Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009 | Permalink
Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο - εναλλακτική ιστορία και νοητικό παιχνίδι
Σχεδόν 1 χρόνο πριν γράφοντας για το ωραίο μυθιστόρημα του Φ.Ροθ «Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ» είχα θίξει το θέμα των βιβλίων «Εναλλακτικής Ιστορίας», των «what if» μυθιστορημάτων (και όχι μόνο) που αποτελούν από μόνα τους μία κατηγορία με φανατικούς θαυμαστές. Παραδέχομαι ότι είναι δύσκολο να αντισταθείς στην γοητεία αυτών των ιστοριών – από όλων μας το μυαλό περνάει η σκέψη, πως θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα από ένα απειροελάχιστο γύρισμα της τύχης.

Το μυθιστόρημα-ορόσημο της κατηγορίας αυτής, είναι το αριστούργημα του μεγάλου συγγραφέα Philip K. Dick, «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΨΗΛΟ ΚΑΣΤΡΟ», (Εκδ.Τόπος, μετάφρ. Χ.Λιθαρή, σελ.381). Το βιβλίο εκδόθηκε το 1962, και ουσιαστικά δημιούργησε το είδος αυτών των μυθιστορημάτων που στηρίζονται στην «εναλλακτική ιστορία», καθιέρωσε δε τον Φ.Ντικ ως ένα συγγραφέα τεράστιου βεληνεκούς.

Το μυθιστόρημα στηρίζεται σε μία (εναλλακτική) ιστορική πραγματικότητα. Οι δυνάμεις του Άξονα έχουν νικήσει στον Παγκόσμιο πόλεμο και έχουν μοιράσει τις Η.Π.Α στα δύο. Η Ανατολική ακτή ανήκει στους Γερμανούς και η Δυτική ακτή στους Ιάπωνες. Τα Βραχώδη Όρη αποτελούν την «Ουδέτερη ζώνη», ένα είδος Ελβετίας των Η.Π.Α., όπου η δημιουργημένη Πολιτεία λειτουργεί και ως αυτόνομο κράτος, καταφύγιο κατασκόπων και διαφόρων κατατρεγμένων. Ο Ρούσβελτ δολοφονήθηκε νωρίς, μόλις το 1933 οπότε οι Ρεπουμπλικάνοι που κυβέρνησαν ήταν ανίκανοι να διαχειριστούν την επίθεση των Ιαπώνων, οι οποίοι κατέλαβαν την Χαβάη, και το Σαν Φρανσίσκο, ενώ κυριάρχησαν σε Αυστραλία κλπ. Οι Γερμανοί με τους Ιάπωνες έχουν μεταξύ τους ένα είδος «Ψυχρού Πολέμου» παρ’ότι νικητές και κυρίαρχοι του πλανήτη ανταγωνίζονται λυσσαλέα στην κατάκτηση του διαστήματος, μία μελλοντική σύρραξη είναι πολύ πιθανή.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Σαν Φρανσίσκο, όπου οι Ιάπωνες κυβερνούν και οι Αμερικανοί προσπαθούν να επιβιώσουν είτε συνεργαζόμενοι απόλυτα με το καθεστώς, κάνοντας μπίζνες και βγάζοντας χρήματα, είτε προσπαθώντας να κάνουν μικροδουλειές γιά να μπορέσουν να την κοπανήσουν από εκεί. Η πιό προσοδοφόρα επιχείρηση των ντόπιων είναι η πώληση μικροαντικειμένων της Αμερικάνικης κουλτούρας, από κονκάρδες και καπάκια αναψυκτικών, μέχρι αναπτήρων zippo ή περιστρόφων από τον Εμφύλιο πόλεμο. Όπως είναι επόμενο, τα περισσότερα από τα αντικείμενα αυτά, είναι κόπιες (σχεδόν τέλεια φτιαγμένες) και το περιθώριο κέρδους είναι συνήθως τεράστιο. Την καθημερινότητά τους, την καθορίζουν οι συμβουλές (μάλλον οι γρίφοι) ενός «Ιερού βιβλίου», του Ι Τσινγκ, ενός έργου της Κινέζικης φιλοσοφίας που αποτελείται από 64 εξάγραμμα που επιλεγόμενα συνδιάζονται σχηματίζοντας χρησμούς. Ιάπωνες και ντόποιοι συμβουλεύονται το Ι Τσινγκ και αποφασίζουν γιά τις ενέργειές τους.

Στα Βραχώδη Όρη όμως όλοι μιλάνε γιά ένα βιβλίο που έχει προκαλέσει τεράστια εντύπωση και έχει γίνει best-seller, είναι ένα μυθιστόρημα «εναλλακτικής ιστορίας», με τον περίεργο τίτλο «Η ακρίδα κείτεται βαριά» (The grasshopper lies heavy), του οποίου ο συγγραφέας ζει απομονωμένος σε ένα ράντσο ψηλά στα βουνα, σαν κάστρο. Το μυθιστόρημα ουσιαστικά περιγράφει έναν κόσμο όπως τον ξέρουμε. Οι συμμαχικές δυνάμεις νίκησαν στον Β Παγκόσμιο πόλεμο, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε – η γνωστή ιστορία.

Το μυθιστόρημα λοιπόν κινείται σε δύο επίπεδα πρωτογενώς. Έχουμε τους ανθρώπους που ζουν στο Σαν Φρανσίσκο και προσπαθούν να επιβιώσουν κοροϊδεύοντας ουσιαστικά τους κατακτητές τους, με κεντρικό πρωταγωνιστή έναν Εβραίο, τον Φρανκ Φρινκ, που είχε πολεμήσει την Ναζιστική Γερμανία στα μέτωπα της Ευρώπης και που έχει αλλάξει όνομα και χαρακτηριστικά και ο οποίος κατασκευάζει κοσμήματα. Το κύριο μέρος της ιστορίας του Σαν Φρανσίσκο εστιάζεται κυρίως στην προσπάθεια ενός μέρους της Γερμανικής αντικατασκοπείας να συνεργαστεί με τους Ιάπωνες με σκοπό να σταματήσουν τους ξέφρενους εξοπλισμούς και τον διαφαινόμενο πόλεμο. Το άλλο επίπεδο είναι η ιστορία της πρώην αρραβωνιαστικιάς του Φρινκ, της καθηγήτριας του Τζούντο, της Τζουλιάνα που ζει κάπου στο Κολοράντο, στην ουδέτερη ζώνη. Η Τζουλιάνα από μία τυχαία σχέση που συνάπτει με έναν περίεργο τύπο, διαπιστώνει ότι οι Ναζί ετοιμάζονται να δολοφονήσουν τον συγγραφέα του βιβλίου που έχει αναστατώσει τους πάντες. Προσπαθεί λοιπόν να φτάσει στο «Ψηλό Κάστρο» να γνωρίσει τον απομονωμένο συγγραφέα και να τον προειδοποιήσει γιά τους κινδύνους που διατρέχει.

Στο μυθιστόρημα του Ντικ, οι Ναζί παρουσιάζονται ως κτήνη, ως αδίστακτοι δολοφόνοι και τρομεροί καταπιεστές. Προσπαθούν να κυριαρχήσουν σε όλο τον κόσμο μέσα από δολοπλοκίες και συνωμοσίες. Σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τον Ιάπωνα επιτετραμμένο και τον Γερμανό αξιωματικό που προσπαθεί να έρθει σε επαφή μαζί του. Σχεδιάζουν να δολοφονήσουν τον συγγραφέα της «Ακρίδας...». Σε αντίθεση οι Ιάπωνες, ως φορείς ενός πανάρχαιου πολιτισμού, ασκούν δημοκρατικότερη διακυβέρνηση στην Δυτική Ακτή, δεν είναι καταπιεστικοί, είναι φιλικοί προς τους ντόπιους προσπαθώντας να τους κατανοήσουν θεωρώντας τους κατώτερους όπως και νά’ναι. Ο «ανθρωπισμός» των Ιαπώνων φαίνεται σε χαρακτηριστικές στιγμές του βιβλίου δείγμα της επιρροής του Ντικ από τον πολιτισμό τους.

Η υπόθεση δεν έχει τόση σημασία, ούτε τα γεγονότα που διαδραματίζονται. Έτσι κι αλλιώς ως προς την δράση, ο Ντικ είναι μάστορας και ο ρυθμός του μυθιστορήματος είναι καταιγιστικός. Μπορεί το υπόβαθρο να μην είναι πολύ στέρεο, αφού ο συγγραφέας δεν δίνει ιδιαίτερες εξηγήσεις του πως τα πράγματα έφτασαν σ’αυτό το σημείο (ιστορικά), αλλά το στυλ του συγγραφέα, σε συνδιασμό με τους εξαιρετικούς διαλόγους κερδίζουν και τον πιό δύσπιστο γι’αυτού του είδους την λογοτεχνία αναγνώστη.

Εκείνο που κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον είναι η άποψη περί «υποκειμενικότητας» της ιστορίας και των γεγονότων που βιώνουμε ή βιώσαμε. Το πρόβλημα με τις κόπιες ή τα αυθεντικά memorabilia του Αμερικάνικου παρελθόντος, είναι καθαρά νοητικό και όχι ρεαλιστικό. Ποιός μπορεί να γνωματεύσει την «αυθεντικότητα» ή την «ιστορικότητα» ενός αντικειμένου;Μόνο ένα κομμάτι χαρτί, ένα πιστοποιητικό μπορεί. Έτσι και με τα γεγονότα στα οποία ο συγγραφέας εμπλέκει τον αναγνώστη. Ποιά είναι τα «μυθιστορηματικά» και ποιά τα «ρεαλιστικά»; Ο πραγματικός χρόνος του μυθιστορήματος είναι αυτός που αφηγείται ο Ντικ ή αυτός που αφηγείται ο «Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» στο βιβλίο του; Ο συγγραφέας το λέει στην Τζουλιάνα, «Δεν υπάρχει Γκεστάπο από το 1947», ο χρησμός βγάζει απόφθεγμα περί «Εσωτερικής Αλήθειας» γιά την συγγραφή της "Ακρίδας..." – ποιά πραγματικότητα βιώνουν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου;

Η μεταφυσική είναι διαρκώς παρούσα σ’αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα ψεύδους και απάτης. Η χρήση του Ι Τσινγκ συνεχώς και πάντα με τους χρησμούς που μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και αλλιώς, επιτείνει το κλίμα της αβεβαιότητας που κυριαρχεί στον αναγνώστη. Η καθημερινότητα, η πραγματικότητα καθοδηγείται από τα όνειρα; Ο Φ.Ντικ είναι σαφής στο νόημα που βγαίνει από το μυθιστόρημα του: Το παρελθόν μπορεί να αλλάξει και τίποτα απ’όσα γνωρίζουμε δεν είναι δεδομένο. Ο Ντικ συναντιέται υπογείως με τον Όρσον Ουέλς που στο υποτιμημένο αριστούργημα του F for Fake, θέτει τα ίδια ερωτήματα ως προς την αυθεντικότητα της τέχνης – τι είναι τέχνη και τι όχι, τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Έτσι και στο μυθιστόρημα, που τελειώνει η «πραγματικότητα» και που αρχίζει η «φαντασία»...
 
Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2009 | Permalink
Ρονκαλιόλο Χ 2
Δεν πάει πολύς καιρός που είχα ασχοληθεί με το έξοχο μυθιστόρημα του Περουβιανού συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, «Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ». Σε σύντομο χρονικό διάστημα εκδόθηκαν και άλλα δύο βιβλία του συγγραφέα στην γλώσσα μας. Η πρώτη του νουβέλα με τον περιεκτικό τίτλο «ΝΤΡΟΠΗ» (Pudor) του 2004 και το πολύ καινούριο του μυθιστόρημα «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ» (Memorias de una dama), (και τα δύο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφρ. Μ.Μπονάτσου). Και τα τρία βιβλία του Ρονκαλιόλο είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Από το πολιτικό θρίλερ του πολύ επιτυχημένου «Απρίλη», στην οικογενειακή τραγικοκωμωδία της «Ντροπής» γιά να φτάσουμε στο πολύ πιό απαιτητικό εγχείρημα συνδιασμού πολιτικής ιστορίας, αστυνομικού και κωμωδίας που είναι οι «Αναμνήσεις...».

Η «ΝΤΡΟΠΗ» (σελ.171), είναι μια νουβέλα που περιγράφει την ζωή μιάς δυσλειτουργικής μοντέρνας οικογένειας που ζει στην Λίμα του Περού. Με ανάλαφρο στυλ και γλώσσα ο συγγραφέας αναπαριστά την καθόλου ανιαρή καθημερινότητα των μελών της αστικής οικογένειας των Ράμος. Η ιστορία ξεκινάει με τον θάνατο της γιαγιάς στο νοσοκομείο και το σοκ που νιώθει ο μικρός Σέρχιο αντικρύζοντας το «ξερό και κρύο δέρμα» της νεκρής. Ο Σέρχιο ένας ευφάνταστος μπόμπιρας βλέπει συνεχώς φαντάσματα και τα βιώνει ως μέρος της καθημερινότητας του και της μοναξιάς του. Η έφηβη αδερφή του Μαριάνα κάνει την επανάστασή της πειραματιζόμενη με την σεξουαλικότητά της και αντιδρώντας σε όλα. Η μητέρα, η Λούσι, ο πιό ενδιαφέρων χαρακτήρας του βιβλίου, πουλάει καλλυντικά και προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους και συγχρόνως να «πολεμήσει» τον χρόνο που περνάει και αφήνει τα σημάδια του πάνω της. Βλέπει το σώμα της να μην είναι το ίδιο όπως παλιά, τον άνδρα της να αδιαφορεί γι’αυτήν, τα παιδιά της να την ταλαιπωρούν, τον γάτο τους να κάνει συνεχώς ζημιές, τον πατέρα της που ζει μαζί τους να ταλαιπωρείται από το αλτζχάιμερ. Ξαφνικά ανακαλύπτει ότι κάποιος της αφήνει ερωτικά σημειώματα στην τσάντα της...

«Την επομένη της κηδείας, η Λούσι ξύπνησε, όπως κάθε πρωί, μισή ώρα πριν από τον σύζυγο και τα παιδιά της. Άναψε τον βραστήρα, κοίταξε στον καθρέφτη το διπλοσάγονο και τις σακούλες κάτω από τα μάτια και τις πίεσε με τα δάχτυλα, σαν να μπορούσε να βάλει το λίπος στην αρχική του θέση. Έπειτα ετοίμασε καφέ, φρυγάνισε ψωμί, έκανε σάντουιτς με βραστά αυγά και τόνο γιά το κολατσιό των παιδιών, σιδέρωσε ένα μπλε πουκάμισο, θυμήθηκε ότι θα έπρεπε να γυαλίσει τα πλακάκια της κουζίνας, σήκωσε τον Σέρχιο από το κρεβάτι και ξύπνησε την Μαριάνα, χτύπησε την πόρτα του Παπάπα, ξανασήκωσε τον Σέρχιο από το κρεβάτι, έλεγξε αν υπήρχαν πετσέτες στο λουτρό, άκουσε τον Αλφρέδο να γκρινιάζει επειδή ήθελε το άσπρο πουκάμισο, σιδέρωσε ένα άσπρο πουκάμισο σε τριάντα δευτερόλεπτα, βοήθησε τον Σέρχιο να πλύνει τα δόντια του, έβαλε τα χάπια του Παπάπα στη σειρά άκουσε την γκρίνια της Μαριάνα, επειδή τα σάντουιτς με τόνο και αυγά βρομάνε στο καλαθάκι με το κολατσιό, χτύπησε την πόρτα του μπάνιου για να βγει ο Αλφρέδο, έδωσε στον Παπάπα τα χάπια και ένα ποτήρι νερό, βρήκε το χαρτοφύλακα που ο Αλφρέδο είχε αφήσει στο πλυντήριο, είπε στον Παπάπα ότι καλύτερα να πλυθεί μετά τον πρωινό περίπατό του, υπενθύμισε στον Αλφρέδο το ραντεβού με τον γιατρό, έβγαλε τον βραστήρα από την μπρίζα, τους αποχαιρέτησε όλους με διπλά φιλιά και σάντουιτς, κλειδώθηκε στο μπάνιο και άρχισε να κλαίει. Δεν πίστευε ότι ήταν ικανή να κλάψει τόσο πολύ. Είχε καιρό να κλάψει και νόμιζε ότι είχε ξεχάσει πως γίνεται.
Αφού ηρέμησε, έκανε ένα μπάνιο και άφησε το νερό να πάρει λίγο από το άγχος της στην αποχέτευση. Της άρεσε να πέφτουν οι σταγόνες στον αυχένα της και να κυλάνε στους ώμους και στην πλάτη της. Δεν έκλεισε τη βρύση όταν το νερό άρχισε να παγώνει. Αν και έξω έκανε κρύο, ήθελε να αναζωογονηθεί. Βγαίνοντας από το ντους ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πρόσεξε ότι το στήθος της είχε κρεμάσει – ή μάλλον ότι είχε ξεκρεμαστεί – όπως και οι σακούλες κάτω από τα μάτια. Ανακάτωσε την τσάντα της ψάχνοντας μιά καφετιά γυαλιστερή σκιά. Έτσι, όχι μόνο θα τονίζονταν τα μάτια της, αλλά και λίγη σκιά κατάλληλα βαλμένη ανάμεσα στα στήθη έδινε την εντύπωση ότι είναι πιο στητά και σφιχτά.
Μέσα στην τσάντα της βρήκε ένα σημείωμα που δεν θυμόταν να είχε βάλει εκεί. Ίσως ήταν μια υπενθύμιση για κάτι που έπρεπε να κάνει μέσα στη μέρα, ή η λίστα με τα ψώνια, ή οι διευθύνσεις στις οποίες έπρεπε να πάει για να πουλήσει τα προϊόντα ομορφιάς. Συνήθως δεν σημείωνε τις υποχρεώσεις της, αλλά ούτε βασιζόταν ιδιαίτερα στη μνήμη της. Ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε:
Θέλω να σε γλείψω απ΄την κορφή ως τα νύχια.
Θέλω να γίνεις η πουτάνα μου.
Θα είμαι στην αγορά στις 11.30π.μ. Σε περιμένω


Ο σύζυγος, ο Αλφρέδο έχει σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Ο γιατρός του, του ανακοινώνει ότι δεν έχει πάνω από έξι μήνες ζωής ακόμα. Αποφασίζει να μη πει τίποτα σε κανέναν, ούτε στη δουλειά του (είναι μεγαλοστέλεχος σε μιά εταιρεία), ούτε στην οικογένεια. Πνίγει τον πόνο του στο ποτό και προσπαθεί να βρει λίγη τρυφερότητα είτε στην σιτεμένη γραμματέα του, είτε στην Λούσι που με τα σημειώματα και τα περίεργα ραντεβού που ορίζει ο περίεργος άγνωστος θαυμαστής της, έχει ανεβάσει την λίμπιντό της. Στην νουβέλα παρακολουθούμε και τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του «αναρχοαυτόνομου» γάτου της οικογένειας που στο διάβα του παρασέρνει τα πάντα και αρνείται πεισματικά την στείρωση.

Στον αέρα υπάρχει μιά μυρωδιά σήψης και θανάτου. Το φάντασμα της γιαγιάς (που μόνο ο Σέρχιο βλέπει και ο γάτος οσμίζεται) κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι, ο Αλφρέδο ξέρει ότι θα πεθάνει σε λίγο καιρό, η Μαριάνα θέλει να αυτοκτονήσει, ο παππούς γνωρίζει ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Όλα αυτά ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό μιάς τραγωδίας, είναι δοσμένα από τον πανέξυπνο και ικανότατο Ρονκαλιόλο με την μορφή ενός sitcom, μιάς ανάλαφρης και καθημερινής ιστορίας.

Τα οικογενειακά «μυστικά και ψέμματα» μένουν ανομολόγητα και καλυμένα πίσω από την καθημερινότητα. Ο καθένας ζει με τους φόβους του, τις κρυμμένες επιθυμίες του, τα «θέλω και τα πρέπει» του. Τελειώνει με θάνατο έτσι όπως άρχισε, ο Σέρχιο ανακαλύπτει και άλλο πτώμα, βλέπει και άλλον νεκρό – η πικρή γεύση που σου μένει συνδιάζεται με χαμόγελο.

Ωραία νουβέλα, έξοχο υλικό γιά μιά ωραία ταινία. Γυρίστηκε εξάλλου γιά το σινεμά το 2007, οι κριτικές μέτριες, ίσως θα έπρεπε να ασχοληθεί ο Αλμοδόβαρ, είναι ακριβώς το είδος που του ταιριάζει.

Οι «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΣ», (σελ.311), είναι πολύ πιό φιλόδοξο μυθιστόρημα. Με ένα ελκυστικότατο θέμα λογοτεχνικά αφού προσπαθεί να συνδιάσει το πολιτικοιστορικό μυθιστόρημα με την σκληρή καθημερινότητα ενός επίδοξου συγγραφέα, ο Ρονκαλιόλο ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ των δύο ετεροβαρών ιστοριών και εκεί που νομίζεις ότι έχει «χάσει την μπάλλα» καταφέρνει να κερδίσει τον αναγνώστη.

Η Ντιάνα Μινέτι είναι μιά γηραιά κυρία πολυεκατομμυριούχος που ζει σε ένα μέγαρο στο Παρίσι. Γεννημένη στον Άγιο Δομήνικο στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θέλει προτού πεθάνει να γράψει τα απομνημονεύματά της. Προσλαμβάνει λοιπόν έναν νεαρό επίδοξο συγγραφέα, Περουβιανό που ζει στην Ισπανία χωρίς άδεια παραμονής και δεν έχει γράψει ακόμα τίποτα στη ζωή του. Αυτοί οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι είναι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του Ρονκαλιόλο.

Η Μινέτι έχει στο μυαλό της ένα βιβλίο γεμάτο κοσμικά γεγονότα, φορέματα, κοσμήματα, πάρτυς, ωραίους ανθρώπους, λαμπερή ζωή. Περιγράφοντάς τα όμως στον νεαρό βιογράφο της, εκείνος διαπιστώνει ότι πολλά ουσιώδη πράγματα μένουν απέξω. Του λέει κατ’αρχήν ότι τα δύο της παιδιά που ζουν στην Καραϊβική την έχουν πετάξει έξω από την διαθήκη του πατέρα της και του αδερφού της – μιά περιουσία κοντά στα 400 εκατομμύρια δολλάρια δηλαδή. Ο συγγραφέας προσπαθεί να ανακαλύψει γιατί και αρχίζει να κάνει ερωτήσεις. Βλέπει ότι το ζουμί της υπόθεσης,βρίσκεται στον Άγιο Δομήνικο όπου άρχισε η ιστορία της οικογένειας Μινέτι και στην Κούβα όπου συνεχίστηκε η ζωή τους. Αρχίζει λοιπόν να γράφει ένα διαφορετικό βιβλίο από αυτό που οραματίστηκε η Ντιάνα. Ταξιδεύει στις χώρες αυτές και μαθαίνει την ιστορία του Τζόρτζιο Μινέτι, του πατέρα της Ντιάνα, ενός ικανότατου κομπιναδόρου Ιταλού, που ενεπλάκη σε συνομωσίες κατά του δικτάτορα Τρουχίλιο στον Άγιο Δομήνικο, εξεδιώχθη και κατέφυγε με την οικογένεια του στην Κούβα του Μπατίστα, όπου έγινε μέλος της τοπικής μαφίας με τα καζίνα και το εμπόριο ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ.

Η Ντιάνα μετά το αρχικό σοκ, πείθεται να μιλήσει γιά τα πραγματικά γεγονότα και η βιογραφία της παίρνει άλλη τροπή αποκαλύπτοντας μιά συναρπαστική ιστορία διαφθοράς, οικογενειακών δραμάτων, κατασκοπίας και τεράστιας διακίνησης χρήματος. Μιλάει γιά την όχι και τόσο ρόδινη ζωή της, την γεμάτη καταπίεση, τρόμο και συμβιβασμούς που οι γυναίκες της οικογένειας, δηλαδή εκείνη και η μητέρα της ήταν αναγκασμένες να κάνουν, προσποιούμενες ότι δεν βλέπουν και ασχολούμενες μόνο με τα κοσμικά.

Εκ παραλλήλου παρακολουθούμε και την ιστορία του Περουβιανού συγγραφέα στην προσπάθειά του να επιβιώσει στην αφιλόξενη Μαδρίτη, να μπορέσει να εκδώσει κάποιο βιβλίο που γράφει παράλληλα με την βιογραφία της Μινέτι. Τις αδιέξοδες συζητήσεις με τον εκδότη του, την σχέση του με την Βραζιλιάνα φίλη του. Μέσα από την αφήγηση ο Ρονκαλιόλο βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει συμπεριφορές συγγραφέων και εκδοτών με αιχμηρό τρόπο (ακόμα και του ίδιου του εαυτού, που τον παρουσιάζει ως αλαζόνα και εγωιστή).

Το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς του βιογράφου είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που αρχικά ήθελε η Ντιάνα αλλά και πάλι οι αμφιβολίες υπάρχουν αφού καθώς προχωράει η έρευνα πολλά από τα γεγονότα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς. Οι ερωτικές σχέσεις της Ντιάνας, η ιστορία με την περιουσία του πατέρα της και το πως εκείνη και η μητέρα της ήρθαν αντιμέτωπες με τον «αδίστακτο» αδερφό της είναι καθοριστικά γεγονότα που μπορεί και να μην έγιναν όπως τα αφηγείται η βιογραφούμενη.

«...Ένιωθα άσχημα απέναντί της. Αν ήξερα τι συνέβαινε, όλη η ιστορία μας θα ήταν διαφορετική. Εκείνη ήθελε μόνο μια φωτογραφία της ζωής της σαν κι αυτές του μπαμπά και της μαμάς της στο κομοδίνο. Ευχάριστη, φωτισμένη με έναν τρόπο που θα λείαινε τις πιό σκληρές γωνίες, κομψή. Εγώ της είχα διηγηθεί, τις περισσότερες φορές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με έναν αφηγητή που δεν αναγνώριζε. Ποια είναι η αληθινή ιστορία μιας ζωής; Ποιός πρέπει να αποφασίσει ποια γεγονότα ταιριάζουν και ποια δεν ταιριάζουν σε μια ζωή; Όποιος κι αν ήταν αυτός, πάντως δεν ήμουν εγώ.»

Ο Ρονκαλιόλο ακολουθεί έναν πολύ έξυπνο δρόμο στο βιβλίο του εκμεταλλευόμενος ακόμα και τις αδυναμίες του. Γνωρίζει καλά ότι το μυθιστόρημα του συμπατριώτη του,Μάριο Βάργκας Λιόσα «Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ» (Εκδ.Εξάντας-αριστούργημα), είναι αξεπέραστο όσον αφορά την περίπτωση του παρανοϊκού δικτάτορα Τρουχίλιο του Αγίου Δομήνικου. Δεν στέκεται λοιπόν εκεί αλλά επικεντρώνει στην διεφθαρμένη και ελκυστική Κούβα του Μπατίστα όπου η Μαφία είχε βρει το δικό της Ελντοράντο κάνοντας τρελλές μπίζνες. Οι σελίδες της ζωής της οικογένειας Μινέτι στην Αβάνα είναι συναρπαστικές, με ιλιγγιώδη ρυθμό και αγωνία, όπως και μετά οι περιπέτειες της οικογένειας στο Μαϊάμι και στον Άγιο Δομήνικο όπου επέστρεψαν μετά την πτώση του Τρουχίλιο και της οικογένειάς του.

Από την άλλη γνωρίζει επίσης οτι οι σελίδες που αφορούν την διαβίωση και τις προσπάθειες του νεαρού βιογράφου στην Ισπανία θα είναι αδύναμες σε σχέση με το υπόλοιπο βιβλίο. Η αφήγηση του εκεί είναι χαλαρή με πολύ χιούμορ (ορισμένες φορές δηλητηριώδες) και ρεαλισμό όσον αφορά τον κόσμο των εκδοτών και των Νοτιοαμερικανών συγγραφέων που σίγουρα υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί που βιώνει ο επίδοξος συγγραφέας, ο αγώνας του γιά μερικά ευρώ που θα του εξασφαλίσουν τροφή και στέγη απέχουν λίγο από το να κυλήσουν προς το γκροτέσκο αλλά μπορεί και να είναι αληθινές.

Το πρόβλημα (για τον αναγνώστη που δεν τον ενδιαφέρουν οι τεχνικές και οι μέθοδοι του συγγραφέα αλλά το αποτέλεσμα),είναι ότι υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ των δύο ιστοριών. Από την εκπληκτική και μυστηριώδη ζωή του Τζόρτζιο Μινέτι (του πατέρα της Ντιάνας) στην ξεφτίλα του Περουβιανού συγγραφέα που βγάζει γέλιο – δεν ξέρω, μάλλον ο Θέρκας στα υπέροχα βιβλία του το κάνει καλύτερα αυτό, αλλά η γραφή του Ρονκαλιόλο έχει γοητεία που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Πρέπει να επισημάνω την απουσία επιμέλειας στην έκδοση του βιβλίου με αποτέλεσμα τα πολλά συντακτικά και ορθογραφικά λάθη που κάποια στιγμή καταντούν ενοχλητικά.

Η προσωπική μου άποψη λοιπόν είναι ότι Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ παραμένει το καλύτερο βιβλίο του νέου (γεν.το 1975) συγγραφέα και μάλλον θα αποτελέσει ορόσημο γιά ολόκληρη την καριέρα του. Η «ΝΤΡΟΠΗ» και οι «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ» έχουν πολλά θετικά στοιχεία, συναρπαστική αφήγηση, χιούμορ και τραγωδία, αλλά νιώθεις ότι κάτι λείπει για να απογειώσει τα μυθιστορήματα αυτά. Ο Ρονκαλιόλο είναι πολύ έξυπνος, χειρίζεται καλά το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων - - δεν είναι τυχαίο ότι έχουν εκδοθεί σχεδόν όλα του τα βιβλία στα Ελληνικά, ενώ παραμένουν σχετικά άγνωστοι και χωρίς εκδότη κολοσσοί της ΛατινοΑμερικάνικης λογοτεχνίας...Σίγουρα ένας συγγραφέας (δεδομένης της ηλικίας του) που θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον.
 
Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 20, 2009 | Permalink
Ένας ντεσπεράντο στα Χιώτικα βουνά
Ο κυνηγημένος Γιώργης Πέτικας, ο πρωταγωνιστής του Χιώτικου χρονικού του νέου συγγραφέα και ερευνητή Γιάννη Μακριδάκη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΝΑΜΙΣΗΣ ΝΤΕΝΕΚΕΣ» (Εκδ. Εστία, σελ.348), είναι ένας «ντεσπεράντο» με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ένας άφοβος παράνομος που αρνείται να υποταχθεί, που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου, που πάει κόντρα στην (όποια) εξουσία.

Η ιστορία του Πέτικα είναι ένας τοπικός θρύλος που κράτησε (και ίσως κρατάει ακόμα) γιά αρκετές δεκαετίες στην τοπική κοινωνία του νησιού. Ελάχιστα ντοκουμέντα έχουν διασωθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, έχουν «φύγει» οι πρωταγωνιστές και οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι. Η ιστορία έχει περάσει σαν παραμύθι, όπου οι ελάχιστοι που ακόμα το θυμούνται από τις διηγήσεις των γονιών τους, το έχουν θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη τους. Το συλλογικό υποσυνείδητο των κατοίκων κατέγραψε τον Πέτικα ως έναν άλλον «Λήσταρχο Νταβέλη», ως «μπαμπούλα» που χρησιμεύει η αναφορά του ονόματός του γιά να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους.

Μέσα της δεκαετίας του ’10,η Χίος από το 1912 είναι Ελληνική και ο Γιώργης Πέτικας γυρίζει στο χωριό του, τα Καρδάμυλα της Χίου από την Αμερική όπου είχε φύγει μετανάστης να βγάλει κάνα φράγκο. Γυρίζει με τον σκοπό να ανοίξει ένα χασάπικο στην παραλία του χωριού και να μπορέσει να παντρευτεί μιά ομορφονιά με την οποία υπάρχει ένα φλερτ (στο στυλ της εποχής,ματιές δηλαδή) από το κοντινό χωριό τις Αμάδες. Η οικογένεια του Πέτικα φτωχιά, τα αδέρφια δουλεύουνε για να προικίσουν τις αδερφές τους, ο Γιώργης είναι ο πιό άξιος και πολύ αγαπητός στα γύρω χωριά αφού πάντοτε βοηθούσε τους βοσκούς και τους κοντοχωριανούς του. Στήνει το χασάπικο με την βοήθεια του καλύτερού του φίλου που έχει ένα παρόμοιο μαγαζί στην Χώρα της Χίου και μαζί ανεβοκατεβαίνουνε τα απότομα βουνά της περιοχής γιά κατσίκια κλπ. Ο Πέτικας έχει καταφέρει να αποσπάσει την υπόσχεση της νεαράς γιά γάμο, καθώς βρίσκονται στα κλεφτά ώσπου, εκείνη τον προειδοποιεί να βιαστεί γιατί παρουσιάστηκε έτερος υποψήφιος στον πατέρα της ο οποίος τον καλοβλέπει για γαμπρό του. Τυχαία ο Πέτικας μαθαίνει ότι ο «εκλεκτός» της οικογένειας είναι ο καλύτερός του φίλος (και συνεργάτης του),ο Γιάννης ο Λοίζος. Πάει και τον βρίσκει και τον παρακαλάει να «αποσυρθεί» γιατί εκείνος την αγαπάει χρόνια πολλά, αλλά ο Λοίζος αφού το σκέφτεται γιά λίγο, δεν το δέχεται. Βρίσκονται στις Αμάδες, στο καφενείο και τα πίνουνε, όταν του ανακοινώνει την απόφασή του – ο Πέτικας θολώνει, τσακώνονται, τον μαχαιρώνει.

Φεύγει στα βουνά και βρίσκει καταφύγιο σε μιά σπηλιά πάνω από μία στάνη ενός καλού του φίλου βοσκού. Βρίσκει δυό ντενεκέδες, ο ένας μισός και μ’αυτούς κουβαλάει νερό – ονομάζει το καταφύγιό του «Ανάμιση ντενεκέ» και εκεί πέρα ξεχειμωνιάζει. Η Χωροφυλακή των Καρδαμύλων είναι στο κατόπι του, αλλά ο Πέτικας έχει βοήθειες. Από τους βοσκούς που τους βοηθούσε παλαιότερα, από τους Καρδαμυλίτες που κακό λόγο γι’αυτόν δεν είχαν να πούνε. Παρά τα βασανιστήρια και τις προσβολές στην οικογένειά του από τις αρχές, εκείνος διαφεύγει και θα διαφεύγει γιά χρόνια πολλά. Τις δυσκολότερες στιγμές του θα τις περάσει όταν με την κυβέρνηση Βενιζέλου έρχονται Κρητικοί χωροφύλακες στο νησί. Η σύλληψη του Πέτικα είναι θέμα γοήτρου για τις αρχές, δεν μπορούνε να «ξεφτιλίζονται» έτσι και η καταδίωξη είναι λυσσώδης. Αναγκάζεται να καταφεύγει από σπηλιά σε σπηλιά, απο βουνοκορφή σε βουνοκορφή, πεινασμένος, τραυματισμένος, να ζει χρόνια σαν αγρίμι, κάποια στιγμή δεν αντέχει, θα παραδοθεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Αλλά δραπετεύει από την φυλακή και χάνεται...Εδώ κάπου σταματάει ο θρύλος, το παραμύθι και αρχίζει η ιστορική έρευνα.

Ο Μακριδάκης χωρίζει το βιβλίο σε δύο μέρη, τα οποία εμπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο. Το μυθιστορηματικό μέρος έχει τη μορφή γουέστερν. Καταδίωξη, πιστολίδι, τύποι σκληροί με μπέσα, κακοτράχαλα βουνά, μοναξιά και απελπισία, χιούμορ και ηρωισμός. Το άλλο μέρος έχει πρωταγωνιστή τον συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί βήμα-βήμα να αναπλάσει τα γεγονότα πηγαίνοντας στα μέρη που διαδραματίστηκαν. Προσπαθεί να βρει άκρη μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, από αφηγήσεις από τρίτο ή τέταρτο χέρι μιάς που τα χρόνια έχουν περάσει και δεν υπάρχουν επιζώντες από εκείνη την εποχή. Βρίσκει τονισμένα κάποια υπερφυσικά ή ηρωικά στοιχεία της καταδίωξης, ενώ δεν τον βοηθάνε ιδιαίτερα τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής. Τελικά μέσα από τυχαία γεγονότα βρίσκει την άκρη και ανακαλύπτει τον γιό του Γιώργη Πέτικα, ο οποίος εμφανίζεται γιά να δώσει την λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης του πατέρα του μετά την απόδρασή του από τις φυλακές της Χίου.

Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο του το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Η Χίος (όπως και όλη η χώρα) βρίσκεται σε μιά ιστορική καμπή. Η ενσωμάτωσή της στο απότομα μεγαλωμένο Ελληνικό κράτος ήταν δύσκολη που έγινε ακόμα δυσκολότερη λόγω του κύματος προσφύγων που ήρθε από τις απέναντι ακτές (βρισκόμαστε αρκετά πριν την Μικρασιατική καταστροφή αλλά η πολιτική του Τουρκικού κράτους απέναντι στις μειονότητες είχε αρχίσει να σκληραίνει). Οικονομική κρίση, πολιτικά παιχνίδια, συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια (εφοπλιστικά κυρίως) δημιουργούσαν έντονες κοινωνικές αναταραχές. Οι πρόσφυγες εξαρτώντο από το ανύπαρκτο κράτος, είχαν να αντιμετωπίσουν και την τοπική εχθρότητα, το νησί ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Κόσμος πέθαινε το ’17 από ασιτία (γύρω στους 100 θανάτους τον Νοέμβριο), φτώχεια και εξαθλίωση. Ο Μακριδάκης δίνει φωνή στον απλό κόσμο ενσωματώνοντας στην ιστορία (σαν «χορικό» σε αρχαία τραγωδία),ένα καφενείο στην Χώρα της Χίου και τις συζητήσεις του απλού κόσμου. Την απογοήτευση τους από το ελλαδικό κράτος (πολλές φορές αναπολούν τις μέρες της Οθωμανικής αρχής), την στάση τους απέναντι στους πρόσφυγες, απέναντι στις Αθηναϊκές αρχές, απέναντι στην εξουσία γενικότερα. Η στάση του κόσμου απέναντι στις Αρχές φαίνεται και από το «κρύψιμο» του Πέτικα από τους βοσκούς στα βουνά. Κανείς δεν μιλάει παρά το ξύλο, παρά τις φυλακίσεις, παρά τις απειλές ενώ η τοπική «ομερτά» φαίνεται χαρακτηριστικά και στην «κάλυψη» της «πέτρας του σκανδάλου», της κοπέλας , της οποίας το όνομα διατηρείται μυστικό και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.

Πέρα από το έντονο κοινωνικό στοιχείο, το μυθιστόρημα διακρίνεται γιά την εξαιρετική χρήση της ντοπιολαλιάς σε σημείο που να μην κουράζει, την υπέροχη αναπαράσταση της εποχής και τα πολύ ενδιαφέροντα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει μετατρέποντας την ιστορία του φυγόδικου ντεσπεράντο σε μία εξαιρετική κοινωνιολογική και λαογραφική μελέτη του νησιού.Με την χρήση της παράλληλης αφήγησης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος παρακολουθούμε την αλλαγή στην φύση, τις αλλαγές στο νησί αυτά τα χρόνια, ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου.

Μπορεί κάποιες στιγμές να φλυαρεί, μπορεί να παρατραβάει την έρευνα τεντώνοντας την έτσι κι αλλιώς ελλιπή ιστορία (που υποθέτω παρόμοιές της θα υπάρχουν σε πάρα πολλά μέρη της χώρας),αλλά το μυθιστόρημα-χρονικό του Μακριδάκη έχει ψυχή, έχει μεγάλη δυναμική και γοητεύει τον αναγνώστη. Ισορροπώντας ανάμεσα στο συναίσθημα και την ιστορική έρευνα, αυτός ο «Ανάμισης ντενεκές» είναι από τα «αγαπησιάρικα» βιβλία που δεν ξεχνάς, ζωντανεύει τις μυρωδιές του τόπου και με τις δυνατές του εικόνες μετατρέπει την ανάγνωση σε ενεργό συμμετοχή.

Ο Γ.Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 και μόλις εκδόθηκε το δεύτερο του βιβλίο «Η δεξιά τσέπη του ράσου». Είναι ιδρυτής του «Κέντρου Χιακών μελετών» και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό Πελινναίο, απο το ενδιαφέρον site του άντλησα πολλές πληροφορίες που με βοήθησαν στην κατανόηση του κοινωνικού περιβάλλοντος της ιστορίας του Πέτικα.
 
Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2009 | Permalink
Η ιστορία της Κάθρην
Στην προσωπική του αλληλογραφία που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας William Makepeace Thackeray χαρακτήριζε το πρώτο του μυθιστόρημα, την «ΚΑΘΡΗΝ» (Εκδ. Νεφέλη,μετάφρ. Γ.Μπλάνας,σελ. 305) ως ένα «τεράστιο λάθος». Μπορεί ο συγγραφέας να ήταν σκληρός με το δημιούργημά του (το οποίο έγραψε με ψευδώνυμο), και να μην ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα της δουλειάς του, ο χρόνος όμως δούλεψε γι’αυτό το «υποτιμημένο» μυθιστόρημα που παρά τις ατέλειές του και τα σημάδια του χρόνου που βαραίνουν πάνω του (γράφτηκε το 1839 και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Fraser’s magazine), απασχολεί ακόμα τους θαυμαστές και τους μελετητές του έργου του ως χαρακτηριστικό δείγμα πρωτόλειας γραφής αυτού του εξαιρετικού στυλίστα συγγραφέα,έναν από τους μεγαλύτερους κλασσικούς της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας

Τον 19ο αιώνα στην Αγγλία κυριαρχούσαν οι ιστορίες για εγκληματίες, στυγνές δολοφονίες, εκτελέσεις. Οι ήρωες της εποχής ήταν οι σκληροί και επικίνδυνοι κακοποιοί που λυμαίνονταν τους δημόσιους δρόμους (τις σημερινές εθνικές οδούς), ληστεύοντας ταξιδιώτες και άμαξες. Τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα γιά μισό και παραπάνω αιώνα (τέλη 18ου- μέσα 19ου) ήταν φυλλάδια εμπνευσμένα από τα ημερολόγια των φυλακών Νιούγκεϊτ, των οποίων το αρχείο είχε δημοσιευτεί το 1773 σε πέντε τόμους με πλούσια εικονογράφηση (The Newgate Calendar) και ήταν το απόλυτο best-seller στην Αγγλία μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα (μόνο η Βίβλος το ξεπερνούσε σε πωλήσεις!). Το Νιούγκεϊτ ήταν η φυλακή θανατοποινιτών του Λονδίνου από το 1188 έως το 1902 και φιλοξένησε ουκ ολίγους καταδικασμένους στην εσχάτη των ποινών. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους σε συνδιασμό με την λεπτομερή και «διογκωμένη» περιγραφή των εκτελέσεων τους συνάντησαν την ενθουσιώδη αποδοχή του κοινού που «ψοφάει» γιά αίμα πάντα και παντού. Από τα ημερολόγια αυτά εμπνεύστηκαν δεκάδες συγγραφείς γιά να γράψουν μυθιστορηματικές βιογραφίες, άλλοτε εξαγνίζοντας με ρομαντικό ύφος τους κακοποιούς της εποχής, άλλοτε περιγράφοντας με όσο γίνεται πιό βίαιες περιγραφές τα γεγονότα. Ο κάθε «λήσταρχος» αναδείχθηκε ως λαϊκός ήρωας, αυτός που μάχεται την άδικη κοινωνία και τον οικονομικό εξευτελισμό των συμπατριωτών του – κάτι που έγινε και στις λαϊκές φυλλάδες που βγήκαν στην Ελλάδα στα τέλη του ίδιου αιώνα.

Η ιστορία της Κάθρην Χέιζ ήταν μία από τις δημοφιλέστερες που δημοσιεύτηκαν στα αρχεία των φυλακών Νιούγκεϊτ. Η γυναίκα αυτή δολοφόνησε και μετά έκοψε κομματάκια τον σύζυγό της πετώντας τα κομμάτια στον Τάμεσι. Δυστυχώς γι’αυτήν βρέθηκε το κεφάλι και έτσι μετά από λίγες ημέρες αποκαλύφθηκε το έγκλημά της. Θανατώθηκε διά πυράς στο Τάιμπερν (τόπος εκτελέσεων των φυλακών) προς τέρψη του πολυάριθμου κοινού που παρακολουθούσε – ας μη ξεχνάμε ότι οι δημόσιες εκτελέσεις ήταν κάτι εξαιρετικά δημοφιλές γιά εκατοντάδες χρόνια. Ο Θάκεραιη πήρε αυτή την ιστορία και την μυθιστορηματοποίησε εξιστορώντας την πορεία αυτής της γυναίκας από έφηβη σερβιτόρα σε ένα πανδοχείο κάπου στον Αγγλικό Βορρά που έλκεται από έναν απατεώνα αξιωματικό ευγενικής καταγωγής και κάνει ένα παιδί μαζί του, μέχρι την στυγερή δολοφονία που διέπραξε και την εκτέλεσή της.

Ο συγγραφέας πρωτοτυπεί (γιά τα δεδομένα της εποχής), αποφεύγοντας τις ψευτολυρικές περιγραφές και την επιμονή στο γκροτέσκο των λαϊκών φυλλάδων. Παρ’ότι η ιστορία της φτωχής αλλά καθόλου τίμιας Κάθρην προσφέρεται αφού έχει τα πάντα (έρωτα, εγκατάλειψη, σεξ, κομπίνες, ίντριγκες), ο Θάκεραιη με τον τρόπο του «κριτικάρει» τους συναδέλφους του που υιοθετούν μελοδραματικές αφηγήσεις και «αγιοποιήσεις» ανθρώπων που δεν άξιζαν γιά κάτι τέτοιο. Οι πρωταγωνιστές του μεγάλου συγγραφέα παρουσιάζονται όπως πραγματικά είναι. Μοχθηροί, κατεργάρηδες, πονηροί, λαμόγια, πραγματικά κακοί που ψάχνουν την ευκαιρία να «στην φέρουν», πρόθυμοι να σκοτώσουν αφού η ανθρώπινη ζωή γι’αυτούς δεν μετράει καθόλου.

Η γραφή του Θάκεραιη έχει την γνωστή ειρωνία και κομψότητα που χαρακτήρισε τον συγγραφέα στα μεταγενέστερα αριστουργήματά του, το «Μπάρυ Λύντον» ,το αξεπέραστο «Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας (Vanity fair)» και το «Βιβλίο των Σνομπ» (που καθιέρωσε τον όρο!) εδώ όμως συναντάει προβλήματα δομής που μάλλον οφείλονται στην (τότε) απειρία του συγγραφέα. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο συγγραφέας στην προσπάθεια του να ειρωνευτεί τους συναδέλφους του (και μεταξύ αυτών τον Κ.Ντίκενς) χάνει το νόημα και την ουσία της ιστορίας που πλατειάζει και φλυαρεί. Μπορεί ο σκοπός του συγγραφέα να ήταν να κριτικάρει τις φυλλάδες τύπου Νιούγκεϊτ με ένα σατιρικό ύφος, αλλά στο βιβλίο του κυριαρχεί η (δυνατή από μόνη της) εικονογράφηση της ζωής της ηρωίδας.Οι σύγχρονοι μελετητές του έργου του Θάκεραιη είμαι σίγουρος ότι προσπαθούν να ανακαλύψουν τα κίνητρα πίσω από την επιλογή αυτής της ηρωίδας και ότι δήθεν χρησιμοποίησε την ιστορία ως πρόσχημα για να καυτηριάσει τις φυλλάδες τύπου Νιούγκεητ και καλά...Διαφωνώ κάθετα μ'αυτές τις "θεωρητικές" απόψεις, νομίζω ότι τα κίνητρα του συγγραφέα ήταν πολύ πιό απλά - προσπάθησε να δώσει την ιστορία από μιά άλλη πλευρά και με το δικό του ύφος, από εκεί και πέρα είναι ζήτημα γούστου τι προτιμά κανείς...

Η «Κάθρην» διαβάζεται από τον σημερινό αναγνώστη κυρίως γιά την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής, τους σπιρτόζικους διαλόγους και τις δυνατές εικόνες της Αγγλικής επαρχίας και του Λονδίνου του 18ου αιώνα. Προσωπικά προτιμώ το ύφος και την δύναμη των ιστοριών του,σε συνδιασμό με το μοναδικό του στυλ, όταν περιγράφει social climbers (κοινωνικούς αναρριχητές) όπως ο ακαμάτης αλλά γοητευτικός Μπάρυ Λύντον στο ομώνυμο βιβλίο,ή ακόμα περισσότερο,η τρομερή και φοβερή Μπέκυ Σαρπ που καταφέρνει να κουμαντάρει τους πάντες στο Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας.
 
Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2009 | Permalink
"...la via e lunga e 'l cammino e malvagio..."
Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί μου άρεσε ένα βιβλίο που το καταλαβαίνω από την αρχή ότι δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, ότι είναι γεμάτο κλισέ καταστάσεις, κοινότοπες και καθημερινές. Πιστεύω ότι έχει συμβεί σε όλους μας αυτό . Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι η ιστορία που «απλώνει» ο συγγραφέας μπροστά σου, σου φέρνει στο μυαλό οικείες καταστάσεις, πράγματα που έχεις ζήσει ή πράγματα που θα ήθελες να ζήσεις.

Με το μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα Antonio Soler, « Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΕΓΓΛΕΖΩΝ »,(El camino de los Ingleses), (Εκδ.Κέδρος, μετάφρ. Ν.Καλοτεράκης, σελ.429), δεν συνέβη κάτι τέτοιο αν και η εποχή που διαδραματίζεται (τέλος της δεκαετίας του 70) είναι και η δικιά μου εποχή της «αθωότητας». Μάλλον είναι η ευαισθησία και η ποίηση που αποπνέει αυτό το βιβλίο, μαζί με την κινηματογραφική του ματιά που τραβάει τον αναγνώστη και τον κάνει τελικά να αγαπήσει τους ήρωες και να συμπάσχει με τα μικρά ή μεγάλα δράματα της ζωής τους.

Βρισκόμαστε στην Μάλαγα μιά συνηθισμένη επαρχιακή πόλη της Ισπανίας στον νότο. Είναι καλοκαίρι και οι νεαροί ήρωες του βιβλίου έχουν τελειώσει το σχολείο. Κάποιοι από αυτούς ετοιμάζονται γιά το πανεπιστήμιο, κάποιοι αλητεύουν χωρίς σκοπό ανεβοκατεβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο της συνοικίας τους, τον "δρόμο των Εγγλέζων". Το χρονικό πλαίσιο είναι τα τέλη της ταραγμένης (γιά την Ισπανία και όχι μόνο) δεκαετίας του 70, όταν η χώρα προσπαθεί να βγει από την σαραντάχρονη δικτατορία του Φράνκο και εκδημοκρατίζεται ερχόμενη πιό κοντά στην Ευρώπη μετά την απομόνωσή της. Ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι ο Μιγκελίτο Ντάβιλα που στην αρχή της ιστορίας βγαίνει από το νοσοκομείο μετά από μιά εγχείρηση που του βγάλανε το ένα του νεφρό αλλά η διαμονή του εκεί μέσα τού «έδειξε» τον προορισμό του στη ζωή, να γίνει ποιητής. Στο διπλανό του κρεβάτι ήταν κάποιος που διάβαζε την ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ του Δάντη. Ο Μιγκελίτο τον παρατηρούσε και όταν ο άτυχος συγκάτοικός του πέθανε ζήτησε να του αφήσουν το βιβλίο. Από τις πρώτες σελίδες της δίγλωσσης έκδοσης κατάλαβε ότι «δραπέτευε από την καθημερινότητα», από την «μίζερη ζωή του νοσοκομείου», και πήρε την απόφαση του..
«Θα γίνω ποιητής» είπε στους φίλους του...
«Κι αν γίνεις ποιητής νομίζεις ότι θα γαμάς περισσότερο;» του απαντούν εκείνοι, αλλά αυτός αρχίζει να κυκλοφορεί με το βιβλίο στην μασχάλη και να απαγγέλει κομμάτια από το «ιερό βιβλίο».

Είναι μιά συνηθισμένη εφηβική παρέα. Με τις τρέλλες τους, την μανία γιά γυναίκες, γιά τσαμπουκάδες, γιά παρατσούκλια. Ερωτικές ιστορίες χωρίς αύριο, μπανιστήρια, μπάνια στην πισίνα της περιοχής, σεξ με την «Χοντρή από την Κάλα», που τους «βολεύει» όλους χωρίς αντάλλαγμα, βόλτες και οικογενειακά προβλήματα να ταλανίζουν τους ήρωες της ιστορίας. Η μητέρα του «Μπαμπιρούσα» που παντρεύεται στην Αγγλία με έναν μαύρο και όταν εκείνος πηγαίνει καλεσμένος στον γάμο τους, ανακαλύπτει ότι το ζευγάρι δουλεύει σε ένα peep show, κάνοντας ζωντανό σεξ επί σκηνής. Ο πατέρας του Πάκο Φροντόν, που είναι ο γκάνγκστερ της περιοχής και τριγυρνάει με μιά προπολεμική Dodge γεμάτη γυναίκες και μπαινοβγαίνει στην φυλακή. Ο Αβελίνο Μορατάγια που αυνανίζεται συνεχώς και σε κάθε ευκαιρία. Και οι κοπέλες της παρέας, η μοιραία Λούλι η Γιγάντια που θέλει να γίνει μπαλαρίνα και η οποία αποτελεί το αντικείμενο του πόθου γιά όλους, η φίλη της η Κορμάρα που τα φτιάχνει με τον Πάκο, και η σεξουαλική (μέσα στην απάθεια της) Δεσποινίς «Περικεφαλαία της Καρχηδόνος».
Η ερωτική ιστορία του Μιγκελίτο με την πανέμορφη Λούλι κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Ένας έρωτας παράφορος που θα βρει εμπόδια στην ισχυρή επιθυμία της Λούλι για να πάει στη σχολή χορού που διαβλέπει ο πονηρός Ρουμπιρόσα στην προσπάθειά του να την κατακτήσει και στην «ποιητική» φύση του Μιγκελίτο που «τρελλαίνεται» όταν αντιλαμβάνεται την Δεσποινίδα «Περικεφαλαία...» να του απαγγέλει Δάντη. Το τέλος θα είναι μοιραίο γιά τον έτσι κι αλλιώς πολύ άρρωστο Μιγκελίτο που δεν του έμελλε να γίνει ποιητής, και μαζί με το τέλος του θα έρθει και το τέλος μιάς εποχής αφού η παρέα θα σκορπίσει στους πέντε ανέμους.

«Στο κέντρο της ζωής μας υπήρξε εκείνο το καλοκαίρι. Ένας ποιητής που δεν έγραψε ποτέ κανένα στίχο, μιά πισίνα που απ’το βατήρα της πηδούσε ένας νάνος με βελούδινα μάτια κι ένας άντρας που μια νύχτα τον σήκωσαν και τον πήραν μακριά τα σύννεφα. Οι μέρες σωριάστηκαν πάνω μας σαν κουρασμένα δέντρα.
Αυτή είναι η ιστορία του Μιγκέλ Ντάβιλα και του δεξιού νεφρού του. Είναι επίσης η ιστορία πολλών άλλων, όπως της Δεσποινίδος Περικεφαλαία της Καρχηδόνος, του Αμαντέο Νούνι του Μπαμπιρούσα και του Πάκο Φροντόν, κι εκείνου του αμαξιού που είχε χρώμα φράουλας με σαντιγί, με το οποίο σουλατσάριζε ο τελευταίος όταν ο πατέρας του βρισκόταν στη φυλακή. Και τέλος, είναι η δική μου ιστορία. Καθώς θυμάμαι εκείνα τα χρόνια, μέσα μου ζωντανεύει ένα κομμάτι του εαυτού μου. Όπως ένας γέρος ζωγράφος που, ζωγραφίζοντας τα ποτάμια, τα φύλλα των δέντρων και τα γαλάζια βουνά που έχει μπροστά του, σχεδιάζει το περίγραμμα των ματιών του, τις χαρακιές και τις ρυτίδες που ο χρόνος έχει σκάψει στο δέρμα του προσώπου του. Με άλλα λόγια, την αυτοπροσωπογραφία του.»


Προβλέψιμο και συνηθισμένο το μυθιστόρημα του Σολέρ αλλά με μιά ποιητική δυναμική στην (πολύ χαλαρή και κινηματογραφική) αφήγηση. Η παγκόσμια λογοτεχνία και ο παγκόσμιος κινηματογράφος είναι γεμάτα από πανομοιότυπες ιστορίες εφηβικών καλοκαιριών, πρώτων ερώτων, παρεϊστικων χαβαλέδων και ατελείωτων περιπλανήσεων στις εξοχές. Από την δικιά μας αξεπέραστη ΕΡΟΪΚΑ μέχρι τους έφηβους των σκηνοθετών του Χόλιγουντ δεν έχουν αλλάξει πολλά και μοιάζουν όλα να έχουν ειπωθεί. Ο τρόπος όμως της αφήγησης κερδίζει το στοίχημα γιά τον συγγραφέα.

Το βιβλίο δείχνει να είναι αυτοβιογραφικό αφού ο Σολέρ γεννήθηκε στην Μάλαγα το 1956, θα μπορούσε λοιπόν να είναι μιά αφήγηση των εφηβικών του χρόνων. Ο συγγραφέας έχει μεγάλες ικανότητες, οι δε τελευταίες 50 σελίδες του βιβλίου, όταν η δράση κορυφώνεται είναι εκπληκτικές και οι σκηνές βίας που διαδέχονται τις σκηνές έρωτα είναι πολύ δυνατές και παρασέρνουν τον αναγνώστη. Ο συμπατριώτης (και κοντοχωριανός) του συγγραφέα, ο διάσημος ηθοποιός Αντόνιο Μπαντέρας, λειτουργώντας ως σκηνοθέτης αυτή τη φορά,γύρισε το βιβλίο ταινία το 2006, ενώ το μυθιστόρημα απέσπασε το βραβείο Ναδάλ το 2004 σημειώνοντας τεράστια επιτυχία στην χώρα του.

Κλείνοντας, δεν μπορώ να μη θίξω το θέμα της απόδοσης των στίχων του Δάντη που υπάρχουν διάσπαρτοι στο μυθιστόρημα βγαίνοντας αυθόρμητα από το στόμα του Μιγκελίτο. Το να χρησιμοποιείται στον 21ο αιώνα, η μετάφραση του Ν.Καζαντζάκη είναι αδιανόητο από την στιγμή που υπάρχουν καλύτερες και ακριβέστερες στο νόημα του συγγραφέα αποδόσεις. Όποιος διάβασε την ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ σε απόδοση Καζαντζάκη και έχει καταλάβει τίποτα παρακαλώ να σηκώσει το χέρι. Οι στίχοι «Ω άμυαλη Αράχνη, πως σε κοιτούν κιόλας ζούδι η μισή να κλαις μες στα ξεσκλίδια του πέπλου σου που για ζημιά σου υφάθη» απλά, δεν βγάζουν νόημα γραμμένοι σε μιά γλώσσα που δεν μιλιέται (και δεν ξέρω αν μιλήθηκε ποτέ).
 
Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 02, 2009 | Permalink
Όλες οι χάρες του ουρανού
Εντυπωσιακό ντεμπούτο στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή πριν από δύο χρόνια, πραγματοποίησε ο Αιθίοπας συγγραφέας Dinaw Mengestu με το πολύ καλό μυθιστόρημά του «ΟΛΕΣ ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ» (The beautiful things that heaven bears), (Εκδ. ΠΟΛΙΣ, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.295). Ο συγγραφέας (γενημμένος το 1978), που διαμένει στην Αμερική από τα 2 του χρόνια όταν η οικογένεια του αναγκάστηκε να διαφύγει από την Αιθιοπία λόγω της τρομοκρατίας που είχε ασκήσει το καθεστώς Μεγκίστου στους αντιφρονούντες έγραψε ένα τρυφερό και χαμηλότονο βιβλίο γιά έναν νέο άνθρωπο, έναν μετανάστη στην «χώρα της επαγγελίας» που προσπαθεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Ένα μυθιστόρημα γιά τον «ξένο» της διπλανής πόρτας που όλοι συναντάμε τελευταία και που πολλές φορές κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε.

Ο Σέφα Στέφανος είναι ένας Αιθίοπας μετανάστης που έχει ένα μαγαζάκι (κάτι σαν μίνι-μάρκετ) σε μιά υποβαθμισμένη συνοικία της Ουάσινγκτον που αρχίζει τελευταία να αναβαθμίζεται με την εισβολή λευκών αστών. Ο Στέφανος με δυσκολία διατηρεί το μαγαζάκι του που δεν πηγαίνει καθόλου καλά, είτε από έλλειψη πελατείας, είτε από δικιά του οικονομική αδυναμία να έχει ελκυστικά προϊόντα γιά τους πελάτες του. Η μοναδική του συντροφιά είναι δύο φίλοι του Αφρικανοί που γνώρισε όταν και οι τρεις τους δούλευαν σε ένα ξενοδοχείο. Ο Τζόζεφ από το Κονγκό και ο Κένεθ από την Κένυα έχουν τραβήξει πλέον διαφορετικούς δρόμους. Ο Κένεθ είναι μηχανικός δουλεύει σε μιά εταιρία, έχει αγοράσει αυτοκίνητο, το μέλλον δείχνει φωτεινό γι’αυτόν. Αντίθετα ο Τζόζεφ που διαβάζει κάθε απόγευμα στην βιβλιοθήκη, παραμένει γκαρσόνι σε ένα μοδάτο ρεστωράν ανεχόμενος τις παραξενιές των πλούσιων πελατών. Οι τρεις τους βρίσκονται απαραίτητα μία φορά την εβδομάδα και πίνουν το ουισκάκι τους στο μαγαζί του Στέφανος προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανές τις αφρικάνικες μνήμες τους, είτε μιλώντας γιά τις χώρες από τις οποίες προήλθαν, είτε παίζοντας ένα δικό τους παιχνίδι προσπαθώντας να θυμηθούν ονόματα αφρικανών δικτατόρων.

Ο Στέφανος ζει μιά πολύ μοναχική και φτωχική ζωή. Στην πραγματικότητα ζει με τις αναμνήσεις της πατρικής γης, από την οποία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει γιά να γλυτώσει τη ζωή του, όταν συνέλαβαν ένα βράδυ τον πατέρα του – και κατόπιν τον εκτέλεσαν – και χτύπησαν άσχημα την μητέρα του. Αυτός και ο αδερφός του κρύφτηκαν και μετά από λίγο καιρό, η μητέρα του μπόρεσε να τον φυγαδεύσει στην Αμερική σε ένα θείο του, πρόσφυγα κι’αυτόν. Ο Στέφανος νιώθει να ζει στην Ουάσινγκτον αλλά νοητικά ακόμα ζει στην Αντίς Αμπέμπα – εκεί θεωρεί ότι βρίσκεται το σπίτι του, τίποτα δεν τον συγκινεί, τίποτα δεν τον κρατάει στις Η.Π.Α.

«...Μόνος πίσω από τον πάγκο, συνειδητοποιούσα ξαφνικά με τρόμο και φρίκη ότι όλα όσα είχα αγαπήσει στη ζωή μου ή είχαν χαθεί γιά πάντα ή συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς εμένα, εντεκάμιση χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ένιωθα επίσης ότι αυτό που είχα εδώ δεν ήταν ζωή, αλλά ένα αξιολύπητο υποκατάστατο που το αποτελούσαν ένας θείος, δύο φίλοι, ένα καταθλιπτικό μαγαζί κι ένα φτηνό διαμέρισμα.
Ο θείος μου ο Μπερχάν με ρώτησε κάποτε γιατί επέλεξα να ανοίξω μίνι μάρκετ σε μια φτωχογειτονιά μαύρων, παρότι τίποτα στη ζωή μου δεν με είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Απέφυγα να του απαντήσω ότι το έκανα επειδή το μοναδικό πράγμα που ήθελα πιά από τη ζωή ήταν να διαβάζω με την ησυχία μου για όσο περισσότερες ώρες της ημέρας μπορούσα. Άφησα το θείο μου και το λιτό δυαράκι του στα προάστεια για να μετακομίσω στην πλατεία Λόγκαν, μια απόφαση που δεν την έχω κατανοήσει ακόμα, ούτε μ’έχει συγχωρήσει γι’αυτήν, παρά τα όσα λέει. Είχε πολύ μεγάλες φιλοδοξίες για μένα, όταν πρωτόφτασα εδώ από την Αιθιοπία. «Περίμενε και θα δεις», μου έλεγε με την απαλή, πειστική φωνή του. «Θα γίνεις μηχανικός ή γιατρός.Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου για να σε δει». Μερικές φορές βούρκωνε μιλώντας για το μέλλον, που πίστευε ότι θα έφερνε μόνο καλύτερα και πιο όμορφα πράγματα. Εδώ, στην πλατεία Λόγκαν, όμως, δεν ένιωθα υποχρεωμένος να γίνω τίποτα σπουδαιότερο απ’αυτό που ήμουν ήδη. Ήμουν φτωχός και μαύρος, και η συνακόλουθη ανωνυμία ήταν μια ασπίδα που με προστάτευε από τις φιλοδοξίες κάθε νέου μετανάστη, τις οποίες άλλωστε είχα εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό – αν υποθέσουμε ότι είχα ποτέ τέτοιες. Στην πραγματικότητα δεν είχα έρθει στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. Είχα έρθει τρέχοντας κι ουρλιάζοντας, με τα φαντάσματα της παλιάς μου ζωής γαντζωμένα στην πλάτη μου. Ο σκοπός μου έκτοτε ήταν απλός: να περνώ απαρατήρητος, να μην κάνω άλλο κακό.»


Η ζωή του Στέφανος αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον όταν μιά διανοούμενη καθηγήτρια πανεπιστημίου φτιάχνει το απέναντι του οίκημα, μετατρέποντάς το σε μιά υπέροχη τετραώροφη έπαυλη που εντυπωσίαζε με το στυλ της. Η Τζούντιθ μιά καλοβαλμένη ψιλόλιγνη λευκή είχε ένα κοριτσάκι την Ναόμι, εντεκάχρονο, που το χρώμα του έφερνε περισσότερο προς το μαύρο, καρπός μιάς σχέσης της Τζούντιθ με έναν Μαυριτανό επισκέπτη- καθηγητή στο πανεπιστήμιο που εκείνη δίδασκε. Μεταξύ της μικρής και του Στέφανος αναπτύσσεται μιά ιδιόμορφη φιλική σχέση, όπου το κοριτσάκι περνάει ατελείωτες ώρες στο μαγαζάκι του μετανάστη και όπου διαβάζουνε μαζί το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμάζοφ». Η μικρή χρησιμεύει στον Στέφανος και ώς «όχημα» προσέγγισης της (μάλλον άπιαστης) μητέρας της με την οποία αναπτύσσεται ένα διακριτικό φλερτ.

Η αδυναμία του Στέφανος να πληρώνει τα ενοίκια και η εντολή έξωσης που του παραδίδεται στο μαγαζί έρχεται σχεδόν ταυτόχρονα με την επίθεση στο σπίτι της Τζούντιθ από τους έγχρωμους κατοίκους της συνοικίας που δυστροπούν στην έλευση των εύπορων αστών και προσπαθούν να κρατήσουν την περιοχή όπως ήταν. Ο Στέφανος βιώνει μιά άλλη πλευρά της Αμερικής, το να αισθάνεσαι ξένος μέσα στην ίδια σου την χώρα.

Ο Στέφανος έχει έρθει στην Αμερική από ανάγκη και όχι γιά να υλοποιήσει κάποιο όνειρο ή να πλουτίσει. Νιώθει «ξένος», νιώθει απομονωμένος. Πηγαίνει σε γάμους ή εκδηλώσεις συγγενών ντυμένος με επίσημες ενδυμασίες της πατρίδας του, αρνούμενος να ενσωματωθεί στην Αμερικάνικη κοινωνία. Όταν αποφασίζει να πλησιάσει (έστω με το δικό του στυλ) την Τζούντιθ, μιά πολύ σοφιστικέ Αμερικάνα, που δείχνει ότι έλκεται από εκείνον, δεν ξέρει τον τρόπο. Φοβάται τόσο πολύ να ανοιχτεί ή να κάνει κάποια κίνηση που το παιχνίδι είναι χαμένο εκ των προτέρων. Με το μόνο άτομο που έχει μιά ειλικρινή και ουσιαστική σχέση είναι με το μικρό κορίτσι, ένα πανέξυπνο και ικανότατο πλάσμα με την οποία κάνουν μαζί (κι ας τους χωρίζουν είκοσι χρόνια) τα πρώτα βήματα στην κοινωνία.

Η σχέση με τον πατέρα και η σύλληψη του μπροστά στα μάτια του φοβισμένου Στέφανος, είναι καθοριστική και κυριαρχεί στο βιβλίο. Η ήρεμη ματιά του πατέρα την ώρα που τον χτυπάνε με τον υποκόπανο του όπλου, την ώρα που τον εξευτελίζουν στοιχειώνει τον Στέφανος και τον ακολουθεί νύχτα-μέρα.

Ο πρωταγωνιστής με τους φίλους του παίζουν το παιχνίδι της μνήμης. Προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές τις αναμνήσεις, προσπαθούν να βρουν τον προσανατολισμό τους. Γιά τον Κένεθ είναι εύκολο, βρήκε μιά καλή δουλειά, θα προοδεύσει. Γιά τους άλλους δύο και κυρίως τον Στέφανος, το κύριο ερώτημα είναι «μετά από εδώ, τι;». Η μελαγχολική γραφή του Μενγκέστου εντυπωσιάζει με την ωριμότητά της – μόνο αν στο πούνε καταλαβαίνεις ότι διαβάζεις το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα – θυμίζοντας Μπέλοου και Μάλαμουντ, ακόμα δε και Καμύ. Ένα εξαιρετικό και «αγαπησιάρικο» μυθιστόρημα-έκπληξη που σε κερδίζει από τις πρώτες σελίδες.

«...Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες για να παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια στον Αμερικανικό θρησκευτικό πλουραλισμό, το Συμβολισμό στην Θεία Κωμωδία του Δάντη και τις Φυλετικές σχέσεις στη μετα-αποικιακή Αφρική του 20ου αιώνα. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια, αλλά αυτό είναι ασήμαντη λεπτομέρεια για τον Τζόζεφ, ο οποίος συνεχίζει να μελετάει τις σημειώσεις του και να υπογραμμίζει στίχους της Κόλασης.

Από ένα στρογγυλό φεγγίτη βλέπω,
Τις χάρες όλες του ουρανού, κι απ’όπου
Εβγήκαμε, να ξαναδούμε τ’άστρα


Όταν μεθάει, επιμένει ότι πρόκειται για τους ωραιότερους στίχους που γράφτηκαν ποτέ. «Γιά σκέψου» λέει. «Ο Δάντης βγαίνει τελικά από την κόλαση, και βλέπει αυτό: «Όλες τις χάρες του ουρανού». Είναι τέλειοι, σου λέω. Τέλειοι από κάθε άποψη. Είπα στον καθηγητή μου ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτούς τους στίχους καλύτερα από έναν Αφρικανό, επειδή έτσι είναι η ζωή μας. Μια καθημερινή κόλαση με φευγαλέες εικόνες του ουρανού στο ενδιάμεσο».»