Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2019 | Permalink
"Υπόγειος σιδηρόδρομος"

"Η εξέγερση του ενός. Χαμογέλασε για μια στιγμή, πριν επαναβεβαιωθούν τα δεδομένα του τωρινού της κελιού. Γύρω γύρω στους τοίχους σαν αρουραίος. Στα χωράφια, κάτω από τη γη ή σε μια ψευδοροφή σοφίτας, η Αμερική παρέμενε ο δεσμοφύλακάς της."

Για ένα βιβλίο που κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ, το βραβείο US National Book award, είναι πρώτο για καιρό, στη λίστα των best-sellers των N.Y.Times, το συστήνει με τα καλύτερα λόγια ο Μπαράκ Ομπάμα, και αποθεώνεται από την διεθνή κριτική, οι απαιτήσεις είναι πολλές, αλλά οι αναγνωστικές προσδοκίες συνήθως διαψεύδονται (υπό την έννοια "όπου ακούς για πολλά κεράσια...). Ευτυχώς αυτό, δεν συνέβη στην περίπτωση του συγκλονιστικού μυθιστορήματος, του Αφροαμερικανού Colson Whitehead (Νέα Υόρκη,1969), με τίτλο "ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ" ("The Underground railroad") - (εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Γ. Μπλάνας, σελ.417), ενός βιβλίου που κυριολεκτικά δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.


Ο μύθος του "υπόγειου σιδηρόδρομου" είναι ένας λαϊκός θρύλος, που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα στην Αμερική της δουλοπαροικίας τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Υπόγειος σιδηρόδρομος βέβαια δεν υπήρξε ποτέ, αλλά υπήρχε ένα αρκετά εκτεταμένο δίκτυο συνεργατών που φυγάδευαν σκλάβους από τις Νότιες πολιτείες, προς τον Βορρά. Στο δίκτυο αυτό συμμετείχαν "ελεύθεροι" μαύροι, αλλά οι περισσότεροι ήταν ευαισθητοποιημένοι λευκοί που βοηθούσαν όπως μπορούσαν, παρέχοντας καταφύγιο στους διωκόμενους φυγάδες σκλάβους που απελπισμένοι αναζητούσαν μια καλύτερη μοίρα. Νοικοκυριά, εκκλησίες, στοές, και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, χρησιμοποιούντο σε αυτή την υπέροχη, εθελοντική συνεργασία που είχε πολλά θύματα, αλλά μπόρεσε και έσωσε πολλούς ανθρώπους.

Ο Γουάιχεντ παίρνει αυτή την μεταφορά, τον θρύλο του "υπόγειου σιδηροδρόμου" και ευφυώς τον χρησιμοποιεί στην ιστορία που αφηγείται ως κανονικό μέσο διαφυγής, με ατμομηχανές και σταθμάρχες, με οδηγούς και βαγόνια, με κρυμμένες εισόδους κι εξόδους. Το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, είναι τα μέσα του 19ου αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος. Κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, είναι μια νεαρή σκλάβα, η Κόρα που ζει σε μια φυτεία της Τζόρτζια («Τζόρτζα» την θέλει ο μεταφραστής, για περίεργο λόγο – προφοράς των σκλάβων ίσως;), από μικρή μόνη της γιατί η μητέρα της, η Μέιμπελ κατάφερε να αποδράσει χωρίς να την βρουν ποτέ, κάτι πρωτόγνωρο (και θεωρούμενο ως κατόρθωμα) καθώς το 99% των δραπετών συλλαμβάνονταν μετά από μια δυο μέρες. Η Κόρα δέχεται την πρόταση του Σίζαρ να αποδράσουν από την φυτεία καθώς η κατάσταση εκεί όσο πάει και γίνεται πιο αφόρητη, με αναίτια μαστιγώματα και τιμωρίες, ενώ και η ίδια αισθάνεται εδώ και χρόνια (από την απόδραση της μητέρας της) εκτός κλίματος, μη μπορώντας να συμβιώσει με τους υπόλοιπους σκλάβους του κτήματος.

"Ο υπόγειος σιδηρόδρομος είναι μεγαλύτερος από τους ανθρώπους που τον διευθύνουν - είναι κι όλοι εσείς. Τα μικρά παρακλάδια, οι μεγάλες υπεραστικές γραμμές. Έχουμε τις πιο καινούργιες ατμομηχανές και τις πιο απαρχαιωμένες κι έχουμε χειράμαξα σαν εκείνο. Πηγαίνει παντού, σε μέρη που ξέρουμε και σε μέρη που δεν ξέρουμε. Έχουμε αυτήν εδώ την σήραγγα, που περνάει από κάτω μας και κανένας δεν ξέρει που οδηγεί. Αν κρατάμε τον σιδηρόδρομο σε λειτουργία και κανένας μας δεν μπορεί να ξέρει που τελειώνει, ίσως μπορέσεις εσύ."

Η Κόρα (που έχει πάντα στο μυαλό της να βρει την μητέρα της μετά από χρόνια όπου κι αν έχει πάει), και ο Σίζαρ δραπετεύουν και πάνω στην προσπάθεια διαφυγής τους, σε μια συμπλοκή με κάποιους αγρότες που τους κυνηγούν, η Κόρα σκοτώνει έναν νεαρό. Πλέον εκτός από φυγάδες θεωρούνται και «φονιάδες», κάτι που οξύνει την κατάσταση. Βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι ενός λευκού γηραιού μάστορα, φίλου του Σίζαρ που γνωρίζει έναν από τους σταθμούς του υπόγειου σιδηρόδρομου και έτσι επιβιβάζονται σ’ αυτόν φεύγοντας από την πολιτεία. Ο σταθμός που θα αποβιβαστούν βρίσκεται σε μια πόλη της Νότιας Καρολίνας, όπου θα αλλάξουν ονόματα και θα βρουν εργασία. Η ζωή τους φαίνεται να ομαλοποιείται, αλλά από τη μια οι νόμοι που η πολιτεία προσπαθεί να εφαρμόσει στους μαύρους, με υποχρεωτική στείρωση κλπ, και από την άλλη η καταδίωξή τους από τον Ρίτζγουεϊ, έναν διαβόητο για την σκληρότητά του (αλλά και τις ικανότητές του) κυνηγό σκλάβων, τους υποχρεώνει να προσπαθήσουν να διαφύγουν ξανά. Η Κόρα το καταφέρνει, αλλά ο Σίζαρ δεν θα σταθεί τυχερός, κι έτσι μένει μόνη της, ξανά στον υπόγειο σιδηρόδρομο, πηγαίνοντας βόρεια και προσπαθώντας να βρει όχι μόνο προσωρινό καταφύγιο αλλά και την οριστική λύτρωση από τα δεσμά της. Ο Ρίτζγουεϊ όμως το έχει πάρει προσωπικά, όχι μόνο για την μεγάλη αμοιβή αλλά καθώς δεν αντέχει δεύτερη αποτυχία αφού η Κόρα είναι κόρη της μοναδικής σκλάβου που του είχε διαφύγει τόσα χρόνια που κάνει αυτή τη δουλειά. Το κυνηγητό γίνεται ακόμα πιο αγωνιώδες και γεμάτο ανατροπές που κρατάνε τον αναγνώστη καθηλωμένο.


"Οι λευκοί σε κατασπάραζαν, αλλά μερικές φορές σε κατασπάραζαν και οι έγχρωμοι επίσης."

Λεπτομέρειες από την εποχή της δουλείας, εικόνες ασύλληπτης φρίκης, περιγραφές που σοκάρουν. Ο Γουάιτχεντ παραθέτει ιστορικά στοιχεία, προσωπικές μαρτυρίες και συνθέτει ένα επικό μυθιστόρημα που συγκλονίζει με την δύναμή του και τον ρυθμό του. Περιγράφει έναν κόσμο βίαιο και απάνθρωπο, όπου η ζωή του μαύρου αξίζει λιγότερο από ένα ζώο, λιγότερο από ένα απαραίτητο οικιακό σκεύος. Περιγράφει τον διχασμό της μαύρης κοινότητας με ανθρώπους να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την εκάστοτε πολιτική κατάσταση,  μια κοινωνία ρατσιστική όχι μόνο με τους μαύρους, που είναι το εύκολο θύμα, αλλά και με άλλους μετανάστες, όπου οι πολιτοφύλακες και οι κυνηγοί κεφαλών μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν και όπως το ήθελαν. Η Κόρα, η ηρωίδα του μυθιστορήματος, έξοχος λογοτεχνικός χαρακτήρας, θα κάνει την επανάστασή της και θα βιώσει όλη την βία και τον ρατσισμό σε μια μεταβατική εποχή όπου η κάθε πολιτεία εφαρμόζει διαφορετικούς νόμους, αλλά ακόμα κι εκεί που νομίζεις ότι «εδώ είναι καλύτερα τα πράγματα», έρχονται οι περιστάσεις και σε διαψεύδουν.

Ξεφεύγοντας μερικές φορές προς τον διδακτισμό, ο Γουάιτχεντ έγραψε ένα συναρπαστικό βιβλίο, όπου το άκρατο μίσος συναντάει την αδελφικότητα και την συμπόνια, η βία την τρυφερότητα. Με σκηνές που θυμίζουν τις καλύτερες σελίδες των μυθιστορημάτων του Κόρμακ Μακάρθι, διαβάζουμε για μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της Αμερικανικής ιστορίας. Ευτυχώς ο συγγραφέας δεν ολισθαίνει προς τον εύκολο συναισθηματισμό αλλά ελέγχοντας απόλυτα το υλικό του, μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα ασφυξίας και απόγνωσης, αδιεξόδου και ελπίδας, με ένα από τα πιο υπέροχα page-turner μυθιστορήματα που το απολαμβάνεις και ταυτόχρονα σε προκαλεί να σκεφτείς κάποια πράγματα που σήμερα θεωρούνται δεδομένα, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.

Βαθμολογία 86 / 100




 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2019 | Permalink
"Καινούργια μέρα"

"Ένα σώμα που φλέγεται είναι μια οδυνηρή αποκάλυψη  και καμιά σχέση δεν έχει με τη φράση "ένα σώμα που φλέγεται". Ο καιόμενος είναι αδύνατον να αποδοθεί στο χαρτί."

Με ένα πολύ ενδιαφέρον, ογκώδες μυθιστόρημα, επανέρχεται σχεδόν 10 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου, ο συγγραφέας και παλαιοβιβλιοπώλης (oldbooks.gr), Νίκος Χρυσός (Αθήνα, 1972). Ο (μάλλον αισιόδοξος) τίτλος του βιβλίου, "ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ" (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 681), δεν προδιαθέτει γι' αυτό που θα ακολουθήσει την ανάγνωσή του, καθώς, αυτό το πολυφωνικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα είναι μια κάθοδος στην κόλαση, σε έναν κόσμο σκοτεινό κι ανεξερεύνητο, απωθητικό και απελπισμένο.


Ο χρόνος και ο τόπος είναι ασαφή στο βιβλίο του Χρυσού. Μπορεί η δράση να εξελίσσεται σήμερα, μπορεί σε λίγα χρόνια από τώρα. Ο τόπος είναι μια πόλη με μεγάλο λιμάνι κάπου στην Μεσόγειο. Στοιχεία από Αθήνα και Πειραιά είναι διάσπαρτα στην αφήγηση, χωρίς όμως να παίζουν κάποιο ρόλο στην πλοκή ενώ το Λιμάνι χωρίζεται σε ζώνες που είναι τα 24 γράμματα του αλφαβήτου. Σε μια αποθήκη / παλιό αμαξοστάσιο του λιμανιού, όπου τα βράδια καταφεύγουν για να προστατευθούν από το κρύο και για να κοιμηθούν, άστεγοι και παρίες, πουτάνες και πλάσματα της νύχτας, τρεις νεαροί κάνουν μια επιδρομή θανάτου με θύμα, έναν άστεγο, τον Σεβαστιανό, ο οποίος πυρπολείται από τους νεαρούς. Μέλος αυτής της ομάδας, είναι ο Παύλος που είναι και ο νεότερος. Ο Παύλος συγκλονίζεται από την αγριότητα και την κατάληξη της σκηνής που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Γυρίζοντας σπίτι του, αποφασίζει να ξεκόψει από την παρέα του και να ψάξει στοιχεία για τον άνθρωπο που κάηκε.

"Δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να' μουν εκεί, δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να' μουν εκεί, δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να' μουν εκεί, δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έχει συμβεί, δεν ήμουν εκεί. Στο λευκό περιθώριο της σελίδας εμφανίζεται ένα μάτι γαλάζιο, το χαρτί αρπάζει φωτιά, πιέζω το μολύβι και μουντζουρώνω το φλεγόμενο μάτι, το φύλο τρυπά μα εγώ συνεχίζω να μουντζουρώνω και να σκίζω τα επόμενα φύλλα το ένα μετά το άλλο ώσπου στη θέση του ματιού υπάρχει μια μαύρη τρύπα."

Ο Παύλος, προσπαθώντας να μάθει περισσότερα για τον Σεβαστιανό και την ιστορία του, εντοπίζει μερικούς από τους πιο βασικούς (και κοντινούς) συντρόφους του, τον Τέως που ήταν έμπορος, ο οποίος καταστράφηκε, του Μαρκόνη που ήταν ασυρματιστής σε καράβια, του ναρκομανή Γιάννη που ήταν φοιτητής και του αεικίνητου Λάκυ που έχει έρθει από την Ρουμανία. Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται ο καθένας από την πλευρά του, τα έργα και τις ημέρες του Σεβαστιανού, αυτού του αινιγματικού παραμυθά, που έχει πάντα έτοιμη, μια ιστορία να αφηγηθεί, καθηλώνοντας όσους ήταν κοντά του.

Ποιός ήταν όμως ο Σεβαστιανός; Ο αφανής κι όμως διαρκώς παρών κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας; Ο άνθρωπος που γοητεύει και μαγεύει τους πάντες, κλοσάρ και καταστηματάρχες, αστυνόμους και πόρνες, περαστικούς και μόνιμους ακροατές των ιστοριών του; Είναι μήπως ο Ιησούς και γύρω του είναι οι μαθητές του, που θα κηρύξουν τον Λόγο του; Είναι οι αφηγητές της ιστορίας του, ο καθένας από υποκειμενική πλευρά, οι Ευαγγελιστές που θα διαδώσουν τον λόγο του; Ο σκελετός του βιβλίου ακολουθεί αυτή τη δομή, χωρίς όμως να γίνεται άμεσα εμφανές στον αναγνώστη, χωρίς να τον βαραίνει με συμβολισμούς και αναφορές.

"Ξεκαθαρίζω εδώ πως δεν θέλησα ποτέ να υποδυθώ τον ξεπεσμένο ευγενή, δεν διεκδίκησα τον τίτλο του στοιχειωμένου πρίγκιπα που ανακάλυψε μια νέα λυτρωτική αλήθεια. Δεν ήμουν ο παλαβός Βύρων, δεν ήμουν ο τεμπέλης του Λαφάργκ, ήμουν ένα από τα σκουλήκια της πόλης, δεν το ξεχνούσα, το ήξερα, δεν μ' άφηνε κανείς εκεί έξω να το λησμονήσω, κι εξάλλου καμιά χαλαρότητα, καμιά παιδιάστικη ξενοιασιά δεν υπάρχει στον δρόμο. Δεν είναι παρά μια συνεχής πτώση, ένας διαρκής ίλιγγος, ένα άλμα στο χάος κι ας με ξεγελούν καμιά φορά τα παραμύθια του Σεβαστιανού· δεν τον κατηγορώ. Ίσως το μόνο το οποίο θα μπορούσα να του προσάψω είναι πως δεν αντιλαμβανόταν ότι οι ιστορίες του ήταν για εμάς καινούργια σώματα που τα ενδυόμασταν με πρωτοφανή προθυμία και τα απολαμβάναμε, έτσι άφθαρτα και σφριγηλά όπως μας φαίνονταν, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως δεν μας ανήκαν, δεν μας ταίριαζαν, δεν μας χωρούσαν καλά καλά, μόνο αποκοίμιζαν για λίγο την πείνα, μας αποσπούσαν για λίγο από τον φόβο της νύχτας, και ίσως αυτό το "για λίγο" ήταν η πιο σπουδαία παρακαταθήκη που μας κληροδότησε ο πολύτιμος φίλος."

Ο Παύλος αλλάζει κατά την διάρκεια των αφηγήσεων, μεταβάλλεται. Ουσιαστικά παγιδεύεται μέσα σε αυτόν τον αλλόκοτο κόσμο, με αφηγήσεις που ενώ περιγράφουν το ίδιο περιστατικό, συνεχώς αλλάζουν και περιπλέκονται, παρασύροντάς τον (όπως και τον αναγνώστη του μυθιστορήματος) σε ένα ταξίδι διαφορετικό. Κι εδώ παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας ακολουθεί την ιστορία της Καινής Διαθήκης, με τον Παύλο να γίνεται ο κήρυκας των λόγων του Σεβαστιανού, ενώ οι τελευταίες εκατό σελίδες του βιβλίου με τις "καταγραφές" του Παύλου, είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι ενός μυθιστορήματος που παρά τον όγκο του κρατάει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος.

Η έρευνα που έκανε ο συγγραφέας είναι εμφανής και εντυπωσιάζει. Ο κόσμος των κλοσάρ είναι ζωντανός και οι περιγραφές της πείνας ως μόνιμης κατάστασης, και ως ενός ατελείωτου εφιάλτη είναι εξαιρετικές, ενώ, το διαρκές άγχος της ζωής στον δρόμο και της αναζήτησης καταλύματος καθώς και η συνεχής κούραση κατακλύζουν τις αφηγήσεις των αστέγων φέρνοντας μια Ντοστογιεφσκική αύρα σε ένα βιβλίο που θέτει ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, το έγκλημα και την τιμωρία, την ανθρωπιά και το μίσος, την συμπόνια και την εγκατάλειψη, την απώλεια και την ανάγκη τρυφερότητας.


"Καθώς έκλεισε το βιβλίο, βρέθηκα ασφυκτικά στριμωγμένος ανάμεσα στις σελίδες κι ας ήλπιζα ο αδαής ότι θα με σκέπαζαν τρυφερά σαν πουπουλένιο πάπλωμα χήνας. Ο γηραιός βιβλιοθηκονόμος, κατάκοπος και σιωπηλός, το ακούμπησε στο καροτσάκι, διέσχισε τους χιονισμένους διαδρόμους και με τη βοήθεια μιας σκάλας το τοποθέτησε - με μένα μέσα - σε όρθια στάση στο πιο ψηλό ράφι της ακριανής βιβλιοθήκης. "Καλοδιάβαστος", μ' αποχαιρέτισε."

Αποφεύγοντας τις μελοδραματικές καταστάσεις και τον διδακτισμό, το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού έχει έντονο και σαφές κοινωνικό σχόλιο για τον ρατσισμό και τον καθημερινό φασισμό, την αποξένωση και την απομόνωση. Μπορεί να πλατειάζει σε ορισμένα σημεία του και η ιστορία να απλώνεται με τις πολλές αφηγηματικές φωνές που ίσως αποβαίνει εις βάρος της πυκνότητας και της οικονομίας του κειμένου, αλλά το βιβλίο όπως αναφέρω παραπάνω, παρουσιάζει πολλές αρετές που στο τέλος κερδίζουν τον αναγνώστη.

Κοντολογίς η «Καινούργια μέρα» είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, γραμμένο με πληθωρικό ύφος, προσεγμένη γλώσσα, καλό αφηγηματικό ρυθμό – δεν χάνεται ο έλεγχος ποτέ -, που όσο προχωράει το κείμενο λειτουργεί πολύ καλά. Ο Νίκος Χρυσός δείχνει το αξιόλογο ταλέντο του, και κυρίως δεν φοβάται την «μεγάλη αφήγηση», στοιχείο που δεν συναντάμε συχνά, στην ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας. Ένα βιβλίο που αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα και να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό αναγνωστών.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ : 77 / 100










 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2019 | Permalink
"Ο συνοδοιπόρος"
«Είμαι κατάσκοπος, κοιμώμενος, διπρόσωπος. Δεν εκπλήσσει ίσως το ότι είμαι και δίβουλος. Δεν είμαι κάποιος μεταλλαγμένος απ’ αυτούς στα κόμικς ή στις ταινίες τρόμου, καίτοι μου έχουν φερθεί σαν να είμαι. Απλώς, είμαι ικανός να δω κάθε θέμα από δύο μεριές. Καμιά φορά, κολακεύομαι να πιστεύω ότι αυτό είναι ταλέντο, και μολονότι είναι, ήσσονος φύσεως βέβαια, πιθανόν να είναι και το μοναδικό που διαθέτω. Άλλοτε πάλι, όταν σκέφτομαι ότι δεν μπορώ παρά μόνον έτσι να παρατηρώ τον κόσμο, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ταλέντο αυτό που διαθέτω. Άλλωστε, ταλέντο σημαίνει κάτι που χρησιμοποιείς, κι όχι κάτι που σε χρησιμοποιεί. Το ταλέντο που δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις, το ταλέντο που σε κατέχει – είναι κάτι επικίνδυνο, οφείλω να πω. Αλλά τον μήνα που αρχίζει αυτή εδώ η εξομολόγηση, ο τρόπος μου να βλέπω τα πράγματα έμοιαζε να είναι μάλλον αρετή παρά ελάττωμα, κι έτσι εμφανίζονται για πρώτη φορά ορισμένοι κίνδυνοι.»

Αυτή είναι η εισαγωγική παράγραφος, του συγκλονιστικού μυθιστορήματος «Ο ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ» («The Sympathizer»), εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Αμερικανοβιετναμέζου συγγραφέα Viet Thanh Nguyen (Βιετνάμ, 1971) – (εκδόσεις Utopia, μετάφρ. και ωραίο επίμετρο Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ. 650), ένα βιβλίο που σε καθηλώνει από την αρχή! Η αφήγηση ενός Βιετναμέζου σε πρώτο πρόσωπο, ενός ανθρώπου που δεν κατονομάζεται παρά μόνο με τον βαθμό του, «Λοχαγός» - ενός διχασμένου κατασκόπου, είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου αλλά, αυτό είναι μόνο η επιφάνεια.


Ο Λοχαγός έχει συλληφθεί και ανακρίνεται. Η εξομολόγησή του που γράφει ως κομμάτι της ανάκρισής του, είναι η ιστορία του βιβλίου. Μια ιστορία που ξεκινάει με την πτώση της Σαϊγκόν και την μαζική φυγή των Αμερικανών και των Βιετναμέζων υψηλόβαθμων αξιωματικών με τις οικογένειές τους από την πόλη. Ο αφηγητής, ένας άνθρωπος χωρίς οικογένεια και συγγενείς, είναι το δεξί χέρι ενός Στρατηγού και φροντίζει για την διαφυγή της οικογένειας αυτού, ενώ από την άλλη ενημερώνει με όποιον τρόπο μπορεί τους Βιετκόνγκ που έχουν ήδη εισβάλλει στην πόλη, βομβαρδίζοντας και καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της για τα τεκταινόμενα. Γιατί ο Λοχαγός, μπορεί να είναι βαθιά χωμένος στην στρατιωτική ιεραρχία, να έχει εκπαιδευτεί σε ρόλο ανακριτή (και πολύ καλού μάλιστα) από τους Αμερικανούς, αλλά ουσιαστικά υπηρετεί τους Κομμουνιστές του Βόρειου Βιετνάμ που τελικά θα κερδίσουν τον πόλεμο.

Ο Στρατηγός και διάφοροι άλλοι αξιωματούχοι, φτάνουν στις ΗΠΑ σώοι και ασφαλείς, μαζί τους κι ο Λοχαγός που έχει καταφέρει να διασώσει τον καλύτερό του φίλο, τον Μπον που η οικογένειά του ξεκληρίστηκε κατά την επιχείρηση διάσωσης. Αυτός, ο Μπον και ο τρίτος της σχολικής παρέας, ο Μαν είναι οι κολλητοί φίλοι από τα σχολικά χρόνια, που η ζωή και οι καταστάσεις τους χώρισαν. Ο αφηγητής και ο Μπον υπηρετούν τον στρατό του Νότιου Βιετνάμ, ο Μαν ο πιο ιδεολόγος και πιο χαρισματικός είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του Βορειοβιετναμέζικου στρατού. Σ’ εκείνον παρέχει τις πληροφορίες ο Λοχαγός μέσω κρυπτογραφημένων μηνυμάτων που στέλνονται με το ταχυδρομείο στο Παρίσι.

«Πρόσφυγας, εξόριστος, μετανάστης – όποιο είδος εκτοπισμένου κι αν ήμαστε, δεν ζούσαμε απλώς σε δύο πολιτισμούς, σε δύο κουλτούρες, όπως φαντάζονταν οι εγκωμιαστές του μεγάλου αμερικανικού χωνευτηρίου. Οι εκτοπισμένοι ζούσαν συνάμα σε δύο ζώνες χρόνου, ζουν στο εδώ και στο εκεί, στο παρόν και στο παρελθόν, είναι διστακτικοί ταξιδιώτες του χρόνου. Αλλά ενώ η επιστημονική φαντασία φαντάστηκε τους χρονοταξιδιώτες που πηγαίνουν μπροστά ή πίσω στον χρόνο, αυτό εδώ το ρολόι στον τοίχο παρουσίαζε μια αλλιώτικη χρονομέτρηση. Το ανοιχτό μυστικό του ρολογιού αυτού, ένα μυστικό σε κοινή θέα, ήταν ότι εμείς άλλο δεν κάναμε από το να κινούμαστε σε κύκλους.»

Στο Λος Άντζελες (όπου θα διαμείνουν), η ζωή για τους πρόσφυγες είναι δύσκολη και επίπονη. Υπάρχει η βοήθεια του Αμερικανικού κράτους, όπως και κάποιες χορηγίες από τα διάφορα λόμπι, αλλά τα πράγματα αποδεικνύονται πολύ δύσκολα στην καθημερινότητά τους με την συνειδητοποίηση ότι μάλλον έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί τα παλιά μεγαλεία, ενώ η νοσταλγία για την Σαϊγκόν κυριαρχεί στις σκέψεις του Λοχαγού που πνίγει την μελαγχολία του στο ποτό και στις καλά καλυπτόμενες επιστολές προς τον Μαν.
Ο Στρατηγός θα ανοίξει μια κάβα και αργότερα ένα εστιατόριο, αλλά αυτά είναι βιτρίνες για να οργανώσει την εκστρατεία διείσδυσης στο Βιετνάμ, και ανακατάληψης της χώρας, ένα σχέδιο που θολώνει όσο περνάνε οι μήνες και τις συνεχείς απογοητεύσεις από την αδιαφορία της αμερικανικής κυβέρνησης να ξεχαστεί όσο γίνεται γρηγορότερα αυτή η πανωλεθρία. Δεξί χέρι του Στρατηγού και εκτελεστικός του βραχίονας, παραμένει ο Λοχαγός. Μαζί με τον Μπον θα εκτελέσουν έναν συνάδελφό τους αξιωματικό εν ψυχρώ, θα εκπαιδευτούν στον ανταρτοπόλεμο, θα παραμείνουν έστω επιφανειακά (για τον Λοχαγό) στην εξουσία του Στρατηγού. Ο Λοχαγός θα εργαστεί σε μια χαμηλόμισθη βοηθητική θέση σε ένα κολλέγιο, θα κατασκοπεύει τους άλλους πρόσφυγες, θα σχετιστεί με μια καθηγήτρια, θα δείχνει το πρόσωπο ενός «πιστού σκυλιού» του Στρατηγού, ενώ θα εργαστεί και ως σύμβουλος στα γυρίσματα μιας αμερικάνικης ταινίας που γυρίζεται στις Φιλιππίνες με θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ σε μερικές από τις πιο σπαρταριστές (αλλά και θαυμάσιες) σελίδες του βιβλίου. Μετά την εκτέλεση ενός δημοσιογράφου και αντεραστή του  ως «φιλοκομμουνιστή», ο Λοχαγός βλέπει την ζωή του να έχει πάρει μια καθοδική πορεία, και να κινδυνεύει να αποκαλυφθεί η διπλή του ταυτότητα. Η ενεργός συμμετοχή του, στην (καταδικασμένη ουσιαστικά) επιχείρηση αυτοκτονίας στο Βιετνάμ είναι μονόδρομος…


Πρωτοπρόσωπη αφήγηση με πολύ ρεαλισμό στις περιγραφές, και χιούμορ που σπάει κόκκαλα! Ο Nguyen με ζωντάνια και καλοκουρδισμένο ρυθμό, αφηγείται μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία μνήμης. Επηρεασμένος από την αληθινή ιστορία ενός διπλού πράκτορα που ζούσε στην Καλιφόρνια με την οικογένειά του, ο συγγραφέας θίγει ένα πολύ ευαίσθητο θέμα για τους Αμερικανούς που ξυπνάει φρικιαστικές αναμνήσεις στους περισσότερους κατοίκους της χώρας.

Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας αφερέγγυος αφηγητής, και το ξεκαθαρίζει από την αρχή στην ιστορία που περιγράφει, η οποία δίνεται από την δική του υποκειμενική σκοπιά. Ο ίδιος είναι διαρκώς αντιφατικός και πολυσύνθετος, μπορεί με την ίδια άνεση που θα πολιτικολογήσει, να κλάψει με ένα ρομαντικό τραγούδι, να δολοφονήσει έναν συνάδελφό του, να ερωτευθεί την λάθος γυναίκα. Απόλυτα μοναχικός και ονειροπόλος, ταλαιπωρημένος από τα φαντάσματα της παιδικής του ηλικίας, νόθος γιος ενός Γάλλου καθολικού ιερέα και μια αγρότισσας σε ένα απομακρυσμένο χωριό του Βιετνάμ (που είναι και ο τόπος καταγωγής του συγγραφέα), νιώθει αποσυνάγωγος και αποδιωγμένος από την κάθε κοινότητα στην οποία εντάσσεται. Η σχέση του με τον Στρατηγό, σχέση αφοσίωσης και μίσους, καθώς το αφεντικό του υποκαθιστά τον πατέρα που ποτέ δεν είχε, μεταφέρεται εκπληκτικά από τον συγγραφέα.

«Μια ζωή, από την αρχή, ήμουν διχασμένος, αν και αυτό μονάχα εν μέρει ήταν δικό μου λάθος. Ναι, εγώ είχα επιλέξει να ζω δύο ζωές και να είμαι άνθρωπος με δύο μυαλά, αλλά ήταν δύσκολο να μην το κάνω, αφού ανέκαθεν οι άλλοι με φώναζαν μπάσταρδο. Η ίδια μας η χώρα ήταν καταραμένη, μπασταρδεμένη, χωρισμένη σε Βορρά και Νότο, κι αν μπόρεσαν να πουν για μας ότι εμείς επιλέξαμε τον διχασμό και τον θάνατο στον μη εμφύλιο πόλεμό μας, ήταν και αυτό μονάχα εν μέρει αληθές. Δεν είχαμε επιλέξει εμείς να μας εξευτελίσουν οι Γάλλοι, να διαιρεθούμε απ' αυτούς σε μια ανόσια και διόλου αγία τριάδα Βορρά, Κέντρου και Νότου, να εκχωρηθούμε στις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού και του κομμουνισμού για περαιτέρω διχοτόμηση, και μετά να μας δοθούν ρόλοι συγκρουόμενων στρατιών στο σκάκι του Ψυχρού Πολέμου, που παίζουν σε κλιματιζόμενες αίθουσες άντρες λευκοί με κοστούμια και ψέμματα. Όχι, όπως η κακοποιημένη γενιά μου ήταν διχασμένη πριν από τη γέννησή της, έτσι κι εγώ ήμουν διχασμένος εκ γενετής, φερμένος σ' έναν επιλόχειο κόσμο, όπου σχεδόν κανείς δεν με δεχόταν γι' αυτό που ήμουν, αλλά πάντα με πίεζαν βάναυσα να επιλέξω τη μία ή την άλλη πλευρά μου. »

Αίσθηση από Γκράχαμ Γκρην και Λε Καρέ, ατμόσφαιρα από Κάφκα στις τελευταίες σελίδες του εγκλεισμού και τη ανάκρισης, και έξοχες σελίδες ανθολογίας, στην εγκατάλειψη της Σαϊγκόν από τους πανικοβλημένους αξιωματικούς και τις οικογένειές τους· στα γυρίσματα της ταινίας τύπου "Αποκάλυψη τώρα" στις Φιλιππίνες με τον αυταρχικό και απόλυτο σκηνοθέτη (μια καρικατούρα του Φ.Φ.Κόπολα) να αντιπαθεί σφόδρα τον αφηγητή· στην γκροτέσκα προσπάθεια εισόδου στο Βιετνάμ από την ομάδα Αμερικανών πρώην στρατιωτικών και Βιετναμέζων προσφύγων. Το βιβλίο που όσο φτάνει προς το τέλος του, γίνεται παράλογο και σκοτεινό, αγχώδες και αγωνιώδες είναι σαγηνευτικό και εντυπωσιακό στην εξέλιξή του.

Η απώλεια, ο νόστος, η μνήμη, τα διλήμματα και οι αγωνίες του να ισορροπείς μεταξύ αντιθέτων δυνάμεων, οι επιλογές που σε καθόρισαν, η αποξένωση αλλά και η δύναμη της φιλίας καθορίζουν αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, που είναι κάτι μεταξύ κατασκοπευτικού θρίλερ, οξείας κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας, πολεμικού μυθιστορήματος αλλά και ιστορία μοναξιάς και εγκλεισμού με μια καθηλωτική αφήγηση που δείχνει αρετές μεγάλου συγγραφέα. Το βιβλίο απέσπασε πολλές σημαντικές διακρίσεις, μεταξύ αυτών, το βραβείο Πούλιτζερ για μυθοπλασία το 2016.

«Το Μπανγκ Μπανγκ ήταν ο ήχος του πιστολιού της μνήμης μες στα κεφάλια μας, γιατί δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τον έρωτα, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τον πόλεμο, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τους εραστές και τις ερωμένες, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τους εχθρούς, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε την πατρίδα, και δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τη Σαϊγκόν. »

Βαθμολογία 84 / 100














 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2019 | Permalink
"Η Χαμένη Αναγνώστρια"

Εκφράζοντας το όνειρο πολλών βιβλιόφιλων συγγραφέων (κι όμως υπάρχουν, και ζουν ανάμεσά μας), ο Ιταλός συγγραφέας (και υπεύθυνος σε λογοτεχνικό οίκο της Ιταλίας), Fabio Stassi (Ρώμη,1962) έγραψε ένα άκρως βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα με στοιχεία νουάρ, με τίτλο «Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΡΙΑ» («La lettrice scomparsa ») – (εκδ. Ίκαρος, μετάφρ. Δ. Δότση, σελ.270). Ένα ευφυέστατο βιβλίο που ξεκινάει νωχελικά σαν διανοουμενίστικο παιχνίδι, για να βρει τον ρυθμό του μετά τις πρώτες εκατό σελίδες, και να παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα υπέροχο λογοτεχνικό ταξίδι.


Ο Βίντσε Κόρσο (αναφορά στον ήρωα του μυθιστορήματος «Η Λέσχη Δουμάς ή Η σκιά τουΡισελιέ» του Αρτ. Πέρεθ Ρεβέρτε) είναι ένας γοητευτικός (όλοι του λένε ότι μοιάζει με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ), ιδιαίτερα ρομαντικός και συναισθηματικός, άνεργος καθηγητής φιλολογίας, που αποφασίζει να ανοίξει ένα γραφείο «Συμβουλευτικής Βιβλιοθεραπείας», έχοντας την πεποίθηση ότι για όλες τα ψυχολογικά προβλήματα υπάρχει η λύση ενός σωστού βιβλίου που θα σε βοηθήσει. Το εγχείρημα πρωτοποριακό αλλά οικονομικά τελείως αβέβαιο και όπως αποδεικνύεται μάλλον αδιέξοδο. Ο Κόρσο, που δεν γνώρισε ποτέ του τον πατέρα του, γεννημένος μετά από μια σχέση μιας νύχτας που είχε η ρεσεψιονίστ (τότε) μητέρα του με έναν επισκέπτη του ξενοδοχείου της Κυανής Ακτής, είναι ένας άνθρωπος που λατρεύει την λογοτεχνία, ζει κι αναπνέει γι’ αυτήν, όλα στη ζωή του συνδέονται με τα βιβλία και τους συγγραφείς, ενώ στέλνει κάθε μέρα μια ανεπίδοτη καρτ-ποστάλ χωρίς διεύθυνση, στον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ.

"Κάθε καρτ ποστάλ ενέχει κάτι το θρασύ και το παράτολμο μα και συγκινητικό, διότι δεν υπάρχει πιο τρωτό μέρος από έναν τόσο περιορισμένο χώρο. Ούτε και πιο λογοτεχνικό. Πρέπει όμως να είναι απελπισμένος κάποιος για να παραδίδει ανοχύρωτη τη φωνή του σε ένα ταχυδρομικό κουτί κι ύστερα σε μια ατέρμονη αλυσίδα αφίξεων και αναχωρήσεων, από την ταξινόμηση μέχρι το τέλος του ταξιδιού, αναμένοντας πότε θα φτάσουν οι λέξεις του στην ακριβή διεύθυνση. Αν υπάρχει ακριβώς διεύθυνση. Και αν πράγματι υπάρχει αποστολέας και παραλήπτης, και δεν καταλήγουμε εντέλει να γράφουμε πάντα στον εαυτό μας. Κάθε καρτ ποστάλ συνοψίζει όλα τα αφηγήματα και όλα τα μυθιστορήματα του κόσμου, την πλοκή τους, το πεπρωμένο τους. Εμείς πρέπει απλώς να την αποκωδικοποιήσουμε. Το μυστικό της βρίσκεται εκεί, μπροστά στα μάτια μας, για όποιον θέλει να το διαβάσει."

Ο Κόρσο νοικιάζει ένα στούντιο σε μια πολυκατοικία της Ρώμης και ξεκινάει ένα μάλλον σοβαρό εγχείρημα, παρότι οι ανασφάλειές του (για το αν θα τα καταφέρει και πως ακριβώς θα το κάνει) είναι πολύ ισχυρές. Αρχίζει να δέχεται κόσμο, λιγοστό βέβαια και μόνο γυναίκες με μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα, στις οποίες συστήνει πάντα ένα μυθιστόρημα. Οι συναντήσεις δεν έχουν πάντα επιτυχία, δεν βλέπει πως θα μπορέσει να συνεχίσει αυτή τη δουλειά, ώσπου ενημερώνεται από έναν φίλο του βιβλιοπώλη που έχει το μαγαζί του στην περιοχή, ότι μια γηραιά κυρία που μένει στην ίδια πολυκατοικία μ' αυτόν, εξαφανίζεται. Η κυρία Παρόντι (αναφορά στον "Δον Ισίδρο Παρόντι" των Μπόρχες-Μπιόι Κασάρες) έχει δολοφονηθεί ή μήπως έχει εκούσια εξαφανισθεί; Ο σύζυγός της συλλαμβάνεται ως κύριος ύποπτος, η γειτονιά κουτσομπολεύει αλλά είναι εμφανές ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ο Κόρσο χώνεται όλο και περισσότερο στην ιστορία όταν βλέπει την λίστα των μυθιστορημάτων που είχε δανειστεί η γηραιά κυρία από τον ευγενή βιβλιοπώλη, μια λίστα από σπουδαίους ως επί το πλείστον τίτλους που ο Κόρσο υποψιάζεται ότι μπορεί να περιέχουν κάποιο μήνυμα:

" "Η νύχτα των χρησμών" του Πολ Όστερ
"Η βουή και η μανία" του Γουίλιαμ Φώκνερ
"Ο μεγάλος αποχαιρετισμός" του Ρέιμοντ Τσάντλερ
"Χέρια" του Σέργουντ Άντερσον
"Σε τόπο εχθρικό" του Φ.Κ.Ντικ
"Άνθρωπος στο σκοτάδι" του Πολ Όστερ
"Τρέχα λαγέ" του Τζον Απντάικ
"Ταχυδρομείο" του Τσαρλς Μπουκόφσκι
"Δυτικά της Ρώμης" του Τζον Φάντε
"Ρώτα τη σκόνη" του Τζον Φάντε
"Ουέικφιλντ" του Ναθάνιελ Χώθορν
"Ένα θεωρητικά αστείο πράγμα που δεν θα ξανακάνω ποτέ" του Ντ. Φ. Γουάλας
"Η πιστή σύζυγος" του Μόρλεϊ Κάλαγκαν"

Ο συνεπής βιβλιόφιλος μόλις δει τον τίτλο "Ουέκφηλντ" (ένα από τα ωραιότερα διηγήματα που έχουν γραφτεί) θα αρχίσει να υποψιάζεται την συνέχεια του βιβλίου, που χωρίς να αποκτάει την μορφή θρίλερ, έχει περισσότερο ενδιαφέρον που αυξάνεται όσο προχωράει προς το εξαιρετικό φινάλε.
Έτσι κι αλλιώς, δεν νομίζω ότι το βιβλίο προσφέρεται για ανάγνωση σε οποιονδήποτε άλλον αναγνώστη εκτός του βιβλιόφιλου - μόνο εκείνος θα απολαύσει τα συνεχή κλεισίματα του ματιού, τις διαρκείς αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς, το ακατάσχετο name-dropping τίτλων και παραπομπών. Είναι ανεξάντλητη η λίστα των συγγραφέων που παρατίθενται στο μυθιστόρημα του Στάσι και σίγουρα μπορούν να αποτελέσουν την αφορμή για όποιον ενδιαφέρεται να ασχοληθεί λίγο παραπάνω με την λογοτεχνία – ιδίως δε αν ακολουθήσει την λίστα με «τις συμβουλές ανάγνωσης» στο παράρτημα του βιβλίου.

" "Επομένως τα βιβλία είναι κατά κάποιον τρόπο ένα οπτικό λάθος;"
"Ναι, ακριβώς".
Η γυναίκα αυτή είχε μπει, με λίγες κουβέντες, στην καρδιά του προβλήματος. Θυμήθηκα ένα παράδειγμα που μπορεί να άρμοζε στην περίσταση.
"Σε μια επιστολή του ο Σελίν γράφει πως, αν βουτήξουμε ένα ξύλο σε μια λίμνη, για να το δούμε ολόκληρο θα πρέπει να το σπάσουμε. Τα μυθιστορήματα", είπα, "είναι σαν αυτή τη λίμνη, μια ανακλώμενη επιφάνει. Για να αναπληρώσουν όμως την ακεραιότητα ή την αλήθεια αυτού που θέλουμε να δείξουμε, πρέπει να τσακίσουν την πραγματικότητα, να τη διαστρεβλώσουν, να την ανατρέψουν. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα όνειρα. Ανακατεύουμε δηλαδή την τράπουλα."
"Δεν έχετε την εντύπωση ότι ζούμε ήδη σ' έναν ψεύτικο κόσμο;"
"Αν τα μυθιστορήματα καταργούν την πραγματικότητα, το κάνουν για να την εκθέσουν, για να καταλάβουμε το πραγματικό πρόσωπο των πραγμάτων"."

Επηρεασμένος από το βιβλίο των Elderkin και Berthoud "The novel cure", ο Στάσι έγραψε ένα ευφυές ωραίο βιβλίο, που διαβάζεται ευχάριστα και γρήγορα αλλά δυστυχώς ξεχνιέται εύκολα...Η Ρώμη και οι συνοικίες της, οι μουσικές που είναι γεμάτο το μυθιστόρημα με αποσπάσματα από το τραγούδι του Ζακ Μπρελ "La chanson de vieux amants" αλλά και στίχους από άλλα γαλλικά μελωδικά τραγούδια, οι συζητήσεις κυρίως του Κόρσο με τον απογοητευμένο βιβλιοπώλη φίλο του, η συνεχής αναφορά σε συγγραφείς και βιβλία κάνουν τη γοητεία του μυθιστορήματος πραγματικά ακαταμάχητη, σε σημείο να ξεχνάς κάποια μειονεκτήματά του. Θεωρώ δε ότι το μάλλον προβλέψιμο αστυνομικό στοιχείο της ιστορίας, ίσως χρειαζόταν περισσότερο ανάπτυξη (και μάλλον περισσότερες σελίδες) καθώς θίγει τα θέματα της σχετικότητας της αλήθειας, της ταυτότητας, των ονομάτων που μας δίνουν ή οικειοποιούμαστε, της διπλής και της διχασμένης προσωπικότητας.

"Ο καθένας μας θα' πρεπε να γίνει ντετέκτιβ μονάχα της δικής του δυστυχίας."

"Η χαμένη αναγνώστρια" βεβαίως και πάνω απ' όλα, είναι ένα μυθιστόρημα για την αγάπη της λογοτεχνίας, και δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο κανέναν πραγματικό βιβλιόφιλο. Γραμμένο με χιούμορ και ωραίο στυλ, αφήνει μια γλυκιά αίσθηση στον αναγνώστη. Σε αυτό βοήθησε βέβαια η εξαιρετική έκδοση με το υπέροχο εξώφυλλο, όπως και η πάντα καλή δουλειά της ικανότατης μεταφράστριας Δ. Δότση.

Βαθμολογία 80 / 100






 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2019 | Permalink
"Κόκκινος σταυρός"

Ο έξοχος «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ» το νέο μυθιστόρημα της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Μαρίας Γαβαλά (Κορωπί Αττικής, 1947) – (εκδ. Πόλις, σελ.470), είναι ένα πολυφωνικό και πολυσέλιδο βιβλίο, που εντυπωσιάζει με τον ρυθμό του και την πυκνότητα της γραφής του. Η συγγραφέας πέρα από την βασική ιστορία που ξετυλίγει στο βιβλίο της, προκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε ιστορικά και κοινωνικά θέματα, δεν τον αφήνει να εφησυχάσει.


"Αυτό που τελικά κρατάμε από το πέρασμα των ανθρώπων είναι όσα ξεχωρίσαμε και διαλέξαμε, όχι μόνο για να τα απολαμβάνουμε όσο ζούμε μαζί τους, αλλά και για να μας συντροφεύουν, μετά τη φυγή τους, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας."

Η ηρωίδα του βιβλίου είναι η Αριάδνη Χόπε, μια νεαρή φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο της Δρέσδης που ετοιμάζει την μεταπτυχιακή της εργασία πάνω στη σχέση της τέχνης με τις εκφραστικές δυνατότητες ανθρώπων ψυχικά διαταραγμένων, νοσηλευόμενων για πολλά χρόνια στην Γερμανία, οι οποίοι (στην πλειονότητά τους) εξοντώθηκαν από τους Ναζί. Η έρευνα της Αριάδνης επικεντρώνεται στην προσωπικότητα της Μπέρτα Γκέρτρουντ, μιας έγκλειστης σε ψυχιατρικό άσυλο γυναίκας, που γεννήθηκε το 1870 και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε ψυχιατρικά ιδρύματα μέχρι την εκτέλεσή της από τους Ναζί, το 1940.
Η Αριάδνη προσπαθεί να κατανοήσει τι κρύβεται πίσω από τους άτεχνους πίνακες ζωγραφικής της Γκέρτρουντ, τι μπορεί να σημαίνουν τα λουλούδια και τα μάτια μιας γάτας που απεικονίζονται σε αυτούς, αυτές οι «κραυγές βοήθειας» της ζωγράφου τι θέλουν να πουν.

Η Αριάδνη Χόπε είναι ελληνογερμανίδα, οι γονείς της έχουν χωρίσει πολλά χρόνια τώρα, και ο Γερμανός πατέρας, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, ζει πλέον στο Βερολίνο, ενώ η μητέρα της στο Χαλάνδρι της Αθήνας. Είναι και οι δύο συνταξιούχοι και η Αριάδνη κατά τη διάρκεια της ιστορίας θα φροντίσει τον πατέρα της που ασθενεί και θα επαναπροσδιορίσει την σχέση της μαζί του.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε την ιστορία σε δύο επίπεδα. Στο ένα επίπεδο, έχουμε την αφήγηση της Μπέρτα Γκέρτρουντ από τον θάνατο του πατέρα της και μετά, τις προσπάθειές της να σπουδάσει, τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρικά ιδρύματα, την ζωή της μέσα σε αυτά, την σχέση της με τον αδερφό της Μάρτιν, που έχασε το χέρι του κατά τη διάρκεια του Α παγκόσμιου πολέμου, την προσπάθεια επανένταξής του στο κοινωνικό σύνολο, την κατάσταση στα ψυχιατρικά ιδρύματα μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, την πορεία προς την εφαρμογή της πολιτικής της ευθανασίας, που προϋπήρχε ως ιδέα από το 1920 και έγινε νόμος από τον Χίτλερ το 1939 για να καταργηθεί το 1941.

"Τον Σεπτέμβριο του 1939, ειδικές ομάδες άρχισαν να καταγράφουν όλα τα δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα που στέγαζαν ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα. Τα ιδρύματα όφειλαν να συμπληρώνουν τα σχετικά δελτία, τα οποία αποστέλλονταν στο Βερολίνο προς καταχώρηση στην Κεντρική υπηρεσία της καγκελαρίας του Φύρερ. Αντίγραφα αποστέλλονταν επίσης σε ψυχίατρους, οι οποίοι, συνεκτιμώντας τα στοιχεία του κάθε ασθενούς, σημείωναν την απόφασή τους, για ζωή ή θάνατο με απλό σταυρό. Η μόνη διαφορά ήταν στο χρώμα: ο κόκκινος σταυρός σήμαινε θάνατο, η γαλάζια παύλα συνέχιση της ζωής."


Στο δεύτερο επίπεδο, παρακολουθούμε την αφήγηση της Αριάδνης Χίπε, την προσπάθειά της με το θέμα που επίλεξε για την μεταπτυχιακή της, τις σχέσεις της, ερωτικές και κοινωνικές, τις σκέψεις της, τους προβληματισμούς της, όπως και τις συγκρίσεις της τωρινής κατάστασης με το παρελθόν. Η ζωή στη Δρέσδη, ο ισπανός εραστής της που την προδίδει, ο Κούρδος φίλος τους που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα εχθρικό περιβάλλον, η αναδρομή στα παιδικά και εφηβικά χρόνια στην Ελλάδα περνάνε μέσα από την αφήγηση της Αριάδνης, ενώ η ίδια προσπαθεί να συνθέσει την έρευνα γύρω από το αίνιγμα της (άπιαστης) Μπέρτα Γκέρτρουντ και τις συνθήκες στα ψυχιατρικά ιδρύματα.

Εξαιρετική (πρωτοπρόσωπη) αφήγηση, προβληματισμός για την βία και την κτηνωδία, αναγωγή στην σύγχρονη εποχή με τις δύο ιστορίες να εκτυλίσσονται παράλληλα και έντονο κοινωνικό σχόλιο κατακλύζει το μυθιστόρημα. Η πορεία της Γερμανίας μέσα από την ζωή της Μπέρτα Γκέρτρουντ, η προσαρμογή του ανθρώπου στις εκάστοτε συνθήκες και η συζήτηση που προκύπτει για τα όρια του Κακού αλλά και για τις μηδενικές αντιδράσεις που υπάρχουν στο κοινωνικό σύνολο, τότε και τώρα - τότε έκαιγαν τις συναγωγές, τώρα τα κέντρα φιλοξενίας λέει κάπου μέσα στο βιβλίο, περνάνε μέσα από την ιστορία προκαλώντας συνεχώς την νοητική διέγερση του αναγνώστη. Από τη μια η οδυνηρή πορεία της Γκέρτρουντ σε αυτή τη κατεστραμμένη ζωή, από την άλλη ο προβληματισμός της Αριάδνης για την πορεία που θα πάρει η ζωή της, η ασθένεια και ο θάνατος του πατέρα της, οι ερωτικές της ατυχίες, η ζωή στη Δρέσδη και οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, ενώ ενδιάμεσα οι αφηγήσεις νοσοκόμων από το ίδρυμα, όπως και στρατιωτών ενισχύουν ιδανικά, την πολυφωνικότητα της αφήγησης.

"Ανήκουμε πάντα στους ζωντανούς. Ξυπνάμε αντικρίζοντας το κλαμένο φως της μέρας, κοιμόμαστε νανουρισμένοι από το ψιθύρισμα της βροχής. Καμιά φορά τιναζόμαστε, μες στον ύπνο μας, τρομαγμένοι εξαιτίας του ανέμου που σφυρίζει μανιασμένα στα λιγοστά ανοίγματα του φρουρίου μας, κι άλλοτε πάλι αφήνουμε να μας γαληνέψει το ήρεμο ταξίδι της σελήνης πίσω από τα σύννεφα. Κι εκεί, ανάμεσα στα φωτεινά πέπλα του ουρανού, μετά από πολλές πολλές ώρες αμφιβολίας και δισταγμών, διαβάζουμε, λες κι είμαστε αποδέκτες μιας θείας έμπνευσης, αυτό που οφείλουμε, ως ταπεινοί άνθρωποι, με τις λιγοστές μας δυνάμεις, να πράξουμε."


Η Γαβαλά, με κινηματογραφικό ρυθμό στην ιστορία της (αξιοποιώντας την μακρόχρονη πορεία της στο σινεμά), χρησιμοποιεί ντοκουμέντα που τα αναμειγνύει θαυμάσια με την μυθοπλασία. Μπορεί η προσωπική ιστορία της Αριάδνης, να πλατειάζει και κάπου να επαναλαμβάνεται, ενώ δεν λείπουν και ορισμένες περιττές ευκολίες, αλλά είναι τέτοια η δύναμη του μυθιστορήματος και το ενδιαφέρον του θέματος που οι τυχόν ατέλειες εύκολα παραβλέπονται.

Ο "Κόκκινος σταυρός" είναι ένα επώδυνο μυθιστόρημα, βαθιά υπαρξιακό, που η ανάγνωσή του απαιτεί αναγνωστική εγρήγορση και αφοσίωση. Η έρευνα που έκανε η συγγραφέας για το θέμα της φαίνεται, όπως και η ισορροπία που κατάφερε να πετύχει μεταξύ του έντονου συναισθήματος και της αποστασιοποίησης. Είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, σε ένα είδος - το "μυθιστόρημα ιδεών" - που δύσκολα βρίσκουμε στην εγχώρια πεζογραφία, ίσως το αποκορύφωμα της λογοτεχνικής πορείας της Μ. Γαβαλά.  

Βαθμολογία 83 / 100