Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2022 | Permalink
Το πιο "Μουρακαμικό" απ' όλα ("Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε")

 

 

«Όλοι μας ζούμε τις ζωές μας κουβαλώντας μυστικά που δεν μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε.»
 
Όνειρα, διακειμενικές αναφορές, πηγάδια, ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία, ένας άντρας δίχως πρόσωπο, μέρες γεμάτες βροχή, σεξ χωρίς ιδιαίτερο αίσθημα-απρόσωπο, τα μακαρόνια, ένας άντρας που τον εγκαταλείπει η σύζυγός του, τζαζ και κλασική μουσική, διάλογοι γεμάτοι αμφισημία, η εισβολή στη Μαντζουρία και οι σφαγές του Ιαπωνικού στρατού εκεί, το υπερφυσικό και το παράλογο να εισέρχονται στην αφήγηση. Τι συνιστούν όλα αυτά; Ένα κλασσικό βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι! Στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα, το χαοτικό πλαίσιο όπου τοποθετεί τις ιστορίες του ο Ιάπωνας συγγραφέας, θα ήταν ένας αχταρμάς. Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του «ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ», του πιο πρόσφατου βιβλίου του.


Η ιδανική αναγνωστική προσέγγιση στα μυθιστορήματα του Χαρούκι Μουρακάμι (1949, Κιότο), είναι να αφεθείς στη γοητεία της αφήγησής του. Έχοντας αρκετά χρόνια να διαβάσω κάποιο βιβλίο του, ομολογώ ότι το «ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ»Kishidancho goroshi»), το ογκώδες μυθιστόρημα του δημοφιλέστατου Ιάπωνα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση από τα Αγγλικά, Βασίλης Κιμούλης, σελ. Α’ τόμος 425, Β’ τόμος 438), με εξέπληξε πολύ ευχάριστα, καθώς δεν είναι μόνο ένα βιβλίο που (παρά το μέγεθος του), διαβάζεται ιδιαίτερα ευχάριστα, αλλά είναι και ένα πολύ ουσιαστικό και πληθωρικό βιβλίο που περικλείει εντός του, ολόκληρο το Μουρακαμικό λογοτεχνικό σύμπαν.
 
Στο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε», ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» του Φιτζέραλντ, συναντάει την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λ.Κάρολ (κάποιοι ξένοι κριτικοί βρήκαν μέσα και στοιχεία από «Το Μαγικό Βουνό» του Τ.Μαν, εγώ δεν πάω τόσο μακριά). Και αν βρίσκουμε πολλά στοιχεία από Φιτζέραλντ και στα (εξαιρετικά) παλαιότερα βιβλία του Μουρακάμι, εδώ έχουμε έναν απευθείας διάλογο με τον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα, και μια τεράστια επιρροή στην ιστορία που πλάθει ο Ιάπωνας συγγραφέας.
 
Σύνοψη της ιστορίας
 
Το πολυσέλιδο βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο φέρει τον υπότιτλο «Η ιδέα γίνεται ορατή», και το δεύτερο βιβλίο έχει ως υπότιτλο «Ρευστές μεταφορές». Ο (ανώνυμος) αφηγητής και ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας αρκετά επιτυχημένος και αναγνωρίσιμος 36άχρονος ζωγράφος πορτρέτων, που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν η επί έξι χρόνια σύζυγός του, η Γιούζου, τού αναγγέλλει ότι πρέπει να χωρίσουν, μετά από ένα πολύ ρεαλιστικό όνειρο που είδε και εκείνος δεν υπήρχε σε αυτό (πιο «Μουρακαμική» σκηνή πεθαίνεις). Βέβαια η αφορμή ήταν μια ερωτική ιστορία που είχε η γυναίκα του, την οποία ο ήρωας αγνοούσε, και η αφήγηση της ιστορίας ξεκινάει εννέα μήνες μετά από αυτή την ανακοίνωση, όταν το ζευγάρι είναι ξανά μαζί, κάνοντας μια νέα αρχή. Στο μυθιστόρημα περιγράφεται αυτή η περίοδος των εννέα μηνών (ως μια κυοφορία – κάτι καθόλου άσχετο ως προς την εμφανή αλληγορία του κειμένου), από την ημέρα της αναγγελίας του χωρισμού έως την επανασύνδεση του ζεύγους – περίοδος στην οποία ο ήρωας πραγματοποιεί ένα «ταξίδι», μια πορεία ωρίμανσης και συνειδητοποίησης.
 
Αρκετά ταλαντούχος ως ζωγράφος, ο ήρωας είχε επιλέξει τον «εύκολο δρόμο» προς την επαγγελματική καταξίωση, ασχολούμενος αποκλειστικά με πορτρέτα ανθρώπων (από φωτογραφίες – μια ιδιαιτερότητά του ως «πορτρετίστας»)– που παρά τις τεχνολογικές αλλαγές της κοινωνίας, διέθεταν σημαντικά ποσά για ένα ολόσωμο ή όχι πορτρέτο, που κοσμούσε κυρίως τα γραφεία τους. Με την τεράστια αλλαγή στην προσωπική του ζωή, ο ήρωας αποφασίζει να μη ζωγραφίσει ξανά πορτρέτο. Παίρνει το αυτοκίνητό του και περιπλανιέται, ακολουθώντας επαρχιακούς δρόμους, μένοντας σε φτηνά ξενοδοχεία, μακριά από όλους. Είναι θλιμμένος, και τελείως αποπροσανατολισμένος. Θα συναντήσει μια κοπέλα σε ένα diner, και θα παρατηρήσει έναν μυστηριώδη τύπο που μοιάζει να τον παρακολουθεί.
 
Η «σωτηρία» θα έρθει, από έναν παλιό του συμφοιτητή και φίλο. Του προσφέρει το σπίτι όπου ζούσε ο πατέρας του, ο διάσημος ζωγράφος Αμάντα, ο οποίος είναι πλέον σε γηροκομείο πάσχοντας από αλτζχάιμερ. Το σπίτι είναι ορεινό και σχετικά απομονωμένο κοντά σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Ο ήρωας δέχεται αμέσως. Το σπίτι είναι εξαιρετικό, μια αγροικία Δυτικού ύφους με όλες τις ανέσεις και μόλις εγκαθίσταται ξαναρχίζει να ζωγραφίζει, ενώ μετά από λίγο διάστημα ξεκινάει να διδάσκει στο πολιτιστικό κέντρο της κοντινής πόλης. Εκεί γνωρίζεται με μια παντρεμένη γυναίκα – μαθήτριά του, με την οποία θα έχει μια σεξουαλική σχέση.
 

Τι παρατηρεί αμέσως ο ήρωας, όταν προσαρμόζεται στο σπίτι; Την παντελή απουσία κάποιου πίνακα! Ο γιος τού Αμάντα, δεν γνωρίζει γιατί, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ίδιος ο πατέρας του υπήρξε ένα μυστήριο γι’ αυτόν. Ο Αμάντα σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη της Αυστρίας από το 1936 έως το 1939, οπότε οι Ναζί τον εξεδίωξαν από εκεί – αλλά γιατί τον απέλασαν ενώ ήταν σύμμαχοι με τους Ιάπωνες; Γυρίζοντας στην πατρίδα του ο Αμάντα, και μετά από σιωπή κατά τη διάρκεια του πολέμου, αρχίζει να ζωγραφίζει με Ιαπωνική τεχνοτροπία, παρότι διδάχθηκε (και θαύμαζε μέχρι τότε), την Δυτική ζωγραφική! Χωρίς να εξηγήσει ποτέ γιατί, οι εξαιρετικοί του πίνακες δεν είχαν τίποτα δυτικότροπο και έγινε διάσημος για την τεχνική του.
Ο ήρωας όμως ακούγοντας ένα βράδυ θόρυβο φτερουγίσματος μέσα στο σπίτι, βρίσκει μια σοφίτα με κρυφή είσοδο, όπου εκεί, εκτός από μια κερασφόρο κουκουβάγια που (όπως φαίνεται) μπαινόβγαινε από ένα μισάνοιχτο φεγγίτη, ανακαλύπτει έναν τυλιγμένο σε χαρτί, πίνακα που τον εντυπωσιάζει αμέσως και στη συσκευασία γράφει «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε».
Ο πίνακας αναπαριστά με ζωηρά χρώματα μια σκηνή βίας που σου κόβει την ανάσα. Ο Αμάντα όμως (απ’ότι γνώριζε ο ήρωας) δεν αναπαριστούσε ποτέ σκηνές βίας. Ο πίνακας φτιαγμένος με ιαπωνική τεχνική αναπαριστούσε μια σκηνή δολοφονίας με ποτάμια αίματος να κυλάνε. Δύο άντρες πολεμούσαν με αρχαία ξίφη. Ο νεότερος βυθίζει το σπαθί του στο στήθος του ηλικιωμένου. Το αίμα κατέκλυζε τα λευκά ρούχα του δολοφονημένου ενώ τα ορθάνοιχτα μάτια του ατένιζαν το κενό. Παραδίπλα κάποιες φιγούρες παρακολουθούσαν τη σκηνή. Μια νεαρή γυναίκα ξαφνιασμένη, ένας άλλος νεαρός άντρας ντυμένος σαν υπηρέτης είχε σηκώσει το χέρι του ενώ στο κάτω άκρο ένα κεφάλι εξείχε από μια καταπακτή που έμοιαζε με αυτήν που έβγαζε στη σοφίτα του σπιτιού, παρότι η σκηνή της δολοφονίας γινόταν σε εξωτερικό χώρο. Σύντομα ο ήρωας, που λατρεύει την όπερα, εξακριβώνει την προέλευση της σκηνής. Είναι από την εναρκτήρια σκηνή, της όπερας «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, όπου δολοφονείται ένας αξιωματούχος που στο ιταλικό λιμπρέτο αποκαλείται «Κομεντατόρε» από τον νεαρό Δον Ζουάν (ή Ντον Τζιοβάνι) και την σκηνή παρακολουθούν η κόρη του Κομεντατόρε Ντόνα Άννα και ο υπηρέτης του Ντον Τζιοβάνι, ο Λεπορέλο που στον πίνακα κρατάει την περίφημη «λίστα» με τις γυναίκες που είχε κατακτήσει ο αφέντης του. Τι γυρεύει όμως στον πίνακα ο τύπος που παρατηρεί από την καταπακτή; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτή η σκηνή από την Δυτική τέχνη σε ένα πίνακα Ιαπωνικής τεχνοτροπίας. Ακόμα περισσότερο όμως, γιατί αυτός ο πίνακας παρέμενε σε κρυφό σημείο στο σπίτι; Ο αφηγητής τον φέρνει στο σαλόνι, όπου τον παρατηρεί για ώρες μαγεμένος από την δύναμή και την ομορφιά του, και αποφασίζει να μην ενημερώσει κανέναν γι’ αυτόν.
 
«Ήταν κάνα δυο μήνες αφότου μετακόμισα εδώ που ανακάλυψα τον πίνακα του Τομόχικο Αμάντα με τον τίτλο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε». Δεν μπορούσα να το γνωρίζω τότε, αλλά αυτή η ζωγραφιά θα άλλαζε τον κόσμο μου για πάντα.»
 
Ακόμα υπό την επίδραση της δύναμης του ανακαλυφθέντος πίνακα, ο ήρωας δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον ατζέντη του, ο οποίος του λέει ότι υπάρχει μια «πρόταση που αποκλείεται να αρνηθεί». Να ζωγραφίσει το πορτρέτο ενός ανθρώπου για ένα τεράστιο οικονομικό ποσόν, με μοναδική προϋπόθεση, ο πελάτης να ποζάρει. Εκείνος αρνείται καταρχάς αλλά είναι τόσα τα χρήματα που θεωρεί ότι θα τον βοηθήσουν να περάσει τον χειμώνα, οπότε δέχεται, όταν ενημερώνεται (προς κατάπληξή του) ότι ο ενδιαφερόμενος μένει πολύ κοντά του. Σύντομα θα δεχτεί την επίσκεψη του προσεχούς πελάτη του. Θα φθάσει στο σπίτι του με μια Jaguar, ένας καλοντυμένος και σπορτίφ μεσήλικας, που εκείνο που αμέσως ξεχωρίζει πάνω του, είναι τα κατάλευκα μαλλιά του. Το όνομά του, Μενσίκι, που σημαίνει «χωρίς χρώμα» και διαμένει σε ένα σπίτι πάνω στον λόφο, όπου από το μπαλκόνι του μπορεί να δει ότι συμβαίνει στο σπίτι του Αμάντα, που φιλοξενείται ο ήρωάς μας, αφού έχει εγκαταστήσει ένα ισχυρότατο τηλεσκόπιο εκεί. Αυτό ο ήρωας θα το μάθει αργότερα, όπως προχωράει η γνωριμία του με τον Μενσίκι και καθώς έχει ήδη αρχίσει να σχεδιάζει το πορτρέτο του. Η περιέργεια για τον πελάτη του και το ψάξιμο στο διαδίκτυο δεν τον βοηθάει καθόλου, δεν υπάρχει ίχνος πληροφορίας γι’ αυτόν ενώ και η ενημέρωσή του (από τον ίδιο) ότι ασχολείται με το χρηματιστήριο και από εκεί προέρχεται η οικονομική του άνεση μάλλον μπερδεύει τα πράγματα. Λίγα στοιχεία όμως θα βρει η παντρεμένη ερωμένη του ήρωα, όταν εκείνος της μιλάει για τον μυστηριώδη πελάτη. Θα τον ενημερώσει ότι αγόρασε το πολυτελέστατο και τεράστιο (κυρίως για έναν άνθρωπο) σπίτι που μένει, σχεδόν εκβιάζοντας τους προηγούμενους ιδιοκτήτες και ότι έχει περάσει ένα διάστημα στη φυλακή. Όταν όμως σε κάποιες εβδομάδες, θα επισκεφτεί το σπίτι του Μενσίκι, ο ήρωας θα ενημερωθεί για τον πραγματικό λόγο της διαμονής του πελάτη του στην περιοχή. Είναι οι ενοχές και η έγνοια για ένα κορίτσι που διαμένει σε ένα σπίτι στην άλλη άκρη του λόφου και θεωρεί ότι είναι η κόρη του, από μια σχέση με μια γυναίκα που πέθανε ξαφνικά λίγα χρόνια πριν. Εκείνη έκανε έρωτα μαζί του και εξαφανίστηκε, μετά από λίγο καιρό έμαθε ότι παντρεύτηκε έναν ηλικιωμένο και αμέσως γέννησε ένα κοριτσάκι. Μετά τον θάνατό της, η έφηβη πλέον κόρη της, έμεινε με τον πατέρα και την θεία της, στον μακρινό αυτό προορισμό, και τώρα ο Μενσίκι, την παρακολουθεί με το τηλεσκόπιό του, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει μαζί της και αν είναι πραγματικά κόρη του, ενώ (καθόλου τυχαία) η μικρή είναι μαθήτρια στα μαθήματα ζωγραφικής του ήρωα στο πολιτιστικό κέντρο.
 
Ένα βράδυ, ο ήρωας ακούει ένα καμπανάκι να χτυπάει έξω από το σπίτι του. Ο ήχος συνεχίζεται για μια ώρα και σταματάει απότομα. Αυτό συμβαίνει κάθε βράδυ, οπότε αποφασίζει να βγει από το σπίτι, να βρει από πού ακούγεται αυτός ο θόρυβος τη συγκεκριμένη ώρα στη μέση της νύχτας. Ακολουθώντας τον ήχο, φτάνει σε ένα ξέφωτο πολύ κοντά στο σπίτι του, όπου βρίσκει απομεινάρια ενός αρχαίου ναού. Το καμπανάκι ακούγεται κάτω από τη γη. Θα ενημερώσει τον Μενσίκι κι εκείνος, ως πιο πρακτικός άνθρωπος (και βέβαια με μεγάλη οικονομική άνεση) θα προσλάβει εκσκαφείς για να σκάψουν και να ανακαλύψουν τι συμβαίνει κάτω από τη γη. Ο ήχος ακούγεται από ένα ετοιμόρροπο τύμβο, οπότε η διαδικασία παίρνει αρκετές ώρες. Στο τέλος, εκείνο που αποκαλύπτεται, είναι μια μεγάλη τρύπα, «κάτι σαν πηγάδι», ουσιαστικά ένας πέτρινος θάλαμος όπου στον πάτο του, υπάρχει ένα αρχαίο κουδουνάκι. Ποιος το χτυπούσε όμως κάθε βράδυ; Ο ήρωάς μας τοποθετεί το κουδουνάκι στο στούντιο που ζωγραφίζει. Και αυτή είναι μονάχα η αρχή…
 
«Οι ζωές μας πράγματι φαντάζουν αλλόκοτες και μυστηριώδεις όταν τις εξετάζουμε εκ των υστέρων. Γεμάτες απίστευτα τρελές συμπτώσεις και απρόβλεπτες καμπές και αλλαγές πορείας. Τη στιγμή που ξεδιπλώνονται είναι δύσκολο να διακρίνεις οτιδήποτε παράξενο, όσο κι αν προσπαθείς να μη σου ξεφύγει τίποτα. Μες στη καθημερινή ρουτίνα αυτά τα πράγματα μοιάζουν απόλυτα συνηθισμένα, απόλυτα αναμενόμενα. Μπορεί να μην έχουν καμία λογική, αλλά χρειάζεται να περάσει κάποιος χρόνος μέχρι να είσαι σε θέση να αποφανθείς τι είναι λογικό και τι όχι.»


Μια προσέγγιση του κειμένου
 
Οι διακειμενικές αναφορές είναι εμφανείς από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Κι αν η αρχή του, παραπέμπει σε άλλα μυθιστορήματα του ίδιου, το πάρτι ξεκινάει λίγο αργότερα!
Γίνεται σαφές από την εμφάνιση του μυστηριώδους και αινιγματικού Μενσίκι (του αφανούς ήρωα του μυθιστορήματος), ότι η αναφορά στον «Μεγάλο Γκάτσμπυ», είναι σαφής και δεν επιδέχεται παρερμηνειών. Ο ήρωας είναι ο Κάραγουέι και ο Μενσίκι είναι ο Τζέι Γκάτσμπυ. Ο Μενσίκι αγοράζει το σπίτι στην άλλη πλευρά του λόφου (όπως ο Γκάτσμπυ στην άλλη πλευρά της λίμνης) για να είναι κοντά στην κόρη του, όπως κι ο ήρωας του Φιτζέραλντ, κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς κάνει στη ζωή του, πως πλούτισε, αν είναι ένας γοητευτικός παράνομος ή απλά ένας εκκεντρικός πλούσιος. Δεν είναι όμως μόνο ο Φιτζέραλντ, μήπως υπάρχει κι ο Φώκνερ και ο Αμερικανικός μεσοπόλεμος μέσα στην ιστορία; Η κοιλάδα και τα δάση που υπάρχουν ανάμεσα στα σπίτια, ελαφρώς απόκοσμα και εκτός της πόλης, μήπως είναι η επινοημένη επαρχία Γιοκναπατάουφα του μεγάλου Αμερικανού δημιουργού;
Στο μυθιστόρημα όμως δεσπόζει και η επιρροή των ιστοριών του Ueda Akinari (που οι ιστορίες του υπό τον τίτλο «Ουγκέτσου Μονογκατάρι – Ιστορίες της σελήνηςκαι της βροχής», εκδόθηκαν (κατά σύμπτωση), μέσα στο καλοκαίρι από τις εκδόσεις Άγρα). Το λογοτεχνικό σύμπαν του Ιάπωνα δημιουργού του 18ου αιώνα, κατακλύζεται από έναν κόσμο πνευμάτων, τα οποία πηγαινοέρχονται (διεισδύουν) για διάφορους λόγους στον κόσμο, διαδραματίζοντας ουσιαστικό ρόλο στην πλοκή. Αυτό συμβαίνει και στην εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται ο Μουρακάμι στο βιβλίο του.
 
Η δομή του βιβλίου είναι εντυπωσιακή. Ο Μουρακάμι οικοδομεί με ηρεμία την ιστορία του, δίνοντάς της διαρκώς προεκτάσεις. Την ρεαλιστική απεικόνιση της σχέσης του ήρωα με την σύζυγό του, τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις και την φυγή του, που προδιαθέτουν για ένα υπαρξιακό δράμα, διαδέχονται οι συναντήσεις με τους περίεργους επισκέπτες του απόκοσμου τόπου που τον φιλοξενεί, και η συνειδητοποίηση της ύπαρξής του και του τι πραγματικά επιζητεί μέσα από τα γεγονότα που ακολουθούν. Το παράλογο και το Φανταστικό εισέρχεται μέσα στην αφήγηση και όπου η ρευστότητα της κατάστασης είναι πλέον έντονη με αυτό που φαίνεται ψεύτικο να γίνεται αληθινό, ο αναγνώστης βρίσκεται προ του διλήμματος να αποδεχθεί ή όχι, ότι οι ζωές μας όσο «προγραμματισμένες» κι αν είναι, ενδέχεται να βρεθούν προ μιας άλλης συνθήκης που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Ο κόσμος στο σύμπαν του συγγραφέα, είναι περίπλοκος και απρόσμενος, γεμάτος εκπλήξεις και ανατροπές, όπου η λύση δίνεται από το ανεξήγητο.
 
« «Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στην ιστορία που είναι καλύτερα να παραμένουν στο σκοτάδι. Η ακριβής γνώση δε βελτιώνει τις ζωές των ανθρώπων. Το αντικειμενικό δεν υπερέχει υποχρεωτικά του υποκειμενικού, ξέρετε. Η πραγματικότητα δεν καταργεί αναγκαστικά τη φαντασία.»
 
Οι χαρακτήρες στα βιβλία του Μουρακάμι, έρχεται κάποια στιγμή που επανεξετάζουν τη ζωή τους. Στο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε», έργο ωριμότητας, αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο. Ο ήρωας στο κατώφλι της μέσης ηλικίας – ούτε πολύ νέος, αλλά ούτε και μεγάλος -, έρχεται η ώρα να βρει τον εαυτό του αποδεχόμενος τις ελλείψεις του και τις εμμονές του. Μέσα από την Τέχνη, θα βρει τον δρόμο του, θα προσπαθήσει να ανατρέψει τις «ευκολίες» και ότι θεωρούσε δεδομένο.
Θα το καταφέρει;
Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί στο τέλος του βιβλίου και παρότι, ενημερωνόμαστε από νωρίς, ότι έχει επανασυνδεθεί με την Γιούζου μετά από εννέα μήνες χωρισμού και ψυχολογικής περιπλάνησης, είναι τελικά αυτό που ζητάει ή απλά γυρίζει σοφότερος και πιο «ανοιχτός»; Τουλάχιστον έχει κατανοήσει, ότι το πιο παράλογο πράγμα στη ζωή, είναι η ίδια η ζωή…
 
Η μουσική πλημμυρίζει τους δύο τόμους. Από τους Beach Boys και τον Σπρίνγκστιν έως τον Μότσαρτ, από τους Modern Jazz Quartet έως τον Μπετόβεν, από τον Ντύλαν στον Στράους, οι εβδομάδες της περιπλάνησης και οι σκηνές στο σπίτι του Αμάντα, είναι γεμάτες από τις μουσικές που ακούει ο ήρωας (υπάρχει η σχετική λίστα στο Spotify), καθώς τα μυστικά και οι αποκαλύψεις ξετυλίγονται η μία μετά την άλλη, και οι ανατροπές στη πλοκή πληθαίνουν με το απόκοσμο και το υπερφυσικό να εισέρχονται όλο και εντονότερα στην πορεία της ιστορίας. Το βιβλίο είναι σίγουρα υπερφορτωμένο, πολλές φορές γίνεται φλύαρο, αλλά είναι τόσο σαγηνευτική η αφήγηση που σε παρασύρει.
 
Συμπέρασμα
 
Δυστυχώς η μετάφραση έγινε από τα Αγγλικά – με διάφορα περίεργα να συμβαίνουν, όπως η επιλογή (του μεταφραστή ή του επιμελητή;) να κλίνεται το Τόκιο («του Τόκιου»; αληθινά πρωτότυπο!) αλλά η απόλαυση του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος είναι δεδομένη για όποιον καταφέρει να εισέλθει στο σύμπαν του δημιουργού. Το «ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ», είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Μουρακάμι, που επανέρχεται σε φόρμα μετά το χαοτικό και αδιέξοδο «1Q84» ή το αδιάφορο «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι…». Ο «..Κομεντατόρε», ίσως το «πιο Μουρακαμικό» από τα βιβλία του Ιάπωνα συγγραφέα, είναι ένα βιβλίο που βρίθει μεταφορών και συμβολισμών, αλληγοριών και αμφισημιών, ισορροπεί με θαυμαστό τρόπο μεταξύ στοιχείων της Ιαπωνικής παράδοσης και του μοντέρνου τρόπου ζωής, μεταξύ παραμυθιού και ρεαλισμού, λογοτεχνικών επιρροών και σεβασμού στις καλές τέχνες. Είναι ανοικονόμητο και ιδιαίτερα πληθωρικό, αλλά τόσο ωραίο!
 
Βαθμολογία 87 / 100


 
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2022 | Permalink
Fernanda Melchor, "Η εποχή των τυφώνων"
Συνδυάζοντας μαγικό ρεαλισμό με νατουραλισμό και σκληρή βία, η Μεξικάνα συγγραφέας Fernanda Melchor (1982, Veracruz), συστήνεται στο ελληνικό κοινό, με το εντυπωσιακό μυθιστόρημά της «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ» («Temporada de Huracanes») – (Εκδόσεις Δώμα, (ωραία) μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, σελ. 245). Μόλις το δεύτερο μυθιστόρημα της Μελτσόρ και η συγγραφέας, επιτυγχάνει να βυθίσει τον αναγνώστη της σε ένα ζοφερό σύμπαν, με ένα κοκτέιλ ναρκωτικών και παράνοιας, σεξ και απανθρωπιάς, ακραίας φτώχειας και άκρατης πορνείας, εγκλήματος και συνεχούς ασφυξίας.
 

Οι σύγχρονοι Μεξικανοί συγγραφείς φέρουν το βάρος της κληρονομιάς του
Juan Rulfo, ο οποίος με το «Πέδρο Πάραμο», εκτίναξε καταρχάς την λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής (και όχι μόνο) σε άλλα επίπεδα, εισάγοντας τον «μαγικό ρεαλισμό» στην παγκόσμια σφαίρα. Τα τελευταία όμως χρόνια, η διαρκής βία και οι άγριοι φόνοι γυναικών στα σύνορα με τις ΗΠΑ και αλλού, έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητας της χώρας, που η λογοτεχνία της «υποχρεώνεται» να ασχοληθεί και με αυτό – άσχετα αν ο Roberto Bollano, ένας Χιλιανός (που όμως έχει ζήσει μεγάλο μέρος της νιότης του στο Μεξικό) απεικόνισε με χαρακτηριστικό ύφος στο σπουδαίο «2666», τοποθετώντας τον πήχη της σύγκρισης πολύ ψηλά.
 
Στην «ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ», η αφορμή για να ξετυλιχθεί η ιστορία, είναι ο φόνος της Μάγισσας. Βρισκόμαστε στην επινοημένη πόλη της Ματόσα και μια παρέα μικρών παιδιών βρίσκει το πτώμα της σε ένα αρδευτικό κανάλι, είναι διαμελισμένη! Το ερώτημα «ποιος το έκανε» δεν θα απασχολήσει πολύ τους αναγνώστες (που ενδεχομένως περίμεναν ένα συνηθισμένο «whodunit»), καθώς οι δράστες γίνονται γρήγορα γνωστοί όπως και ο λόγος του εγκλήματος. Η Μάγισσα θεωρείτο από την κοινότητα ότι έκρυβε στο σπίτι της και συγκεκριμένα σε ένα δωμάτιο που δεν άφηνε κανέναν να μπει μέσα, μια τεράστια περιουσία.
 
«Μα όταν ο αρχηγός έδειξε προς την ακροποταμιά, όλοι, κι οι πέντε μαζί, γονατιστοί στο ξερό χορτάρι, κι οι πέντε μαζί σαν ένα σώμα, κι οι πέντε περιτριγυρισμένοι από ένα σμάρι χρυσοπράσινες μύγες, διέκριναν επιτέλους τι είχε ξεβράσει το νερό στον κίτρινο αφρό του: το σάπιο πρόσωπο ενός πτώματος, ανάμεσα στα ζαχαροκάλαμα και στις πλαστικές σακούλες που είχε σκορπίσει ο άνεμος απ’ το δρόμο, μια σκοτεινή μάσκα που εξείχε ανάμεσα σε μυριάδες μαύρα φίδια, και χαμογελούσε.»
 
Η ιστορία συνεχίζεται με την αφήγηση να εναλλάσσεται μεταξύ αφηγηματικών φωνών των κατοίκων της περιοχής, εκείνων που είχαν δει κάτι, που ήξεραν λίγα και φανταζόντουσαν περισσότερα, εκείνων που ήξεραν σχεδόν τα πάντα. Μετά από τον φονικό τυφώνα του 1978 που είχε ισοπεδώσει την μικρή πόλη, ένας δεύτερος τυφώνας φτιαγμένος από ανθρώπινα συναισθήματα που περιμένουν να ξεσπάσουν κάπου την απελπισία και τη μιζέρια τους, τις καταπιεσμένες τους ορμές και τη φονική τους διάθεση, εκδηλώνεται με τον φόνο της Μάγισσας, μιας τραβεστί, που κληρονόμησε τα «χαρίσματα» της παλιάς Μάγισσας της μητέρας της, ζώντας σε ένα σπίτι-κάστρο, δεχόμενη την πελατεία της και κάνοντας κάθε είδους «εξυπηρετήσεις», από χαρτορίχτρα έως γιατρός, ενώ τα βράδια οργανώνει όργια με τους νεαρούς του χωριού, που μπαινοβγαίνουν σπίτι της όποτε γουστάρουν.
 
Η Μελτσόρ ακολουθεί την κινηματογραφική τεχνική, έχοντας μια αόρατη κάμερα, όπου οι εναλλασσόμενοι αφηγητές με ρυθμό πολυβόλου (ή τυφώνα) περιγράφουν τις ζωές τους και πως συνδέονται με τον φόνο της Μάγισσας, μην αφήνοντας τον αναγνώστη να πάρει ανάσα, καθώς δεν υπάρχουν παράγραφοι και οι τελείες σπανίζουν. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, ακολουθεί διαφορετική αφηγηματική φωνή που περιγράφει τα ίδια σχεδόν πράγματα από άλλη οπτική γωνία, ενώ εισάγονται όλο και πιο νέα στοιχεία στην ιστορία, σαν να ανοίγει μια μπάμπουσκα, με πολλές άλλες εντός της.
 
Ενώ ο φόνος της Μάγισσας, παραμένει στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, παρακολουθούμε ιστορίες φόνων, πορνείας, εκμετάλλευσης, βιασμών, μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, τράφικινγκ, εμπορίας ναρκωτικών, ομοφοβίας και ότι άλλο μπορεί να υπάρξει. Όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα ακραίας φτώχειας, αθλιότητας των συνθηκών, όπου δεν διακρίνεται από πουθενά η ελπίδα (σε μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου, μέσα στο αστυνομικό τμήμα καθώς ανακρίνονται οι ένοχοι του φόνου, οι αστυνομικοί ενδιαφέρονται για το εάν βρήκαν χρυσό ή χρήματα στο δωμάτιο, και που είναι αυτά, παρά για το εάν και πως σκότωσαν οι δράστες).
 
«Λένε ότι γι’ αυτό οι γυναίκες κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα, ειδικά στη Λα Ματόσα. Λένε ότι τα απογεύματα μαζεύονται στις βεράντες των σπιτιών τους για να καπνίσουν άφιλτρα τσιγάρα, κουνάνε τα μικρότερα παιδιά στην αγκαλιά τους φυσώντας τον αψύ καπνό στις τρυφερές κορφές των κεφαλιών τους για να διώχνουν τα κουνούπια, και απολαμβάνουν τη λίγη δροσιά που ανεβαίνει απ’ το ποτάμι, όταν επιτέλους η πόλη ησυχάζει και μόνο από μακριά φτάνει ο απόηχος της μουσικής από τα μπουρδέλα του αυτοκινητόδρομου και ο βρυχηθμός των φορτηγών που κατευθύνονται στην περιοχή με τις πετρελαιοπηγές, και τα υπόκωφα γρυλίσματα των σκύλων που καλούν ο ένας τον άλλο σαν λύκοι απ’ τη μια άκρη της πεδιάδας στην άλλη ž την ώρα που οι γυναίκες κάθονται  να πουν ιστορίες με το μάτι στον ουρανό, αναζητώντας εκείνο το παράξενο λευκό πουλί που, κουρνιασμένο στα ψηλότερα δέντρα, παρακολουθεί τα πάντα μ’ ένα βλέμμα σαν να θέλει κάτι να τους πει. Ότι δεν πρέπει να μπουν στο σπίτι της μάγισσας, με τίποτα ž ότι πρέπει να το αποφεύγουν και ούτε απ’ έξω να μην περνάνε, ότι δεν πρέπει να ζυγώσουν στις τρύπες που τώρα χάσκουν στους τοίχους του. Και να πουν και στα παιδιά τους ότι δεν πρέπει να μπουν να ψάξουν το θησαυρό, και πάνω απ’ όλα να μην πάνε με τους φίλους τους να τριγυρίσουν στα έρημα δωμάτια και ν’ ανέβουν στον πάνω όροφο να δουν ποιος θα’ναι ο τολμηρός που θα μπει στο δωμάτιο στο βάθος ν’ αγγίξει το σημάδι που έχει αφήσει το πτώμα της μάγισσας πάνω στο βρώμικο στρώμα. Να πούνε στα παιδιά τους πως άλλοι έφυγαν τρέχοντας αλλόφρονες από εκείνο το μέρος, κάτωχροι απ’ την αποφορά και την κλεισούρα, πανικόβλητοι απ’ την οπτασία του ίσκιου που ξεκολλάει απ’ τους τοίχους και τους παίρνει στο κυνήγι. Να τους πούνε να σέβονται τη νεκρική σιγή εκείνου του σπιτιού, τον πόνο των βασανισμένων ψυχών που έζησαν κάποτε εκεί. Αυτά λένε οι γυναίκες στη Λα Ματόσα: δεν υπάρχει τίποτε σ’ εκείνο το σπίτι ž κανένας θησαυρός, ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε διαμάντια, τίποτα ž μόνον ένας αφόρητος πόνος που αρνείται να το εγκαταλείψει.»


Στο γεμάτο με ένταση και πάθος, μυθιστόρημα της Μελτσόρ, δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει φως από πουθενά. Σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συγγραφέας, το αίσθημα ασφυξίας κυριαρχεί. Είναι ένα βιβλίο που σε πιάνει από τον λαιμό (κυριολεκτικά) και σε τραντάζει με τον ακραίο ρεαλισμό του, όπου οι σκηνές φρίκης και οι κυνικοί διάλογοι συνεχίζονται σε όλη τη διάρκειά του.
 
Το σπίτι-κάστρο της Μάγισσας, παραπέμπει στο γοτθικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, αλλά και σε βιβλία του Φανταστικού. Η Μεξικάνα συγγραφέας, το χρησιμοποιεί αλληγορικά, το σπίτι εδώ, είναι το σώμα της γυναίκας, όπου «ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι», όπου ψάχνουν όλοι έναν υποτιθέμενο θησαυρό, είναι το σώμα που θέλουν να κατακτήσουν, να εξουσιάσουν, να περιφρονήσουν, να διαμελίσουν και τέλος να το πετάξουν στα σκουπίδια.
 
Σε αντίθεση όμως με τα βιβλία της Φανταστικής Λογοτεχνίας, εδώ δεν υπάρχει καμία παραπομπή σε μεταφυσικά φαινόμενα ή κάτι παρόμοιο. Στην «ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ», επικρατεί ο κοινωνικός προβληματισμός και οι συνθήκες ζωής των κατοίκων της επινοημένης περιοχής που θα μπορούσε να είναι και η Βερακρούζ, τόπος καταγωγής της συγγραφέως. Όλα καθορίζονται από την έλλειψη χρήματος, από τις προκαταλήψεις, από τους φόβους, από τα συναισθήματα, από την μιζέρια. Οι χαρακτήρες στο βιβλίο της Μελτσόρ, είναι διαβρωμένοι από τα ναρκωτικά, την πορνεία, την βία καθώς το Κακό, είναι παντού, κυριαρχεί στην καθημερινότητά τους, τους διαφεντεύει και τους οδηγεί στην απόλυτη κτηνωδία και στην απουσία ενσυναίσθησης όπου ο φόνος είναι μονόδρομος.
 
Ακολουθώντας την τεχνική του Γκ.Γκ.Μάρκες (κυρίως του αριστουργήματός του «Το φθινόπωρο τουΠατριάρχη»), η Μελτσόρ με ένα παραληρηματικό ύφος, με μακροπερίοδο λόγο, χωρίς παραγράφους, οδηγεί τον αναγνώστη της σε μια αγχώδη ανάγνωση, βυθίζοντάς τον σε ένα κόσμο φρίκης και απόλυτης βίας. Δεν ηθικολογεί, ούτε χρησιμοποιεί διδακτισμό στην ιστορία της, οι αφηγητές περιγράφουν σκηνές της καθημερινότητάς τους χωρίς εξωραϊσμούς και περιττούς λυρισμούς, κι όποιος αντέξει!
 
Πολυφωνικό και ζωντανό, σε ένα δημιουργικό συνδυασμό μαγικού και ακραίου ρεαλισμού, γεμάτο δυναμισμό και ατμόσφαιρα, το βιβλίο είναι μια βάσανος αλλά αποπνέει τέτοια γοητεία (και τρόμο), που αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ», είναι ένα ακαταμάχητο page-turner, το οποίο προσφέρεται περισσότερο, για ανθρωπολογική και κοινωνιολογική ανάλυση, παρά για λογοτεχνική και που (ευτυχώς) δεν εκτείνεται επί μακρόν (πόσο να αντέξει κανείς…), αλλά οδηγεί τον αναγνώστη του σε ένα ταξίδι που δύσκολα ξεχνιέται.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Σεπτεμβρίου 11, 2022 | Permalink
Η χώρα των ανθρώπων με σκυφτό κεφάλι ("Ο γιος του αφέντη των ορφανών")
Είναι κάτι που παρατηρείται στην Αμερικανική λογοτεχνία. Οι συγγραφείς διακατέχονται από το άγχος και την φιλοδοξία να γράψουν (ή τουλάχιστον να πλησιάσουν) το «μεγάλο Αμερικανικό μυθιστόρημα». Συνήθως βέβαια, τα βιβλία τους είναι μεγάλα περισσότερο σε όγκο παρά σε αξία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η προσπάθειά τους δεν αξίζει ανταπόκρισης.
Όπως συμβαίνει πάντα σε όλους τους τομείς (κι όχι μόνο της Τέχνης), η έκπληξη καραδοκεί και σου φανερώνεται από εκεί που δεν το περιμένεις, όπως είναι η περίπτωση του μυθιστορήματος, «Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ» («The Orphan Masters Son») του συγγραφέα και καθηγητή στο Stanford, Adam Johnson (1967, South Dakota), του βραβευμένου με το βραβείο Pulitzer του 2013 ογκώδους βιβλίου και δεύτερου μυθιστορήματος του συγγραφέα, που απέσπασε και το National Book Award για τη συλλογή διηγημάτων του «Fortunes like us» το 2015 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση-άθλο της (πάντα καλής) Ιωάννας Ηλιάδη (σελ.684). Ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, πληθωρικό στο έπακρο, που παρασέρνει τον αναγνώστη του, σε ένα λογοτεχνικό ταξίδι με την κυριολεκτική έννοια του όρου.


Το βιβλίο έχει όλα τα στοιχεία ενός «μυθιστορήματος μαθητείας» («Bildungsroman»), αλλά ο Τζόνσον ακολούθησε έναν δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο, τοποθετώντας τη δράση του, στη σύγχρονη Βόρεια Κορέα. Κι εδώ αρχίζει το πρώτο από μια σειρά παράδοξα που θέτει ο συγγραφέας στον αναγνώστη του. Μυθιστόρημα του δυτικού κόσμου, που εκτυλίσσεται στην πιο «άγνωστη» χώρα του κόσμου, στην πιο στυγερή (ίσως) δικτατορία που ξέρουμε; Κι όμως. Ο συγγραφέας μετά από έρευνα επτά ετών, και μια επίσκεψή του στη χώρα, συνέθεσε ένα χορταστικό μυθιστόρημα, μια δυστοπία θα λέγαμε καλύτερα, που τη συνοδεύει κι ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο συνέβη ένα χρόνο πριν την έκδοση του βιβλίου. Ένας από τα κύρια πρόσωπά του (που διαδραματίζει και μεγάλο ρόλο στην πλοκή του, με την σατανική του φιγούρα), ο ηγέτης της χώρας, Κιμ Γιονγκ Ιλ πέθανε το 2011 από μυστηριώδη αίτια. Τι θα έλεγε άραγε ο ηγέτης της χώρας γι’ αυτό το βιβλίο που στηρίζεται σε πολλά αληθινά περιστατικά της ιστορίας της χώρας και τα οποία είναι τόσο αδιανόητα που μοιάζουν κατασκευασμένα;
 
Κεντρικός χαρακτήρας και ήρωας του βιβλίου, είναι ο Πακ Τζουν Ντο. Ο Τζουν Ντο μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο που ονομάζεται «Μακρινά Αύριο», μαζί με άλλα ορφανά παιδιά χωρίς όνομα. Εκείνος θεωρεί ότι δεν είναι, αφού νομίζει ότι η διάσημη τραγουδίστρια της όπερας, που έχει ως αφίσα ο διευθυντής στο γραφείο, είναι η μητέρα του, που πέθανε στη γέννα και ο διευθυντής του ορφανοτροφείου είναι ο πατέρας του. Ο Τζουν Ντο θα περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του εκεί, με αυξημένες αρμοδιότητες, αλλά στα 14 του, την περίοδο του Μεγάλου Λιμού στη χώρα, θα κληθεί μαζί με τα άλλα ορφανά να καταταγούν στον στρατό της χώρας. Εκεί θα εκπαιδευτεί στη διάνοιξη υπόγειων σηράγγων και να πολεμάει στα σκοτεινά, ενώ μετά από μερικά χρόνια θα μετατεθεί σε ένα πλοίο, ως «απαγωγέας» ατόμων από τις ακτές της Ιαπωνίας, ενώ μετά την επιτυχημένη του πορεία εκεί, θα εκπαιδευτεί στην εκμάθηση Αγγλικών και θα σταλεί ως ασυρματιστής, σε ένα πλοίο που τυπικά έχει τη μορφή του ψαράδικου αλλά είναι στην πραγματικότητα κατασκοπευτικό. Στο μικρό αυτό πλοίο, θα ακούει συνομιλίες Αμερικανών και Ρώσων και θα παρακολουθεί τις προσπάθειες δύο Αμερικανίδων κωπηλατισσών να διασχίσουν τον ωκεανό.
 
«Ως το μεγαλύτερο αγόρι στα Μακρινά Αύριο, ο Τζουν Ντο είχε ορισμένα καθήκοντα – μοίραζε το φαγητό, κατάνεμε τις κουκέτες, έδινε στα καινούργια αγόρια ονόματα από τον κατάλογο των 114 Μεγάλων Μαρτύρων της Επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, ο διευθυντής ήταν αποφασισμένος να μη δείχνει την παραμικρή εύνοια στον γιο του, το μόνο παιδί στα Μακρινά Αύριο που δεν ήταν ορφανό. Όταν το κλουβί των κουνελιών ήταν βρόμικο, αυτός που περνούσε τη νύχτα κλειδωμένος εκεί ήταν ο Τζουν Ντο. Όταν τα αγόρια έβρεχαν τις κουκέτες τους, αυτός που έξυνε τα παγωμένα κάτουρα από το πάτωμα ήταν ο Τζουν Ντο. Ο Τζουν Ντο δεν καυχιόταν στα άλλα αγόρια ότι ήταν ο γιος του αφέντη των ορφανών κι όχι κάποιο παιδί που το άφησαν εκεί οι γονείς του καθ’ οδόν προς ένα στρατόπεδο 9-27. Αν κάποιος ήθελε να το ξεδιαλύνει, ήταν μάλλον προφανές – ο Τζουν Ντο ήταν εκεί πριν από όλους τους και δεν είχε υιοθετηθεί ποτέ επειδή ο πατέρας του ποτέ δεν θα άφηνε κάποιον να πάρει τον μοναχογιό του. Και έβγαζε νόημα: όταν η μητέρα του κλάπηκε για να μεταφερθεί στην Πονγιάνγκ, ο πατέρας του είχε κάνει αίτηση για τη μοναδική θέση που θα του επέτρεπε να βγάζει το ψωμί του αλλά και για να προσέχει τον γιο του.»
 
Από την υπηρεσία στο πλοίο και τις διάφορες περιπέτειες που συμβαίνουν εκεί, ο Τζουν Ντο θα εξέλθει προβληματισμένος για τη φύση του καθεστώτος που υπηρετεί, αλλά και με ένα τεράστιο τατουάζ στο στήθος, το όμορφο πρόσωπο της Ήλιος Σελήνη, μιας εμβληματικής τραγουδίστριας της Όπερας, που ο Κιμ Γιονγκ Ιλ είναι χρόνια ερωτευμένος μαζί της, αλλά και συζύγου του αιμοσταγούς και επικίνδυνου διοικητή Γκα, δεξιού χεριού του ηγέτη της χώρας αλλά και εν κρυπτώ αντιπάλου του ή και διαδόχου του. Η επόμενη ανάθεση, αφορά ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, με τον Τζουν Ντο να συνοδεύει την κυβερνητική αποστολή στο Τέξας, ως μεταφραστής. Τίποτα δεν πάει καλά σε αυτό το ταξίδι, ενώ ένα ατύχημα του ήρωα, θα τον αναγκάσει να βγάλει το πουκάμισό του και οι Αμερικανοί να δουν το τατουάζ του, νομίζοντας πλέον ότι μπροστά τους βρίσκεται ο Διοικητής Γκα, αφού το πρόσωπο της συζύγου του, απεικονίζεται στο στήθος του. Μια παρεξήγηση που θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στο βιβλίο.
 
Λόγω της αποτυχίας του ταξιδιού, ο Τζουν Ντο θα σταλεί στα ορυχεία. Είναι πλέον ένας υποψήφιος νεκρός. Στο ορυχείο όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Διοικητή Γκα, που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ήρωά μας και αυτό θα είναι μοιραίο και για τους δυο, αφού στη μονομαχία αυτή, ο Τζουν Ντο θα βγει με μυστηριώδη τρόπο νικητής εξολοθρεύοντας τον Γκα. Σε μια αποθέωση του πικαρέσκου κλίματος του βιβλίου, ο ήρωάς μας, θα εμφανιστεί με την στολή του Διοικητή Γκα, πείθοντας τους πάντες ότι είναι εκείνος. Θα εμφανιστεί μπροστά στην εμβρόντητη Ήλιο Σελήνη και στα παιδιά της, λέγοντάς τους ότι είναι ο Διοικητής Γκα, ενώ και ο Κιμ Γιονγκ Ιλ, θα δεχτεί με ανακούφιση (και χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη) το νέο πρόσωπο του Διοικητή του. Το όνειρο της γνωριμίας με την Ήλιο Σελήνη, επιτέλους υλοποιείται για τον Τζουν Ντο σε μια συνάντηση που θα επισφραγίσει την τραγική του μοίρα μετά από πολλά ακόμα επεισόδια, που ο (υπνωτισμένος πλέον) αναγνώστης θα συναντήσει στο πολυσέλιδο αυτό βιβλίο.


«Διαρκώς σκεφτόμουν πόσο πολύ έμοιαζε η βιογραφία του διοικητή Γκα με τη δική μου. Τα ονόματα και των δυο μας ήταν κατά βάση άγνωστα – δεν υπήρχε όνομα με το οποίο μπορούσαν να μας φωνάξουν φίλοι και συγγενείς, δεν υπήρχε λέξη στην οποία να αποκρίνεται ο βαθύτερος εαυτός μας. Κι από την άλλη, είχα αρχίσει τρόπον τινά να πιστεύω ότι δεν ήξερε τι είχαν απογίνει η ηθοποιός και τα παιδιά της. Πράγματι, έδειχνε να κινείται βάσει της πεποίθησης ότι ήταν σώοι και ασφαλείς, μολονότι μου φαίνεται πως δεν είχε ιδέα. Σε μεγάλο βαθμό, όπως κι εγώ ο ίδιος – δημιουργούσα τις βιογραφίες των υποκειμένων μου, οι οποίες ουσιαστικά κατέγραφαν τη ζωή τους ως το σημείο που με συναντούσαν. Κι ωστόσο, όφειλα να το παραδεχτώ, ποτέ δεν είχα συνεχίσει να παρακολουθώ την πορεία έστω και ενός ατόμου μετά την αποχώρησή του από το Τμήμα 42. Ούτε μια βιογραφία δεν είχε επίλογο. Η πιο σημαντική μας σύνδεση ήταν το γεγονός ότι, προκειμένου να αποκτήσει μια καινούργια ζωή, ο Γκα είχε αναγκαστεί να αφαιρέσει μιαν άλλη. Αποδείκνυα το θεώρημα αυτό καθημερινά. Έπειτα από χρόνια αποτυχιών, καταλάβαινα τώρα ότι, γράφοντας τη βιογραφία του διοικητή Γκα, ίσως έγραφα επίσης και τη δική μου.»
 
Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, στο πρώτο («Η βιογραφία του Τζουν Ντο») που καταλαμβάνει περίπου το 1/3 του βιβλίου, και έχει τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο ήρωας είναι ένα πιόνι του καθεστώτος, που μετακινείται ανάλογα τις ορέξεις των ανωτέρων του. Από το ορφανοτροφείο, στις υπόγειες στοές που εκπαιδεύεται ως μια μελλοντική πολεμική μηχανή, στις απαγωγές, στο ψαράδικο, στην αποστολή στο Τέξας, είναι ένα τυφλό όργανο που μπορεί να αποκτάει συνείδηση αργά αλλά δεν τολμάει να αντιδράσει. Στο δεύτερο μέρος («Η εξομολόγηση του Διοικητή Γκα»), ο αφηγηματικός ρυθμός μετατρέπεται, καθώς η δράση ξεκινάει ένα χρόνο αργότερα, με τον Τζουν Ντο φυλακισμένο και υπάρχουν δύο φωνές, αυτή του ιδιόρρυθμου ανακριτή που ουσιαστικά φτιάχνει τη βιογραφία του ανακρινόμενου (όπως και των υπόλοιπων με τους οποίους ασχολείται), ενώ από την άλλη παρακολουθούμε την πορεία του ήρωα, με την νέα του ταυτότητα, μέσα από τριτοπρόσωπη αφήγηση που διανθίζεται από την φωνή των μεγαφώνων που βρίσκονται διάσπαρτα στην πρωτεύουσα Πιονγκγιάνγκ και περιγράφουν την ιστορία του Διοικητή Γκα (ή Τζουν Ντο).
 
Το δυστοπικού χαρακτήρα μυθιστόρημα του Τζόνσον, περιγράφει με ζωντάνια και δυναμισμό, μια χώρα που θυμίζει το καθεστώς του 1984 του Orwell. Όλοι παρακολουθούν και παρακολουθούνται, όλα απαγορεύονται και παρ’ όλα αυτά οι κάτοικοι της χώρας συνεχίζουν τη ζωή τους, με σκυφτό κεφάλι, σε έναν καθημερινό παραλογισμό που θα μπορούσε να αποτελεί σκηνικό ταινίας ή βιβλίου επιστημονικής φαντασίας. Ο συγγραφέας δίνει στον ήρωά του, το όνομα Τζουν Ντο παραπέμποντας στο όνομα John Doe, που δίνεται στις Η.Π.Α. στους ανθρώπους αγνώστου ταυτότητας και αυτό ακριβώς επιτυγχάνεται στο βιβλίο – ο ήρωας είναι ο καθένας από αυτούς τους φοβισμένους πολίτες που ψάχνουν μια δίοδο αντίδρασης. Το σουρεαλιστικό πλαίσιο ή και ένα είδος «μαγικού ρεαλισμού» που κυριεύει το δεύτερο μισό του βιβλίου, με τον ήρωα και την Ήλιο Σελήνη να ερωτεύονται και την ταινία «Casablanca» να αποτελεί ορόσημο και οδηγό, απογειώνουν το μυθιστόρημα, που μπορεί να εξουθενώνει τον αναγνώστη με τον όγκο και τις πολλές λεπτομέρειες του, αλλά από την άλλη τον μαγεύει με τον εκπληκτικό του ρυθμό.
 

Στο πληθωρικό μυθιστόρημα μαθητείας του Τζόνσον, περιέχονται διάφορα λογοτεχνικά είδη, πικαρέσκο, σουρεαλιστικό, θρίλερ, κατασκοπικό,  στρατοπεδική λογοτεχνία, μυθικό ταξίδι αυτογνωσίας, ιστορία επιβίωσης και αδάμαστης θέλησης, αναζήτησης ταυτότητας, περιπέτεια και δράμα. Είναι ένα βιβλίο που περιέχει πολλά βιβλία, ένα λογοτεχνικό
tour-de-force, ανοικονόμητο και εφιαλτικό, ζοφερό και τραγελαφικό και μαζί που καταλήγει σε μια δραματική ιστορία έρωτα και πάθους με τραγικό φινάλε. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα αλλά είναι ένα βιβλίο «εθιστικό» και ιδιαίτερα τολμηρό.
 
Όπως διαβάζω σε συνεντεύξεις του συγγραφέα, πολλά από τα απίθανα περιστατικά που υπάρχουν στο βιβλίο, με διαφορετικό τρόπο συνέβησαν αληθινά (η απαγωγή μιας ηθοποιού από την Ιαπωνία και του συζύγου της για να γυρίσουν την κομμουνιστική βερσιόν του Γκοτζίλα ή η αγάπη του Κιμ για τα τζετ σκι), τόσο παράλογα και τόσο επικίνδυνα ταυτόχρονα, που ούτε και το πιο σουρεαλιστικό λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να αποδώσει στην ακρίβεια.
«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ», είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, που αξίζει θαυμασμού για την δομή και τον ρυθμό του, κυρίως όμως εντυπωσιάζει για το θέμα του, ένα κράτος – μυστήριο, μια οπερετική δικτατορία που είναι αδιανόητο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι υπάρχει ακόμα και, που ο συγγραφέας μετά από τόσα χρόνια έρευνας, επέτυχε να αποδώσει με τέτοιο δυναμισμό, σε ένα page-turner απολαυστικό μυθιστόρημα.

Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ του Σαββάτου 10/9/22, ελαφρώς συντομευμένο.
 
Βαθμολογία 85 / 100





 
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2022
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2022 | Permalink
"Σπίτια και Τάφοι"
Για τον σπουδαίο Βάσκο συγγραφέα Bernardo Atxaga (1951, Αστεάσου Χώρα των Βάσκων, Ισπανία), και το τελευταίο του βιβλίο, το κείμενο σήμερα στο blog. Έναν συγγραφέα που «η γνωριμία» μου μαζί του την δεκαετία του ’90 μέσα από εκπληκτικά μυθιστορήματα Ομπακακοάκ», «Ένας άνθρωποςμόνος», όλα από τις ποιοτικές εκδόσεις Εκκρεμές) αποτέλεσε αναγνωστικό σοκ. Είχα αρκετά χρόνια να διαβάσω βιβλία του Atxaga, είχαν αρκετά χρόνια να εκδοθούν στη γλώσσα μας. Πριν λίγους μήνες εκδόθηκε στα ελληνικά το τελευταίο του μυθιστόρημα «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ» («Etxeak eta hilobiak») από τις εκδόσεις Εκκρεμές και σε ωραία μετάφραση του Κώστα Αθανασίου (σελ.440), μυθιστόρημα που όπως δηλώνει ο ίδιος θα είναι το τελευταίο του.


Ο Bernardo Atxaga, φιλολογικό ψευδώνυμο του Χοσέμπα Ιράθου Γκαρμενδία, γράφει στα Βασκικά τα έργα του. Στον ιδιαίτερο επίλογο τού «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ», ο συγγραφέας μεταφέρει τα λόγια του Φραντς Κάφκα από τα «Ημερολόγια» του όπου μιλάει για τα θεατρικά έργα που παίζονται στα Γίντις. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Τσέχος ότι «οι λογοτεχνίες σε μειονοτικές γλώσσες μπορούν να είναι πολύ ισχυρές και τυχερές  αφού αποκτούν αμέσως πολιτική αξία», και συνεχίζει ο Ατσάγα ότι ο Κάφκα, ασφαλώς δεν μπορούσε να προβλέψει «την τύχη που περίμενε αυτούς που εκείνη την εποχή μιλούσαν γίντις στην Ευρώπη». Μια γλώσσα με τεράστια παράδοση αλλά «περιφρονημένη» στη χώρα της, για μια περιοχή όπου αυτοί που ζουν εκεί θεωρούνται «βοσκοί» ή «τρομοκράτες», άσχετα αν τα τελευταία χρόνια η περιοχή των Βάσκων γνωρίζει μια τεράστια τουριστική ανάπτυξη και συζητιέται παντού λόγω της γαστρονομίας και του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
 
Υπάρχει μια αυτοβιογραφική χροιά σε όλα τα βιβλία του Ατσάγα, άλλοτε εμφανέστερη , άλλοτε δεν διακρίνεται σε πρώτο επίπεδο. Τα θέματα όμως των βιβλίων του επαναλαμβάνονται: ένα χωριό σχετικά απομονωμένο (στα άλλα βιβλία του ήταν το Ομπάμπα, στο συγκεκριμένο είναι το Ουγκάρτε), τα ζώα, η φύση, μια ζωηρή και με πολύ παιχνίδι παιδική ηλικία, τα χρόνια του στρατού και η συναναστροφή με ανθρώπους από την υπόλοιπη Ισπανία (τόσο κοντινούς αλλά και τόσο ξένους), τα χρόνια της πολιτικής αναταραχής.
 
Αυτό συμβαίνει και στο «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ», ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποτελείται από έξι φαινομενικά αυτόνομες ιστορίες (ουσιαστικά πέντε + μία), οι οποίες όμως συνδέονται μεταξύ τους, όχι μόνο με κάποιους από τους ήρωες του βιβλίου που λιγότερο ή περισσότερο εισέρχονται μέσα σ’ αυτές, αλλά επίσης όλες, συνδέονται με τον τόπο, το χωριό Ουγκάρτε στη Χώρα των Βάσκων. Το βιβλίο ξεκινάει το 1972, πηγαίνει πίσω στο χρόνο κατά δύο έτη, συνεχίζεται το 1985, το 2012, για να ολοκληρωθεί το 2017, καλύπτοντας μια περίοδο περίπου 50 χρόνων. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και ένας ιδιαίτερος επίλογος που είναι γραμμένος σε μορφή αλφαβήτου ή λεξικού, όπου ο συγγραφέας με μοναδικό τρόπο παραθέτει προσωπικές εμπειρίες που συνδέονται με το βιβλίο.
 
Στην πρώτη ιστορία («Ήταν ένα μικρό καράβι») που θεωρώ ότι μαζί με την τελευταία είναι οι πιο σημαντικές και καθοριστικές του μυθιστορήματος, ο Ελίας ένας δεκατετράχρονος έφηβος πηγαίνει στο τέλος του καλοκαιριού του ’72, στο σπίτι του θείου του στο Ουγκάρτε. Ο μικρός δεν μιλάει αφότου γύρισε πρόωρα από ένα εκκλησιαστικό κολλέγιο στη Νότια Γαλλία και η μητέρα του, τον στέλνει εκεί, θεωρώντας ότι η επαφή με τη φύση και την αλλαγή στον τρόπο ζωής θα του κάνει καλό, επαναφέροντας την ομιλία του. Ο θείος του είναι ο φούρναρης του χωριού, και ο Ελίας που του αρέσουν οι ξυλοκατασκευές, θα κάνει παρέα με τα παιδιά της μαγείρισσας του αρτοποιείου, τους δίδυμους Λουίς και Μαρτίν. Μια ημέρα, ένα αγριογούρουνο θα παγιδευτεί σε ένα κανάλι που περνάει δίπλα από το αρτοποιείο και σε μια συγκλονιστική σκηνή, ο Ελίας θα βρει τη μιλιά του, καθώς βλέπει έναν από τους υπαλλήλους του θείου του, τον Ελισέο να σημαδεύει το αγριογούρουνο.
 
«Αρχικά στο σπίτι της μητέρας του, μετά στο σπίτι του θείου του, στο Ουγκάρτε, ο Ελίας είχε μια βδομάδα που δεν είχε πει ούτε λέξη. Λίγο παραπάνω από μία βδομάδα, στην πραγματικότητα, αφού είχε πάψει να μιλάει ενώ παρακολουθούσε ένα cours intensif γαλλικών στο κολέγιο Μπο-Φρεν, στην πόλη του Πο, στον νότο της Γαλλίας. Εκεί είχε συμβεί ένα θαύμα αντίστροφο από εκείνα που η lImmaculee-Conception, προστάτιδα του σχολείου, υποτίθεται ότι πραγματοποιούσε στη Λούρδη: ο μαθητής που είχε μπει μιλώντας φυσιολογικά είχε βγει μουγγός.»
 
Στην δεύτερη ιστορία («Οι τέσσερις φίλοι»), μεταφερόμαστε στο 1970, όταν ο ήρωάς της, ο Ελισέο κατατάσσεται στον στρατό και υπηρετεί κοντά στη Μαδρίτη και πιο συγκεκριμένα στο πάρκο του παλατιού El Pardo που χρησιμεύει ως τόπος κυνηγιού για τον στρατηγό Φράνκο και τα υπόλοιπα κυβερνητικά στελέχη. Ο Ελισέο βρίσκει μια νεογέννητη καρακάξα που την φροντίζει ως κατοικίδιο, ενώ στην ιστορία αυτή παρακολουθούμε πως χτίζεται η φιλία με τον Δονάτο που προσκαλεί τον Ελισέο να δουλέψει στο αρτοποιείο του Ουγκάρτε, αλλά και η προσπάθεια των φαντάρων να περάσουν όσο πιο ευχάριστα γίνεται – όμως το κυνήγι και η παρέα θα έχουν μια τραγική κατάληξη.
 
Στην επόμενη ιστορία με τίτλο «Αντουάν» βρισκόμαστε στα χρόνια της πολιτικής αναταραχής και της έξαρσης των τρομοκρατικών χτυπημάτων όχι μόνο από την ΕΤΑ αλλά και από μεμονωμένες περιπτώσεις. Ένας διευθυντής ορυχείου, ο Γάλλος Αντουάν, προσπαθεί να ενοχοποιήσει τους δίδυμους Λουίς και Μαρτίν, θεωρώντας τους υπεύθυνους (κυρίως τον Μαρτίν που είναι έντονα πολιτικοποιημένος) για την καταστροφή των γραφείων του ορυχείου.
 
Στην ιστορία με τίτλο «Το ατύχημα του Λουίς», που εκτυλίσσεται το 2012, ένας από τους δίδυμους, έχει ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκαλεί ο ίδιος και παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, θα τον επανενώσει όμως με τον αδελφό του, τον Μαρτίν με τον οποίο είναι τόσο διαφορετικοί.
 
Η τελευταία (και πιο καθοριστική) ιστορία («Ορχιδέες»), αφορά τον Μαρτίν και εκτυλίσσεται το 2017, όταν η έφηβη κόρη του, θα αρρωστήσει σοβαρά και θα χρειαστεί μια σειρά επεμβάσεων στο νοσοκομείο. Το γεγονός αυτό και η αγωνία για την τύχη της μικρής, θα αφυπνίσει την συνείδηση του Μαρτίν, και θα τον φέρει πιο κοντά στην οικογένεια και τον αδελφό του.
 
«Οι κόρες, οι γιοι: τι είδους δεσμός εγκαθιδρύεται μαζί τους; Όταν η Γκαράθι έπαψε να είναι μικρό παιδί και άρχισε, στα οκτώ ή στα εννιά της χρόνια, να είναι ένα πρόσωπο με φωνή και προσωπικότητα δική της, αυτός σκέφτηκε ότι ξεκινούσε ο χωρισμός τους, μια καινούργια φάση στην οποία σιγά-σιγά θα αποξενώνονταν. Η Γκαράθι ποτέ δεν θα ήταν γι’ αυτόν κάποια τόσο ξένη όσο το ζευγάρι του ασανσέρ, αλλά θα ήταν ένα πρόσωπο αποσυνδεδεμένο απ’ αυτόν, τόσο αποξενωμένη, ίσως, όσο ήταν εκείνη τη στιγμή η γυναίκα του. Η μεταμόρφωση, ένα απειροελάχιστο επεισόδιο μέσα στη γενική μεταμόρφωση του κόσμου, ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη.»
 
Πριν τις «Ορχιδέες», ο Ατσάγα παρεμβάλλει μια φαινομενικά άσχετη (προς το υπόλοιπο βιβλίο) ιστορία, που έχει ως τίτλο «Η Ντέζι στην τηλεόραση», όπου παρακολουθούμε τις προσπάθειες μιας υπέρβαρης κοπέλας να χάσει κιλά μέσα από ένα αμερικανικό reality. Αυτό όμως το δημοφιλές πρόγραμμα, που παρακολουθούν οι πάντες, σε σπίτια και νοσοκομεία, δείχνει την αλλαγή στην κοινωνία, όπου η τηλεόραση και πιο συγκεκριμένα το πιο φτηνό της είδος τα realities, εισβάλλουν στα σπίτια και αλλάζουν τις κοινωνικές σχέσεις.


Όπως αναφέρει στον επίλογό του, ο συγγραφέας, τα βιβλία του περιστρέφονται γύρω από τα ίδια μοτίβα. Τα δίπολα – δυο φίλοι, τα δίδυμα, δύο αδέλφια -, γύρω από τα ζώα, γύρω από τα οικογενειακά ζητήματα, γύρω από τους πολιτικούς αγώνες, τα τραγούδια, ενώ υπάρχουν πάντα μοναχικά τοπία, η δύναμη της φύσης αλλά και οι νοητικοί λαβύρινθοι τους οποίους κατασκευάζει για τους ήρωές του. Κυρίως όμως τα ζώα, το αγριογούρουνο και η καρακάξα που επανέρχονται στις ιστορίες του βιβλίου, δείχνουν να μοιράζονται την ίδια μοίρα με τους ανθρώπους.
 
Γραμμένο με ρεαλισμό που περιέχει πολλά ποιητικά στοιχεία, με απλότητα αλλά και δύναμη, το βιβλίο περιγράφει την μετάβαση της χώρας των Βάσκων σε μια νέα εποχή, από την αγροτική κατάσταση της δεκαετίας του ’70 και τον ακραίο συντηρητισμό, την δύναμη της εκκλησίας (είναι πολύ δυνατές οι σελίδες με τον ιερωμένο και τον Ελισέο στη δεύτερη ιστορία), και από τα χρόνια της πολιτικής αναταραχής, στη μοντέρνα Ισπανία του 21ου αιώνα, όπου η πολιτική για τους ήρωες του βιβλίου περνάει στο περιθώριο για να επικρατήσει η ωριμότητα και η ηρεμία.
 
Το «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ», είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα ενηλικίωσης και αυτογνωσίας, ένα υπέροχο και πολύ σαγηνευτικό μυθιστόρημα, που «επανασυστήνει» στο ελληνικό κοινό, έναν σπουδαίο συγγραφέα με ευδιάκριτο αφηγηματικό ύφος. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την φιλία, τον έρωτα, την οικογένεια, την αλλαγή της κοινωνίας, την καθοριστική εισβολή της τηλεόρασης στην καθημερινότητα, για την αγάπη για την φύση, αλλά και για την εκδίκηση και την αμεσότητα του θανάτου. Μιλάει όμως και για την γλώσσα των Βάσκων και πόσο σημαντική είναι στην διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας.
 
Το λήμμα στον «Επίλογο», με τίτλο «Στροφή», θεωρώ ότι τα λέει όλα με έναν αξεπέραστο «Μπορχεσικό» τρόπο:
«Όλες οι γλώσσες του κόσμου προσφέρουν τη δυνατότητα της κατηγορηματικής έκφρασης: αυτό ή εκείνο ∙ είναι ή δεν είναι ∙ είσαι μαζί μου ή εναντίον μου ∙ υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, αυτοί που φεύγουν κι εκείνοι που μένουν ∙ υπάρχουν δυο είδη λογοτεχνίας, η καλή και η κακή… Παρασύρομαι και προτείνω τη δική μου κατηγορηματική φράση: «Υπάρχουν δυο είδη λογοτεχνίας, αυτή που προτείνει μια στροφή κάπου προς τα έξω (εγκλήματα στη Νορλάνδια, πάθη στη κινεζική αυλή του 12ου αιώνα, θανάσιμες προδοσίες σε μια βορειοαμερικανική πανεπιστημιούπολη…) κι εκείνη που στην πρότασή της περιλαμβάνει μια στροφή ακόμα, αυτή που ο αναγνώστης θα όφειλε να κάνει προς τα μέσα στον ίδιο του τον εαυτό».»
 
Βαθμολογία 85 / 100