχι μόνο γι’ αυτούς, αλλά για τους περισσότερους στην Κομιντέρν. Μετά από λίγες μέρες, διατάσσονται να διαμείνουν στο ξενοδοχείο Metropol, όπου τους καλύπτονται τα βασικά έξοδα. Κανείς δεν τους λέει τίποτα, ο Βίλχελμ δεν ήταν κάποιος τυχαίος ανάμεσα στα μέλη της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τώρα βρίσκεται σε ένα σοκ, ενώ η Σαρλότε, που δεν είχε και καμιά σπουδαία θέση, ανησυχεί και για την τύχη των δύο αγοριών που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο και βρίσκονται κι αυτά στην Μόσχα σπουδάζοντας και μένοντας μόνοι τους. Η έλλειψη εργασίας, όπως και οι ξαφνικές αφίξεις πρώην συνεργατών ως ενοίκων πλέον του ξενοδοχείου, οι σιωπές, η απουσία εξηγήσεων, παρά τις προσπάθειες της Σαρλότε να βγάλει άκρη, οδηγούν σε μια κατάσταση όπου προσπαθούν να σκεφτούν τι μπορεί να υπάρχει στο παρελθόν τους, που να τους έχει καταστήσει ύποπτους (ή τουλάχιστον «μη έμπιστους») στο καθεστώς. Η πώληση ενός παλιού γραμμοφώνου κάποτε στον Έμελ, θεωρείται ύποπτη; Τα ταξίδια στο εξωτερικό δείχνουν «Τροτσκιστικό αναθεωρητισμό»;
 
Στο βαρύ art-deco περιβάλλον του ξενοδοχείου και στην αίθουσα πρωινού, όπου οι «καλεσμένοι – έγκλειστοι», τρώνε το πρωινό τους, τα βλέμματα είναι περισσότερο ομιλητικά από τα λόγια. Οι πρώην συνάδελφοι είναι καχύποπτοι, ο ένας απέναντι στον άλλον, ενώ η ζοφερή ατμόσφαιρα κατακλύζει τα πάντα, καθώς οι επίσημες ειδήσεις αναφέρουν εκκαθαρίσεις και πανηγυρισμούς για τον μεγάλο και αλάνθαστο ηγέτη που οδηγεί την χώρα σε «χαρούμενες μέρες».
 
«Αυτό είναι το καθοριστικό ερώτημα! Ποιον ωφελεί; Ποιον ωφελεί να συλλαμβάνονται άνθρωποι σε θέσεις κλειδιά της σοβιετικής οικονομίας; Ποιον ωφελεί η σύλληψη των πιο σημαντικών στρατηγών της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ο πόλεμος είναι προ των πυλών; Χρειάζεται απλώς να σκεφτεί κανείς, να σκεφτεί λογικά.»
 
Ο Ruge, όμως δεν στέκεται μόνο στα πρόσωπα της οικογένειάς του. Με γλαφυρότητα και έξοχο αφηγηματικό ύφος, οδηγεί την ιστορία του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπου περιγράφει την ατμόσφαιρα των ημερών και εισάγει πέραν των ντοκουμέντων και στοιχεία μυθοπλασίας. Η φτώχεια των ανθρώπων, οι βασικές ελλείψεις στη πόλη, οι ουρές, δίνονται μέσα από ιδιαίτερα δυνατές σκηνές που συγκλονίζουν.
Περιγράφεται το κλίμα μέσα στην Κομιντέρν, όπως και οι ημέρες του Βασίλι Βασίλιεβιτς Ούλριχ, του προέδρου της Στρατιωτικής Επιτροπής του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ, που έστειλε στον θάνατο χιλιάδες πρώην «συντρόφους» του (γύρω στους 1000 καταδικάζονταν καθημερινά), με συνοπτικότατες διαδικασίες, είτε με άνωθεν εντολές, είτε για να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα, ενώ καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα διαδραματίζει και η πρώτη σύζυγος του Βίλχελμ, η (κάποτε στιβαρή και αυστηρή) Χίλντε Ταλ, που προσπαθεί να διασωθεί, καρφώνοντας παλιούς συντρόφους, φίλους, αγαπημένους.
 
Οι (ακριβώς) 477 ημέρες αβεβαιότητας, διαρκούς άγχους και ανασφάλειας για την επόμενη στιγμή – όταν περιμένεις κάποιος να σου χτυπήσει την πόρτα, όταν δεν γνωρίζεις αν οι «εξηγήσεις» και οι «διευκρινίσεις» θα γίνουν αποδεκτές από τους κομματικούς εντεταλμένους, όταν δεν γνωρίζεις αν είπες κάτι στο παρελθόν που κάποιους άκουσε ή αν βρέθηκες στον ίδιο χώρο με τους «λάθος ανθρώπους», περιγράφονται βήμα-βήμα, ημέρα με την ημέρα από τον συγγραφέα, παράλληλα με την γκροτέσκα απεικόνιση ενός σαδιστή και ψυχικά άρρωστου ανθρώπου, του Βασίλι Βασίλιεβιτς που όμως γνωρίζει καλά, ότι μπορεί να είναι κι αυτός ο «προδότης της επόμενης μέρας».
 

«Οι χιονονιφάδες μπροστά στο παράθυρο μοιάζουν να ανεβαίνουν προς τα πάνω – ανεστραμμένος κόσμος. Είναι λες και η ίδια γκρεμίζεται σε μια άβυσσο, μαζί με το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ο Βίλχελμ αρχίζει να ροχαλίζει σιγανά. Δεν πρόκειται να μας συμβεί τίποτα, επειδή δεν κάναμε τίποτα. Η ίδια δεν είχε σχεδιάσει ούτε αντεπαναστατικές δράσεις ούτε είχε προδώσει κάποιο μυστικό. Τα παραπτώματά της είναι μηδαμινά και, κυρίως, δεν αποδεικνύονται. Έτσι δεν είναι; Τι μπορεί να ξέρει εκείνος; Τι ερωτήσεις θα μπορούσε να της κάνει;
Μα ποιος είναι εκείνος;
Δεν τον βλέπει. Βλέπει μόνο ένα εκτυφλωτικό, ένα ολοστρόγγυλο λευκό φως στραμμένο καταπάνω της. Αλλά πίσω από το φως, φτάνει στ’ αυτιά της μια φωνή, μια απροσδόκητα ψιλή φωνή, σχεδόν γυναικεία. Και η φωνή αυτή ανήκει σε ένα πρόσωπο. Ένα άσπρο, πλαδαρό πρόσωπο με δυο μάτια σαν σχισμές, ζουληγμένα ακόμα περισσότερο από τα φουσκωμένα του μάγουλα.»
 
Ο Ruge στο βιβλίο του, παραθέτει ντοκουμέντα που αφορούν τους πρόγονούς του και την ταλαιπωρία τους. Τις επιστολές του ζεύγους προς τις αρχές που ουσιαστικά αποδέχονται ότι μπορεί να έκαναν κάποια λάθη, που απολογούνται για τη σχέση τους με τον Έμελ – χωρίς να γνωρίζουν ότι ο Έμελ ήταν μόνο η αρχή - , όπως και ντοκουμέντα από καταγγελίες της Χίλντα Ταλ που τους καρφώνει, και άλλων. Η Σαρλότε και ο Βίλχελμ ήταν από τους «τυχερούς», δεν μίλησαν ποτέ για την περιπέτειά τους, παρέμειναν πιστοί στην ιδεολογία τους και όταν ο μικρότερος γιός τους γύρισε το 1956 από το γκουλάγκ και πήγε να πει κάτι στη μητέρα του, εκείνη έκλεισε τα αυτιά της, μη θέλοντας να ακούσει τίποτα!
 
Στο υπέροχο «Ξενοδοχείο Metropol», το απλό και ρέον αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα (με την πολύτιμη βοήθεια της άξιας μεταφράστριας Γιώτας Λαγουδάκου), έρχεται σε αντίθεση με τα συγκλονιστικά ντοκουμέντα που παρατίθενται. Ο Ruge, χωρίς να καταγγέλλει και χωρίς εντάσεις αναμειγνύοντας με έξοχο τρόπο ιστορικά γεγονότα και μυθοπλασία, περιγράφει μια ιστορία ζόφου και απόγνωσης, αγωνίας και έντασης, ένα ουσιαστικά ψυχολογικό θρίλερ σε μια άκρως σκοτεινή εποχή που εκτυλίσσεται στο μεγαλύτερο μέρος της, στο βαρύ και επιβλητικό ξενοδοχείο, σκηνικό που ήταν και στο επίκεντρο του ωραίου μυθιστορήματος του Amor Towles «Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα» σε μια διαφορετική αλλά επίσης δυνατή ιστορία.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 24, 2022 | Permalink
Η ακαταμάχητη γοητεία της Lucia Berlin ("Βράδυ στον Παράδεισο - ακόμα λίγες ιστορίες")

 

Τρία χρόνια πριν, αποτέλεσε την ωραιότερη αναγνωστική αποκάλυψη! Η Lucia Berlin (1936 Αλάσκα – 2004 Καλιφόρνια), η Αμερικανίδα συγγραφέας που ενσωμάτωσε στη μυθοπλασία της μέσα από τα συγκλονιστικά της διηγήματα, στο «Οδηγίες για Οικιακές Βοηθούς», τα θραύσματα μιας ζωής, τις κωμικοτραγικές περιπέτειες της ύπαρξης μέσα στην καθημερινότητά της. Οι 22 ιστορίες του τόμου «ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ακόμα λίγες ιστορίες» - (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ. 320), έρχονται να συμπληρώσουν ιδανικά το πρώτο βιβλίο και να τονίσουν με εμφαντικό τρόπο την τεράστια αξία της συγγραφέως.


Στο «Βράδυ στον Παράδεισο», για τον επίμονο αναγνώστη (και θαυμαστή) του έργου της Berlin, το μόνο που έχει χαθεί, είναι το στοιχείο της έκπληξης και της «ανακάλυψης», όλα τα υπόλοιπα είναι εκεί να τον περιμένουν. Διηγήματα μικρά και μεγάλα (κάποια δε, flash-fiction), με ήρωες ανθρώπους με σάρκα και οστά, παρίες και καθημερινούς τύπους, κατεστραμμένους και ευημερούντες, σκηνές από την εφηβεία έως τα γεράματα, σκηνές από μια αβάσταχτη ζωή.
 
«Όταν κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν, απλώς εξαφανίζονται, σαν βότσαλα σε λίμνη. Η καθημερινότητα εξομαλύνεται και συνεχίζεται όπως πριν. Κάποιοι άλλοι πεθαίνουν, αλλά μένουν εδώ για καιρό, είτε επειδή έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κοινού, όπως ο Τζέιμς Ντιν, είτε επειδή το πνεύμα τους δεν τους επιτρέπει να φύγουν…»
 
Στις έξοχες ιστορίες της Berlin(όπου δεν μπορείς ουσιαστικά να επιλέξεις για το ποια είναι η καλύτερη), που σχηματίζουν θραύσματα ενός μυθιστορήματος σε εξέλιξη, οι τόποι αλλάζουν, αντικατοπτρίζοντας τα μέρη όπου έζησε. Από το δυτικό Τέξας του Ελ Πάσο, στη Χιλή της εφηβείας της και της συνειδητοποίησης της θηλυκότητάς της, στο Μεξικό σε μεγάλες πόλεις και παραθεριστικά κέντρα, στην Γαλλία, στην Καλιφόρνια και τέλος στο Κολοράντο. Οι ήρωες της προσπαθούν να επιβιώσουν ή να αυτοκαταστραφούν με στυλ, ενώ η απεραντοσύνη των τοπίων περιγράφεται με ζωντανά χρώματα.

Στην ιστορία που προτιμώ περισσότερο, που είναι ουσιαστικά μια «ιστορία μαθητείας», το «Αντάντο» που έχει ως υπότιτλο «Μια γοτθική μυθιστορία», και διαδραματίζεται στη Χιλή πριν το 1973, η Berlin περιγράφει την πρώτη σεξουαλική εμπειρία μιας νεαρής κοπέλας όταν φιλοξενείται σε μια πολυτελή εξοχική κατοικία ενός συναδέλφου (στην CIA) του πατέρα της, του Δον Αντρές, και σαγηνεύεται από την ωριμότητα και την τρυφερότητα του, υποκύπτοντας στο στιγμιαίο πάθος που τους καταλαμβάνει σε μια εκδρομή. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο  δον Αντρές «χτυπιέται» μονολογώντας, «σε κατέστρεψα» κι εκείνη (σε μια πρόταση χαρακτηριστική του συγγραφικού της στυλ) αναρωτιέται «Με κατέστρεψε; Είμαι κατεστραμμένη; Για μια τόσο γρήγορη συγκεχυμένη στιγμή; Θα το καταλάβουν όλοι μόλις με δουν;» εκφράζοντας με λίγες λέξεις, την πατριαρχική και εξουσιαστική συμπεριφορά των ανδρών.
 
Ουσιαστικά όμως, η μαγεία της Berlin, φαίνεται σε σκηνές από τις ιστορίες της, όπως στο «Δρομολόγιο», όταν η ηρωίδα είναι έτοιμη να πραγματοποιήσει το πρώτο της αεροπορικό ταξίδι, από τη Χιλή στο Νέο Μεξικό για σπουδές και στο αεροδρόμιο την συνοδεύει η μητέρα της. Μετά τους αποχαιρετισμούς, επιβιβάζεται στο αεροπλάνο που αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα και οι επιβάτες υποχρεώνονται να βγουν πάλι στην αίθουσα αναμονής που ήταν έρημη. Η ηρωίδα βλέπει από μακριά την μητέρα της στο μπαρ να κάθεται με κάποιους Αμερικανούς από το αεροπλάνο. «Πήγα στην πόρτα και με είδε ∙ έδειξε να ξαφνιάζεται και μετά κοίταξε αλλού, σαν να μην ήμουν εκεί. Έτσι είναι, δεν βλέπει ό, τι δεν θέλει να δει ∙ στην πραγματικότητα όμως, βλέπει όλα όσα συμβαίνουν, πιο καθαρά από τους περισσότερους ανθρώπους.»
Όπως στο «Η ζωή μου, ανοιχτό βιβλίο», όταν η ηρωίδα, μια νέα γυναίκα, ούτε καν τριάντα, με τέσσερα παιδιά, νοικιάζει μια αγροικία σε ένα χωριό έξω από την πόλη του Νέου Μεξικού και διδάσκει Ισπανικά στο τοπικό πανεπιστήμιο και σε μια αποστροφή χαρακτηριστική του στυλ της Berlin: «Η πόλη την παρακολουθούσε και είχε σχεδόν καταλήξει: ήταν δουλευταρού και πρώτης τάξεως μητέρα. Και μετά πάει και τα φτιάχνει μ’ εκείνο το αγόρι, τον Κέισι. Κακή περίπτωση ο Μάικ Κέισι. (…) Μακριά βρόμικα μαλλιά και σκουλαρίκι. Μπουφάν μοτοσυκλετιστή με νεκροκεφαλή στην πλάτη κι ένα μεγάλο παλιό μαχαίρι. Θέλω να πω, ήταν το κάτι άλλο. Απλώς τρομακτικός.» Όταν χάνεται το μωρό της γυναίκας, όλοι υποψιάζονται τον Κέισι κι ένα ανθρωποκυνηγητό ξεκινάει σε ένα διήγημα που κυριαρχεί η καχυποψία της μικρής κοινότητας αλλά και το πώς φέρονται οι άνθρωποι σε δύσκολες καταστάσεις.


Όπως αναφέρει ο γιος της Μαρκ Μπερλίν στον εξαιρετικό πρόλογο του βιβλίου, «η μαμά έγραφε αληθινές ιστορίες – όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικές, αλλά αρκετά κοντά στην πραγματικότητά της. Οι οικογενειακές μας ιστορίες και αναμνήσεις σιγά σιγά αναδιαμορφώθηκαν, εξωραΐστηκαν και δουλεύτηκαν, σε βαθμό που ποτέ δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά συνέβη. Η Λουσία έλεγε ότι αυτό δεν είχε σημασία: το ουσιαστικό ήταν η ιστορία»
 
Η μουσική κατακλύζει τις ιστορίες του βιβλίου, τζαζ, rhythm and blues, χαρακτήρες που παίζουν μουσικές και προσπαθούν να επιβιώσουν. Ο λόγος της Berlin είναι δυναμικός και ζωντανός, φρέσκος και διεγερτικός, όπου το χιούμορ εναλλάσσεται με την ειρωνεία, το δράμα με την κωμωδία, η τραγωδία με την καθημερινότητα. Πάνω απ’ όλα όμως ξεχωρίζει η τρυφερότητα με την οποία αγκαλιάζει τους ήρωές της, η συγγραφέας! Σελίδες γεμάτες λεπτομέρειες από κινήσεις που δείχνουν την συμπόνια μεταξύ των χαρακτήρων, και μια υποβόσκουσα γλύκα που διαφαίνεται ακόμα και σε στιγμιότυπα που προμηνύουν σκληρότητα και βία.
 
«  ΠΟΝΙ ΜΠΑΡ, ΟΚΛΑΝΤ »
 
«Υπάρχουν ορισμένοι απόλυτα αναγνωρίσιμοι, τέλειοι ήχοι.
Ένα μπαλάκι του τένις, ένα μπαλάκι του γκολφ που χτυπήθηκε σωστά. Μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά σ’ ένα δερμάτινο γάντι. Ο παρατεταμένος γδούπος του νοκάουτ. Ζαλίζομαι με τον ήχο του τέλειου σπασίματος στο τραπέζι του μπιλιάρδου, μια καθαρή σπόντα που την ακολουθούν τρία ή τέσσερα πνιχτά γλιστρήματα και διαδοχικά κλικ. Το τρυφερό τρίψιμο της κιμωλίας πάνω στη στέκα. Το μπιλιάρδο είναι ερωτικό, όπως κι αν το δεις. Συνήθως μέσα σ’ ένα θολό παλμικό φως από κάποιο τζουκμπόξ.
Κρίκετ στο Σαντιάγο. Κόκκινες ομπρέλες, πράσινο γρασίδι, λευκές Άνδεις. Πάνινες καρέκλες με κόκκινες και λευκές ρίγες στο κάντρι κλαμπ Prince of Wales. Υπέγραψα τα κουπόνια για τις λεμονάδες, έδωσα φιλοδώρημα σε σερβιτόρους με σμόκιν, χειροκρότησα τον Τζον Γουέλς. Το τέλειο κρακ από το ρόπαλο του κρίκετ. Ντυνόμουν στα λευκά, πρόσεχα τους λεκέδες από το γρασίδι, φλέρταρα με αγόρια που φορούσαν γκρίζες φανέλες με το λογότυπο του Grange School, μπλε σακάκια το καλοκαίρι. Σάντουιτς με αγγούρι για το τσάι, σχέδια για την Κυριακή μας στο Vina del Mar.
Στο μπαρ «Πόνι» θυμήθηκα ότι ένιωθα τόσο ξένη στο πράσινο γρασίδι όσο και στο σκαμπό του μπαρ δίπλα στον μηχανόβιο. Είχε τατουάζ με μεντεσέδες στους καρπούς του, στις αρθρώσεις των αγκώνων του, πίσω από τα γόνατά του.
«Χρειάζεσαι έναν μεντεσέ στον λαιμό σου», είπα.
«Χρειάζεσαι μια βίδα στον κώλο σου».»


Το λογοτεχνικό σύμπαν της Berlin, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση! Άνθρωποι ταξιδεύουν, πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο, μετακομίζουν, φεύγουν, γυρνάνε, εξαφανίζονται. Όλα αυτά, διανθίζονται με ζωντανά χρώματα και πολύ αλκοόλ (παρών σχεδόν σε όλες τις ιστορίες, σε όλες τις συνθήκες), αρκετά ναρκωτικά. Δεν υπάρχει διδακτισμός, ούτε χώρος για ηθικολογίες στις ιστορίες, όλα αφήνονται στην κρίση του αναγνώστη.
 
Έχει γραφτεί πολλάκις η λογοτεχνική «συγγένεια» της Berlin, με τον Raymond Carver, και είναι εμφανές αυτό. Δεν είμαι σε θέση να κατατάξω κανέναν σε επίπεδο ανταγωνισμού, αλλά η μη αναγνώριση της Berlin στο λογοτεχνικό στερέωμα όσο ζούσε, είναι ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα (ή από τις ηχηρότερες γκάφες) στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Διατρέχοντας τις δύο συλλογές της, το «ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΒΟΗΘΟΥΣ», και το «ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ», ακόμα κι ο πιο αδαής αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα λογοτεχνικό θαύμα, μια συγγραφέα που ανήκει στο Πάνθεον της Αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, μια σύγχρονη κλασσική που ίσως αδικήθηκε λόγω του αλκοολισμού της, του φύλου της, ίσως και της απουσίας δημοσίων σχέσεων. Ευτυχώς που προλάβαμε να την δούμε (έστω κι αργά), να ανακαλύπτεται.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2022 | Permalink
"Ανθρώπινο σκοτάδι"
Η μικροαστική κοινωνία, ο λαϊκισμός,ο φόβος για τον Ξένο, η καχυποψία για το διαφορετικό, αποτυπώνονται με ευκρίνεια και διαύγεια στο ωραίο μυθιστόρημα της Γαλλίδας συγγραφέα Lydie Salvayre (1948, Autenville), με τίτλο «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» («Tout homme est une nuit») – (εκδ. Utopia, μετάφρ. Γ. Στρίγκος, σελ.261), που εκδόθηκε πριν από ένα χρόνο, και πέρασε απαρατήρητο (όπως πολλά καλά βιβλία άλλωστε).


Η βραβευμένη Γαλλίδα συγγραφέας (βραβείο Γκονκούρ 2014 για το «ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ») στο μυθιστόρημά της, έχει ως ήρωα, τον νεαρό καθηγητή Γαλλικής φιλολογίας Ανάς, που έχοντας ενημερωθεί ότι πάσχει από καρκίνο, αποφασίζει να φύγει από το Παρίσι και να εγκατασταθεί σε ένα χωρίο της Προβηγκίας στον Γαλλικό νότο για να περάσει ήρεμα (όπως πιστεύει) τους μήνες ζωής που του απομένουν, στην ειδυλλιακή φύση, με περιπάτους στα βουνά και συνεχίζοντας τις θεραπείες του σε μια κοντινή πόλη. Ο Ανάς είναι ένας ήσυχος άνθρωπος από γονείς Ισπανούς εμιγκρέδες (όπως η συγγραφέας), που θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια και ηρεμία όσο καιρό του απομένει, γι’ αυτό άλλωστε εγκαταλείπει το σπίτι του, τη δουλειά του, τη σύντροφό του.
 
«Εδώ που τα λέμε, μεταξύ μας, καθόλου καλή εντύπωση δεν μου κάνει ο καινούργιος, είπε ο Ντεντέ
Γέμισέ μου το ρεζερβουάρ, ζήτησε ο Εμίλ απ’ τον Μαρσελέν.
Με βενζίνη ή με Ricard; Του απάντησε εκείνος μ’ ένα μειδίαμα (χιλιοειπωμένο αστείο, αλλά που το έκανε χαριτωμένο αυτή ακριβώς η επανάληψη).
Δεν τον λες διαχυτικό, συνέχισε ο Ντεντέ επιμένοντας.
Μας θεωρεί παρακατιανούς! φώναξε ξαφνικά ο Μαρσελέν πίσω απ’ τον πάγκο του μπαρ. Δεν είμαστε αρκετά σικάτοι για να μας απευθύνει τον λόγο ένας κύριος όπως η αφεντιά του! Θα του μάθουμε εμείς όμως τρόπους αυτού του άξεστου, που να πάρει ο διάολος!»
 
Στο χωριό όμως, με την πρώτη του εμφάνιση στο «καφενείο των Φιλάθλων», γίνεται δεκτός με καχυποψία. Το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του, η διακριτικότητά και η ευγένειά του και η απουσία κάθε διάθεσης για κοινωνικότητα, γίνονται αντικείμενα σχολιασμού από τους θαμώνες του καφενείου και τον ιδιοκτήτη του, που δουλειά δεν είχαν, βρήκαν κάτι να ασχολούνται. Κάθε κίνησή του στο χωριό παρεξηγείται, οι βόλτες στο δάσος, η ευγενική κουβέντα με την κοπέλα που δουλεύει στο τοπικό ξενοδοχείο (ξένη κι αυτή), ενώ το γεγονός ότι δεν βλέπουν να ασχολείται με κάτι, προκαλεί ακόμα περισσότερες υποψίες.
 
Οι θαμώνες του καφενείου, όλοι μεσήλικες με προσωπικά προβλήματα στις οικογένειές τους, με οικονομικά προβλήματα λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης στη χώρα, δαιμονοποιούν τον «ξένο», και διασπείρουν στην μικρή κοινότητα του χωριού κάθε είδους υπερβολή για να προκαλέσουν αμφιβολία και καχυποψία γι’ αυτόν – τον θεωρούν έμπορο ναρκωτικών, σεξουαλικά διεστραμμένο, άνεργο που ζει από τα επιδόματα που αυτοί πληρώνουν και άλλα πολλά. Ο Ανάς σύντομα αντιλαμβάνεται το κλίμα που έχει καλλιεργηθεί, νιώθει την εχθρότητα και την απόρριψη σε κάθε του βήμα, ενώ η προσφυγή του στον δήμαρχο του χωριού δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, καθώς όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, ο ιδιοκτήτης του καφενείου αποτελεί ισχυρό παράγοντα της κοινότητας που κανείς δεν θέλει να του πάει κόντρα. Το κλίμα γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο κι ο Ανάς αρχίζει να φοβάται για τη ζωή του, καθώς οι απειλές γίνονται όλο και πιο έντονες.
 
«Για να συντομεύσω αυτή την επιθανάτια αγωνία είχα έρθει να απομονωθώ σε τούτο το χωριό της Προβηγκίας, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι μας. Είχα θελήσει η ζωή μου, έστω και για λίγο, να ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή. Πίστευα σ’ αυτή την ανόητη φαντασίωση, ότι οι άνθρωποι δηλαδή μπορούμε να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας, να αναγεννηθούμε, όπως λέμε, με την προϋπόθεση να πάμε σ’ ένα μακρινό «αλλού» και να σκορπίσουμε στον άνεμο αυτόν που είχαμε υπάρξει ως τότε, αυτόν τον εαυτό που μάς είναι ανεπιθύμητος πια και που έχει γίνει πλέον ένας ξένος για μάς τους ίδιους, ένας ενοικιαστής της ύπαρξής μας.
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονταν ακριβώς όπως τα είχα φανταστεί εξ αποστάσεως. Κι είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως το όνειρό μου μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε παγίδα.»
 
Η συγγραφέας περιγράφει ένα τυπικό χωριό (που θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάθε ευρωπαϊκή γωνιά), όπου οι κάτοικοι ζουν σε ένα κόσμο ημιμάθειας και φόβου για το αύριο, φόβου για το «άγνωστο», αυτό που δεν κατανοούν. Με ανθρώπους συντηρητικούς που πανηγυρίζουν τη νίκη του Τραμπ στις Αμερικανικές εκλογές, που αποδίδουν όλα τα «κακά» του τόπου στους μετανάστες, στη κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων. Σε αυτή την «κοινοτοπία του Κακού», βλέπουμε ένα χωριό μαραζωμένο από την οικονομική κρίση, τις δουλειές που λιγοστεύουν, τους φόρους που αυξάνονται. Στο πρόσωπο του Ανάς βλέπουν όλα αυτά που φοβούνται, βλέπουν μια «εισβολή», έναν «εχθρό» που βρίσκεται μέσα στο σπίτι τους και «πρέπει να του δώσουν ένα μάθημα». Καθοδηγούμενοι από τον καφετζή του χωριού, ένα πρόσωπο που επιβάλλεται με τον όγκο και τον τσαμπουκά του, δεν σκέφτονται, μόνο κραυγάζουν. Κι αν στην αρχή, όλα αυτά μπορεί να φαίνονται λίγο γραφικά, μπορούν όμως να γίνουν πολύ επικίνδυνα.


Η Σαλβέρ ακολουθεί δύο παράλληλες αφηγηματικές μεθόδους. Περιγράφει με τριτοπρόσωπη αφήγηση, τις συζητήσεις στο καφενείο, και με πρωτοπρόσωπη αφήγηση τις ημερολογιακές καταγραφές του Ανάς, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις διαφορές αντίληψης και κατανόησης των γεγονότων από τις δυο πλευρές. Αναπτύσσει αργά, ουσιαστικά βήμα-βήμα, την ιστορία της, όπου σε κάθε κεφάλαιο αυξάνεται η ένταση της ιστορίας, ο λαϊκισμός επικρατεί, η ατμόσφαιρα γίνεται πιο σκοτεινή και ο αναγνώστης εισέρχεται εντός ενός κόσμου ζοφερού, ενός ιστού της αράχνης που σφίγγει τον ήρωα του βιβλίου.
 
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία κυριαρχούν στο δυνατό και καλό μυθιστόρημα της Σαλβέρ. Μπορεί, να μη διαβάζουμε κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο και συνταρακτικό, αλλά το ωραίο και απλό αφηγηματικό ύφος του βιβλίου, λειτουργούν αρμονικά με την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που διαθέτει αγωνία και στοιχεία θρίλερ. Το «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ», είναι ένα μυθιστόρημα που χρησιμεύει για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου του λαϊκισμού που επικρατεί σε όλο τον πλανήτη, για τον φόβο και την άγνοια που επιτρέπει να βγαίνουν στην επιφάνεια αντιδράσεις που θυμίζουν παλαιότερες εποχές. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο, που ωθεί σε βαθύτερες σκέψεις και ανησυχίες.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Τετάρτη, Αυγούστου 10, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 10, 2022 | Permalink
"Το χιόνι των Αγράφων"
Η περίοδος του Εμφυλίου προσφέρει άφθονο υλικό στη λογοτεχνία. Είναι τόσες πολλές οι μικρές ή μεγάλες ιστορίες που μπορεί να διαβάσει κάποιος, καθώς εκατοντάδες Έλληνες συγγραφείς (και δεν υπερβάλλω) έχουν ασχοληθεί γράφοντας διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα γύρω από την περίοδο αυτή. Έχουν γραφτεί εμβληματικά βιβλία (κάποια από αυτά αποτελούν «ορόσημα» στη λογοτεχνία της χώρας), έχουν γραφτεί (κι αυτά είναι τα περισσότερα) μετριότατα βιβλία που έχουν οδηγήσει σε έναν κορεσμό του αναγνωστικού κοινού σε ό,τι σχετίζεται με την θεματολογία της περιόδου.


Το πρώτο πράγμα που έρχεται σχεδόν αυθόρμητα στο μυαλό του αναγνώστη, βλέποντας «ΤΟ ΧΙΟΝΙ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ», το σπονδυλωτό μυθιστόρημα του καλού (και με συνεχή άλματα προόδου) συγγραφέα (και έμπειρου εκπαιδευτικού) Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη (1970, Πέλλα) – (εκδόσεις Κίχλη, σελ.156), είναι ότι πρόκειται για ακόμα ένα βιβλίο που εξιστορεί ένα περιστατικό του Εμφυλίου. Όντως, τυπικά έτσι είναι, αλλά αυτό αποτελεί μόνο ένα μέρος της αλήθειας και ίσως οδηγεί σε μια αναγνωστική παγίδα που ενδέχεται να παρεκτρέψει το νόημα του βιβλίου και να αποτρέψει κάποιον να δει τα πολλά επίπεδα του μυθιστορήματος. Γιατί, «Το χιόνι των Αγράφων», είναι ένα πολυεπίπεδο και βαθιά ανθρώπινο βιβλίο που χρησιμοποιεί μια λεπτομέρεια ενός μεγαλύτερου συνόλου, ένα τραγικό όσο και παράλογο γεγονός (αν και τι μεγαλύτερος παραλογισμός από έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο) για να θίξει και να ωθήσει σε προβληματισμό γύρω από την ανθρώπινη μοίρα.
 
Το γεγονός που έχει μείνει γνωστό στην ιστορία ως «πορεία των αόπλων της Ρούμελης», είναι η περιπέτεια της Ταξιαρχίας Αόπλων του «ΔΣΕ» («Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας»)», που υπό την καθοδήγηση του υποστράτηγου του ΔΣΕ Γιώργου Γούσια, πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1948, με σκοπό να μεταφέρει υποψήφιους μαχητές στον Γράμμο για να στελεχώσουν τις μονάδες του ΔΣΕ. Η επιστράτευση των αόπλων – ουσιαστικά νέων παιδιών, εφήβων και νέων, αγοριών και κοριτσιών από τα χωριά της Ρούμελης – πραγματοποιήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 1947. Η Ταξιαρχία σχηματίστηκε από περίπου 1300 άτομα, με ότι ρούχα και παπούτσια είχαν καταφέρει να πάρουν από τα σπίτια τους, καθώς τους μάζευαν πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα οι μαχητές του ΔΣΕ. Η κατάταξη ήταν υποχρεωτική (δεν μπορούσες να αρνηθείς) και υπήρχε ποσόστωση «εθελοντών» στις μεγάλες οικογένειες. Για λόγους που δεν έχουν εξηγηθεί ακόμα, αποφασίστηκε από τον Γούσια, να ακολουθηθεί η διαδρομή μέσω του Θεσσαλικού κάμπου, της λίμνης Κάρλα και των Πιερίων αντί της πιο ομαλής και «κανονικής» διαδρομής μέσω Πίνδου. Η πορεία της Ταξιαρχίας παρακολουθείτο από την αρχή της, από τις κυβερνητικές δυνάμεις που προσπαθούσε να τη διαλύσει, επιστρατεύοντας ακόμα και πολεμικό πλοίο, που χτυπούσε τους «μαχητές» από τις ακτές της Πιερίας. Ο συνδυασμός των κακών καιρικών συνθηκών, της πείνας, της έλλειψης όπλων και εκπαίδευσης, με την κυβερνητική επίθεση, συνετέλεσε ώστε στον τελικό προορισμό να φτάσουν λίγο περισσότεροι από 300 άοπλοι – τα τρία τέταρτα της αρχικής στρατιάς χάθηκαν στην πορεία (νεκροί, λιποτάκτες, αιχμάλωτοι).
 
«Ο Αρχηγός σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Αν μαζευτούνε εδώ χίλιοι, χίλιοι διακόσιοι επίστρατοι κι άλλοι τριακόσιοι ή, καλύτερα που του ‘ταξαν στον κάμπο, σύνολο χίλιοι τρακόσιοι ή, καλύτερα, χίλιοι πεντακόσιοι, ετοιμάζονται και ξεκινάνε αμέσως ž απ’ τα Άγραφα στον κάμπο των Φαρσάλων και απ’ τα Πιέρια Όρη στην Ελεύθερη Ελλάδα. Δέκα, δώδεκα άλματα, νυχτερινές πορείες δηλαδή, κάτω απ’ τη μύτη του εχθρού, πάνω σε βουνά, μέσα από λίμνες. Δύσκολο όσο να πεις, μα, αν γίνουν ένα σώμα, μια ψυχή, μπορούν να τα καταφέρουν. Αρκεί να υπακούνε στις διαταγές, να ‘χουν κλειστό το στόμα και ανοιχτά τα μάτια και τ’ αυτιά, γιατί απλώνουν τα πλοκάμια τους παντού οι πράκτορες του εχθρού, μη νομίζει ότι δεν έχει και εδώ, ανάμεσά τους, καμουφλαρισμένους.»
 
Το βιβλίο έχει τη μορφή του σπονδυλωτού μυθιστορήματος, χωρισμένο σε έξι κεφάλαια, με διαφορετικούς ήρωες, μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που αφηγούνται στιγμιότυπα της πορείας στο πουθενά. Παρακολουθούμε τις περιγραφές των πρωταγωνιστών των ιστοριών, στις περισσότερες, παιδιά ουσιαστικά στην εφηβεία τους ή λίγο αργότερα, νεότατοι, από χωριά, που πιστεύουν σε ένα σκοπό με ρομαντικό τρόπο (όχι όλοι βέβαια, καθώς ένας μεγάλος αριθμός επιστρατεύτηκε με το «έτσι, θέλω»), για να συναντήσουν την αδικία και τις κακουχίες από την πρώτη μέρα και να πεθάνουν ή να επιζήσουν τραυματισμένοι για όλη τους τη ζωή.
 
Σαν μέλη χορικού αρχαίας τραγωδίας, ξεπροβάλλουν οι συγκλονιστικές αφηγήσεις που πλάθει ο συγγραφέας, βυθίζοντας τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα ασφυκτική και αποπνικτική, γεμάτη αίμα, δάκρυα και αγανάκτηση. Ο δεκαεξάχρονος Κυριάκος που θα πέσει στη δυσμένεια του Γούσια, θα γνωρίσει ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων στρατευμένων στη διμοιρία και όλοι μαζί θα εκτελεστούν ως πιθανοί προδότες. Ο Χαραλάμπης με το αριστερό οικογενειακό background που θα γίνει ιερωμένος σε μοναστήρι αφού τη γλύτωσε σχετικά φτηνά με μόνο ένα κουτσό πόδι και ψάχνει στην αποξηραμένη πλέον Κάρλα για πράγματα που άφησε πίσω της η στρατιά. Ο Αποστόλης που είχε την ατυχία να είναι ανεψιός του αναθεωρητή της Αριστεράς, Πουλιόπουλου, και που αντιμετωπιζόταν περιφρονητικά «ως μη δυνάμενος να φέρει όπλο», έχει την ατυχία να ερωτευτεί την Θεανώ που είναι βοηθός και γραμματέας (και πολλά άλλα) του Γούσια σε μια ιστορία που σε τσακίζει ψυχολογικά. Τα δίδυμα αδέλφια, ο Σωτήρης και η Σωτηρία, στο συγκλονιστικό κεφάλαιο «Μοναχά Σωτήρης», που αγκαλιασμένοι οδεύουν προς τον θάνατο και ο μάγειρας της Ταξιαρχίας Αβραάμ Πολυχρονίδης, που προσπαθεί χωρίς προμήθειες να ταΐσει τόσα στόματα. Όλοι αυτοί αποτελούν μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που προβάλλουν ολοζώντανοι από την πένα του Χατζημωυσιάδη.


«Πρωί πρωί η κόρη χαιρέτησε τη μάνα της, άφησε πίσω τις φρέσκες κοπριές των αγελάδων, πήγε στην πλατεία, είπε τ’ όνομά της, τη γράψαν στα χαρτιά. Νοέμβρη μήνα χειμωνιάζει νωρίς στα Άγραφα, όλη νύχτα έβρεχε. Σαν σφαχτάρια κρέμονταν απ’ τον ουρανό τα μαύρα σύννεφα. Μαύρη και η καρδιά της Σωτηρίας. Απ’ την κοιλιά της μάνας τους μαζί με τον Σωτήρη – δίδυμα αδέλφια -, πρώτη φορά χωρίζανε. Σήκωσε το κεφάλι της. Λεπτές λεπτές σταγόνες έπεφτε η βροχή. Θυμήθηκε τα φρεσκογδαρμένα σφάγια του πατέρα της κρεμασμένα απ’ το τσιγκέλι στη στάνη. Λεπτές λεπτές σταγόνες έπεφτε το αίμα. Ένας κόμπος έσφιξε τον λαιμό της.»
 
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ο συγγραφέας ασχολείται με την περίπτωση του Κωνσταντινουπολίτη αξιωματικού του ΕΛΑΣ, Γιώργου Γεωργιάδη (1916-1949), που εκτελέστηκε στις Πρέσπες με 35 σφαίρες, έχοντας υποπέσει εδώ και χρόνια σε δυσμένεια, θεωρούμενος «προδότης» (κατηγορήθηκε ότι ανήκε στην πλευρά του Μάρκου), και θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αποτυχία στην κατάληψη της Έδεσσας. Ο Γεωργιάδης συνόδευε την στρατιά των αόπλων και η κόντρα του με τον Γούσια απέβη μοιραία. Ο συγγραφέας, περιγράφει τις τελευταίες του ώρες, πριν την ατιμωτική εκτέλεση.
 
Κεντρικό πρόσωπο του σπονδυλωτού μυθιστορήματος του Χατζημωυσιάδη, αποτελεί ο Γιώργος Γούσιας (ψευδώνυμο του Γιώργου Βοντίτσα) – (1915-1979), ενός μεσαίου στελέχους της Αριστεράς με αρχηγικές φιλοδοξίες που αποτελεί, ένα από τα αντιφατικότερα πρόσωπα του Εμφυλίου. Στο βιβλίο παρακολουθούμε τον Γούσια, που πήρε την ακατανόητη απόφαση για την κατεύθυνση της πορείας της στρατιάς των αόπλων, να τρώει και να πίνει ενώ οι μαχητές του πεινάνε, να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τις βοηθούς του, να βλέπει παντού εχθρούς, να ταλαιπωρεί τους πάντες με ένα σαδιστικό τρόπο. Η προσωπικότητα του Γούσια – από αυτές που λογοτεχνικά αποκαλούμε «ήρωες larger than life», περιγράφεται με σκοτεινά χρώματα και με γκροτέσκο ύφος, παρά την προσπάθεια αποστασιοποίησης (και αυτοσυγκράτησης) του συγγραφέα, αποτελώντας όμως τον αδύναμο κρίκο στα κατά τ’ άλλα αξιοθαύμαστα στοιχεία του βιβλίου, καθώς είτε θα μπορούσε να δοθεί περισσότερος χώρος στην ανάπτυξη της, είτε θα μπορούσε να μείνει εντελώς στο περιθώριο ως απλή αναφορά.
 
Ο Χατζημωυσιάδης με γλωσσικό ύφος που εντυπωσιάζει με τη δύναμη της αναπαράστασης και την απλότητά του, κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα. Ολοζώντανες περιγραφές με εικόνες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη, απόλυτος συναισθηματικός έλεγχος στην αφήγηση, ώστε να μη διολισθήσει προς το μελόδραμα, ρεαλισμός που εναλλάσσεται δημιουργικά με λυρισμό και χαρακτήρες που εντυπωσιάζουν με τη μεστότητά τους (και ίσως «αδικούνται» από τη μορφή του βιβλίου, καθώς ο καθένας τους θα μπορούσε να αποτελέσει τον ήρωα ενός μεγαλύτερου μυθιστορήματος).


«Δυο παγωμένα πτώματα σκεπασμένα απ’ το χιόνι κείτονται πίσω του, αγόρι κορίτσι. Τα πλησιάζει, σκύβει από πάνω τους, καθαρίζει το πρόσωπό τους. Είναι τόσο πολλοί οι επίστρατοι απ’ τα Άγραφα, τη Ρούμελη, τη Θεσσαλία, που να τους ξέρει όλους; Στα μάτια του όλοι οι άοπλοι παιδιά του είναι, τη σίτισή τους έχει αναλάβει. Ούτε δεκάξι χρονών αυτά τα δυο, έχουνε βάλει τη μια παλάμη για προσκέφαλο, σαν να κοιμούνται αντικρυστά, και αγκαλιάζονται με τ’ άλλο χέρι. Τα σώματά τους σε στάση εμβρυακή, όπως ήταν κι εκείνος μέσα στον φούρνο. Μόνο που ο ίδιος σώθηκε. Τόσοι και τόσοι άλλοι δεν είχαν τη δική του τύχη.»
 
Με πολλή έρευνα που φαίνεται στις λεπτομέρειες των ιστοριών του βιβλίου, ο συγγραφέας επιλέγει να σταθεί στο μυθιστόρημά του, από την πλευρά του ανώνυμου ανθρώπου που γίνεται έρμαιο των ιστορικών γεγονότων, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης και που το όνομά του δεν θα γραφτεί πουθενά, αυτόν τον πραγματικό ήρωα του (οποιουδήποτε) πολέμου, όπου τα φώτα πέφτουν εκτός από τους νικητές και στους περισσότερο παρανοϊκούς. Όλα εξάλλου φαίνονται τόσο παράλογα στο βιβλίο, μια πορεία ανηφορική με τις απώλειες να είναι αναπόφευκτες, που η πραγματικότητα αποδείχτηκε δυνατότερη από την κάθε ευφάνταστη περιγραφή.
 
Με σαφείς επιρροές από Βαλτινό, Αλεξάνδρου, Κοτζιά, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης με το βραβευμένο «ΧΙΟΝΙ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ», γράφει το καλύτερο (έως τώρα) μυθιστόρημά του, ένα βιβλίο έντασης και δυναμισμού, που θέτει σε κάθε σελίδα του ερωτήματα, ωθεί σε περαιτέρω έρευνα, προσφέρει τροφή για σκέψη, διδάσκει χωρίς να γίνεται διδακτικό, συγκινεί χωρίς μελοδραματισμούς, συγκλονίζει χωρίς εντυπωσιασμούς.

ΥΓ. Χρησιμότατη έρευνα-ντοκιμαντέρ για το θέμα, με μαρτυρίες επιζώντων της πορείας, μπορείτε να παρακολουθήσετε στο YouTube, εδώ.
 
Βαθμολογία 85 / 100




 
 
 
 
 
Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2022 | Permalink
Ρέκβιεμ για μια δημοκρατία

 

Στιβαρό και θαυμάσιο μυθιστόρημα, το (πολυβραβευμένο στη Γαλλία), «ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» («Requiem pour une Republique»), του Γάλλου συγγραφέα και δημοσιογράφου Thomas Cantaloube (1971, Παρίσι), που εκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά από τις εκδόσεις Πόλις (μετάφραση Δ.Δημακόπουλος, σελ.535), ξεχωρίζει (από τις πρώτες του σελίδες) από τον κατακλυσμό των πολιτικών ή μη νουάρ που κυκλοφορούν στην αγορά. Ο συνδυασμός μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ιστορίας και πραγματικών γεγονότων αποδεικνύεται ακαταμάχητος στο βιβλίο, που παρά τον όγκο του – και εδώ μπορεί να υπάρξουν ενστάσεις – κρατάει αμείωτη τη προσοχή του αναγνώστη.
 

Το μυθιστόρημα του Κανταλούμπ, διαδραματίζεται στο Παρίσι και διαρκεί μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο δύο χρόνων, από το φθινόπωρο του ’59 έως το φθινόπωρο του ’61, που είναι γνωστή ως από τις σκοτεινότερες της χώρας. Ο Ντε Γκωλ έχει εκλεγεί λίγο νωρίτερα Πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας, με συντριπτικό ποσοστό, έχοντας ως πρωταρχικό στόχο την επίλυση του Αλγερινού προβλήματος και την οικονομία (το νέο φράγκο βγήκε επί προεδρίας του). Στο θέμα της Αλγερίας, αναγκαστικά συγκρούστηκε με την λαϊκή δεξιά (που είχε πριν υποστηρίξει μετά μανίας, την εκλογή του), που την περίοδο που περιγράφει ο συγγραφέας είναι έξαλλοι, με την τροπή που παίρνουν τα πράγματα και οδηγούν στην ανεξαρτησία της Αφρικανικής χώρας.
 
Στο «Ρέκβιεμ για μια Δημοκρατία», η ιστορία ξετυλίγεται γύρω και μετά, από μια άγρια δολοφονία που γίνεται στο Παρίσι. Ένας αρκετά γνωστός Αλγερινός δικηγόρος που έχει σχέσεις με το FLN (το εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο της Αλγερίας) δολοφονείται στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Μαζί του θα βρεθούν νεκροί, ο μικρότερος αδελφός του που έχει βρεθεί στη πόλη, η Παριζιάνα μεγαλοαστή σύζυγός του και τα μικρά παιδιά τους. Η δολοφονία έχει παραγγελθεί από την Διεύθυνση και τις μυστικές υπηρεσίες της Αστυνομίας σε έναν πληρωμένο δολοφόνο, ακροδεξιό, και αποτυχημένο συγγραφέα ο οποίος την εκτελεί με πρωτοφανή βιαιότητα αλλά και ταχύτητα. Την ίδια στιγμή, οι επικεφαλής της Αστυνομίας, με επικεφαλής τον διαβόητο Παπόν (ένα από τα υπαρκτά πρόσωπα που παρελαύνουν στο βιβλίο) μέσω του υποδιευθυντή του, αναθέτει στον πρώην δωσίλογο Σείριο Βολκστρόμ να εκτελέσει τον δολοφόνο, μόλις βγει από το διαμέρισμα, εκείνος όμως κινείται με τέτοια ταχύτητα που ο Βολκστρόμ τον χάνει.
 
«…Ένας τύπος φαινόταν ξαπλωμένος στην καρέκλα του, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω.
Του έλειπε ένα κομμάτι από το κρανίο.
Αίματα και μυαλά είχαν πιτσιλίσει την κουζίνα γκαζιού.
Στο τραπέζι, ένα ανοιγμένο μπουκάλι κρασί και δύο γεμάτα ποτήρια.
Ο νεκρός δεν ήταν ο δικηγόρος. Ήταν κι αυτός βορειοαφρικανός, αλλά έδειχνε πιο νέος, όχι αρκετά καλοντυμένος.
Ο Βολκστρόμ σιχαινόταν τις σπαζοκεφαλιές. Εδώ, το πράγμα ξεκινούσε άσχημα.
Έσφιξε τη λαβή του πιστολιού του και διέσχισε την κουζίνα, προσπαθώντας να αποφύγει τα αίματα που είχαν τρέξει στα πόδια του πτώματος.
Προχώρησε σε έναν διάδρομο, προσέχοντας το παραμικρό τρίξιμο.
Είχε διανύσει μόλις μερικά μέτρα όταν κατάλαβε τι βρισκόταν στο πάτωμα, στην άλλη άκρη του διαδρόμου, μπροστά στην ορθάνοιχτη είσοδο του διαμερίσματος.
Μια γυναίκα κειτόταν μέσα σε μια λίμνη αίματος. Με την καρωτίδα τρυπημένα.
Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο μέτωπο του Σείριου.
Στα δεξιά του, διέκρινε ένα άδειο σαλόνι όπου η λάμπα ήταν σβηστή. Στα αριστερά του, ξεκινούσε ένας άλλος διάδρομος με φως στο τέρμα. Πήγε προς τα εκεί. Τρεις μισάνοιχτες πόρτες. Η πόρτα της τουαλέτας μπροστά του. Ένα σκοτεινό δωμάτιο στα αριστερά. Ένα άλλο, φωτισμένο, στα δεξιά. Έστριψε αργά το ογκώδες κορμί του για να ρίξει μια ματιά, κρατώντας το πιστόλι του προτεταμένο.
Άσχημο προαίσθημα.
Δικαιολογημένο.
Ο Βολκστρόμ ένιωσε να μαρμαρώνει.
Είχε δει κάμποσες κτηνωδίες στη ζωή του, αλλά αυτό εδώ…
Ένας άντρας, βορειοαφρικανός, σαραντάρης, ήταν πεσμένος φαρδύς πλατύς σε ένα παιδικό κρεβάτι. Είχε ακόμα το δεξί του χέρι τυλιγμένο γύρω από ένα κοριτσάκι που φορούσε νυχτικό. Το κόκκινο χρώμα της αιμοσφαιρίνης είχε ποτίσει το γαλάζιο σεντόνι.
Ένα μέτρο πιο πέρα, βρισκόταν άλλο ένα παιδικό κρεβάτι. Ένα αγόρι, ούτε δέκα ετών, κειτόταν σαν ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα, με το πάνω μέρος του σώματός του στο πάτωμα και τα πόδια του ακουμπισμένα στο στρώμα. Το μισό του κεφάλι είχε διαλυθεί και πιτσιλιές αίματος είχαν βάψει όλο το δωμάτιο.
Ένας δίσκος συνέχισε να γυρίζει σε ένα φορητό ηλεκτρόφωνο, με τη βελόνα να έχει φτάσει στο τέρμα.»
 
Ο Βολκστρόμ αναλαμβάνει εν κρυπτώ (και υπό την καθοδήγηση των μυστικών υπηρεσιών) να βρει τον δολοφόνο προτού η υπόθεση ξεφύγει τελείως. Στην καταδίωξη του δολοφόνου, από την πλευρά της Αστυνομίας, την υπόθεση αναλαμβάνει ένας νέος σχετικά στο σώμα, ο Λυκ Μπλανσάρ. Οι ανώτεροί του θεωρούν ότι θα είναι υποχείριό τους, αλλά εκείνος γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία αυτή έχει πολύ ζουμί και τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς του παρουσιάζονται. Τον δολοφόνο όμως αναζητά κι ένας ιδιόρρυθμος τύπος, που τώρα απασχολείται ως βαποράκι ναρκωτικών μεταξύ Μασσαλίας και Παρισιού, πρώην αντιστασιακός, ο Κορσικανός Αντουάν Καρεγκά, στον οποίο αναθέτει την επίλυση του εγκλήματος, ο πατέρας της συζύγου του δολοφονημένου δικηγόρου.
 
Αυτοί οι τρεις πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν ένα κουβάρι πληροφοριών, χώρια ο καθένας, και αργότερα όλοι μαζί, παρά τις προσωπικές τους διαφορές και ιδιοσυγκρασίες θα αναγκαστούν να συνεργαστούν, όχι μόνο για να βρουν τον δολοφόνο που τουλάχιστον στον Βολστρόμ είναι γνωστός από την αρχή, αλλά κυρίως ενάντια στο παρακράτος των μυστικών υπηρεσιών και της διαφθοράς της Αστυνομίας. Τους ενώνει το αίσθημα τιμής που κατέχουν, και η προσπάθεια για προσωπική επιβίωση, αφού όλοι γνωρίζουν με το πέρασμα του χρόνου, υπερβολικά πολλές και επικίνδυνες λεπτομέρειες.

Όλα αυτά, σε ένα Παρίσι που δονείται από τις διαδηλώσεις, σε ένα πολιτικό κλίμα ζοφερό και σε μια ατμόσφαιρα που δείχνει ότι κάτι πολύ άγριο μπορεί να ξεσπάσει από μέρα σε μέρα. Ο συγγραφέας εναλλάσσει την αφήγησή του, από τον ένα ήρωα της ιστορίας στον άλλο, περιγράφοντας όχι μόνο τις προσπάθειές τους αλλά και τα καθημερινά τους στιγμιότυπα με (πραγματικά) πρόσωπα της Γαλλικής κοινωνίας, κάποια από αυτά ελάχιστα γνωστά τότε, όπως ο Φρανσουά Μιτεράν, ανήσυχος νέος βουλευτής, ή ο Αλαίν Ντελόν νεότατος ηθοποιός που έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο, μέχρι τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, τον Ντε Γκωλ ή τον διαβόητο Παπόν.
 
Ο συγγραφέας, θέτει «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», με ένα πολιτικά τολμηρό βιβλίο που εισέρχεται βαθιά στους σκοτεινούς δαιδάλους της γαλλικής πολιτικής σκηνής των χρόνων εκείνων. Συνδέει τους δωσίλογους της Γερμανικής κατοχής που δεν τιμωρήθηκαν ποτέ, με την ατμόσφαιρα που θυμίζει προαναγγελία πραξικοπήματος στη χώρα. Περιγράφει τα επικίνδυνα παιχνίδια για την εξουσία, τις εγκληματικές ενέργειες των παρακρατικών (με την ανατίναξη του τρένου Στρασβούργο-Παρίσι), τα σχέδια για πυρηνικές δοκιμές στην Αλγερία, την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων στο Παρίσι (μια πραγματική σφαγή των Αλγερινών διαδηλωτών) τον Οκτώβριο του ’61. Τα γεγονότα αυτά (μαζί με άλλα μικρότερου βεληνεκούς, αλλά αρκετά σοβαρά) ενσωματώνονται στην αφήγηση με τρόπο ευρηματικό και δημιουργικό, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ασφυκτική.

Με εξαιρετική δομή, ο Κανταλούμπ ξετυλίγει (ίσως υπερβολικά αργά) την ιστορία του, επιμένοντας σε λεπτομέρειες, φωτίζοντας τα σκοτεινά σημεία της Ιστορίας. Από τη μια τηρεί με συνέπεια τους «κανόνες» του πολάρ (πολιτικού-αστυνομικού θρίλερ), ενώ την ίδια στιγμή τους υπερβαίνει, σε ένα βιβλίο που, ξεπερνάει τα όρια του genre που επίλεξε, καθώς μπαίνει σε περιοχές ιστορικού θρίλερ με έντονα τα στοιχεία του κοινωνικού σχολίου. Ακολουθώντας τα βασικά στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος ως γνήσιο «whydunit», έχει (συν τοις άλλοις) μια στέρεη και γεμάτη ανατροπές ιστορία, όπου η αναζήτηση των αιτιών της στυγερής δολοφονίας της οικογένειας του Αλγερινού δικηγόρου, παρουσιάζει πολλές προεκτάσεις φτάνοντας μέχρι τα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια.
 
Θυμίζοντας το «Αμερικάνικο Ταμπλόιντ» το έξοχο θρίλερ του James Ellroy, χωρίς όμως το «παροξυσμικό» και «αγχώδες» ύφος του σπουδαίου Αμερικανού, το «ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», που να σημειωθεί ότι αποτέλεσε το συγγραφικό ντεμπούτο του Κανταλούμπ(!), είναι ένα συναρπαστικό και χορταστικό βιβλίο, που μας γνωρίζει σκοτεινές πτυχές της πρόσφατης γαλλικής ιστορίας που, μαζί, με μια πολύ ενδιαφέρουσα και αγωνιώδη ιστορία, το καθιστά εκρηκτικό και ιδιαίτερα σαγηνευτικό αναγνωστικό συνδυασμό.
 
Βαθμολογία 84 / 100